ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Ποιν. Υπόθεση: 1711/23

 

Δημοκρατία

ν.

 1. M.A.B.

                                                        2. A.A.

Κατηγορουμένων

 

28 Φεβρουαρίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενους 1 και 2: κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι, κατόπιν δικής τους παραδοχής, στις ακόλουθες κατηγορίες.

 

Ο Κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος επί τω ότι παρείχε συνδρομή ή βοήθεια σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία[1] (κατηγορία 3) και ότι συμμετείχε ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης σε διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με το λαθρεμπόριο μεταναστών, δια της συμφωνίας με άγνωστο πρόσωπο, ώστε να λάβει το ποσό 200 δολαρίων και επιπλέον όπως το ποσό των 2.000 δολαρίων καταβληθεί στην οικογένεια του, προκειμένου να μεταφέρει με

 

βάρκα 97 απαγορευμένους μετανάστες στο έδαφος της Δημοκρατίας[2] (κατηγορία 8).

 

Ο Κατηγορούμενος 2 δε, κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία που αφορά είσοδο στη Δημοκρατία δια θαλάσσης και αποβίβασης του στη Λάρνακα, χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή[3] (κατηγορία 6).

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα ως εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, παρατίθενται κατωτέρω.

 

Στις 18.7.23 και περί ώρα 19:00, το πλήρωμα Αστυνομικής ακάτου της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε ξύλινη βάρκα δέκα περίπου μέτρων να πλέει ακυβέρνητη, εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, 12 ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου του Κάβο Γκρέκο, με κατεύθυνση τις κυπριακές ακτές. Σ’ αυτήν επέβαιναν 98 πρόσωπα, εκ των οποίων 75 άνδρες, 9 γυναίκες και 14 παιδιά.  Επειδή κρίθηκε ότι η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, μιας και η βάρκα στην οποία επέβαιναν ήταν υπερφορτωμένη, ενεργοποιήθηκε σχέδιο διάσωσης τους, το οποίο συντόνιζε το Κέντρο Συντονισμού, Έρευνας και Διάσωσης. Κατά την επιχείρηση διάσωσης, αφίχθηκε επί τόπου, δεύτερη Αστυνομική άκατος, πάνω στην οποία μετεπιβιβάστηκαν οι μετανάστες και μεταφέρθηκαν στο λιμάνι Λάρνακας, όπου και αποβιβάστηκαν με ασφάλεια. Η ξύλινη βάρκα επί της οποίας επέβαιναν οι μετανάστες, ρυμουλκήθηκε από την άκατο της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας στη στεριά.

 

Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, μέλος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, πήρε συνέντευξη από κάθε μετανάστη ξεχωριστά και με βάση τα όσα δήλωσαν, επρόκειτο για Σύριους υπηκόους. Έτσι δήλωσε αρχικά και ο Κατηγορούμενος 1, ο οποίος παρουσιάστηκε ψευδώς με το όνομα Y.M.A. από τη Συρία. Ουδείς, συμπεριλαμβανομένων των δύο Κατηγορούμενων, είχε στην κατοχή του θεωρημένο διαβατήριο από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ούτε και άδεια μετανάστευσης από την Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου όλοι οι επιβαίνοντες αποτελούν απαγορευμένους μετανάστες σύμφωνα με το Νόμο. Όπως δήλωσαν οι μετανάστες, τα ξημερώματα της 18.7.23 αναχώρησαν, ως υπέθεσαν, από την πόλη Ταρτούς της Συρίας, με προορισμό την Κύπρο, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής. Για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν, κατέβαλαν έκαστος σε λαθρέμπορους μεταναστών στη Συρία, ποσά κυμαινόμενα από 2.500-3.500 δολάρια. Υπέδειξαν δε τον Κατηγορούμενο 1, ως το άτομο το οποίο πλοήγησε τη βάρκα από την Συρία προς την Κύπρο, ενώ περαιτέρω υπέδειξαν τον  Κατηγορούμενο 2 ως βοηθό του.

 

Στις 19.7.23, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 2, όπου ανέφερε ότι κατάγεται από τη Συρία, είναι οικοδόμος και θέλησε να έρθει στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή. Η βάρκα ξεκίνησε από την πόλη Ταρτούς της Συρίας, με προορισμό την Κύπρο και πλοηγός της βάρκας ήταν ο  Κατηγορούμενος 1. Ως επίσης ανέφερε, κατέβαλε στους λαθρεμπόρους ποσό 3.000 δολαρίων προκειμένου να του επιτραπεί να ταξιδέψει.  Αργότερα, την ίδια ημέρα, έδωσε και δεύτερη ανακριτική κατάθεση, στην οποία ανέφερε ότι η βάρκα με τους μετανάστες, ξεκίνησε από την πόλη Τρίπολη του Λιβάνου και όχι από την Ταρτούς της Συρίας, όπως αρχικά δήλωσε.  Ο ρόλος του κατά το ταξίδι, ήταν να προσφέρει φαγητό στον κόσμο και να βοηθά τον  Κατηγορούμενο 1, τροφοδοτώντας με καύσιμα τη μηχανή της βάρκας.

 

Ανακριτική κατάθεση λήφθηκε την ίδια ημέρα και από τον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος ανέφερε ότι κατάγεται από το Λίβανο και ότι είναι ψαράς στο επάγγελμα. Ο λόγος που αρχικά έδωσε ψευδή στοιχεία στην Αστυνομία, είναι γιατί φοβήθηκε. Η βάρκα με τους μετανάστες ξεκίνησε από την πόλη Τρίπολη του Λιβάνου, με προορισμό την Κύπρο, καθότι είναι δύσκολο ν’ αποπλεύσει βάρκα με λαθρομετανάστες από τη Συρία, λόγω αυστηρών ελέγχων που γίνονται από τις Αρχές. Γι’ αυτό, όλα σχεδόν τα λαθραία ταξίδια που πραγματοποιούνται προς την Κύπρο, ξεκινούν από τον Λίβανο. Οι επί  κεφαλής των λαθρεμπόρων μεταναστών είναι δύο άτομα, τα οποία γνωρίζει με τα ψευδώνυμα τους και πρόκειται για ένα Λιβάνιο και ένα Σύρο. Στις 17.7.23, τον προσέγγισε ο Σύρος λαθρέμπορος και του πρότεινε να πλοηγήσει την βάρκα με τους μετανάστες προς την Κύπρο, με αντάλλαγμα την πληρωμή στην οικογένεια του 2.000 δολαρίων, με την εκπλήρωση της παράνομης εισόδου των μεταναστών στην Κύπρο. Ο ίδιος αποδέχθηκε, επειδή ως ψαράς κατέχει άδεια χειριστή σκάφους και θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το εγχείρημα. Με την αποδοχή της παραπάνω πρότασης, έλαβε από τον λαθρέμπορο σε μετρητά, το ποσό των 200 δολαρίων. Η βάρκα ανήκει σε κάποιον άλλο Λιβάνιο, ο οποίος ανέλαβε να την βγάλει από το λιμάνι και να του την παραδώσει στις 18.7.23 και περί ώρα 03:30, σε ερημική παραλία. Αφού ο κόσμος επιβιβάστηκε στην βάρκα, το ταξίδι ξεκίνησε με πηδαλιούχο τον ίδιο. 

 

Στις 20.7.23, εξασφαλίστηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον και των δύο Κατηγορουμένων και οδηγήθηκαν την ίδια ημέρα ενώπιον του Ε.Δ. Αμμοχώστου, το οποίο εξέδωσε διάταγμα προφυλάκισης τους για περίοδο 8 ημερών. Έκτοτε, βρίσκονται υπό κράτηση.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι το ταξίδι διοργανώθηκε από διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, η οποία δρα στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο. Πρόκειται σύμφωνα με τον νόμο για εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Έκαστος μετανάστης, κατέβαλε στην εγκληματική οργάνωση, ποσό κυμαινόμενο από 2.500-3.500 δολάρια, ως αντίτιμο για το ταξίδι. Ο Κατηγορούμενος 1, ήταν το μοναδικό πρόσωπο, το οποίο δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό. Είναι άγνωστο δε, το κατά πόσο η οικογένεια του τελευταίου, έχει εισπράξει το χρηματικό ποσό των 2.000 δολαρίων, ως προέβλεπε η συμφωνία που έκανε με το μέλος της εγκληματικής οργάνωσης.

 

Τέλος, ως αναφέρθηκε, αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου.

Β. Αγορεύσεις Μετριασμού

 

Η συνήγορος των Κατηγορούμενων, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη το λευκό τους μητρώο, τη συνεργασία αμφότερων με τις διωκτικές αρχές, την παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια τους, τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στο κίνητρο των Κατηγορουμένων για τη διάπραξη που διασυνδέεται με τις δύσκολες οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις τους, τις οποίες επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει υπέρ τους, υιοθετώντας προς τούτο τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας.

 

Σε σχέση δε με τον Κατηγορούμενο 1, κάλεσε περαιτέρω το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, ως επίσης το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευσε εντός των Φυλακών ενώ σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι ήταν ένας εκ των επιβαινόντων στη βάρκα, όπως και οι υπόλοιποι μετανάστες και παρά ταύτα μόνο ο ίδιος διώχθηκε ποινικά, με αποτέλεσμα να προκύπτει ουσιαστικά άδικη μεταχείριση σε βάρος του, ενώ σε σχέση με αυτόν υποβλήθηκε και εισήγηση στη βάση του συνόλου των περιστάσεων του για αναστολή της ποινής φυλάκισης.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Σε ότι αφορά το αδίκημα της παροχής συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία (κατηγορία 3), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και οι δύο αυτές ποινές[4], ενώ για το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών (κατηγορία 8), προνοείται επίσης ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη, διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ.10.000 (€17,086.00) [5].

Το δε αδίκημα της κατηγορίας 6, που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, προνοεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (€1708) ή και με τις δύο αυτές ποινές[6].

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει δε να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι η ποινή που αφορά την 3η   κατηγορία, αυτή δηλαδή της υποβοήθησης απαγορευμένου μετανάστη να εισέλθει στην Δημοκρατία, εισάχθηκε με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν η ποινή που προβλεπόταν παλαιότερα για το συγκεκριμένο αδίκημα, αυξήθηκε σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή για το εν λόγω αδίκημα, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5.000 ή και οι δύο ποινές.   

 

Η αύξηση αυτή στην προβλεπόμενη ποινή του άρθρου 19(1)(ζ), η οποία ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με το συγκεκριμένο αδίκημα και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη του εν λόγω αδικήματος. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23. Απόφαση η οποία πραγματεύετο μεν αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2)[7] του Κεφ. 105, που επισύρουν αυστηρότερη ποινή, με τα εκεί λεχθέντα όμως να τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ αναλογίαν και στην προκειμένη περίπτωση:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), οι οποίες υιοθετήθηκαν πρόσφατα από το Εφετείο στην Khabeer Khan (ανωτέρω), συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, την παράνομη είσοδο, διέλευση και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνουμε πως το 2009, στην υπόθεση Deveci (ανωτέρω), μετά από άμεση παραδοχή, ο Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη Δηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515, ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία, ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

 

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της Δηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στη δε πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές.  Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α, εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας (23 ετών), με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Έχοντας αναφερθεί στην ανωτέρω νομολογία, σημειώνουμε βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις, αναφορικά με επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123).

 

Τονίζουμε ακόμα ότι έχουμε κατά νου πως η ως άνω παρατεθείσα νομολογία, με εξαίρεση την Ghouneym, αφορά τα αδικήματα του Κεφ. 105 (ως ίσχυε κατά τον χρόνο που αποφασίστηκαν), που έχουν ως συστατικό τους στοιχείο την αποκόμιση κέρδους, κατ’ αντίθεση με το αδίκημα της κατηγορίας 3 της παρούσας, χωρίς βεβαίως τούτο να αλλοιώνει τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης επί των δικών της όρων, ως αυτή πιο κάτω αναλύεται.  Επίσης έχουμε κατά νου, και το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε σε σχέση με την (τότε) προβλεπόμενη ποινή στην κάθε περίπτωση, η οποία δια του τροποποιητικού Ν.46(Ι)/21, έχει αυξηθεί, όπως έχουμε προαναφέρει, σε ότι αφορά το αδίκημα του άρθρου 19(1)(ζ) που πραγματεύεται η παρούσα και αφορά τον Κατηγορούμενο 1.    

 

Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας, ό,τι αξίζει να σημειωθεί, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του Κατηγορούμενου 1 να συμμετάσχει σε διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, με διεθνική δράση εκτεινόμενη στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο, υποβοηθώντας με τη συμμετοχή του στην προαγωγή και εν τέλει στην ολοκλήρωση του σκοπού της, που δεν ήταν άλλος βέβαια από το λαθρεμπόριο μεταναστών έναντι αμοιβής, αφού ως λέχθηκε, τα πρόσωπα αυτά κατέβαλαν από 2500-3500 δολάρια έκαστος, για τη μεταφορά τους.  Παρά το  γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν λήπτης του ποσού που κατέβαλαν οι μετανάστες, ούτε ο ιθύνων νους που διοργάνωσε το ταξίδι αλλά ούτε και ο ιδιοκτήτης της βάρκας, εντούτοις ο ρόλος του δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι η συνδρομή του ήταν καταλυτική ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, μιας και χωρίς να πλοηγήσει τη βάρκα, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί. Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί και το ότι έδρασε βάσει σχεδίου και προγραμματισμού, αφού σύμφωνα με τα γεγονότα προκύπτει πως βάσει της συνεννόησης που υπήρξε, ο Κατηγορούμενος 1, στις 18.7.23 και ώρα 03:30, μετέβη σε ερημική περιοχή προκειμένου να του παραδοθεί η βάρκα από τον ιδιοκτήτη της, ο οποίος ανέλαβε να την βγάλει από το λιμάνι και να του την παραδώσει στην εν λόγω περιοχή, όπου έγινε και η επιβίβαση των μεταναστών.  Οι δε ενέργειες του δεν έγιναν αφιλοκερδώς, αλλά αντιθέτως έγιναν έναντι αμοιβής που συμφώνησε να λάβει ο ίδιος και η οικογένεια του, η οποία ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 2200 δολαρίων (200 δολάρια στον ίδιο και 2000 δολάρια στην οικογένεια του), ενώ παράλληλα σημειώνουμε και το ότι ο ίδιος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη μετάβαση του στην Κύπρο, ως οι λοιποί επιβαίνοντες.

 

Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται, αφενός, ο μεγάλος αριθμός των προσώπων που μετέφερε, 97 στο σύνολο, μεταξύ των οποίων υπήρχε και σημαντικός αριθμός παιδιών, ήτοι 14, και αφετέρου, ο κίνδυνος που διέτρεξαν όλοι οι επιβαίνοντες ως εκ του εγχειρήματος που ο ίδιος ανέλαβε, ήτοι να μεταφέρει τους μετανάστες με μια υπερφορτωμένη βάρκα, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων θορύβησε τις αρχές και κατέστησε αναγκαίο να ενεργοποιηθεί από τις αρχές της Δημοκρατίας σχέδιο διάσωσης. Επί του τελευταίου ζητήματος βεβαίως, συνυπολογίζουμε όσα ανέφερε η συνήγορος των Κατηγορούμενων χωρίς ν’ αμφισβητηθεί και συγκεκριμένα το γεγονός ότι στην πραγματικότητα εν τέλει δεν προέκυψε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κίνδυνος για την υγεία των επιβαινόντων, αφού στη βάρκα δεν είχαν εισρεύσει νερά, ούτε είχαν τελειώσει τα καύσιμα και επίσης στη βάρκα υπήρχε φαγητό και νερό. 

Επομένως εν σχέσει με αμφότερες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 1, προσμετρούμε ως επιβαρυντικό στοιχείο κατ’ αρχάς τον προσχεδιασμό που υπήρξε, ως επίσης τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κατηγορούμενος στο όλο εγχείρημα ως ανωτέρω επεξηγήθηκε, παρότι δεν ήταν ο ίδιος εκ των «εγκεφάλων» της οργάνωσης ούτε ιδιοκτήτης της βάρκας, τον μεγάλο αριθμό προσώπων που μεταφέρθηκαν, το γεγονός ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 14 παιδιά, το ότι μεταφέρθηκαν υπό συνθήκες που εγκυμονούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τους (ο οποίος ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε) καθώς και το ύψος του ποσού που ο Κατηγορούμενος συμφώνησε να λάβει για τον όλο ρόλο που θα διαδραμάτιζε και το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 2.200 δολαρίων, εκ του οποίου έλαβε 200 δολάρια.

 

Βέβαια το γεγονός πως έλαβε μόνον το ποσό των 200 δολαρίων και πως εν τέλει η οικογένεια του δεν έλαβε το υπόλοιπο ποσό των 2000 δολαρίων που συμφωνήθηκε, σίγουρα είναι υπόψη μας και συνεκτιμάται υπέρ του, όμως επί τούτου δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως η μη λήψη του εν λόγω ποσού από την οικογένεια του, δεν προκύπτει να είναι αποτέλεσμα τυχόν δεύτερων σκέψεων που έκανε ο ίδιος, αλλά μάλλον οφείλεται στην ίδια την εξέλιξη των γεγονότων και την προφανή αθέτηση της συμφωνίας από πλευράς των λαθρεμπόρων.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης πως σκοπός τόσο της εμπλοκής του όσο και της μετανάστευσης του, ήταν η αναζήτηση καλύτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών διαβίωσης και καλύτερης εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να στηρίξει την οικογένεια του, η οποία αφότου πλήγηκε από σεισμό, ζει σε αντίσκηνο, ως παραστατικά και με αναφορά σε φωτογραφικό υλικό εξήγησε η συνήγορος του.  Περαιτέρω κατά νου είχαμε και τη θέση της συνηγόρου του ότι ο διοργανωτής του παράνομου ταξιδιού εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση του, ως εκ της οικονομικής εξαθλίωσης του ίδιου και της οικογένειας του, αλλά και ότι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 1 ευρισκόμενος σε αυτή τη δυσχερή θέση, ενήργησε επιπόλαια και παρορμητικά στο πλαίσιο της προσπάθειας του να βοηθήσει την οικογένεια του. Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις τραγικές περιστάσεις υπό τις οποίες πράγματι διαβιούν οι οικείοι του και τις δυσκολίες αλλά και τα γενικότερα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 1, ως και την εμπόλεμη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του, με όλα τα συνεπακόλουθα της, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με ευρύτερα προβλήματα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[8].

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από μέρους του Κατηγορούμενου 1, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τις σοβαρές συνέπειες που η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Στρεφόμενοι τώρα στον Κατηγορούμενο 2, πρέπει ευθέως να πούμε πως παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε επί των δικών του όρων, ο ρόλος του σαφώς διαχωρίζεται από αυτόν του Κατηγορούμενου 1, αφού σε αυτόν δεν αποδίδεται οποιαδήποτε συνδρομή, στην όλη διακίνηση των μεταναστών.  Η διαφοροποίηση αυτή επιβάλλεται να αντανακλάται και στην ποινή που θα του επιβληθεί. Ως προς το κίνητρο του, που ήταν και στη δική του περίπτωση η αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών εργασίας και διαβίωσης, δεδομένων των άθλιων οικονομικών του περιστάσεων, της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του, με όλα τα επακόλουθα της, αλλά και του σεισμού που έπληξε αυτή με σοβαρές συνέπειες στον ίδιο και την οικογένεια του, ένεκα και της απώλειας της οικίας τους, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε, τα όσα αναφέραμε εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις των Κατηγορουμένων 1 και 2, έτσι που να μην συνιστά γι’ αυτούς απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 1 και 2, τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό μητρώο αμφότερων των Κατηγορουμένων, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση της συνηγόρου υπεράσπισης, ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία τους με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο.

 

-               Την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου 1 στην κατηγορία 3 και την παραδοχή του, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, στην κατηγορία 8, και βεβαίως την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου 2 στην κατηγορία 6. Όπως είναι καλώς νομολογημένο, η παραδοχή περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα τους επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-               Τη μεταμέλεια τους, ως εμφαίνεται από την παραδοχή τους αλλά και από την απολογία τους, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου τους.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων, όπως αυτές περιγράφονται στις Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, τις οποίες η συνήγορος τους υιοθέτησε και ως περαιτέρω αναλύθηκαν από την τελευταία.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι είναι ηλικίας 34 ετών, αναλφάβητοι και προέρχονται από πολυμελείς, φτωχές οικογένειες.

 

Για τον Κατηγορούμενο 1 λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη, ότι έχει άλλα 4 αδέλφια, τα οποία διαμένουν στη Συρία, όπως και η μητέρα του, η οποία πάσχει από διαβήτη και έχει χάσει το ένα της μάτι. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2003. Στη χώρα του εργαζόταν ως ψαράς, λαμβάνοντας 50 δολάρια μηνιαίως, ενώ είναι παντρεμένος και πατέρας 7 ανήλικων παιδιών, εκ των οποίων το μικρότερο είναι μόλις κάποιων ημερών και δεν το έχει γνωρίσει, παρά μόνο το είδε μόνο μέσω φωτογραφίας, μιας και γεννήθηκε ενόσω ο Κατηγορούμενος 1 βρισκόταν υπό κράτηση.

 

Σε ότι αφορά τον Κατηγορούμενο 2, λαμβάνεται υπόψη ότι είναι οικοδόμος στο επάγγελμα και τα τελευταία δύο χρόνια ήταν άνεργος. Κατά διαστήματα απασχολείτο περιστασιακά σε διάφορες εργασίες και λάμβανε 5 δολάρια την ημέρα. Είναι επίσης παντρεμένος και πατέρας 5 ανήλικων παιδιών, έχει δε άλλο ένα αδελφό ηλικίας 17 ετών, ο οποίος διαμένει με τους γονείς τους στη Συρία. Μετά την σύλληψη και κράτηση του, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση ασύλου στην Κύπρο, η οποία εκκρεμεί προς εξέταση (βλ. Τεκμήριο 3).

 

Τέλος, λαμβάνουμε υπόψη ότι αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι έχουν απωλέσει τις οικογενειακές τους κατοικίες σε σεισμό που συνέβη το 2023 στη Συρία και από τότε οι οικογένειες τους διαβιούν σε αντίσκηνα, σε καταυλισμό για σεισμόπληκτους, κάτω από άθλιες συνθήκες (βλ. και Τεκμήριο 1 σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1).

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης στους οικείους τους και ιδιαίτερα στις συζύγους και στα παιδιά τους, οι οποίοι διαμένουν στη Συρία υπό τις συνθήκες που έχουν αναφερθεί, όπως και τη γενικότερη αγωνία που βιώνουν οι Κατηγορούμενοι αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας. Σημειώνουμε βέβαια, πως ο πιο πάνω παράγοντας, παρότι λαμβάνεται υπόψιν, αφού αποτελεί επίσης μετριαστικό παράγοντα, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους τη ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Ερχόμενοι στην κατάσταση της υγείας του Κατηγορούμενου 1, λαμβάνουμε κατ’ αρχάς υπόψη μας ότι στο παρελθόν αντιμετώπιζε πρόβλημα με πέτρα στον νεφρό. Επίσης, ότι μετά τη σύλληψη και κράτηση του στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης και συγκεκριμένα από αρχές Οκτωβρίου 2023, ξεκίνησε να έχει πόνους στην αριστερή πλάγια θωρακική κοιλότητα ή και στην περιοχή των νεφρών και για το λόγο αυτό έγιναν οι αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις, μέσω των οποίων αποκλείστηκε το ενδεχόμενο νεφρολιθίασης δηλ. οι πόνοι να προέρχονται από πέτρες στους νεφρούς. Του δόθηκε αντιβίωση για ουρολοίμωξη και πραγματοποιήθηκαν αιματολογικές εξετάσεις με φυσιολογικά αποτελέσματα.

 

Ακολούθως, στις 2.11.23 φαίνεται να παραπονέθηκε εκ νέου για άλγος και τσούξιμο κατά την ούρηση, του δόθηκε διπλή αντιβίωση και παρόλο που στη σχετική έκθεση αναφέρεται ότι το πρόβλημα αποκατάσταθηκε πλήρως, εντούτοις η θέση της υπεράσπισης ήταν πως ο ίδιος συνέχισε και συνεχίζει να έχει πόνους στην αριστερή πλευρά. Σε εκ νέου εξέταση του στις 17.1.24, διαπιστώθηκε και πάλιν ουρολοίμωξη, έγινε σύσταση αύξησης υγρών και χορηγήθηκε ξανά αντιβίωση, ενώ μετά και τις οδηγίες του Δικαστηρίου και προς το σκοπό διαπίστωσης του προβλήματος που αντιμετωπίζει, πραγματοποιηθηκαν γενικές αιματολογικές εξετάσεις (βιοχημείας PSA και ESR) με καλά αποτελέσματα, καθώς και νέες συμπληρωματικές στις 22.2.24 με σκοπό την παραπομπή του σε ουρολόγο. Επίσης, ως η θέση της υπεράσπισης, προς αντιμετώπιση του προβλήματος του έλαβε και ενέσιμη αγωγή.

 

Στη βάση των ανωτέρω και χωρίς να παραβλέπουμε τη θέση του ότι εξακολουθεί να αισθάνεται κάποιο πόνο, πράγμα το οποίο λαμβάνουμε υπόψη, εντούτοις ό,τι προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας είναι ότι το πρόβλημα του τυγχάνει διαχείρισης από το ιατρικό προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος και πάντως δεν προκύπτει χειροτέρευση της κατάστασης της υγείας του, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, πράγμα που εν τέλει και ορθώς αποδέχτηκε και η συνήγορος του. 

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, σημειώνουμε ότι, ως είναι καλώς νομολογημένο, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο Νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος καθιστούν επιβεβλημένη την επιλογή αυτή (βλ. Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 28/2014, ημερ. 24.2.2014 και R. v. Hall (2013) Crim. L.R. 426, CA).

 

Τέλος, σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, αναγνωρίζουμε ως επιπρόσθετο μετριαστικό παράγοντα, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι, παράνομοι μετανάστες που βρίσκονταν μαζί του στη βάρκα, δεν έχουν διωχθεί. Κρίνουμε επί τούτου ότι πράγματι, δεν δόθηκε κάποια εξήγηση για τη µη δίωξη των άλλων επιβαινόντων στο σκάφος, που δεν έπραξαν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ό,τι ο Κατηγορούμενος 2.  Ήταν πρόσωπα μάλιστα, γνωστά στις αρχές, μιας και είχε προηγηθεί σύμφωνα με τα γεγονότα, ο έλεγχος του καθεστώτος τους και η μετέπειτα διαπίστωση της καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό, μπορεί να µην αναιρεί την ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου 2 σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά όμως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που επενεργεί υπέρ της έκπτωσης της ποινής, η οποία άλλως πως θα ήταν σαφώς αυστηρότερη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος[9].

 

Ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 Α.Α.Δ 371:

«Η Δικαιοσύνη δεν µπορεί να µείνει ουδέτερη µπροστά στη χρήση διάφορου µέτρου στη µεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγµατος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασµένη κατά πάντα χρόνο µε την ισότητα. ∆εν διαγράφει βέβαια το έγκληµα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιµωρήσει για το αδίκηµα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να µειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθµό που να µετριάζει το αίσθηµα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη µεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό µετριάζεται αφενός η ανισότητα στη µεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η ∆ικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθµό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγµατος, που δεσµεύει τις Δικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νοµοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώµατα περιλαµβανοµένου του δικαιώµατος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγµατος).»

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση. Θεωρούμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στους Κατηγορούμενους 1 και 2 τις ακόλουθες ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1 σε κάθε μια εκ των κατηγοριών 3 και 8, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 4 ετών.

 

Στον Κατηγορούμενο 2, στην 6η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Ενόψει του ύψους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2,  προχωρούμε να εξετάσουμε, κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που έχουμε ήδη επιβάλει, ως ήταν και η εισήγηση της συνηγόρου του.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου 2, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης, αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα του αδικήματος και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.   

 

Επομένως, οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί θα είναι άμεσες και σε ότι αφορά τον Κατηγορούμενο 1 θα συντρέχουν.  Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 28.7.23.

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση του άρθρου 19 (1)(ζ) του Κεφ.105.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 11(ΙΙΙ)/2003 και των άρθρων 6(1)(a), 6(2)(b), 6(3)(a),(b) του Τρίτου Μέρους του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

 

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 12(2)(5) του Κεφ.105.

[4] Άρθρο 19 (1) (ζ) του Κεφ. 105.

 

[5] Άρθρο 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικός) Νόμος του 2003.

 

[6] Άρθρο 12 (2) (5) του Κεφ. 105.

[7] 19Α(2) Πρόσωπο το οποίο µε πρόθεση και µε σκοπό την αποκόµιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειµένου να διαµείνει στη ∆ηµοκρατία ή σε άλλο κράτος µέλος, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόµου ή της οικείας νοµοθεσίας του εν λόγω κράτους µέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιµωρείται µε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή µε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές.

[8] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15

[9] Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 141/2023,  ημερ. 20.10.2023, Λούκας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 35/2022, ημερ. 25.01.2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο