ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 3097/23

 

Δημοκρατία

ν.

1. A.E.

     2. M.A.M.

Κατηγορουμένων

 

 

11 Ιουνίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενους 1 και 2: κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

(δοθείσα αυθημερόν)

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι, κατόπιν δικής τους παραδοχής, επί τω ότι ενώ ήταν απαγορευμένοι μετανάστες, βρέθηκαν σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχουν την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105 (κατηγορία 1). Επιπλέον, ο Κατηγορούμενος 2, παραδέχθηκε ότι συνέδραμε ώστε, 75 απαγορευμένοι μετανάστες εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων  6(1)(ι),(κ),(λ),(μ) και 19 (1)(ζ) του Κεφ.105 (κατηγορία 3).

 

 

Α. Γεγονότα

 

Τα εκτεθέντα γεγονότα συνοψίζονται ως ακολούθως.

 

Στις 29.11.2023 και περί ώρα 22:00, το πλήρωμα αστυνομικής ακάτου της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε ξύλινη βάρκα δέκα περίπου μέτρων, να πλέει εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, 6 ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου του Κάβο Γκρέκο, με κατεύθυνση τις κυπριακές ακτές. Επέβαιναν σε αυτήν 77 πρόσωπα, εκ των οποίων 76 άντρες και μια γυναίκα. Η ώρα 22:55 αφίχθηκε επί τόπου, δεύτερη αστυνομική άκατος, πάνω στην οποία μετεπιβιβάστηκαν οι επιβάτες και μεταφέρθηκαν στην Μαρίνα Αγίας Νάπας όπου αποβιβάστηκαν με ασφάλεια.

 

Η ξύλινη βάρκα επί της οποίας επέβαιναν οι μετανάστες, ρυμουλκήθηκε από την άκατο της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας στη στεριά. Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στην στεριά, μέλος της υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, πήρε συνέντευξη από κάθε μετανάστη ξεχωριστά και με βάση τα όσα δήλωσαν, επρόκειτο για Σύριους υπηκόους. Ουδείς εκ των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των Κατηγορούμενων είχε στην κατοχή του θεωρημένο διαβατήριο από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ούτε και άδεια μετανάστευσης από την Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου όλοι οι επιβαίνοντες αποτελούν απαγορευμένους μετανάστες σύμφωνα με τον Νόμο. Όπως δήλωσαν οι μετανάστες, τα ξημερώματα της 28.11.23 αναχώρησαν, από την πόλη Arida του Λιβάνου, με προορισμό την Κύπρο, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής. Για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν, κατέβαλαν έκαστος σε λαθρέμπορους μεταναστών στην Συρία, ποσά κυμαινόμενα από 1.500-3.000 δολάρια. Υπέδειξαν δε τον 2ο Κατηγορούμενο ως το άτομο το οποίο πλοήγησε την βάρκα από τον Λίβανο προς την Κύπρο και τον 1ο Κατηγορούμενο ως τον βοηθό του.

 

Στις 30.11.2023, εξασφαλίστηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον των Κατηγορουμένων και συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν αυθημερόν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου το οποίο εξέδωσε διάταγμα προφυλάκισης τους για περίοδο 8 ημερών. Έκτοτε δε, οι Κατηγορούμενοι τελούν υπό κράτηση.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1. Κατάγεται από τον Λίβανο και είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και θέλησε να έρθει στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή. Ο ρόλος του κατά το ταξίδι, ήταν να προσφέρει φαγητό στον κόσμο και να βοηθά τον Κατηγορούμενο 2, τροφοδοτώντας με καύσιμα την μηχανή της βάρκας.

 

Αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 2, προέκυψε ότι κατάγεται από τον Λίβανο και μέχρι τα 17 του χρόνια ήταν ψαράς στο επάγγελμα. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως σερβιτόρος στον Λίβανο και θέλησε να έρθει στην Κύπρο για ένα καλύτερο μέλλον. Αφού ο κόσμος επιβιβάστηκε στην βάρκα, το ταξίδι προς την Κύπρο ξεκίνησε με πηδαλιούχο τον ίδιο και για να προσανατολίζεται χρησιμοποίησε συσκευή GPS και πυξίδα.

 

Το ταξίδι διοργανώθηκε στη Συρία από διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών η οποία δρα στον Λίβανο, Συρία και στην Κύπρο και πρόκειται σύμφωνα με τον Νόμο για εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Έκαστος μετανάστης, κατέβαλε στην εγκληματική οργάνωση, ποσό κυμαινόμενο από 1.500-3.000 δολάρια, ως αντίτιμο για το ταξίδι.

 

Ως αναφέρθηκε περαιτέρω, αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι, είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση Μετριασμού

 

Η συνήγορος των Κατηγορουμένων, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το λευκό τους ποινικό μητρώο, το μεμονωμένο των πράξεων τους, τη συνεργασία τους με τις διωκτικές αρχές, την παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια τους αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις τους περιστάσεις, εστιάζοντας  στο νεαρό της ηλικίας τους αλλά και στις δύσκολες οικονομικές τους περιστάσεις. Περιστάσεις οι οποίες αποτέλεσαν και το κίνητρο τους για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, στο πλαίσιο αναζήτησης καλύτερων συνθηκών ζωής και εργασίας, παράγοντα τον οποίο επίσης ζήτησε από το Δικαστήριο να συνυπολογίσει.

 

Πέραν των πιο πάνω κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει υπέρ τους το γεγονός ότι και οι δύο κατέβαλαν κόμιστρο για τη μεταφορά τους ενώ για τον Κατηγορούμενο 2, ζήτησε όπως ληφθεί επιπρόσθετα υπόψη, ότι δεν αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος από τη μεταφορά των μεταναστών, ότι δεν υπήρξε συμφωνία με τους ιθύνοντες για την εν λόγω μεταφορά και δεν διακινδύνευσε η ζωή των επιβαινόντων, οι οποίοι έφτασαν ασφαλείς. Για τον δε Κατηγορούμενο 1, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι αυτός δεν έπραξε τίποτα περισσότερο από ότι έπραξαν και οι υπόλοιποι μετανάστες που επέβαιναν στην βάρκα και οι οποίοι δεν έχουν προς τούτο κατηγορηθεί, εισηγούμενη ότι η αρχή της ισότητας επιβάλλει όπως η μη δίωξη των υπολοίπων, επενεργήσει μετριαστικά προς όφελος του τελευταίου. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω αλλά και του ότι κατά την εισήγηση της εξέλιπε πλέον η ανάγκη για αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, ένεκα μείωσης των μεταναστευτικών ροών το τελευταίο διάστημα, λόγω συμφωνίας που επετεύχθη με το Λίβανο, κάλεσε το Δικαστήριο όπως θεωρήσει ότι δεν καθίσταται επιβεβλημένη η αντιμετώπιση των επίδικων αδικημάτων, ως αδικημάτων τα οποία παρουσιάζουν έξαρση και όπως επιδείξει στους Κατηγορούμενους κάθε δυνατή επιείκεια.   

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Τα υπό εξέταση αδικήματα τιμωρούνται αμφότερα, με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή πρόστιμο μέχρι €50.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές[1]Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει δε να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι ως άνω προβλεπόμενες ποινές εισήχθησαν με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν οι ποινές που προβλέπονταν από το Κεφ. 105 αυξήθηκαν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα εν σχέσει με τα επίδικα αδικήματα, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή τόσο για το αδίκημα της κατηγορίας 1 όσο και για το αδίκημα της κατηγορίας 3, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5,000.   

 

Η αύξηση αυτή στις ποινές, που στην περίπτωση των επίδικων αδικημάτων ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με τα αδικήματα αυτά και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εν λόγω αδικημάτων. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.   Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι μόνο εντός της περιόδου 11.4.24 μέχρι 13.5.24, ήτοι εντός ενός μόλις μηνός, καταχωρήθηκαν 7 νέες υποθέσεις αυτής της φύσεως ενώπιον μας.

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν πολύ πρόσφατα στην Γενικός Εισαγγελέας v Ali Terzelaki, κ.α, Ποιν. Εφ.6/23 κ.α., ημερ.4.6.24, όπου με αναφορά και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, τονίστηκε για άλλη μια φορά, ότι αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία παρουσιάζουν αύξηση, γεγονός που επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπιση τους. Επίσης με αναφορά στην El Feky v Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166 και στην Γενικός Εισαγγελέας v Ευαγόρου (2001) 2 ΑΑΔ 285, υπογραμμίστηκε ότι λόγω του μεγέθους του προβλήματος, καθοριστικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής είναι η αποτροπή και παράλληλα επισημάνθηκαν και οι σοβαρές συνέπειες που προκαλούνται στην αγορά εργασίας και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου από αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση. Μάλιστα έγινε ιδιαίτερη μνεία και στην Οδηγία του Συμβουλίου της Ευρώπης Αρ. EC2002/90, ημερ. 28.11.02, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου διέλευσης και παραμονής, όπου αναφέρεται πως: «Ένας από τους στόχους της Ευρωπαικής Ένωσης είναι η προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η οποία συνεπάγεται ιδίως την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης».  

 

Τα όσα δε νομολογήθηκαν στην επίσης πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Khabeer Khan (ανωτέρω), παρότι λέχθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης που αφορούσε και αυτή όπως και η Terzelaki (ανωτέρω) σοβαρότερης φύσης αδικήματα από την παρούσα[2], εντούτοις τυγχάνουν εφαρμογής, και αυτά κατ’ αναλογίαν στην προκειμένη περίπτωση:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Επομένως ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι παραπάνω διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Εφετείο στην Khabeer Khan (ανωτέρω) αλλά και στην ακόμα πιο πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki (ανωτέρω), επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι παρά την παρέλευση 20 ετών από τον χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), συνεχίζουν δυστυχώς, να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Δεν μας διαφεύγει βέβαια ότι αποτέλεσε εισήγηση της υπεράσπισης ότι εκλείπει σήμερα η ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών ενόψει της αλλαγής δεδομένων, κατ’ επίκλησης συμφωνίας που επήλθε μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου.  Επί τούτου αρκούμαστε να παραπέμψουμε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ποινικού Εφετείου της χώρας μας στην υπόθεση Terzelaki (ανωτέρω), ημερ. 4.6.24, όπου ως υποδείξαμε, επαναλήφθηκε με εμφαντικό τρόπο η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε αυτής της φύσεως αδικήματα, ένεκα ακριβώς της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Εξ ου και στην εν λόγω υπόθεση το Εφετείο προχώρησε σε σημαντική αύξηση των πρωτοδίκως επιβληθεισών ποινών.  

 

Ό,τι επιπρόσθετα θα μπορούσε να λεχθεί επ’ αυτού, είναι ότι εν πάση περιπτώσει το ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαστική γνώση στη βάση του ότι, ως εισηγήθηκε η κα Παυλίδου, είχε απασχολήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και χωρίς να έχουν δοθεί οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες οι οποίες να είναι ικανές να εντάξουν το ζήτημα στη σφαίρα της δικαστικής γνώσης, από τη στιγμή μάλιστα που η σχετική εισήγηση δεν ήταν αποδεκτή από την κατηγορούσα αρχή. 

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, την παράνομη είσοδο, διέλευση και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνουμε πως το 2009, στην υπόθεση Deveci (ανωτέρω), μετά από άμεση παραδοχή, ο  Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη ∆ηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515, ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της, (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

 

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της ∆ηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές. Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α,  εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας (23 ετών), με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Στην δε πολύ πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki (ανωτέρω), το Εφετείο τονίζοντας τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τη σοβαρότητα αδικημάτων αυτής της φύσεως, αύξησε τις πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 2,5 και 3,5 ετών, στις κατηγορίες απαγορευμένου μετανάστη[3] και μεταφοράς προσώπων δια της υδάτινης οδού με υπερφορτωμένο σκάφος[4], σε 4 και 5 έτη αντίστοιχα. Οι εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το Εφετείο έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι από τις ενέργειες των Κατηγορούμενων, διακινδύνεψε η ζωή άλλων 56 ατόμων (πέραν των ίδιων των Κατηγορούμενων) από το εγχείρημα να τους μεταφέρουν με ένα άκρως επικίνδυνο σκάφος, το οποίο εν τέλει βυθίστηκε, υιοθετώντας την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι από τα γεγονότα αναδυόταν, το στοιχείο της οργανωμένης δράσης, παράγοντας που συνυπολογίστηκε ως επιβαρυντικός, μεταξύ άλλων.

 

Έχοντας αναφερθεί στην ανωτέρω νομολογία τονίζουμε βεβαίως ότι έχουμε κατά νου πως αυτή, με εξαίρεση την Ghouneym (ανωτέρω), αφορά τα αδικήματα του Κεφ. 105 (ως ίσχυε κατά τον χρόνο που αποφασίστηκαν), που έχουν ως συστατικό τους στοιχείο την αποκόμιση κέρδους, κατ’ αντίθεση με το αδίκημα της κατηγορίας 3 της παρούσας που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, χωρίς βεβαίως τούτο να αλλοιώνει τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης επί των δικών της όρων, ως αυτή πιο κάτω αναλύεται.  Επίσης έχουμε κατά νου, και το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε σε σχέση με την (τότε) προβλεπόμενη ποινή στην κάθε περίπτωση, η οποία δια του τροποποιητικού  Ν.46(Ι)/21, έχει αυξηθεί, τόσο σε ό,τι αφορά τα αδικήματα του άρθρου 19(2) και 19(ζ) που πραγματεύεται η παρούσα, όσο και του άρθρου 19Α. Ούτε βεβαίως διαλανθάνει την προσοχή μας, το γεγονός ότι στην Terzelaki (ανωτέρω), οι Εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν και την κατηγορία της μεταφοράς προσώπων με υπερφορτωμένο σκάφος, αδίκημα για το οποίο το Κεφ. 154 προβλέπει μέχρι και 12 έτη φυλάκιση.

 

Στρεφόμενοι στην παρούσα και αρχίζοντας από τον Κατηγορούμενο 2, σημειώνουμε πως ό,τι αναδύεται από τις ενέργειες του, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του να συνδράμει στην επίτευξη του σκοπού μιας εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι παράνομα βοηθούσαν τους μετανάστες να έρθουν στην Κύπρο από το Λίβανο, έναντι οικονομικού οφέλους που λάμβαναν από έκαστο, υπό μορφή κομίστρου, πριν την επιβίβαση, το οποίο κυμαινόταν από 1.500-3.000 δολάρια, ως αντίτιμο για το ταξίδι, αφού τέτοιο κόμιστρο κατέβαλε και ο ίδιος.  Βέβαια δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν λήπτης, έστω μέρους από τα χρήματα αυτά που πλήρωναν οι επιβαίνοντες ούτε και ότι αποκόμισε οποιοδήποτε άλλο όφελος, αφού ως λέχθηκε από την συνήγορο υπεράσπισης του και δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, κατέβαλε και αυτός κόμιστρο ενώ δεν ήταν μέλος της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης, ούτε και είχε συμφωνήσει μαζί τους για να μεταφέρει τους μετανάστες, αλλά δέχθηκε όπως πλοηγήσει και πλοήγησε τη βάρκα (η οποία δεν του ανήκε) από την αρχή του ταξιδιού, όταν τα άτομα που θα την πλοηγούσαν εγκατέλειψαν το σημείο εκκίνησης.

 

Όμως τούτο δεν μειώνει τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του, αφού ό,τι προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα είναι πως τουλάχιστον αντιλαμβανόταν ότι με την επιλογή του να πλοηγήσει τη βάρκα, αφότου τα πρόσωπα που θα την οδηγούσαν εγκατέλειψαν το μέρος επιβίβασης, συνέδραμε στο παράνομο έργο της ως άνω ομάδας, έστω και αν δεν ήταν μέλος της. Ο ρόλος του επομένως δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι χωρίς τη συνδρομή του για να πλοηγεί τη βάρκα, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί.  Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί αφενός ο καθόλου αμελητέος αριθμός των προσώπων που μετέφερε, 75 στο σύνολο.

Δεν μας διαφεύγει βεβαίως πως σκοπός της μετανάστευσης του Κατηγορούμενου 2, ήταν η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.  Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις δυσκολίες αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και συνεχίζει να αντιμετωπίζει, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[5].

 

Στρεφόμενοι τώρα στον Κατηγορούμενο 1, πρέπει ευθέως να πούμε πως παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε επί των δικών του όρων, ο ρόλος του σαφώς διαχωρίζεται από αυτόν του Κατηγορούμενου 2 αφού σε αυτόν δεν αποδίδεται οποιαδήποτε συνδρομή, στην όλη διακίνηση των μεταναστών. Η διαφοροποίηση αυτή επιβάλλεται να αντανακλάται και στην ποινή που θα του επιβληθεί.  Ως προς το κίνητρο του που, ήταν και στη δική του περίπτωση η αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών εργασίας και διαβίωσης, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε, τα όσα αναφέραμε εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις των Κατηγορουμένων 1 και 2, έτσι που να μην συνιστά για αυτούς απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό μητρώο αμφότερων των Κατηγορουμένων, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση, ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν, παρά τη σοβαρότητα της, ήταν μεμονωμένη και όχι συστηματική.

 

-               Τη συνεργασία τους με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο και την παραδοχή τους στα αδικήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι στο πλαίσιο των ανακριτικών τους καταθέσεων.

 

-               Την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου 2 τις κατηγορίες στις οποίες εν τέλει του επιβάλλεται ποινή και την παραδοχή του Κατηγορούμενου 1, η οποία παρότι δεν ήταν άμεση, εντούτοις έλαβε χώρα σε αρχικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και συγκεκριμένα μετά την κατάθεση της πρώτης μάρτυρος κατηγορίας, περισώζοντας έτσι πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα τους επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-               Τη μεταμέλεια τους ως εμφαίνεται μέσα από την παραδοχή τους κατά το ανακριτικό στάδιο αλλά και στο Δικαστήριο καθώς και από την απολογία τους, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου τους.

 

-               Όσον αφορά στις περιστάσεις διάπραξης και δη στο κίνητρο των Κατηγορουμένων για τη διάπραξη που αφορούσε στην αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ένεκα των δύσκολων οικονομικών και προσωπικών τους περιστάσεων έχει ήδη γίνει αναφορά πιο πάνω όπως επίσης και στο γεγονός ότι και οι δύο Κατηγορούμενοι κατέβαλαν κόμιστρο, ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν ήταν εκ των διοργανωτών του ταξιδιού, ούτε μέλος της εγκληματικής οργάνωσης που διοργάνωσε το επίδικο ταξίδι και πως συνέδραμε στη μεταφορά των μεταναστών με τον τρόπο που περιγράφηκε ανωτέρω, φέρνοντας τους εν λόγω μετανάστες σώους στη Δημοκρατία.

 

-               Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων, όπως αυτές αναλύθηκαν από τη συνήγορο τους, με αναφορά καθ’ όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 1 και στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, την οποία η συνήγορος υπεράσπισης του υιοθέτησε.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι πρόκειται για άτομα σχετικά νεαρής ηλικίας, αφού πρόκειται για άτομα ηλικίας 26 και 27 ετών αντίστοιχα, προερχόμενα από πολυμελείς, φτωχές οικογένειες, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.

 

Για τον Κατηγορούμενο 1 λαμβάνουμε επίσης υπόψη, ότι έχει άλλα δύο αδέλφια καθώς και ότι ο πατέρας του ο οποίος είναι 65 ετών δεν εργάζεται πλέον, λόγω καρδιολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, όπως και η  μητέρα του η οποία είναι οικοκυρά. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι φοίτησε μέχρι την Α’ Λυκείου και στη συνέχεια διέκοψε την φοίτηση του για να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του. Επ’ αυτού σημειώνουμε ότι ως αναφέρθηκε, τα τελευταία 2 χρόνια είναι άνεργος ενώ προηγουμένως απασχολείτο ως πελεκάνος και σκοπός της μετανάστευσης του ήταν η εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των δύσκολων οικονομικών περιστάσεων της οικογένειας του.  Επιπλέον,  λαμβάνουμε υπόψη ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου μετά την άφιξη του στη Δημοκρατία, ότι είναι αρραβωνιασμένος καθώς επίσης και ότι προ της σύλληψης του, ήταν χρήστης ουσιών και συγκεκριμένα κάνναβης αλλά και ότι ήταν υπό την επήρρεια της όταν ταξίδεψε και προέβη στις ενέργειες που αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ήτοι να προσφέρει φαγητό και να βοηθά στην τοποθέτηση καυσίμων.  

 

Για τον Κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε υπόψη πέραν της ηλικίας του, ότι είναι άγαμος και άτεκνος, ως επίσης και αναλφάβητος μιας και διέκοψε τη φοίτηση του στο Δημοτικό, προκειμένου να εργαστεί ως και να στηρίξει την οικογένεια του. Ως δε συγκεκριμένα λέχθηκε, προ της σύλληψης του εργαζόταν ως γκαρσόνι με πενιχρά εισοδήματα. Οι γονείς του έχουν διαζευχθεί και ο πατέρας του ο οποίος είναι ηλικιωμένος, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και δεν εργάζεται και ο Κατηγορούμενος αποτελούσε το στήριγμα του. Λαμβάνουμε επίσης υπόψιν σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2 και το γεγονός ότι, μετά τον χωρισμό των γονέων του, ξεκίνησε τη χρήση ουσιών.

 

-               Για αμφότερους τους Κατηγορούμενους λαμβάνουμε επίσης υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης στους οικείους τους και δη στην αρραβωνιαστικιά του Κατηγορούμενου 1 και στον πατέρα του Κατηγορούμενου 2, αλλά και την ευρύτερη οικογένεια αμφοτέρων. Επιπρόσθετα των πιο πάνω, συνεκτιμούμε και το διάστημα κατά το οποίο τελούν υπό κράτηση οι Κατηγορούμενοι καθώς και τη γενικότερη αγωνία που βιώνουν οι Κατηγορούμενοι αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας,  σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Τέλος, σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1, αναγνωρίζουμε ως επιπρόσθετο μετριαστικό παράγοντα των πιο πάνω, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι, παράνομοι μετανάστες που βρίσκονταν μαζί του στη βάρκα, δεν έχουν διωχθεί. Κρίνουμε επί τούτου ότι πράγματι, δεν δόθηκε κάποια εξήγηση για τη µη δίωξη των άλλων επιβαινόντων στο σκάφος, που δεν έπραξαν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ό,τι διέπραξε ο Κατηγορούμενος 1.  Ήταν πρόσωπα μάλιστα, γνωστά στις αρχές, μιας και είχε προηγηθεί σύμφωνα με τα γεγονότα, ο έλεγχος του καθεστώτος τους και η μετέπειτα διαπίστωση της καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό, μπορεί να µην αναιρεί την ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου 1 σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά όμως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που επενεργεί υπέρ της έκπτωσης της ποινής, η οποία άλλως πως θα ήταν σαφώς αυστηρότερη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος[6].

 

Ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 Α.Α.Δ 371:

 

«Η Δικαιοσύνη δεν µπορεί να µείνει ουδέτερη µπροστά στη χρήση διάφορου µέτρου στη µεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγµατος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασµένη κατά πάντα χρόνο µε την ισότητα. ∆εν διαγράφει βέβαια το έγκληµα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιµωρήσει για το αδίκηµα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να µειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθµό που να µετριάζει το αίσθηµα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη µεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό µετριάζεται αφενός η ανισότητα στη µεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η ∆ικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθµό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγµατος, που δεσµεύει τις ∆ικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νοµοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώµατα περιλαµβανοµένου του δικαιώµατος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγµατος).»

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση. Θεωρούμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στους Κατηγορούμενους 1 και 2 τις ακόλουθες ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1 στην 1η κατηγορία, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 10 μηνών.

 

Στον Κατηγορούμενο 2, στην 1η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 12 μηνών, ενώ στην 3η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Παρότι δεν υπήρξε από μέρους της συνηγόρου υπεράσπισης, εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης που ήθελε επιβληθεί, εντούτοις, ενόψει του ύψους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Κατηγορούμενους,  προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης που έχουμε επιβάλει.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής των Κατηγορουμένων, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης, αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει.  Τυχόν δε αναστολή των ποινών φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.   

 

Επομένως, οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί θα είναι άμεσες και καθ’ όσον αφορά στον Κατηγορούμενο 2 θα συντρέχουν.  

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 08.12.2023.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Άρθρο 19(2) και 19 (1) (ζ) του Κεφ. 105, αντιστοίχως προς τις κατηγορίες 1 και 3.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2), του Κεφ. 105 στην Kabeer Khan και κατά παράβαση του άρθρου 240 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 στην Terzelaki.

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 19(2) του Κεφ.105

[4] Κατά παράβαση του άρθρου 240 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154

[5] Βλ. Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15

[6] Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 141/2023,  ημερ. 20.10.2023, Λούκας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 35/2022, ημερ. 25.01.2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο