ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 1712/23

 

Δημοκρατία

ν.

 A.M.O.

Κατηγορούμενου

 

 

28 Φεβρουαρίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενο: κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, στην έβδομη κατηγορία, ως αυτή τροποποιήθηκε και η οποία αφορά συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών, κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και των άρθρων 6(1)(a), 6(2)(a)(b), 6(3)(a)(b) του Τρίτου Μέρους του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

 

Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχος επί τω ότι, μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 15ης Ιουλίου 2023, στη Συρία, στο Λίβανο και σε διεθνή χωρικά ύδατα

 

ανοικτά της Κύπρου, συμμετείχε ως συνεργός σε απόπειρα λαθρεμπορίου μεταναστών.

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα ως εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, παρατίθενται κατωτέρω.

 

Την 15.7.23 και ώρα 00:08, το πλήρωμα σκάφους της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε ξύλινη βάρκα 9 περίπου μέτρων να πλέει ακυβέρνητη εκτός χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας, 17 ναυτικά μίλια ανοιχτά του ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο, με κατεύθυνση τις Κυπριακές ακτές. Σε αυτήν επέβαιναν 47 άτομα, εκ των οποίων 8 ανήλικα, 3 γυναίκες και 36 άνδρες. Επειδή κρίθηκε ότι η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, καθότι το σκάφος ήταν υπερφορτωμένο, ενεργοποιήθηκε σχέδιο διάσωσης τους, το οποίο συντόνιζε το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης. Κατά την επιχείρηση διάσωσης κατέφθασε επί τόπου άκατος της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, πάνω στην οποία οι μετανάστες μετεπιβιβάστηκαν και μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στην Μαρίνα Αγίας Νάπας όπου και αποβιβάστηκαν. Το σκάφος του οποίου επέβαιναν, ρυμουλκήθηκε στη στεριά.

 

Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, μέλος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ήλεγξε το καθεστώς τους και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για Σύριους υπηκόους. Οι μετανάστες δεν είχαν στην κατοχή τους θεωρημένο διαβατήριο από τις Αρχές της Δημοκρατίας, ούτε και άδεια μετανάστευσης χορηγούμενη από τις Αρχές της Δημοκρατίας και δήλωσαν ότι τα ξημερώματα της 13.7.23 αναχώρησαν από την Συρία με προορισμό την Κύπρο προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής.  Για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν, κατέβαλαν σε λαθρέμπορους μεταναστών στη Συρία ποσά κυμαινόμενα από 2000-3000 δολάρια. Υπέδειξαν δε τον Κατηγορούμενο, ως το άτομο το οποίο πλοήγησε το σκάφος από την Συρία με προορισμό την Κύπρο. Ο τελευταίος, κληθείς από τις Αρχές να δώσει τα στοιχεία του, ανέφερε ότι ονομάζεται Μ.Μ., με ημερομηνία γέννησης 10.6.1989 και με καταγωγή τη Συρία. Του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και απάντησε "εν έκαμα κάτι".

 

Στις 15.7.23, εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου στο όνομα Μ.Μ. και την ίδια ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, το οποίο εξέδωσε διάταγμα προφυλάκισης του για οκτώ μέρες. Έκτοτε βρίσκεται υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές.

 

Στην πρώτη ανακριτική κατάθεση που του λήφθηκε, στις 19.7.23, ανάφερε ότι είπε ψέματα ότι ονομάζεται Μ.Μ. και ότι κατάγεται από τη Συρία. Η πραγματικότητα είναι ότι κατάγεται από τον Λίβανο και ότι ονομάζεται A.M.O. Ο λόγος που είπε ψέματα είναι επειδή οι Κυπριακές Αρχές δεν δέχονται για φιλοξενία όσους κατάγονται από τον Λίβανο, παρά μόνο όσους κατάγονται από τη Συρία. Αυτή είναι η τρίτη φορά που προσπαθεί ανεπιτυχώς να εισέλθει στη Δημοκρατία. Συμφώνησε με τους λαθρέμπορους στη Συρία να μην πληρώσει οποιοδήποτε ποσό για να ταξιδέψει, εις αντάλλαγμα του ότι θα πλοηγούσε τη βάρκα στην Κύπρο. Δήλωσε επίσης ότι δεν γνωρίζει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της βάρκας που πλοήγησε προς Κύπρο.                                                             

 

Ως εκ των ανωτέρω, στις 20.7.23, εξασφαλίστηκε εναντίον του νέο ένταλμα σύλληψης, με τα αληθινά του στοιχεία. Οδηγήθηκε την ίδια ημέρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα προφυλάκισης οκτώ ημερών.

 

Από τον Κατηγορούμενο, στις 24.7.23, λήφθηκε δεύτερη ανακριτική κατάθεση, στο πλαίσιο της οποίας ομολόγησε ότι στον Λίβανο, έλαβε από λαθρέμπορους μεταναστών χρήματα, με ρητές οδηγίες όπως τα χρησιμοποιήσει για να αγοράσει τη βάρκα με την οποία θα διενεργείτο το ταξίδι μεταφοράς 46 Σύρων μεταναστών από τον Λίβανο προς την Κύπρο. Πράγματι, ενεργώντας ως οι οδηγίες που του δόθηκαν, αγόρασε τη βάρκα λίγες ημέρες πριν το ταξίδι. Δήλωσε ότι είναι ψαράς στο επάγγελμα και ότι η βάρκα ξεκίνησε από την Τρίπολη του Λιβάνου, κατευθύνθηκε προς τα σύνορα Συρίας και σε κάποιο σημείο, επιβιβάστηκαν σε αυτή οι μετανάστες. Γνώριζε ότι ο επί κεφαλής λαθρέμπορας, χρημάτισε κάποιους Σύρους κυβερνητικούς, προκειμένου να κλείσουν τα ραντάρ για να περάσει η βάρκα ανενόχλητη, ως επίσης ότι όλοι οι επιβαίνοντες πλήρωσαν συγκεκριμένα ποσά για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι το ταξίδι διοργανώθηκε στη Συρία, στον Λίβανο και στη Κύπρο από ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Νόμο, για μέλη εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Έκαστος μετανάστης κατέβαλε στην εγκληματική οργάνωση ποσό κυμαινόμενο από 2000-3000 δολάρια ως αντίτιμο για το ταξίδι. Ο Κατηγορούμενος ήταν το μοναδικό πρόσωπο το οποίο δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό.

 

Ως αναφέρθηκε, ο Κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγορεύσεις Μετριασμού

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη το λευκό του μητρώο, την παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στο κίνητρο του για τη διάπραξη που διασυνδέεται με τις δύσκολες οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις του, τις οποίες επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει υπέρ του, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Για το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ.10.000 (€17.086,00) ή και οι δύο ποινές μαζί [1]Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση, συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Tο επίδικο αδίκημα εντάσσεται βεβαίως στη γενικότερη κατηγορία των αδικημάτων που έχουν σχέση με την παράνομη μετανάστευση και ως τέτοιο κρίνεται ιδιαίτερα σοβαρό. Επί τούτου θα πρέπει να λεχθεί ότι ο κύπριος νομοθέτης, αφουγκραζόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια ένεκα της κατακόρυφης αύξησης των αδικημάτων που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία και δείχνοντας σαφώς την αυξανόμενη ανησυχία του καθώς και της κοινωνίας για τον πιο πάνω λόγο, έχει πρόσφατα αυξήσει σημαντικά τις ποινές που επιβάλλονται σε σχέση με διάφορα αδικήματα που εμπίπτουν σ’ αυτό το πλαίσιο (βλ. Ν.46(Ι)/2021), κάτι που δείχνει βεβαίως και την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εγκλημάτων αυτών.  Ως προς την ανησυχητική συχνότητα με την οποία διαπράττονται πλέον τα αδικήματα αυτά, αντλούμε βεβαίως δικαστική γνώση και εμείς από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα, καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, η οποία αφορούσε μεν σοβαρότερα αδικήματα (κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2)[2], του Κεφ. 105), με τα εκεί λεχθέντα όμως να τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ αναλογίαν και στην προκειμένη περίπτωση:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), οι οποίες υιοθετήθηκαν πρόσφατα από το Εφετείο στην Khabeer Khan (ανωτέρω), συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα, σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με αδικήματα που εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό, όπως για παράδειγμα της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης, της παράνομης εισόδου, διέλευσης και παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνουμε πως το 2009, στην υπόθεση Deveci (ανωτέρω), μετά από άμεση παραδοχή, ο Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη Δηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515, ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία, ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπό/μενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της Δηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στη δε πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές.  Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α, εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας (23 ετών), με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Έχοντας αναφερθεί στην ανωτέρω νομολογία, τονίζουμε βεβαίως ότι έχουμε κατά νου πως αυτή αφορά υποθέσεις που στηρίζονταν σε διαφορετικό νομοθέτημα (Κεφ. 105, ως ίσχυε κατά το χρόνο που αποφασίστηκαν) και πως με εξαίρεση την Ghouneym αφορούν αδικήματα που έχουν ως συστατικό τους στοιχείο την αποκόμιση κέρδους, κατ’ αντίθεση με το αδίκημα της κατηγορίας 7 της παρούσας, χωρίς βεβαίως τούτο να αλλοιώνει τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης επί των δικών της όρων, ως αυτή πιο κάτω αναλύεται.  Επίσης έχουμε κατά νου, και το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε σε σχέση με την (τότε) προβλεπόμενη ποινή στην κάθε περίπτωση, η οποία δια του τροποποιητικού Ν.46(Ι)/21, όπως έχουμε ήδη επισημάνει σε άλλο σημείο ανωτέρω, έχει αυξηθεί.    

 

Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας, ό,τι αξίζει να σημειωθεί, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του Κατηγορούμενου να συμμετάσχει σε διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, με διεθνική δράση εκτεινόμενη στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο, υποβοηθώντας με τη συμμετοχή του στην προαγωγή και εν τέλει στην ολοκλήρωση του σκοπού της, που δεν ήταν άλλος βέβαια από το λαθρεμπόριο μεταναστών έναντι αμοιβής, αφού ως λέχθηκε, τα πρόσωπα αυτά κατέβαλαν από 2000-3000 δολάρια έκαστος, για τη μεταφορά τους.  Παρά το  γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν λήπτης του ποσού που κατέβαλαν οι μετανάστες, ούτε ο ιθύνων νους που διοργάνωσε το ταξίδι αλλά ούτε και ο ιδιοκτήτης της βάρκας, εντούτοις ο ρόλος του δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι η συνδρομή του ήταν καταλυτική ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, μιας και χωρίς την αποδοχή από πλευράς του να λάβει χρήματα για ν’ αγοράσει τη βάρκα και στη συνέχεια να την πλοηγήσει, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί. Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί και το ότι έδρασε βάσει σχεδίου και προγραμματισμού, αφού σύμφωνα με τα γεγονότα και όσα περαιτέρω ανέφερε η συνήγορος του, προκύπτει πως βάσει της συνεννόησης που προηγήθηκε, προέβη σε αγορά βάρκας λίγες μέρες πριν το ταξίδι, έχοντας λάβει για το σκοπό αυτό χρήματα από τον λαθρέμπορα και σε επόμενο στάδιο κατευθύνθηκε με τη βάρκα προς τα σύνορα της Συρίας για να παραλάβει τους μετανάστες από συγκεκριμένο σημείο που προφανώς του υποδείχθηκε. Την ίδια στιγμή δε, ήταν σε γνώση του ότι, κατά την αναχώρηση τους, η βάρκα δεν θα γινόταν αντιληπτή από τα ραντάρ, αφού ο επικεφαλής λαθρέμπορας χρημάτισε Σύρους κυβερνητικούς για να τα κλείσουν. Οι δε ενέργειες του δεν έγιναν αφιλοκερδώς, αφού ως προκύπτει από τα γεγονότα ο ίδιος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη μετάβαση του στην Κύπρο, ως οι λοιποί επιβαίνοντες.

 

Δεν διαλανθάνει βεβαίως την προσοχή μας ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό που έχει παραδεχθεί ο Κατηγορούμενος είναι τη συμμετοχή του ως συνεργός σε απόπειρα λαθρεμπορίου μεταναστών.  Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει πράγματι ότι η βάρκα κατά τον εντοπισμό της δεν είχε εισέλθει στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας, αλλά έπλεε εκτός αυτών. Τούτο βεβαίως κατά την κρίση μας δεν διαφοροποιεί το στίγμα της σοβαρότητας του αδικήματος, αφού είναι σαφές με βάση τα γεγονότα ότι πρόθεση του Κατηγορούμενου πλοηγώντας τη βάρκα με τους μετανάστες, ήταν σε κάθε περίπτωση να εισέλθει στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας και εν τέλει να φτάσει στην Κύπρο. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί πως το γεγονός ότι δεν εισήλθε στα χωρικά ύδατα της Κύπρου δεν έγκειται στο ότι έγιναν δεύτερες σκέψεις από τον ίδιο αλλά στο ότι ακριβώς η βάρκα εν τω μεταξύ εντοπίστηκε από την Κυπριακή Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία στο συγκεκριμένο σημείο, ήτοι σε συνορεύουσα ζώνη εκτός χωρικών υδάτων. Όπως διευκρινίστηκε κατά το στάδιο των αγορεύσεων, η Δημοκρατία, με βάση τις κείμενες συμβάσεις που τη δεσμεύουν, είχε υποχρέωση να δράσει στη συνορεύουσα ζώνη, από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι το σκάφος ήταν υπερφορτωμένο, προκειμένου να μην διατρέξει κίνδυνο οποιαδήποτε ζωή. 

 

Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται, αφενός, ο μεγάλος αριθμός των προσώπων που μετέφερε, 47 στο σύνολο, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και  οκτώ ανήλικα παιδιά, και αφετέρου, ο κίνδυνος που διέτρεξαν όλοι οι επιβαίνοντες ως εκ του εγχειρήματος που ο ίδιος ανέλαβε, ήτοι να μεταφέρει τους μετανάστες με μια υπερφορτωμένη βάρκα, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων θορύβησε τις αρχές και κατέστησε αναγκαίο να ενεργοποιηθεί σχέδιο διάσωσης. Επί του τελευταίου ζητήματος βεβαίως, συνυπολογίζουμε όσα ανέφερε η συνήγορος του Κατηγορούμενου χωρίς ν’ αμφισβητηθεί και συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο αριθμός των ατόμων που επιβιβάστηκαν στη βάρκα αρχικά ήταν μεγαλύτερος και ο ίδιος αρνήθηκε να μεταφέρει τόσα άτομα επειδή θα ήταν επικίνδυνο, με αποτέλεσμα κάποιοι να κατέβουν, καθώς επίσης ότι στην πραγματικότητα εν τέλει δεν προέκυψε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οποιοσδήποτε κίνδυνος για τους επιβαίνοντες, ούτε και προέκυψε θέμα βύθισης της βάρκας. 

 

Σε σχέση με την κατηγορία λοιπόν που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, προσμετρούμε ως επιβαρυντικό στοιχείο κατ’ αρχάς τον προσχεδιασμό που υπήρξε, ως επίσης τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κατηγορούμενος στο όλο εγχείρημα, παρότι δεν ήταν ο ίδιος εκ των «εγκεφάλων» της οργάνωσης ή ο διοργανωτής του ταξιδιού, τον μεγάλο αριθμό προσώπων που μεταφέρθηκαν, το γεγονός ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 8 ανήλικα παιδιά, το ότι μεταφέρθηκαν υπό συνθήκες που εγκυμονούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τους (ο οποίος ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε) καθώς και ότι για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε έλαβε ως αντάλλαγμα τη μη πληρωμή από μέρους του, του ποσού των 2000-3000 δολαρίων που κατέβαλαν οι υπόλοιποι μετανάστες ως αντίτιμο για το ταξίδι.

 

Δεν μας διαφεύγει βεβαίως πως σκοπός τόσο της εμπλοκής του όσο και της μετανάστευσης του, ήταν η υποβολή αίτησης παραχώρησης πολιτικού ασύλου και η αναζήτηση καλύτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών διαβίωσης και καλύτερης εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να μπορέσει να στηρίξει και την οικογένεια του, η οποία ζει υπό συνθήκες μεγάλης φτώχιας, αλλά και για να μπορέσει να αντιμετωπίσει πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τα δόντια του.  Περαιτέρω κατά νου είχαμε και τη θέση της συνηγόρου του ότι ο διοργανωτής του παράνομου ταξιδιού εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση του, ως εκ της οικονομικής του ανέχειας και του γεγονότος ότι ήθελε να φύγει από τη χώρα, αλλά και ότι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος ευρισκόμενος σε αυτή τη δυσχερή θέση, ενήργησε επιπόλαια και παρορμητικά στο πλαίσιο της προσπάθειας του να ξεφύγει από τη φτώχεια και να βοηθήσει την οικογένεια του. Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου, στις δύσκολες περιστάσεις υπό τις οποίες διαβιούν οι οικείοι του και τις δυσκολίες αλλά και τα γενικότερα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με ευρύτερα προβλήματα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[3].

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω και η εγγενής σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος, σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τις σοβαρές συνέπειες που η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα του αδικήματος και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση του παραβάτη, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις του Κατηγορούμενου, έτσι που να μην συνιστά γι’ αυτόν απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση της συνηγόρου υπεράσπισης, ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία του με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο και την ομολογία του.

 

-               Την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου, η οποία περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα του επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-     Τη μεταμέλεια του, ως εμφαίνεται από την παραδοχή και την απολογία του, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου του.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, όπως αυτές περιγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, την οποία η συνήγορος του υιοθέτησε και ως περαιτέρω αναλύθηκαν από την τελευταία.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 37 ετών, άγαμος και άτεκνος, και προέρχεται από πολυμελή, φτωχή οικογένεια. Είναι αναλφάβητος και από την ηλικία των 14 ετών εργαζόταν ως ψαράς. Είχε έρθει ξανά στην Κύπρο πριν τρία χρόνια για σκοπούς εργασίας, όμως επαναπατρίστηκε μερικούς μήνες αργότερα, καθώς δεν διευθετήθηκε η άδεια παραμονής του. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο, με σκοπό να υποβάλει αίτηση για πολιτικό άσυλο[4] και για ν’ αναζητήσει καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ο Κατηγορούμενος δε, αντιμετωπίζει οδοντικά προβλήματα και συνεπεία τούτων ταλαιπωρείται με πόνους, ενώ χρειάζεται όπως προβεί άμεσα σε επιδιόρθωση των δοντιών του.

 

Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη ότι ο πατέρας του είναι ηλικίας 70 ετών και δεν εργάζεται λόγω προβλημάτων υγείας, ενώ η μητέρα του απεβίωσε το Σεπτέμβριο του 2023, σε ηλικία 65 ετών, αφού πληροφορήθηκε για τη σύλληψη του Κατηγορούμενου για την παρούσα, γεγονός για το οποίο ο ίδιος νιώθει τύψεις και τον έριξε σε κατάθλιψη.  Τόσο ο πατέρας του, όσο και τα 11 αδέλφια του, διαμένουν στο Λίβανο. 

 

Τούτων λεχθέντων, είναι αντιληπτό ότι τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο, δεδομένων και των ως άνω προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τα δόντια του, θα συνεπάγεται κάποια επιπλέον δυσχέρεια στον ίδιο που δεν εντοπίζεται σε υγιείς κρατούμενους, όμως δεν υπάρχει ένδειξη ούτε άλλωστε υποβλήθηκε οποιαδήποτε σχετική εισήγηση, πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ευχερώς από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος (βλ.Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/2015, Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22).  Εξάλλου, ως είναι καλώς νομολογημένο, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο Νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος καθιστούν επιβεβλημένη την επιλογή αυτή (βλ. Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 28/2014, ημερ. 24.2.2014 και R. v. Hall (2013) Crim. L.R. 426, CA).

 

Λαμβάνουμε βεβαίως υπόψη και τις δυσμενείς επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης, στους οικείους του Κατηγορούμενου, οι οποίοι διαμένουν στο Λίβανο υπό τις συνθήκες που έχουν αναφερθεί, όπως και τη γενικότερη αγωνία που βιώνει ο τελευταίος αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας. Σημειώνουμε όμως, πως ο πιο πάνω παράγοντας, παρότι λαμβάνεται υπόψιν, αφού αποτελεί επίσης μετριαστικό παράγοντα, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση.

 

Θεωρούμε ως αρμόζουσα και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο στην 7η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε εισήγηση από μέρους της συνηγόρου του Κατηγορούμενου για την αναστολή τυχόν ποινής φυλάκισης, ενόψει του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε, προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση της.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα του αδικήματος και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.   

 

Επομένως, η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί θα είναι άμεση.  

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, η ποινή να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 28.7.23.

Έχοντας υπόψη το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κατάσχεση και δήμευση της επίδικης βάρκας και την συγκατάθεση του Κατηγορούμενου για τούτο, εκδίδεται διάταγμα δήμευσης της επίδικης βάρκας.

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 



[1] Άρθρο 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικός) Νόμος του 2003.

 

[2] 19Α(2) Πρόσωπο το οποίο µε πρόθεση και µε σκοπό την αποκόµιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειµένου να διαµείνει στη ∆ηµοκρατία ή σε άλλο κράτος µέλος, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόµου ή της οικείας νοµοθεσίας του εν λόγω κράτους µέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιµωρείται µε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή µε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές.

[3] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15

[4] Υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 20.10.23 (βλ. Τεκμήριο 1).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο