ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 126/2024

 

Μεταξύ:

Δημοκρατία

v.

A.A.

Κατηγορούμενου

 

26 Απριλίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα αρχή:  κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο:  κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη εντός Δίκης)

 

Όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω του Αστ. 601 Α.Κ. (Μ.Κ.1), της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου ημερ.30.1.2024 (Τεκμήριο 1 ΔΕΔ), η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην κατάθεσή της και ζήτησε όπως διεξαχθεί δίκη εντός δίκης. 

 

Η ένσταση συνίστατο στο ότι κατά τη λήψη της εν λόγω κατάθεσης παραβιάστηκε ο Δικαστικός Κανόνας IV. Τούτο διότι κατ’ αρχάς, ο Κατηγορούμενος ουδέποτε συμφώνησε με το περιεχόμενο της κατάθεσης προτού την υπογράψει, αφού δεν του την διάβασαν και ο ίδιος δεν μπορούσε να την διαβάσει και δεν την διάβασε αφού είναι «αγράμματος» και δεν αντιλαμβάνεται την επίσημη αραβική γλώσσα, ενώ δεν του επεξηγήθηκε ούτε η σημασία της υπογραφής της κατάθεσης. Επίσης, υπήρξε παραβίαση του ίδιου Δικαστικού Κανόνα για το λόγο ότι άλλος κατέγραψε την κατάθεση και σε αυτήν δεν κατέγραψε αυτά που είπε ο Κατηγορούμενος, επειδή υπήρξε διαφορά στην ομιλία και γνώση της αραβικής γλώσσας μεταξύ του Κατηγορούμενου και του μεταφραστή με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλήρης συνεννόηση μεταξύ των δύο. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος δεν έδωσε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις 5, 7, 8, 12, 15 και 16.

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, συμφώνησε στη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης και το Δικαστήριο, με σχετική ενδιάμεση απόφασή του, διέταξε τη διεξαγωγή της με σκοπό να αποφασιστεί το εκούσιο ή όχι της υπογραφής της εν λόγω κατάθεσης και οι εν γένει συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση από τον Κατηγορούμενο.

 

Στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρείς μάρτυρες και συγκεκριμένα τον ρηθέντα Μ.Κ.1, την δικηγόρο Α.Π. (Μ.Κ.2) και τον διερμηνέα Μ.Ι. (Μ.Κ.3).  Για την πλευρά του Κατηγορούμενου, κατέθεσε ο ίδιος.

 

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

O Μ.Κ.1, κατ’ αρχάς υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του ημερ. 7.1.2024 (Έγγραφο Α ΔΕΔ), όπου αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι στις 3.1.2024, στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, έλαβε από τον Κατηγορούμενο, με τη βοήθεια του διερμηνέα της αραβικής γλώσσας, Μ.Κ.3, ανακριτική κατάθεση (βλ. Τεκμήριο 1 ΔΕΔ[1]), αφού προηγουμένως τον είχε ενημερώσει μέσω του εν λόγω διερμηνέα, για την υπόθεση την οποία διερευνούσε εναντίον του.  Με το πέρας της κατάθεσης, του την πρόσφερε για να την διαβάσει, πλην όμως ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν γνωρίζει να διαβάζει και προτίμησε όπως του την διαβάσει ο διερμηνέας. Στη συνέχεια του ζήτησε όπως γράψει ο ίδιος το ιδιόχειρο λεκτικό στο τέλος της κατάθεσης του, όμως ο Κατηγορούμενος τον ενημέρωσε ότι δεν γνωρίζει ούτε να γράφει, παρά μόνο το όνομα του. Η όλη διαδικασία έγινε στην παρουσία της (τότε) δικηγόρου του Μ.Κ.2, η οποία τον εκπροσωπούσε κατόπιν αιτήματος νομικής αρωγής. Το έντυπο που αφορά την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής κατά το ανακριτικό στάδιο, στην αραβική γλώσσα, το οποίο υπεγράφη από τον Κατηγορούμενο, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3 ΔΕΔ[2]. Επίσης, ο μάρτυρας κατέθεσε τη βεβαίωση πληροφόρησης και παραλαβής έγγραφων δικαιωμάτων υπόπτου προσώπου, στην αραβική γλώσσα, το οποίο είναι επίσης υπογραμμένο από τον Κατηγορούμενο (Τεκμήριο 5 ΔΕΔ[3]).

 

Κατά την περαιτέρω εξέταση του, ανέφερε πως η λήψη της ανακριτικής κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο έγινε με βάση τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙ. Ως εξήγησε δε περαιτέρω, στην αρχή της κατάθεσης υπάρχει η επίστηση και η πληροφόρηση του Κατηγορούμενου για τα αδικήματα που διερευνούνταν εναντίον του, ως επίσης ότι δεν είναι υπόχρεος να πει οτιδήποτε εκτός αν θέλει, αλλά εάν αποφάσιζε να πει κάτι, αυτά θα καταγράφονταν και θα δίδονταν ως μαρτυρία. Η συγκεκριμένη παράγραφος του διαβάστηκε από τον μεταφραστή Μ.Κ.3 και ο Κατηγορούμενος υπέγραψε στο κάτω μέρος για το ότι έλαβε γνώση για το περιεχόμενο της.

 

Σε σχέση με τη διαδικασία λήψης της κατάθεσης γενικότερα, ανέφερε ότι εξ όσων ο ίδιος αντιλήφθηκε, η επικοινωνία μεταξύ του μεταφραστή και του Κατηγορούμενου ήταν καλή, καθότι οι απαντήσεις που έδιδε ο τελευταίος ήταν άμεσες και μιλούσε άνετα στην αραβική γλώσσα με τον μεταφραστή, χωρίς η γλώσσα του σώματος του να υποδηλοί πως υπήρχε πρόβλημα στην επικοινωνία.  Ο μάρτυρας δε, υπέδειξε επί του Τεκμηρίου 1 ΔΕΔ τα σημεία όπου ο Κατηγορούμενος και ο μεταφραστής έθεσαν τις υπογραφές τους, ενώ σε σχέση με κάποιες απαλείψεις και μονογραφές που υπάρχουν στο εν λόγω τεκμήριο, εξήγησε ότι αυτές έγιναν από τον μεταφραστή. Όπως ανέφερε επίσης, η κατάθεση διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο από τον μεταφραστή Μ.Κ.3 και αφού συμφώνησε για την ορθότητα των όσων καταγράφονται, έθεσε την υπογραφή του σε κάθε σελίδα, ενώ στο τέλος της ανακριτικής κατάθεσης, στη σελίδα 4, φαίνεται η πιστοποίηση που αναφέρει τις ενέργειες που έγιναν, η επίστηση που έγινε στον κατηγορούμενο στη μητρική του γλώσσα, το γεγονός ότι στο τέλος της κατάθεσης, του προσφέρθηκε να την διαβάσει ο ίδιος αλλά προτίμησε να του διαβαστεί από το μεταφραστή και ακόμα ότι πληροφορήθηκε στην αραβική γλώσσα μέσω του μεταφραστή, ότι ο ίδιος μπορεί να προβεί σε οποιεσδήποτε διορθώσεις ή προσθήκες επιθυμεί αλλά ο ίδιος ανέφερε ότι είναι ορθή και την υπόγραψε στην παρουσία του, στην παρουσία του μεταφραστή, καθώς και της δικηγόρου του, Μ.Κ.2.  Ο μάρτυρας ανέφερε περαιτέρω, ότι βεβαιωνόταν σε κάθε στάδιο της κατάθεσης ότι η δικηγόρος που ήταν παρούσα ήλεγχε την ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθείτο.

 

Όσον αφορά το Τεκμήριο 2 ΔΕΔ, ανέφερε ότι η πιστοποίηση της μετάφρασης της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορουμένου στην τέταρτη σελίδα, φέρει την υπογραφή του ίδιου, του μεταφραστή Μ.Κ.3 και της δικηγόρου Μ.Κ.2.

 

Αντεξεταζόμενος, αναφορικά με τη διαδικασία μετάφρασης που ακολουθήθηκε εν προκειμένω, ανέφερε πως υπέβαλλε ο ίδιος τις ερωτήσεις στα ελληνικά, τις οποίες κατέγραφε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και μεταφράζονταν στον ύποπτο, ο τελευταίος έδινε μια απάντηση, την οποία μετέφραζε ο μεταφραστής και καταγραφόταν στα ελληνικά. Με το πέρας της διαδικασίας, ελέγχθηκε το περιεχόμενο της κατάθεσης στην ελληνική γλώσσα, μεταφράστηκε και καταγράφηκε με τη βοήθεια του διερμηνέα. Η μετάφραση γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και ελέγχεται για την ορθότητα από τον μεταφραστή, εξ ου και οι χειρόγραφες διορθώσεις στο περιεχόμενό της. Η αναφορά του δε σε πιστή μετάφραση από την αραβική στην ελληνική, έχει να κάνει με την γνησιότητα και ορθότητα των δηλώσεων του υπόπτου. 

 

Όπως ανέφερε περαιτέρω, παρότι δεν είναι γνώστης της αραβικής γλώσσας και δεν δύναται να γνωρίζει εάν ο μεταφραστής μετέφραζε κάθε λέξη του Κατηγορούμενου, δεν συμφωνεί πως ο μεταφραστής δεν προέβαινε σε ορθή μετάφραση του τι λεγόταν καθότι έχουν συνεργαστεί άπειρες φορές μαζί του και δεν αντιμετώπισαν ποτέ κανένα πρόβλημα, εκτός από τις υποθέσεις που χειρίστηκε η συνήγορος υπεράσπισης του Κατηγορουμένου.

 

Ο μάρτυρας, αρνήθηκε τη θέση της υπεράσπισης ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ο Κατηγορούμενος καταλάβαινε πλήρως τον μεταφραστή, λέγοντας ότι δεν είναι μόνο τα λεγόμενα που τείνουν να δείξουν αν κάποιος αντιλαμβάνεται τί του αναφέρεται, αλλά και η αμεσότητα στις απαντήσεις του, η γλώσσα του σώματός του και ο τρόπος που γενικά συμπεριφερόταν σε όλη την κατάθεση. Ο Κατηγορούμενος απαντούσε άμεσα στις ερωτήσεις που του έθετε ο μεταφραστής, σε καμία περίπτωση δεν έδειξε να μην αντιλαμβάνεται, ούτε ζήτησε επανάληψη της ερώτησης και γενικά η κατάθεση μπορεί να φανεί από τη διάρκειά της ότι ήταν σύντομη, γιατί ο ίδιος απαντούσε με ευθύτητα στις ερωτήσεις που του θέτονταν, δείχνοντάς του ότι κατανοούσε το περιεχόμενο των ερωτήσεων. Ως ανέφερε, από την εμπειρία του τα τελευταία 12 χρόνια που υπηρετεί στην Αστυνομία, μπορεί ν’ αντιληφθεί πότε κάποιος αντιλαμβάνεται ή όχι μια ερώτηση. Αναφορικά με το ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αγράμματος, ανέφερε ότι αφότου ο Κατηγορούμενος ενημερώθηκε προφορικά, πριν τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης, για τον λόγο που βρισκόταν εκεί, του ζητήθηκε ν’ αναφέρει εάν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε διανοητικό πρόβλημα ή άλλου είδους αναπηρία, με τον ίδιο να αναφέρει πως δεν γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει, πλην όμως επέλεξε να εμπιστευτεί τον μεταφραστή, όπως και ο ίδιος σαν ανακριτής, οπότε και προχώρησε η λήψη της εν λόγω κατάθεσης. Ο Κατηγορούμενος δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, όμως κατανοεί όσα του λέγονται.  Εξάλλου, η λήψη της κατάθεσης έγινε παρουσία της δικηγόρου του Κατηγορούμενου, η οποία ήταν εκεί για να διασφαλίζει τα δικαιώματα του. Του επεξηγήθηκε η διαδικασία και οι επιπτώσεις των λεγομένων του, ο ίδιος κατανοούσε και γι’ αυτό έδινε τις ανάλογες απαντήσεις στις ερωτήσεις που του γίνονταν, στο τέλος κατάλαβε ότι θα του διαβαστεί και αν συμφωνεί με το περιεχόμενο να το υπογράψει, όπως και έπραξε.

 

Σε ότι αφορά τον δικαστικό κανόνα με βάση τον οποίο έλαβε την κατάθεση, επανέλαβε ότι η κατάθεση λήφθηκε με βάση τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙ.  Σύμφωνα με το μάρτυρα, ο Δικαστικός Κανόνας ΙV, εξ όσων γνωρίζει, αναφέρεται στη λήψη θεληματικής κατάθεσης. Εν συνεχεία δε ανέφερε ότι οι Δικαστικοί Κανόνες αλληλοσυμπληρώνονται και η σχετική πληροφόρηση στο τέλος της ανακριτικής γίνεται για την προστασία των δικαιωμάτων του ανακρινόμενου, ότι την έχει διαβάσει ή του έχει διαβαστεί και έχει κατανοήσει τι έχει γραφτεί. Είναι άσχετο σε ποιο δικαστικό κανόνα αναφέρεται αυτό.  Η διαδικασία ήταν ορθή, με πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα του ανακρινόμενου.

 

Η Μ.Κ.2 είναι δικηγόρος και όπως ανέφερε, στις 3.1.2024 ήταν παρούσα κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 1 ΔΕΔ). Πέραν της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου στα αραβικά, η μάρτυρας αναγνώρισε την μετάφραση της εν λόγω κατάθεσης στα ελληνικά (Τεκμήριο 2 ΔΕΔ), η οποία μεταφράστηκε στην παρουσία της και φέρει την υπογραφή της. Ως περαιτέρω ανέφερε, προτού ληφθεί η ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, του εξήγησε τα δικαιώματα του, στην παρουσία μόνον του μεταφραστή και βεβαιώθηκε ότι αντιλαμβανόταν τη γλώσσα που μιλούσε με το μεταφραστή, αφού η πρώτη ερώτηση που έκανε στον Κατηγορούμενο ήταν αν αντιλαμβάνεται την αραβική γλώσσα,  με τον ίδιο να απαντά καταφατικά, οπότε και η ίδια προχώρησε και του εξήγησε, μέσω του μεταφραστή, ορισμένα πράγματα σε σχέση με τη διαδικασία που θα ακολουθείτο, στο πλαίσιο της προσπάθειας της να διαφυλάξει τα δικαιώματα του. Σύμφωνα με τη μάρτυρα ο Κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν κάθε ερώτηση και απαντούσε, αλλά πριν υπογράψει την κατάθεση, του διαβάστηκε από τον μεταφραστή και αφού συμφώνησε με όλες τις απαντήσεις, την υπόγραψε. Η ίδια βεβαιωνόταν κάθε φορά ότι αντιλαμβανόταν το νόημα της απάντησης που έδινε και το έβλεπε. Εξάλλου ο ρόλος της εκεί ήταν αυτός, δηλαδή να διαφυλάξει τα δικαιώματα του. Επίσης, εξήγησε στον Κατηγορούμενο ότι αυτά που ανέφερε μπορούν να χρησιμοποιηθούν αργότερα στο Δικαστήριο, κάτι που ο ίδιος αντιλήφθηκε.

 

Η αντεξέταση της επικεντρώθηκε στο κατά πόσο γινόταν ορθή μετάφραση από τον μεταφραστή, με τη μάρτυρα να εμμένει πως η αντίληψη της ιδίας ήταν ότι ο Κατηγορούμενος καταλάβαινε πλήρως το τι διαμειβόταν, παρότι ούτε η ίδια είναι γνώστης της αραβικής γλώσσας έτσι ώστε να είναι βέβαιη για το ακριβές περιεχόμενο των όσων ο μεταφραστής μετέφραζε στον Κατηγορούμενο.

 

Ο Μ.Κ.3 κατάγεται από την Αίγυπτο και η μητρική του γλώσσα είναι η αραβική, εργάζεται δε ως μεταφραστής για την Αστυνομία Κύπρου από το 2016.  Στο πλαίσιο της μαρτυρίας του δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ο μάρτυρας γνωρίζει την επίσημη αραβική γλώσσα και ότι κατέχει πτυχίο ψυχολογίας πανεπιστημίου της Αιγύπτου, καθώς επίσης ότι γνωρίζει να γράφει, να διαβάζει και καταλαβαίνει πολύ καλά την ελληνική γλώσσα.

 

Όπως αναφέρεται και στην κατάθεση του ημερ. 3.1.24 (Τεκμήριο Β ΔΕΔ), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε, κατά την εν λόγω ημερομηνία βοήθησε τον Μ.Κ.1 ν’ ανακρίνει γραπτώς τον Κατηγορούμενο, μεταφράζοντας από τα αραβικά στα ελληνικά και αντίστροφα. Στο τέλος της κατάθεσης, ο εν λόγω αστυφύλακας πρόσφερε την κατάθεση στον τελευταίο για να την διαβάσει, αλλά προτίμησε να του την διαβάσει ο ίδιος γιατί όπως ανέφερε δεν γνωρίζει να διαβάζει. Στη συνέχεια, με οδηγίες του αστυφύλακα, υπαγόρευσε στον Κατηγορούμενο την σχετική ιδιόχειρη βεβαίωση για να την γράψει, όμως ανέφερε ξανά ότι δεν γνωρίζει να διαβάζει, αλλά ούτε να γράφει αραβικά. 

 

Κατά την περαιτέρω εξέταση του, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 3 και 5 ΔΕΔ και υπέδειξε σ’ αυτά τα σημεία που υπέγραψε ο Κατηγορούμενος και τα αντίστοιχα σημεία που φέρουν την υπογραφή του ιδίου.  Όπως εξήγησε, με το Τεκμήριο 3 ΔΕΔ ο τελευταίος ζητά δωρεάν νομική αρωγή και γράφει το όνομα της δικηγόρου Μ.Κ.2, ενώ το Τεκμήριο 5 ΔΕΔ είναι το έντυπο με βάση το οποίο του εξήγησε τα δικαιώματα του, πριν ξεκινήσει η κατάθεση.  Σε ότι αφορά την επίδικη ανακριτική κατάθεση Τεκμήριο 1 ΔΕΔ, πέραν των σημείων που φέρουν τη δική του υπογραφή, ο μάρτυρας υπέδειξε όλα τα σημεία που υπέγραψε ο Κατηγορούμενος, ήτοι στο τέλος της πρώτης παραγράφου στην πρώτη σελίδα, η οποία του διαβάστηκε, καθώς επίσης στο κάτω μέρος των σελίδων 1-3, στο σημείο που γράφει «υπογραφή καταθέτη».  Σε σχέση με κάποιες διαγραφές που εντοπίζονται σε κάποια σημεία της κατάθεσης, πρόκειται για δικές του διορθώσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να μπορεί ο Κατηγορούμενος να καταλαβαίνει το νόημα, χωρίς ν’ αλλάζουν τα λεγόμενα του τελευταίου και οι υπογραφές που φαίνονται στα συγκεκριμένα σημεία είναι δικές του (του μεταφραστή). Με αναφορά δε και στο ελληνικό κείμενο της κατάθεσης Τεκμήριο 2 ΔΕΔ, εξήγησε επακριβώς σε τι αφορούσαν οι εν λόγω διορθώσεις. Περαιτέρω, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη διαδικασία λήψης της κατάθεσης, ως εξής. Ο αστυνομικός υπέβαλλε ερώτηση στα ελληνικά, ο ίδιος μετέφραζε στον  Κατηγορούμενο αραβικά και ο τελευταίος του απαντούσε αραβικά και στη συνέχεια ο ίδιος μετέφραζε ελληνικά και ο αστυνομικός έγραφε αμέσως στο κομπιούτερ τι έλεγε ο Κατηγορούμενος. Πάντα τον ρωτούσε 2‑3 φορές για να είναι καθαρό τι απαντά. Όταν τελείωσε η κατάθεση στα ελληνικά και συμφώνησαν, μετά ετοίμασε ο ίδιος τα αραβικά και του διάβασε όλες τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις, μήπως θέλει να αλλάξει ή να διορθώσει κάτι.  Αφού συμφώνησε ο Κατηγορούμενος, έβαλε την υπογραφή του στην παρουσία της δικηγόρου του.

 

Ολοκληρώνοντας την κυρίως εξέταση του, ερωτώμενος για το κατά πόσο η αραβική γλώσσα είναι μια ή αν υπάρχουν παραλλαγές, έτσι ώστε κάποιος Άραβας να μην μπορεί να καταλάβει, ανέφερε ότι πρόκειται για μια γλώσσα, τόσο στο διάβασμα όσο και στο γράψιμο και την ομιλία.  Δεν υπάρχει διαφορά στη γλώσσα μεταξύ των αραβικών χωρών. Όπως εξήγησε περαιτέρω, μπορεί να υπάρχει άλλη διάλεκτος σε κάθε χώρα, όμως αυτό δεν αλλάζει κάτι. Έτσι, αν έρθει κάποιος από την Παλαιστίνη και του πει "θέλω νερό", ο ίδιος ως Αιγύπτιος αυτό θα καταλάβει και όχι "θα σε σκοτώσω". Έδωσε δε ως παράδειγμα την Πάφο και τη Λευκωσία, αναφέροντας ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές λέξεις αλλά η γλώσσα είναι τα ελληνικά και δεν υπάρχει κάποια διαφορά.  Επίσης, ο μάρτυρας διερωτήθηκε πως θα μπορούσε ν’ απαντήσει ο ίδιος σε 16 ερωτήσεις και να δώσει τις συγκεκριμένες απαντήσεις, όπως  τι έκανε (ο Κατηγορούμενος), πως ξεκίνησε η βάρκα κλπ., αν δεν καταλάβαινε τι του έλεγε.  Τέλος, ανέφερε ότι όταν παίρνουν στοιχεία στη Λιμενική με την άφιξη μιας βάρκας, χρησιμοποιούνται μεταφραστές από το Πουρνάρα, όπου μεταξύ αυτών δεν υπάρχει κανένας Σύριος, αλλά κατάγονται από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, το Ιράν και την Ιορδανία. Επίσης, στο Πουρνάρα υπάρχει τμήμα ιατρικής, υπάρχει Immigration, υπάρχει τμήμα Ηνωμένων Εθνών, υπάρχουν διάφορα και σ’ αυτά γίνονται συνεντεύξεις με αυτούς τους μεταφραστές χωρίς κανένα πρόβλημα, παρόλο που οι μετανάστες είναι Σύριοι, αφού η γλώσσα είναι η αραβική.

 

Η αντεξέταση του περιστράφηκε γύρω από τις θέσεις της υπεράσπισης ότι εν προκειμένω η διαδικασία που ακολουθήθηκε με τη μετάφραση, ήταν λανθασμένη και περαιτέρω ότι δεν υπήρχε επαρκής συνεννόηση μεταξύ του μάρτυρα και του Κατηγορούμενου, επειδή ο τελευταίος δεν πήγε σχολείο και δεν αντιλαμβάνεται την επίσημη αραβική γλώσσα, παρά μόνον τη διάλεκτο της περιοχής του.  Ως προς τον τρόπο που έγινε η διαδικασία της μετάφρασης, εξήγησε το λόγο που θεωρεί ότι με τον τρόπο που έγινε υπήρχε περισσότερη ασφάλεια για τον Κατηγορούμενο. Από εκεί και πέρα, ήταν η θέση του ότι δεν έχει σχέση αν ο τελευταίος πήγε ή όχι σχολείο, αφού η γλώσσα είναι μία (αραβική). Ο κατηγορούμενος δε, έβαλε την υπογραφή του και σημαίνει ότι κατάλαβε. Ανέφερε επίσης ότι δεν γνωρίζει πόσες διάλεκτοι υπάρχουν στην αραβική γλώσσα, όμως επανέλαβε ότι η αραβική γλώσσα είναι μία, καθώς επίσης το παράδειγμα που έδωσε για διαφορά ενδεχομένως σε κάποια λέξη σε διαφορετικές περιοχές της Κύπρου, λέγοντας ότι αν υπάρχει κάτι που δεν καταλάβεις, θα σου εξηγήσει ο άλλος τι σημαίνει. Έδωσε επίσης ως παράδειγμα τη βουλή των αραβικών χωρών, εξηγώντας ότι ο Πρόεδρος της Συρίας και ο Πρόεδρος της Αιγύπτου δεν θα φέρουν μαζί τους μεταφραστές διότι τα αραβικά είναι μία γλώσσα. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο μεταφραστής που μεταφράζει στο Δικαστήριο δεν είναι Αιγύπτιος[4], όμως τον ακούει και τον καταλαβαίνει, και δεν υπάρχει πρόβλημα να μιλήσουν μεταξύ τους.             

 

Ήταν περαιτέρω η θέση του μάρτυρα, ότι δεν θα έβαζε από την τσέπη του πράγματα αν δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο Κατηγορούμενος, ο οποίος απαντούσε (στις ερωτήσεις) γρήγορα και χωρίς καμία δυσκολία. Στο τέλος δε της κατάθεσης, η οποία περιλαμβάνει όσα του είπε ο Κατηγορούμενος, του την διάβασε και αφού συμφώνησε, την υπόγραψε, έχοντας και την έγκριση της δικηγόρου του που ήταν μαζί του. Περιπλέον, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τον Κατηγορούμενο και δεν έχει να κερδίσει κάτι αν πάει φυλακή ή όχι. Η δουλειά του είναι αυτή του μεταφραστή και αν δεν μεταφράζει σωστά, σίγουρα θα χάσει τη δουλειά του.  Τέλος, αναφορικά με τις διορθώσεις που έκανε στην κατάθεση, ανέφερε ότι άλλαξε μικροπράγματα για να βγαίνει νόημα και όχι κάτι σοβαρό που ν’ αλλάζει το νόημα, οι διορθώσεις δε έγιναν στην παρουσία του Κατηγορούμενου και της δικηγόρου του.

 

Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι κατάγεται από τη Συρία, περιοχή Αρουάντ, και μιλά την γλώσσα της περιοχής που ζει. Δεν πήγε σχολείο και δεν γνωρίζει να διαβάζει ή να γράφει. Αναφορικά με την επίδικη κατάθεση, ανέφερε ότι δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τον μεταφραστή, ο οποίος δεν γνωρίζει από που κατάγεται.  Για τον τρόπο λήψης της δε, ήταν η θέση του ότι τον ρώτησαν αν ήταν ο οδηγός και τους είπε όχι. Επίσης τον ρώτησαν αν κρατούσε πυξίδα ή GPS και απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτε, διότι ο ίδιος καθόταν έξω από το δωμάτιο που είναι μέσα στη βάρκα, σε σημείο που υπέδειξε επί της φωτογραφίας Τεκμήριο 7 ΔΕΔ, μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί του.  Ό,τι άλλο ανέφερε στην κυρίως εξέταση του, είναι ότι δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο μεταφραστής, όταν τελείωσε η κατάθεση δεν διάβασε την κατάθεση και δεν του την διάβασαν, δεν γνωρίζει τι λέει η κατάθεση, την οποία τον έβαλαν να υπογράψει αναγκαστικά και μετά τον έβαλαν στα κρατητήρια, ενώ σε σχέση με τις διορθώσεις που υπάρχουν στην κατάθεση δεν γνωρίζει κάτι.      

 

Αντεξεταζόμενος, ερωτήθηκε κατ’ αρχάς για τον τρόπο που απειλήθηκε για να υπογράψει και ανέφερε ότι κάποιος δυνατός και ψηλός προσπαθούσε να τον απειλήσει, ανοίγοντας τα μπράτσα του και επέμενε ότι είναι ο οδηγός. Εν συνεχεία, αφού του διαβάστηκαν κάποιες απαντήσεις που καταγράφονται στην κατάθεση του, συμφώνησε με κάποιες και με κάποιες άλλες όχι, λέγοντας ουσιαστικά ότι ο ίδιος δεν καταλάβαινε και τα έγραψαν μόνοι τους ο αστυνομικός ή ο μεταφραστής για να τον ενοχοποιήσουν.  

 

Ακολούθησε ανάγνωση του συνόλου της κατάθεσης, με τον Κατηγορούμενο να λέει ότι τώρα που του διαβάστηκε καταλαβαίνει. Αναφορικά με τις υπογραφές στην κατάθεση, αναγνώρισε ως δική του μόνον την υπογραφή στην πρώτη σελίδα της κατάθεσης, στο κάτω μέρος, όπου υπάρχει η φράση «Υπογραφή καταθέτη» και όπως ανάφερε δεν έβαλε άλλη υπογραφή. Μάλιστα, ερωτώμενος σε σχέση με την υπογραφή στη δεύτερη σελίδα, στο σημείο «Υπογραφή καταθέτη», ανέφερε ότι η υπογραφή του μπορεί να πλαστογραφήθηκε.

 

Σε υποβολή δε προς τον μάρτυρα ότι η κατάθεση του διαβάστηκε στην παρουσία της δικηγόρου του (Μ.Κ.2), ανέφερε ότι δεν ήξερε αν είναι δικηγόρος και έμαθε την ιδιότητα της όταν ήρθε στο Δικαστήριο για να μαρτυρήσει. Επίσης, είχε αναφέρει στην δικηγόρο του στην παρούσα ότι ποτέ δεν διόρισε την Μ.Κ.2 ως δικηγόρο του.

 

Τονίζουμε ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας το σύνολο της μαρτυρίας των αναφερόμενων μαρτύρων. Επίσης, θέσαμε ενώπιον μας τα όσα ανέφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους και θα σταθούμε σ’ αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Προτού υπεισέλθουμε στο σχολιασμό της μαρτυρίας οφείλουμε να σημειώσουμε πως αποτελεί καθιερωμένη αρχή, ότι προτού επιτραπεί η παρουσίαση κατάθεσης κατηγορουμένου στο Δικαστήριο ως στοιχείο μαρτυρίας, θα πρέπει η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει θετικά και πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι η κατάθεση ήτο θεληματική, με την έννοια ότι δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς προσώπου ασκώντας εξουσία σε σχέση με την ανάκριση ή την δίωξη η οποία να είχε προκαλέσει στον κατηγορούμενο είτε φόβο για δυσμενείς επιπτώσεις είτε ελπίδα για αποκόμιση πλεονεκτήματος είτε που να συνιστά καταπίεση, δηλαδή μεταχείριση η οποία έτεινε να υπονομεύσει και στην πραγματικότητα υπονόμευσε την ελεύθερη θέληση του κατηγορούμενου[5].  Πρέπει επίσης να καταδεικνύεται, στον ίδιο πάλι βαθμό, ότι η κατάθεση λήφθηκε νομότυπα δηλαδή σύμφωνα με τους Δικαστικούς Κανόνες[6], παρόλο που αναφορικά με αυτή την πτυχή το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική εξουσία να αποδέχεται κατάθεση όπου υπήρξε κάποια τυπική ή επουσιώδης παρέκκλιση από τους κανόνες, η οποία να μην επέδρασε επί της θεληματικότητας της κατάθεσης και να μην έθεσε τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση.

 

Αναπόφευκτα, η απόδειξη της θεληματικότητας μιας κατάθεσης, συνεπάγεται τη διατύπωση ευρημάτων.  Η αξιολόγηση όμως μαρτυρίας, σε μια δίκη εντός δίκης, πρέπει να περιορίζεται σε όσο το δυνατό στενότερα πλαίσια και μόνο στο βαθμό που κρίνεται απολύτως απαραίτητο για να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα της δίκης εντός δίκης.  Δεν πρέπει να εξάγονται συμπεράσματα που δυνατόν να επηρεάσουν τον Κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του, όπως για παράδειγμα γενικά συμπεράσματα αξιοπιστίας του Κατηγορούμενου[7]. Επομένως και εμείς θα προσεγγίσουμε τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί στη δίκη εντός δίκης προκειμένου ν’ αποφασίσουμε τα επίδικα θέματα, με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές και έχοντας πάντα κατά νου, ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ειδικότερα, του Κατηγορούμενου. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει περιορισμούς στο σχολιασμό της μαρτυρίας, αλλά και στη διατύπωση ευρημάτων (βλ. Ioannides v. The Republic (1968) 2 Α.Α.Δ. 169 και Petri v. The Police (1968) 2 Α.Α.Δ. 40).

 

Έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη ενδελέχεια τη μαρτυρία όλων μαρτύρων που κλήθηκαν και από τις δύο πλευρές.

 

Αρχίζοντας από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, αποτελεί κατ’ αρχάς διαπίστωση μας ότι αυτοί με πλήρη συνοχή, περιέγραψαν πειστικά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη λήψη της επίδικης ανακριτικής κατάθεσης και παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους ως προς το τί ακριβώς συνέβη την επίδικη ημερομηνία, κατά τη διαδικασία λήψης της εν λόγω κατάθεσης. Θεωρούμε δε πως ο καθένας εξ αυτών, ανάλογα με το ρόλο του στη διαδικασία λήψης της κατάθεσης, αναφέρθηκε με σαφήνεια και θετικό τρόπο στα όσα διαδραματίστηκαν τόσο πριν, όσο και κατά τη λήψη της κατάθεσης, αλλά και μετά την ολοκλήρωση της και δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση.  Ό,τι θα προσθέταμε εδώ, είναι ότι από την αντιπαραβολή των μαρτυριών τους προκύπτει ξεκάθαρα ότι επί της ουσίας οι μαρτυρίες τους αλληλοσυμπληρώνονται και ενισχύουν η μια την άλλη, σε βαθμό που να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ή κενό για τα πιο πάνω.  Ιδιαίτερα οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 με άνεση και φυσικότητα περιέγραψαν κατά τρόπο πειστικό το πως εισέπραξε ο καθένας τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου από πλευράς κατανόησης των όσων λέγονταν μεταξύ του ίδιου και του μεταφραστή.  Βέβαια, δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν το τί ακριβώς διαμείβετο μεταξύ του Μ.Κ.3 και του Κατηγορούμενου όταν συνομιλούσαν μεταξύ τους στην αραβική, όμως ευλόγως θεωρούμε πως με βάση τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη τους υποστήριξαν τη θέση πως ο Κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν αυτά που του έλεγε ο διερμηνέας.  Και τούτο διότι, ως εξήγησαν, δεν παρατήρησαν να υπάρχει διακοπή ή καθυστέρηση στη μεταξύ τους συνομιλία, ούτε τον Κατηγορούμενο να δυσανασχετεί ή να διαμαρτύρεται, ενώ και αυτές τούτες οι απαντήσεις που έδιδε, συνήδαν με τις ερωτήσεις που υποβάλλοντο.

 

Σε σχέση τώρα με αυτό καθ’ αυτό το ζήτημα της συνεννόησης του Κατηγορούμενου με τον διερμηνέα στην αραβική γλώσσα, που αποτέλεσε και τον πυρήνα της θέσης της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, ουσιαστική ήταν η μαρτυρία του διερμηνέα (Μ.Κ.3), ο οποίος αναφέρθηκε με απόλυτα σαφή και πειστικό τρόπο στο συγκεκριμένο ζήτημα ως και στην εν γένει διαδικασία της λήψης της κατάθεσης του Κατηγορούμενου κατά τρόπο συνάδοντα με τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Ο εν λόγω μάρτυρας θεωρούμε πως δεν είχε κανένα λόγο ή συμφέρον να μεταφράζει τα λεγόμενα του Κατηγορούμενου με τρόπο που να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είτε δια της προσθήκης αυθαίρετα λέξεων είτε δια της παράλειψης λέξεων.  Η δε θέση της υπεράσπισης ότι είχε τέτοιο συμφέρον, αφού είναι μεταφραστής που χρησιμοποιείται κατά κόρον από την Αστυνομία, δεν θεωρούμε ότι μπορεί να εκληφθεί ότι εξυπακούει, χωρίς άλλο, συμπεριφορά και ενέργειες του είδους που του αποδίδει η υπεράσπιση.  Εξάλλου ως και ο ίδιος ο Μ.Κ.3 υπέδειξε, αν η Αστυνομία αντιλαμβανόταν ότι η μετάφραση του δεν απέδιδε το νόημα των λεχθέντων του καταθέτοντος, θα ήταν πολύ πιθανόν να μην τον επανακαλούσε για τις υπηρεσίες του.   Στο βαθμό δε που η εισήγηση εμπεριείχε την υπόνοια ότι ο Μ.Κ.3 μετάφραζε κατά τρόπο που να αποδίδει στον Κατηγορούμενο άλλα από εκείνα που έλεγε με σκοπό να τον ενοχοποιήσει και τούτο σε συνεννόηση με την Αστυνομία, αρκούμαστε απλώς να πούμε πως μια τέτοια θέση εκφεύγει παντελώς του πλαισίου της δίκης εντός δίκης, ως προσδιορίστηκε από την ίδια τη συνήγορο του Κατηγορούμενου ενώ τέτοια θέση, παρότι ουσιαστικότατη αφού αποτελεί σοβαρότατη μομφή προς την Αστυνομία, ουδέποτε τέθηκε στον Μ.Κ.1 για να τοποθετηθεί. Ούτε βέβαια μπορούμε να εντοπίσουμε και οποιοδήποτε πραγματικό έρεισμα για μια τέτοια εισήγηση, για να τίθεται θέμα εξέτασης της, πόσω δε μάλλον αποδοχής της.

 

Ως προς το ζήτημα της μη αντίληψης του Κατηγορούμενου της διαλέκτου της αραβικής που ομιλεί ο μάρτυρας, σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας θετική μαρτυρία που να θέτει υπό αμφισβήτηση την αναφορά του Μ.Κ.3 ότι η αραβική γλώσσα είναι μία και ότι κάποιες διαφορές σε κάποιες λέξεις στη διάλεκτο κάθε χώρας, δεν διαφοροποιούν την ουσία του πράγματος, που δεν είναι άλλη από το ότι ο Άραβας της Συρίας μπορεί να συνεννοηθεί χωρίς κανένα πρόβλημα με τον Άραβα της Αιγύπτου. Ως προς την αναφορά του Κατηγορούμενου ότι ομιλεί τη γλώσσα της περιοχής που ζει, αφού δεν πήγε σχολείο, χωρίς όμως παράλληλα να αμφισβητεί ότι στη Συρία απ’ όπου κατάγεται ομιλείται η αραβική γλώσσα, τονίζουμε ότι ουδέποτε διευκρινίστηκε από τον τελευταίο ή και την υπεράσπιση, που ακριβώς έγκειται η τόσο ουσιαστική διαφορά της με την επίσημη αραβική γλώσσα. Οι γενικές και αόριστες αναφορές του Κατηγορούμενου δε, αφενός για κάποιον Αιγύπτιο που είναι στα κρατητήρια μαζί του και ότι κατάλαβε λίγο πως μιλούν, αλλά και ότι από τον Αιγύπτιο αυτό κατάλαβε μόνον 2-3 λέξεις, και αφετέρου για διαφορά σε ποσοστό μπορεί και 50/100 στις λέξεις μεταξύ Συρίας και Αιγύπτου, θεωρούμε πως εκτός του ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν δύνανται να πείσουν, ώστε η σχετική εισήγηση της υπεράσπισης να κριθεί αποδεκτή. 

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω όμως, το ότι ο Κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί την επίσημη αραβική γλώσσα και σε κάθε περίπτωση τα όσα περιέχονται στην επίδικη κατάθεση του στην αραβική – που είναι άλλωστε και το ζητούμενο-, προκύπτει αβίαστα από το ότι όταν του διαβάστηκε η ανακριτική του κατάθεση στην αραβική γλώσσα, ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) ειρήσθω εν παρόδω, δεν αμφισβητείται ότι είναι καταγραμμένη στην επίσημη αραβική, δήλωσε ευθέως και χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι ήταν σε θέση να αντιληφθεί το τί του είχε διαβαστεί.  Πράγμα το οποίο, είναι σαφές, πως καθιστά την οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση περί διαλέκτων, θεωρητικής και μόνο σημασίας.

 

Βέβαια ήταν η θέση του Κατηγορούμενου πως δεν του διαβάστηκε η εν λόγω κατάθεση, μετά που την έδωσε για να μπορεί να αντιληφθεί το περιεχόμενο της και πράγματι αυτή ήταν και η θέση που προώθησε η εκπρόσωπος του, θέτοντας το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης που θα διεξαγόταν.  Αποτέλεσμα τούτου, σύμφωνα πάντα με την υπεράσπιση, ήταν πως δεν συμφώνησε εκούσια με το περιεχόμενο της όταν την υπέγραψε.  Πέραν βέβαια του ότι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος αναίρεσε τη θέση ότι υπέγραψε την κατάθεση σε κάθε σελίδα αυτής, με εξαίρεση την πρώτη που φέρει την επίστηση, πράγμα το οποίο πλήττει περαιτέρω την εκδοχή που προώθησε στη δίκη εντός δίκης, η θέση πως δεν του διαβάστηκε η κατάθεση του μετά το πέρας της, παρότι ουσιαστική, παρατηρούμε πως δεν τέθηκε ποτέ στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, οι οποίοι είχαν θέσει σαφώς τη θέση τους πως η κατάθεση μετά την ολοκλήρωση της, αναγνώστηκε στον Κατηγορούμενο. Τούτο βέβαια καθιστά τις επί του προκειμένου θέσεις που προώθησαν οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής αναντίλεκτες και τις αντίθετες θέσεις που προώθησε ο Κατηγορούμενος μονόπλευρες και τέτοιες που, υπό το φως του τρόπου που προωθήθηκαν, να μην μπορεί να προσδοθεί σε αυτές οποιαδήποτε βαρύτητα. 

 

Οι δε θέσεις που προβάλλονται και στην αγόρευση της υπεράσπισης, ότι ακολουθήθηκε λανθασμένη διαδικασία μετάφρασης και ότι με τον τρόπο που έγινε η διαδικασία χάνονταν λέξεις, και περαιτέρω ότι ο μεταφραστής προέβη σε διορθώσεις επί του κειμένου που άλλαξαν το νόημα των λεγομένων του Κατηγορούμενου, επίσης δεν θεωρούμε πως μπορούν να γίνουν αποδεκτές,  αφού οι θέσεις αυτές παρέμειναν γενικές και αόριστες.  Και εξηγούμε.  Κατ’ αρχάς ουδόλως επεξηγήθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο ποιες λέξεις άλλαξαν ή χάθηκαν και με ποιο ακριβώς τρόπο το νόημα άλλαξε.  Αντιθέτως η θέση της υπεράσπισης κατά το στάδιο που τέθηκε το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης αλλά και οι σχετικές υποβολές που έγιναν στους μάρτυρες κατηγορίας, ήταν ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε πει τα όσα καταγράφονται ως απαντήσεις στις ερωτήσεις 5, 7, 8, 12, 15 και 16.  Κατά τον ίδιο τρόπο αποτελεί διαπίστωση μας ότι η υπεράσπιση, πέραν των σχετικών υποβολών που έγιναν κατά τη διαδικασία, δεν έχει παρουσιάσει οτιδήποτε που να καταδεικνύει το λανθασμένο της διαδικασίας και η θέση αυτή της υπεράσπισης παρέμεινε επίσης μετέωρη.  Ο ίδιος ο Μ.Κ.1 ανέφερε πως δεν προβλέπεται κάπου ο τρόπος με τον οποίο θα ληφθεί μια κατάθεση σε αλλοδαπή γλώσσα με τη βοήθεια διερμηνέα, αρκεί να επιτυγχάνεται ο σκοπός που δεν είναι άλλος από την ορθή απόδοση, αφενός των ερωτήσεων του ανακρίνοντος και αφετέρου των απαντήσεων του ανακρινόμενου.  Πράγμα το οποίο δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία ότι συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, αφού από τη μαρτυρία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και κυρίως αυτή του Μ.Κ.3, προκύπτει ότι ο Μ.Κ.1 υπέβαλλε μια ερώτηση και την κατέγραφε στον υπολογιστή στην ελληνική γλώσσα, αυτή μεταφραζόταν στην αραβική από τον Μ.Κ.3, ο Κατηγορούμενος την απαντούσε στην αραβική, η απάντηση του μεταφραζόταν στα ελληνικά από τον Μ.Κ.3 και καταγραφόταν από τον Μ.Κ.1 και όταν ολοκληρώθηκε η κατάθεση, μεταφράστηκε το κείμενο στην αραβική με τη βοήθεια υπολογιστή, έγιναν μικρές διορθώσεις στα συγκεκριμένα σημεία που ανέφερε ο Μ.Κ.3 για να είναι κατανοητό το τί καταγραφόταν (στην παρουσία του Μ.Κ.1, του Κατηγορούμενου και της δικηγόρου του) και ακολούθως αφού του διαβάστηκαν και συμφώνησε, υπέγραψε σε κάθε σελίδα.

 

Όσον αφορά τώρα αυτές καθ’ αυτές τις διορθώσεις, επισημαίνουμε ότι ο Μ.Κ.3 εξήγησε επακριβώς σε ποιες διορθώσεις προέβη και διαπιστώνουμε ότι πράγματι αυτές αφορούσαν μικρές διορθώσεις σε κάποιες προτάσεις με μοναδικό σκοπό να βγαίνει νόημα και να μπορεί ν΄ αντιλαμβάνεται καλύτερα ο Κατηγορούμενος τις συγκεκριμένες προτάσεις. Πιο συγκεκριμένα:

 

-       Σελίδα 2 (η οποία φέρει τη σήμανση 3): Στην γραμμή 16 (απ.7), αρχικά έγραφε ότι ήρθαν στην Κύπρο «3» και παραλείφθηκε η λέξη «άτομα», η οποία και προστέθηκε (ήρθαν στην Κύπρο 3 άτομα δηλ. ο Κατηγορούμενος, η σύζυγος και το μωρό τους). Επίσης, στην ίδια απάντηση, όπου γράφει ότι δέχτηκε να οδηγήσει τη βάρκα, αρχικά έγραφε «δεν κρατώ μαζί μου λεφτά» και διορθώθηκε για ν’ αποδίδεται ορθά αυτό που πραγματικά ανάφερε, ότι δηλαδή δέχτηκε να οδηγήσει τη βάρκα επειδή δεν είχε λεφτά να πληρώσει.  

 

-       Σελίδα 3 (η οποία φέρει τη σήμανση 2):  Στην γραμμή 9 (ερ.13), αντί να γράφει ότι υπάρχει μαρτυρία[8], καταγραφόταν «εσύ έχεις μαρτυρία» και διορθώθηκε. Στην γραμμή 12 (ερ.14), απλά έλειπε η λέξη λεφτά και προστέθηκε για να βγαίνει νόημα στην πρόταση.

Πέραν των ως άνω διαπιστώσεων μας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η κατάθεση λήφθηκε στην παρουσία της δικηγόρου του, Μ.Κ.2, η οποία είχε σαφώς σοβαρό ρόλο να επιτελέσει κατά τη διαδικασία λήψης της κατάθεσης, αφού ήταν επιφορτισμένη με τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του.  Σημειώνουμε δε σχετικά πως κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.2, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ότι στη συγκεκριμένη διαδικασία εκπροσωπούσε τον Κατηγορούμενο και ότι ο ρόλος της ήταν ακριβώς αυτός που αναφέρθηκε, αλλά ούτε όσα αυτή ανέφερε σε σχέση με την πληροφόρηση του Κατηγορούμενου τόσο πριν τη λήψη της κατάθεσης όσο και πριν την υπογράψει, ενώ ουδέποτε τέθηκε η θέση ότι άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντα της. Παρά ταύτα και παρά το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος υπέγραψε το έντυπο για παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής, με βάση το οποίο διορίστηκε η Μ.Κ.2 να τον εκπροσωπήσει στο ανακριτικό στάδιο, αλλά και την αναφορά στην κατάθεση του ότι είναι παρούσα η δικηγόρος του, την οποία έχει ήδη συμβουλευτεί[9], στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε ότι η Μ.Κ.2 ήταν δικηγόρος και ποτέ δεν την διόρισε δικηγόρο του, θέση η οποία ουδέποτε τέθηκε στην Μ.Κ.2 για να τοποθετηθεί.    

 

Πέραν της πιο πάνω καινοφανούς θέσης που προώθησε κατά τη μαρτυρία του ο Κατηγορούμενος,  σημειώνουμε πως έχουμε ήδη αναφερθεί και σε άλλα σε σημεία της μαρτυρίας του που παρουσιάζουν αδυναμίες οι οποίες δεν επιτρέπουν την αποδοχή της. Όπως ήταν για παράδειγμα το ότι δεν του αναγνώστηκε η κατάθεση του μετά το πέρας της, θέση η οποία δεν τέθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας, αλλά και η κατ’ ισχυρισμόν μη αντίληψη από μέρους του της επίσημης αραβικής γλώσσας, θέση η οποία ως ήδη λέχθηκε δεν μπορεί να γίνει δεκτή αφού όταν διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου η κατάθεση στην αραβική αυτός ανέφερε ότι αντιλήφθηκε τα όσα του διαβάστηκαν.   Επιπλέον δεν αποδέχθηκε ότι υπέγραψε την κατάθεση του σε κάθε σελίδα, παρά μόνο στην πρώτη που φέρει την επίστηση, φτάνοντας μέχρι του σημείου να ισχυριστεί και πλαστογραφία της υπογραφής του και τούτο χωρίς τέτοιες θέσεις να έχουν τεθεί στους μάρτυρες κατηγορίας και δη στον Μ.Κ.1 και ενώ βασική θέση της υπεράσπισης κατά τον καθορισμό του πλαισίου της δίκης εντός δίκης, ήταν ότι δεν εξηγήθηκε στον Κατηγορούμενο η σημασία του να υπογράψει την κατάθεση του.  Θέση η οποία αναπόφευκτα εμπεριέχει αποδοχή του ότι την υπέγραψε. Εξυπακούεται δε πως με δεδομένη τη θέση του ότι δεν είχε αναφέρει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις 5, 7, 8, 12, 15 και 16, εάν η θέση της υπεράσπισης κατά το στάδιο που κρινόταν η ανάγκη διεξαγωγής δίκης εντός δίκης ήταν πως είχε υπογράψει μόνο την επίστηση και όχι το ουσιαστικό μέρος της κατάθεσης, δεν θα υπήρχε αναγκαιότητα διεξαγωγής δίκης εντός δίκης, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπει η σχετική με το θέμα νομολογία (Βλ. Δημοκρατία v. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ 126).

 

Πέραν όμως των ανωτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κατηγορούμενος, προώθησε και τη θέση ότι τον ανάγκασαν να υπογράψει την επίδικη κατάθεση και να πει όσα καταγράφονται σ’ αυτήν. Εν σχέση με αυτή τη θέση, κατ’ αρχάς θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ούτως ή άλλως αυτή εκφεύγει του πλαισίου της δίκης εντός δίκης. Σε κάθε περίπτωση όμως οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται σαφώς για μια γενική και αόριστη αλλά και αντιφατική θέση, διότι ενώ στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ουσιαστικά ότι ο ανακριτής τον έβαλε να υπογράψει υποχρεωτικά, ακολούθως στην αντεξέταση του απέδωσε την αναγκαστική υπογραφή και όσα ανέφερε στην κατάθεση του στον εκφοβισμό του ουσιαστικά από κάποιο δυνατό και ψηλό που άνοιξε μπροστά του τα μπράτσα του και επέμενε ότι είναι ο οδηγός. Επισημαίνουμε εδώ ότι η υπεράσπιση με την αντεξέταση της δεν τοποθέτησε ποτέ στο μέρος όπου λαμβανόταν η κατάθεση, είτε αμέσως πριν είτε κατά τη διάρκεια, κάποιο ψηλό και σωματώδη αστυνομικό, ο οποίος ουσιαστικά με την συμπεριφορά του να εκφόβισε τον Κατηγορούμενο για να δώσει κατάθεση, ούτε και τέθηκε οποιαδήποτε τέτοια θέση στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής. Και βεβαίως δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε περαιτέρω και το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που αποτελεί βασική θέση του Κατηγορούμενου ότι δεν ανέφερε ποτέ συγκεκριμένες απαντήσεις, με τη συγκεκριμένη θέση που αναφέρθηκε αποδίδει όσα ανέφερε στην κατάθεση του σε εκφοβισμό του. 

Εν κατακλείδι, αποτελεί διαπίστωση μας ότι οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου, επί των ουσιωδών γεγονότων, για ό,τι αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, είναι γενικοί, αόριστοι και αντιφατικοί και δεν παρουσιάζουν σταθερότητα και συνέπεια.  Ούτε και σε σχέση με τις θέσεις που προβλήθηκαν στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής. Περαιτέρω, ως έχουμε ήδη αναφέρει αμέσως πιο πάνω, κάποιες πολύ ουσιώδεις θέσεις που πρόβαλε κατά τη μαρτυρία του δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας για να τις σχολιάσουν.

 

Για όλους λοιπόν τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου, για ό,τι αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, δεν γίνεται αποδεχτή.

 

Επομένως, στη βάση των ανωτέρω, αποδεχόμαστε ότι τα γεγονότα που αφορούν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου διαδραματίστηκαν όπως τα περιέγραψαν οι τρείς μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Διευκρινίζουμε όμως εδώ, ότι η αναφορά του Μ.Κ.1 πως ο Δικαστικός Κανόνας IV αφορά θεληματικές καταθέσεις ή ότι οι Δικαστικοί Κανόνες αλληλοσυμπληρώνονται και ακόμη ότι η διαδικασία που έγινε εν προκειμένω ήταν ορθή, έχοντας υπόψη τη σχετική πληροφόρηση στο τέλος της ανακριτικής κατάθεσης, αποτελεί τη δική του γνώμη, η οποία δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Σε σχέση με τα συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία θεωρούμε ότι είναι άμεσα συνυφασμένα με τους λόγους ένστασης που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, εναπόκειται στο Δικαστήριο ν’ αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία σε συνάρτηση με τον επίμαχο Δικαστικό Κανόνα και να εκφέρει τη δική του κρίση γι’ αυτά.      

 

Συναφώς, και σύμφωνα με τις ανωτέρω διαπιστώσεις μας, τα σχετικά γεγονότα που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση του Κατηγορούμενου έχουν ως εξής:

 

Κατ’ αρχάς, πριν τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης, ο Μ.Κ.1 παρέδωσε στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματα του, τα οποία του επεξηγήθηκαν με τη βοήθεια του μεταφραστή στην αραβική γλώσσα. Για την πληροφόρηση του και την παραλαβή των σχετικών εγγράφων, ο Κατηγορούμενος υπέγραψε τη σχετική βεβαίωση, Τεκμήριο 5 ΔΕΔ (3.1.24, ώρα 11:00). Ο Κατηγορούμενος δε, αμέσως μετά, ζήτησε την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής κατά το ανακριτικό στάδιο και υπέγραψε σχετικά το έντυπο Τεκμήριο 3 ΔΕΔ (ώρα 11:05), οπότε την εκπροσώπηση του στο στάδιο εκείνο ανέλαβε η δικηγόρος Μ.Κ.2.

 

Η τελευταία επεξήγησε στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματα του, παρουσία μόνον του μεταφραστή, και αφού τον ρώτησε αν αντιλαμβάνεται την αραβική γλώσσα και ο ίδιος απάντησε καταφατικά, προχώρησε και του επεξήγησε ορισμένα πράγματα σε σχέση με τη διαδικασία που θα ακολουθούσε, προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματα του.  Επίσης, επεξήγησε στον Κατηγορούμενο τις συνέπειες της κατάθεσης και συγκεκριμένα ότι αυτά που θα έλεγε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αργότερα στο Δικαστήριο.

 

Ακολούθησε η λήψη της ανακριτικής κατάθεσης, με τον εξής τρόπο. Αφού προηγουμένως διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο η παράγραφος που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της ανακριτικής κατάθεσης που του λήφθηκε και υπέγραψε ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της, ακολούθως ο Μ.Κ.1 υπέβαλλε στον Κατηγορούμενο ερωτήσεις στα ελληνικά, τις οποίες κατέγραφε στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και μεταφράζονταν στον τελευταίο, ο οποίος έδινε μια απάντηση, την οποία μετέφραζε ο μεταφραστής και καταγραφόταν στα ελληνικά. Με το πέρας της διαδικασίας, ελέγχθηκε το περιεχόμενο της κατάθεσης στην ελληνική γλώσσα, μεταφράστηκε με τη χρήση υπολογιστή και καταγράφηκε με τη βοήθεια του διερμηνέα.  Ο τελευταίος δε έλεγξε το κείμενο για την ορθότητα του και αφού προέβη σε μικρές διορθώσεις για να είναι σαφές το νόημα των όσων καταγράφονται, η κατάθεση διαβάστηκε στον Κατηγορούμενο, αφού  προηγουμένως του προσφέρθηκε να την διαβάσει και δήλωσε ότι δεν γνωρίζει να διαβάζει, και αφού συμφώνησε, την υπόγραψε σε κάθε σελίδα. Όταν ζητήθηκε δε από τον Κατηγορούμενο να γράψει στο τέλος της κατάθεσης το ιδιόχειρο λεκτικό, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ούτε να γράφει. Επισημαίνεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κατάθεσης, ο Κατηγορούμενος απαντούσε άμεσα και ευθέως στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και σε κανένα σημείο δεν ζήτησε επανάληψη κάποιας ερώτησης ή έδειξε με οποιοδήποτε τρόπο ότι δεν κατανοεί όσα του λέγονταν από το μεταφραστή ή και ότι υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ τους. Η δικηγόρος του δε, βεβαιωνόταν σε κάθε επόμενη απάντηση ότι αντιλαμβανόταν το νόημα της. 

 

Στη βάση δε της αποδεκτής μαρτυρίας, αποτελεί διαπίστωση μας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια λήψης της κατάθεσης που έχει αναφερθεί ανωτέρω, υπήρχε πλήρης συνεννόηση μεταξύ Κατηγορούμενου και μεταφραστή στην αραβική γλώσσα και στην επίδικη κατάθεση καταγράφονται ακριβώς οι απαντήσεις του Κατηγορούμενου στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και ιδιαίτερα στις ερωτήσεις 5, 7, 8, 12, 15 και 16. 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως έχει ήδη αναφερθεί, επίκεντρο της εισήγησης της υπεράσπισης είναι ο Δικαστικός Κανόνας IV. Ο συγκεκριμένος κανόνας αφορά τον τρόπο που πρέπει να λαμβάνονται «Όλες οι γραπτές καταθέσεις που δίνονται ύστερα από προειδοποίηση»[10]. Ο κανόνας αναφέρει τη διαδικασία που ακολουθείται αν ένα πρόσωπο που του λαμβάνεται κατάθεση επιλέγει να γράψει μόνο του την κατάθεση του και αντίστοιχα τη διαδικασία που ακολουθείται αν προτιμά κάποιον άλλο να την γράψει γι’ αυτόν.  Στην παράγραφο (στ) δε, αναφέρονται και τα εξής: «Αν το πρόσωπο που έδωσε την κατάθεση δεν ξέρει να διαβάζει ή αρνείται να τη διαβάσει, ο αστυνομικός που την κατάγραψε θα του τη διαβάσει και θα τον ρωτήσει εάν θέλει να διορθώσει, να αλλάξει ή να προσθέσει οτιδήποτε και να θέσει την υπογραφή του ή το σημείο του στο τέλος της. Ο αστυνομικός αυτός θα βεβαιώσει τότε στην ίδια την κατάθεση τι είναι που έκανε». »

 

Υπενθυμίζουμε εδώ ότι σύμφωνα με τον Μ.Κ.1, για τη λήψη της κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο, χρησιμοποίησε τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙ, ο οποίος έχει ως εξής[11]:  

 

«2. Μόλις ο αστυνομικός έχει μαρτυρία που θα παρείχε εύλογη βάση για υποψία ότι πρόσωπο διέπραξε ποινικό αδίκημα, θα επιστήσει την προσοχή του προσώπου αυτού στον νόμο ή θα φροντίσει ώστε να επιστηθεί η προσοχή του στον νόμο, πριν του υποβάλει οποιεσδήποτε ερωτήσεις ή περαιτέρω ερωτήσεις σχετικά με το εν λόγω αδίκημα.

 

Η επίστηση της προσοχής γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

 

“Δεν είσαι υπόχρεος να πεις οτιδήποτε, εκτός αν το επιθυμείς, αλλά οτιδήποτε πεις δύναται να γραφεί και να δοθεί ως μαρτυρία. ”  …….».

 

Είναι σαφές ότι ο Δικαστικός Κανόνας ΙΙ χρησιμοποιείται στην περίπτωση που υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία, ότι ο ανακρινόμενος εμπλέκεται στη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Εν προκειμένω, εφόσον ο Μ.Κ.1 είχε τέτοια μαρτυρία (όπως αναφέρεται και στην πληροφόρηση στην πρώτη σελίδα), ορθώς χρησιμοποίησε τον εν λόγω κανόνα και πριν υποβάλει ερωτήσεις στον Κατηγορούμενο τον πληροφόρησε για τα αδικήματα που διερευνώνται εναντίον του και του επίστησε την προσοχή του στο νόμο, αναφέροντας του συγκεκριμένα «Δεν είσαι υπόχρεος να πεις οτιδήποτε εκτός αν θέλεις να πεις, ότι όμως πεις δυνατό να γραφεί και να δοθεί ως μαρτυρία».

 

Ανεξαρτήτως δε της θέσης της υπεράσπισης ότι ο Μ.Κ.1 όφειλε κατά τη λήψη της επίδικης κατάθεσης να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει και τον Δικαστικό Κανόνα IV και της αντίθετης θέσης που είχε ο μάρτυρας, σημειώνουμε πως στην προκειμένη περίπτωση με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις μας προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί πλήρως τα απαιτούμενα με βάση αμφότερους τους Δικαστικούς Κανόνες, με πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα του Κατηγορούμενου. Η πιστοποίηση που έγινε στο τέλος της κατάθεσης, η οποία υπογράφεται από τον αστυφύλακα και τον μεταφραστή, σε συνάρτηση βεβαίως με τα γεγονότα που αφορούν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη ανακριτική κατάθεση όπως έχουν γίνει αποδεκτά ανωτέρω, θεωρούμε πως επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.  Η εν λόγω πιστοποίηση έχει ως εξής:

 

« Λήφθηκε από εμένα την 03/01/2024 μεταξύ των ωρών 1110-1145 στο ΤΑΕ Αμμόχωστου στο Παραλίμνι με τη βοήθεια του διερμηνέα Μ.Ι.. Με τη βοήθεια του διερμηνέα, πληροφόρησα τον ύποπτο Α.Α. στη μητρική του γλώσσα που είναι τα Αράβικα για την υπόθεση που διερευνώ και του επέστησα γραπτώς την προσοχή του στο νόμο. Έδωσε μια κατάθεση που γράφτηκε από το διερμηνέα, στην παρουσία μου, στη μητρική του γλώσσα. Στο τέλος της κατάθεσης, ο διερμηνέας έδωσε στον ύποπτο την κατάθεση να τη διαβάσει αλλά προτίμησε και του τη διάβασε ο διερμηνέας στην παρουσία μου αφού ανέφερε ότι δεν ξέρει να διαβάζει. Με τη βοήθεια του διερμηνέα τον πληροφόρησα ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε διορθώσεις, προσθήκες ή αλλαγές ήθελε στην κατάθεση. Είπε ότι είναι ορθή και την υπόγραψε στην παρουσία μου και στην παρουσία του διερμηνέα. Στη συνέχεια, κατόπιν οδηγίας μου και στην παρουσία μου, ο διερμηνέας του υπαγόρευσε για να γράψει ιδιοχείρως τη σχετική βεβαίωση, την οποία όμως δεν έγραψε αφού όπως ανέφερε στην παρουσία μου και στην παρουσία του διερμηνέα καθώς και της δικηγόρου του δεν γνωρίζει να γράφει.»

 

Είναι θεωρούμε σαφές με βάση τα πιο πάνω, ότι ο Κατηγορούμενος αφενός αντιλαμβανόταν την γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο διερμηνέας και αφετέρου έγινε κοινωνός των όσων γράφτηκαν στην κατάθεση, η οποία του διαβάστηκε από τον μεταφραστή στη μητρική του γλώσσα, δηλαδή στην αραβική, και πληροφορήθηκε ότι μπορεί να προβεί σε οποιεσδήποτε διορθώσεις, προσθήκες ή αλλαγές ήθελε. Αυτός δε, αφού συμφώνησε με το περιεχόμενο της, την υπόγραψε. Υπενθυμίζεται και εδώ, ότι παρούσα στη διαδικασία ήταν και η δικηγόρος του, η οποία φρόντιζε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας όπως ο Κατηγορούμενος είναι επαρκώς ενημερωμένος για τα δικαιώματα του και ο τελευταίος γνώριζε τη διαδικασία και τις επιπτώσεις των λεγομένων του καθώς επίσης τη σημασία της υπογραφής του στην κατάθεση. 

 

Εν κατακλείδι, στη βάση όλων όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, αποτελεί διαπίστωση μας πως δεν υπήρξε καμία παραβίαση του Δικαστικού Κανόνα IV ή και οιωνδήποτε δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου, ούτε και οτιδήποτε άλλο το οποίο να καθιστά την κατάθεση του μη θεληματική.  Συναφώς, η ένσταση της υπεράσπισης θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, θεωρούμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει ν’ αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το εκούσιο της υπογραφής της επίδικης κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο και κατ’ επέκταση τη θεληματικότητα της.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Η πιστή μετάφραση αυτής, στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 ΔΕΔ. 

[2] Η πιστή μετάφραση του εν λόγω εντύπου στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 ΔΕΔ.

[3] Η πιστή μετάφραση της εν λόγω βεβαίωσης στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6 ΔΕΔ.

[4] Σε κάποιο σημείο της διαδικασίας αναφέρθηκε ότι είναι Κούρδος της Συρίας.

[5] βλ. Ibrahim v. R. (1914) A.C. 599 (H.L.), Commissioners of Customs and Excise v. Harz and Power (1967) 1 A.C. 760 (H.L.), D.P.P. v. Ping Lin (1975) 3 ALL E. R. 175, R. v. Priestly 51 Cr. App. R. 1, Psaras & Another v. Republic (1987) 2 CLR 132, R. v. Sfongaras 22 CLR 113 και Kokkinos v. Police (1967) 2 CLR 217

[6] Για τη λήψη καταθέσεων στη Δημοκρατία, ισχύουν οι Δικαστικοί Κανόνες που εγκρίνονται από τους Δικαστές του Queen’s Bench Division (Koutrouzas ν The Republic (1972) 2 CLR 9) και τους οποίους ενσωματώνει στην κυπριακή νομοθεσία το άρθρο 8 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

[7] βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 268/2015, ημερ. 13.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B534.

[8] «.. ότι στην βάρκα συγκεκριμένο άτομο λειτουργούσε σαν μεσάζοντας….».

[9] Βλ. την απάντηση του στην ερώτηση 2, που δεν εμπίπτει στις απαντήσεις που ισχυρίζεται ότι δεν έδωσε με βάση την ένσταση που ήγειρε.

[10] Βλ. Ο συγκεκριμένος Δικαστικός Κανόνας καταγράφεται αυτούσιος στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» ανωτέρω, σελ. 851-852.

[11] Βλ. το σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» ανωτέρω, σελ. 839-840.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο