ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:  Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 5127/22

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

-ν-

Ε.Ζ.

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 24 Μαΐου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Παπαλοίζου, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για Κατηγορούμενο: κ. Δ. Κακουλλής μαζί με κα Θ. Αντωνίου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 14.5.24, ημερομηνία που η παρούσα υπόθεση ήταν ορισμένη για Ακρόαση, ο συνήγορος του Κατηγορούμενου ήγειρε ζήτημα μη παράδοσης μαρτυρικού υλικού στην Υπεράσπιση, από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και ζήτησε από το Δικαστήριο, στη βάση του άρθρου 7(5)[1] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, όπως εξετάσει τους λόγους της άρνησης και εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε κρίνει πρέπον υπό τις περιστάσεις.  Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε από τον συνήγορο ότι δεν μπορούν να γνωρίζουν τον αριθμό των εγγράφων που δεν τους έχουν δοθεί, ούτε τι αφορούν αυτά τα έγγραφα, η γνώση τους δε ότι υπάρχει επιπλέον μαρτυρία προέρχεται από την αρίθμηση των κυανών που τους έχουν δοθεί. Στη συνέχεια δε, ανέφερε ότι εάν ληφθεί υπόψη ότι τους δόθηκαν 38 έγγραφα αρχικά και 12 έγγραφα μεταγενέστερα, πρέπει να υπολείπονται 13 έγγραφα.

 

Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, σε σχέση με το εγερθέν ζήτημα απάντησε ότι έχει παραδοθεί στην Υπεράσπιση όλο το μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης και δεν υπολείπεται κάτι. Ως ανέφερε, τα έγγραφα που δεν έχουν παραδοθεί, αφορούν εσωτερικά σημειώματα, εσωτερική αλληλογραφία και έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα ήτοι τα στοιχεία των μαρτύρων. Πρόκειται για έγγραφα «που έχουν κάποιο χαρακτήρα απόρρητου και δεν είναι έγγραφα που παραλήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και αφορούν τη διαδικασία». Περαιτέρω, με παραπομπή σε νομολογία υποστήριξε ότι η Υπεράσπιση δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλο το φάκελο και επίσης ότι εφόσον φανεί κατά τη διάρκεια της δίκης ότι δεν έχει δοθεί μαρτυρικό υλικό, αυτό είναι ζήτημα που άπτεται του κατά πόσο ο Κατηγορούμενος έχει τύχει δίκαιης δίκης και θ’ αποφασιστεί στο τέλος της δίκης. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο δεν μπορεί ούτε το Δικαστήριο, ούτε η Υπεράσπιση να αποφανθούν επί της σχετικότητας των εγγράφων.     

 

Έχουμε μελετήσει ενδελεχώς τις θέσεις που προβλήθηκαν εκατέρωθεν.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι και νομοθετικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα ενός Κατηγορούμενου που αντιμετωπίζει ποινική υπόθεση, να έχει πρόσβαση «στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου»[2].  Η εν λόγω πρόσβαση μάλιστα είναι δωρεάν, όμως εφόσον ζητείται η παροχή αντιγράφων του υλικού, καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

 

Σε σχέση δε με την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής ν’ αποκαλύψει τη σχετική μαρτυρία, στην υπόθεση Νικολαΐδης v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271

αναφέρθηκε ότι η υποχρέωση αυτή:

 

« …. δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης αλλά μόνο σε σχέση με μαρτυρία

 

(1) Που είναι σχετική,

(2) Που είναι ουσιώδης ή μπορεί να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα που αναμένεται να εγερθούν ή εγείρονται αναπάντεχα κατά τη διάρκεια της δίκης. (RvBrown [1997] 3 All E.R. 769.)   »

 

Εν προκειμένω, αποτελεί θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι έχει δοθεί όλο το μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και τα υπόλοιπα έγγραφα, που με βάση την αρίθμηση προκύπτει ότι δεν δόθηκαν, δεν έχουν καμία σχέση με τέτοιο υλικό. Ως προς τη φύση των εγγράφων αυτών, επαναλαμβάνουμε ότι σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή αφορούν εσωτερικά σημειώματα, εσωτερική αλληλογραφία και έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα ήτοι τα στοιχεία των μαρτύρων.

 

Από την άλλη, είναι γεγονός πως το αίτημα της Υπεράσπισης έχει υποβληθεί με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς συγκεκριμενοποίηση του μαρτυρικού υλικού το οποίο κατά τη θέση της Υπεράσπισης δεν έχει δοθεί. Στην πραγματικότητα, ό,τι στηρίζει το αίτημα, είναι απλώς μια εικασία στην οποία προβαίνει η Υπεράσπιση, έχοντας υπόψη απλά και μόνον την αρίθμηση των εγγράφων[3].

Εν πάση περιπτώσει, ειδικά για την τελευταία κατηγορία εγγράφων, κατ’ αρχάς αναφέρουμε ότι αναμφίβολα, τα στοιχεία των μαρτύρων εμπίπτουν στην έννοια «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», εν τη εννοία του Ν.44(Ι)/2019[4], ο οποίος ρυθμίζει το ζήτημα της συλλογής και της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Αστυνομία.  

 

Λέγοντας αυτά, σημειώνουμε πως τα έγγραφα που περιέχουν τα προσωπικά στοιχεία των μαρτύρων δεν θα μπορούσαν βεβαίως να θεωρηθούν μαρτυρικό υλικό εν τη εννοία του εδαφίου 2 του άρθρου 7 του Κεφ.155.  Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν τμήμα των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, και πάλιν η κατάσταση δεν θα διαφοροποιείτο. Και τούτο γιατί με βάση το εδάφιο 4 του άρθρου 7 του Κεφ.155 «Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, …».  Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί στο στάδιο αυτό, κατά συγκεκριμένο τρόπο, ότι θίγεται το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη ούτως ώστε να επιτραπεί πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, τα οποία ως περιέχοντα προσωπικά δεδομένα και στοιχεία των μαρτύρων αναμφίβολα επηρεάζουν το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων αυτών για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής[5].

 

Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα έγγραφα που αφορούν σε εσωτερικά σημειώματα και εσωτερική αλληλογραφία, επίσης δεν έχει καταδειχθεί ότι αποτελούν μαρτυρικό υλικό εν τη εννοία του εδαφίου 2 του άρθρου 7 του Κεφ.155, ούτε και έχει καταδειχθεί από πλευράς Κατηγορούμενου η σχετικότητα οποιουδήποτε εγγράφου που δεν δόθηκε, με τα επίδικα θέματα και την γραμμή της υπεράσπισης του, η οποία ούτως ή άλλως σε αυτό το στάδιο, πριν την έναρξη της δίκης, δεν είναι γνωστή[6].

 

Συναφώς, το αίτημα της Υπεράσπισης θα πρέπει ν’ απορριφθεί.  

 

Νοείται ότι εάν στην πορεία της δίκης διαφανεί ότι για οποιοδήποτε λόγο, υλικό το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 7 (2) πράγματι δεν έχει παραδοθεί στην Υπεράσπιση, το ζήτημα, εφόσον εγερθεί, θα αποφασιστεί αναλόγως.  Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) (υπόθεση Κορέλλης) ανωτέρω:

 

«Εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers, πιο πάνω) και ότι η μη αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudice) (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω) σελ. 255). Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μένει χωρίς θεραπεία.  Το δικαστήριο έχει εξουσία να προχωρήσει στην απαλλαγή του. » [7]

 

Κατάληξη

 

Ενόψει των όσων έχουμε αναφέρει ανωτέρω, δεν διαπιστώνουμε στο παρόν στάδιο να υπάρχει άρνηση από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής να

 

 

 

παραδώσει μαρτυρικό υλικό που καλύπτεται από το άρθρο 7 (2) του Κεφ.155 και συνεπώς το αίτημα της Υπεράσπισης απορρίπτεται.

 

 

 (Υπ.) …………………………………….

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………….

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..………………………………

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] (5) Σε περίπτωση κατά την οποία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) η κατηγορούσα αρχή δεν παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των έγγραφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αυτός δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.

[2] Βλ. άρθρο 7 (2) και (3) του Κεφ.155. 

[3] Βλ. κατ’ αναλογία, την Ποιν. Έφ.84/22 Νικολάου v. Αστυνομίας, ημερ.30.4.2024, όπου ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε το άρθρο 7 του Κεφ.155 και του αποστέρησε το δικαίωμα να κατέχει όλο το μαρτυρικό υλικό. Όπως κατ’ αρχάς σημείωσε το Εφετείο «.. η θέση αυτή προβάλλεται στο διάγραμμα του Εφεσείοντος με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς συγκεκριμενοποίηση του μαρτυρικού υλικού το οποίο κατά τη θέση του δεν του είχε δοθεί ή πώς αυτό επηρέασε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη», ενώ ακολούθως αναφέρθηκαν και τα εξής: «Κατ' επέκταση δεν έχει καταδειχθεί ότι όντως δεν παραδόθηκε ολόκληρο το μαρτυρικό υλικό στον Εφεσείοντα, αφού τον ισχυρισμό του αυτό στηρίζει απλώς σε εικασία στην οποία ο ίδιος προβαίνει αναφορικά με την αρίθμηση των εγγράφων. Πιο σημαντικό, όμως, είναι το ότι δεν έχει καταδειχθεί κάποιος δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων ή της υπεράσπισης του Εφεσείοντος από τέτοια κατ' ισχυρισμόν μη κατοχή μαρτυρικού υλικού.»

[4] Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο: 

 

Νοείται ότι το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου· 

 

[5] Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδους σημασίας για την απόλαυση από ένα φυσικό πρόσωπο του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής (Βλ. S. and Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Αριθμ. Προσφυγής 30562/04 και 30566/04, Απόφαση 4.12.2008, ως επίσης βλ. σχετικά το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

[6] Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) 1998 1 ΑΑΔ 1718, 1755-1757 (υπόθεση Κορέλλης).

[7] Βλ. επίσης την Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.3) (2009) 1 ΑΑΔ 1249 και την υπόθεση Νικολαΐδης ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο