ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1681/23

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

W.A.

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κα. Κ. Σοφοκλέους

Κατηγορούμενος παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών και η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό. Έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία των αδικημάτων, θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης, χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια, για προστασία των τελευταίων.)

 

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση, αρνήθηκε ενοχή στην κατηγορία του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του άρθρου 5(α) του Περί της Πρόληψης της Βίας κατά των Γυναικών και Ενδοοικογενειακής Bίας Νόμου του 2021, Ν. 115(Ι)/2021.  

Το αδίκημα που αποδίδεται στον Κατηγορούμενο, φέρεται να έλαβε χώρα στις 9.7.23 στην Αγία Νάπα, όπου σύμφωνα με την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ο Κατηγορούμενος, μαζί  με άλλο πρόσωπο (το οποίο καταζητείται), ήρθε σε συνουσία με την Παραπονούμενη, χωρίς τη συναίνεση της, αφού έφυγαν μαζί από το νυχτερινό κέντρο στο οποίο διασκέδαζαν αμέσως προηγουμένως.  

 

Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος κατά τη σύλληψη και ανάκριση του αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, αλλά εν τέλει στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας η υπεράσπιση αποδέχθηκε ότι υπήρξε σεξουαλική επαφή της Παραπονούμενης, τόσο με τον Κατηγορούμενο όσο και με το Καταζητούμενο πρόσωπο, όμως αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης πως ό,τι έγινε, ήταν με τη συγκατάθεση της Παραπονούμενης και ότι εν πάση περιπτώσει αυτή δεν τους είχε δείξει με τα λόγια ή τη συμπεριφορά της ότι δεν επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί τους, αλλά το αντίθετο.  Παράλληλα όμως η υπεράσπιση προώθησε τη θέση πως παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα, κατά το στάδιο της σύλληψης, λόγω απουσίας μεταφραστή αλλά και κατά το ανακριτικό στάδιο, λόγω του ότι ήταν αναλφάβητος και δεν του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί και το δικαίωμα του σε μη αυτοενοχοποίηση.   Περαιτέρω προώθησε και τη θέση ότι η αναγνωριστική διαδικασία διενεργήθηκε κατά παράβαση των σχετικών αρχών, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η εντός Δικαστηρίου αναγνώριση και να παραμένουν αμφιβολίες αν ο Κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που προέβη στις πράξεις που ισχυρίζεται η Παραπονούμενη. 

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών η κατηγορούσα αρχή κάλεσε πέντε μάρτυρες, ήτοι την Α/Αστ. 622 Σ.Π. (M.K.1), τον Α/Αστ. 2688 Π.Σ. (M.K.2), την Παραπονούμενη V.R. (Μ.Κ.3), τη φίλη της Παραπονούμενης S.R.F. (M.K.4) και την Αστ. 3343 Θ.Α. (Μ.Κ.5). Περαιτέρω κατατέθηκαν 15 τεκμήρια, καθώς και διάφορες καταθέσεις ως Έγγραφα Α-Η. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατατέθηκε και εγκρίθηκε αριθμός παραδεκτών γεγονότων, αναφορά στα οποία θα γίνει πιο κάτω, σε κατάλληλο σημείο προς αποφυγή επαναλήψεων.

Αφότου ο Κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία και επεξηγήθηκαν σ’ αυτόν τα δικαιώματα του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως, ενώ δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση του.

 

Α. Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Η Μ.Κ.1 ήταν εξεταστής της υπόθεσης σε συνεργασία με το Μ.Κ.2 και υιοθέτησε την κατάθεση της Έγγραφο Α, στην οποία αναφέρει τις ενέργειες της σε σχέση με τη λήψη της καταγγελίας της Παραπονούμενης στις 9.7.23 και ώρα 04:30, αναφορικά με γεγονότα, που κατ’ ισχυρισμόν της τελευταίας, επεσυνέβησαν την ίδια μέρα περί ώρα 03:15, σε άγνωστο σημείο στην Αγία Νάπα, όταν δύο άγνωστοι άντρες ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, χωρίς τη συναίνεση της.  Αναφέρεται επίσης στη μεταφορά της Παραπονούμενης σε διάφορους χώρους στην Αγ. Νάπα προς υπόδειξη σκηνών, στην παραλαβή ρούχων της καθώς και ενός usb με πλάνα από τη μπυραρία «Πειρατές» ως τεκμηρίων, στη λήψη κατάθεσης από τη φίλη της Παραπονούμενης (Μ.Κ.4), αλλά και στο πώς οδηγήθηκαν στη σύλληψη του Κατηγορούμενου, η οποία κατέστη εφικτή μέσω τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων, στα οποία ο ίδιος είχε προβεί προς την Παραπονούμενη.   

 

Με τη μαρτυρία της επίσης αναφέρθηκε και στη διαδικασία αναγνώρισης που ακολούθησε μέσω ειδικά διαμορφωμένου υαλοπίνακα. Εξήγησε παράλληλα ότι το πρόσωπο που απεικονίζεται στη φωτογραφία της πρώτης σελίδας του Τεκμηρίου 4, βάσει εξετάσεων που διενήργησε, είναι ο T.S. από τη Γεωργία, ο οποίος εγκατέλειψε τη Δημοκρατία και ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, αλλά ήταν απλά παρών στη μπυραρία «Πειρατές», όπου η Παραπονούμενη βρισκόταν προ του επίδικου συμβάντος. Αναφέρθηκε επίσης και στη συμπληρωματική κατάθεση που λήφθηκε από την Παραπονούμενη (Τεκμήριο 13) στην οποία η τελευταία της ανέφερε για κάποιο άτομο (Τ.D.), το οποίο άρχισε να την ακολουθεί στο Instagram και ως η μάρτυρας ανέφερε, επειδή υπήρχε περίπτωση  να ήταν ένας εκ των προσώπων που την είχαν βιάσει, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και αφότου συνελήφθη τον μετέφερε αστυνομικός (ήτοι ο Μ.Κ.2) για να τον δει η Παραπονούμενη, η οποία αφότου τον είδε είπε αμέσως ότι δεν ήταν αυτός και έτσι αφέθηκε ελεύθερος.  

 

Αντεξετάστηκε ως προς τη διαδικασία σύλληψης του Κατηγορούμενου, την ανυπαρξία διερμηνέα κατά τη διαδικασία αυτή, παρότι υπήρχε χρόνος για να διευθετηθεί η παρουσία τέτοιου, αλλά και σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν της υπεράσπισης παράλειψη επεξήγησης των δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου στο χρόνο που αναφέρεται στο σχετικό έντυπο. Επίσης αντικείμενο αντεξέτασης αποτέλεσαν και οι ενέργειες της Παραπονούμενης στο club «Πειρατές» όπου διασκέδαζαν πριν το συμβάν, για να της υποβληθεί ότι δεν έπιναν μόνο ποτό, χόρευαν και κουβέντιαζαν ως ήταν η θέση της Μ.Κ.1, όπου η ίδια ανέφερε ότι δέχεται ότι συνομιλούσαν στενά λόγω και της δυνατής μουσικής και επέμεινε πως η ίδια δεν τους είδε στα πλάνα να φιλιούνται.   

 

Ο Μ.Κ.2 υιοθέτησε την κατάθεση του Έγγραφο Β, στην οποία αναφέρεται στην έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου, στην παραλαβή ενός usb με πλάνα των υποστατικών «Fun Park» και «Rasoi India Restaurant» ως τεκμηρίου, στις προσπάθειες εντοπισμού του Κατηγορούμενου, στις ενέργειες που έγιναν για να καταστεί τελικώς εφικτή η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης του, αλλά και στη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος (Τεκμήριο 5) όταν ο Κατηγορούμενος εντοπίστηκε, όπου ως ανέφερε αφού του επέστησε την προσοχή στην ελληνική γλώσσα αυτός απάντησε, «Δεν έκανα σεξ μαζί της»

 

Αναφέρθηκε επίσης στη μεταφορά του στον Αστυνομικό Σταθμό, όπου με τη βοήθεια διερμηνέα του εξήγησε και επέδωσε τα δικαιώματα του (ως συλληφθέντα) στη μητρική του γλώσσα (Τεκμήριο 6), τα οποία υπέγραψε ενώ περιπλέον αναφέρθηκε στην προφορική του ανάκριση καθώς και στην κατάθεση που του λήφθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα η οποία του ξαναδιαβάστηκε αφότου ολοκληρώθηκε και την οποία ο ίδιος υπέγραψε ως ορθή. Επίσης αναφέρθηκε στην παράδοση των δικαιωμάτων του (ως ύποπτου προσώπου) στην αραβική (Τεκμήριο 9), εξηγώντας παράλληλα και

 

τις διορθώσεις που εντοπίζονται επί αυτών καθώς και τις διορθώσεις επί του Τεκμηρίου 6 που του είχε δοθεί σε προγενέστερο στάδιο.

 

Ανέφερε επίσης ότι μετέβη μαζί με τον Κατηγορούμενο σε διάφορες οδούς,  όπου ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση να υποδείξει σημεία αφού δεν θυμόταν, ενώ επίσης αναφέρθηκε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του άλλου προσώπου (Καταζητούμενου), ο οποίος δεν εντοπίστηκε. Επίσης ανέφερε ότι στα πλαίσια διερεύνησης διενήργησε εξετάσεις στην οδό Αγίας Μαύρης, όπου μέσα από τα κλειστά κυκλώματα βιντεοπαρακολούθησης (Κ.Κ.Β.Π.) που παραλήφθηκαν από παρακείμενα υποστατικά, απεικονίζεται η πεζή διαδρομή της Παραπονούμενης με τα δύο πρόσωπα αυτά και κατέθεσε και σχετικό χάρτη (Τεκμήριο 7) επί του οποίου υπέδειξε τη διαδρομή που προκύπτει από τα Κ.Κ.Β.Π. ότι ακολούθησαν, από το σημείο Α (Pirates Pub) – μέχρι το σημείο Δ που είναι το σημείο που οδηγεί στο σημείο όπου εντοπίστηκε η Παραπονούμενη μετά το βιασμό της (σημείο Ε).  Ως εξήγησε από το τελευταίο σημείο που απεικονίζεται η Παραπονούμενη με τα άλλα δύο άτομα στα κλειστά κυκλώματα του υποστατικού Δ, ακολουθεί προσπελάσιμο στενό δρομάκι με πλακάκι στα δεξιά και ακολούθως υπάρχει πάρκο και ακολούθως είναι το σημείο Ε.   

 

Επίσης ανέφερε ότι αυτό που εξάγεται μέσα από τα κλειστά κυκλώματα στα οποία αναφέρθηκε με τη μαρτυρία του αναλυτικά, ήταν πως στις 02:55:07[1], εμφανίζονται πεζοί ο Κατηγορούμενος, η Παραπονούμενη και ο Καταζητούμενος ενώ στις 03:23:32 εμφανίζονται ο Κατηγορούμενος με τον Καταζητούμενο μόνοι τους, χωρίς φανέλες, να διαγράφουν αντίθετη πορεία από αυτή που ακολουθούσαν όταν πορεύονταν προηγουμένως και οι τρεις μαζί.  Ανέφερε επίσης ότι διερεύνησε τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, καθώς και τον ισχυρισμό του ότι είχε εγκαταλείψει το υποστατικό «Pirates» πριν από την Παραπονούμενη, και κατέληξε πως τα όσα ανέφερε ήταν ψέματα, εξηγώντας τους λόγους για την κατάληξη του αυτή.  

Αντεξετάστηκε σε σχέση με τo Τεκμήριo 6 για να του υποβληθεί ότι ο Κατηγορούμενος δεν τo αντιλαμβανόταν και ότι αφού ήταν αναλφάβητος έπρεπε να υπάρχει επικοινωνία με οικείο του πρόσωπο, όπου ανέφερε ότι του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του και δεν εξέφρασε τέτοια επιθυμία.  Αντεξετάστηκε επίσης εκτενώς σε σχέση με τη διαδικασία αναγνώρισης και πιο συγκεκριμένα ως προς το ότι η Παραπονούμενη γνώριζε ποιο άτομο θα αναγνώριζε όταν μετέβη για την αναγνώριση, ότι στη διαδικασία έλαβε μέρος αστυφύλακας (ήτοι η Μ.Κ.5) η οποία είχε λάβει μέρος στην ανακριτική διαδικασία, ως προς το ότι η περιγραφή του υπόπτου έπρεπε να δοθεί στο δικηγόρο υπεράσπισης πριν τη διαδικασία αναγνώρισης, ότι εν πάση περιπτώσει η περιγραφή ήταν γενική και ασαφής και ότι η Παραπονούμενη δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει κάποιο πρόσωπο, αφού είχε προηγουμένως αναγνωρίσει άλλο πρόσωπο ως τον βιαστή της (βλ. Τεκμήριο 13).  Επίσης αντεξετάστηκε ως προς τη μέθοδο αναγνώρισης που επιλέγηκε, για να του υποβληθεί ότι αν δεν ήταν εφικτό να γίνει αναγνωριστική παράταξη, θα έπρεπε να γίνει άλλη διαδικασία μέσω βίντεο ή φωτογραφιών ή ομαδική αναγνώριση (group identification) και πως ακόμα και αν ακολουθείτο η ορθή διαδικασία, για να φτάσουν στην κατά πρόσωπο αναγνώριση θα έπρεπε να ήταν παρών δικηγόρος, όπου και πάλιν ανέφερε ότι του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του και δεν επιθυμούσε την παρουσία δικηγόρου, στο στάδιο εκείνο.

 

Αντεξετάστηκε επίσης σε σχέση με το ότι δεν προέβησαν σε διερεύνηση σε σχέση με τον «Εγγλέζο» (Τ.S.), ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε σε σχέση με το πρόσωπο που δεν αναγνώρισε η Παραπονούμενη (Τ.D.) και ως προς το γιατί δεν έδειξαν και τους τρεις στην Παραπονούμενη. Του υποβλήθηκε ότι κατά τη σύλληψη του Κατηγορούμενου υπήρξε παραβίαση συνταγματικών του δικαιωμάτων, αφού δεν υπήρχε διερμηνέας παρών, παραβίαση που συνεχίστηκε και στον αστυνομικό σταθμό, επειδή δεν αντελήφθη τα δικαιώματα του ένεκα του ότι ήταν αναλφάβητος, με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί και το δικαίωμα του για μη αυτοενοχοποίηση. Επίσης του τέθηκε, ότι εν γένει η διαδικασία αναγνώρισης διεξήχθη κατά

 

παράβαση των σχετικών αρχών και έτσι το αποτέλεσμα της είναι ακροσφαλές, θέσεις με τις οποίες διαφώνησε. 

 

Ως Μ.Κ.3 κατέθεσε η Παραπονούμενη, η οποία υιοθέτησε την κατάθεση της Έγγραφο Δ (ημερ. 9.7.23) στην οποία αναφέρει ότι κατάγεται από τη Δανία, ότι ήρθε στην Κύπρο για διακοπές στις 6.7.23, ότι στις 8.7.23 η ίδια με τη φίλη της (Μ.Κ.4) επισκέφθηκαν διάφορα μπαρ στην Αγ. Νάπα, ότι ήπιαν μερικά ποτά και ότι τελικά γύρω στις 01:00 κατέληξαν στο μπαρ «Πειρατές», όπου κατανάλωσαν ακόμα μερικά ποτά, διασκέδαζε και γνώρισε δύο αγόρια.  Ένας που η ηλικία του ήταν προς το τέλος της εικοσαετίας με τριμαρισμένο γένι και σκούρα κοντά μαλλιά, καφέ μάτια, κανονικό σωματότυπο, γύρω στο 1.80μ και ένα άλλο αρκετά νεαρό στις αρχές των 20, χωρίς γένι, λίγο πιο κοντός από τον πρώτο.  Ανέφερε επίσης ότι έπιναν και χόρευαν μαζί και έμειναν στο συγκεκριμένο μπαρ για αρκετή ώρα, ότι σε κάποια στιγμή πριν κλείσει η μουσική της ζήτησαν να τους ακολουθήσει σε ένα άλλο νυχτερινό κέντρο, ότι η φίλη της είχε ήδη φύγει και έτσι τους ακολούθησε οπόταν αφού περπάτησαν λιγότερο από 10 λεπτά (περί τα 6-7 ως διευκρίνισε με την προφορική της μαρτυρία), έφτασαν σε ένα ήσυχο μέρος όπου κανείς δεν βρισκόταν. Ανέφερε περαιτέρω ότι τότε η ίδια άρχισε να ανησυχεί και να τους ρωτά που την πήραν, ότι αυτοί της έλεγαν να μην ανησυχεί, ότι η ίδια δεν γνώριζε που βρισκόταν και ότι στη συνέχεια προχώρησαν διαδοχικά σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της, υπό τις περιστάσεις που περιγράφει.  Ως η θέση της, αφού τελείωσαν σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει, η φίλη της την καλούσε στο τηλέφωνο και δεν ήξερε που βρισκόταν, η ίδια την κάλεσε πίσω και της εξήγησε που βρισκόταν και ήρθε και την πήρε. Επίσης ανέφερε πως αν έβλεπε ξανά αυτούς τους δυο άντρες θα τους αναγνώριζε.

 

Προφορικά αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο στα πλάνα του Τεκμηρίου 1(10) να την τραβά για να βγουν έξω από το μπαρ «Πειρατές» με άλλο ένα άτομο, το οποίο αναγνώρισε ως το νεαρότερο άτομο που τη βίασε, ενώ στα πλάνα του Τεκμηρίου 1(11), αναγνώρισε τον εαυτό της να περπατά με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο. Προφορικά ανέφερε επίσης ότι, βγαίνοντας από το μπαρ «Πειρατές» κινήθηκαν με ευθεία πορεία και ότι σε κάποιο σημείο έστριψαν δεξιά, ότι δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο που να ενώθηκε με την παρέα τους μετά που έστριψαν δεξιά, από το σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7, μέχρι και το τέλος των σεξουαλικών επαφών και απέκλεισε το να ήρθε τρίτος άντρας και να τη βίασε, ενώ επεξήγησε και το πώς η ίδια προσπάθησε να αντισταθεί κατά τη διάρκεια των επαφών. Ανέφερε επίσης πως είχε την ευκαιρία να τους παρατηρήσει τόσο στο μπαρ όπου έμειναν περί τις δύο ώρες αλλά και όταν βγήκαν από το μπαρ «Πειρατές», όπου δεν ήταν τόσο σκοτεινά. Περιπλέον ανέφερε ότι είναι 38 ετών, φαρμακοποιός, εξήγησε ότι κατά την επίδικη βραδιά ήταν λίγο ζαλισμένη, έπινε, κάπνιζε, χόρευε και περνούσε ωραία αλλά γνώριζε τί έκανε, θυμόταν τι συνέβαινε και προσδιόρισε τη συνολική διάρκεια των σεξουαλικών επαφών σε 15 λεπτά και τον βιασμό της από τον Κατηγορούμενα στα 4-5 λεπτά. 

 

Περαιτέρω αναγνώρισε και την κατάθεση της Τεκμήριο 13 (ημερ. 10.7.23), όπου ανέφερε ότι το ίδιο βράδυ είχε λάβει μια ειδοποίηση από την εφαρμογή «Instagram», ότι ένα αγόρι άρχισε να ακολουθεί το λογαριασμό της με το όνομα T.G.D., ότι μετά έψαξε στο λογαριασμό facebook με το ίδιο όνομα  και έλεγξε τις φωτογραφίες του και από αυτές, ήταν αρκετά σίγουρη ότι επρόκειτο για το μεγαλύτερο αγόρι που την είχε βιάσει στην Αγ. Νάπα, αλλά όταν το πρόσωπο αυτό συνελήφθη και της τον πήραν να τον δει ανέφερε πως δεν ήταν αυτός και πως στην ουσία η ίδια είχε υποθέσει πως θα ενεχόταν στα αδικήματα, ένεκα του ότι ο χρόνος που άρχισε να την ακολουθεί το άτομο αυτό ήταν πολύ κοντινός με τα επίμαχα γεγονότα. Με την κατάθεση της Έγγραφο Ε η οποία δόθηκε αργότερα στις 10.7.23 και την οποία υιοθέτησε, ανέφερε ότι στις 9.7.23 ένας άγνωστος αριθμός την κάλεσε αρκετές φορές από την εφαρμογή «Whatsapp».  Είδε τη φωτογραφία στο προφίλ του εν λόγω αριθμού (βλ. Έγγραφο Στ), όπου αναγνώρισε τον άντρα που απεικονίζεται, ως το δεύτερο πρόσωπο που τη βίασε.  Τέλος υιοθέτησε και την κατάθεση της Έγγραφο Ζ, ημερ. 12.7.23, στην οποία περιγράφει τη διαδικασία αναγνώρισης του Κατηγορούμενου, μέσω του μονοδρομικού υαλοπίνακα στο ΤΑΕ Αμμοχώστου.

 

 

Ως προς το αγόρι στο Τεκμήριο 4, το οποίο αναγνώρισε ως το αγόρι που ποζάρει στο Τεκμήριο 1(10), ανέφερε ότι τον είχε γνωρίσει ενωρίτερα το ίδιο βράδυ και δεν είχε σχέση με το βιασμό ούτε είχε η ίδια άλλη επαφή μαζί του, μετά τη λήψη της φωτογραφίας. 

 

Αντεξετάστηκε ως προς το πόσες φορές ήρθε στην Κύπρο, πού διέμενε, ως προς το πόσα μπαρ επισκέφτηκαν πριν το μπαρ «Πειρατές», πόσα ποτά ήπιε, ως προς το γιατί ανέφερε στην κατάθεση της ότι και οι δύο μιλούσαν αγγλικά, ως προς τις ενέργειες της εντός του μπαρ «Πειρατές» με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, ως προς το αν μιλούσε και με άλλα άτομα το δεδομένο βράδυ, ως προς το λόγο που έφυγε από το υποστατικό «Πειρατές», για να της υποδειχθεί ότι στην κατάθεση της αναφέρει ότι τους ακολούθησε επειδή η φίλη της είχε φύγει από τη μπυραρία «Πειρατές»,  ενώ προφορικά ανέφερε ότι τους ακολούθησε επειδή της υποσχέθηκαν ότι θα έβρισκαν τη φίλη της στο άλλο νυχτερινό κέντρο που θα πήγαιναν.

 

Αντεξετάστηκε επίσης για να της υποβληθεί ότι η όλη στάση της στο μπαρ «Πειρατές» έδειχνε στον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο ότι ήθελε σεξουαλική επαφή, όπου ανέφερε πως το να φλερτάρει ή να χορεύει μαζί τους,  δεν σημαίνει ότι ήθελε να κάνει και σεξ μαζί τους και ότι ποτέ δεν τους είπε ότι ήθελε κάτι τέτοιο.  Της υποβλήθηκε περαιτέρω ότι ξάπλωσε από μόνη της στο πάτωμα και ότι ο Κατηγορούμενος δεν αντιλήφθηκε σε κανένα σημείο ότι δεν ήθελε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή μαζί του και ότι αντίθετα του έδειχνε ότι της άρεσε, όπου η ίδια αναφέρθηκε στο τί τους είπε και τί έκανε, επιμένοντας ουσιαστικά ότι τόσο λεκτικά όσο και με τη γλώσσα του σώματος της, τους έδειξε ότι δεν ήθελε, ενώ περαιτέρω ανέφερε και ότι αιμορραγούσε. Επανεξετασθείσα εν σχέσει με την αναφορά της ότι η γλώσσα του σώματος της έδειχνε ότι δεν ήθελε σεξουαλική επαφή, ανέφερε ότι ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα σχεδόν όπως ένα νεκρό ψάρι, γυρνούσε το πρόσωπο της μακριά και προσπαθούσε να συμπιέσει τα πόδια της, αλλά ο Κατηγορούμενος εισχώρησε στον κόλπο της την ώρα που προσπαθούσε να κλείσει τα πόδια της και να τα σπρώξει μπροστά.

 

Η Μ.Κ.4 υιοθέτησε την κατάθεση της Τεκμήριο 3, στην οποία αναφέρει και αυτή ότι ήρθε με την Παραπονούμενη για διακοπές στην Κύπρο και περιγράφει τα γεγονότα της 8.7.23, όπου αναφέρει ότι επισκέφθηκαν μερικές μπυραρίες, ήπιαν μερικά ποτά και μετά τα μεσάνυχτα επισκέφθηκαν την μπυραρία «Πειρατές», όπου χόρευαν και περνούσαν ωραία.   Διευκρίνισε ότι η ίδια μιλούσε και χόρευε με ένα αγόρι που είχε γνωρίσει από προηγουμένως και ότι όπως είδε και η Παραπονούμενη είχε γνωρίσει δύο αγόρια, το ένα με περιποιημένο γένι γύρω στα 30 και το άλλο πολύ νέο, όπως ένα αγόρι.   Αναφέρει επίσης ότι νομίζει ότι τους χαιρέτισε επειδή μιλούσαν με τη φίλη της, αλλά δεν τους γνώρισε πολύ και επομένως δεν γνωρίζει άλλες πληροφορίες για αυτούς. Μετά από λίγο η ίδια και το αγόρι το οποίο είχε γνωρίσει αποφάσισαν να φύγουν από το μπαρ “Πειρατές” και να πάνε κάπου αλλού, πράγμα το οποίο είπε στην Παραπονούμενη και την άφησε εκεί με αυτά τα αγόρια.  Μετά τις 03:00 π.μ. ξεκίνησε να καλεί την Παραπονούμενη, αλλά αυτή δεν της απαντούσε.  Επεξήγησε δε ότι από τη στιγμή που την άφησε μέχρι τη στιγμή που την κάλεσε και δεν απάντησε, είχε επιστρέψει 2-3 φορές στο μπαρ «Πειρατές», για να ελέγξει αν ήταν εντάξει. Η ίδια ανησυχούσε και συνέχισε να την καλεί ώσπου τελικά μετά τις 03:15 η Παραπονούμενη την πήρε πίσω.  Επίσης διευκρίνισε ότι επειδή το τηλέφωνο της ήταν σε σίγαση, όταν την έπαιρνε η Παραπονούμενη δεν το άκουσε και γι’ αυτό είχε αναπάντητες κλήσεις. Όταν την πήρε πίσω, η Παραπονούμενη ήταν σε κατάσταση σοκ και έκλαιγε.  Όπως εξήγησε είχαν περισσότερες από μια κλήσεις και στην πρώτη δεν της μιλούσε, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της και μετά συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε και της είπε στο τηλέφωνο ότι είχε βιαστεί. Της εξήγησε την τοποθεσία της και με τη βοήθεια του google maps αντελήφθη ότι βρισκόταν στην οδό Γιάννη Ρίτσου και τελικά τη βρήκε έξω από μια παλιά μπυραρία με το όνομα «Αθλος».  Περιέγραψε σε ποια κατάσταση βρήκε την Παραπονούμενη και τί της είπε η τελευταία, αλλά και το τί έκανε η ίδια για να τη βοηθήσει ενώ επεσήμανε πως ενώ η Παραπονούμενη είναι πολύ ανεξάρτητη, κατ’ εκείνο το χρόνο ήταν «αβοήθητη» και έπρεπε η ίδια να την καθοδηγήσει, τόσο για να μπορέσει να της δώσει λεπτομέρειες για να την εντοπίσει αλλά και για να πάνε στον Αστυνομικό Σταθμό, αφού η Παραπονούμενη ήθελε να πάει στο ξενοδοχείο.

Αντεξετάστηκε ως προς το πότε έδωσε την κατάθεση της, με τη μάρτυρα να επιμένει πως την έδωσε το ίδιο βράδυ και τη συνήγορο υπεράσπισης να της υποβάλλει ότι η θέση αυτή δεν συνάδει με τα όσα καταγράφονται στην κατάθεση, σε σχέση με το χρόνο λήψης της.  Επίσης αντεξετάστηκε ως προς το ότι ήρθε στην Κύπρο με τη φίλη της και ότι ήταν στο Δικαστήριο (σε άλλο μέρος) όταν αυτή κατέθετε και την έβλεπε στα διαλείμματα, ενώ επίσης αντεξετάστηκε ως προς την αναφορά στην κατάθεση της ότι η Παραπονούμενη της ανέφερε ότι ήταν τρομοκρατημένη και ζαλισμένη από το αλκοόλ και δεν μπόρεσε να αντιδράσει, όπου ανέφερε ότι ποτέ δεν την ρώτησε κάποια σχετική ερώτηση, για να αναφέρει η Παραπονούμενη την απάντηση αυτή και επέμεινε ότι αυτό ήταν η κρίση της ίδιας της μάρτυρος ως προς το τί έγινε. 

 

Η Μ.Κ.5 υιοθέτησε την κατάθεση της Έγγραφο Η και αναγνώρισε το Τεκμήριο 14 ως κατάθεση που έλαβε η ίδια από τον Κατηγορούμενο, με τη βοήθεια διερμηνέα, πριν τη διενέργεια της αναγνωριστικής παράταξης.   Αντεξετάστηκε ως προς την ορθότητα της αναγνωριστικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε, τις μεθόδους αναγνώρισης που επιλέγηκαν, για να της υποβληθεί ότι μετά την απόρριψη της αναγνωριστικής παράταξης θα έπρεπε να αναζητούσαν εναλλακτικές μεθόδους πριν καταφύγουν στην κατά πρόσωπο αναγνώριση και ότι εν πάση περιπτώσει όφειλαν να δώσουν στον Κατηγορούμενο και το συνήγορο του την περιγραφή του δράστη που είχε δώσει η Παραπονούμενη.   Επίσης αντεξετάστηκε και ως προς το εάν η ίδια μπορούσε να λάβει μέρος στη διαδικασία αυτή, αφού είχε λάβει μέρος στη διαδικασία της ιατροδικαστικής εξέτασης ως φωτογράφος και παρέλαβε τα δείγματα που παραλήφθηκαν από τον ιατροδικαστή κατά τη διάρκεια της.   Επίσης αντεξετάστηκε ως προς την αναφορά της ότι έδωσε την κατάθεση στον Κατηγορούμενο για να την διαβάσει, την οποία απέδωσε σε λάθος, αφού δεν ξέρει να διαβάζει και υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα του διαβάστηκε.  Επίσης της τέθηκε η θέση ότι ο Κατηγορούμενος δεν αντελήφθη τη διαδικασία της αναγνωριστικής παράταξης επειδή είναι αναλφάβητος, ενώ αντεξετασθείσα σχετικά, δέχθηκε ότι η Παραπονούμενη θα πήγαινε να αναγνωρίσει το πρόσωπο που μιλούσε μαζί της στο “Viber” ή στο “Instagram” και επέμεινε ότι κατά την αναγνωριστική διαδικασία, το όνομα του ο Κατηγορούμενος το είπε μετά που τον αναγνώρισε η Παραπονούμενη και όχι προηγουμένως.

 

Ο Κατηγορούμενος κατά την ένορκη του μαρτυρία ανέφερε ότι κατάγεται από τη Συρία, ότι βρίσκεται στην Κύπρο από το 2017, ότι με τον Καταζητούμενο είναι φίλοι, ότι είχε πάει μαζί με αυτόν και άλλο ένα πρόσωπο στην Αγ. Νάπα τη δεδομένη βραδιά για να βγουν έξω και ότι αφού το τρίτο πρόσωπο είχε γνωρίσει μια κοπέλα, χωρίστηκαν. Ο ίδιος με τον Καταζητούμενο πήγαν σε διάφορα μπαρ και κατέληξαν σε αυτό που γνώρισαν την Παραπονούμενη, με την οποία συνεννοείτο μέσω του Καταζητούμενου αφού ο ίδιος δεν μιλά ούτε μπορεί να διαβάσει αγγλικά. Αφού είδε και σχολίασε κάποια πλάνα, υποστήριξε ότι η εντύπωση που τους έδωσε από τη συμπεριφορά της στη μπυραρία «Πειρατές» ήταν ότι ήθελε να κάνει έρωτα μαζί τους, ότι έκανε πολλά πράγματα για να τους δείξει ότι κάτι θέλει από αυτούς, εξηγώντας ότι με αυτό εννοεί ότι τους φίλησε στο στόμα και το λαιμό, τους έκανε σφιχτή αγκαλιά και του ίδιου του άγγιζε και το πέος του. 

 

Ανέφερε επίσης ότι ο λόγος που έφυγαν ήταν επειδή αυτός κατάλαβε ότι η Παραπονούμενη ήθελε να κάνει σεξ μαζί τους, ότι αυτό του είπε και ο Καταζητούμενος, ότι μετά που έφυγαν από το club πήγαν σε ένα πάρκο έκατσαν και κάπνισαν τσιγάρο, ότι η Παραπονούμενη άρχισε πάλι να τους αγκαλιάζει και να τους φιλάει, ότι κατέβασε το πάνω μέρος των ρούχων της στη μέση και μετά άρχισε να μιλά με τον Καταζητούμενο και να του ζητά να πάνε στα δέντρα για να κάνουν κάτι, πράγμα που έκαναν, όπου εκεί του κατέβασε το παντελόνι και ξεκίνησε να προβαίνει σε πεολειχία και ακολούθως έκατσε και τον τραβούσε πάνω της.  Ανέφερε επίσης ότι όταν  τελείωσαν, ο Καταζητούμενος του είπε ότι καλούσε τον ίδιο για να έρθει να κάνουν σεξ και τότε ο ίδιος που βρισκόταν περί τα δύο μέτρα μακριά, πήγε κοντά και αφού τον φίλησε, του τράβηξε το παντελόνι και το εσώρουχο, προέβη σε πεολειχία και τον τραβούσε δυνατά πάνω της και έτσι ξάπλωσε πάνω της και είχε σεξουαλική επαφή μαζί της.

 

Απέρριψε τη θέση ότι την ανάγκασαν να ξαπλώσει και υποστήριξε πως η κοπέλα ήταν δυνατή και ψηλή και μπορούσε να τους σηκώσει πάνω με τα χέρια της, αφού ο Καταζητούμενος ζύγιζε μόνο 40 κιλά.  Δεν δέχθηκε ότι αυτή τρόμαξε και υποστήριξε ότι ήταν πολύ φυσιολογική και χαρούμενη και έδειχνε να το απολαμβάνει.  Όταν δε τελείωσαν, περπατούσαν μαζί, κάπνιζαν και πριν φτάσουν στο δρόμο που ήταν τα club,  ο καθένας πήρε την κατεύθυνση του, χωρίς να ξέρουν προς τα που πήγε η Παραπονούμενη, αλλά ανέφερε πως είχε πει στον Καταζητούμενο να μιλήσουν στο τηλέφωνο και του ζήτησε €300, τα οποία δεν της έδωσε.

 

Ως προς τα μηνύματα Τεκμήριο 4, ανέφερε ότι ο ίδιος έλεγε στο φίλο του τί να γράψει, ότι της έστειλε μήνυμα επειδή ήταν όμορφη και πολύ δυνατή, ότι αυτή του είπε μέσω μηνυμάτων ότι ήθελε να τον δει και έτσι πήγε με ακόμα δύο άτομα στην Αγ. Νάπα, όπου αφού μετέβη στο μέρος που του υπέδειξε η Παραπονούμενη, τον συνέλαβε η Αστυνομία, την ώρα που οι φίλοι του πήγαν να παρκάρουν.  Ανέφερε πως δεν του είπαν οτιδήποτε για τα δικαιώματα του ή το λόγο που τον συνέλαβαν, ούτε είχαν μεταφραστή μαζί τους, ενώ ως προς την αναφορά του ότι δεν έκανε σεξ μαζί της, ανέφερε ότι το είπε επειδή στην κουλτούρα τους όταν κάνουν σεξ εκτός γάμου με μια κοπέλα, οι συγγενείς της κοπέλας μπορεί να τους κόψουν το κεφάλι.  Υποστήριξε στη συνέχεια πως το ότι δεν είχε επαφή μαζί της, δεν τους το είπε κατά το χρόνο της σύλληψης, αλλά το είπε στη συνέχεια στα γραφεία της αστυνομίας.

 

Ανέφερε επίσης πως δεν του επεξηγήθηκαν τα Τεκμήρια 6 και 9 και δεν αντελήφθη οτιδήποτε για τη διαδικασία αναγνώρισης πριν υπογράψει το Τεκμήριο 14 ούτε και γνωρίζει γιατί το υπέγραψε. Δεν κατάλαβε, ούτε του εξήγησαν ότι όταν μπήκε στο δωμάτιο θα τον αναγνώριζε η Παραπονούμενη, δεν είχε διερμηνέα μαζί του εκεί και όταν βγήκε του είπε απλά ο διερμηνέας ότι η κοπέλα τον είδε.  

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο το 2017, δήλωσε μεγαλύτερη ηλικία από την πραγματική επειδή ήρθε εδώ για να δουλέψει, παντρεύτηκε πριν δύο χρόνια σε ηλικία 18 ετών και έχει δίδυμα παιδιά, αντιλαμβάνεται πολύ λίγα ελληνικά και στην Αγία Νάπα πηγαίνει τα Σάββατα όταν δεν έχει δουλειά για να «αλλάζει αέρα».  Συμφώνησε ότι πίνει, χορεύει και φλερτάρει με τις κοπέλες οι οποίες, στην  Κύπρο είναι «άνετες», αντίθετα προς το τί συμβαίνει στη Συρία, ενώ δέχθηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή επ’ αμοιβή μετά που παντρεύτηκε, για την οποία πλήρωνε 70-80 ευρώ.

 

Αντεξετάστηκε επίσης ως προς τη θέση του ότι παρόλο που το άγγιγμα του πέους του συνέβαινε «κάθε λίγο» και παρόλο που θέση του ήταν ότι τον άγγιζε πολύ, δεν το ανέφερε στη δικηγόρο του, ενώ επίσης αντικείμενο αντεξέτασης αποτέλεσε και το εάν ήταν σε στύση και αν είχε ορμές καθώς και το πότε είχε για τελευταία φορά σεξουαλική επαφή πριν τα επίδικα γεγονότα. Επέμεινε στις ενέργειες της Παραπονούμενης στο club και στη θέση του ότι εξ αυτών του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η Παραπονούμενη ήθελε να διασκεδάσει και να κάνει κάποια πράγματα μαζί τους, όπως σεξ και «να τους γλείψει».  Αντεξετάστηκε ως προς το τί ακριβώς συνέβη λεπτό προς λεπτό εντός του πάρκου αλλά και ως προς τις συνθήκες υπογραφής της κατάθεσης του, όπου ανέφερε ότι δεν ξέρει τί υπέγραψε ούτε τί είπε, δεν θυμάται να είπε ότι ο Καταζητούμενος με την κοπέλα πήγαν στο σουπερμάρκετ και ότι ο ίδιος έμεινε έξω και μετά πέρασε ο αδελφός του και τον πήρε, ότι πρώτη φορά ακούει τέτοια πράγματα, αλλά θυμόταν πως είπε πως δεν έκανε κάτι μαζί της για να μην τον σκοτώσουν οι οικείοι της, ενώ επίσης δέχθηκε ότι ήταν πράγματι παρών και δικηγόρος.  Τέλος ανέφερε πως αν πράγματι την είχε βιάσει δεν θα της έστελνε μηνύματα την επόμενη μέρα.

 

Β. Αξιολόγηση Μαρτυρίας - Ευρήματα

 

Έχουμε παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες και εξετάσαμε όπως επιβάλλεται τη μαρτυρία τους, καθώς και κάθε άλλη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί υπό μορφή δηλώσεων ή εγγράφων εν τη εννοία του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων και την ως άνω μαρτυρία, προς εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και συμπερασμάτων επί των πραγματικών γεγονότων.

Διερεύνηση (Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5)

 

Αρχίζοντας από τους αστυνομικούς Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5, πρέπει να πούμε πως αυτοί δεν γνώριζαν οιονδήποτε εκ των εμπλεκομένων μερών, ούτε και διαφάνηκε να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης. Επρόκειτο δηλαδή για ανεξάρτητους μάρτυρες, που μαρτύρησαν καθηκόντως ως προς το πώς αντιλήφθηκαν τα πράγματα και περιέγραψαν πειστικά τον ρόλο και την έκταση της ανάμειξης τους στη διερεύνηση της υπόθεσης.  Εν γένει η μαρτυρία τους χαρακτηριζόταν από ευθείς και λεπτομερείς απαντήσεις, χωρίς διάθεση υπεκφυγής. Η βασιμότητα των όσων ανέφεραν επιβεβαιώνεται και από την αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη λοιπή αξιόπιστη μαρτυρία στην υπόθεση, γραπτή και προφορική. Παρότι δε η νομιμότητα κάποιων εκ των ενεργειών τους αμφισβητήθηκε, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε, εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειών στις οποίες προέβησαν δεν αμφισβητήθηκε και αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα μας

 

Κατ’ αρχάς δεν αμφισβητήθηκε ότι η Μ.Κ.1 έλαβε την καταγγελία της Παραπονούμενης στις 9.7.23 και ώρα 04:30, αναφορικά με γεγονότα που επεσυνέβησαν την ίδια μέρα περί ώρα 03:15, σε άγνωστο σημείο στην Αγία Νάπα, όταν δύο άντρες ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, χωρίς τη συναίνεση της, ως η θέση της.  Επίσης αδιαμφισβήτητη παρέμεινε και η θέση της Μ.Κ.1 ότι την ίδια μέρα, μετέφερε την Παραπονούμενη σε διάφορους χώρους στην Αγ. Νάπα και συγκεκριμένα στις οδούς Αγ. Μαύρης, Ο. Ελύτη και Γ. Ρίτσου, χωρίς όμως η τελευταία να είναι σε θέση να της υποδείξει το σημείο που την οδήγησαν οι δύο άντρες, αλλά της υπέδειξε τη μπυραρία «Πειρατές» όπου διασκέδαζαν αμέσως προηγουμένως καθώς και την εγκαταλελειμμένη μπυραρία «Άθλος» στη γωνία των οδών Γ. Ρίτσου και Ο. Ελύτη, ως το σημείο που βρισκόταν όταν κάλεσε τη φίλη της (Μ.Κ.4) για να την πάρει, μετά το συμβάν.

 

Επίσης αναντίλεκτη παρέμεινε η μαρτυρία της Μ.Κ.1 αλλά και των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 εν σχέσει με την παραλαβή τεκμηρίων, αφού δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως τα όσα αφορούν την τοποθεσία εντοπισμού των αντικειμένων που αναφέρονται στο Τεκμήριο 1, υπό στοιχεία 1-9 και 12-14, τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία ως Τεκμήρια 1(1) - 1(12) αντίστοιχα, καθώς και τα όσα αφορούν την ημερομηνία και ώρα ανεύρεσης και το πρόσωπο που τα εντόπισε, είναι ως αναφέρονται στο Τεκμήριο 1, για κάθε ένα από τα αντικείμενα αυτά.   Σε συνέχεια δε των πιο πάνω, δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως περαιτέρω παραδεκτό γεγονός, ότι η παραλαβή και σφράγιση και η διακίνηση των εν λόγω τεκμηρίων μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο, συνιστούν ενέργειες σύννομες από πλευράς αστυνομίας και ότι τα εν λόγω τεκμήρια παρέμειναν αναλλοίωτα μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο. Στα τεκμήρια αυτά συμπεριλαμβάνονται ρούχα που φορούσε η Παραπονούμενη κατά το επίδικο συμβάν, παρειακά επιχρίσματα της Παραπονούμενης, δειγματοληψίες από τον κόλπο και τράχηλο της τελευταίας καθώς και usb με πλάνα από τη μπυραρία «Πειρατές», όπου διασκέδαζαν προ του επίδικου συμβάντος ο Κατηγορούμενος, ο Καταζητούμενος και η Παραπονούμενη αλλά και από τα υποστατικά «Fun Park», «Rasoi Indian Restaurant» και «Paramount», που δείχνουν μέρος της πορείας τους, αφότου εξήλθαν της μπυραρίας «Πειρατές». Στο περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων αναλυτικότερη αναφορά θα γίνει πιο κάτω στο πλαίσιο αξιολόγησης της υπόλοιπης μαρτυρίας.   

 

Αξίζει να σημειωθεί όμως στο σημείο αυτό, ότι αναφορικά με το περιεχόμενο του Κ.Κ.Β.Π., το οποίο παραλήφθηκε από τη μπυραρία «Πειρατές» (Τεκμήριο 1(10)), αποτέλεσε περαιτέρω παραδεκτό γεγονός, ότι η ημερομηνία που εμφανίζεται στα συγκεκριμένα στιγμιότυπα είναι ορθή, αλλά η ώρα είναι πέντε λεπτά μπροστά από την κανονική[2], με αποτέλεσμα η ώρα εξόδου της Παραπονούμενης με τα δύο πρόσωπα με τα οποία διασκέδαζε αμέσως προηγουμένως εντός αυτού, να είναι 02:50:07. Αναφορικά δε με το περιεχόμενο των κλειστών κυκλωμάτων από τα υποστατικά «Fun Park» και «Rasoi Indian Restaurant» (Τεκμήριο 1(11)), καθώς και από το υποστατικό «Paramount» (Τεκμήριο 1(12)), αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι η ημερομηνία και ώρα η οποία εμφανίζεται στα συγκεκριμένα στιγμιότυπα είναι ίδια με την πραγματική.

 

Περαιτέρω δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως περαιτέρω παραδεκτό γεγονός, ότι στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης η Αστυνομία έλαβε νομότυπα δύο παρειακά επιχρίσματα από τον Κατηγορούμενο, για σκοπούς σύγκρισης και ταυτοποίησης με επιχρίσματα τα οποία λήφθηκαν από ρούχα τα οποία φορούσε η Παραπονούμενη, κατά τον επίδικο χρόνο.  Περιπλέον παραδεκτό γεγονός αποτέλεσε και το ότι όλα τα βιολογικά δείγματα που παραλήφθηκαν από την Αστυνομία, μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου για το σκοπό που προαναφέρθηκε και ότι από τις εξετάσεις που ακολούθησαν στο εργαστήριο δικανικής γενετικής, διαπιστώθηκε ότι γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου καθώς και σπερματικά του κύτταρα, εντοπίστηκαν σε ρούχα που φορούσε η Παραπονούμενη κατά τον επίδικο χρόνο και συγκεκριμένα στο φόρεμα που φορούσε, στο εσώρουχο (κιλοτάκι), σε επίχρισμα που λήφθηκε από τον τράχηλο της, σε κολπικό επίχρισμα που της λήφθηκε καθώς και σε επίχρισμα που λήφθηκε εξωτερικά των γεννητικών οργάνων.

 

Επίσης δεν αμφισβητήθηκε ότι η Μ.Κ.1 έλαβε την κατάθεση της Παραπονούμενης (Έγγραφο Α), στις 9.7.23 και ώρα 05:15 ενώ επίσης ήταν παραδεκτό ότι την ίδια μέρα στο Μακάρειο Νοσοκομείο ο μάρτυρας 6 επί του κατηγορητηρίου, εξέτασε την Παραπονούμενη και διαπίστωσε ότι η γεννητική και περιγεννητική περιοχή, η πρωκτική και η περιπρωκτική της περιοχή καθώς και το υπόλοιπο της σώμα, ήταν άνευ κακώσεων. Περαιτέρω στα πλαίσια της ιατροδικαστικής εξέτασης λήφθηκε δείγμα αίματος και ούρων από την Παραπονούμενη, για σκοπούς ανίχνευσης ουσιών και αιθυλικής αλκοόλης, με τα αποτελέσματα να καταγράφονται στο Τεκμήριο 2, από το οποίο προκύπτει πως η Παραπονούμενη κατά το δεδομένο χρόνο είχε καταναλώσει αλκοόλ. 

 

Περαιτέρω δεν αμφισβητήθηκε ότι στις 10.7.23 και ώρα 12:05, η Μ.Κ.1 έλαβε δεύτερη κατάθεση από την Παραπονούμενη (βλ. Τεκμήριο 13), στην οποία η τελευταία της ανέφερε για κάποιο άτομο (Τ.G.D.), το οποίο άρχισε να την ακολουθεί στην εφαρμογή «Instagram», ότι έλεγξε το προφίλ του ίδιου ατόμου στο Facebook και ότι ήταν αρκετά σίγουρη ότι ήταν το μεγαλύτερο εκ των δύο αγοριών που ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Παρεμβάλλεται εδώ ότι ως η Μ.Κ.1 ανέφερε, επειδή υπήρχε περίπτωση, το πρόσωπο αυτό να ήταν ένα εκ των προσώπων που εμπλέκονταν στα καταγγελθέντα γεγονότα, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και αφότου συνελήφθη τον μετέφερε αστυνομικός για να τον δει η Παραπονούμενη στο ξενοδοχείο όπου διέμενε στις 12.7.23, ενέργεια που ως διαφάνηκε στη συνέχεια, έφερε εις πέρας ο Μ.Κ.2.  Αφότου η Παραπονούμενη είδε το συλληφθέν πρόσωπο, είπε αμέσως ότι δεν ήταν αυτός, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος.    Επίσης αναντίλεκτο παρέμεινε και το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό δεν εντοπίζεται στα πλάνα από τη μπυραρία «Πειρατές».

 

Επιστρέφοντας στις 10.7.23, προκύπτει ως περαιτέρω μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι αργότερα την ίδια μέρα και συγκεκριμένα στις 21:05, η Παραπονούμενη έδωσε και τρίτη κατάθεση (Έγγραφο Ε), στην οποία ανέφερε ότι στις 9.7.23, ένας άγνωστος αριθμός την κάλεσε από την εφαρμογή «Whatsapp» αρκετές φορές χωρίς να απαντήσει και ότι από τη φωτογραφία του προφίλ του αριθμού αυτού (Έγγραφο ΣΤ) αναγνώρισε ότι το πρόσωπο εκείνο ήταν το δεύτερο άτομο που εμπλεκόταν στα καταγγελθέντα γεγονότα και συγκεκριμένα το μεγαλύτερο σε ηλικία αγόρι εκ των δύο.  Επίσης αναντίλεκτο παρέμεινε το πώς, στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας, η Αστυνομία οδηγήθηκε στον Κατηγορούμενο ενώ σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες συνελήφθη ο Κατηγορούμενος, η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 παρουσιάζει πλήρη συνοχή, συνάδει λογικά και την αποδεχόμαστε.   

 

Συγκεκριμένα ως η Μ.Κ.1 ανέφερε, στις 12.7.23 επισκέφθηκε το ξενοδοχείο “Sunrise Jade” στον Πρωταρά όπου συνάντησε την Παραπονούμενη, η οποία της υπέδειξε το προφίλ συγκεκριμένου αριθμού κλήσης στην εφαρμογή «Whatsapp», ο κάτοχος του οποίου επικοινώνησε μαζί της μέσω μηνυμάτων και κλήσεων στις οποίες δεν ανταποκρίθηκε. Επίσης της ανέφερε ότι η φωτογραφία του προφίλ ανταποκρίνετο με τη φωτογραφία στο προφίλ άλλου αριθμού, ο οποίος επίσης την κάλεσε και ότι αναγνωρίζει το πρόσωπο αυτό, ως ένα εκ των αντρών που ήρθαν σε συνουσία μαζί της.  Η Μ.Κ.1 αφού πήρε τους αριθμούς αυτούς, έψαξε στο σύστημα της αστυνομίας καθώς και στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης όπου υπάρχουν καταχωρημένες φωτογραφίες του εν λόγω αλλοδαπού και διαπίστωσε ότι οι δύο αυτοί αριθμοί ανταποκρίνονταν στο ίδιο άτομο, δηλαδή τον Κατηγορούμενο. Πράγμα το οποίο εξάλλου επιβεβαιώνεται και μέσα από την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 10), η οποία λήφθηκε στην παρουσία δικηγόρου και δεν αμφισβητήθηκε η θεληματικότητα ή η νομιμότητα της και στην οποία ο Κατηγορούμενος παραδέχεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω δύο αριθμοί είναι δικοί του.  Αδιαμφισβήτητο παρέμεινε και το ότι μετά από καθοδήγηση της Μ.Κ.1 καθώς και του Μ.Κ.2, η Παραπονούμενη απάντησε στα γραπτά μηνύματα του κατόχου του τηλεφωνικού αριθμού και διευθετήθηκε συνάντηση την ίδια μέρα (12.7.23) και ώρα 22:00, σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο στην Αγία Νάπα, όπου εν τέλει συνελήφθη.  

 

Tώρα ως προς το τί ακριβώς επεσυνέβη κατά την εκτέλεση του εντάλματος, είναι γεγονός πως δεν υπήρξε ομοφωνία.  Θέση του Μ.Κ.2 ήταν πως κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, επέστησε την προσοχή του Κατηγορούμενου στην ελληνική γλώσσα και αυτός απάντησε «Δεν έκανα σεξ μαζί της». Θέση της υπεράσπισης ήταν ότι ο Κατηγορούμενος ποτέ δεν ανέφερε την εν λόγω φράση και πως από το σημείο εκείνο άρχισε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του, αφού δεν υπήρχε διερμηνέας κατά την εκτέλεση του εντάλματος και δεν αντιλαμβανόταν τί συνέβαινε. Παραβίαση η οποία, κατά την υπεράσπιση, συνεχίστηκε και στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου παρόλο που υπήρχε διερμηνέας, δεν αντελήφθη τα δικαιώματα του επειδή είναι αναλφάβητος, με αποτέλεσμα αυτή η συνεχής παραβίαση των δικαιωμάτων του να οδηγήσει και στην παραβίαση του δικαιώματος του στη μη αυτοενοχοποίηση.    

 

Παρεμβάλλεται εδώ ότι με δεδομένο ότι, σε σχέση με τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 10), η οποία λήφθηκε την επομένη της σύλληψης του (ήτοι στις 13.7.23) και στην παρουσία του δικηγόρου του, δεν υπήρξε εισήγηση περί μη θεληματικότητας της, ούτε ένσταση στην κατάθεση της αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη εισήγηση περί παρατυπίας ή παρανομίας στη διαδικασία λήψης της, φαίνεται πως η πιο πάνω εισήγηση της υπεράσπισης περί παραβίασης των δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου, αφορά τη διαδικασία σύλληψης του Κατηγορούμενου και την προφορική ανάκριση που έλαβε χώρα μετά τη σύλληψη του στις 12.7.23 καθώς και τη διαδικασία αναγνώρισης που επακολούθησε την ίδια μέρα.   

 

Εξετάζοντας τα ζητήματα αυτά σημειώνουμε κατ’ αρχάς πως, ως ο Μ.Κ.2 ανέφερε, μετά τη σύλληψη και μεταφορά του Κατηγορούμενου στο σταθμό, του παραδόθηκε το Τεκμήριο 6 στην αραβική γλώσσα, που δεν αμφισβητήθηκε ότι αποτελεί τη Βεβαίωση Πληροφόρησης και Παραλαβής Έγγραφων Δικαιωμάτων Συλληφθέντος, ως το επισυνημμένο αντίστοιχο ελληνικό έγγραφο που κατατέθηκε μαζί με το αραβικό.  Βέβαια ο μάρτυρας ήταν σαφής πως, προτού ο Κατηγορούμενος υπογράψει το αραβικό και λόγω του ότι ήταν αναλφάβητος, του διαβάστηκαν τα δικαιώματα του προφορικά, του επεξηγήθηκαν και του παραδόθηκαν και σε έντυπη μορφή και αφού τα αντελήφθη, τότε υπέγραψε το Τεκμήριο 6 στην αραβική, όπως το υπέγραψε και ο ίδιος ο Μ.Κ.2 αλλά και ο διερμηνέας. Του λόγου το αληθές, επιβεβαιώνουν οι σχετικές υπογραφές τις οποίες υπέδειξε ο Μ.Κ.2, επί του εν λόγω εγγράφου.  Μάλιστα όπως πολύ πειστικά εξήγησε ο Μ.Κ.2, ζητήθηκε από τον Κατηγορούμενο να καταγράψει και την ημερομηνία και την ώρα επί του Τεκμηρίου 6, αλλά επειδή είναι αναλφάβητος κατέγραψε λανθασμένα ως ημερομηνία την 10.7.23 αντί 12.7.23, πράγμα που του μετέφερε ο διερμηνέας, από τον οποίο ζήτησε στην παρουσία του και στην παρουσία του Κατηγορούμενου να καταγράψει τη σωστή ημερομηνία (ήτοι 12.7.23 και ώρα 22:55). Ως και ο ίδιος ο Μ.Κ.2 μάλιστα υπέδειξε, η αυθεντικότητα του εγγράφου φαίνεται και από το ότι εντίμως παρουσιάστηκε αυτούσιο το έντυπο με τις διορθώσεις, χωρίς προσπάθεια να αποκρυβεί η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η οποία πράγματι αποδεχόμαστε ότι έλαβε χώρα ως ο Μ.Κ.2 την περιέγραψε.   Αφότου δε του διαβάστηκαν και του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε να μην εκπροσωπηθεί από δικηγόρο στο στάδιο εκείνο και δεν ζήτησε να επικοινωνήσει με οικείο του πρόσωπο, αφού ως υποστήριζε δεν είχε κάνει τίποτε. Εξ ου και η διαδικασία αναγνώρισης που έλαβε χώρα αργότερα στις 12.7.23, ως και η Μ.Κ.5 υπέδειξε, σε πλήρη συνοχή με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2, έγινε στην απουσία δικηγόρου. 

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως με τον ίδιο πειστικό τρόπο ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι, αφότου ο Κατηγορούμενος προφυλακίστηκε βάσει του Τεκμηρίου 8, του έδωσε το Τεκμήριο 9 στην αραβική (Βεβαίωση Παραλαβής Έγγραφων Δικαιωμάτων Υπόπτων/Κατηγορουμένων), αφού και πάλιν του εξήγησε προφορικά τα δικαιώματα του, πράγμα που έγινε στην παρουσία του (τότε) δικηγόρου του Κατηγορούμενου (Ν.Ν.) και του μεταφραστή.  Ανέφερε επίσης ότι του ζητήθηκε και πάλι να καταγράψει την ημερομηνία και ώρα και την κατέγραψε και αυτή τη φορά λανθασμένα, γι’ αυτό ζήτησε και πάλι από το διερμηνέα να καταγράψει την ορθή ημερομηνία, δηλαδή 13.7.23 και ώρα 16:50. Πράγμα που έγινε στην παρουσία του μάρτυρα, με τον Κατηγορούμενο να υπογράφει στην παρουσία του δικηγόρου του, με τον οποίο είχε ήδη μιλήσει και από τον οποίο είχε λάβει νομική συμβουλή.

 

Το πιο πάνω γεγονός, ότι δηλαδή στο στάδιο αυτό είχε δικηγόρο και έλαβε νομική συμβουλή, επιβεβαιώνεται αναμφίβολα και από την ίδια την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 10). Η δε περί του αντιθέτου θέση που αργότερα προώθησε μονόπλευρα με τη μαρτυρία του ο Κατηγορούμενος, ότι δηλαδή δεν είχε δικηγόρο και ότι δεν ανέφερε κάποια εκ των όσων περιλαμβάνονται στην εν λόγω κατάθεση του και η οποία ουδέποτε τέθηκε στον Μ.Κ.2 ενόσω κατέθετε, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και εν πάση περιπτώσει ανασκευάστηκε εν τέλει από τον Κατηγορούμενο, ο οποίος παραδέχθηκε τελικώς πως ήταν παρών ο (τότε) δικηγόρος του.  Συγκεκριμένα στο Τεκμήριο 10, ερωτάται στην πρώτη ερώτηση κατά πόσον επιθυμεί να μιλήσει με το δικηγόρο του, όπου αναφέρει ότι έχει ήδη μιλήσει με το δικηγόρο του και ο δικηγόρος του είναι παρών.   Γεγονός το οποίο βεβαίως με τη σειρά του, επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τον Μ.Κ.2 ως προς το ότι επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου και τα αντελήφθη, αφού φαίνεται μάλιστα να εξάσκησε το δικαίωμα του για να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο, προτού δώσει κατάθεση. Επαναλαμβάνεται δε πως η παρουσία δικηγόρου και η λήψη της κατάθεσης στην παρουσία του, ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.2.  Εξάλλου ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο για να θέλει να βλάψει τον Κατηγορούμενο με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε και η υπεράσπιση εισηγείται ότι οι εμπλεκόμενοι αστυφύλακες υποκινούντο από αλλότρια κίνητρα, όσο και αν καλεί το Δικαστήριο να κρίνει κάποιες εκ των ενεργειών τους εν σχέσει με συγκεκριμένες πτυχές της διερεύνησης ως μη σύννομες.

 

Στην κατάθεση λοιπόν που έδωσε ο Κατηγορούμενος (Τεκμήριο 10),  η οποία λήφθηκε στην παρουσία του δικηγόρου του και κατόπιν διαβούλευσης μαζί του, ο Κατηγορούμενος προωθεί τη θέση ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, ως δηλαδή η φράση που του αποδίδεται ότι ανέφερε κατά την εκτέλεση του εντάλματος, ενώ με την προφορική του μαρτυρία εδραίωσε περαιτέρω τη θέση αυτή, επιχειρώντας μάλιστα να δώσει και εξήγηση ως προς το λόγο που προέβη στην αναφορά αυτή.  Συγκεκριμένα ανέφερε ότι προέβη στην αναφορά αυτή επειδή φοβόταν, λόγω του ότι αντίστοιχη συμπεριφορά στη χώρα του θα μπορούσε να οδηγήσει και στη θανάτωση του, από συγγενείς της κοπέλας με την οποία συνερεύθηκε εκτός γάμου.    

 

Των πιο πάνω δεδομένων και παρά το ότι ιδανικά, θα ήταν αναμφίβολα επιθυμητό να υπάρχει διερμηνέας κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης κάθε Κατηγορούμενου εκεί όπου δεν αντιλαμβάνεται την ομιλούμενη γλώσσα, οφείλουμε να πούμε ότι δεν αναμένεται λογικά σε κάθε επιχείρηση της Αστυνομίας να οδηγείται επί τόπου ένας πολίτης για να εκτελέσει χρέη μεταφραστή σε περίπτωση που τούτο καταστεί αναγκαίο. Εξάλλου όπως εξήγησε ο Μ.Κ.2 δεν αποτελεί τακτική της Αστυνομίας να παίρνει πολίτες μαζί της σε μια σύλληψη. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε πειστεί πως ο Κατηγορούμενος στην προκειμένη περίπτωση και υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, δεν ανέφερε τη φράση που του αποδίδεται κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης του ή έστω ότι η αναφορά της ήταν αποτέλεσμα μη αντίληψης από πλευράς του Κατηγορούμενου ό,τι περιορισμένα αφορούσε η διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος.  Ό,τι άλλο αξίζει να σημειωθεί παρενθετικά στο σημείο αυτό, είναι ότι αφενός ο ίδιος ο Κατηγορούμενος κατά τη μαρτυρία του δέχθηκε ότι μπορεί να μιλά λίγο ελληνικά και αφετέρου το ότι ο ίδιος αναφερόμενος στο ζήτημα αυτό κατά τη μαρτυρία του, αρχικά, με τρόπο αυθόρμητο αποδέχθηκε ότι κατά τη σύλληψη του ανέφερε τη φράση που του αποδίδεται.  Θέση την οποία βέβαια όταν ξαναρωτήθηκε για το ίδιο θέμα και αντελήφθη την αντίφαση στην οποία περιέπεσε εν σχέσει με τις προωθηθείσες από την υπεράσπιση θέσεις επί του προκειμένου, έσπευσε να ανασκευάσει για να υποστηρίξει ότι τελικά μόνο στην κατάθεση του προέβη στην αναφορά αυτή, θέση, την οποία ως εξηγήσαμε αδυνατούμε να αποδεχθούμε.

 

Για τον ίδιο λόγο αδυνατούμε να αποδεχθούμε και οποιοδήποτε παράπονο σε σχέση με την προφορική ανάκριση, αφού δεχόμαστε ότι προτού διενεργηθεί είχε ήδη λάβει χώρα η παράδοση και επεξήγηση των δικαιωμάτων του ως το Τεκμήριο 6 και ως ο Μ.Κ.2 εν γένει ανέφερε.  Τα όσα δε είπε στην προφορική του ανάκριση, αναπαράγονται ουσιαστικά και στην γραπτή ανακριτική κατάθεση που έδωσε την επόμενη μέρα στην παρουσία του δικηγόρου του, αφού ως ορθώς υπέδειξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορούσας αρχής, ο βασικός ισχυρισμός που είχε δοθεί από τον Κατηγορούμενο (τότε ύποπτο) τόσο κατά την προφορική του όσο και κατά την γραπτή του ανάκριση, ήταν ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη.  Τούτο έρχεται, τρόπον τινά, να επιβεβαιώσει έτι περαιτέρω πως κατά την προφορική ανάκριση δεν έγινε οτιδήποτε που να επηρεάζει τα δικαιώματα του ή που να τον ώθησε να προβεί σε κάποια δήλωση, στην οποία δεν θα προέβαινε αν είχε λάβει προ της προφορικής ανάκρισης νομική συμβουλή, την οποία τονίζουμε εν πάση περιπτώσει πως δεν έλαβε, στο στάδιο εκείνο, κατ’ επιλογή δική του.  Και λέγουμε τούτο αφού είναι πρόδηλο πως ακόμα και μετά που έλαβε τη νομική συμβουλή, η θέση του παρέμεινε ουσιαστικά στην ίδια γραμμή, ότι δηλαδή δεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, θέση η οποία δεν έχει καταδειχθεί ούτε πώς ακριβώς παραβιάζει το δικαίωμα αυτοενοχοποίησης του Κατηγορούμενου, ως ήταν ο ισχυρισμός της υπεράσπισης.

 

Στρεφόμενοι τώρα στη διαδικασία αναγνώρισης που έλαβε χώρα μετά τη σύλληψη του Κατηγορούμενου στις 12.7.23, θέση της υπεράσπισης ήταν πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία και πως για σειρά από λόγους η αναγνώριση διενεργήθηκε κατά παράβαση των σχετικών αρχών και είναι πλημμελής και συνεπώς και κατ’ επέκταση θα πρέπει να μην ληφθεί υπόψη, όπως δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ούτε και η εντός του Δικαστηρίου αναγνώριση, η οποία επακολούθησε.  Από την άλλη εξίσου κατηγορηματική ήταν η θέση της κατηγορούσας αρχής, η οποία προώθησε την εισήγηση πως ένεκα θέσεων που τέθηκαν κατά την αντεξέταση της Παραπονούμενης, το ζήτημα κατέστη άνευ αντικειμένου και ως τέτοιο δεν θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο, αφού μόνο θεωρητική σημασία θα μπορούσε να έχει, ως εκ της εξέλιξης των πραγμάτων. 

 

Το ζήτημα αυτό βεβαίως είναι μεν νομικό, το οποίο όμως για να αποφασιστεί πρέπει να είναι σαφές το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου θα εξεταστούν οι όποιοι νομικοί ισχυρισμοί.  Επί του ζητήματος τούτου ενόψει και των προβαλλόμενων από την υπεράσπιση εισηγήσεων θα επανέλθουμε, όμως επί του πραγματικού υποβάθρου και στη βάση των όσων ανωτέρω παρατέθηκαν προκύπτει πως κατά την 12.7.23 μετά τη σύλληψη του Κατηγορούμενου και την επεξήγηση των δικαιωμάτων του ως ο Μ.Κ.2 ανέφερε, λήφθηκε από τον τελευταίο η κατάθεση Τεκμήριο 14, με τον τρόπο που η Μ.Κ.5 περιέγραψε κατά τη μαρτυρία της, με βάση την οποία ο Κατηγορούμενος δήλωσε πως δεν επιθυμούσε να διεξαχθεί αναγνωστική παράταξη και πως η Παραπονούμενη θα μπορούσε να τον δει μέσω του ειδικά διαμορφωμένου υαλοπίνακα. Κάτι που πράγματι έγινε στη συνέχεια, στην παρουσία της Μ.Κ.5, όπου η Παραπονούμενη αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως ένα εκ των δύο προσώπων που ήλθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, χωρίς τη θέληση της.   Σχετική είναι η τέταρτη κατάθεση που έδωσε η Παραπονούμενη (Έγγραφο Ζ), η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε πως λήφθηκε από τη Μ.Κ.5, στις 12.7.23, μετά τη διαδικασία αναγνώρισης.  Ως προς τη θέση ότι το όνομα του Κατηγορούμενου λέχθηκε στην Παραπονούμενη προ της διαδικασίας αναγνώρισης, η Μ.Κ.5 ήταν σαφής, πως τούτο έγινε μετά που τον αναγνώρισε ενώ πρέπει να πούμε πως η περί του αντιθέτου θέση που προώθησε η υπεράσπιση, δεν δύναται να εξαχθεί ούτε και από την ίδια την κατάθεση της Παραπονούμενης (Έγγραφο Ζ).       

 

Επίσης αναντίλεκτο παρέμεινε το γεγονός ότι η Μ.Κ.1 έλαβε την κατάθεση Τεκμήριο 3 από τη Μ.Κ.4, η οποία φέρει ημερομηνία 12.7.23, παρόλο που πρέπει να σημειωθεί πως η Μ.Κ.4 ανέφερε πως τα όσα αναφέρονται στην κατάθεση δεν τα ανέφερε στην Αστυνομία στις 12.7.23 αλλά στις 9.7.23, δηλαδή κατά το χρόνο που προσήλθε με την Παραπονούμενη στην Αστυνομία για την υποβολή της καταγγελίας και πως στις 12.7.23 το μόνο που έκανε ήταν να την υπογράψει. Επί του ζητήματος αυτού θα επανέλθουμε κατωτέρω στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.4, όμως επί του παρόντος, σημειώνουμε πως σε κάθε περίπτωση το ουσιώδες είναι πως ουδεμία αμφισβήτηση υπάρχει ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης, την οποία η Μ.Κ.4 αναγνώρισε ότι αποτελεί την κατάθεση της και την οποία υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας της.    

 

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι έγινε προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία ολόκληρης της ανακριτικής ομάδας και ιδιαίτερα των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 σε σχέση με διάφορα ζητήματα.  Το πρώτο αφορούσε την περιγραφή από τους πιο πάνω, των ενεργειών της Παραπονούμενης στο μπαρ «Πειρατές» όπου διασκέδαζαν, για να υποβληθεί κατ’ αρχάς στη Μ.Κ.1 ότι ο Κατηγορούμενος, ο Καταζητούμενος και η Παραπονούμενη δεν έπιναν μόνο ποτό, χόρευαν και κουβέντιαζαν ως ήταν η θέση της εν λόγω μάρτυρος, όπου η ίδια ανέφερε ότι δέχεται ότι συνομιλούσαν στενά αλλά δεν δέχεται ότι έγινε ερωτική πράξη λόγω αυτής της στενής επαφής που είχαν στο εν λόγω μπαρ και επέμεινε πως η ίδια δεν τους είδε να φιλιούνται.  Σε υποβολή δε, ότι από τα πλάνα στη μπυραρία «Πειρατές» φαίνεται ερωτική περίπτυξη μεταξύ των δύο, ανέφερε ότι φαίνεται ότι υπήρχε ένα ευχάριστο κλίμα, που ήταν εξ άλλου αυτό που και η Παραπονούμενη ανέφερε στην κατάθεση της, ότι δηλαδή διασκέδαζαν και περνούσαν καλά εξ ου και η τελευταία δέχθηκε να τους ακολουθήσει σε άλλο νυχτερινό κέντρο, ως ήταν η θέση της. 

 

 

Σε ανάλογη αντεξέταση υποβλήθηκε και ο Μ.Κ.2, ο οποίος εντίμως δέχθηκε ότι η Παραπονούμενη, πριν συναναστραφεί με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο φαίνεται να πηγαίνει στο συγκεκριμένο κέντρο και να διασκεδάζει με άλλη παρέα και να πίνει ποτά ενώ επίσης δέχθηκε ότι φαίνεται να ευρίσκεται σε κοντινή απόσταση με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, αλλά δεν θυμάται να αγκαλιάζονται ή να φιλιούνται και ανέφερε ότι η ίδια περνούσε καλά και διασκέδαζε με τα άτομα που λίγο μετά την βίασαν, ως η θέση της. Σε υποβολή δε ότι απομονώνει στις σημειώσεις του ότι ο Κατηγορούμενος με τον Καταζητούμενο είχαν επαφή χορεύοντας κλπ με την Παραπονούμενη και δεν αναφέρεται στις επαφές της με άλλα πρόσωπα, εξήγησε πειστικά πως ο λόγος που εστίασε την προσοχή του σε αυτούς έγκειτο στο ότι είναι με αυτούς που εγκατέλειψε το μπαρ ενώ για ώρα πριν φύγουν, αποτελούσαν την παρέα της Παραπονούμενης στην εν λόγω μπυραρία. 

 

Επί των ανωτέρω οφείλουμε να σημειώσουμε ότι παρά το ότι επί των όσων καταγράφονται επί των πλάνων θα επανέλθουμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης και της Μ.Κ.4, εντούτοις κανένα ζήτημα αναξιοπιστίας ή έλλειψης αντικειμενικότητας των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 δύναται να εξαχθεί εκ των αναφορών τους επί του προκειμένου ζητήματος.  Αντίθετα φαίνεται πως οι εν λόγω μάρτυρες προσπάθησαν ειλικρινώς να καταθέσουν ό,τι μπορούσαν να αντιληφθούν ή και να θυμηθούν εκ των πλάνων,  τα οποία πρέπει να λεχθεί ότι δεν αποτυπώνουν με ευκρίνεια όλες τις χρονικές στιγμές εντός του μπαρ «Πειρατές» και τα οποία είναι αρκετά εκτενή σε διάρκεια.   Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι παρόλο που πράγματι τα εν λόγω πρόσωπα φαίνονται σε πολλές στιγμές να ευρίσκονται σε κοντινή απόσταση, δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις ευδιάκριτο αν απλά μιλούν σε κοντινή απόσταση ή αν σε κάποιες περιπτώσεις φιλιούνται κιόλας, ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης. 

 

Εν πάση δε περιπτώσει το τί ανέφεραν οι μάρτυρες ότι αντελήφθησαν ή ενθυμούντο εκ των πλάνων από τα Κ.Κ.Β.Π., δεν δύναται να δεσμεύσει το Δικαστήριο, αφού τα σχετικά πλάνα αποτελούν πραγματική μαρτυρία που ευρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να κρίνει το ίδιο, στο βαθμό που είναι δυνατόν, τί καταγράφεται σε αυτά. Πράγμα το οποίο βεβαίως και οι ίδιοι οι μάρτυρες αντιλαμβάνονταν, και το οποίο συνηγορεί και αυτό προς το ότι, ό,τι ανέφεραν αποτελεί την ειλικρινή τους θέση ως προς τί αντελήφθησαν ή ενθυμούντο να παρατήρησαν εκ των πλάνων που είδαν.   Για όποια σημασία βέβαια μπορεί να έχουν οι καταγραφές αυτές, σε σχέση με το εάν η Παραπονούμενη επιθυμούσε ή όχι τη σεξουαλική επαφή με τα εν λόγω πρόσωπα η οποία επακολούθησε, που ήταν και ο λόγος ουσιαστικά για τον οποίο η υπεράσπιση επέμεινε τόσο έντονα στο ζήτημα αυτό.

 

Πέραν όμως των ανωτέρω η μαρτυρία των αστυνομικών και εν γένει η αξιοπιστία τους επιχειρήθηκε να πληγεί και επί τω ότι δεν διερεύνησαν συγκεκριμένες πτυχές υπεράσπισης που προέβαλε ο Κατηγορούμενος.  Μια τέτοια πτυχή για την οποία αποδίδεται παράλειψη στην ανακριτική ομάδα, αφορά τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι είχε κενά μνήμης λόγω του αλκοόλ.  Επί τούτου ο Μ.Κ.2, εύστοχα και εύλογα υπέδειξε ότι στο πλαίσιο της κατάθεσης του δεν έδωσε τέτοιο ισχυρισμό για να τίθεται θέμα διερεύνησης του. Ό,τι άλλο αξίζει να προσθέσουμε εμείς είναι πως, αντιθέτως, ο Κατηγορούμενος με την κατάθεση του προχωρεί και δίδει συγκεκριμένες θέσεις, που πόρρω απέχουν από το να παραπέμπουν σε κενά μνήμης, όπως ήταν το ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη και ότι ο ίδιος τους εγκατέλειψε σε παρακείμενο περίπτερο από όπου τον παρέλαβε ο αδελφός του.  Θέσεις που εν πολλοίς αποδείχθηκαν ψευδείς και που για κάποιες, όπως λόγου χάριν, το ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, ο ίδιος ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι τις προέβαλε σκοπίμως, για να αποφύγει τυχόν εκδικητική συμπεριφορά από οικείους της Παραπονούμενης.  

 

Ως προς τον ισχυρισμό δε που έδωσε κατά την προφορική του ανάκριση ότι είχε φύγει από το νυχτερινό κέντρο πριν από την Παραπονούμενη, ή και τον ισχυρισμό ότι η Παραπονούμενη με τον Καταζητούμενο φεύγοντας από το νυχτερινό κέντρο σταμάτησαν σε περίπτερο και ο ίδιος περίμενε απ’ έξω, από όπου και τον παρέλαβε ο αδελφός του γύρω στις 3π.μ., καθώς και τον ισχυρισμό του ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, σημειώνεται ότι αυτοί διερευνήθηκαν.  Ως μάλιστα πειστικά εξήγησε ο Μ.Κ.2 διαφάνηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Και τούτο διότι ενώ δεν αμφισβητείται ότι από το μπαρ «Πειρατές» έφυγαν στις 02:50, ο ίδιος ο Κατηγορούμενος εντοπίζεται στα κλειστά κυκλώματα μέχρι και τις 03:23 να ευρίσκεται στην Αγία Νάπα, ενώ λήφθηκε κατάθεση και από τον αδελφό του ο οποίος αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος τον κάλεσε στο τηλέφωνο του στις 05:53 και του ζήτησε να τον παραλάβει από πάρκο στην Αγία Νάπα.  Περαιτέρω και σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ινστιτούτου Γενετικής Κύπρου, υπήρξε σύνδεση των σπερματικών του υγρών με τα κολπικά δείγματα της Παραπονούμενης. Η δε θέση του ότι έφυγε πριν την Παραπονούμενη από τη μπυραρία «Πειρατές» διαψεύσθηκε και αυτή τόσο από τα κλειστά κυκλώματα όσο και από τον αδελφό του Κατηγορούμενου,  ο οποίος ως ήδη λέχθηκε ανέφερε σε κατάθεση που του λήφθηκε (βλ. Τεκμήριο 11), ότι τον παρέλαβε λίγα λεπτά μετά τις 05:53 από ένα πάρκο πίσω από τις δισκοθήκες της Αγ. Νάπας.

 

Ως προς τον ισχυρισμό ότι δεν διερευνήθηκε επαρκώς η τυχόν εμπλοκή του προσώπου που απεικονίζεται στη φωτογραφία της πρώτης σελίδας του Τεκμηρίου 4, σημειώνουμε ότι η Μ.Κ.1 ανέφερε ότι βάσει εξετάσεων που διενήργησε, ο συγκεκριμένος είναι ο T.S. από τη Γεωργία, ο οποίος εγκατέλειψε τη Δημοκρατία και ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, αλλά ήταν απλά παρών στη μπυραρία «Πειρατές», όπου η Παραπονούμενη βρισκόταν προ του επίδικου συμβάντος. Ο δε Μ.Κ.2 επί του ιδίου ζητήματος εξήγησε πειστικά ότι η Παραπονούμενη από τη μπυραρία έφυγε μόνο με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο με τους οποίους ως προκύπτει από τα Κ.Κ.Β.Π., διαγράφει κοινή πορεία από την εν λόγω μπυραρία (σημείο Α επί του Τεκμηρίου 7[3]) μέχρι το σημείο Δ επί του ιδίου τεκμηρίου και στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος φαίνονται επιστρέφουν στο εν λόγω σημείο χωρίς την Παραπονούμενη και ο Τ.S (“Εγγλέζος”), δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο. Στο βαθμό δε που υπήρξε εισήγηση ότι υπήρξε πλημμέλεια στη διεξαγωγή της αναγνωριστικής διαδικασίας ένεκα της μη συμπερίληψης του ατόμου αυτού στην αναγνωριστική διαδικασία, αναφορά θα γίνει κατωτέρω στο πλαίσιο εξέτασης του σχετικού ισχυρισμού.    

 

Όμως επί του παρόντος, και αφήνοντας κατά μέρος στο στάδιο αυτό το ζήτημα της νομιμότητας της αναγνωριστικής διαδικασίας στο οποίο θα επανέλθουμε, πρέπει να πούμε πως δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό στον τρόπο διερεύνησης της υπόθεσης.  Στη βάση δε του συνόλου των ενεργειών των αστυφυλάκων, δεν εντοπίζουμε ούτε και οποιαδήποτε μεροληψία, για την οποία εξάλλου ελλείπει και το οποιοδήποτε κίνητρο. Αντίθετα φαίνεται να δόθηκε η δέουσα σημασία στο ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αναλφάβητος, εξ ου και επεξηγούντο σε κάθε στάδιο τα δικαιώματα του και προφορικά.  Ως προς την αναφορά της Μ.Κ.5 στην κατάθεση της (Έγγραφο Η), ότι έδωσε την κατάθεση που έλαβε από τον Κατηγορούμενο πριν τη διενέργεια της αναγνωριστικής διαδικασίας (Τεκμήριο 14) στον τελευταίο για να την διαβάσει, σημειώνουμε πως η μάρτυρας αυθόρμητα και εντίμως παραδέχθηκε με αμεσότητα ότι έκανε λάθος όταν ανέφερε ότι του την έδωσε για να την διαβάσει, επειδή ακριβώς ήταν εις γνώσιν της ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήξερε να διαβάζει και λίγο πριν ο διερμηνέας του είχε διαβάσει τα δικαιώματα του.  Αυτός ήταν και ο λόγος που, ως πειστικά εξήγησε, δεν ήταν παρών δικηγόρος κατά τη διαδικασία αναγνώρισης, επειδή ακριβώς μετά που του διάβασε τα δικαιώματα του, ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε δικηγόρο.  Ενδεικτικό δε της ειλικρίνειας και αμεροληψίας των ανακριτών θεωρούμε και το ότι ο Μ.Κ.2 δεν δίστασε με ειλικρίνεια να επιμείνει στη θέση ότι ο ίδιος διαπίστωσε ότι ο Κατηγορούμενος δεν ανταποκρινόταν στα αγγλικά, παρά το ότι η Παραπονούμενη στην κατάθεση της είχε αναφέρει ότι και τα δύο άτομα που βρίσκονταν μαζί της στη μπυραρία μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα.  Ασχέτως του ότι όταν μεταγενέστερα της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, προσήλθε η Παραπονούμενη να καταθέσει, απέδωσε την αναφορά της αυτή σε λάθος καταγραφή των λεχθέντων της, την οποία δεν πρόσεξε για να διορθώσει, κάτι

 

το οποίο προφανώς ο Μ.Κ.2 δεν γνώριζε πως θα συνέβαινε, κατά το χρόνο που ο ίδιος κατέθετε.   

 

Γεγονότα 9.7.23 (Παραπονούμενη, Μ.Κ.4, Κατηγορούμενος)

 

Στρεφόμενοι τώρα στα επίμαχα γεγονότα, και την αξιολόγηση της μαρτυρίας των άμεσα εμπλεκομένων, ήτοι Κατηγορούμενου και Παραπονούμενης, οφείλουμε εξ αρχής να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο που μας απασχόλησε ήταν το κατά πόσον καθ’ όσον αφορά την Παραπονούμενη, ισχύει ο κανόνας πρακτικής ή άλλη διάταξη, που επιβάλλει στο Δικαστήριο την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή την αυτοπροειδοποίηση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.  Και τούτο έχοντας κατά νου τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπου απαιτείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας[4]

 

Το αδίκημα του βιασμού στην προκειμένη περίπτωση εδράζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Είναι δε γεγονός ότι με το άρθρο 21 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Ν.91(Ι)/14 καθώς και το άρθρο 14(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Ν.60(Ι)/14, δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία. 

 

Εντούτοις όμως σε σχέση με αδικήματα που θεμελιώνονται σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, φαίνεται να είχε διατηρηθεί ο κανόνας πρακτικής αφού, όπως εν τέλει διευκρινίστηκε στην υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.147/16 κ.ά., ημερ. 20.11.19, παρά τις καταργήσεις σε διάφορα νομοθετήματα εντούτοις «… παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονουμένων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα …».

 

Παρά ταύτα όμως δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορίες εδράζονται και στον Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν. 115(Ι)/21), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά την ως άνω απόφαση Σ.Σ. κ.α. v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ήτοι στις 13.5.21.  Στο άρθρο 29 του εν λόγω Νόμου αναφέρεται πως:

 

«29. Για την απόδειξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού ή της ένορκης μαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού ή την ένορκη μαρτυρίας γυναίκας».   

 

Το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Κεφ. 154, εμπίπτει ρητώς στον ορισμό του «αδικήματος βίας», δυνάμει του άρθρου 5 του Νόμου 115(Ι)/21 και του σχετικού πίνακα του εν λόγω νόμου. Τούτου δεδομένου, φαίνεται ότι πλέον το εν λόγω άρθρο 29 έχει καταργήσει την όποια πρόνοια, συμπεριλαμβανομένου και του κανόνα πρακτικής του κοινοδικαίου περί αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και της ανάγκης αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου, όταν τέτοια μαρτυρία δεν εντοπίζεται.

 

Ανεξαρτήτως όμως τούτου και έχοντας υπόψη ιδίως το ότι η Παραπονούμενη και ο Κατηγορούμενος στην παρούσα είναι οι ουσιωδέστεροι μάρτυρες στην υπόθεση εννοείται ότι έχουμε παρακολουθήσει και τους δύο, με αυξημένη προσοχή και εξετάσαμε εξονυχιστικά τη μαρτυρία τους. Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην ουσία το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της Παραπονούμενης δεν αμφισβητήθηκε. 

 

Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητήθηκε η θέση της ότι κατάγεται από τη Δανία, ότι ήρθε στην Κύπρο στις 6.7.23 για πρώτη φορά για διακοπές με τη φίλη της (Μ.Κ.4), ότι διέμεναν σε ξενοδοχείο στην περιοχή του Πρωταρά και είχαν ως προγραμματισμένη ημερομηνία αναχώρησης την 13.7.23. Παρομοίως δεν αμφισβητήθηκε η θέση της ότι η επίδικη βραδιά (8.7.23-9.7.23) ήταν η πρώτη φορά που η ίδια και η φίλη της (Μ.Κ.4) μετέβησαν για διασκέδαση από τον Πρωταρά όπου διέμεναν, στην Αγία Νάπα, πράγμα που έπραξαν αφότου είχαν προηγουμένως δειπνήσει στην περιοχή του Πρωταρά.  Στην Αγία Νάπα παρέμεινε αναντίλεκτη η ειλικρινής θέση που, χωρίς κανένα ενδοιασμό ανέφερε, ότι δηλαδή είχαν επισκεφτεί τρία μπαρ, όπου κατανάλωσαν μερικά ποτά και δη ένα ποτό στην πρώτη μπυραρία και ένα σφηνάκι στη δεύτερη, πριν καταλήξουν στη μπυραρία «Πειρατές». Μάλιστα η Παραπονούμενη σε πλήρη συνοχή με τη Μ.Κ.4 ανέφερε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι η Μ.Κ.4 είχε γνωρίσει ένα “promoter” νυχτερινών κέντρων στο δεύτερο μπαρ που επισκέφθηκαν, ο οποίος τους πρότεινε τη μπυραρία «Πειρατές», όπου και κατέληξαν γύρω στις 01:00.  Επίσης με αμεσότητα ανέφερε ερωτηθείσα σχετικά, πως και εκεί είχε καταναλώσει ένα ποτό με τη Μ.Κ.4 ενώ με χαρακτηριστική ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος αναστολής δέχθηκε εντίμως, ότι το βράδυ εκείνο γενικά, γνώρισε και μιλούσε με διάφορα άτομα και ότι μετά που γνώρισε τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο στην εν λόγω μπυραρία, ήπιαν και μαζί ποτά και πέρασε τον περισσότερο χρόνο της βραδιάς, από το σημείο εκείνο και έπειτα, μαζί τους.  

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το ότι δεν θυμόταν ότι εισερχόμενη αρχικά στην εν λόγω μπυραρία, πέραν του «promoter» και της Μ.Κ.4 χόρευε και μιλούσε και με άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο που της υποδείχθηκε στα σχετικά πλάνα, δεν θεωρούμε πως αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένδειξη αναξιοπιστίας, αλλά αντιθέτως εντάσσεται αρμονικά στο όλο πλαίσιο των γεγονότων που αναδιπλώθηκε ενώπιον μας.  Θεωρούμε εν ολίγοις ότι γνήσια δεν θυμόταν αυτή τη συναναστροφή ένεκα των διάφορων συναναστροφών που είχε τη δεδομένη βραδιά, αφού σε κανένα σημείο δεν φάνηκε να είχε πρόβλημα να παραδεχθεί ότι ήταν κοινωνική και ότι της άρεσε να γνωρίζει και να μιλά με διάφορα άτομα, ενώ πράγματι ευθαρσώς δέχθηκε πως αυτό είχε κάνει και τη δεδομένη βραδιά[5].   

 

Την ίδια ειλικρίνεια εντοπίσαμε και όταν αναφερόταν στη συναναστροφή της με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, οι οποίοι θα πρέπει να τονιστεί πως δεν αμφισβητήθηκε πως ήταν πράγματι τα άτομα με τα οποία πέρασε τον περισσότερο χρόνο στην εν λόγω μπυραρία και με τα οποία εν τέλει εγκατέλειψε το εν λόγω νυχτερινό κέντρο. Στοιχείο το οποίο ως θα διαφανεί και πιο κάτω διασυνδέεται κομβικά και με το ζήτημα της αναγνώρισης, που με ένταση προώθησε μέχρι τέλους η υπεράσπιση.

  

Αντεξετάστηκε βέβαια έντονα η Παραπονούμενη επί του ρόλου του νεαρότερου άντρα εντός της μπυραρίας, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε τελικώς πως επρόκειτο για τον Καταζητούμενο και ο οποίος σύμφωνα με την Παραπονούμενη εκτελούσε περισσότερο χρέη μεταφραστή, για να της υποδειχθεί ότι στην κατάθεση της αναφέρει ότι και οι δύο μιλούσαν καλά αγγλικά.  Η ίδια απέδωσε την αναφορά αυτή σε λάθος απόδοση των δικών της λεχθέντων κατά το χρόνο που έδιδε την κατάθεση της, λάθος το οποίο δεν εντόπισε όταν διάβαζε την κατάθεση της για να το διορθώσει.  Αποδεχόμαστε τη θέση αυτή που ειλικρινώς προώθησε η Παραπονούμενη, αφού αδυνατούμε να δούμε κάποια σκοπιμότητα ή αλλότρια κίνητρα πίσω από την αναφορά αυτή, δεδομένου και του ότι πράγματι παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι όντως ο Κατηγορούμενος δεν μιλούσε αγγλικά και συνεννοείτο ουσιαστικά μέσω του Καταζητούμενου μαζί της.

 

Βέβαια η υπεράσπιση επιχείρησε να αναδείξει και το ότι παρά τη θέση της πως ο νεαρότερος άντρας (Καταζητούμενος), εκτελούσε περισσότερο χρέη μεταφραστή, εντούτοις στα σχετικά πλάνα φαίνεται σε κάποια στιγμή ο Καταζητούμενος να χορεύει ανάμεσα στα πόδια της και να βάζει τα χέρια του στα πόδια της.   Και πάλι όμως παρατηρούμε πως ο ρόλος μεταφραστή που του απέδωσε, δεν αποτελεί μια επιτηδευμένη αναφορά της ή προσπάθεια αλλοίωσης της πραγματικής εικόνας των γεγονότων, αφού στην κατάθεση της παραδέχεται ρητώς πως έπινε και χόρευε και με τους δύο.  Έγινε πολύς λόγος βέβαια από την υπεράσπιση για το ότι η ίδια στην κατάθεση της, ανέφερε μόνο ότι έπιναν και χόρευαν ενώ μέσα από τα σχετικά πλάνα που κατατέθηκαν, αναδύεται μια άλλη εικόνα.  Επί τούτου πρέπει να πούμε πως η Παραπονούμενη αντεξεταζόμενη δέχθηκε με φυσικότητα ότι πέραν του ότι έπιναν και χόρευαν, επιπλέον μιλούσαν, αγγίζονταν, αγκαλιάζονταν και κρατούσαν χέρια και ότι ακόμα σε μια περίπτωση φιλήθηκαν με τον Κατηγορούμενο. Παραδέχθηκε ακόμα και ότι σε κάποιες στιγμές χόρευαν μαζί με τον Κατηγορούμενο και ότι ακόμα η ίδια σε κάποιες στιγμές στεκόταν και χόρευε μπροστά του γέρνοντας προς τα πίσω.  Εντίμως δε δέχθηκε κατ’ επανάληψη πως διασκέδαζε και περνούσε ωραία με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, δείχνοντας πως δεν προσπαθούσε να αποκρύψει οποιαδήποτε πτυχή της επαφής τους εκείνο το βράδυ.   

 

Των πιο πάνω δεδομένων δεν θεωρούμε πως η παράλειψη αναφοράς των επί μέρους αυτών πτυχών στην κατάθεση της, υπό τις περιστάσεις μάλιστα που την έδωσε, ήτοι πολύ σύντομα μετά τα κατ’ ισχυρισμόν συμβάντα, μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια αποσπασματικής παρουσίασης των γεγονότων ή επί σκοπώ απόκρυψη τους.  Εξ άλλου μέσα στα πλάνα του Τεκμηρίου 1(10) εντοπίζονται και στιγμιότυπα που θα μπορούσε να επικαλεστεί προς υποστήριξη της δικής της εκδοχής πράγμα που δεν έπραξε. Όπως για παράδειγμα στο στιγμιότυπο που αποτυπώνεται στις 02:12:34-2:12:42[6] (ώρα πραγματική), επί του Τεκμηρίου 1(10)-(Part2) όπου φαίνεται πως ενώ χορεύουν, ο Καταζητούμενος προσπαθεί να την αγγίξει (πάνω από τα ρούχα) στο σημείο των γεννητικών οργάνων, με την ίδια ξεκάθαρα να απωθεί τα χέρια του από πάνω της. Εν πάση δε περιπτώσει όπως και η ίδια η Παραπονούμενη ορθώς ανέφερε, το φλερτάρισμα ή ο χορός ή ακόμα και το φιλί δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ότι ισοδυναμεί με συναίνεση για σεξουαλική επαφή.  Είναι για αυτό το λόγο που ακόμα και πέραν της μιας φοράς να φιλήθηκαν με τον Κατηγορούμενο (ως ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι συνέβη) ή ακόμα και πολύ έντονο φλερτ να παρατηρείτο με πολύ έντονες ερωτικές περιπτύξεις (κάτι που σίγουρα δεν είναι η ενώπιον μας περίπτωση με βάση τα ενώπιον μας σχετικά πλάνα), και πάλιν δεν θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε εξ αυτού σε απόλυτο συμπέρασμα περί πρόθεσης συνεύρεσης ή συναίνεσης σε μεταγενέστερη επαφή, αφού πρέπει να είναι σαφές πως αποτελεί δικαίωμα κάθε ατόμου να υπαναχωρήσει ακόμα και την υστάτη.    

 

Είναι για αυτό το λόγο που υπό τις περιστάσεις και γεγονότα της παρούσας, η θέση του Κατηγορούμενου ότι η Παραπονούμενη τους έδειξε μέσω της συμπεριφοράς της ότι ήθελε να κάνει σεξ μαζί τους, δεν μπορεί αντικειμενικά ιδωμένη να θεωρηθεί εύλογη. Θέση η οποία ούτως ή άλλως είναι προβληματική επί των δικών της όρων, αφού στηρίζεται εν πολλοίς επί ισχυρισμών σε σχέση με τα γεγονότα, τους οποίους το Δικαστήριο δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγω να υιοθετήσει. Τα πιο πάνω με τη σειρά τους, δημιουργούν ουσιαστικότατες αμφιβολίες επί των λεχθέντων του Κατηγορούμενου και δη του αν πραγματικά και γνήσια πίστευε πως η Παραπονούμενη επιθυμούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους.  Και εξηγούμε.

 

Ανέφερε συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος ότι αντελήφθη ότι η Παραπονούμενη επιζητούσε μαζί τους σεξουαλική επαφή επειδή τον αγκάλιαζε δυνατά/σφικτά, τριβόταν πάνω του ενώ χόρευαν και έβαζε το πόδι της στο πέος του.  Είναι βέβαια αντιληπτό πως οι πρώτες δύο ενέργειες δεν μπορούν, αντικειμενικά ιδωμένες, να θεωρηθούν ως ένδειξη και μάλιστα χωρίς άλλο, ότι το άτομο που προβαίνει σε αυτές οπωσδήποτε επιθυμεί σεξουαλική επαφή.  Ως προς την τελευταία δε θέση του Κατηγορούμενου (ότι δηλαδή έβαζε το πόδι της στο πέος του), παρά το ότι είναι, ίσως, η πιο σημαντική από απόψεως «ενδείξεων», αυτή δεν τέθηκε ποτέ στην Παραπονούμενη για να τοποθετηθεί και ακούστηκε για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου.  Παρά δε τη συχνότητα των κατ’ ισχυρισμών αγγιγμάτων στο πέος του, αφού αυτό σύμφωνα με τον ίδιο συνέβαινε «κάθε λίγο» και «αρκετές φορές» εντός μιας ώρας, όπως εν τέλει και ο ίδιος παραδέχθηκε κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στα πλάνα από το Κ.Κ.Β.Π, τα οποία είδε.  Από προσεκτική δε εξέταση του συνόλου των πλάνων, πρέπει να πούμε πως ούτε στα λοιπά πλάνα εντοπίζεται τέτοια καταγραφή.  Δέχθηκε δε πως παρά τη σημαντικότητα των θέσεων αυτών, στη συνήγορο του, ανέφερε μόνο ότι η Παραπονούμενη τον φιλούσε και τον αγκάλιαζε και πως τα αγγίγματα στο πέος τα θυμήθηκε ενώ κατέθετε, χωρίς για τούτο βέβαια να δώσει οποιαδήποτε λογική ή πειστική εξήγηση. Αναμφίβολα όμως οι επίμαχες αναφορές του περί αλλεπάλληλων αγγιγμάτων στο πέος, θα ανέμενε κάποιος να ήταν εκ των πρώτων πραγμάτων που θα ανέφερε στη συνήγορο του, αν πράγματι κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Πέραν των ανωτέρω αντίφαση παρουσιάζεται και επί των ίδιων των περιγραφών των αγγιγμάτων, αφού ενώ αρχικά ανέφερε έβαζε το πόδι της στο πέος του, στη συνέχεια ανέφερε ότι τον άγγιζε «με τα χέρια της».   

 

Βέβαια δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι ήταν η θέση του Κατηγορούμενου ότι πέραν του ότι κατάλαβε μόνος του, ως εκ της συμπεριφοράς της Παραπονούμενης, ότι αυτή επιζητούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους, αυτό του είπε και ο Καταζητούμενος, ο οποίος συγκεκριμένα του ανέφερε ότι η Παραπονούμενη του είχε πει ότι είναι όμορφοι και ότι τους αγάπησε.  Θέση την οποία βεβαίως στην ουσία αυτοαναίρεσε στη συνέχεια, αφού παραδέχθηκε και ο ίδιος πως αυτά δεν έχουν σχέση με το σεξ επιμένοντας πάντως, χωρίς να είναι αντιληπτό το γιατί, πως από αυτό που τους είπε, ο ίδιος αυτό κατάλαβε.    

 

Δεν διατηρούμε καμμιά αμφιβολία ότι οι αναφορές αυτές, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και εντάσσονται στο όλο πλαίσιο της προσπάθειας του Κατηγορούμενου να πείσει για τη θέση που με ένταση προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι δηλαδή τόσο από τα όσα του μετέφερε το άλλο πρόσωπο όσο και ως εκ της ίδιας της συμπεριφοράς της Παραπονούμενης είχε αντιληφθεί ευρισκόμενος στο μπαρ, ότι ήθελε σεξ μαζί τους.  Θέση βέβαια καθ’ όλα σημαντική για την προώθηση της ουσιαστικής θέσης που τελικώς προέβαλε, ότι δηλαδή υπήρξε συνεύρεση μεταξύ τους, η οποία ήταν όμως συναινετική.  Και λέγουμε τελικώς, αφού κατά την πορεία της διερεύνησης της υπόθεσης καθώς και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας προέβαλε προοδευτικά διαφορετικές θέσεις. 

 

Αρχικά κατά τη σύλληψη και προφορική ανάκριση του αρνήθηκε την οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη και υποστήριξε ότι έφυγε από τη μπυραρία «Πειρατές» πριν από αυτήν.  Στη συνέχεια στην ανακριτική του κατάθεση που έδωσε την επόμενη μέρα, παρότι επέμεινε στη θέση του ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, προώθησε τη θέση ότι έφυγε τελικώς μαζί της και με τον Καταζητούμενο από την εν λόγω μπυραρία, αλλά στην πορεία οι τελευταίοι μπήκαν σε περίπτερο και τον ίδιο παρέλαβε από το σημείο εκείνο ο αδελφός του.  Θέσεις οι οποίες όμως, όπως εξηγήσαμε διαψεύθηκαν κατά το ανακριτικό στάδιο, τόσο από τα μη αμφισβητούμενα πλάνα που τον δείχνουν στην Αγ. Νάπα μέχρι τις 03:23 της 9.7.23, όσο και από την κατάθεση του αδελφού του ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε ότι ανέφερε ότι τον παρέλαβε λίγο πριν τις 06:00 το πρωί από την Αγία Νάπα.  Η δε συνεύρεση του με την Παραπονούμενη την οποία αρχικώς αρνείτο, επιβεβαιώνεται από τον εντοπισμό γενετικού υλικού και σπερματικών κυττάρων του Κατηγορούμενου μεταξύ άλλων σε επίχρισμα που λήφθηκε από τον τράχηλο της Παραπονούμενης, σε κολπικό επίχρισμα που της λήφθηκε καθώς και σε επίχρισμα που λήφθηκε εξωτερικά των γεννητικών της οργάνων, κάτι το οποίο αποτέλεσε, ως ήδη λέχθηκε, παραδεκτό γεγονός.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία βέβαια προωθήθηκε μια άλλη θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και δη ότι ο Κατηγορούμενος είχε κενά μνήμης, λόγω της κατανάλωσης αλκοόλης. Θέση η οποία αφενός δεν αναφέρθηκε πουθενά από τον ίδιο όταν έδιδε την κατάθεση του και αφετέρου δεν συνάδει ούτε με τις πολύ συγκεκριμένες αναφορές του, ως προς το τί είχε συμβεί και τη διαύγεια που φαίνεται να είχε για να σκεφτεί να πει ψέματα ότι δεν συνερεύθηκε μαζί της, ως ο ίδιος παραδέχθηκε, για να μην κινδυνεύσει η ζωή του από συγγενείς της Παραπονούμενης, έχοντας υπόψη πώς αντιδρούν στη δική του χώρα και κουλτούρα, οι συγγενείς μιας κοπέλας η οποία συνευρίσκεται σεξουαλικά με κάποιον εκτός γάμου. Βέβαια ούτε και η δικαιολογία που έδωσε για τα ψεύδη που είπε δύναται να πείσει, αφού ευρισκόμενος στην Κύπρο επί σειρά ετών προφανώς και αντιλαμβανόταν ότι η νοοτροπία δεν ήταν η ίδια με αυτή της χώρας του, εξ ου και ο ίδιος παραδέχθηκε πως είχε πληρώσει για να κάνει σεξ ευρισκόμενος στην Κύπρο σε προηγούμενες περιπτώσεις και παράλληλα αντιλαμβανόταν πως η Παραπονούμενη δεν καταγόταν από χώρα με κουλτούρα ως η δική του.

 

Ό,τι όμως είναι ουσιαστικό να σημειωθεί εκ των αναφορών του Κατηγορούμενου, είναι η παραδοχή του κατά την αντεξέταση πως, από τις επαφές που είχε με την Παραπονούμενη ενώ διασκέδαζαν στη μπυραρία το εν λόγω βράδυ, βρισκόταν σε στύση για μια ώρα περίπου και πως είχε ασυγκράτητες ορμές ένεκα και του νεαρού της ηλικίας του αλλά και της όλης συναναστροφής του με την Παραπονούμενη, ενώ κατά περαιτέρω παραδοχή του ίδιου, προέκυψε πως δεν είχε σεξουαλική επαφή για περίοδο 1-2 μηνών, προ του επίδικου συμβάντος.  Τα πιο πάνω βέβαια έχουν τη σημασία τους αφού είναι υπό αυτές τις περιστάσεις, που λίγο αργότερα οι τρεις εγκατέλειψαν το προαναφερθέν νυχτερινό κέντρο.  Και μάλιστα σε στιγμή που σύμφωνα με την Παραπονούμενη, η Μ.Κ.4 δεν βρισκόταν εντός της μπυραρίας και ενώ της λέχθηκε ότι θα πήγαιναν σε άλλο club για να την εντοπίσουν. 

 

Βέβαια η υπεράσπιση αμφισβήτησε τη θέση της Παραπονούμενης ως προς το λόγο που έφυγαν από τη μπυραρία, χωρίς βεβαίως να της τεθεί συγκεκριμένα η θέση που αργότερα προώθησε ο Κατηγορούμενος και στην οποία αδυνατούμε να προσδώσουμε βαρύτητα ένεκα της παράλειψης αυτής.  Που δεν ήταν άλλη από το ότι η ίδια τους ζήτησε να φύγουν για να πάνε κάπου να καπνίσουν, να φιληθούν και να συνευρεθούν[7].

Παραμένοντας σε αυτό το ζήτημα όμως με σκοπό τον έλεγχο αυτής καθ’ αυτής της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, πρέπει κατ’ αρχάς να πούμε πως η θέση της Παραπονούμενης ότι πράγματι για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα προ της εξόδου από τη μπυραρία «Πειρατές», περνούσε καλά και διασκέδαζε μαζί τους συνάδει με τη θέση της ότι δέχθηκε να τους ακολουθήσει στη συνέχεια.  Tης υποδείχθηκε όμως κατά την αντεξέταση της, ότι ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι δέχθηκε να τους ακολουθήσει αφού η φίλη της είχε φύγει, με την προφορική της μαρτυρία ανέφερε ότι δέχθηκε να τους ακολουθήσει επειδή της είχαν υποσχεθεί ότι θα έβρισκαν τη φίλη της εκεί που θα πήγαιναν.  Δεν θεωρούμε όμως, ότι το ένα αναιρεί το άλλο, ούτε θεωρούμε ότι επειδή δεν ανέφερε κατά γράμμα αυτή τη πτυχή των γεγονότων στην κατάθεση της, αυτομάτως σημαίνει πως ψεύδεται.

 

Βέβαια η υπεράσπιση θεωρεί εξωπραγματικό το να της είπαν (και ίδια να πείστηκε), ότι θα πήγαιναν να βρουν τη φίλη της, αφού ουδείς εξ αυτών γνώριζε που ήταν η φίλη της. Όμως η αυστηρή αυτή θεώρηση των πραγμάτων παραλείπει να λάβει υπόψη το όλο πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσονταν τα γεγονότα.  Και δη το ότι η Παραπονούμενη βρισκόταν στην Αγία Νάπα, ένα μέρος όπου είχε αντιληφθεί ότι ήταν φυσικό να εναλλάσσουν τους τόπους διασκέδασης μεταβαίνοντας από το ένα μπαρ στο άλλο, αφού πράγματι αυτό είχε κάνει και με τη φίλη της προηγουμένως ενώ από τα ίδια τα λεγόμενα της προκύπτει πως η ίδια βρισκόταν σε μια κατάσταση ευφορίας και είχε μια χαλαρή διάθεση, ευρισκόμενη σε διακοπές και υπό την επήρεια κάποιων ποτών. Των πιο πάνω δεδομένων ουδόλως ξενίζει, ούτε και μας φαίνεται εκτός λογικής πως υπό τις περιστάσεις αυτές, η Παραπονούμενη πίστεψε, πως σε αυτό το χαλαρό πλαίσιο που κινούνταν, θα μπορούσαν να βρουν τη φίλη της στο επόμενο μπαρ που θα πήγαιναν, χωρίς ως και η ίδια ανέφερε να το καλοσκεφτεί. 

 

Περαιτέρω η υπεράσπιση προώθησε τη θέση ότι η φίλη της δεν έφυγε ποτέ από το εν λόγω κέντρο, θέση που είναι βεβαίως κατανοητό πως αν ήθελε κριθεί πως ευσταθεί, πλήττει καίρια τη θέση της Παραπονούμενης ως προς το λόγο που δέχθηκε να φύγει από το νυχτερινό κέντρο και να ακολουθήσει τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο. Λόγος ο οποίος, από πλευράς Παραπονούμενης διασυνδεόταν, ως ήδη εξηγήθηκε, με την απουσία της φίλης της.  Το όλο σκεπτικό φαίνεται να στηρίχθηκε στο ότι ενώ η Μ.Κ.4 εντοπίζεται στα πλάνα εντός του εν λόγω νυχτερινού κέντρου, στη συνέχεια παρόλο που είναι αποδεκτό ότι δεν εμφαίνεται σε αυτά, εντούτοις δεν φαίνεται να έχει εξέλθει από την πόρτα που βρίσκεται πίσω από το σημείο που καθόταν η Παραπονούμενη και από την οποία εξήλθε και η ίδια μαζί με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, λίγο αργότερα.   Η Παραπονούμενη βέβαια ανέφερε ότι υπήρχε και άλλη πόρτα στο ίδιο μπαρ, με τη συνήγορο υπεράσπισης να της υποβάλλει πως δεν υπήρχε.  Ωστόσο πέραν του ότι δεν προσήχθη οποιαδήποτε θετική μαρτυρία για να αντικρούσει την Παραπονούμενη και η ίδια η Μ.Κ.4 προώθησε τη θέση ότι είχε φύγει από το εν λόγω νυχτερινό κέντρο, επανερχόμενη 2-3 φορές για να ελέγξει αν η Παραπονούμενη ήταν καλά, χωρίς επί τούτου εντέλει η Μ.Κ.4 να αμφισβητηθεί ή να της τεθεί οποιαδήποτε αντίθετη θέση.   Εξάλλου το ότι η Μ.Κ.4 είχε βγει έξω από το μπαρ, επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά πλάνα (βλ. (α) Τεκμήριο 1(10)-Part2, χρονική διάρκεια 0:10:36-0:10:54, ώρα καταγραφής 2:12:35-2:12:54, πραγματική ώρα 2:07:35-2:07:54 και (β) Τεκμήριο 1(10)-Part2, χρονική διάρκεια 0:41:52-0:43:52, ώρα καταγραφής 2:40:07-2:42:07, πραγματική ώρα 2:35:07-2:37:07), τα οποία δείχνουν τη Μ.Κ.4 να συνομιλεί με την Παραπονούμενη ενώ η πρώτη ευρίσκεται εκτός του μπαρ και της μιλά μέσω του ανοικτού παραθύρου, γεγονός το οποίο λογικά εξυπακούει ότι σε προηγούμενο στάδιο εξήλθε του εν λόγω μπαρ.  Μάλιστα, στο (β) πλάνο, η Μ.Κ.4 ακολούθως, εισέρχεται εντός του μπαρ μαζί με το πρόσωπο με το οποίο ευρίσκεται και χαιρετά την Παραπονούμενη.

 

Το ότι δε ενώ είχαν βγει έξω μαζί με την Παραπονούμενη εν τέλει χωρίστηκαν, ως εξήγησε τόσο η ίδια όσο και η Μ.Κ.4 δεν ήταν κάτι ασύνηθες στις εξόδους τους και στην προκειμένη περίπτωση έγινε διότι το αγόρι που γνώρισε η Μ.Κ.4 της είχε πει ότι υπήρχε μπυραρία με μουσική hip hop η οποία της αρέσει και έτσι πήγε μαζί του εκεί, αφού στην Παραπονούμενη δεν αρέσει αυτή η μουσική.

 

Επομένως δεχόμαστε πως η Μ.Κ.4 είχε εγκαταλείψει το νυχτερινό κέντρο κατά το χρόνο που η Παραπονούμενη έφυγε με τα πιο πάνω πρόσωπα. Ως προς το λόγο που έφυγαν δεν κρίνουμε πιστευτή τη θέση που μονόπλευρα και αιφνιδιαστικά προώθησε ο Κατηγορούμενος κατά τη δική του μαρτυρία[8], ότι δηλαδή έφυγαν επειδή η Παραπονούμενη τους ζήτησε να πάνε να καπνίσουν, να φιληθούν και να κάνουν σεξ, αλλά καταλήγουμε πως πράγματι της ανέφεραν μέσω του Καταζητούμενου μέσω του οποίου συνεννοούντο, πως θα πήγαιναν σε άλλο νυχτερινό κέντρο όπου θα έβρισκαν και τη φίλη της.

 

Το ότι η Παραπονούμενη έφυγε από το εν λόγω νυχτερινό κέντρο με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, με τους οποίους διασκέδαζε κατά την τελευταία και πλέον ώρα της παραμονής της εκεί, πέραν του ότι δεν έτυχε αμφισβήτησης από την υπεράσπιση, επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 1(10), ενώ δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός και η (πραγματική) ώρα αναχώρησης τους που, ως ήδη λέχθηκε, ήταν η 02:50:07. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν αμφισβητήθηκε και επιβεβαιώνεται μέσα από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (Τεκμήρια 1(11) και (12)), η θέση της ότι περπάτησαν μαζί για κάποιο χρόνο (βλ. κατάθεση Έγγραφο Δ και πρακτικά σελ. 164).  Ως προς τη διαδρομή που ακολούθησαν παρέμεινε αναντίλεκτη η μαρτυρία του Μ.Κ.2 πως η διαδρομή, μέρος της οποίας απεικονίζεται στα Κ.Κ.Β.Π (Τεκμήρια 1(11) και 1(12)) στα οποία η Παραπονούμενη αναγνώρισε τον εαυτό της και τα δύο πρόσωπα με τα οποία έφυγε από το εν λόγω μπαρ, είναι η διαδρομή επί της οδού Αγ. Μαύρης, από το σημείο Α (Pirates Bar) έως το σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7.  Η Παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της ανέφερε επίσης ότι σε κάποιο σημείο έστριψαν δεξιά και ούτε αυτή η θέση της αμφισβητήθηκε, ενώ περιπλέον αποτέλεσε κοινό τόπο πως το σημείο αυτό, από το οποίο δηλαδή έστριψαν δεξιά, είναι το σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7.

 

Ως προς την ώρα που φτάνουν στο σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7, από όπου στρίβουν δεξιά, αυτή καταγράφεται στο Τεκμήριο 1 (12) – channel 5 main ως 02:53:40 (βλ. και πρακτικά σελ. 67), ενώ στη συνέχεια είναι επίσης παραδεκτό ότι απ’ εκεί πορεύθηκαν στο πάρκο που ευρίσκεται κοντά σε χώρο στάθμευσης.  Παρέμεινε επίσης μη αμφισβητούμενο εκ της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ότι ο χρόνος που χρειάζεται για να φτάσει κάποιος από το σημείο Δ που έχουν λήψη οι κάμερες, μέχρι το σημείο Ε (που είναι το σημείο που εντοπίστηκε η Παραπονούμενη μετά τα επίμαχα γεγονότα) είναι το πολύ 2 λεπτά (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.2 – πρακτικά σελ. 68). 

 

Παρεμβάλλεται δε εδώ πως παρά την αρχική άρνηση του Κατηγορούμενου ότι γνώριζε το χώρο προς τον οποίο πορεύθηκαν, διαφάνηκε ότι εν τέλει γνώριζε το απόμερο μέρος προς το οποίο κατευθύνθηκαν και στο οποίο τελικώς κατέληξαν.  Και τούτο διότι δέχθηκε πως σε άλλη περίπτωση, ενώ βρισκόταν με άλλα πρόσωπα στην Αγ. Νάπα χρησιμοποίησαν τον παρακείμενο, στο εν λόγω πάρκο, χώρο στάθμευσης. Το στοιχείο τούτο βέβαια έχει και αυτό τη δική του σημασία, συνεκτιμούμενο μαζί με όλα τα προηγηθέντα και δη την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κατηγορούμενος (σε στύση και με ασυγκράτητες ορμές ως πιο πάνω αναλύθηκε) αλλά και τη δικαιολογία που αναφέρθηκε στην Παραπονούμενη για να δεχθεί να εγκαταλείψει το εν λόγω κέντρο και να πορευθεί μαζί τους προς το εν λόγω γνωστό στον Κατηγορούμενο απόμερο σημείο.  Και τούτο διότι συμβάλλει και αυτό με το δικό του τρόπο στην ολοκλήρωση του όλου πλαισίου εντός του οποίου εξελίσσονταν τα γεγονότα από το σημείο αυτό και έπειτα.

 

Στρεφόμενοι ξανά στα γεγονότα, οφείλουμε να σημειώσουμε πάντως πως οι ώρες επί των πλάνων στις οποίες έγινε αναφορά αμέσως πιο πάνω, έρχονται να επιβεβαιώσουν και τις χρονικές αναφορές της Παραπονούμενης.   Συγκεκριμένα η Παραπονούμενη ανέφερε ότι περπάτησαν λιγότερο από 10 λεπτά και πιο συγκεκριμένα περί τα 6-7 λεπτά, θέση που επιβεβαιώνεται αφού στις 02:50:07 ως ήδη λέχθηκε είναι παραδεκτό ότι φαίνονται να εξέρχονται από την μπυραρία Πειρατές, στις 02:53:40 (δηλαδή σχεδόν 4 λεπτά μετά) φτάνουν στο σημείο Δ από όπου έστριψαν δεξιά και απ’ εκεί περπάτησαν περίπου άλλα δυο λεπτά.  Τα πιο πάνω όμως επιβεβαιώνουν και μια άλλη ουσιαστική πτυχή των λεχθέντων της Παραπονούμενης και δη τη θέση της ότι παρά το ότι ήταν ζαλισμένη από την κατανάλωση ποτών κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 2, εντούτοις είχε αντίληψη του τί γινόταν και δη του χρόνου.

 

Ό,τι άλλο πρέπει να τονιστεί εδώ είναι πως θέση της Παραπονούμενης ήταν εξ αρχής (βλ. και  Έγγραφο Δ) πως τα άτομα με τα οποία διασκέδαζε κατά το τελευταίο διάστημα της παραμονής της στην εν λόγω μπυραρία και με τα οποία την εγκατέλειψε, ήταν τα άτομα που λίγα λεπτά μετά ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της, αφού μάλιστα ως ήδη λέχθηκε της είχε ειπωθεί ότι θα πήγαιναν για να βρουν τη φίλη της, εξ ου και δέχθηκε να φύγει μαζί τους από το εν λόγω μπαρ και να τους ακολουθήσει.   Τούτη βέβαια η θέση έχει ιδιάζουσα σημασία ιδωθείσα σε συνδυασμό και με τη μη αμφισβητηθείσα θέση της Παραπονούμενης ότι, αφότου έφυγαν από την εν λόγω μπυραρία και περπάτησαν μαζί φτάνοντας στο σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7 από όπου έστριψαν δεξιά, δεν ενώθηκε οποιοδήποτε πρόσωπο με την παρέα τους μέχρι και τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της. Επί της ουσιαστικότατης αυτής τοποθέτησης της, τονίζεται πως καμμιά αντίθετη θέση της υποβλήθηκε και την αποδεχόμαστε. 

 

Με δεδομένο λοιπόν πως δεν αμφισβητήθηκε πως τα άτομα με τα οποία εγκατέλειψε το εν λόγω κέντρο ήταν ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος και με δεδομένη και τη θέση της Παραπονούμενης πως τα άτομα με τα οποία εγκατέλειψε το μπαρ ήταν αυτά που εμπλέκονταν στα καταγγελθέντα γεγονότα, χωρίς προηγουμένως να ενωθεί στην παρέα τους άλλο πρόσωπο και την παραδοχή από πλευράς υπεράσπισης πως τόσο ο ίδιος όσο και ο Καταζητούμενος πράγματι συνευρέθηκαν με την Παραπονούμενη (παρότι συναινετικά ως η θέση της υπεράσπισης), δεν υπάρχει, κατά την κρίση μας, περιθώριο περαιτέρω συζήτησης ως προς το ποια είναι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στα επίμαχα γεγονότα. Χωρίς ωστόσο αυτό εννοείται να κρίνει αυτομάτως και την τυχόν ενοχή του Κατηγορούμενου στα όσα του καταλογίζονται, πράγμα το οποίο αποτελεί ζήτημα εντελώς ξεχωριστό.  Αυτό το οποίο όμως θεωρούμε απόλυτα βέβαιο υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, είναι ότι δεν τίθεται ζήτημα εμπλοκής άλλων προσώπων στα γεγονότα. Ούτε όμως και παραμένει οποιαδήποτε σκιά ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης που να δικαιολογεί περαιτέρω ενασχόληση με τούτο, αφού δεν υπάρχει υπόβαθρο για να στοιχειοθετηθεί εισήγηση ότι υπήρξε αλλαγή στα πρόσωπα που εξ αρχής προσδιόρισε η Παραπονούμενη ως εμπλεκόμενα στα επίδικα γεγονότα και κατ’ επέκταση δεν τίθεται ούτε θέμα εφαρμογής των αρχών της υπόθεσης R. v Turnbull [1976] 3 All E.R. 549 (βλ. κατ’ αναλογίαν Ευριπίδης Καττής v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ 438, 444).

 

Ως προς τη θέση της υπεράσπισης ότι το ζήτημα δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου αλλά αντιθέτως έχει σημασία και θα πρέπει να εξεταστεί η θέση της υπεράσπισης ότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία σε σχέση με την αναγνώριση του Κατηγορούμενου, το αποτέλεσμα της οποίας είναι ακροσφαλές και συμπαρασύρει και την εντός Δικαστηρίου αναγνώριση που επετράπη χωρίς να προϋπάρχει νομότυτη προηγούμενη αναγνώριση, σημειώνουμε τα εξής.  

 

Η θέση αυτή της υπεράσπισης στηρίζεται, όπως διαφάνηκε και από τις ερωτήσεις που τέθηκαν στη συνήγορο υπεράσπισης κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, στη θέση ότι, παρά το ότι δεν αμφισβητείται η έξοδος των τριών από το νυχτερινό κέντρο, ούτε η πορεία τους ως καταγράφεται στο Τεκμήριο 7 μέχρι το σημείο Δ από όπου έστριψαν δεξιά, ούτε και η σεξουαλική επαφή που ακολούθησε με τον Καταζητούμενο και τον Κατηγορούμενο, εντούτοις υποστήριξε η υπεράσπιση πως δεν μπορεί να γνωρίζει τί έγινε μετά από τη (συναινετική) σεξουαλική τους επαφή και μέχρι να επικοινωνήσει και να συναντηθεί με τη Μ.Κ.4 η Παραπονούμενη. Σε ερώτηση μάλιστα του Δικαστηρίου αν είναι η θέση της υπεράσπισης ότι μετά τη συναινετική, ως η θέση της υπεράσπισης, διαδοχική συνεύρεση των εν λόγω προσώπων υπεισήλθαν στη σκηνή άλλα (δύο) πρόσωπα που ήρθαν σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη συναίνεση της και τους μπέρδεψε με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο, προώθησε και πάλι τη θέση πως δεν μπορεί να γνωρίζει τί έγινε πέραν από τη συναινετική επαφή του πελάτη της (και του Καταζητούμενου) με την Παραπονούμενη.  

 

Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία πως η υπεράσπιση με τα πιο πάνω επιχείρησε (ανεπιτυχώς) να θολώσει το τοπίο, προσπαθώντας να εμπλέξει στο όλο σκηνικό άλλα πρόσωπα, εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων και την προηγηθείσα λανθασμένη αναφορά της Παραπονούμενης στο μεγαλύτερο σε ηλικία εκ των δραστών, στη δεύτερη της κατάθεση, Τεκμήριο 13.  Εισηγούμενη στη βάση αυτή πως δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της ταύτισης του Κατηγορούμενου ως το μεγαλύτερο σε ηλικία δράστη, για να εισηγηθεί εν τέλει πως ήταν επιβεβλημένη η διεξαγωγή της διαδικασίας αναγνώρισης συμφώνως των σχετικών αρχών κάτι που, ως η θέση της, δεν έγινε για σειρά λόγων που επικαλέστηκε και ότι ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της αναγνωριστικής διαδικασίας είναι ακροσφαλές, και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε και η εντός Δικαστηρίου αναγνώριση, αφού ουσιαστικά ισοδυναμεί με πρώτη αναγνώριση του Κατηγορούμενου εντός του Δικαστηρίου πράγμα ανεπιθύμητο στη βάση σχετικής νομολογίας που επικαλέστηκε.

 

Όμως δεν θεωρούμε ότι έχουμε υποχρέωση να εμπλακούμε σε αυτή την καθ’ όλα υποθετική συλλογιστική της υπεράσπισης, η οποία περιστρέφεται γύρω από πιθανότητες και θεωρίες για τις οποίες δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να τις στοιχειοθετεί. Επί τούτου αρκούμαστε να επαναλάβουμε τα όσα νομολογήθηκαν στην Αντρέας Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 706 και δη πως:

 

«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104. Εδώ, πέραν από μια προσπάθεια, ανεπιτυχή όμως, να εισαχθούν στη σκηνή άλλα τρίτα άτομα, καμιά ουσιώδης προς τούτο μαρτυρία δεν υπήρξε, ο δε εφεσείων σε σχετική ερώτηση στην ανακριτική κατάθεση του, Τεκμ. «30», ότι θεάθηκε με βάση μαρτυρία, να τοποθετεί ο ίδιος το μαύρο νάυλον σακούλι λίγο πριν την έφοδο της αστυνομίας, ζητώντας απ’ αυτόν κάποια εξήγηση, απλώς είπε, «δεν απαντώ»».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και εδώ όπου, χωρίς ίχνος μαρτυρίας, επιχειρήθηκε να εισαχθούν στη σκηνή και άλλα πρόσωπα.  Οφείλουμε μάλιστα να σημειώσουμε έστω και εκ του περισσού, πως ως θα διαφανεί και πιο κάτω και μάλιστα μέσα από, εν πολλοίς, αδιαμφισβήτητα γεγονότα, δεν παρέχεται ούτε χρονικά η ευχέρεια για τα υποθετικά σενάρια που θέτει η υπεράσπιση. Το γεγονός δε ότι η Παραπονούμενη έδωσε το Τεκμήριο 13, με το οποίο αναφέρει ότι κάποιο πρόσωπο αμέσως μετά τα γεγονότα της 9.7.23 άρχισε να την ακολουθεί στο Instagram και ότι από τις φωτογραφίες που είχε τη δυνατότητα να δει στον λογαριασμό του ίδιου προσώπου στο Facebooκ και οι οποίες ήταν μικρές σε μέγεθος, είναι αρκετά σίγουρη πως ήταν το μεγαλύτερο σε ηλικία πρόσωπο που τη βίασε, ενώ φάνηκε πως εν τέλει δεν ήταν, δεν σημαίνει πως η Παραπονούμενη είχε μεταβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη θέση της πως τα άτομα που τη βίασαν, ήταν αυτά με τα οποία εξήλθε από το εν λόγω μπαρ και τα οποία ουδόλως αμφισβητείται ποιοι ήταν.   

 

Ούτε και είναι αντιληπτή η προσπάθεια να εμπλακεί στο σκηνικό ο Τ.S («Εγγλέζος»), ο οποίος φαίνεται στο Τεκμήριο 4 και ο οποίος παρότι πράγματι είχε συνομιλήσει με την Παραπονούμενη σε κάποια στιγμή της επίδικης βραδιάς, οπόταν φαίνεται να έβγαλαν και τη σχετική φωτογραφία που εμφαίνεται στο Τεκμήριο 4, εντούτοις στη συνέχεια δεν εμφανίζεται μαζί της. Ούτε βέβαια ήταν στην παρέα των τριών κατά τον χρόνο που εγκατέλειψαν το μπαρ «Πειρατές» και πορεύθηκαν προς το σημείο Δ του Τεκμηρίου 7, απ’ όπου τονίζεται πως παρέμεινε αναντίλεκτη η θέση της Παραπονούμενης, πως κανένας άλλος δεν ενώθηκε με την παρέα τους.  Εν ολίγοις δηλαδή καταλήγουμε πως είναι σαφές ποια πρόσωπα εμπλέκονταν στα καταγγελθέντα γεγονότα, με μόνο ζήτημα προς απόφανση να παραμένει, ως ορθώς εισηγήθηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορούσας αρχής, το αν υπήρξε συναίνεση κατά τη σεξουαλική επαφή, που επίσης δεν αμφισβητήθηκε τελικώς, ότι τα πρόσωπα αυτά και δη ο Κατηγορούμενος, είχαν μαζί της.

 

Επί τούτου λοιπόν, θέση της Παραπονούμενης ήταν ότι αφότου έστριψαν δεξιά από το σημείο Δ επί του Τεκμηρίου 7, ο δρόμος απ’ εκεί και πέρα δεν ήταν πολυσύχναστος ούτε και τόσο καλά φωτισμένος, θέση η οποία επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Κ.2 και η οποία συνάδει πλήρως και με την περαιτέρω θέση της ίδιας ότι εξαιτίας τούτου αμέσως ρώτησε τον Καταζητούμενο (με τον οποίο συνεννοείτο), αν πορεύονται ορθά, αφού δεν της φαινόταν να υπάρχουν νυχτερινά κέντρα προς την κατεύθυνση εκείνη. Για να λάβει διαβεβαίωση ότι θα έστριβαν ξανά και θα τα έβρισκαν. Τούτο απαντά και το ερώτημα της υπεράσπισης ως προς το γιατί δεν έφυγε όταν αντελήφθη ότι πήγαιναν προς μια περιοχή χωρίς κόσμο, αφού όπως και η ίδια πειστικά εξήγησε έμεινε μαζί τους επειδή πίστεψε πως θα πήγαιναν σε μια άλλη περιοχή με νυχτερινά κέντρα, όπου θα έβρισκε και τη φίλη της.   

 

Αντί τούτου όμως, ως η ίδια η Παραπονούμενη περιγράφει, ο νεαρότερος εκ των δύο (δηλαδή ο Καταζητούμενος), την ανάγκασε με τη βία να ξαπλώσει κάτω, κατέβασε τα ρούχα του, έβαλε το πέος του στον κόλπο της και άρχισε να κάνει σεξ μαζί της, χωρίς να αντιληφθεί αν είχε χρησιμοποιήσει προφυλακτικό και αν εκσπερμάτισε.  Καθ’ όλη δε τη διάρκεια ο μεγαλύτερος άντρας (δηλαδή ο Κατηγορούμενος) τους έβλεπε και στη συνέχεια αφού ο Καταζητούμενος του έκανε νόημα ότι ήρθε η σειρά του, άλλαξαν και ο δεύτερος άντρας (Κατηγορούμενος) κατέβασε τα ρούχα του, έβαλε το πέος του στον κόλπο της και έκανε και αυτός σεξ μαζί της, χωρίς προφυλακτικό και χωρίς να γνωρίζει αν εκσπερμάτισε, με την όλη διαδικασία να κράτησε περί τα 15 λεπτά, ενώ η επαφή με τον Κατηγορούμενο διήρκησε περί τα 4-5 λεπτά.

 

Όπως έχουμε ήδη πει, παρακολουθήσαμε την Παραπονούμενη με ιδιαίτερη προσοχή. Μας έδωσε την εικόνα γενικά ειλικρινούς και αξιόπιστου προσώπου.  Προς τούτο επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι τα πλείστα εκ των όσων εξ αρχής ανέφερε, ως φανερώνει και η ανάλυση που προηγήθηκε, παρέμειναν μη αμφισβητούμενα ή και επιβεβαιώθηκαν και από την πραγματική ή άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που εξασφαλίστηκε. Επί του προκειμένου δε ζητήματος μάλιστα, η πειστικότητα και η σταθερότητα της στην ουσία των όσων προέβαλε, ιδιαίτερα από τη στιγμή της εξόδου από το μπαρ «Πειρατές» μέχρι και το σημείο της καταγγελίας ήταν χαρακτηριστική, χωρίς να έχει κλονιστεί σε οποιοδήποτε σημείο κατά την αντεξέταση της. Αντιθέτως μάλιστα, θα πρέπει να πούμε, πως προφορικά υπήρξε πολύ χαρακτηριστικός και πειστικός ο τρόπος με τον οποίο εξήγησε παραστατικά ότι δεν ήθελε τη σεξουαλική επαφή με τα δύο αυτά πρόσωπα και δη τον Κατηγορούμενο.  

 

Έγινε βέβαια πολύς λόγος από την υπεράσπιση ως προς το ότι ένεκα της νεαρής ηλικίας του Καταζητούμενου αλλά και του μικρού, σε σχέση με την Παραπονούμενη, σωματότυπου του, δεν θα ήταν δυνατόν να την αναγκάσει να ξαπλώσει και πως η ίδια θα μπορούσε εύκολα να τους απωθήσει και να διαφύγει, για να καταλήξει η εισήγηση πως η Παραπονούμενη ήθελε τη σεξουαλική επαφή και γι’ αυτό ακριβώς δεν έφυγε. Αυτή όμως η υπεραπλουστευμένη συλλογιστική, παραλείπει εντελώς να λάβει υπόψη το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσονταν τα γεγονότα.  Που δεν ήταν άλλο από το ότι η Παραπονούμενη βρισκόταν μόνη της σε ένα σκοτεινό και απόμερο σημείο, σε μια ξένη χώρα, με δύο πρόσωπα τα οποία έβλεπε πως είχαν συγκεκριμένες προθέσεις έναντι της ίδιας. Υπό αυτές τις περιστάσεις είναι για εμάς απόλυτα φυσιολογικό να αισθάνθηκε φόβο, κάτι που και η ίδια εξάλλου περιγράφει στην κατάθεση της ενώ καθ’ όλα λογική βρίσκουμε και την εκφρασθείσα θέση της ότι ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της και ότι εν τέλει δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί και να αποφύγει τη σεξουαλική επαφή. 

 

Τούτο δεν σημαίνει βέβαια πως δεν τους έδειξε ή ότι δεν αντελήφθησαν πως δεν συναινούσε, όπως ήταν επίσης η εισήγηση της υπεράσπισης.  Επί τούτου η ίδια η Παραπονούμενη ανέφερε ότι είπε στον Κατηγορούμενο «όχι» και «σε παρακαλώ μην» στην αγγλική γλώσσα. Της τέθηκε η θέση ότι ο Κατηγορούμενος δεν γνωρίζει την αγγλική, κάτι το οποίο είναι μεν παραδεκτό, όμως όπως εύλογα η Παραπονούμενη ανέφερε, ο Κατηγορούμενος μπορούσε να καταλάβει το «όχι», «Νο» στην αγγλική γλώσσα, αφού είναι μια διεθνής γλώσσα. Προσθέτοντας μάλιστα πως, το να κάνεις το κεφάλι δεξιά και αριστερά λέγοντας «no» είναι κάτι που υποδηλώνει άρνηση, τοποθέτηση που και εμάς μας βρίσκει σύμφωνους, αφού συνάδει με την κοινή λογική και την ανθρώπινη εμπειρία. 

 

Υποδεικνύει η υπεράσπιση βέβαια ότι στην υποβολή ότι ο Κατηγορούμενος δεν αντελήφθη ότι δεν ήθελε επαφή μαζί του, η Παραπονούμενη στην ουσία συμφώνησε αφού απάντησε «Ίσως να μην …». Είναι γεγονός πως η Παραπονούμενη ανέφερε τη φράση αυτή απαντώντας σε σχετική υποβολή, όμως δεν θεωρούμε ότι ιδωμένη συνολικά η απάντηση της, είχε αυτή την έννοια.  Συγκεκριμένα ανέφερε «Ισως να μην, αλλά έλεγα «όχι» και έγειρα το κεφάλι μου στην πλευρά, η γλώσσα του σώματος μου έλεγε «σε παρακαλώ μην με αγγίζεις» και έλεγα «όχι σε παρακαλώ μην»».  Αυτό λοιπόν που γίνεται αντιληπτό από το σύνολο της εν λόγω απάντησης της είναι πως, ό,τι επιχειρεί να αναφέρει η Παραπονούμενη, είναι πως ο Κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει τη θέση πως δεν αντελήφθη, αλλά πάντως η ίδια τόσο λεκτικά όσο και με τη γλώσσα του σώματος της, του έδειξε πως δεν επιθυμούσε την επαφή μαζί του.  Υπονοώντας δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς πως θα έπρεπε ως εκ της όλης συμπεριφοράς της, να το είχε αντιληφθεί.  Επεξηγώντας δε περαιτέρω τι εννοεί με την αναφορά της ότι έδειξε με τη γλώσσα του σώματος της πως δεν επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή, πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε «… ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα όπως ένα σχεδόν νεκρό ψάρι, γυρνούσα το πρόσωπο μου μακριά και προσπαθούσα να συμπιέσω τα πόδια μου μαζί και εισχώρησε μέσα στον κόλπο μου». Ανέφερε μάλιστα και ότι αιμορραγούσε, χωρίς να της υποβληθεί πως τούτο δεν συνέβη. Επέμεινε δε στη θέση της ότι είπε «όχι», ότι προσπαθούσε να σπρώξει τα πόδια της μαζί και έλεγε «σε παρακαλώ μην». 

 

Αντεξετάστηκε φυσικά εκτενώς επί τω ότι δεν αναφέρει στην κατάθεση της ότι προσπάθησε να κλείσει τα πόδια της, αλλά αντίθετα αναφέρει «I couldnt resist». Όπως όμως πειστικά εξήγησε, παρόλο που δεν μπόρεσε να αντισταθεί (επιτυχώς) επειδή φοβόταν, εντούτοις η προσπάθεια να κλείσει τα πόδια της ήταν μια φυσιολογική αντίδραση που έκανε ενστικτωδώς χωρίς να σκέφτεται και η οποία, θα προσθέταμε εμείς, πράγματι δεν αλλάζει την ουσία αυτού που καταγράφει στην κατάθεση της και δη ότι δεν κατάφερε εν τέλει να αντισταθεί επιτυχώς σε αυτούς.  Εξ άλλου και ανεξαρτήτως των πιο πάνω που δεν επιτρέπουν την κατάληξη πως πράγματι πίστευε ο Κατηγορούμενος ότι η Παραπονούμενη συναινούσε, πρέπει να λεχθεί πως αν πράγματι πίστευε κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε λόγος να της λεχθεί προηγουμένως πως θα πήγαιναν σε άλλο νυχτερινό κέντρο, για να βρουν μάλιστα και τη φίλη της, ούτε να σπεύσουν να εγκαταλείψουν την εν λόγω μπυραρία σε χρόνο που η Μ.Κ.4 δεν βρισκόταν εκεί.    

 

Επομένως μέσα από το όλο ως άνω πλαίσιο, αποκτά πραγματική υπόσταση η αναφορά της Παραπονούμενης ότι ο Κατηγορούμενος «Γνώριζε ότι έκανε λάθος, γνώριζε πως ήταν λάθος».  Η δε θέση της ότι ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος ενήργησαν βάσει σχεδίου[9] και με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής μαζί της, συνάδει χωρίς αμφιβολία με την όλη εξέλιξη των γεγονότων ως την σκιαγραφήσαμε ανωτέρω.  Και αναφερόμαστε βεβαίως στο ότι οδηγήθηκε στο σημείο εκείνο, ενώ ο Κατηγορούμενος βρισκόταν σε στύση για μια ώρα περίπου προηγουμένως, με ασυγκράτητες ορμές ένεκα και της νεαρής του ηλικίας και ενώ δεν είχε σεξουαλική επαφή για 1-2 μήνες πριν, γνώριζε το απόμερο μέρος προς το οποίο κατευθύνθηκαν και στο οποίο εν τέλει κατέληξαν, αφού μάλιστα προηγουμένως την έκαναν να πιστέψει πως θα πήγαιναν σε άλλο νυχτερινό κέντρο όπου θα έβρισκαν και τη φίλη της.    

 

Ως προς το γεγονός δε ότι δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε κακώσεις πρέπει να πούμε πως τούτο είναι ορθό, αφού πράγματι αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι κατά την ιατροδικαστική εξέταση της Παραπονούμενης δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε κακώσεις. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να σημειωθεί πως, αποτέλεσε περαιτέρω παραδεκτό γεγονός ότι τα ως άνω ιατροδικαστικά ευρήματα δεν μπορούν με βεβαιότητα να αποκλείσουν ή να επιβεβαιώσουν βιασμό, καθιστώντας σαφές πως δεν μπορούν κατ’ επέκταση να επηρεάσουν ούτε τη γενικότερη αξιοπιστία της Παραπονούμενης και την πολύ καλή εικόνα που άφησε σε εμάς.

 

Εν γένει και υπό το φως του συνόλου των δεδομένων που αναδιπλώθηκαν ενώπιον μας δεν θεωρούμε ότι η Παραπονούμενη είναι πρόσωπο το οποίο θα έπλαθε στο μυαλό της τις πιο πάνω σκηνές σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ούτε και έχει διαφανεί να είχε οποιοδήποτε κίνητρο για να καταθέσει ψευδώς, βάζοντας μάλιστα τον εαυτό της στη διαδικασία να προσέλθει από μια ξένη χώρα για να αφηγηθεί, στην ουσία εξευτελιστικά για την προσωπικότητα της, γεγονότα με σκοπό να καταδικάσει ψευδώς τον Κατηγορούμενο, ο οποίος της είναι στην ουσία ένας, εν πολλοίς (αδιάφορος) άγνωστος.  Ως προς τον ισχυρισμό δε ότι τους είχε ζητήσει χρήματα (€300) τα οποία δεν της έδωσαν, σημειώνουμε πως αδυνατούμε να δεχθούμε, υπό το φως και του συνόλου της μαρτυρίας, πως μια 38χρονη φαρμακοποιός που διαμένει στη Δανία και ήρθε για διακοπές στον Πρωταρά με τη φίλη της, επιζητούσε τα χρήματα του Κατηγορούμενου και του Καταζητούμενου, για να έχει σεξουαλική επαφή στο έδαφος ενός πάρκου με δύο ουσιαστικά άγνωστους, από τους οποίους μάλιστα δεν φρόντισε να βεβαιωθεί πως θα εξασφάλιζε τα εν λόγω χρήματα προ της συνεύρεσης.

 

Από την άλλη  ο Κατηγορούμενος δεν άφησε καλή εντύπωση, αφού οι τόσες πολλές και εν πολλοίς αντιφατικές θέσεις και εκδοχές που διαδοχικά προώθησε πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του. Ήταν χαρακτηριστική η εναλλαγή βασικών του θέσεων όταν καθίστατο αντιληπτό ότι μια προηγούμενη, δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας.  Όπως ήδη υποδείξαμε αρχικά κατά τη σύλληψη και προφορική ανάκριση του αρνήθηκε την οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη και υποστήριξε ότι έφυγε από το μπαρ πριν από αυτήν. Στη συνέχεια στην ανακριτική του κατάθεση την επομένη, παρότι εμμένει στη θέση του ότι δεν είχε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη, δέχεται ότι εγκατέλειψαν μαζί το εν λόγω μπαρ αλλά προωθεί τη θέση ότι η Παραπονούμενη και ο Καταζητούμενος μπήκαν σε περίπτερο και τον ίδιο παρέλαβε από το σημείο εκείνο ο αδελφός του.  Όμως όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε οι πιο πάνω θέσεις του διαψεύδονται από ανεξάρτητη μαρτυρία ήτοι από τα πλάνα που τον δείχνουν στην Αγ. Νάπα μέχρι τις 03:23 όσο και από την κατάθεση του αδελφού του αλλά και από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν σε επίπεδο γενετικού υλικού. 

 

Προσπαθώντας δε να απεμπλακεί από τα στοιχεία που ένα προς ένα κατέρριπταν τις θέσεις του, κατά την ακροαματική διαδικασία, προώθησε μια άλλη θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και δη ότι ο Κατηγορούμενος είχε κενά μνήμης, λόγω της κατανάλωσης αλκοόλης, θέση η οποία όχι μόνο δεν αναφέρθηκε πουθενά από τον ίδιο όταν έδιδε την κατάθεση του αλλά μάλιστα ως εξηγήθηκε και ανωτέρω δεν συνάδει με τις πολύ συγκεκριμένες και επί σκοπώ αναφορές του ως προς το πώς ενήργησε και γιατί.  Ανεξαρτήτως των πιο πάνω κατά την πορεία της δίκης, η θέση της υπεράσπισης, η οποία αμφισβητούσε μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης και την ορθότητα της αναγνωριστικής διαδικασίας, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς πως ο Κατηγορούμενος εσφαλμένα αναγνωρίστηκε ως το πρόσωπο που εμπλέκετο στον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της Παραπονούμενης, διαφοροποιήθηκε για να υποβληθεί στην Παραπονούμενη τελικώς, ότι συναινετικά συνευρέθηκε με τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο και πως ο Κατηγορούμενος ως εκ της συμπεριφοράς της, προ της συνεύρεσης αλλά και κατά τη συνεύρεση, δεν αντελήφθη ότι δεν συναινούσε στην επαφή.

 

Παρά δε αυτή τη τελευταία θέση της υπεράσπισης ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος δεν αντελήφθη ότι αυτή δεν συναινούσε, που οδηγεί κάποιον λογικά σκεπτόμενο στο να καταλήξει ότι το μόνο που παρέμενε προς αμφισβήτηση ήταν το ζήτημα της συναίνεσης, εντούτοις η υπεράσπιση, ως διαφάνηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, επανέφερε και επέμεινε στο ζήτημα της αναγνώρισης. Εισηγούμενη ότι υπάρχει παρατυπία στη διαδικασία και ότι δεν μπορεί να είναι βέβαιο ότι η Παραπονούμενη μετά από τον Κατηγορούμενο και τον Καταζητούμενο δεν συνερεύθηκε με άλλο πρόσωπο, προτού επικοινωνήσει με την Μ.Κ.4, το οποίο να ήταν αυτό που τη βίασε, στηρίζοντας την εισήγηση αυτή σε υποθετικά σενάρια και θεωρίες, τα οποία για όλους τους λόγους που επεξηγήσαμε ανωτέρω θεωρούμε ότι στερούνται οποιουδήποτε πραγματικού ερείσματος και αναδεικνύουν περισσότερο τον αλλοπρόσαλλο και εν πολλοίς απεγνωσμένο τρόπο με τον οποίο η υπεράσπιση προσπαθούσε να δημιουργήσει (πλασματικές) αμφιβολίες στην εκδοχή της κατηγορούσας αρχής.   

 

Πέραν όμως των πιο πάνω η όλη εκδοχή του Κατηγορούμενου πλήττεται και από το ότι πολύ ουσιαστικές του θέσεις δεν τέθηκαν στην Παραπονούμενη για να τοποθετηθεί και ακούστηκαν κατά τη μαρτυρία του για πρώτη φορά, όπως η θέση ότι η Παραπονούμενη «κάθε λίγο» και «αρκετές φορές» εντός μιας ώρας, ενώ ευρίσκοντο στο μπαρ «Πειρατές» του άγγιζε στο πέος του, την οποία αναλύσαμε πιο πάνω.  Ούτε όμως και η ουσιαστικότατη θέση ότι αυτή τους ζήτησε να φύγουν από το μπαρ, για να καπνίσουν, να φιληθούν και να κάνουν σεξ της τέθηκε για να τοποθετηθεί, όπως δεν της τέθηκαν ούτε ουσιαστικότατες πτυχές της περιγραφής της κατ’ ισχυρισμόν συναινετικής συνεύρεσης τους, ως την περιέγραψε ο Κατηγορούμενος κατά τη δική του μαρτυρία. Περιγραφή η οποία δεν μπορεί να μην επισημανθεί πως ήταν και προβληματική επί των δικών όρων, υπό την έννοια ότι περιείχε, ιδωμένη αφ’ εαυτής, αντιφατικούς ισχυρισμούς.  Και εξηγούμε.

 

Κατ’ αρχάς δεν τέθηκε στη Παραπονούμενη ότι φτάνοντας στο πάρκο «την έγλειψαν» αλλά και ότι και η ίδια «τους έγλειψε» και τους αγκάλιασε.  Κατά τον ίδιο τρόπο δεν τέθηκε σε αυτήν η θέση ότι ενώ στέκονταν φίλησε πρώτα τον Κατηγορούμενο στα χείλη και στο λαιμό για 5-10 λεπτά ενώ κάθονταν και σηκώνονταν και ότι μετά περπάτησαν λίγο προς τα μέσα του πάρκου και έκαναν σεξ.  Ούτε όμως της τέθηκε η εν πολλοίς αντιφατική προς τα ανωτέρω θέση ότι κρατούσε και τους δύο και τους έγλειφε επειδή «είναι γερή και δυνατή» και ότι αγκάλιαζε τον ένα και τον άφηνε και έπιανε τον άλλο ξεκινώντας από τον Καταζητούμενο.  Ούτε ότι μετά τα πιο πάνω η ίδια κατέβασε το πάνω μέρος των ρούχων της από πάνω προς τα κάτω ενώ καθόταν σε παγκάκι, ότι την «έγλειψαν» μαζί και ότι μετά πήγαν μέσα στο πάρκο και ζήτησε από τον Καταζητούμενο να πάνε να κάνουν σεξ, ότι μάλιστα άπλωσε και κάτι στο έδαφος προ της συνεύρεσης με τον Καταζητούμενο και ότι μετά τη συνεύρεση της με αυτόν του είπε να πει στον Κατηγορούμενο «πε του να έρθει, η σειρά του» και ότι του έδειξε και η ίδια με τα χέρια της να πάει κοντά της.  Αλλά ούτε και η θέση ότι αυτή έβγαλε το παντελονάκι και το εσώρουχο του Κατηγορούμενου και ότι προ της σεξουαλικής επαφής της με τον τελευταίο προέβη και σε πεολειχία και επίσης τον τράβηξε πάνω της για να έλθουν σε σεξουαλική επαφή. 

 

Πέραν δε των πιο πάνω, κακή εντύπωση άφησε και το ότι παρά το γεγονός ότι η κατάθεση του δόθηκε στην παρουσία μεταφραστή αλλά και του (τότε) δικηγόρου του, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε κατά το στάδιο που κατέθεταν οι μάρτυρες κατηγορίας, εντούτοις ο ίδιος προσπαθώντας να απεμπλακεί από προφανή ψεύδη που περιέχονται σε αυτή, έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι ο δικηγόρος του δεν ήταν παρών, πως δεν ήξερε τί υπέγραψε ή τί είπε και ειδικότερα πως δεν θυμόταν να είπε ότι ο Καταζητούμενος με την Παραπονούμενη πήγαν σε σουπερμάρκετ και ότι ίδιος έμεινε έξω και ότι μετά πέρασε ο αδελφός του και τον πήρε. Την ίδια πρόθεση είχε κατά την κρίση μας και όταν έλεγε στη δική του μαρτυρία ότι ο αστυνομικός τον κρατούσε από το σακάκι και τον τραβούσε από τον ώμο, για να τον πάρει στο δωμάτιο όπου έγινε η αναγνώριση του, αλλά και ότι ο μεταφραστής δεν του εξήγησε ότι η Παραπονούμενη θα τον έβλεπε, αφού ήταν έξω και κάπνιζε και έπινε καφέ.  Θέσεις οι οποίες επίσης δεν τέθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίες ενόσω κατέθεταν.   

 

Τα πιο πάνω βέβαια καθιστούν έτι περαιτέρω την όλη εκδοχή της υπεράσπισης διάτρητη και εντείνουν την αναξιοπιστία της, η οποία ούτως ή άλλως ήταν διάχυτη σε πολλά σημεία και η οποία επισφραγίζεται και από την εκτός λογικής θέση του ότι δήθεν την Παραπονούμενη «την αγάπησε».  Θέση η οποία προδήλως δεν συνάδει με ό,τι ακολούθησε. Και δη τη συνεύρεση της Παραπονούμενης με άλλο πρόσωπο (τον Καταζητούμενο), πριν ο ίδιος συνευρεθεί μαζί της, συνεύρεση την οποία μάλιστα παρακολούθησε ο ίδιος από κοντινή απόσταση.   

 

Με τον ίδιο αλλοπρόσαλλο τρόπο ενώ αναφέρει ότι «αγάπησε» την Παραπονούμενη, θυμάται να αναφέρει σχεδόν ταυτόχρονα ότι είναι αδικία που παραμένει υπό κράτηση αφού έχει «γυναίκα» (σύζυγο) και παιδιά, την οποία σύζυγο βεβαίως είναι προφανές πως απάτησε με την Παραπονούμενη, είτε η συνεύρεση του με την τελευταία ήταν συναινετική είτε όχι. Είναι δε πρόδηλο πως  θυμήθηκε στο τέλος της μαρτυρίας του να αναφερθεί στη σύζυγο και τα παιδιά του, στο πλαίσιο μιας ύστατης προσπάθειας να αποπροσανατολίσει περισσότερο το Δικαστήριο αλλά και για να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια άλλη πιο αξιόπιστη ή ευνοϊκή εικόνα για το άτομο του ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπό αυτές τις περιστάσεις είναι σαφές πως δεν αισθανόμαστε πως η μαρτυρία του αποτελεί ασφαλές έρεισμα για την εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων ζητημάτων και κατ’ επέκταση αδυνατούμε να δεχθούμε και την εκδοχή του ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η συνεύρεση τους. Ένεκα δε των τόσων αντιφάσεων και της εγγενούς αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του στη βάση όλων όσων ανωτέρω συζητήθηκαν, δεν έχουμε πειστεί πως υπό τις περιστάσεις που αναλύσαμε ανωτέρω, ειλικρινώς είχε αποκομίσει την εντύπωση και πράγματι πίστευε κατά τη διάρκεια παραμονής του στο μπαρ αλλά πολύ περισσότερο στη συνέχεια, όταν πήγαν στο πάρκο, πως η Παραπονούμενη επιθυμούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους και δη με τον ίδιο.

 

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα, το ότι μετά συνεύρεση ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος από τη μια και η Παραπονούμενη από την άλλη χωρίστηκαν, πέραν του ότι ήταν παραδεκτό και από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο επιβεβαιώνεται και μέσα από τα σχετικά πλάνα του Τεκμηρίου 1(12) όπου στις 03:23, φαίνεται ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος να επανέρχονται από το ίδιο σημείο (Δ επί του Τεκμηρίου 7) στην οδό Αγ. Μαύρης και να πορεύονται με αντίθετη πορεία χωρίς φανέλες και χωρίς την Παραπονούμενη.   Η δε θέση της Παραπονούμενης ότι μετά τα επίμαχα γεγονότα άρχισε να τρέχει, συνάδει με το ότι εν τέλει δεν εντοπίστηκε στο πάρκο όπου κατά κοινή ομολογία έλαβαν χώρα τα γεγονότα, αλλά σε παρακείμενο σημείο, ήτοι στο σημείο Ε επί του Τεκμηρίου 7.

 

Ως προς τη λοιπή εξέλιξη των γεγονότων άμεσα σχετικά καθίστανται πλέον και τα όσα ζωντανά και άκρως παραστατικά ανέφερε η Μ.Κ.4, η μαρτυρία της οποίας ήταν πραγματικά καθηλωτική.  Μέσα δε από αυτήν καταρρίπτεται, ως θα διαφανεί κατωτέρω και από απόψεως χρόνου, το όποιο υποθετικό σενάριο εμπλοκής άλλου προσώπου. Η εν λόγω μάρτυρας σε συνοχή με την Παραπονούμενη έδωσε την ίδια σε γενικές γραμμές περιγραφή της βραδιάς από την αρχή μέχρι και του σημείου όπου σταμάτησε να έχει επαφή μαζί με την Παραπονούμενη, αναδεικνύοντας με ειλικρίνεια και αυτή, ό,τι και η Παραπονούμενη τόνισε, ότι δηλαδή τη δεδομένη βραδιά είχαν μια χαρούμενη διάθεση, πηγαινοέρχονταν, διασκέδαζαν και περνούσαν ωραία.  Πράγμα το οποίο με τη σειρά του δικαιολογεί και το ότι δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με πάσα λεπτομέρεια το πού πήγαν και τί έκαναν και με ποια σειρά, μέχρι το σημείο βέβαια που συνειδητοποίησε πως η Παραπονούμενη είχε φύγει.  Σημείο από το οποίο, ως χαρακτηριστικά ανέφερε, «τα πάντα ήταν ξεκάθαρα», θέση καθ’ όλα λογική και αποτυπώνουσα την ανησυχία που ευλόγως την κυρίευσε και η οποία επιμαρτυρείται και από τις μετέπειτα ενέργειες της, στις οποίες θα αναφερθούμε  πιο κάτω.

 

Ό,τι άλλο αξίζει πάντως να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο από τη μαρτυρία της, είναι αυτό που και τα ίδια τα πλάνα επιβεβαιώνουν, ότι δηλαδή από τη στιγμή που έφυγε με το αγόρι που είχε γνωρίσει για να πάνε σε άλλο μπαρ, επέστρεφε ανά διαστήματα για να ελέγξει την Παραπονούμενη (βλ. σχετικά (α) Τεκμήριο 1(10)-Part 1, ώρα (πραγματική) 1:08:00, 1:16:44, 1:52:20, και (β) (α) Τεκμήριο 1(10)-Part 2 2:48:12[10]), ενδεικτικό του ότι ως και η ίδια πειστικά ανέφερε είχε την έγνοια της φίλης της.  Εν τέλει δε φαίνεται, πως σε πλήρη συνοχή με τις προηγούμενες διαπιστώσεις μας η Μ.Κ.4 εντοπίζει την απουσία της Παραπονούμενης στις 02:52:37[11] (βλ. Τεκμήριο 1(10)), όταν μεταβαίνει στο σημείο που ήταν πριν η Παραπονούμενη με τον Καταζητούμενο και τον Κατηγορούμενο και κοιτάζει δεξιά αριστερά σαν να την ψάχνει, εν συνεχεία προχωρεί προς το βάθος του μπαρ και ακολούθως επιστρέφει στο σημείο όπου προηγουμένως βρισκόταν η Παραπονούμενη, ξανακοιτάζει δεξιά και αριστερά, φαίνεται να ανταλλάσσει νοήματα με πρόσωπο που βρίσκεται εντός του μπαρ ο οποίος της γνέφει δείχνοντας της την έξοδο (προφανώς υπονοώντας πως τα άτομα που ήταν προηγουμένως εκεί έφυγαν) και ακολούθως φαίνεται να εξέρχεται και η ίδια στις 02:53:45 και να κοιτάζει δεξιά-αριστερά. 

 

Η ανησυχία της όμως επιβεβαιώνεται και από τις αλλεπάλληλες κλήσεις προς την Παραπονούμενη που ακολουθούν και για τις οποίες η Μ.Κ.4 άντλησε γνώση από το κινητό της, και δη από το ιστορικό κλήσεων με την Παραπονούμενη κατά τον κρίσιμο χρόνο. Βεβαίως η συνήγορος υπεράσπισης της υπέβαλε πως δεν φαίνονται οι αλλέπάλληλες στις οποίες αναφέρθηκε και πως το κινητό της καταγράφει μόνο μέχρι την 17.7.23 και όχι προηγουμένως και ότι επομένως δεν περιλαμβάνει τις κλήσεις της 9.7.23.  Η ίδια ενέμεινε στη θέση της, απαντώντας χαρακτηριστικά και υποδεικνύοντας το κινητό της προς τη συνήγορο υπεράσπισης: «Αυτό δεν είναι αλήθεια, υπάρχει εδώ.  Είναι εδώ. Μπορείς να δεις όλες τις κλήσεις από τον καιρό που είχα το τηλέφωνο».  Χωρίς στη συνέχεια να της τεθεί οποιαδήποτε άλλη θέση ή να αμφισβητηθεί περαιτέρω η μάρτυρας επί του ζητήματος αυτού ή και να της ζητηθεί από τη συνήγορο υπεράσπισης που είχε την ευχέρεια να επιθεωρήσει το κινητό της, να παρουσιάσει τις επίδικες κλήσεις, για να τη διαψεύσει, με αποτέλεσμα να αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της επί του προκειμένου.

 

Με βάση λοιπόν τις καταγραφές στο κινητό της, προκύπτει πως την καλεί πράγματι αμέσως μετά και συγκεκριμένα στις 02:54 και μετά εκ νέου ένα λεπτό αργότερα. Στη συνέχεια της αποστέλλει μήνυμα και αφού δεν λαμβάνει απάντηση σε αυτό, την επανακαλεί στις 03:06 και στις 03:07, με την τελευταία της κλήση της να λαμβάνει χώρα στις 03:16, χωρίς η Παραπονούμενη να απαντήσει σε οποιαδήποτε εξ αυτών.  Γεγονός το οποίο συνάδει με το ότι κατά το χρόνο αυτό λάμβαναν χώρα τα επίμαχα γεγονότα εξ ου και το πρώτο τηλεφώνημα της Παραπονούμενης προς τη Μ.Κ.4 τοποθετήθηκε από τη Μ.Κ.4 στις 03:21 με βάση πάντα τις καταγραφές στο κινητό της.  Ακολουθούν δε άλλες δύο κλήσεις της Παραπονούμενης προς τη Μ.Κ.4  στις 03:22 και 03.24, κλήσεις στις οποίες η Μ.Κ.4 δεν απάντησε, επειδή είχε το τηλέφωνο της στο αθόρυβο και έτσι στις 03:27 την κάλεσε η ίδια η Μ.Κ.4 πίσω. Το τηλεφώνημα αυτό ήταν διάρκειας περί τα 50 δευτερόλεπτα, η Παραπονούμενη δεν μιλούσε, η Μ.Κ.4 νόμισε ότι η Παραπονούμενη βρισκόταν σε κάποια μπυραρία και δεν την άκουγε. Στη συνέχεια προσπάθησε να της εξηγήσει που βρισκόταν και να της στείλει φωτογραφία για να της υποδείξει πού ήταν, αλλά το τηλέφωνο της δεν την έστελνε έτσι αναγκάστηκε να καλέσει ξανά την Παραπονούμενη στις 03:31, οπόταν η τελευταία δεν απάντησε, όμως την κάλεσε πίσω στις 03:37. Τότε ήταν που είχαν μια μακρύτερης διάρκειας συνομιλία και αυτή τη φορά η Μ.Κ.4 είχε συνειδητοποιήσει ότι η Παραπονούμενη έκλαιγε και ότι κάτι κακό είχε συμβεί, και είναι σε αυτό το τηλεφώνημα που η Παραπονούμενη της είχε πει ότι είχε βιαστεί, που ήταν και η μόνη πρόταση που, ως χαρακτηριστικά η Μ.Κ.4 ανέφερε, έβγαζε νόημα από τα λεγόμενα της Παραπονούμενης.  

 

Μάλιστα με αυθορμητισμό και αμεσότητα η Μ.Κ.4 τόνισε πως ενώ η Παραπονούμενη είναι πολύ ανεξάρτητη ως άτομο, κατ’ εκείνο το χρόνο ήταν “αβοήθητη” και έπρεπε η ίδια να την καθοδηγήσει για να μπορέσει να της δώσει λεπτομέρειες για να την εντοπίσει, και συγκεκριμένα της έλεγε ότι έπρεπε να ψάξει για μια διεύθυνση, μια πινακίδα, ένα ξενοδοχείο και αυτή δεν της απαντούσε και δεν αντιδρούσε. Εντέλει κατάφερε να εντοπίσει με τη βοήθεια του google maps ότι βρισκόταν στην οδό Γ. Ρίτσου και τελικά, συνομιλώντας μαζί της καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής για να τη συναντήσει, τη βρήκε έξω από μια παλιά μπυραρία με το όνομα «Αθλος».  Ως συγκεκριμένα ανέφερε την εντόπισε γύρω στις 03:55:56, αφού τότε λήγει η τελευταία κλήση μαζί της, η οποία είχε αρχίσει γύρω στις 03:43 όταν την είχε καλέσει και της μιλούσε ενώ έτρεχε να πάει κοντά της για να μην είναι μόνη της και να φοβάται.     

 

Στο σημείο αυτό όμως και προτού προχωρήσουμε με τα περαιτέρω γεγονότα οφείλουμε να σημειώσουμε πως με βάση το πιο πάνω χρονικό πλαίσιο, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε κατ’ ουσίαν, είναι προφανές πως εφόσον ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος χρειάζονταν το πολύ δύο λεπτά για να φτάσουν στο σημείο Δ μετά την ολοκλήρωση των σεξουαλικών επαφών τους με την Παραπονούμενη, και καταγράφονται στην οδό Αγ. Μαύρης στις 03:23, σημαίνει πως χωρίστηκαν από την Παραπονούμενη  περί τις 03:21.  Η ώρα 03:21 όμως είναι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.4, η ώρα κατά την οποία η Παραπονούμενη την καλεί για πρώτη φορά και δεν της απαντά και ακολουθεί άλλη κλήση στις 03:22 και άλλη μια στις 03:24 και επιτυγχάνουν τελικά μια πρώτη επικοινωνία στις 03:27 και απ’ εκείνη τη στιγμή καταβάλλουν συνεχείς προσπάθειες και είναι σε διαρκή επικοινωνία για να μπορέσουν να συνεννοηθούν και να εντοπίσουν η μια την άλλη. Επομένως είναι προφανέστατο πως και ως θέμα λογικής δεν παρέχεται ούτε χρονικά η ευχέρεια για την εμπλοκή οιουδήποτε άλλου προσώπου, πόσω δε μάλλον, άλλων δύο προσώπων, τα οποία μέσα σε αυτά τα ελάχιστα λεπτά που επιχειρούντο επικοινωνίες μεταξύ των δύο, να τη βίασαν διαδοχικά. Επαναλαμβάνουμε βέβαια πως ούτως ή άλλως θέση της Παραπονούμενης ήταν πάντοτε πως τα άτομα που συνερεύθηκαν μαζί της χωρίς τη θέληση της ήταν δύο και ήταν αυτά με τα οποία διασκέδαζε κατά το τέλος της παραμονής της στη μπυραρία  «Πειρατές» και με τα οποία αναχώρησε απ’ εκεί, με τα άτομα αυτά να μην αμφισβητείται πως ήταν ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος.    

 

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα πρέπει να λεχθεί πως δεν αμφισβητήθηκε πως το σημείο όπου βρέθηκαν τελικά οι δύο φίλες ήταν το σημείο Ε επί του Τεκμηρίου 7.  Απ’ εκεί και πέρα με έντονη γλαφυρότητα και χαρακτηριστική φυσικότητα, η Μ.Κ.4 μετέφερε το τί αντίκρυσε.  Η μαρτυρία της έρρεε τόσο αβίαστα και το περιεχόμενο της περιείχε τέτοιες παραστατικές λεπτομέρειες, που δεν άφησε καμμιά απολύτως αμφιβολία σε εμάς πως, ό,τι μας μετέφερε, ήταν τα γεγονότα ως τραυματικά τα βίωσε η ίδια. Και λέγουμε τούτο αφού σε κάποιες στιγμές, βρισκόταν σε τέτοια φόρτιση, που έκλαιγε. Παρά την προθυμία μας δεν θεωρούμε πως μπορούμε να μεταφέρουμε παραστατικότερα απ’ ότι η ίδια, την ιδιαίτερα κακή κατάσταση στην οποία εντόπισε την Παραπονούμενη.  Ανέφερε επί λέξει τα εξής κατά την κυρίως εξέταση της:

  

«Καθόταν σε μια γωνία του δρόμου και έκλαιγε. Το πρόσωπο της και τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, πιθανόν επειδή έκλαιγε.  Τα μαλλιά της ήταν πολύ ανακατωμένα, όπως ξυπνάς το πρωί και είχα παρατηρήσει ότι τα μαλλιά της ήταν πολύ λερωμένα και είχε μικρά κλαδιά.  Φαινόταν πολύ φοβισμένη και λυπημένη». 

 

Ασφαλώς την όλη εικόνα συμπλήρωσε η λεπτομερής περιγραφή του τρόπου με τον οποίο καθόταν, ήτοι με τα χέρια σταυρωμένα, γερμένη προς τα μπροστά, έχοντας δηλαδή τη στάση που λαμβάνεις όταν θέλεις προστατεύσεις τον εαυτό σου.  Η ίδια την αγκάλιασε και τη ρώτησε τί έγινε και η ίδια της ανέφερε ότι είχε βιαστεί από δύο άτομα αφού προηγουμένως της ζήτησαν να τους ακολουθήσει σε ένα άλλο νυχτερινό κέντρο, πράγμα που έπραξε διότι τους είχε εμπιστευτεί. Αντ’ αυτού, αυτοί την πήραν σε ένα έρημο και σκοτεινό μέρος όπου την ανάγκασαν να κάνει σεξ και με τους δύο.  

 

Τονίζεται πως ουδέποτε τέθηκε είτε στην Μ.Κ.4 ότι τα όσα περιέγραψε ενδέχετο να ήταν αποτέλεσμα θεατρινισμού, πράγμα το οποίο ούτως ή άλλως αποκλείουμε έχοντας υπόψη και το σύνολο της μαρτυρίας της Παραπονούμενης. Η δε παθητικότητα που σύμφωνα με τη Μ.Κ.4 χαρακτήριζε τη δεδομένη στιγμή την Παραπονούμενη, συνάδει περαιτέρω με τη θέση της Μ.Κ.4 πως κατέστη σαφές στην ίδια ότι θα έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση, οπόταν αφού εντόπισε τυχαία ένα διαθέσιμο ταξί μπήκαν μέσα.   Το σημαντικότερο όμως ήταν η αναντίλεκτη θέση της Μ.Κ.4 ότι, ενώ βρισκόντουσαν μέσα στο ταξί, ήταν η ίδια που αποφάσισε και κατηύθυνε την Παραπονούμενη να πάνε στον Αστυνομικό Σταθμό, αφού η Παραπονούμενη λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ήθελε να πάει στο ξενοδοχείο και όχι στην Αστυνομία.  Χαρακτηριστική ήταν πάντως και η αναφορά της Μ.Κ.4 πως και αυτό ήταν εκτός του χαρακτήρα της Παραπονούμενης, με την οποία ήταν, ως παρέμεινε αναντίλεκτο, φίλες 7-8 χρόνια και την γνώριζε επομένως πολύ καλά. Ως συγκεκριμένα ανέφερε η «κανονική» Παραπονούμενη θα ήθελε να μεταβεί στο Σταθμό και να προβεί σε καταγγελία,  αντ’ αυτού όμως ήταν η ίδια που της εξήγησε και την καθοδήγησε ότι είναι σημαντικό να πάνε στην Αστυνομία, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε και το οποίο καταρρίπτει την όποια υπόνοια περί εκδικητικής καταγγελίας.  Και τούτο αφού αν πράγματι υποκινείτο από αλλότρια ή εκδικητικά κίνητρα, η καταγγελία στην αστυνομία θα ήταν το πρώτο μέλημα της Παραπονούμενης, κάτι το οποίο προφανώς δεν ήταν.  Αφήνοντας κατά μέρος πως, ούτε και κίνητρο για τέτοιας φύσης καταγγελία δεν αναδύθηκε από τα ενώπιον μας δεδομένα, αφού η Παραπονούμενη με τον Κατηγορούμενο δεν είχαν κάποια προϊστορία ή οποιεσδήποτε άλλες διαφορές.  Είχαν μόλις γνωριστεί την επίδικη νύχτα.

 

Έγινε πολύς λόγος κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.4 ως προς το χρόνο που έδωσε την κατάθεση της (Τεκμήριο 3). Θέση της ήταν πως τα όσα στην κατάθεση της καταγράφονται τα είχε αναφέρει κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 9.7.23, όταν μετέβησαν στην Αστυνομία και όχι στις 12.7.23 στις 19:00 ως καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 3, ημερομηνία κατά την οποία ως ανέφερε της έφεραν απλώς την κατάθεση της για να την υπογράψει και κατά την οποία πράγματι την υπέγραψε.  Μάλιστα ως πειστικά εξήγησε η Μ.Κ.4 ίσως ο λόγος που καταγράφηκε 12.7.23 να ήταν διότι τότε είχε καθαρογραφεί το κείμενο της κατάθεσης την οποία υπέγραψε. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο τα γεγονότα να εξελίχτηκαν με αυτό τον τρόπο, ιδίως αφού η Μ.Κ.1 που έλαβε την κατάθεση είχε ήδη καταθέσει όταν έδωσε τη μαρτυρία της η Μ.Κ.4 και δεν είχε την ευχέρεια να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος.  Ούτε βέβαια θεωρούμε ότι μπορεί το ζήτημα αυτό να κρίνει ή να επηρεάσει τη γενικά καλή εικόνα που άφησε σε εμάς η Μ.Κ.4, ειδικά εφόσον ως διαφάνηκε η ουσία των καταγραφέντων αποτελεί πράγματι τα γεγονότα που επιθυμούσε να εξιστορήσει η μάρτυρας.      

 

Είναι βέβαια γεγονός πως η μάρτυρας διευκρίνισε πως το αγόρι που αναφέρει στην κατάθεση της ότι το γνώρισε στην μπυραρία «Πειρατές», το είχε στην πραγματικότητα γνωρίσει προηγουμένως, θέση που δεν αμφισβητήθηκε και συνάδει και με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, έτσι που θεωρούμε ότι πράγματι εκ παραδρομής δεν αποτυπώθηκε ορθά στην κατάθεση της, χωρίς ωστόσο τούτο να επηρεάζει την αλήθεια του πράγματος. Πρόκειται για μια επουσιώδη λεπτομέρεια την οποία όμως ήταν προφανές πως ήθελε να θέσει ορθά ενώπιον μας, πράγμα ενδεικτικό της ειλικρίνειας της και της αντίληψης της ότι ήταν σημαντικό να αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια, ακόμη και για επιμέρους ζητήματα. Κατά τον ίδιο τρόπο και λαμβανομένης υπόψη της γενικότερης καλής εικόνας που άφησε η μάρτυρας και χωρίς ενδοιασμό αποδεχόμαστε τη θέση πως η αναφορά στην κατάθεση της, ότι η Παραπονούμενη ήταν τρομοκρατημένη και ζαλισμένη από το αλκοόλ και δεν μπόρεσε να αντιδράσει, δεν προκύπτει από αναφορές της ίδιας της Παραπονούμενης αλλά αποτελεί δική της κρίση και θέση επί του τί είχε συμβεί. Αφού ως πειστικά ανέφερε, κατά την ίδια ο τρόπος που αντέδρασε η Παραπονούμενη ήταν απόλυτα φυσιολογικός και ποτέ δεν την ρώτησε μια τέτοια ερώτηση για να ετίθετο θέμα να της αναφέρει την απάντηση αυτή.  

 

Εν γένει δε σημειώνουμε πως παρόλο που είχαμε αδιάλειπτα στο μυαλό μας πως η Μ.Κ.4 συνδέεται φιλικά με την Παραπονούμενη και συνεπώς είχε κίνητρο να επιθυμεί να στηρίξει την εκδοχή της φίλης της, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο κατέθετε αλλά πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, το οποίο συνάδει με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία και ελέγχεται θετικά σε σχέση με αυτήν με τον τρόπο που πιο πάνω επεξηγήσαμε, δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία σε εμάς πως επρόκειτο πράγματι περί μιας καθ’ όλα αξιόπιστης μάρτυρος.  

 

Ό,τι δε αξίζει να σημειώσουμε καταληκτικά είναι πως με την άφιξη της Παραπονούμενης και της Μ.Κ.4 στον αστυνομικό σταθμό μετά από πρωτοβουλία της τελευταίας, ακολούθησε η εμπλοκή της Μ.Κ.1 και τα γεγονότα ως τα καταγράφουμε στην αρχή της ενότητας αυτής.

 

Γ. Ενισχυτική Μαρτυρία

 

Στο σημείο αυτό και στη βάση των όσων προηγουμένως αναφέραμε σημειώνουμε ότι το υπό εξέταση αδίκημα στηρίζεται στο άρθρο 144 του Κεφ. 154 καθώς και στο άρθρο 29 του Ν. 115(Ι)/21, η συνδυασμένη θεώρηση των οποίων οδηγεί στο ότι δεν είναι απαραίτητη πλέον η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σχέση με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης ούτε και η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη μαρτυρία της, καθ’ όσον αφορά το αδίκημα του βιασμού.  Φαίνεται εν ολίγοις ότι το άρθρο 29 έχει καταργήσει και τον κανόνα πρακτικής του κοινοδικαίου περί αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και της ανάγκης αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου, όταν τέτοια μαρτυρία δεν εντοπίζεται, στην περίπτωση του αδικήματος του βιασμού το οποίο εδράζεται στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154.  Κανόνας πρακτικής ο οποίος, ως προκύπτει και από τα λεχθέντα στη Σ.Σ. (ανωτέρω) είχε παραμείνει σε ισχύ σε σχέση με σεξουαλικής φύσεως αδικήματα που εδράζονταν στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, ακόμα και μετά τις καταργήσεις που επήλθαν σε άλλα νομοθετήματα.

 

Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως στην υπόθεση A.R.R. v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 20/22, ημερ. 30.4.24, το Εφετείο, υπέδειξε πως ακόμα και εκεί όπου δεν εφαρμόζεται ο κανόνας πρακτικής, το Δικαστήριο δύναται να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας, βάσει των αποφασισθέντων στην Makanjuola (1995) 2 Cr. App. R. 469, η οποία ακολουθείται από την Κυπριακή νομολογία (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), και Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023). Έγινε συγκεκριμένα επίκληση του κάτωθι αποσπάσματος από την απόφαση του Λόρδου Αρχιδικαστή Taylor, στη Makanjuola:

 

"The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case, if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints, or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness's evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all, of the factors which the judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury".

 

(βλκαι Blackstone’s Criminal Practice 2023, F5.8, Archbold 2021, παρ. 4-474).  

Αξίζει δε να σημειωθεί πως στην  Ε. Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ως παράδειγμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας μετά την κατάργηση του κανόνα πρακτικής, αναφέρεται η περίπτωση υποβολής καθυστερημένου παραπόνου σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις, ή προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση και στη βάση των όσων έχουμε αναφέρει δεν θεωρούμε πως η παρούσα είναι περίπτωση όπου κρίνεται αναγκαία η ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας στη βάση των νομολογηθέντων στην υπόθεση Makanjuola ή και άλλως πως.   Σημειώνουμε δε σχετικά πως έχουμε στρέψει την προσοχή μας στο ενδεχόμενο η καταγγελία της να υποκινήθηκε από αλλότρια ή εκδικητικά κίνητρα, ενδεχόμενο το οποίο όμως προσκρούει τόσο στο γεγονός ότι δεν εντοπίζονται λόγοι για τους οποίους η Παραπονούμενη θα επιδίωκε να καταδικάσει ψευδώς τον Κατηγορούμενο με τον οποίο δεν είχε οποιεσδήποτε διαφορές, αφού τον είχε γνωρίσει μόλις εκείνο το βράδυ και αφετέρου τέτοιο ενδεχόμενο δεν συνάδει ούτε και με το γεγονός ότι για να μεταβεί να καταγγείλει το συμβάν παρακινήθηκε από τη φίλη της, αφού ως προκύπτει από τα ευρήματα μας, η ίδια δεν είχε τέτοια πρόθεση κατά τον εν λόγω χρόνο. Περαιτέρω δεν έχουμε εντοπίσει να έχει υποπέσει σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις ή να έχει μεταβάλει την εκδοχή της επί οιουδήποτε ουσιαστικού μέρους, αλλά αντίθετα ως υποδείξαμε και ανωτέρω στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της παρέμεινε απόλυτα σταθερή στα όσα εξ αρχής προέβαλε.  Ούτε όμως εντοπίζεται οποιαδήποτε καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου η οποία να μας δημιουργεί οποιεσδήποτε αμφιβολίες αναφορικά με τη γνησιότητα τούτου, αλλά αντιθέτως φαίνεται ότι η Παραπονούμενη εξιστόρησε τα όσα είχε υποστεί αμέσως στη Μ.Κ.4 κατά τρόπο συνάδοντα με τα όσα αμέσως μετά κατήγγειλε στην αστυνομία και στη συνέχεια υποστήριξε ενώπιον μας.   

 

Ανεξαρτήτως όμως τούτου, ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί πως στην προκειμένη περίπτωση όφειλε το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία σημειώνουμε πως ως θα διαφανεί πιο κάτω, τέτοια μαρτυρία υπάρχει.

 

Ως προς το τι θα μπορούσε να συνιστά ενισχυτική μαρτυρία παραπέμπουμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ.258. Αναμφίβολα η τυχόν στοιχειοθέτηση ενός άμεσου παραπόνου και δη οι λεπτομέρειες του θα μπορούσαν δυνητικά να συνιστούν μια τέτοια ενίσχυση, στη βάση των προνοιών του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 και των σχετικών νομολογιακών αρχών (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σ. 514 επ.). Σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση ενός τέτοιου παραπόνου αρκούμαστε στο να πούμε ότι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να έχει καταδεχθεί ότι το παράπονο έγινε (i) ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, (ii) προς το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο μίλησε το φερόμενο θύμα ή προς το πρόσωπο το οποίο κρίνεται πως ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο και (iii) ήταν αυθόρμητο (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ.618).

 

Στην προκειμένη περίπτωση αμέσως μετά το περιστατικό η Παραπονούμενη επικοινώνησε με τη Μ.Κ.4, στην οποία ανέφερε τηλεφωνικώς ότι βιάστηκε κλαίγοντας, ήταν πολύ αναστατωμένη και όταν εν τέλει κατάφεραν να συναντηθούν της επανέλαβε ότι βιάστηκε από δύο πρόσωπα τα οποία της είχαν πει ότι θα την έπαιρναν σε άλλο νυχτερινό club και αντί τούτου την πήραν σε ένα απόμερο μέρος και τη βίασαν διαδοχικά. Η αναφορά της Παραπονούμενης προς τη Μ.Κ.4 έλαβε χώρα πολύ λίγα λεπτά μετά το συμβάν, και η όποια ολιγόλεπτη καθυστέρηση παρατηρήθηκε οφείλετο στο ότι η Μ.Κ.4 είχε το τηλέφωνο της σε σίγαση και δεν άκουσε τις κλήσεις με τις οποίες η Παραπονούμενη την καλούσε.  Η Μ.Κ.4 είναι φίλη, επί σειρά ετών, με την Παραπονούμενη και ήταν το μοναδικό πρόσωπο που τη συνόδευε στις διακοπές της στην Κύπρο και επομένως θεωρούμε πως ήταν αναμφίβολα και το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο λογικά θα μπορούσε να απευθυνθεί για να αναφέρει το τί συνέβη, ενώ ως προς την περιγραφή των όσων συνέβησαν, τα όσα η Μ.Κ.4 ανέφερε ότι της λέχθηκαν από την Παραπονούμενη συνήδαν με τα όσα η Παραπονούμενη προώθησε ενώπιον μας.  

Ως προς το αυθόρμητο του παραπόνου έχει ήδη γίνει αναφορά στον πραγματικά καθηλωτικό τρόπο με τον οποίο η Μ.Κ.4 περιέγραφε λεπτό προς λεπτό τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της, συμπεριλαμβανομένης και της αναστάτωσης της Παραπονούμενης η οποία τόσο τηλεφωνικώς όσο και στη συνέχεια όταν συναντήθηκαν, κλαίγοντας της αφηγήθηκε τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν. Στη βάση των ανωτέρω καταλήγουμε ότι αναμφίβολα η αναφορά της Παραπονούμενης προς τη Μ.Κ.4 συνιστά άμεσο παράπονο εν τη εννοία που προαναφέρθηκε και ως εκ τούτου θεωρούμε πως μπορεί συνεπώς να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία εν σχέσει με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης.

 

Έχοντας αναφερθεί στην αναστατωμένη κατάσταση της Παραπονουμένης, σημειώνουμε ότι η ορατή αναστάτωση του θύματος, όπως διαπιστώνεται από τρίτους μπορεί επίσης να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία των ισχυρισμών του θύματος, εάν η μαρτυρία αυτή είναι αξιόπιστη και ανεξάρτητη (R v Redpath (1962) 46 Cr App R 319).

 

Στην R v Chauhan ( 1981) 73. Cr App R 232) ο εφεσείων βρισκόταν σε γραφείο μόνος μαζί με την Παραπονούμενη. Η τελευταία, ισχυρίστηκε ότι ενώ συνομιλούσαν, της άγγιξε το στήθος και προσπάθησε να τη φιλήσει. Κλαίγοντας και για να διαφύγει, έτρεξε προς την τουαλέτα του πάνω ορόφου. Συνάδελφος που την άκουσε να κλαίει, την ακολούθησε τρέχοντας. Όταν την έφτασε, του ανέφερε τι είχε συμβεί. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι από τη στιγμή που υπήρχαν μόνο δύο πρόσωπα στο δωμάτιο με εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές ως προς το τι είχε λάβει χώραν, η κατάσταση της Παραπονουμένης, αμέσως μετά την έξοδό της από εκεί, αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία των ισχυρισμών της.

 

Στην Κύπρο το ζήτημα συζητήθηκε στην υπόθεση Καϊλής ν Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, όπου ο εφεσείων αντιμετώπιζε, μεταξύ άλλων, κατηγορίες απαγωγής και βιασμού της Παραπονουμένης, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 14 ½ . Ο εφεσείων αντί να την επιστρέψει στον χώρο από όπου την είχε παραλάβει, την οδήγησε με το όχημά του σε λόφο και ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Ήταν παρθένα και άρχισε να αιμορραγεί. Αφού της ανέφερε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν παρθένα, την επέστρεψε από εκεί που την πήρε και την άφησε στον δρόμο. Ήταν φοβισμένη και τρομοκρατημένη και πονούσε πολύ. Μετέβη στην οικία γνωστού της και ακολούθως γνωστοποίησε το περιστατικό σε φίλη της και στη μητέρα της. Στην καταδικαστική απόφαση, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ως ενισχυτική μαρτυρία την κακή κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί η Παραπονούμενη. Στην έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η κατάσταση αναστάτωσης, αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία (μολοταύτα περιορισμένης βαρύτητας), μονάχα εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και ότι τέτοιες υπάρχουν όπου οι συνθήκες υποβολής του παραπόνου αποκλείουν προσποίηση, θεατρινισμό, πλαστότητα ή παραποίηση (βλ. επίσης Brierley v Αστυνομίας, Ποιν. Eφ. 101/11 ημερομηνίας 19.07.12).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ήδη αναφερθεί στον πραγματικά καθηλωτικό τρόπο με τον οποίον η Μ.Κ.4 μετέφερε σε εμάς την ιδιαίτερα κακή και αναστατωμένη κατάσταση στην οποία εντόπισε την Παραπονούμενη λίγα μόνο λεπτά μετά την επέλευση των επίμαχων γεγονότων και αφού προηγουμένως είχαν συνομιλήσει στο τηλέφωνο, οπόταν και της είχε αναφέρει κλαίγοντας πως είχε βιαστεί. Μάλιστα όπως εξήγησε, η ίδια είχε συνομιλία μαζί της, καθ’ ον χρόνο έτρεχε για να πάει να τη συναντήσει.   Όπως δε η ίδια ανέφερε, η Παραπονούμενη παρότι άτομο δυναμικό, τη δεδομένη στιγμή ήταν «αβοήθητη» και έπρεπε η ίδια να την καθοδηγήσει τόσο για να μπορέσει να της δώσει λεπτομέρειες της τοποθεσίας όπου βρισκόταν αλλά και για να μεταβεί σε αστυνομικό σταθμό να υποβάλει καταγγελία. Καταγγελία, που ενώ υπό άλλες συνθήκες, ως η Μ.Κ.4 εξήγησε, η Παραπονούμενη θα έσπευδε να υποβάλει, τη δεδομένη στιγμή επιζητούσε να πάει στο ξενοδοχείο. Στοιχεία τα οποία συνθέτουν περαιτέρω και εν τέλει ολοκληρώνουν την όλη αναστατωμένη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Παραπονούμενη.

 

Στην εν λόγω μάρτυρα η οποία περιέγραψε με περισσή λεπτομέρεια την κατάσταση στην οποία βρήκε την Παραπονούμενη, ποτέ δεν τέθηκε οποιαδήποτε η θέση ότι τα όσα αντελήφθη και παραστατικά μας μετέφερε αποτελούσαν αντικείμενο προσποίησης ή θεατρινισμού, από πλευράς της Παραπονουμένης. Έχοντας δε υπόψη και το σύνολο της μαρτυρίας της ίδιας της Παραπονουμένης, την οποία έχουμε αξιολογήσει με τον τρόπο που πιο πάνω εμφαίνεται και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τη χρονική εξέλιξη των γεγονότων, πράγματι θεωρούμε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες υπέβαλε το παράπονό της προς τη Μ.Κ.4 η Παραπονούμενη, είναι τέτοιες που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να τις λάβει υπόψη και να τις κατατάξει ως ενισχυτική μαρτυρία της ίδιας. Προς τούτο τονίζουμε πως έχουμε ήδη προειδοποιηθεί επισταμένα για τους πολύ πιθανούς κινδύνους η μαρτυρία αυτή να είναι προσποιητή και κατασκευασμένη. Όμως αποκλείουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έχοντας υπόψη τη χρονική εξέλιξη των γεγονότων, την αμεσότητα της μαρτυρίας της Μ.Κ.4, αλλά και το περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 και τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες που μας μετέφερε όπως ήταν ο τρόπος που καθόταν, τα πρησμένα της μάτια αλλά και τα μαλλιά της, στα οποία υπήρχαν κλαδιά, στοιχείο που αναμφίβολα συνάδει με τη θέση της Παραπονούμενης ότι την είχαν ξαπλώσει στο έδαφος.

 

Δ. Νομική Πτυχή

 

Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε την υπεράσπιση, ήταν το ζήτημα της διαδικασίας αναγνώρισης του Κατηγορούμενου κατά το ανακριτικό στάδιο, η οποία κατά την υπεράσπιση έγινε με λανθασμένο τρόπο[12]. Η διεξαγωγή μιας αναγνωριστικής διαδικασίας έχει προφανή σκοπό την κατάδειξη της ταυτότητας ενός ή περισσότερων προσώπων που εμπλέκονται σ’ ένα έγκλημα. Στην προκειμένη περίπτωση έγινε παραδεκτό τόσο δια της αντεξέτασης της Παραπονούμενης όσο και από τον Κατηγορούμενο στη δια ζώσης μαρτυρίας του, ότι ο τελευταίος ήταν ένα εκ των δύο προσώπων με τα οποία η Παραπονούμενη εγκατέλειψε το νυχτερινό κέντρο όπου προηγουμένως διασκέδαζε μαζί τους και τα οποία ήρθαν διαδοχικά σε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη. Για τους λόγους δε που ήδη εξηγήσαμε στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχουμε αποκλείσει το ενδεχόμενο να παρεισέφρησαν άλλα πρόσωπα στη σκηνή. Συναφώς, εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με περίπτωση αναζήτησης της ταυτότητας των προσώπων που ήρθαν σε σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη κατά τα επίδικα γεγονότα. Και τούτο διότι η θέση της Παραπονούμενης ως προς τα πρόσωπα αυτά υποστηρίζεται και ουσιαστικά επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, χωρίς τα υποθετικά σενάρια που προώθησε η υπεράσπιση να δύνανται να δημιουργήσουν οποιαδήποτε πραγματική αμφιβολία σε σχέση με το ζήτημα αυτό, για όλους τους λόγους που λεπτομερώς αναλύσαμε ανωτέρω, όπου επίσης επεξηγήσαμε και το γιατί δεν θεωρούμε την παρούσα ως περίπτωση στην οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές της υπόθεσης Turnbull (ανωτέρω).

 

Τονίζουμε βεβαίως εδώ ότι έχουμε υπόψη μας ότι δεν είναι σε κάθε περίπτωση που είναι παραδεκτή η παρουσία του κατηγορούμενου στη σκηνή, που απαλείφεται η υποχρέωση εφαρμογής των αρχών της Turnbull (ανωτέρω) και της σχετικής αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου[13]. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα, η περίπτωση όπου ο Κατηγορούμενος δεν αμφισβητεί ότι ήταν παρών μαζί με άλλα πρόσωπα σε κάποιο δημόσιο χώρο όπου έλαβε χώρα κάποιο βίαιο επεισόδιο, αλλά ο ίδιος αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή στα γεγονότα. Η περίπτωση αυτή όμως, διαφοροποιείται άρδην από την παρούσα, όπου τα πρόσωπα που εμπλέκονται είναι μόνον δύο (ο Κατηγορούμενος και ο Καταζητούμενος) και δεν αμφισβητείται πως αυτά τα δύο πρόσωπα πράγματι είχαν σεξουαλική επαφή με την Παραπονούμενη διαδοχικά, μετά που εγκατέλειψαν το νυχτερινό κέντρο όπου προηγουμένως διασκέδαζαν, ως και η ίδια δηλαδή ισχυρίζεται, αφου το μόνο που προβάλλει η υπεράσπιση είναι πως ενδεχομένως μετά την εν λόγω επαφή να ακολούθησε άλλη, ή πιο ορθά άλλες δύο επαφές, με άλλα πρόσωπα τα οποία να ήταν αυτά που εμπλέκονται στη μη συναινετική επαφή για την οποία η Παραπονούμενη υπέβαλε καταγγελία.  Θέση την οποία βεβαίως έχουμε αποκλείσει πέραν πάσης αμφιβολίας, στη βάση του σκεπτικού που καταγράφηκε ανωτέρω.

 

Συναφώς, δεν βρίσκουμε έρεισμα στη σχετική εισήγηση της υπεράσπισης ότι η αναγνωριστική διαδικασία κατά το ανακριτικό στάδιο, με τον τρόπο που έχουμε αποδεχτεί ότι έλαβε χώρα[14], μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην κατάληξη μας ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ένα εκ των δύο προσώπων που εμπλέκεται στα επίδικα γεγονότα που κατήγγειλε η Παραπονούμενη.

 

Στρεφόμενοι τώρα στο αδίκημα του βιασμού που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, σημειώνουμε ότι το άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, επί του οποίου εδράζεται η σχετική κατηγορία, ως τροποποιήθηκε από τον Ν.150(Ι)/20, έχει ως εξής:

 

“144. Όποιος έρχεται σε παράνοµη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοµατικής διείσδυσης του πέους στο σώµα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή µε συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήµατος που καλείται βιασµός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.”

 

Είναι σαφές από το ίδιο το λεκτικό του άρθρου πως για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος ήλθε σε παράνομη συνουσία, ήτοι είτε χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας είτε με τη συναίνεση της, η οποία όμως να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή απειλής ή φόβου.  Θα πρέπει δε να λεχθεί πως πέραν των πιο πάνω συστατικών, τα οποία αφορούν την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του βιασμού, θα πρέπει να αποδειχθεί και η απαιτούμενη ένοχη διάνοια (mens rea) του κατηγορούμενου. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2000, §20-33:

 

 

«It must be proved that at the time of the non-consensual intercourse, the defendant either knew that the victim was not consenting or that he was reckless as to whether she or he was consenting:

..……………………………………………

Sexual intercourse is a continuing act, which ends upon withdrawal. If therefore, a man becomes aware that the other person is not consenting after intercourse has commenced and he does not desist, he will be guilty of rape from the moment that he realizes that she or he is not consenting;»

 

Στην ίδια γραμμή με τα ανωτέρω, στην υπόθεση Brierley ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476, είχαν αναφερθεί τα εξής:

 

«Η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση R. v. Court [1988] 2 All E.R.221, ως προς το αδίκημα του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα είναι ορθή. Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναπτυχθεί αναλύοντας το εν λόγω άρθρο, ο βιασμός συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεση της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, (όπως και εδώ), έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, (Archbold: Criminal Pleadings Evidence and Practice, 40η έκδ., σελ. 1410, παρ. 2878 και Russell on Crime, 12η έκδ., σελ. 708-709).

 

Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει, όπως και απέδειξε εδώ, ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώραν στην απουσία συγκατάθεσης. Έστω και αν υπήρξε αρχική συγκατάθεση στις ερωτικές περιπτύξεις, το αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται γι' αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος, (R. v. Howard [1965] 3 All E.R.684, Archbold - πιο πάνω - σελ. 1411-2, παρ. 2881 και Russell - πιο πάνω - σελ. 709-710).»

 

Ως προς το ζήτημα της συναίνεσης, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Bejandi ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ.935, στην οποία με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[2]. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Kαι αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.

 

Για την έννοια της «συναίνεσης», θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή DunnLJ στην υπόθεση Rv. Olugboja [1981] EWCA Crim 2:

 

«Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. We do not think that the issue of consent should be left to a jury without some further direction. ……………………………………………………… ………………………………… They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v. Day (1841) 9 C. & P. 722, at page 724). In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, ……………………………………………………………………………………………………… we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behaviour to all the relevant facts of that case.»

 

Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.»

(η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

Ο όρος «consent» ο οποίος απαντάται και στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο του ημεδαπού άρθρου σημαίνει την έγκριση, την οικειοθελή αποδοχή αυτού το οποίο γίνεται ή προτείνεται να γίνει, ήτοι σημαίνει τη συμφωνία, τη συγκατάνευση, την ομογνωμία. Το ίδιο νόημα έχει και ο ελληνικός όρος «συναίνεση» με τον οποίο αποδόθηκε ο ως άνω αγγλικός όρος (βλ. Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Μπαμπινιώτη, Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

 

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, ότι ο Κατηγορούμενος παρά τις αρχικές του τοποθετήσεις αποδέχθηκε τελικώς ότι υπήρξε συνουσία με την Παραπονούμενη κατά την επίδικη ημερομηνία, όμως ισχυρίζεται ότι η επαφή έγινε με τη συναίνεση της. Συνεπώς το βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης στην παρούσα, είναι κατά πόσον είχε συναινέσει ή όχι η Παραπονούμενη και πιο συγκεκριμένα αν η ίδια έχει στοιχειοθετήσει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης την έλλειψη συναίνεσης (βλ. Bejandi, ανωτέρω), στοιχείο το οποίο συνιστά και τη βασική προϋπόθεση του άρθρου 144 (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.53).  Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως αποτέλεσε συγκεκριμένη θέση και εισήγηση της υπεράσπισης, ότι ένεκα συμπεριφοράς της Παραπονούμενης η οποία είχε προηγηθεί στο νυχτερινό όπου παραδεκτώς διασκέδαζαν προηγουμένως, οδηγήθηκε στο να πιστέψει πως αυτή επιθυμούσε σεξουαλική επαφή μαζί του ενώ και κατά και κατά το χρόνο της συνεύρεσης η Παραπονούμενη τον οδήγησε να αντιληφθεί πως συναινούσε στην επαφή και πάντως δεν έδειξε λεκτικά ή με τη συμπεριφορά της το αντίθετο.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πετρίδης v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.153/2021, ημερ. 14.11.2023, αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα τα οποία θεωρούμε πως διασυνδέονται άμεσα με τις προωθηθείσες υπό του Κατηγορούμενου θέσεις, οι οποίες παρατέθηκαν πιο πάνω:

 

« ……. όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑ 364:

 

«It follows that no offense will be committed where the man believes that the woman is consenting to his conduct, whether his belief is based on reasonable grounds or not: This was the effect of the earlier Court of Appeal decision in Kimber (1983) 77 Cr. App. R. 225». 

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Morgan v. D.P.P. (1976) A.C. 182 η γνήσια πίστη περί συναίνεσης αποκλείει την ύπαρξη πρόθεσης διάπραξης του αδικήματος («... honest belief clearly negatives intent...», Lord Hailsman, σ. 214). Το δε βάρος αποκλεισμού της ύπαρξης τέτοιας πίστης ή ακόμα και της πιθανότητας ύπαρξης πεποίθησης περί συναίνεσης ανήκει στην Κατηγορούσα Αρχή και αν αυτό δεν αποκλειστεί τότε το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται. Στην υπόθεση Morgan (ανωτέρω) προστέθηκαν σχετικά και τα εξής (Lord Fraser, σ. 237):

 

«If the effect of the evidence as a whole is that the defendant believed, or may have believed, that the woman was consenting, then the Crown has not discharged the onus of proving the commission of the offence as fully defined and, as it seems to me, no question can arise as to whether the belief was reasonable or not. Of course, the reasonableness or otherwise of the belief will be important as evidence tending to show whether it was truly held by the defendant, but that is all».     »

 

Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση Morgan ανωτέρω, το νομικό ερώτημα που απασχόλησε τέθηκε στο πλαίσιο υπόθεσης που αφορούσε αδίκημα βιασμού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ήδη αναφέρει στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας πως η πεποίθηση του Κατηγορούμενου πως η Παραπονούμενη τους έδωσε αυτή την εντύπωση ένεκα της συμπεριφοράς τους στο νυχτερινό κέντρο όπου διασκέδαζαν, δεν κρίθηκε εύλογη.  Και τούτο διότι αφενός στηρίχθηκε σε στοιχεία που δεν ήταν τέτοια που να δημιουργούν ευλόγως τέτοια πεποίθηση, όπως το ότι τριβόταν πάνω του ενώ χόρευαν μαζί ή ότι φιλήθηκαν ή και ότι τον αγκάλιασε σφικτά και αφετέρου σε ισχυρισμούς που δεν κρίθηκαν αληθείς, όπως το κατ’ ισχυρισμόν συνεχές άγγιγμα στο πέος του. Ως προς τη θέση του ότι ο Καταζητούμενος του ανέφερε πως η Παραπονούμενη επιζητούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους, σημειώνουμε πως για λόγους που αναλυτικά επεξηγήσαμε ανωτέρω δεν έχουμε κρίνει αξιόπιστη τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου αλλά αντίθετα αποδεχθήκαμε τη μαρτυρία της Παραπονούμενης σύμφωνα με την οποία δεν προκύπτει ότι τους ανέφερε λεκτικά πως επιθυμούσε να φύγουν από το νυχτερινό κέντρο για να καπνίσουν, να φιληθούν ή και να συνευρεθούν, ούτε και της τέθηκε οποιαδήποτε τέτοια θέση ενόσω κατέθετε.  

 

Παραμένοντας στη πτυχή αυτή, σημειώνουμε δε πως είναι αυτονόητο πως, αν πράγματι με βάση τη συμπεριφορά της Παραπονούμενης πίστευαν ότι αυτή επιθυμούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους, δεν υπήρχε λόγος να της αναφέρουν ψευδώς (μέσω του Καταζητούμενου) φεύγοντας από το μπαρ «Πειρατές», ότι θα πήγαιναν σε άλλο νυχτερινό κέντρο και μάλιστα για να συναντήσουν τη φίλη της, ως αποτέλεσε κατάληξη μας ότι έγινε. 

 

Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί αντίθετα με την ως άνω κατάληξη μας πως η Παραπονούμενη με τη συμπεριφορά που είχε ευρισκόμενη στο μπαρ «Πειρατές» είχε δώσει την εντύπωση πως επιθυμούσε σεξουαλική επαφή ή και αν ήθελε θεωρηθεί πως ο Καταζητούμενος μετέφερε ψευδώς στον Κατηγορούμενο πως η Παραπονούμενη επιζητούσε μαζί τους σεξουαλική επαφή, το τί ακολούθησε σύμφωνα με τα ευρήματα μας, δεν αφήνει καμμιά απολύτως αμφιβολία πως ο Κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν πως η Παραπονούμενη δεν επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί του.  Πράγμα το οποίο με τη σειρά του δεν επιτρέπει την κατάληξη ότι υπό τις περιστάσεις πραγματικά πίστευε πως η Παραπονούμενη συναινούσε.  Και αναφερόμαστε βέβαια στα όσα παραστατικά μας μετέφερε η Παραπονούμενη και αποδεχθήκαμε ως δικές της ενέργειες, κατά τον επίμαχο χρόνο και τα οποία καταγράφονται αναλυτικά ανωτέρω, χωρίς να χρήζουν επανάληψης. Εξ αυτών αναδύεται έντονα η λεκτική αναφορά, στην οποία αποδεχθήκαμε ότι προέβη η Παραπονούμενη προς τον Κατηγορούμενο, ότι δηλαδή του ανέφερε, κουνώντας δεξιά και αριστερά το κεφάλι της, στα αγγλικά «όχι» και «σε παρακαλώ μην», με την παράλληλη επισήμανση πως όσο και αν ο Κατηγορούμενος δεν αντιλαμβανόταν την αγγλική έχουμε καταλήξει πως μπορούσε να αντιληφθεί τόσο τη λέξη «no» που ως ορθώς η Παραπονούμενη ανέφερε είναι μιας διεθνής και ευρέως γνωστή λέξη, αλλά πολύ περισσότερο μπορούσε να αντιληφθεί τη γλώσσα του σώματος της. Αφού ως χαρακτηριστικά ανέφερε «… ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα όπως ένα σχεδόν νεκρό ψάρι, γυρνούσα το πρόσωπο μου μακριά και προσπαθούσα να συμπιέσω τα πόδια μου μαζί και εισχώρησε μέσα στον κόλπο μου»

 

Οι πιο πάνω αναφορές της Παραπονούμενης καθώς και το σύνολο της επί του προκειμένου μαρτυρίας της η οποία αξιολογήθηκε ανωτέρω και κρίθηκε αποδεκτή αφού την αντιπαραβάλαμε εξονυχιστικά με τις θέσεις και επιχειρήματα της υπεράσπισης, τα οποία απορρίφθηκαν για όλους τους λόγους που πιο πάνω επεξηγήθηκαν, εκβαραθρώνουν και εξανεμίζουν κάθε πιθανότητα ο Κατηγορούμενος να πίστευε πραγματικά πως η Παραπονούμενη, υπό τις περιστάσεις, συναινούσε.  

 

Επομένως και στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγουμε πως πράγματι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να στοιχειοθετήσει την έλλειψη συναίνεσης κατά τη σεξουαλική επαφή με τον Κατηγορούμενο και να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο Κατηγορούμενος ειλικρινώς να πίστευε ότι η Παραπονούμενη συναινούσε στη σεξουαλική επαφή, που παραδεκτώς έλαβε χώρα μεταξύ τους δια της διείσδυσης του πέους του Κατηγορούμενου στον κόλπο της, η οποία επιβεβαιώθηκε και από τις διενεργηθείσες εξετάσεις σε επίπεδο γενετικού υλικού.     

 

Ε. Κατάληξη

 

Επομένως και για όλους τους λόγους που πιο πάνω προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, καταλήγουμε πως η κατηγορούσα αρχή κατάφερε να αποδείξει την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 



[1] Σημειώνεται ότι δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το σύστημα από το οποίο εξήχθη η πληροφορία αυτή είναι 5 λεπτά μπροστά, και επομένως η πραγματική ώρα που έφυγαν από τη μπυραρία ήταν 02:50:07.

[2] Βλ. πρακτικά σελ.74-76, όπου επισημάνθηκε ότι σε κάποιες στιγμές, συμπεριλαμβανομένης και της στιγμής εξόδου από το μπαρ, το σύστημα μεταπηδά αυτόματα (π.χ. από το 02:55 στο 02:58) και δηλώθηκε ότι η έξοδος λαμβάνει χώρα στις 02:07.

[3] Το εν λόγω τεκμήριο (χάρτης) το οποίο ετοιμάστηκε από τον Μ.Κ.2 δεν αμφισβητήθηκε πως απεικονίζει την πορεία που διέγραψε η Παραπονούμενη με τα άτομα με τα οποία εξήλθε από το μπαρ «Πειρατές» (σημείο Α) σύμφωνα με τις καταγραφές από τα Κ.Κ.Β.Π και μέχρι του σημείου που υπάρχουν καταγραφές (σημείο Δ), σημείο από το οποίο παρέμεινε επίσης αναντίλεκτο ότι τα εν λόγω πρόσωπα έστριψαν δεξιά.   

[4] Βλ. την υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.Εφ.147/16 κ.α., ημερ.20.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B477 :

 

«Κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση» εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του μάρτυρα και αναζητείτο ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας εκρίνετο κατ’ αρχήν αξιόπιστος (βλ.Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224). Κατά την νεότερη «ορθολογιστική προσέγγιση» δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα και η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (Ττοουλιάς (ανωτέρω) και Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] All ER488). Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης μαρτυρίας (Ρόπας (ανωτέρω), Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512).

 

Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο δεν ακολούθησε ούτε τον παραδοσιακό, μήτε τον ενιαίο τρόπο προσέγγισης. Δεν εκτίμησε σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του Μ.Κ.7 κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση», αλλά ούτε αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή κατά τρόπο ενιαίο, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, κατά την «ορθολογιστική προσέγγιση». Κατά πρωθύστερο τρόπο έθεσε, ως άνω, εκ προοιμίου τη μαρτυρία που θεώρησε ως ενισχυτική και μάλιστα, με τον ισχυρό τρόπο που το έπραξε. Σημειώνουμε ότι το ίδιο σφάλμα εντοπίστηκε και στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε πως με τον τρόπο αυτό «ελλοχεύει ο κίνδυνος μεταφοράς μιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής μαρτυρίας.»»

 

[5] Βλ. πρακτικά σελ. 186.

[6] Στιγμιότυπο με χρονική διάρκεια 0:19:15-0:19:23.

[7] Βλ. σελ. 289 των πρακτικών.

[8] βλ. Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 590.

 

[9] Βλ. μαρτυρία Παραπονούμενης, σελ. 178-179 των πρακτικών.

[10] Χρονική διάρκεια και ώρα καταγραφής αντιστοίχως, (α) Part 1, 0:58:13- ΩΚ1:13:00, 1:07:32- ΩΚ 1:21:44, 1:42:37-ΩΚ1:57:20, (β)  Part2, 0:51:15-ΩΚ2:48:12.

[11]  Η ώρα που καταγράφεται στο Τεκμήριο 1(10) είναι 5 λεπτά μπροστά ήτοι 02:57:37.  Στο κείμενο χρησιμοποιείται η πραγματική ώρα.

[12] Επί του ζητήματος σημειώνουμε πως αναλώνεται σημαντικό μέρος της αγόρευσης της συνηγόρου της υπεράσπισης.

[13] Βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2020, F19.12, p.2982: «It does not follow from Oakwell that no Turnbull direction would ever be necessary if D s presence at the scene is admitted. There will be some circumstances in which it will be appropriate to give such a direction and some in which it will not (contrast Thornton [1995] 1 CrAppR578 with Slater [1995] 1 CrAppR 584 and see also PzZrtmftw [1996] I CrAppR51)- ».

 

[14] (βλ. ανωτέρω σελ.24-25).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο