ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 3003/22

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

Φ.Κ.

Κατηγορουμένου

 

Ημερομηνία: 11 Μαρτίου 2023

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κα Μ. Μικελλίδου με κα Θ. Ανδρέου (για ν’ ακούσει απόφαση η κα Α. Πασή)

Κατηγορούμενος παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κατόπιν τροποποίησης του κατηγορητηρίου και αναστολής κάποιων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος  παρέμεινε να αντιμετωπίζει τις κάτωθι κατηγορίες:

 

 

Ο Κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ακρόαση. Εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά την περίοδο που ο Κατηγορούμενος με την Παραπονούμενη συμβίωναν ως σύζυγοι.  Πιο συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε ότι στις 15.1.22, η Παραπονούμενη μετέβη στην Αστυνομία και κατήγγειλε τον Κατηγορούμενο για περιστατικό που, σύμφωνα πάντα με την ίδια, έλαβε χώρα την προηγούμενη μέρα σε πρατήριο, στο πλαίσιο του οποίου την απείλησε ότι θα την «παίξει», ότι στο πλαίσιο της ως άνω συζήτησης με την αστυφύλακα που της έλαβε την κατάθεση ανέφερε περιστατικά βιασμού της και ότι εν τέλει υπέβαλε καταγγελία και για το ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους και μέχρι τη διάσταση τους τον Μάιο του 2019, σε διάφορες περιπτώσεις, ο Κατηγορούμενος ήρθε σε παράνομη συνουσία μαζί της χωρίς τη συγκατάθεση της, ως επίσης της επιτέθηκε, την απείλησε και προξένησε βλάβη σε περιουσία της.  Η θέση δε του Κατηγορούμενου σε σχέση με αυτά, είναι πως η Παραπονούμενη ψεύδεται και υπέβαλε την καταγγελία για εκδικητικούς λόγους. 

 

1.    Η Διαδικασία

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε επτά μάρτυρες και συγκεκριμένα την Παραπονούμενη, Β.Κ. (Μ.Κ.1), την κλινική ψυχολόγο Β.Κ. (Μ.Κ.2), τη μητέρα της Παραπονούμενης Φ.Γ.Κ. (M.K.3), την Αστ. 3446 Σ.Χ. (Μ.Κ.4), την Α/Αστ. 629 Κ.Μ. (Μ.Κ.5), το θείο της Παραπονούμενης, Α.Λ. (Μ.Κ.6) και τέλος τη Λοχ. 324 Μ.Σ. (Μ.Κ.7), η οποία προσφέρθηκε για αντεξέταση. Αφότου ο Κατηγορούμενος (Μ.Υ.1) κλήθηκε σε απολογία και επεξηγήθηκαν σε αυτόν τα δικαιώματα του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως ενώ κάλεσε και τέσσερις μάρτυρες υπεράσπισης, ήτοι την Ε.Κ., αδελφή του (Μ.Υ.2), τον Α.Π., κουμπάρο του (Μ.Υ.3), τον Σ.Κ., αδελφό του (Μ.Υ.4) και τον Σ.Κ., πατέρα του (Μ.Υ.5).  Κατατέθηκαν συνολικά επτά τεκμήρια, ως επίσης μια έκθεση και διάφορες άλλες καταθέσεις, ως Έγγραφα Α-Θ. 

2.    Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Η Παραπονούμενη (Μ.Κ.1) υιοθέτησε τις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία (Έγγραφα Α και Β), όπου αναφέρεται στην εξέλιξη της σχέσης της με τον Κατηγορούμενο και στη βία που υπέστη ενόσω ήταν μαζί. Όπως αναφέρει στην αρχική της κατάθεση (Έγγραφο Α), από το Σεπτέμβριο του 2017 που παντρεύτηκε με τον Κατηγορούμενο, ο τελευταίος κάθε Παρασκευή και Σάββατο έβγαινε έξω με τους φίλους του, γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος τα ξημερώματα, ξάπλωνε δίπλα της, την τραβούσε να κάνουν έρωτα και όταν αυτή αρνείτο, ξεκινούσε να της φωνάζει και μετά τη χαστούκιζε σε όλο το σώμα, την κρατούσε από το πίσω μέρος του κεφαλιού της και το κτυπούσε στον τοίχο, τραβούσε τα μαλλιά της και την έσπρωχνε ενώ πολλές φορές την τραβούσε και της έσκιζε τα ρούχα που φορούσε. Ως η θέση της μετά απ’ αυτά, έκανε έρωτα μαζί του γιατί φοβόταν ότι θα την σκότωνε, περιγράφει δε το πόσο βίαιος ήταν ο Κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της επαφής ενώ επίσης αναφέρει ότι η ίδια πονούσε και έκλαιγε, λέγοντας του να σταματήσει, χωρίς όμως αυτός να την ακούει. Κάθε φορά είχε μώλωπες σε όλο της το σώμα, τους οποίους έκρυβε γιατί ντρεπόταν να μιλήσει σε κάποιον για τα όσα της συνέβαιναν.

 

Επίσης αναφέρεται σε περιστατικό που συνέβη στις 13.2.19, περί τις 05:00, όταν ο Κατηγορούμενος άρχισε να την κτυπά, να της φωνάζει, να την βρίζει και να την πιέζει να κάνουν έρωτα και δίνει λεπτομέρειες ως προς το τι επακολούθησε. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι επειδή ο Κατηγορούμενος βρήκε στο κινητό της ένα αριθμό χωρίς όνομα, που ανήκε στον πατέρα της, θεώρησε ότι η Παραπονούμενη τον απατούσε («είχε φίλο») και άσκησε βία σε βάρος της και έσπασε τα δύο κινητά της τηλέφωνα και άλλα πράγματα στο σπίτι. Τόσο η ίδια, όσο και τα παιδιά τους, τα οποία εν τω μεταξύ ξύπνησαν, έκλαιγαν. Σε κάποια στιγμή ο Κατηγορούμενος επικοινώνησε με τη μητέρα της, η οποία έφτασε στο σπίτι μαζί με άλλα συγγενικά τους πρόσωπα που εν τω μεταξύ ειδοποιήθηκαν για να ηρεμήσουν τον Κατηγορούμενο. Μετά το συγκεκριμένο περιστατικό αποφάσισε να χωρίσει και έφυγε από το σπίτι με τα παιδιά. Η Παραπονούμενη επέστρεψε πίσω στο σπίτι μετά από δύο βδομάδες περίπου, αφού την παρακαλούσε ο Κατηγορούμενος να πάει πίσω, λέγοντας της ότι άλλαξε και η ίδια τον πίστεψε. Όμως, ακολούθησε νέο περιστατικό στις 19.5.19, όταν προσπάθησε να την κτυπήσει, έσπρωξε τον πατέρα του και έσπασε πράγματα στο σπίτι των γονιών του, ενώ στις 21.5.2019, όταν του ζήτησε να χωρίσουν, την έπιασε από το λαιμό και την απειλούσε ότι θα την σκοτώσει. Κατά την τελευταία ημερομηνία, στο μέρος έφτασε η μητέρα της (μαζί με τους θείους της), την οποία είχε ήδη ειδοποιήσει ότι θα του ανακοίνωνε ότι θα χωρίσουν, πήραν κάποια πράγματα και έφυγαν.

 

Περαιτέρω αναφέρει ότι από τότε που χώρισε αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα με τον Κατηγορούμενο, ότι έχει προβεί σε καταγγελίες στην Αστυνομία, ότι σε δύο περιπτώσεις ήτοι στις 8.1.22 και μια άλλη φορά, είδε θήκη όπλου στο αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου, όταν αυτός πήγε να πάρει τα παιδιά ενώ στις 14.1.22, όταν συναντήθηκαν σε πρατήριο στη Δερύνεια για να πάρει τα παιδιά, τα οποία ήταν με τον Κατηγορούμενο, την απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Στο μέρος μετέβη με το θείο της (Μ.Κ.6), επειδή φοβόταν τον Κατηγορούμενο, αφού προηγουμένως επικοινώνησε με την Αστυνομία.  Σύμφωνα με την Παραπονούμενη, πήρε την απόφαση να προβεί σε καταγγελία διότι μετά το τελευταίο περιστατικό[1], φοβήθηκε για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της.

   

Με τη συμπληρωματική της κατάθεση ημερ. 16.1.22 (Έγγραφο Β), δίδει περαιτέρω λεπτομέρειες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ερχόταν σε σεξουαλική επαφή ο Κατηγορούμενος μαζί της χωρίς τη θέληση της και για τη συμπεριφορά του έναντι της με υβρισίες και άσκηση βίας.  Αναφέρει επίσης ότι, δεν ανέφερε σε κανέναν αυτό που γινόταν και ότι το είπε στη μητέρα της μετά που χώρισαν, απλά για να ξέρει τι περνούσε.  Στην κατάθεση της επίσης, διευκρινίζει ότι η αναφορά στην πρώτη της κατάθεση ότι τη χαστούκιζε σε όλο το σώμα, ότι της κρατούσε το κεφάλι και το κτυπούσε στον τοίχο, ότι την τραβούσε από τα μαλλιά και την έσπρωχνε, έγινε μόνον κατά το περιστατικό της 13.2.19 το οποίο περιγράφει ξανά και ότι δεν συνέβαινε πάντα.  Ό,τι άλλο αναφέρει είναι πως τα περιστατικά που έγιναν τον Φεβρουάριο του 2019 και τον Μάιο του 2019, έγιναν στην παρουσία του γιού τους, ο οποίος άρχισε να κλαίει.

 

Κατά την περαιτέρω κυρίως εξέταση της, έδωσε επιπρόσθετες λεπτομέρειες για κάποια περιστατικά που συνέβησαν την περίοδο 2017-2019 και τα οποία είχε έντονα στο μυαλό της. Συγκεκριμένα, περιέγραψε τρία περιστατικά που, σύμφωνα πάντα με την ίδια, συνέβησαν την Πρωτοχρονιά του 2018, τον Γενάρη του 2019 και τον Απρίλιο του 2019, όπου ο Κατηγορούμενος ήρθε σε συνουσία μαζί της με τη βία, χωρίς τη συγκατάθεση της. Όπως ανέφερε, θυμάται και άλλα περιστατικά, κατά την ίδια περίοδο, αδυνατώντας όμως να τα προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα.  Στο τέλος της κυρίως εξέτασης της, ανέφερε ότι μετά την καταγγελία της στην Αστυνομία και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 2022, κλήθηκε από μια γυναίκα ψυχολόγο για αξιολόγηση και είχε μιλήσει σ’ αυτήν για τους βιασμούς.

 

Η Παραπονούμενη αντεξετάστηκε επί μακρόν, σε σχέση με όλα τα ζητήματα που τέθηκαν στην κυρίως εξέταση της, αλλά και την εν γένει συμπεριφορά της απέναντι στον Κατηγορούμενο και στα παιδιά τους. Μεταξύ άλλων, αντεξετάστηκε σε σχέση με καταγγελίες που έγιναν εναντίον της τόσο από τη θεία του Κατηγορούμενου, η οποία διέμενε στο σπίτι πίσω από το δικό τους, όσο και από τον Κατηγορούμενο, τους λόγους των μεταξύ τους τσακωμών, για δήλωση που της αποδίδεται και συγκεκριμένα ότι δεν θα ησυχάσει αν δεν «κλείσει στη φυλακή» τον Κατηγορούμενο, αλλά και για τον ισχυρισμό της ότι ο Κατηγορούμενος ξενυχτούσε τα βράδια και επέστρεφε σπίτι μεθυσμένος. Επίσης, για την συμπεριφορά του έναντι της όταν επέστρεφε σπίτι μετά τα εν λόγω ξενύχτια και την ισχυριζόμενη σεξουαλική και σωματική βία σε βάρος της, τους μώλωπες και το πρόβλημα στον αυχένα που ισχυρίζεται ότι είχε, τις υβρισίες και τις απειλές του Κατηγορούμενου, ως επίσης για τις πλαστικές κάρτες που ανέφερε ότι της ζητούσε και τη θέση της ότι ουσιαστικά, ο Κατηγορούμενος έκανε χρήση απαγορευμένων ουσιών/ναρκωτικών. Σε σχέση με τα διάφορα περιστατικά που περιέγραψε, της τέθηκε ότι όσα ανέφερε δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και πρόκειται για εκ των υστέρων σκέψεις, στο πλαίσιο της προσπάθειας της να εκδικηθεί τον Κατηγορούμενο, κυρίως επειδή δεν της πλήρωνε τις διατροφές των παιδιών, με τη μάρτυρα να εμμένει στις δικές της θέσεις. 

 

Η Μ.Κ.2, κλινική ψυχολόγος, ανέφερε ότι εργάζεται στη Διεύθυνση Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (ΔΥΨΥ) και στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης της, κατέθεσε το βιογραφικό της σημείωμα (Έγγραφο Γ) και υιοθέτησε και επεξήγησε την έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης που ετοίμασε σε σχέση με την Παραπονούμενη στις 10.11.22 (Έγγραφο Δ), η οποία ετοιμάστηκε μετά από γραπτό αίτημα της Αστυνομίας και οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας. 

Στο πλαίσιο των συναντήσεων που έγιναν, η Παραπονούμενη, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε σε χρόνια ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση από τον πρώην σύζυγο της, η οποία ξεκίνησε μετά το θάνατο του πατέρα της, στη ψυχική ένταση που βίωνε κατά την εν λόγω περίοδο, στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μετά την εγκατάλειψη της οικογενειακής τους εστίας μαζί με τα παιδιά της, καθώς επίσης σε καταγγελίες στις οποίες προέβη κατά την περίοδο που ακολούθησε της διάστασης τους εναντίον του πρώην συζύγου της, οι οποίες αφορούσαν τη μη πληρωμή της διατροφής των παιδιών, τη βίαιη συμπεριφορά του και τις απειλές κατά της ζωής της.  Περαιτέρω σύμφωνα με τη μάρτυρα, η Παραπονούμενη παρουσιάστηκε αμφιθυμική αναφορικά με την απόφαση ν’ αφήσει ή ν’ αποσύρει τις καταγγελίες, καθ’ ότι ανέφερε ότι αισθανόταν φόβο και ανασφάλεια αναφορικά με την πιθανή φυλάκιση του πρώην συζύγου της και ως εκ τούτου την πιθανή εκδικητική του συμπεριφορά.  Ανέφερε επίσης, ότι η Παραπονούμενη με βάση τα όσα της ανέφερε, κατά τη διάρκεια των εξόδων από την κατοικία της, βρισκόταν σε υπερεπαγρύπνηση (έλεγχε την κατάσταση του αυτοκινήτου πριν την εκκίνηση κ.α.), η οποία απέρρεε από τη συνεχή κακοποιητική και κυρίως απειλητική στάση του πρώην συζύγου της. 

 

Η διαγνωστική εκτίμηση της μάρτυρος, ήταν πως δεν εντοπίστηκε συμπτωματολογία που ικανοποιούσε τα κριτήρια οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής, ότι τα ψυχικά ενοχλήματα που παρατηρήθηκαν (φόβος, άγχος, υπερεπαγρύπνηση, κ.α.), σύμφωνα με την Παραπονούμενη, σχετίζονταν περισσότερο με την κακοποιητική, εκδικητική και απειλητική στάση του πρώην συζύγου της και τις μεταξύ τους δικαστικές διαμάχες και ότι συμπέρασμα της ήταν ότι κατά την περίοδο που εξετάστηκε η Παραπονούμενη δεν παρουσίαζε ενεργό ψυχοπαθολογία, αλλά συναισθηματικές δυσκολίες που απέρρεαν από τα οικογενειακά δυναμικά. Συστήθηκε η παροχή ψυχολογικής φροντίδας, με σκοπό την ανακούφιση των συναισθημάτων της και για βελτίωση του γονεϊκού της ρόλου, οι συνεδρίες έγιναν από τη νοσηλεύτρια Ψυχικής Υγείας του Τμήματος Παιδιών και Εφήβων της ΔΥΨΥ και στο πλαίσιο τους η Παραπονούμενη δεν ανέφερε ότι κακοποιείτο σεξουαλικά, αλλά όπως εξήγησε, επρόκειτο για συμβουλευτική θεραπεία και όχι για δική της ψυχοθεραπεία.  Σύμφωνα με τη μάρτυρα, τα συναισθήματα φόβου, άγχους και υπερεπαγρύπνησης και όσα γενικότερα παρατήρησε στην Παραπονούμενη συνάδουν με τους λόγους που έδωσε η τελευταία για τη προέλευση τους, διότι το συναίσθημα κατά την περιγραφή ήταν σύντονο, δηλαδή ταίριαζε, με τις περιγραφές.

Αντεξετάστηκε ως προς το πως αντιδρούν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και αν αναζητούν βοήθεια, αν η ίδια μπορεί να γνωρίζει πότε κάποιος λέει την αλήθεια ή πότε προσποιείται ενώ κατά την επανεξέταση της, διευκρίνισε ότι η συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες, μετά από σεξουαλική κακοποίηση που προέρχεται από σύζυγο, δεν είναι πάντα αναμενόμενη.

 

Η Μ.Κ.3 μητέρα της Παραπονούμενης, υιοθέτησε την κατάθεση της στην Αστυνομία (Έγγραφο Ε), στην οποία ανέφερε ότι ο σύζυγος της απεβίωσε το 2016, ότι η Παραπονούμενη και ο Κατηγορούμενος μέχρι να πάνε στο διαμέρισμα τους στις Βρυσούλες, διέμεναν μαζί τους, ότι από τότε που έμεναν μαζί τους ο Κατηγορούμενος είχε συνήθεια να πηγαίνει 2-3 φορές την εβδομάδα έξω με τους φίλους του και να επιστρέφει γύρω στις 03:00, μεθυσμένος, ότι αυτά τα γνωρίζει γιατί κάθε φορά τον περίμενε ο άντρας της ξύπνιος και την επόμενη μέρα της τα έλεγε, ότι από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, η Παραπονούμενη δεν της έλεγε τα προβλήματα της για να μην την φορτώνει συναισθηματικά και ότι έμαθε ότι είχαν προβλήματα στο γάμο τους με τον Κατηγορούμενο αρχές Φεβρουαρίου 2019 όταν την πήρε τηλέφωνο ο Κατηγορούμενος για να πάει στο διαμέρισμα που διέμεναν, πράγμα που έπραξε.  Φτάνοντας εκεί αντίκρισε ένα χάος, με σπασμένα αντικείμενα, την Παραπονούμενη με τα παιδιά να κάθονται στον καναπέ τρομοκρατημένοι, την τελευταία να έχει μαυρισμένο το αριστερό μάτι και τον Κατηγορούμενο να ευρίσκεται εκτός εαυτού, λέγοντας της ότι τα έκανε όλα αυτά διότι πίστευε ότι η Παραπονούμενη είχε φίλο, επειδή βρήκε ένα άγνωστο τηλέφωνο στις επαφές της.

 

Η μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι φοβήθηκε, ότι τηλεφώνησε στα αδέλφια της και ότι όταν ήρθαν προσπάθησαν να ηρεμήσουν τον Κατηγορούμενο ενώ την ίδια στιγμή κατάφεραν να μαζέψουν κάποια πράγματα της Παραπονούμενης και των παιδιών, οι οποίοι έμειναν μαζί της μία βδομάδα περίπου. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι μετά από παρέμβαση των γονιών του Κατηγορούμενου, η Παραπονούμενη αποφάσισε να του δώσει ακόμα μια ευκαιρία, ότι κατά τον Μάιο του 2019, όταν τηλεφώνησε στην Παραπονούμενη για να δει τι κάνει την άκουσε να  λέει «αν δεν με αφήκεις που το λαιμό, έρκουνται οι δικοί μου να με πιάσουν», ότι φοβήθηκε για τη ζωή της Παραπονούμενης και αφού  ενημέρωσε τα αδέλφια της, πήγαν εκεί και πήραν την Παραπονούμενη και τα παιδιά και έφυγαν και έκτοτε Παραπονούμενη και Κατηγορούμενος δεν επανασυμβίωσαν.   

Ως επίσης ανέφερε, από τότε ο Κατηγορούμενος τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματα και αναφέρθηκε σε καταγγελίες στην Αστυνομία για μη πληρωμή της διατροφής των παιδιών και σε απειλές σε βάρος της Παραπονούμενης ότι θα την σκοτώσει. Επίσης, ανέφερε ότι η Παραπονούμενη της είπε ότι ενόσω ήταν παντρεμένη με τον Κατηγορούμενο, ο τελευταίος ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς να το θέλει και ασκούσε σωματική βία σε βάρος της. 

 

Αντεξεταζόμενη, διευκρίνισε ότι της είπε αυτά τα πράγματα, τον Ιανουάριο του 2021 και ανέφερε ότι δεν είχε δει ποτέ μώλωπες στην Παραπονούμενη. Η μάρτυρας αντεξετάστηκε επίσης, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την αναφορά της ότι ο Κατηγορούμενος επέστρεφε στο σπίτι μεθυσμένος, για το περιστατικό του Φλεβάρη του 2019 που περιέγραψε, για τα σπασμένα πράγματα που είδε και για την αναφορά της ότι το αριστερό μάτι της Παραπονούμενης ήταν μαυρισμένο, ως επίσης αντεξετάστηκε αναφορικά με το περιστατικό του Μάη του 2019. Σε σχέση με το τελευταίο περιστατικό, της τέθηκε ότι ποτέ ο Κατηγορούμενος δεν κρατούσε την Παραπονούμενη από το λαιμό όταν μιλούσε με την τελευταία στο τηλέφωνο, με τη μάρτυρα να διερωτάται πως αντελήφθη η ίδια τί γινόταν και πήγαν και πήραν την Παραπονούμενη αν αυτό που περιέγραψε δεν έγινε. Επίσης, η μάρτυρας απάντησε σ’ ερωτήσεις αναφορικά με τη θέση του Κατηγορούμενου ότι η Παραπονούμενη χειροδικούσε στα παιδιά και σε σχέση με τα προβλήματα που τους δημιουργούσε μετά το χωρισμό.  Αντεξετάστηκε όμως και για διάφορα άλλα ζητήματα και συγκεκριμένα για το ποιος πλήρωνε τα τρόφιμα και τον ηλεκτρισμό, όταν έμενε μαζί τους ο Κατηγορούμενος, για το κατά πόσο διέμεναν σε σπίτι ή διαμέρισμα στις Βρυσούλες και αν εκεί υπήρχε γεννήτρια, για τα πράγματα που πήραν από το σπίτι του Κατηγορούμενου όταν μετακόμισε η Παραπονούμενη και ποιος τα είχε αγοράσει, αν υπήρχαν καρεκλάκια στο αυτοκίνητο της Παραπονούμενης για να κάθονται τα μωρά, αν με βάση το διάταγμα επικοινωνίας είχε δικαίωμα να συνοδεύει την Παραπονούμενη για να πάρει τα μωρά, αλλά και για τις εξόδους του Κατηγορούμενου με τους φίλους του.  

 

Η Μ.Κ.4, αστυφύλακας, ανέφερε ότι ήταν η εξετάστρια της υπόθεσης και υιοθέτησε την κατάθεση της (Έγγραφο Στ), στην οποία αναφέρει ότι στις 15.1.22 έλαβε γραπτώς το παράπονο της Παραπονούμενης, δηλαδή το Έγγραφο Α, ότι στις 22.2.22 παρέδωσε στον Κατηγορούμενο το έντυπο Δικαιωμάτων Κατηγορούμενων Προσώπων, ο οποίος υπέγραψε τη σχετική βεβαίωση παραλαβής τους και  ότι την ίδια μέρα τον κατηγόρησε γραπτώς για τα από μέρους του (κατ’ ισχυρισμόν) διαπραχθέντα αδικήματα (Τεκμήριο 3).  Επίσης αναφέρθηκε στην προσπάθεια της να λάβει κατάθεση από τη θεία του Κατηγορούμενου Π.Ζ., η οποία διέμενε δίπλα τους στις Βρυσούλλες και η οποία αρνήθηκε να προβεί σε κατάθεση, αλλά ανέφερε προφορικά ότι το χρονικό διάστημα 2017-2019, αυτοί έρχονταν πολύ συχνά σε λογομαχίες και πολλές φορές άκουγε αντικείμενα να σπάζουν (βλ. σχετικά ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμήριο 4), καταχώρηση ημερ.16.2.22).

  

Περαιτέρω αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έδωσε την εν λόγω κατάθεση η Παραπονούμενη εξηγώντας πως, η τελευταία μετέβη στο Κλιμάκιο Βίας για να καταγγείλει ένα περιστατικό που είχε γίνει την προηγούμενη μέρα μεταξύ της ίδιας και του Κατηγορούμενου σε πρατήριο στη Δερύνεια και όταν ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν για τη σχέση της και όσα βίωνε, της ανοίχθηκε και της ανέφερε τα περιστατικά που αναγράφονται στην κατάθεση της. Η ίδια κατάλαβε από τον τρόπο που της μιλούσε, ότι η Παραπονούμενη δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα των όσων της περιέγραφε. Στο τέλος τη ρώτησε αν ήθελε να της δώσει κατάθεση γι’ αυτά που της ανέφερε και έδωσε καταφατική απάντηση. Επειδή δε η Παραπονούμενη αναφέρθηκε σε επαναλαμβανόμενα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών από το σύζυγο της, που λάμβαναν χώραν Παρασκευή και Σάββατο, την περίοδο 2017-2019, δεν ζήτησε περαιτέρω λεπτομέρειες.

 

Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε καταχώρηση του Αστ. 3148 ημερ.16.6.20 στο ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων (Τεκμήριο 5), με βάση την οποία ο Κατηγορούμενος μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό Ξυλοφάγου και κατήγγειλε ότι στις 12.6.20 πήρε τα ανήλικα παιδιά του βάσει διατάγματος Δικαστηρίου και διαπίστωσε ότι ένα από τα ανήλικα είχε τραύμα στη μύτη. Όπως ανέφερε, μετά από κάποιες ενέργειες σχηματίστηκε φάκελος, ο οποίος διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία. Ακολούθησε σημείωμα από δικηγόρο της Δημοκρατίας ότι δεν προκύπτει διάπραξη αδικήματος (βλ. επισυνημμένο ημερολόγιο στο Τεκμήριο 5) και ο φάκελος επιστράφηκε στο σταθμό και έκλεισε.

 

Κατά την αντεξέταση της, ανέφερε ότι από έρευνα της στο Παγκύπριο Σύστημα, εντοπίστηκαν εκατέρωθεν καταγγελίες και ότι οι πλείστες αφορούσαν το διάταγμα επικοινωνίας που αφορά τα παιδιά. Δεν γνώριζε όμως αν υπάρχουν υποθέσεις που αφορούν καταγγελίες του Κατηγορούμενου, οι οποίες έφτασαν στο Δικαστήριο. Επίσης, είπε ότι η αναφορά στην πιο πάνω καταγγελία στο Σταθμό Ξυλοφάγου, έγινε επειδή θεώρησε ότι είναι η πιο σχετική όσον αφορά τα θέματα βίας αλλά και για να καταδειχθεί ότι και ο ίδιος προέβη σε καταγγελίες εναντίον της Παραπονούμενης.

 

Επίσης, αντεξεταζόμενη, αναφέρθηκε στο λόγο που δεν λήφθηκε κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, στις ενέργειες της για εξασφάλιση μαρτυρίας από συγγενικά πρόσωπα του Κατηγορούμενου, στον τρόπο που λήφθηκε η κατάθεση της Παραπονούμενης ενώ επίσης αντεξετάστηκε και σε σχέση με την αναφορά της ότι εξ όσων είχε αντιληφθεί, η Παραπονούμενη δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα των όσων περιέγραφε. 

 

Η Μ.Κ.5 αναφέρθηκε σε καταχώρηση της στο ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων του Αστυνομικού Σταθμού Δερύνειας στις 13.2.19 (Έγγραφο Ζ). Κατά την εν λόγω ημερομηνία, η Παραπονούμενη κατήγγειλε ότι ο Κατηγορούμενος στις 12.2.19 της επιτέθηκε και την κτύπησε, αλλά αρνήθηκε να δώσει κατάθεση και ζήτησε απλά να καταχωρηθεί το γεγονός για να είναι υπόψη τους. Ως ανέφερε περαιτέρω, δεν θυμόταν το συγκεκριμένο περιστατικό και διευκρίνισε ότι δεν ξέρει αν το περιστατικό έγινε 12.2.19 ή αν ήταν κακή συνεννόηση και καταχώρησε ως ημερομηνία του συμβάντος την 12.2.19. Πιθανότατα είπε, να ήταν την ίδια μέρα, αλλά κατά τη διευκρινιστική της ερώτηση για το πότε έγινε το περιστατικό, η ίδια ανέφερε ότι αντελήφθη ότι ήταν στις 12.2.

 

Κατά την αντεξέταση της, ανέφερε ότι αν έβλεπε κτυπήματα στο πρόσωπο της Παραπονούμενης ή στα χέρια ή μώλωπες, θα προσπαθούσε να την πείσει να προβεί σε καταγγελία, αλλά δεν θα προέβαινε σε καταχώρηση στο ημερολόγιο, αν η τελευταία αρνείτο να προβεί σε καταγγελία. Ως προς την περαιτέρω διαδικασία, ανέφερε ότι αφορούσε τη γραπτή ενημέρωση του Γραφείου Ευημερίας με συγκεκριμένα έντυπα, πράγμα το οποίο έγινε. Σε άλλο σημείο, ανέφερε ότι αν έβλεπε μώλωπες, το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν να της δώσει έντυπο να πάει στο νοσοκομείο και να εξεταστεί από γιατρό, αλλά δεν θυμάται αν της έδωσε τέτοιο έντυπο.

 

Ο Μ.Κ.6, θείος της Παραπονούμενης, υιοθέτησε την κατάθεση του ημερ. 16.1.22 (Έγγραφο Η), στην οποία αναφέρει ότι στις 14.1.22 η Παραπονούμενη του ζήτησε να πάει μαζί της για να πάρει τα παιδιά, τα οποία κρατούσε ο Κατηγορούμενος, ότι αυτό είναι κάτι το οποίο έκανε και άλλες φορές λόγω του ότι η Παραπονούμενη φοβόταν να πηγαίνει μόνη της στον Κατηγορούμενο και ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία και περί ώρα 20:00, πράγματι πήγαν στο πρατήριο της Πετρολίνα στην Δερύνεια με σκοπό να παραλάβουν τα παιδιά τα οποία θα τους έφερνε ο Κατηγορούμενος.  Περιέγραψε τα όσα διαμείφθηκαν εκεί και αντεξετάστηκε σε σχέση με διάφορες πτυχές της συνάντησης τους, όπως το όχημα με το οποίο προσήλθε στο μέρος ο Κατηγορούμενος, το σημείο όπου πάρκαρε ο Κατηγορούμενος το αυτοκίνητο του εν σχέσει με το δικό τους, καθώς και σε σχέση με διάφορες θέσεις που προέβαλε και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεση του, όπως την αναφορά του ότι κατέβηκε μαζί με την Παραπονούμενη από το αυτοκίνητο, το τί είπε ο Κατηγορούμενος όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο, το ότι είδε στο αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου θήκη όπλου ή το ότι ως η θέση του ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη κατά τη δεδομένη ημερομηνία αντάλλαξαν και κάποιες άλλες κουβέντες, αλλά επειδή ο Κατηγορούμενος ήταν πολύ κοντά στην Παραπονούμενη και της μιλούσε στο αυτί δεν άκουσε τι έλεγαν.

 

Η Μ.Κ.7, ανέφερε ότι είναι υπεύθυνη του Κλιμακίου Βίας στην Οικογένεια της επαρχίας Αμμοχώστου και έλαβε τη συμπληρωματική κατάθεση της Παραπονούμενης (Έγγραφο Β).

 

Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι ως υπεύθυνη του Κλιμακίου Βίας, ενημερώθηκε για την υπόθεση τηλεφωνικά στις 15.1.22 και όταν την επόμενη μέρα είδε την κατάθεση της Παραπονούμενης, έκρινε ότι θα έπρεπε να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία και γι’ αυτό έλαβε τη συμπληρωματική κατάθεση.  Ανέφερε επίσης ότι η κατάθεση λήφθηκε με αφηγηματική μορφή, ότι κατά τη διάρκεια εξιστόρησης των γεγονότων από την Παραπονούμενη, γίνονταν διευκρινιστικές ερωτήσεις από μέρους της, ότι δεν ρώτησε την Παραπονούμενη αν επισκέφθηκε γιατρό είτε για τον αυχένα της, είτε για τους μώλωπες που ισχυρίστηκε ότι είχε και ότι επίσης δεν την ρώτησε ποιοι ήταν οι φίλοι του Κατηγορούμενου με τους οποίους έβγαινε έξω και μεθούσε και ούτε τους κάλεσε για να τους ρωτήσει σχετικά, ενώ δεν την ρώτησε ούτε αν έχει κρατήσει τα ρούχα που ισχυρίστηκε ότι της έσκιζε ο Κατηγορούμενος. Ως προς τις δυνατές φωνές που αναφέρει η Παραπονούμενη ότι μπορεί να ακούγονταν στη γειτονιά, έδωσε οδηγίες στην ανακρίτρια να επισκεφθεί τη θεία που μένει κοντά στο σπίτι, η οποία όμως αρνήθηκε να δώσει κατάθεση, αλλά προφορικά, ανέφερε ότι άκουγε που λογομαχούσαν και έσπαζαν πράγματα στο σπίτι. Για την καφέ θήκη όπλου που είδε η Παραπονούμενη στη θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου, ανέφερε πως η τελευταία είπε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για θήκη όπλου και ότι το γνωρίζει από τον πατέρα της που ήταν κυνηγός.  Επίσης αντεξετάστηκε ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν λήφθηκε κατάθεση από τον Κατηγορούμενου, όπου επίσης έδωσε τη θέση της.

 

Ο Κατηγορούμενος (Μ.Υ.1) ως ήδη λέχθηκε, αφότου κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Θ, στο πλαίσιο της οποίας πέραν κάποιων βασικών γεγονότων που αφορούν το γάμο και τη συμβίωση του με την Παραπονούμενη, τον τόπο διαμονής τους, την απόκτηση δύο παιδιών και το χωρισμό τους από τις 21.5.19, δεν αποδέχεται καμμιά εκ των αιτιάσεων της Παραπονούμενης.

 

Βασική του θέση ήταν ότι ποτέ δεν έγιναν τα όσα καταγγέλθηκαν από την Παραπονούμενη, αλλά και τα όσα η ΜΚ3 ανέφερε στην κυρίως εξέταση της και υποστήριξε ότι η Παραπονούμενη προέβη εκδικητικά στην καταγγελία εναντίον του επειδή δεν της κατέβαλλε για κάποιο διάστημα διατροφές για τα παιδιά αλλά και επειδή δεν θέλει να τον βλέπει έξω να περνά καλά, τον μισεί εξ ου και ως υποστήριξε, ανέφερε στον Μ.Υ.3 ότι δεν θα ησυχάσει αν δεν τον κλείσει στη φυλακή.  Ανέφερε επίσης ότι εξέτισε ποινή φυλάκισης λόγω απλήρωτων ενταλμάτων διατροφής των παιδιών του, έπειτα από καταγγελία που υπέβαλε η Παραπονούμενη, ως επίσης ότι μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να οφείλει προς την Παραπονούμενη απλήρωτα ποσά διατροφών. 

 

Σε σχέση δε με τους λόγους που οδήγησαν στον οριστικό χωρισμό τους, ο Κατηγορούμενος προέβαλε τη θέση ότι με την Παραπονούμενη ερχόντουσαν σε λογομαχίες, ένεκα της βίας που η τελευταία ασκούσε στα παιδιά τους επειδή ήθελε να τα στέλνει σχολείο για να μην λερώνουν το σπίτι, με τα ίδια και συγκεκριμένα τον ανήλικο Σ. να αρνούνται, οπότε και τους χτυπούσε.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της Παραπονούμενης ότι από τον Σεπτέμβριο του 2017, κάθε Παρασκευή και Σάββατο ξενυχτούσε με τους φίλους του και γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα, μεθυσμένος, ο ίδιος υποστήριξε ότι πρόκειται για ψεύδη της Παραπονούμενης, ότι ουδέποτε γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος, γιατί ουδέποτε συνήθιζε να καταναλώνει πολύ ποτό. Εν πάση δε περιπτώσει, ουδέποτε την ύβρισε, ή την χτύπησε ή την βίασε διότι την αγαπούσε, ποτέ δεν ήθελε το κακό της, ούτε και ήταν τρελός να την βρίζει χωρίς λόγο, ούτε ήθελε να βγάζει τα απωθημένα του σε αυτήν. Ενδεικτικό του ότι δεν ήθελε ποτέ το κακό της, αναφέρει ο ίδιος, είναι το γεγονός ότι ακόμη και μετά από καταγγελίες που υπέβαλε ο ίδιος εναντίον της, μετά το χωρισμό τους και οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο, συνειδητά ο ίδιος επέλεξε να μην δώσει μαρτυρία εναντίον της, καθότι ήταν και θα είναι πάντοτε η μητέρα των παιδιών του.

 

Σε ό,τι αφορά το περιστατικό της 13.2.19, δεν αποδέχθηκε κανένα εκ των γεγονότων που περιεγράφηκαν από την Παραπονούμενη. Ειδικότερα σε σχέση με τον ισχυρισμό της Παραπονούμενης (που κατά την ίδια αποτέλεσε και τη γενεσιουργό αιτία του περιστατικού) ότι ο ίδιος είχε εντοπίσει ένα αριθμό κινητού τηλεφώνου στην τηλεφωνική συσκευή της, χωρίς καταχωρημένο όνομα, το οποίο άνηκε στον αποβιώσαντα πατέρα της αρχικά και μετά στον Κατηγορούμενο, διερωτήθηκε πως δεν είναι δυνατόν, να μην ήξερε ή να μην θυμόταν ο ίδιος τηλεφωνικό αριθμό που χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Επιπλέον, αρνήθηκε ότι έσπασε έπιπλα ή αντικείμενα και υποστήριξε πως αυτά που ανέφερε η Παραπονούμενη και η μητέρα της βρίσκονται μέχρι και σήμερα στο σπίτι της ενώ αρνήθηκε και το ότι χτύπησε την Παραπονούμενη ενώπιον των παιδιών τους.

 

Για το περιστατικό της 18.5.19, αποτέλεσε ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι επιστέφοντας από τη νυχτερινή έξοδο που είχαν με την Παραπονούμενη, παρέλαβαν τα παιδιά τους από το σπίτι των γονέων του και επέστρεψαν στο σπίτι τους και πως σε καμμιά περίπτωση δεν άφησε την Παραπονούμενη και τα παιδιά του εκεί και να φύγει ξανά, αλλά ούτε και διημείφθησαν τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε, μεταξύ του ιδίου και των γονέων του, ούτε κλήθηκαν τα αδέλφια του από τη μητέρα του ώστε να επέμβουν.

 

Για το περιστατικό της 21.5.19, το μόνο που αποδέχτηκε είναι ότι η Παραπονούμενη του ζήτησε να χωρίσουν, προσθέτοντας ότι ο ίδιος το αποδέχθηκε και της ζήτησε να χωρίσουν φιλικά. Ως προς τα όσα επακολούθησαν σύμφωνα με την Παραπονούμενη, ανέφερε ότι ουδέποτε συνέβησαν και ότι τούτο καταδεικνύεται κατά τον ίδιο και από τη διιστάμενη εκδοχή που προώθησαν η Παραπονούμενη και η Μ.Κ.3.

 

Για το περιστατικό της 14.1.22, αποτέλεσε θέση του ότι την επίδικη ημέρα, δεν μπορούσε να επιστρέψει τα παιδιά στην Παραπονούμενη διότι είχε χαλάσει το δικό του όχημα και ήθελε να συνεννοηθεί μαζί της ως προς το που θα συναντηθούν να της παραδώσει τα παιδιά. Η Παραπονούμενη, μη πιστεύοντας τον, ειδοποίησε την Αστυνομία η οποία με τη σειρά της επικοινώνησε μαζί του και διευθετήθηκε συνάντηση τους σε πρατήριο βενζίνης στη Δερύνεια όπου εκεί η Παραπονούμενη μετέβη με τον θείο της. Ο ίδιος έφτασε εκεί με βαν, που χρησιμοποιούσε για την εργασία του και όχι με το όχημα του ως ισχυρίστηκε η Παραπονούμενη. Στάθμευσε το όχημα του στην πλευρά του αυτοκινήτου που καθόταν ο θείος της Παραπονούμενης και  κατέβηκε από το βαν για να της παραδώσει τα παιδιά. Ουδέποτε ανέφερε τα όσα η Παραπονούμενη και ο Μ.Κ.6 ισχυρίστηκαν ότι είπε,  προβάλλοντας τη θέση ότι τα μόνα λόγια που ειπώθηκαν μεταξύ τους ήταν τα όσα η Παραπονούμενη του είπε, δηλαδή «αρέσκει μου που περιπαίζεις τους Αστυνομικούς ότι εχάλασε το αυτοκίνητο σου», με τον ίδιο να της απαντά ότι όντως το αυτοκίνητο του είχε πρόβλημα και ότι δεν θα έπρεπε να  του φωνάζει γιατί ήταν αλήθεια, εξ ου και πήγε εκεί με το βαν. Αποτέλεσε ισχυρισμό του ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης και του Μ.Κ.6 σε σχέση με τα πιο πάνω, αντιφάσκει διότι τα όσα ανέφεραν δεν είναι η αλήθεια. Ούτε είναι αλήθεια το ότι εξαιτίας του παραπάνω περιστατικού, η Παραπονούμενη αποφάσισε να τον καταγγείλει, μιας και τα όσα κατήγγειλε που αφορούν παρελθόντα του παραπάνω γεγονότος χρόνου, είναι πολύ πιο σοβαρά. Υποστήριξε δε πως εάν πράγματι συνέβαιναν τα όσα η Παραπονούμενη του καταλογίζει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, κάποιος θα έβλεπε τους μώλωπες και εν πάση περιπτώσει θα τον εγκατέλειπε ενωρίτερα.

 

Σε ό,τι αφορά τα περιστατικά της 1.1.18, Ιανουαρίου και Απριλίου του 2019 ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στις καταθέσεις της Παραπονούμενης, ως επίσης ότι ειδικότερα για τον Ιανουάριο του 2018, τα πράγματα δεν έγιναν ως περιεγράφηκαν από την Παραπονούμενη μιας και το προηγούμενο βράδυ της 31.12.17 το είχαν περάσει στο εξοχικό του πατέρα του, το οποίο βρίσκεται ακριβώς πίσω από το σπίτι τους και έφυγαν από εκεί γύρω στις 01:30-02:00 διότι την επόμενη ημέρα, είχε καλέσει φίλους και συγγενείς στο σπίτι τους για φαγητό και έπρεπε να ξυπνήσει πρωί.

 

Ανέφερε επιπρόσθετα ότι ο ισχυρισμός της Παραπονούμενης ότι ο ίδιος έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, ότι εντόπισαν μέλη του οικογενειακού του περιβάλλοντος, κοκαΐνη στην κατοχή του καθώς και ότι οι γονείς του είχαν μεταβεί σε χημείο στην Λάρνακα για να δουν πως θα μπορούσαν να επαληθεύσουν ότι ο ίδιος κάνει χρήση ναρκωτικών, είναι αποκυήματα της φαντασίας της Παραπονούμενης επισημαίνοντας ότι δεν είχε ποτέ προηγουμένως  δικαστεί, για τέτοιου είδους αδικήματα από Δικαστήριο. Επίσης, αποτέλεσε θέση του Κατηγορούμενου ότι η Παραπονούμενη, ουδέποτε είδε όπλο στο αυτοκίνητο του και δη στις 08.01.22, προσθέτοντας ότι αυτό που είδε ήταν θήκη της στέκας του μπιλιάρδου.

 

Αποτέλεσε επίσης θέση του, ότι το ψευδές των ισχυρισμών της Παραπονούμενης φαίνεται και από το ότι όλα τα καταγγελθέντα περιστατικά, με τον τρόπο που περιεγράφηκαν από την Παραπονούμενη, φαίνονται να έχουν μια σταθερή χρονική διάρκεια περίπου 10 λεπτών και επαναλαμβάνονται με το ίδιο μοτίβο ενώ επίσης επεσήμανε ότι ουδείς άκουσε τις φωνές της παρά το ότι η ίδια ανέφερε ότι φώναζε πολύ δυνατά.  Τόνισε δε πως δεν είναι δυνατόν να τη βίασε όταν η ίδια ήταν αυτή που του ζητούσε συχνά να κάνουν σεξ, είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο όταν επέστρεφαν από νυχτερινές εξόδους, ενώ επίσης επεσήμανε πως πολλοί ισχυρισμοί της όπως το ότι  θα την έριχνε στην γεννήτρια είναι εκ των υστέρων σκέψη της, διότι ουδέποτε το ανέφερε στην κατάθεση της και επιπρόσθετα, στο σπίτι δεν υπάρχει τέτοια γεννήτρια.

 

Η Μ.Υ.2, αδελφή του Κατηγορούμενου, καταθέτοντας αναφέρθηκε στη σχέση της με τον Κατηγορούμενο και την Παραπονούμενη, απέρριψε το ενδεχόμενο χρήσης ναρκωτικών από τον πρώτο, περιέγραψε ως τυπική τη σχέση της με την Παραπονούμενη λέγοντας πως την έβλεπε μια με δυο φορές την εβδομάδα, ότι δεν είδε οτιδήποτε πάνω της, που να την κάνει να υποπτευθεί ότι αυτή είχε υποστεί βία, ότι ούτε η Παραπονούμενη της ανέφερε ποτέ, στο πλαίσιο πιο προσωπικών συζητήσεων που είχαν, οτιδήποτε σχετικό και ότι αν έβλεπε μελανιές ή κτυπήματα πάνω της, θα τη ρωτούσε από που αυτές προέρχονταν.  Περιέγραψε τη σχέση Κατηγορούμενου – Παραπονούμενης ως πολύ καλή και ιδανική, λέγοντας ότι όσες φορές τους έβλεπε μαζί, αυτοί ήταν αγαπημένοι, ότι με τον Κατηγορούμενο και την Παραπονούμενη, έβγαιναν πολλές φορές έξω τα βράδια, πήγαιναν κυρίως σε ταβέρνες και εστιατόρια τόσο όλοι μαζί, όσο και η ίδια μαζί με την Παραπονούμενη ενώ επίσης ανέφερε ότι σε αρκετές περιπτώσεις η ίδια έμενε στο σπίτι και πρόσεχε τα παιδιά του ζευγαριού, για να βγαίνουν οι δυο τους έξω, κάτι που γινόταν συνήθως το Σάββατο, μιας και η ίδια δεν εργαζόταν τις Κυριακές.  Περιπλέον ανέφερε ότι δεν είχε προσέξει ποτέ οτιδήποτε, κατά την επιστροφή της Παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου από την έξοδο τους και οι δύο τους φαίνονταν μια χαρά μεταξύ τους, ούτε είδε τον Κατηγορούμενο να φεύγει από το σπίτι μετέπειτα. 

 

Η μάρτυρας επίσης αναφέρθηκε στην παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018, για να υποστηρίξει ότι το βράδυ εκείνο το πέρασαν στο σπίτι του πατέρα τους και ότι την επομένη έφαγαν μεσημεριανό στο σπίτι του Κατηγορούμενου, αναφέροντας διάφορους λόγους ως προς το γιατί το θυμόταν, ότι ήταν παρούσα όταν μετά τον χωρισμό η Παραπονούμενη πήγε για να πάρει τα πράγματα της από το σπίτι όπου έμεναν, χωρίς όμως να της έχει δώσει οτιδήποτε ή να της έχει πει τί να πάρει, ότι η Παραπονούμενη έχοντας πάει εκεί μαζί με τη γιαγιά της και ακόμη δύο θείους της, φόρτωσαν όλα τα πράγματα στο διπλοκάμπινο τους όχημα και ότι πέραν από τα προσωπικά της αντικείμενα η Παραπονούμενη, είχε πάρει και όλα τα έπιπλα που βρίσκονταν στο σπίτι και ότι δεν υπήρχαν σπασμένα έπιπλα στο εν λόγω σπίτι.   Επίσης ανέφερε ότι το ποτό του αδελφού της είναι η μπύρα, ότι με την Παραπονούμενη, δεν έχει πλέον οποιεσδήποτε σχέσεις και είναι πικραμένη μαζί της εξαιτίας κάποιου περιστατικού που έγινε μετά τον χωρισμό της από τον Κατηγορούμενο, όπου η Παραπονούμενη της επέστρεψε δώρα, που η ίδια είχε αγοράσει στα παιδιά.

 

Αντεξέταστηκε εκτεταμένα σε σχέση με τους λόγους που έδωσε ως προς το γιατί θυμόταν τα γεγονότα της Παραμονής Πρωτοχρονιάς του 2018 αλλά και σε σχέση με τα ίδια τα γεγονότα της εν λόγω ημερομηνίας, ως προς τους λόγους που οδήγησαν το ζευγάρι στο χωρισμό αλλά και ως προς το πώς μπορεί να είναι βέβαιη ως προς τη μη χρήση ουσιών από τον αδελφό της εφόσον δεν διέμενε συνεχώς μαζί του.  Επιπλέον αντεξετάστηκε ως προς το εάν τσακώθηκε ποτέ με τον Κατηγορούμενο και κατέληξαν στην Αστυνομία, ζήτημα σε σχέση με το οποίο επέλεξε να μην απαντήσει. 

 

O M.Y.3 ανέφερε ότι είναι φίλος και κουμπάρος του Κατηγορούμενου, τον οποίο γνωρίζει από το 2013, ότι ο ίδιος και η σύζυγος του, έκαναν παρέα με τον Κατηγορούμενο και την Παραπονούμενη, ότι τους επισκέπτονταν στο σπίτι τους ή πήγαιναν μαζί τους περίπατο, ή σε ταβέρνες, ότι  εξόδους είχαν με τον Κατηγορούμενο και χωρίς τις συζύγους τους καμμιά φορά την εβδομάδα αλλά όχι κάθε βδομάδα και ότι παρότι εξακολουθούν να είναι φίλοι δεν βρίσκονται πλέον συχνά μαζί, ούτε βγαίνουν μαζί έξω, εξαιτίας των εργασιών τους αλλά και του χωρισμού του Κατηγορούμενου.  Επίσης ανέφερε ότι κατά τις εξόδους τους κατανάλωναν συνήθως μπύρα, απέρριψε το ενδεχόμενο χρήσης ουσιών από τον Κατηγορούμενο, αφού δεν τον είδε ποτέ να κάνει χρήση ούτε να έχει στην κατοχή του ναρκωτικά ενώ επίσης περιέγραψε ως καλή τη σχέση του ζεύγους, λέγοντας ότι η Παραπονούμενη δεν είχε παραπονεθεί ποτέ στον ίδιο ή τη γυναίκα του, ότι ο Κατηγορούμενος την κακοποιούσε με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε είχε προσέξει οτιδήποτε στη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς την Παραπονούμενη, την οποία χαρακτήρισε «φυσιολογική» και δεν είδε ποτέ την Παραπονούμενη να είναι κτυπημένη, ή κλαμένη.

 

Επίσης ανέφερε ότι κατά τις επισκέψεις του στο σπίτι του Κατηγορούμενου και της Παραπονούμενης, δεν πρόσεξε οποιαδήποτε αλλαγή στα έπιπλα του σπιτιού, πλην του ότι αλλάχθηκε το τραπέζι το οποίο είχε σπάσει, χωρίς να γνωρίζει πως, ότι ποτέ η Παραπονούμενη δεν ανέφερε στον ίδιο ή στη σύζυγο του ότι ο Κατηγορούμενος σπάζει έπιπλα και πως αν η Παραπονούμενη είχε αναφέρει κάτι στη σύζυγο του, αυτή θα του το είχε αναφέρει. Τέλος αναφέρθηκε σε περιστατικό που έγινε στο σπίτι του, μετά τον χωρισμό του Κατηγορούμενου με την Παραπονούμενη, όπου άκουσε την Παραπονούμενη, να λέει στη σύζυγο του τη φράση «εγώ εν θα ησυχάσω ώσπου να τον δω φυλακή».  

 

Αντεξετάστηκε μεταξύ άλλων αναφορικά με τη φράση αυτή και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες την άκουσε, ως προς τους λόγους χωρισμού του ζευγαριού, το λόγο που ήταν σπασμένο το τραπέζι που είδε καθώς και ως προς τους λόγους για τους οποίους δηλώνει βεβαιότητα για τη μη ενασχόληση του Κατηγορούμενου με τα ναρκωτικά ή το κυνήγι,  αλλά και σε σχέση με το εάν ο Κατηγορούμενος ήταν άτομο ήρεμο που δεν έμπλεκε σε καβγάδες και δεν είχε μπερδέματα με την Αστυνομία.

 

Ο Μ.Υ.4, αδελφός του Κατηγορούμενου, υιοθέτησε την κατάθεση του Τεκμήριο 6 στην οποία περιγράφει την εμπλοκή του στο περιστατικό της 14.1.22, όπου αναφέρει ότι του είχε τηλεφωνήσει η Παραπονούμενη για να του πει ότι ο Κατηγορούμενος δεν της επέστρεφε τα παιδιά ως όφειλε, ότι αυτός της είπε ότι θα τον πάρει τηλέφωνο, πράγμα που έπραξε και ότι παίρνοντας τον τηλέφωνο αυτός του ανέφερε ότι συνεννοήθηκαν με την Παραπονούμενη να βρεθούν στις 20:30 για να της πάρει τα παιδιά,  πράγμα που είπε στην Παραπονούμενη, η οποία του επιβεβαίωσε ότι πράγματι της είχε αποστείλει σχετικό μήνυμα, επισημαίνοντας του όμως ότι ήταν υποχρέωση του Κατηγορούμενου να της πάρει τα παιδιά.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σχέσεις του με την Παραπονούμενη περιγράφοντας τις ως πολύ καλές, σε βαθμό που ο ίδιος ήταν το πρόσωπο που της ανακοίνωσε το θάνατο του πατέρα της, ότι αυτή ποτέ δεν του ανέφερε οποιοδήποτε πρόβλημα στη σχέση της με τον αδελφό του, ούτε παραπονέθηκε για άσκηση βίας, ούτε όμως ο ίδιος πρόσεξε κάτι πάνω της που να τον ανησυχήσει. Επίσης ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν έκανε χρήση ναρκωτικών αλλά μόνο κάπνιζε τσιγάρο και ότι με την Παραπονούμενη και τον Κατηγορούμενο συνήθιζαν να συνευρίσκονται  σε οικογενειακά τραπέζια, ότι σπανίως έβγαιναν έξω σε εστιατόρια πλην όμως την Παραπονούμενη, την έβλεπε κάθε εβδομάδα, ειδικότερα τις πρωινές ώρες, που η Παραπονούμενη βρισκόταν στο σπίτι της μητέρας του.  Επίσης αναφέρθηκε στην Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018, λέγοντας πως την πέρασαν στο περιβόλι του πατέρα του στις Βρυσούλλες, ενώ επιπλέον αναφέρθηκε και στο τί έκαναν την επομένη ως και τους λόγους για τους οποίους θυμόταν την εν λόγω ημερομηνία.

 

Ανέφερε επίσης ότι ποτέ δεν κλήθηκε από την οικογένεια του να επέμβει σε οποιοδήποτε περιστατικό σε σχέση με τον Κατηγορούμενο και δεν γνώριζε εάν υπήρχαν από μέρους του Κατηγορούμενου προς την Παραπονούμενη, οφειλόμενα ποσά διατροφών και ότι πάντως τώρα τα ποσά διατροφών προς την Παραπονούμενη, πληρώνονται κανονικά.

 

Αντεξετάστηκε μεταξύ άλλων σε σχέση με τις αναφορές του για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018 ως και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του 2018, για το λόγο του χωρισμού του Κατηγορούμενου με την Παραπονούμενη και το αν αυτό ήταν ζήτημα που συζητήθηκε στην οικογένεια, για το αν ο Κατηγορούμενος προέβαινε σε χρήση ουσιών, αν πήγαινε κυνήγι και αν ο ίδιος είχε ακούσει να λέγεται ότι η Παραπονούμενη ασκούσε βία στα παιδιά της.

 

O M.Y.5, πατέρας του Κατηγορούμενου, καταθέτοντας αναφέρθηκε στις σχέσεις του ιδίου και της συζύγου του με την Παραπονούμενη πριν το χωρισμό του ζεύγους, τις οποίες χαρακτήρισε ως άριστες, σημειώνοντας όμως ότι πλέον η Παραπονούμενη δεν ανταποκρίνεται στα μηνύματα και τις κλήσεις τους. Αναφέρθηκε στο ζήτημα των διατροφών, απέκλεισε το ενδεχόμενο χρήσης ναρκωτικών από τον Κατηγορούμενο ενώ απέρριψε και τη θέση ότι μετέβηκαν με την Παραπονούμενη και την σύζυγο του σε χημείο για να διερευνήσουν τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να  διαπιστώσουν αν ο Κατηγορούμενος προέβαινε σε χρήση ναρκωτικών.

 

Επίσης ανέφερε ότι ποτέ η Παραπονούμενη δεν ανέφερε στον ίδιο ή τη σύζυγο του, ότι ο Κατηγορούμενος της συμπεριφερόταν άσχημα, ούτε πρόσεξε ποτέ οποιοδήποτε σημάδι στην Παραπονούμενη που να τους βάλει σε υποψίες ότι της ασκείτο βία. Ούτε κάλεσε ποτέ, οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα παιδιά του, ώστε να τον βοηθήσουν σε σχέση με τον Κατηγορούμενο και εν γένει ήταν η θέση του ότι τόσο ο ίδιος με τα παιδιά του, αλλά και τα παιδιά του μεταξύ τους, έχουν άριστες σχέσεις.  Πολύ καλή περιέγραψε και τη σχέση Κατηγορούμενου – Παραπονούμενης, λέγοντας πως δεν τους είδε ποτέ να τσακώνονται, ότι ήταν πάντοτε αγαπημένοι και ότι ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι η Παραπονούμενη προχώρησε σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, είναι διότι ήθελε να της προσφέρουν χρήματα, προκειμένου στη συνέχεια να αποσύρει το παράπονο της.   

 

Περιπλέον ανέφερε ότι σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενόσω ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη ήταν παντρεμένοι, έτυχε να έχουν μαζί με τη σύζυγο του υπό τη φύλαξη τους, τα παιδιά τους, χωρίς ωστόσο ποτέ, ο Κατηγορούμενος να πάρει την Παραπονούμενη στο σπίτι και να φύγει ξανά μόνος, αφού κατά την επιστροφή τους με την Παραπονούμενη, έπαιρναν τα παιδιά τους και επέστρεφαν το σπίτι τους στις Βρυσούλες.  Περαιτέρω αναφέρθηκε στο τί έκαναν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018, στο πού έφαγαν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς καθώς και στους λόγους για τους οποίους θυμόταν τα γεγονότα αυτά.  

 

Αντεξετάστηκε μεταξύ άλλων σε σχέση με τα γεγονότα της παραμονής και της ημέρας της Πρωτοχρονιάς του 2018 ως και σε σχέση με το εάν συζήτησε τα γεγονότα αυτά με τα παιδιά του πριν προσέλθει να μαρτυρήσει. Επίσης αντεξετάστηκε σε σχέση με το λόγο χωρισμού του Κατηγορούμενου και της Παραπονούμενης, αλλά και για το λόγο για τον οποίο η Παραπονούμενη προέβη σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου για βιασμό, τον οποίο απέδωσε σε προσπάθεια της ίδιας να αποκομίσει χρήματα, ενώ επίσης αντεξετάστηκε και σε σχέση με τα ζητήματα διατροφής που ανέκυψαν μεταξύ τους μετά τη διάσταση.   Περιπλέον αντεξετάστηκε σε σχέση με το εάν είχε εμπλοκή στην επανασύνδεση του ζεύγους κατά τον Φεβρουάριο του 2019 όπου αναφέρθηκε στην «αμνησία» που έπαθε λόγω χτυπήματος που υπέστη, ενώ επίσης αντεξετάστηκε σε σχέση με τα γεγονότα της 18.5.19-19.5.19, όπου πλην του ότι πράγματι πρόσεχαν τα παιδιά για να βγει έξω ο Κατηγορούμενος με την Παραπονούμενη, δεν θυμόταν οτιδήποτε άλλο για την εν λόγω ημερομηνία.  Ερωτήθηκε επίσης για το εάν ο ίδιος κατήγγειλε τον Κατηγορούμενο στην Αστυνομία για βία στην οικογένεια, ενώ επίσης αντεξετάστηκε και σε σχέση με την ισχυριζόμενη βία που η Παραπονούμενη κατά τον ίδιο ασκούσε στα παιδιά του ζεύγους.   

 

3.    Αξιολόγηση της Μαρτυρίας – Ευρήματα

 

Έχουμε παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες και εξετάσαμε όπως επιβάλλεται τη μαρτυρία τους, καθώς και κάθε άλλη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί υπό μορφή δηλώσεων ή εγγράφων εν τη εννοία του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων και την ως άνω μαρτυρία, προς εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και συμπερασμάτων επί των πραγματικών γεγονότων.

 

Αρχίζοντας από τις αστυνομικούς Μ.Κ.4, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.7, πρέπει να πούμε πως αυτές δεν γνώριζαν οιονδήποτε εκ των εμπλεκομένων μερών, ούτε και διαφάνηκε να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης. Επρόκειτο δηλαδή για ανεξάρτητες μάρτυρες.  Ειδικότερα οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7 μαρτύρησαν καθηκόντως ως προς το πώς αντιλήφθηκαν τα πράγματα και περιέγραψαν πειστικά τον ρόλο και την έκταση της ανάμειξης τους στη διερεύνηση της υπόθεσης.  Της δε Μ.Κ.5, η μαρτυρία ήταν πολύ περιορισμένη, αφού κλήθηκε ουσιαστικά για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη καταγγελίας κατά την 13.2.19, από πλευράς Παραπονούμενης εναντίον του Κατηγορούμενου.

 

Αρχίζοντας από τη Μ.Κ.4 πρέπει να πούμε πως άφησε στο Δικαστήριο πολύ καλή εντύπωση.  Με τρόπο καθ’ όλα πειστικό απέρριψε τις θέσεις που της αποδόθηκαν περί πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης, τόσο υπό την έννοια της μη επεξήγησης των δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου και μη λήψης κατάθεσης από αυτόν, όσο και αναφορικά με τις εν γένει ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση και τη μεροληψία που στην ουσία της αποδόθηκε.  Συγκεκριμένα η Μ.Κ.4 επί του ζητήματος της επεξήγησης των δικαιωμάτων, ανέφερε ότι δόθηκαν τα δικαιώματα στον Κατηγορούμενο, ο οποίος υπέγραψε ότι τα παρέλαβε, χωρίς εν τέλει επί τούτου να της τεθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη υποβολή, ότι ο Κατηγορούμενος δεν προέβη σε τέτοια παραλαβή και υπογραφή. Επίσης η μάρτυρας ανέφερε ότι, εξ όσων θυμόταν, ο Κατηγορούμενος μίλησε και με δικηγόρο και ότι ήταν πάντως κατ’ επιλογήν του που περιορίστηκε να απαντήσει στη γραπτή κατηγορία λέγοντας ότι είναι όλα ψέματα και που δεν έδωσε κατάθεση, χωρίς και πάλιν να της τεθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι αυτό που ανέφερε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. 

 

Εξάλλου επί του συγκεκριμένου ζητήματος, άκρως πειστική μαρτυρία έδωσε και η Μ.Κ.7, η οποία επίσης άφησε καλή εντύπωση και η οποία πολύ φυσικά ανέφερε κατά την αντεξέτασή της για το ίδιο ζήτημα, ότι ο Κατηγορούμενος απασχόλησε το κλιμάκιο με άλλη υπόθεση, ότι από την ημερομηνία της άλλης καταγγελίας είχε φύγει από την οικία του πατέρα του και δεν εντοπιζόταν και ότι εν τέλει η ίδια τον συνάντησε τυχαία σε ταβέρνα στη Σωτήρα στις 21.2.22, όπου τον κάλεσε να παρουσιαστεί στις 22.2.22 για να ανακριθεί και να κατηγορηθεί, πράγμα το οποίο ο Κατηγορούμενος πράγματι έπραξε.  Τόνισε δε και αυτή πως του δόθηκε η επιλογή να δώσει κατάθεση και πως αυτός αρνήθηκε, αφού είχε συνομιλήσει με (άντρα) δικηγόρο, ο οποίος του είχε δώσει ανάλογη νομική συμβουλή.  Η μαρτυρία της αυτή, συνάδει πλήρως τόσο με το Τεκμήριο 3 (γραπτή κατηγορία ημερ. 22.2.22), ως και τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 και την αποδεχόμαστε.

 

Ως προς την παράλειψη να λάβει καταθέσεις από πρόσωπα που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη διερεύνηση, η Μ.Κ.4 αναφέρθηκε στις ενέργειες της, εξηγώντας ότι στο πλαίσιο διερεύνησης έλαβε κατάθεση και από τον αδελφό του Κατηγορούμενου (Μ.Υ.4), ενώ επίσης συνομίλησε και με τον πατέρα του Κατηγορούμενου, με τον οποίο βρισκόταν σε επικοινωνία λόγω της άλλης καταγγελίας που ο τελευταίος προωθούσε κατά του Κατηγορούμενου τότε.   Επίσης προσπάθησε να λάβει κατάθεση και από τη θεία του Κατηγορούμενου (Π.Ζ.), η οποία διέμενε σε οικία που γειτνιάζει με την οικία στην οποία διέμενε το ζεύγος και η οποία της ανέφερε προφορικά ότι για το χρονικό διάστημα που διέμεναν δίπλα της, η Παραπονούμενη με τον Κατηγορούμενο είχαν συχνές λογομαχίες μεταξύ τους και ότι συχνά άκουγε αντικείμενα να σπάζουν και πως παρά ταύτα η ίδια δεν ήθελε να προβεί σε κατάθεση. Αδυνατούμε πραγματικά να αντιληφθούμε τη θέση της υπεράσπισης ότι η μάρτυρας όφειλε να ερωτήσει το πρόσωπο αυτό προφορικά «περισσότερα πράγματα», δεδομένου του ότι αφενός ήταν σαφές ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν επιθυμούσε να δώσει κατάθεση και αφετέρου του ότι η υπεράσπιση εν πάση περιπτώσει δεν αποδεχόταν τα όσα η Μ.Κ.4 μετέφερε ως λεχθέντα στην ίδια από την Π.Ζ..  Σε σχέση δε με τη θέση της υπεράσπισης ότι το εν λόγω πρόσωπο (Π.Ζ.), είχε αναφέρει στη μάρτυρα ότι προέβη σε καταγγελία εναντίον της Παραπονούμενης και η ίδια δεν το κατέγραψε, σημειώνουμε αφενός ότι η μάρτυρας απέρριψε κατηγορηματικά τη θέση αυτή και αφετέρου, δεν βλέπουμε πως θα μπορούσε να επηρεάσει τη διερεύνηση, η ισχυριζόμενη αυτή παράλειψη. Ούτε όμως και προκύπτει να υπήρχε πρόθεση απόκρυψης του γεγονότος αυτού από την κατηγορούσα αρχή, αφού η ίδια η Παραπονούμενη αναφέρθηκε σε αυτό, αποδεχόμενη μάλιστα ευθέως, ότι όντως είχε τραβήξει την Π.Ζ. από τα μαλλιά. 

 

Ως προς την επιλογή της Μ.Κ.4 να αναφερθεί στην καταγγελία στην οποία προέβη ο Κατηγορούμενος εναντίον της Παραπονούμενης ως το Τεκμήριο 5, σε σχέση με την οποία, μετά από διερεύνηση, δεν προέκυψε η διάπραξη ποινικού αδικήματος και εν τέλει δεν ασκήθηκε δίωξη εναντίον της, η Μ.Κ.4 με πειστικότητα εξήγησε το λόγο που επέλεξε την καταγγελία αυτή, καταρρίπτοντας την όποια υπόνοια περί έλλειψης αντικειμενικότητας ή μεροληψίας της.  Συγκεκριμένα ανέφερε ότι αφενός ήθελε να καταδείξει ότι και εναντίον της Παραπονούμενης είχε υποβληθεί καταγγελία που ενείχε το στοιχείο της βίας αλλά και διότι οι υπόλοιπες καταγγελίες που παραδεκτώς είχαν μεταξύ τους, αφορούσαν άλλου είδους καταγγελίες, όπως παραβιάσεις του διατάγματος επικοινωνίας και ως τέτοιες δεν ήταν τόσο σχετικές.  Η μάρτυρας βέβαια δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι εξαίρεση αποτελούσε μια ακόμα υπόθεση που αφορούσε καταγγελία της Παραπονούμενης εναντίον του Κατηγορούμενου και για την οποία θα κατέθετε η Μ.Κ.5 που προέβη στη σχετική καταχώρηση και η οποία (Μ.Κ.5) πράγματι έδωσε στη συνέχεια σχετική μαρτυρία (βλ. Έγγραφο Ζ).   Τα πιο πάνω θεωρούμε ενδεικτικά της αντικειμενικότητας της αλλά και της προσπάθειας της να δώσει μια όσο πιο ολοκληρωμένη εικόνα του φάσματος εντός του οποίου εμπίπτει η παρούσα υπόθεση.

 

Σημειώνουμε δε πως παρά την αρχική ένσταση που υπήρξε στην κατάθεση του Τεκμηρίου 5, εν τέλει δεν υπήρξε αντεξέταση επί της αυθεντικότητας ή ορθότητας αυτού, ούτε και έγινε υποβολή ή προσήχθη μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης πως η εν λόγω καταγγελία στην οποία είχε προβεί ο Κατηγορούμενος, είχε άλλη κατάληξη.  Η δε υποβολή ότι υπήρχαν και άλλες υποθέσεις τις οποίες θα έθετε ο Κατηγορούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου παρέμεινε βέβαια μετέωρη, αφού δεν τέθηκαν οποιεσδήποτε άλλες υποθέσεις βίας ενώπιον μας που να αφορούν την Παραπονούμενη, παρόλο που σίγουρα παρέμεινε αναντίλεκτο πως, άλλες υποθέσεις μεταξύ των δύο υπήρξαν, αφορώσες όμως κυρίως το διάταγμα επικοινωνίας.

 

Ως προς την ορθότητα λήψης της πρώτης κατάθεσης της Παραπονούμενης, η οποία επίσης τέθηκε εν αμφιβόλω, η Μ.Κ.4 ήταν σαφέστατη ότι είχε προηγηθεί συζήτηση μεταξύ τους στο πλαίσιο λήψης του ιστορικού και ότι ακολούθως λήφθηκε η κατάθεση της, αποδεχόμενη όμως σαφέστατα ότι γινόντουσαν στην πορεία διευκρινιστικές ερωτήσεις, πράγμα το οποίο σίγουρα συνάδει και εξηγεί και την αναφορά της Παραπονούμενης ότι η κατάθεση της είχε ληφθεί αφού της υποβάλλονταν ερωτήσεις.  Με πειστικότητα επίσης εξήγησε ότι ένεκα του ότι η Παραπονούμενη είχε αναφερθεί σε συμπεριφορά που επαναλαμβάνετο για μια μεγάλη χρονική περίοδο κατά τα Σαββατοκύριακα, η ίδια δεν ζήτησε περαιτέρω λεπτομέρειες των περιστατικών από την Παραπονούμενη.  Εξάλλου δεν υποδείχθηκε με ποιο συγκεκριμένο τρόπο έχει επηρεαστεί ο Κατηγορούμενος από το γεγονός αυτό ή πώς θα άλλαζε η υπερασπιστική γραμμή του, αν διευκρινίζονταν από τότε τα τρία περιστατικά στα οποία αναφέρθηκε η Παραπονούμενη με την προφορική της μαρτυρία, τη στιγμή μάλιστα που σαφής θέση του ήταν πως ποτέ δεν επέδειξε σεξουαλική βία έναντι της Παραπονούμενης.

 

Ούτε όμως από τη λήψη της συμπληρωματικής κατάθεσης της Παραπονούμενης προέκυψε οτιδήποτε μεμπτό, αφού η Μ.Κ.7 επεξήγησε και αυτή με σαφήνεια και σταθερότητα πως, για συγκεκριμένους λόγους έκρινε ότι θα έπρεπε να λάβει συμπληρωματική κατάθεση από την Παραπονούμενη  και δη για να διευκρινίσει το ζήτημα του άμεσου παραπόνου, της κακόβουλης ζημιάς στα κινητά της, του όπλου καθώς και ένα σημείο που αφορούσε την άσκηση βίας.  Έγινε βέβαια πολύς λόγος από την υπεράσπιση ότι ήταν ελλιπής η συμπληρωματική κατάθεση που λήφθηκε, αφού η Παραπονούμενη δεν κλήθηκε να περιγράψει τη θήκη του όπλου, δεν ρωτήθηκε λεπτομέρειες για τους μώλωπες, ή για τον πόνο στον αυχένα, ή ακόμα και για το πού βρίσκονται τα σκισμένα ρούχα της και ποιοι ήταν οι φίλοι του Κατηγορούμενου με τους οποίους έβγαινε έξω.  Παρά το ότι όμως τα πιο πάνω αποτελούν ζητήματα για τα οποία όντως θα μπορούσε να ερωτάτο, δεν εντοπίζουμε ούτε καταδείχθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο, πώς το γεγονός ότι δεν ερωτήθηκε, επηρέασε την υπεράσπιση και μάλιστα σε βαθμό που να πλήττεται το δικαίωμα του Κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.  Ειδικά, εφόσον η υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να αντεξετάσει και αντεξέτασε την Παραπονούμενη εκτεταμένα, συμπεριλαμβανομένων και επί των ως άνω ζητημάτων και είχε την ευχέρεια να καλέσει και όποιους εκ των φίλων του Κατηγορούμενου πίστευε ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν την υπεράσπιση του.

 

Συνεπώς δεν διαβλέπουμε να προκύπτει ζήτημα μεροληψίας ή πλημμελούς διερεύνησης από πλευράς της αστυνομίας. Ούτε και θεωρούμε ότι μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα πλημμέλειας, ως εκ του γεγονότος ότι στο ημερολόγιο ενεργείας Τεκμήριο 4, δεν γίνεται αναφορά στο περιστατικό του πρατηρίου κατά την 14.1.22.  Και τούτο διότι, ως πολύ λογικά ανέφερε η Μ.Κ.4, το τί καταγράφεται στο ημερολόγιο ενεργείας είναι μια περίληψη και στην προκειμένη περίπτωση γίνεται αναφορά στους βιασμούς, επειδή ακριβώς ήταν το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που προέκυπτε από την υποβληθείσα καταγγελία. 

 

Η δε μαρτυρία της Μ.Κ.5 είχε πολύ περιορισμένη εμβέλεια, αφού ως ήδη λέχθηκε αφορούσε την καταγγελία την οποία υπέβαλε η Παραπονούμενη στις 13.2.19 στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας, καταγγελία την οποία έλαβε η ίδια η μάρτυρας και προς τούτο παρουσίασε το σχετικό ημερολόγιο ενεργείας ως Έγγραφο Ζ. Η ειλικρίνεια της ήταν εμφανής, αφού από την αρχή και ευθέως παραδέχθηκε ότι δεν ενθυμείτο το συγκεκριμένο περιστατικό, πράγμα καθ’ όλα λογικό, με δεδομένη και την πάροδο τόσο μεγάλου χρόνου από το συμβάν, αλλά και του ότι αυτό, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο που θα δικαιολογούσε την ενθύμηση του μετά από τόσο καιρό.  Λογικό επόμενο ήταν και το ότι η ίδια δεν μπορούσε να θυμηθεί αν η Παραπονούμενη είχε, τότε, πάνω της οποιαδήποτε σημάδια βίας, όμως ήταν σαφής πως αν είχε και τα έβλεπε θα προσπαθούσε να την πείσει να προβεί σε καταγγελία. Εάν όμως επέλεγε να μην προβεί σε καταγγελία τότε, ως ανέφερε, δεν θα κατέγραφε το γεγονός αυτό στο ημερολόγιο ενεργείας, αλλά θα συμπληρώνονταν τα έντυπα για σκοπούς γραπτής ενημέρωσης του γραφείου ευημερίας, τα οποία εν πάση περιπτώσει είχαν συμπληρωθεί στη δεδομένη περίπτωση, ως εντόπισε από το Έγγραφο Ζ. 

 

Λογικό απότοκο της θέσης της Μ.Κ.5 ότι δεν ενθυμείτο το περιστατικό ήταν και η θέση της ότι δεν μπορούσε να είναι εντελώς βέβαιη αν το υπό καταγγελία περιστατικό έλαβε χώρα την ίδια τη μέρα της καταγγελίας (δηλαδή ενωρίτερα κατά τις πρωινές ώρες της 13.2.19) ή αν έγινε την προηγούμενη, 12.2.2019, ως καταγράφεται στο Έγγραφο Ζ.  Ανέφερε δε και ορθώς, πως τούτο είναι στην ουσία ζήτημα που γνωρίζει η Παραπονούμενη και πως αυτό που κατέγραψε ήταν η δική της αντίληψη, χωρίς όμως να αποκλείει τούτη να ήταν εσφαλμένη.  Βέβαια το ζήτημα αυτό πολύ λίγη σημασία έχει εν τέλει, αφού και ο Κατηγορούμενος αποδέχεται ότι ξημερώματα της 13.2.19 έλαβε χώρα μια αντιπαράθεση μεταξύ τους, χωρίς βεβαίως να αποδέχεται τα όσα του αποδίδονται και προβάλλοντας και ο ίδιος τις δικές του θέσεις. Όμως η ουσία παραμένει ότι υπήρξε συμβάν που έγινε κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 13.2.19 και όχι στις 12.2.19, ασχέτως του ποια θα κριθεί πως ήταν εν τέλει η αιτία του συμβάντος και τα λοιπά περιστατικά που το συνθέτουν.

 

Εν γένει η μαρτυρία και των τριών αυτών μαρτύρων χαρακτηριζόταν από ευθείς και λεπτομερείς απαντήσεις, χωρίς διάθεση υπεκφυγής. Η βασιμότητα των όσων ανέφεραν επιβεβαιώνεται και από την αντιπαραβολή της μαρτυρίας τους με τη λοιπή αξιόπιστη μαρτυρία στην υπόθεση, γραπτή και προφορική. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία τους στην οποία και βασιζόμαστε για να εξαγάγουμε ασφαλή για την υπόθεση συμπεράσματα, σημειώνοντας βεβαίως παράλληλα πως οι όποιες αναφορές της Μ.Κ.4, οι οποίες άπτονται της γνησιότητας των λεχθέντων από την Παραπονούμενη προς την ίδια και αποτελούν στην ουσία τη δική της αντίληψη ως εμπλεκόμενη στην ανακριτική διαδικασία, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο το οποίο θα αξιολογήσει τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, παρότι σίγουρα αποδεχόμαστε ότι γνήσια η μάρτυρας ανέφερε αυτά που αντελήφθη.   

 

Οι Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6 από τη μια και η Μ.Υ.2 - Μ.Υ.5 από την άλλη, ήταν όλοι πρόσωπα που είχαν στενή ή συγγενική σχέση με την Παραπονούμενη και τον Κατηγορούμενο αντίστοιχα και ως εκ τούτου είχαμε συνεχώς και αδιάλειπτα κατά νου τον κίνδυνο η μαρτυρία και οι τοποθετήσεις τους, να επηρεάζονταν από την επιθυμία τους να βοηθήσουν την πλευρά με την οποία είχαν σχέση. Προσεγγίσαμε συνεπώς σε κάθε στάδιο τη μαρτυρία τους με την ανάλογη προσοχή. Ειδικότερα για τον Μ.Κ.6 σημειώνουμε πως ήταν παρών κατά το επεισόδιο στο πρατήριο στις 14.1.22, ενώ όλοι οι ως άνω μάρτυρες υποστήριξαν ότι ήταν γνώστες, ο καθένας με τον τρόπο του, διαφόρων πτυχών της σχέσης της Παραπονούμενης με τον Κατηγορούμενο και επί των ως άνω θεμάτων έδωσαν βασικά τις θέσεις τους και αντεξετάστηκαν.

 

Βλέποντας τους Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6 να καταθέτουν αλλά πολύ περισσότερο εξετάζοντας και αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους, κρίνουμε πως τόσο η διάθεση τους όσο και ουσία της μαρτυρίας τους ήταν τέτοια που έδιδαν την εντύπωση προσώπων που δεν προσήλθαν με πρόθεση να συσκοτίσουν την πραγματικότητα, αλλά να καταθέσουν  γεγονότα που οι ίδιοι βίωσαν. Οι απαντήσεις τους χαρακτηρίζονταν από αμεσότητα και φυσικότητα, ενώ διακρίναμε ότι πολλές φορές όπου δεν θυμούνταν κάτι για το οποίο ερωτούντο, δεν δίσταζαν να το παραδεχθούν, έστω και αν αυτό δεν θα ήταν επωφελές για την Παραπονούμενη. Αντίστοιχα διάχυτη ήταν και η διάθεση τους να παραδεχθούν στοιχεία της μαρτυρίας, τα οποία δυνατόν να αποδυνάμωναν τη δική τους μαρτυρία ή την εν γένει εκδοχή της Παραπονούμενης.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου ήταν η Μ.Κ.3, η οποία ανέφερε ευθαρσώς πως δεν γνώριζε κάτι για το περιστατικό της 19.5.19 και δεν προσπάθησε να αναφέρει οτιδήποτε επί του συγκεκριμένου ζητήματος, απλώς και μόνο για να βοηθήσει την εκδοχή της Παραπονούμενης. Mε την ίδια ειλικρίνεια, παραδέχθηκε επίσης πως για την ύπαρξη προβλημάτων στη σχέση του ζεύγους έμαθε το 2019, συνεπεία του περιστατικού της 13.2.19, ενώ για τους βιασμούς ανέφερε πως δεν έμαθε, παρά μόνο το 2021, αλλά και τότε χωρίς λεπτομέρειες.  Περαιτέρω, χωρίς αναστολή, αποδέχθηκε ότι έκανε λάθος ως προς τον τρόπο με τον οποίο είχε ερμηνεύσει το διάταγμα επικοινωνίας που εκδόθηκε μετά το χωρισμό του ζεύγους, για όποια βέβαια σημασία θα μπορούσε να έχει το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω με αντικειμενικότητα αποδέχθηκε και το ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος δεν έβγαινε στην κυριολεξία κάθε σαββατοκυρίακο και ότι εν πάση περιπτώσει έβγαινε και με την Παραπονούμενη. Αλλά και ο Μ.Κ.6 δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι ένεκα προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε, δεν μπορούσε να φέρει την εικόνα του συμβάντος της 14.1.22 στο μυαλό του καθώς και ότι δεν θυμόταν συγκεκριμένες πτυχές του εν λόγω συμβάντος.

 

Οι όποιες δε διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στη μαρτυρία τους, εν σχέσει με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας και δη της Παραπονούμενης, στις οποίες θα επανέλθουμε, θεωρούμε πως δεν αποτελούν ένδειξη αναξιοπιστίας αλλά αντιθέτως, ενδυναμώνουν τη μαρτυρία τους καταδεικνύοντας την απουσία προσυνεννόησης ως προς το τί θα κατέθεταν. Όπως εξάλλου έχει τονιστεί επανειλημμένα (βλ. επί τούτου και την πολύ πρόσφατη απόφαση Δ.Β.Γ.Κ. v .  Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 3/22, ημερ. 29.2.24), η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο. Επί τούτου τονίζουμε ιδιαίτερα εν σχέσει με το επεισόδιο στο πρατήριο, στο οποίο θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά κατωτέρω, ότι ο Μ.Κ.6 περιέγραφε διαδοχικά γεγονότα ενός επεισοδίου το οποίο εξελίχθηκε με αστραπιαία ταχύτητα και επομένως, οι όποιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στον τρόπο που αντελήφθη ή μετέφερε τα γεγονότα εν συγκρίσει με την Παραπονούμενη, θεωρούμε πως είναι φυσικές και λογικά αναμενόμενες και ουδόλως επηρεάζουν τα ουσιώδη γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Σωτηρίου v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ.307 όπου επιβεβαιώθηκε ότι μικρές, επουσιώδεις αντιφάσεις αυτόπτη μάρτυρα καταδεικνύουν την ανυπαρξία προσχεδιασμού[2].

 

 

Ερχόμενοι τώρα στη μαρτυρία των Μ.Υ.2 - Μ.Υ.5, πρέπει να πούμε πως κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους ήταν εμφανής και διάχυτη η μεροληψία τους υπέρ του Κατηγορούμενου. Ήταν πρόδηλο ότι σε υποστηρικτικές θέσεις προς τον Κατηγορούμενο δήλωναν σιγουριά, ενώ σε σημεία που θα μπορούσαν να αποβούν εναντίον του, είτε δεν απαντούσαν είτε απαντούσαν πως δεν θυμόντουσαν ή με υπεκφυγές. Κατά τρόπο δε εντελώς αδικαιολόγητο και πρωτοφανή οι Μ.Υ. παρουσιάζονταν απόλυτοι όταν έλεγαν  πως δεν υπήρχαν προβλήματα στη σχέση του ζεύγους και όταν αρνούντο κάθε παρανομία του Κατηγορούμενου, είτε βία, είτε χρήση ναρκωτικών.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μ.Υ.2, της οποίας η μεροληψία υπέρ του αδελφού της εντυπωσίασε (αρνητικά), αφού κατ’ επανάληψη απέκλειε θέσεις που της ετίθοντο με απόλυτη βεβαιότητα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν εμφανές ότι, εφόσον δεν διαβίωνε και δεν περνούσε όλο το χρόνο της με τον Κατηγορούμενο και την Παραπανούμενη, δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να είναι τόσο απόλυτη και βέβαιη.  Τέτοιες θέσεις, ήταν οι θέσεις της για το θέμα της χρήσης ναρκωτικών από τον Κατηγορούμενο, αλλά και για τις λεπτομέρειες της σχέσης του αδελφού της με την Παραπονούμενη.  Είναι βέβαια γεγονός πως, όπως θα διαφανεί και στη συνέχεια, δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία που να μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος ήταν χρήστης ουσιών. Όμως δεν είναι τούτο το ζήτημα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επέλεγε να απαντά η μάρτυρας για ζητήματα για τα οποία προφανώς δεν μπορούσε να είναι βέβαιη, κάτι το οποίο ήταν ενδεικτικό της έλλειψης αντικειμενικότητας της.  Άλλωστε τούτο ήταν εμφανές και από τη συνέχεια της μαρτυρίας της σε σχέση με το λόγο που προέβαλε για να πείσει για τη μη ενασχόληση του Κατηγορούμενου με ναρκωτικές ουσίες, όπου η ίδια ανέφερε ότι το αποκλείει επειδή «θα φαινόταν»,  για να παραδεχθεί αμέσως μετά πως δεν γνωρίζει τί ακριβώς θα φαινόταν και να καταλήξει με γενικόλογα να αναφέρει ότι θα το καταλάβαινε από τη μυρωδιά.   

 

Ως προς τη σχέση του Κατηγορούμενου με την Παραπονούμενη, η ίδια την χαρακτήρισε πολύ καλή έως και ιδανική, χωρίς να μπορεί, όπως άλλωστε δεν μπορούσαν και οι υπόλοιποι μάρτυρες υπεράσπισης, να δώσει μια λογική εξήγηση ως προς το λόγο που, μια κατά τα άλλα «ιδανική σχέση», έφτασε στο τέλος.  Επί τούτου ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης που χρησιμοποίησαν ανάλογους όρους, αναφερόμενοι στην εν λόγω σχέση, δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν εν τέλει το λόγο του χωρισμού, αλλά αντίθετα όλοι περιορίζονταν να αναφερθούν σε μικροτσακωμούς που προέρχονταν λόγω ισχυριζόμενης άσκησης βίας από την Παραπονούμενη προς τα παιδιά, την οποία ο Κατηγορούμενος δεν ενέκρινε.  «Μικροτσακωμοί για τα μωρά», ήταν και ο λόγος που προέβαλε και η Μ.Υ.2 ως λόγο χωρισμού, αφού, ως ανέφερε, δεν γνώριζε κάτι άλλο.  Όταν όμως της τέθηκε ότι ένας από τους λόγους, ήταν ότι ο Κατηγορούμενος έβγαινε έξω και γυρνούσε αργά μεθυσμένος, ενώ αρχικά παραδέχθηκε ότι δεν βρισκόταν συνεχώς στο σπίτι τους για να μπορεί γνωρίζει[3], στη συνέχεια (σελ. 315 γραμμές 15-19), παραδόξως, απέρριψε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. 

 

Ενώ δε περιγράφει και τις σχέσεις της ίδιας με τον Κατηγορούμενο ως πολύ καλές, θέλοντας στην ουσία να δώσει την εντύπωση, όπως και οι λοιποί μάρτυρες υπεράσπισης, πως επρόκειτο για μια λειτουργική σχέση σε μια υγιή οικογένεια, όταν ερωτήθηκε αν η ίδια τσακώθηκε με τον Κατηγορούμενο και κατέληξαν στην Αστυνομία, το ύφος της άλλαξε απότομα και ανέφερε ότι επιθυμούσε να μην απαντήσει, λέγοντας πως πρόκειται για εντελώς οικογενειακό θέμα, που δεν αφορά την Παραπονούμενη.  Καθιστώντας βέβαια σαφές πως επέλεγε να μην απαντά εκεί που πίστευε πως η απάντηση δεν θα ήταν ευνοϊκή για τον Κατηγορούμενο και απαντούσε με σιγουριά (χωρίς όμως στην πραγματικότητα να προκύπτει έρεισμα για τη βεβαιότητα της), εκεί που πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο θα βοηθούσε τον Κατηγορούμενο.   Πράγμα το οποίο με τη σειρά του αποδομεί και τη θέση της πως αν χρειαζόταν να πει κάτι που βλάπτει τον Κατηγορούμενο στο πλαίσιο της μαρτυρίας της, θα το έπραττε, θέση την οποία υπό το φως όλων των ανωτέρω δεδομένων, αδυνατούμε βεβαίως να αποδεχθούμε.

 

Χαρακτηριστική ήταν όμως και η εναλλαγή των θέσεων της επί διαφόρων θεμάτων.  Κατ’ αρχάς σε σχέση με το πού βρισκόταν ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018 και το συναφές με τούτο ζήτημα του ποιος έκανε το «τραπέζι» κατά την εν λόγω ημερομηνία, η ίδια ανέφερε: «Συνήθως τραπέζι κάνει ο παπάς μου αν θυμάμαι καλά, γιατί συνήθως κάνει τραπέζι ο παπάς μου, γιατί είναι και τα γενέθλια της κόρης μου και ανάβουμε και τα κεράκια τζιαμέ. …»[4].  Σημαντικό είναι να τονισθεί πως, αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό χρησιμοποιώντας τις φράσεις «συνήθως» και «αν θυμάμαι καλά», οι οποίες εμπεριέχουν αναμφίβολα μια εγγενή αβεβαιότητα, την οποία φρόντισε να διαφοροποιήσει στη συνέχεια, προβαίνοντας όμως στην εξής δυσνόητη τοποθέτηση: «… Πάντα παραμονή της Πρωτοχρονιάς συνήθως, κάνουμε εμείς. Ο παπάς μου κάμνει, ο παπάς μου κάμνει.», για να καταλήξει τελικά «Πάντα στο εξοχικό πηγαίναμε και κάναμε τραπέζι …»[5]

 

Ερωτηθείσα δε ποιος έκανε τραπέζι την επομένη (ανήμερα, δηλαδή της Πρωτοχρονιάς), ανέφερε ότι έκανε το τραπέζι ο Κατηγορούμενος, αφού το συνδύασε με την ένταξη της στον στρατό, για να αποκαλύψει όμως κατά την αντεξέταση της, ότι στο στρατό εντάχθηκε το 2021. Κληθείσα δε να εξηγήσει πως διασυνδέει την Πρωτοχρονιά του 2018 με την ένταξη της στο στρατό μετά από χρόνια, προσπάθησε να αναφέρει ότι τέλος του 2017 είχε κάνει την αίτηση για πρόσληψη της στο στρατό, για να καταλήξει όμως ότι τελικώς δεν θυμόταν πότε έκανε την εν λόγω αίτηση με σιγουριά, επειδή πέρασαν πολλά χρόνια.  Κληθείσα εκ νέου, να εξηγήσει πως θυμάται τότε την Πρωτοχρονιά του 2018, επανήλθε στην προηγούμενη θέση της λέγοντας «Γιατί συνήθως κάνει ο παπάς τραπέζι, γιατί είναι τα γενέθλια της κόρης μου και σβήνουμε και κεράκια» [6], καθιστώντας σαφές ότι τελικώς απαντούσε με γνώμονα το τί συνήθως συνέβαινε και όχι με βάση το τί πράγματι θυμόταν να έγινε εκείνη τη χρονιά.  Πράγμα το οποίο, αναγκάστηκε εν τέλει να παραδεχθεί και ρητώς[7],  για να επανέλθει όμως αμέσως μετά επιμένοντας και πάλι με βεβαιότητα, πως το τραπέζι έγινε στου πατέρα της, επειδή από το 2015 που είχε γεννήσει, το τραπέζι γίνεται εκεί.   Στη συνέχεια βέβαια προέβη και στην εξής συγκεχυμένη αναφορά, ότι δηλαδή «Από το 2015 μέχρι στιγμής, αν δεν το κάνει ο παπάς θα το κάνω εγώ τωρά»[8].  Ενώ δε ερωτήθηκε πάμπολλες φορές αν θυμόταν τί έγινε συγκεκριμένα εκείνη τη χρονιά, επέμενε να απαντά με χρησιμοποιώντας λέξεις όπως  «συνήθως» και αναφερόμενη στο τί συνέβαινε πάντα (π.χ. «Πάντα ερχόμαστε Παραμονή Πρωτοχρονιάς να κάνουμε τραπέζι»).  Ερωτηθείσα αν τελικά θυμάται εκείνη τη μέρα παραμένοντας στο ίδιο ύφος ανέφερε «Από τη στιγμή που γίνεται συνήθως και κάθε λίγο είμαστε τζιαμέ, δεν θα ξέρουμε; Αφού παραμονές είμαστε τζιαμέ συνήθως, κάνει ο παπάς τραπέζι παραμονές» [9].

 

Παρά δε το ότι ήταν πέρα από εμφανές από το σύνολο της μαρτυρίας της ότι δεν κατέθετε στη βάση του τί θυμόταν να έγινε τη συγκεκριμένη ημερομηνία, παραδόξως στη συνέχεια, ήταν σε θέση να αναφερθεί με απόλυτη βεβαιότητα ως προς το ποια άτομα ήταν παρόντα κατά τη δεδομένη παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018. Διευκρινίζοντας μάλιστα με εντυπωσιακή λεπτομέρεια και ποιοι έφτασαν καθυστερημένα (ήτοι ο Μ.Υ.4 και ο αδελφός της Κ.).  Δεν διατηρούμε βέβαια καμμιά αμφιβολία ότι η προσπάθεια της να πείσει ότι θυμόταν τί έγινε τη δεδομένη παραμονή Πρωτοχρονιάς (του 2018) και δη ότι έγινε «τραπέζι» στο σπίτι του πατέρα της (εξοχικό) όπου παρευρέθηκε ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη και ότι την επομένη, την ημέρα δηλαδή της Πρωτοχρονιάς, έγινε τραπέζι στο σπίτι του Κατηγορούμενου, ενώ στην πραγματικότητα εμφανώς δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί θετικά επί του ζητήματος, εντάσσεται στο πλαίσιο της εμφανούς προσπάθειας ευθυγράμμισης της μαρτυρίας της ίδιας αλλά και των λοιπών μαρτύρων υπεράσπισης, με τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου. Ο οποίος βέβαια προέβαλε συγκεκριμένες θέσεις για να διαψεύσει την Παραπονούμενη, σε σχέση με το τί είχαν κάνει τη δεδομένη βραδιά, κατά την οποία η Παραπονούμενη, τοποθετεί ένα εκ των περιστατικών σεξουαλικής βίας σε βάρος της.  Εξ ου και όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης εμφανίστηκαν έτοιμοι στη στιγμή, να ανακαλέσουν με φαινομενική βεβαιότητα τα γεγονότα μιας ημερομηνίας, αρκετά έτη πριν, χωρίς καθόλου να φαίνεται να ξαφνιάζονται από την ερώτηση, η οποία τουλάχιστον θα ξένιζε κάποιον που δεν είχε γνώση του τί συζητήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας.  

 

Αυτή ακριβώς η προσυνεννόηση που ήταν διάχυτη στη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης επιβεβαιώνεται και μέσα από τη μαρτυρία του Μ.Υ.4 ο οποίος όταν ρωτήθηκε αν γνωρίζει για ποιο πράγμα κατηγορείται ο Κατηγορούμενος, ανέφερε το ότι άσκησε βία, το ότι έπινε και ότι πήγαινε για κυνήγι, ότι δημιουργούσε φασαρίες αλλά και για τα αυτοκίνητα που είχε, ζητήματα που, δεν αποτελούσαν προφανώς τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, αλλά τα ζητήματα για τα οποία ενημερώθηκε από προηγουμένως ότι θα ερωτάτο κατά τη μαρτυρία του. Εν τέλει όμως η προσυνεννόηση τους αυτή, επισφραγίζεται και από την παραδοχή του πατέρα του Κατηγορούμενου (Μ.Υ.5), ότι είχε συζητήσει με τα παιδιά του το τί γινόταν στη δίκη και ειδικά ότι του ανέφεραν ότι συζητείται το θέμα της Πρωτοχρονιάς[10].

 

Η δε μεροληψία που ήταν εμφανής στη μαρτυρία της Μ.Υ.2 ήταν το ίδιο εμφανής αν όχι και περισσότερο και μέσα από τη μαρτυρία του πατέρα του Κατηγορούμενου (Μ.Υ.5),  ο οποίος μάλιστα έφτασε στο σημείο να απορρίψει την πιθανότητα βιασμού της Παραπονούμενης από τον Κατηγορούμενο επειδή, όπως το έθεσε (γελώντας μάλιστα), δεν γίνεται να βιάσει ο σύζυγος τη γυναίκα του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, το οποίο ομιλεί αφ’ εαυτού[11]:

 

«Α. Λαλώ σου η κουβέντα τούτη είναι για τα λεφτά, τίποτε άλλο. Όταν βιασμός, υπάρχει ένα πλάσμα παντρεμένο, βιάζεις τη γυναίκα σου;  Για όνομα του Θεού. Ένα πλάσμα παντρεμένο βιάζεις τη γυναίκα σου; (Ο μάρτυρας γελά) Τούτα τα πράγματα τζιαί λαλεί πελλάρες τζιαί εξάλλου του 2017 που λαλεί ότι εβίασε την, έκαμε την κορούα την Φ.  Εν πέντε χρονών η Φ. μας, που λαλεί βίαζε την.

Ε. Αυτό κύριε, το κατά πόσο γίνεται να βιάσεις--

Α. Τη γυναίκα σου, κύριε Α.; Για όνομα του Θεού.

Ε. Θα το αποφασίσει το Δικαστήριο.

Α. Δεν μπορώ να το χωνέψω εγώ τούτο το πράγμα. Δεν ξέρω, για όνομα του Θεού (ο μάρτυρας γελά). …»

 

Ό,τι μάλιστα προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, είναι ότι πέραν του ότι αποκλείει την πιθανότητα ο Κατηγορούμενος να βίασε την Παραπονούμενη επειδή ήταν σύζυγος του, προβάλλει και μια άλλη εξίσου αυθαίρετη θέση. Ότι δηλαδή, η Παραπονούμενη προέβη στην καταγγελία αυτή για τα χρήματα. Τεχνηέντως δε επικαλείται αφενός τον όρκο του και αφετέρου το γεγονός ότι ο νονός του είναι ιερέας[12], για να δώσει περισσότερη πειστικότητα στα λεγόμενα του, τα οποία όμως αν ιδωθούν απογυμνωμένα από τα περίτεχνα σχόλια με τα οποία τα περιέβαλε, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια εικασία. Αφού όπως και ο ίδιος αναγκάστηκε να παραδεχθεί στη συνέχεια, ουδέποτε η Παραπονούμενη τους ζήτησε χρήματα σε αντάλλαγμα απόσυρσης της υπόθεσης[13].  Καθιστώντας έτσι ξεκάθαρο, πως η αναφορά του αυτή, την οποία πάντως καλούσε έντονα το Δικαστήριο να αποδεχθεί ως ορθή, βασιζόταν σε μια καθαρά δική του υπόθεση, η οποία στερείτο ερείσματος και απέρρεε ουσιαστικά από την πεποίθηση του ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει βιασμός υπό τις περιστάσεις, εφόσον Κατηγορούμενος και Παραπονούμενη ήταν σύζυγοι.  

 

Οι παρωχημένων εποχών αντιλήψεις του διαφάνηκαν όμως και στη συνέχεια της μαρτυρίας του, όπου παραδέχθηκε ότι θεωρεί θεμιτή τη χειροδικία στα ενήλικα τέκνα του («… διότι για να καταλάβεις του μεγάλου μου 27 χρονών άνθρωπος κάτι μου αναμώθηκε 27 χρονών άνθρωπος τζιαί εγύρισα το σιέρι…» - βλ. πρακτικά σελ. 374 γρ. 6-7), θέση η οποία βέβαια πέραν των λοιπών αυτονόητων προβληματικών στοιχείων που εμπεριέχει, δεν συνάδει ούτε με τη δήθεν επικριτική του στάση του προς την κατ’ ισχυρισμόν χειροδικία της Παραπονούμενης στα δικά της παιδιά, την οποία κατ’ επανάληψη της απέδωσε, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως άτομο που δεν αρέσκεται στη χρήση βίας.  

 

Η εν γένει απαρχαιωμένη αντίληψη των πραγμάτων όμως, ήταν διάχυτη και στις αναφορές του καθ’ όσον αφορά το ζήτημα των διατροφών όπου και πάλιν εντυπωσιάζει (αρνητικά) η αδυναμία του να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της υποχρέωσης του γιου του να συνεισφέρει στη διατροφή των τέκνων του, θεωρώντας, υπερβολική την Παραπονούμενη, η οποία διεκδικεί με νόμιμα μέσα αυτό που έχει υποχρέωση ο Κατηγορούμενος να καταβάλει για τα παιδιά του, ήτοι τη διατροφή τους στο βαθμό που του αναλογεί.

 

Αφύσικα δε παρουσίασε και ο Μ.Υ.5 τη σχέση Παραπονούμενης και Κατηγορούμενου ως ιδανική, για να βρεθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο όταν ούτε αυτός ήταν σε θέση να αναφέρει το λόγο του χωρισμού τους. Σε ακόμα δυσκολότερη θέση μάλιστα περιήλθε κατά την αντεξέταση του, όταν παρά τις αναφορές του περί ιδανικής σχέσεως των δύο, διαφάνηκε ότι γνώριζε για τη φυγή της Παραπονούμενης από τη συζυγική οικία κατά τον Φεβρουάριο του 2019, πριν δηλαδή τον οριστικό χωρισμό που επήλθε τον Μάιο του ίδιου έτους.  Πράγμα το οποίο βέβαια εφόσον ήταν στην αντίληψη του[14], δεν εξηγεί γιατί επέμενε να προσπαθεί να παρουσιάσει τη σχέση των δύο ως ιδανική.  Όταν δε ερωτήθηκε για το λόγο που η Παραπονούμενη εγκατέλειψε τη συζυγική οικία το Φεβρουάριο του 2019 και όταν του τέθηκε η πολύ συγκεκριμένη θέση ότι ο ίδιος είχε μεσολαβήσει τότε για να επιστρέψει, σε μια προφανέστατη προσπάθεια να υπεκφύγει, επικαλέστηκε χτύπημα, εξαιτίας του οποίου έπαθε «αμνησία». Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά (σελ. 365-366), όπου διαμείφθηκε η εξής στιχομυθία:

 

«Α. Όχι δεν μπορώ να θυμηθώ, γιατί που τη μέρα που χτύπησα έπαθα αμνησία.  Εγώ σου λέω δεν θυμούμαι εντίμως, τίποτε.  Που την ώρα που χτύπησα, εν τόσα πολλά τα φάρμακα και τόσα που δεν μπορώ. 

Ε. Άρα η μνήμη σου δεν είναι τόσο σπουδαία εννοείς;

Α. Δεν είναι σπουδαία. Νομίζεις; Η μνήμη μου δεν μπορώ να θυμηθώ διότι ήταν τόσα πολλά τα φάρμακα που έφα, διότι εγώ όση ώρα μιλώ με τον άλλο τούτην τη στιγμή.»

 

Το ότι βέβαια επρόκειτο για επιλεκτική «αμνησία», επιβεβαιώνεται και από το ότι ήταν σε θέση και αυτός να αναφερθεί κατά τρόπο πολύ συγκεκριμένο στα όσα κατ’ ισχυρισμόν διαμείφθηκαν κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018.  Και τούτο μάλιστα, πολύ λίγο μετά την πιο πάνω αναφορά του περί αμνησίας[15]:

 

«Α. Τη βραδιά είχα τραπέζι εγώ στις Βρυσούλλες εντάξει; Τούτοι επήαν σπίτι τους, έπεσαν, γιατί το πρωί θα έκαμνε τραπέζι ο Φ., το 2018, το οποίο είχαμε καλεσμένο και το γιο μου Σ., τον οποίο λογιάσαμε το 2018, την Πρωτοχρονιά, Παραμονή του 2017 τζιαί έκαμνε τραπέζι ο Φ. μεσημέρι η ώρα 14:00, περίπου.  Ο Σ. επήεν στον πεθερό καμιά ώρα και ήρτεν κοντά μας η ώρα 14:00.  Καμιά ώρα, 11:00 με 12:00, διότι τζιείνοι κάθονται γλήορα, τζιείνοι μέχρι το μεσημέρι εν τελειωμένοι.  Επήα και εγώ πολλές φορές.»

Κληθείς δε να εξηγήσει πως ήταν σε θέση να αναφερθεί σε τόσο συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούν την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018 τη στιγμή που ως η θέση του η μνήμη του είναι επηρεασμένη, ανέφερε ότι κάτι που κάνει μια φορά το χρόνο δεν ξεχνιέται.  Όταν όμως κλήθηκε να αναφέρει τί έκανε την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2019, απάντησε λέγοντας «Τίποτε δεν θυμούμαι το 2019, δεν θυμούμαι τίποτε»[16].

 

Αξιοσημείωτο είναι βέβαια και το ότι δήλωσε βέβαιος ότι θυμόταν και μάλιστα πολύ έντονα ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018, ο γιος του Κ. δεν είχε έρθει, καθώς και ότι ο γιος του Σ., σχόλασε από το εστιατόριο όπου δούλευε και πήγε απευθείας με τη γυναίκα του, γεγονότα τα οποία βεβαίως δεν συνάδουν με τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 η οποία ανέφερε ότι ήταν επίσης βέβαιη ότι και τα δύο της αδέρφια ήταν σίγουρα παρόντα την παραμονή της εν λόγω Πρωτοχρονιάς και ότι μάλιστα καθυστέρησαν να προσέλθουν, ενώ ο Μ.Υ.4 ανέφερε ότι πριν πάει την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς στον πατέρα του είχε πάει σε άλλο πάρτι που έκανε η θεία του και ουδέποτε ανέφερε ότι είχε πάει απευθείας μετά τη δουλειά του.  Αφήνουμε κατά μέρος δε το ότι ο Κατηγορούμενος κατά τη δική του μαρτυρία σε σχέση με την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018, δεν τοποθετεί στο εν λόγω «τραπέζι» ούτε την Μ.Υ.2 ούτε όμως και τον αδελφό του Κ..

 

Χωρίς συνοχή όμως ήταν και η θέση του ότι θυμόταν την ημερομηνία 18.5.19 ως ημερομηνία που ο Κατηγορούμενος με την Παραπονούμενη τους είχαν πάρει τα παιδιά για να τα προσέχουν, λέγοντας παράλληλα πως τίποτε το παράξενο δεν συνέβη τη βραδιά εκείνη, αφού απλά ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη αφότου βγήκαν έξω,  επέστρεψαν, πήραν τα παιδιά τους και πήγαν στο σπίτι τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν πάντα.  Βέβαια, αφού ως η θέση του πρόσεχαν τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις και αφού ως η θέση του τίποτε αξιοσημείωτο δεν συνέβη το βράδι εκείνο, δεν είναι αντιληπτό πως θυμόταν εκείνη τη συγκεκριμένη ημερομηνία, υπό το φως μάλιστα και των όσων ανέφερε σε σχέση με τον επηρεασμό της μνήμης του.

 

Χαρακτηριστικές όμως ήταν και οι εναλλαγές που παρατηρούντο στις θέσεις και αυτού του μάρτυρα.   Τέτοιο παράδειγμα ήταν η θέση του ως προς το αν συζήτησε με τα παιδιά του το τί διαμείβετο στο πλαίσιο της δίκης, όπου ενώ αρχικά αρνήθηκε κάτι τέτοιο, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη (βλ. σελ.367 γραμμές 10-22), παραδεχόμενος ότι ρωτούσε και συζήτησε με τα παιδιά του την εξέλιξη της δίκης.  Πράγμα το οποίο βέβαια επιβεβαιώνει με τη σειρά του και την εντύπωση που ως ήδη αναφέραμε αναδύθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι δηλαδή, υπήρχε μια προσυνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ως προς το τί θα κατέθεταν για συγκεκριμένα για ζητήματα όπως για παράδειγμα την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018, το «τραπέζι» της ημέρας της Πρωτοχρονιάς του 2018, το ποτό που συνήθιζε να πίνει ο Κατηγορούμενος, τα αυτοκίνητα που είχε ο Κατηγορούμενος αλλά και τα όσα ανέφεραν περί ιδανικής σχέσης Κατηγορούμενου - Παραπονούμενης. 

 

Όσον αφορά τώρα τον Μ.Υ.4 και παρά τη θέση του ότι για πρώτη φορά ανακαλούσε τις πληροφορίες για το που βρισκόταν την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018 την ώρα που κατέθετε, ήταν εμφανές πως είχε ενημερωθεί από προηγουμένως ότι θα συζητείτο το θέμα αυτό.  Όχι μόνο διότι ότι ο Μ.Υ.5 παραδέχθηκε πως είχε μιλήσει με τα παιδιά του για τα όσα διαμείβοντο στη διαδικασία, αλλά και διότι ως ήδη υποδείχθηκε, ερωτηθείς ο ίδιος αν γνωρίζει για ποιο πράγμα κατηγορείται ο αδελφός του, αναφέρθηκε σε διάφορα ζητήματα που δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, αλλά ζητήματα για τα οποία προφανώς ενημερώθηκε (ο Μ.Υ.4) πριν έρθει στο Δικαστήριο ότι συζητούντο στο πλαίσιο της διαδικασίας[17].   Ενώ δε αρχικά δέχθηκε ότι γνώριζε για τα ζητήματα αυτά, ερωτηθείς στη συνέχεια να αναφέρει ποιος του τα είπε, απάντησε ότι πρόκειται για πράγματα που έζησαν μαζί, θέση βέβαια, μη δυνάμενη να πείσει, αφού λίγο προηγουμένως είχε αναφέρει ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε περί προβλημάτων στη σχέση του αδελφού του με την Παραπονούμενη.  Στην προσπάθεια του  μάλιστα να πείσει για το ότι ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη ήταν παρόντες κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2018, ανέφερε ότι ήταν παρόντες επειδή το σπίτι που έμεναν ήταν 30 μέτρα από το σπίτι του Μ.Υ.5[18], λόγος ο οποίος βεβαίως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να γίνει αντιληπτό πως δεν μπορεί, χωρίς άλλο, να διασυνδέεται με την παρουσία τους στο εν λόγω «τραπέζι».  Για το ίδιο «τραπέζι» (της παραμονής Πρωτοχρονιάς 2018), επέμεινε μάλιστα ότι ο αδελφός του (Κ.), καθυστέρησε να πάει, αλλά την ίδια στιγμή ερωτηθείς ποιους συνάντησε όταν πήγε εκεί, είχε ανέφερε και τον Κ[19]. Θυμόταν δε μόνο συγκεκριμένες πτυχές της συγκεκριμένης βραδιάς, που «συμπτωματικά» ήταν αυτές στις οποίες αναφέρθηκαν και οι άλλοι μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Από την άλλη επιλεκτικά απέρριπτε θέσεις που δεν βοηθούσαν τον Κατηγορούμενο, ως ήταν το να έκανε χρήση παράνομων ουσιών, παρόλο που ούτε αυτός είχε αδιάλειπτη επαφή μαζί του.  Περαιτέρω, ενώ δεν γνώριζε το λόγο του χωρισμού Παραπονούμενης – Κατηγορούμενου, απέρριψε την πιθανότητα μια εκ των αιτιών χωρισμού να ήταν το ότι ο Κατηγορούμενος συνήθιζε να βγαίνει έξω τα βράδια, να γυρίζει χαράματα και να ασκεί βία στην Παραπονούμενη.  Από την άλλη όμως, εν σχέσει με την Παραπονούμενη, παρόλο που ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ να ασκεί βία στα παιδιά της, δεν ήταν διατεθειμένος να απορρίψει την πιθανότητα η Παραπονούμενη να τα χτυπούσε, επιβεβαιώνοντας έτσι πως λειτουργούσε ξεκάθαρα με δύο μέτρα και δύο σταθμά.  

 

Η δε παραδοξότητα που παρουσιάζεται στη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης να παρουσιάζουν τη σχέση του ζεύγους ως ιδανική και να μην γνωρίζουν ή να μην έχουν ρωτήσει ή συζητήσει το λόγο χωρισμού παρουσιάζεται και στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού.  Παραδοξότητα η οποία εντείνεται αν κάποιος αναλογιστεί και τη θέση όλων των μαρτύρων υπεράσπισης πως, ως οικογένεια είχαν μια πολύ καλή και στενή οικογενειακή σχέση.  

 

Όσον αφορά τώρα στον Μ.Υ.3 κουμπάρο του Κατηγορούμενου και πάλιν η εικόνα δεν διαφοροποιείται, αφού ως προς το κεντρικό σημείο της μαρτυρίας του που ήταν η φράση που είχε ακούσει να εκστομίζει η Παραπονούμενη, η μαρτυρία του περιείχε αντιφάσεις.  Κατ’ αρχάς πρέπει να λεχθεί ότι σύμφωνα με την εκδοχή της υπεράσπισης η οποία τέθηκε στην Παραπονούμενη, τη φράση την είχε εκστομίσει η ίδια προς το μάρτυρα.  Αυτή ήταν και η θέση που προώθησε και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος. Η Παραπονούμενη βέβαια αρνήθηκε την πολύ συγκεκριμένη θέση που της τέθηκε και μάλιστα ανέφερε πως με τον Μ.Υ.3 δεν είχε καμμιά επαφή μετά που χώρισε με τον Κατηγορούμενο. Ο Μ.Υ.3 όμως, προώθησε μονόπλευρα μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, αφού θέση του ήταν πως την επίμαχη φράση δεν την είπε στον ίδιο η Παραπονούμενη, αλλά την άκουσε να λέγεται από την Παραπονούμενη, ενόσω η τελευταία μιλούσε με τη σύζυγο του, χωρίς μάλιστα να έχει γνώση του υπόλοιπου περιεχομένου της συζήτησης τους και χωρίς να έχει ακούσει πράγματι σε ποιον αναφερόταν.   Εξάλλου και επί της ίδιας της φράσης που υποστήριξε πως άκουσε, η μαρτυρία του περιείχε διάσταση αφού με την ίδια ένταση υποστήριξε κατά την κυρίως εξέταση του ότι η φράση ήταν «εγώ εν θα ησυχάσω ώσπου να τον δω φυλακή»[20], ενώ κατά την αντεξέταση του ανέφερε με την ίδια βεβαιότητα ότι η φράση που άκουσε ήταν «αν δεν τον κλείσω στη φυλακή δεν πνάζω»[21]. Πέραν όμως αυτού ήταν και αυτός ο μάρτυρας έτοιμος να τοποθετηθεί κατά απόλυτο τρόπο όταν ερωτάτο αναφορικά με την τυχόν εκδήλωση αρνητικών ή έκνομων συμπεριφορών από τον Κατηγορούμενο, όπως εμπλοκή σε φασαρίες ή χρήση ναρκωτικών, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο ίδιος ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε κάποιες περιπτώσεις όπου ενεπλάκη σε επεισόδια βίας κατά τις νυχτερινές του εξόδους.   

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω κρίνουμε πως η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης Μ.Υ.2-Μ.Υ.5, δεν αποτελεί ασφαλή βάση για εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων ζητημάτων. Βέβαια η μη αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίοι δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες των επίδικων γεγονότων[22] και οι οποίοι προσπάθησαν να υποστηρίξουν ή να ενισχύσουν πτυχές της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου, δεν προκρίνει και τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου, ο οποίος έχει πρωτογενή γνώση των γεγονότων αυτών, στη μαρτυρία του οποίου θα επανέλθουμε κατά την εξέταση των επίμαχων γεγονότων.

 

Στρεφόμενοι τώρα στα επίμαχα γεγονότα, και την αξιολόγηση της μαρτυρίας των άμεσα εμπλεκομένων, ήτοι Κατηγορούμενου και Παραπονούμενης, οφείλουμε εξ αρχής να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο που μας απασχόλησε ήταν το κατά πόσον καθ’ όσον αφορά την Παραπονούμενη, ισχύει ο κανόνας πρακτικής ή άλλη διάταξη, που επιβάλλει στο Δικαστήριο την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή την αυτοπροειδοποίηση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.  Το αδίκημα του βιασμού στην προκειμένη περίπτωση εδράζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Πάρα δε το γεγονός ότι με το άρθρο 4(3) του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Ν.87(Ι)/07, αλλά και το άρθρο 21 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Ν.91(Ι)/14 καθώς και το άρθρο 14(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Ν.60(Ι)/14, δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία, εντούτοις όμως αυτό αφορά αδικήματα τα οποία προβλέπονται στους εν λόγω Νόμους.   

 

Συνεπώς και με δεδομένο ότι στο κατηγορητήριο τα εκδικαζόμενα στην παρούσα αδικήματα σεξουαλικής φύσης θεμελιώθηκαν σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα, εκλαμβάνουμε ότι ισχύει ο κανόνας πρακτικής αφού, όπως εν τέλει διευκρινίστηκε στην υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.147/16 κ.ά., ημερ. 20.11.19, παρά τις καταργήσεις σε διάφορα νομοθετήματα εντούτοις «… παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονουμένων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα …».

 

Περαιτέρω δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορίες εδράζονται και στον Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου Ν. 119(Ι)/2000, στο άρθρο 16 του οποίου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ένοχο τον κατηγορούµενο µε µόνη την κατάθεση του θύµατος, εφόσον δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική µαρτυρία.  Το άρθρο αυτό έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση A.G. v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 119/2020, ημερομηνίας 16.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B147[23], αλλά και πιο πρόσφατα στην υπόθεση ΧΧΧ Γιώρκας v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/21 ημερ. 16.3.22, όπου υιοθετήθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ορθή και συνάδουσα με την ερμηνεία του άρθρου 16 στην υπόθεση A.G (ανωτέρω).  Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι (το Πρωτόδικο Δικαστήριο):

 

«… ορθά διαπίστωσε ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα απαιτείται καταρχάς το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Αφού επεσήμανε ότι στην προκείμενη περίπτωση η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ήταν αυτή που προέρχετο από την ίδια την Παραπονούμενη και δεν υφίστατο οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε ότι θα μπορούσε να κρίνει ένοχο τον Εφεσείοντα με μόνη τη μαρτυρία της Παραπονούμενης συζύγου του. Στο πλαίσιο αυτό, αφού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης είχε κριθεί καθόλα αξιόπιστη και ότι υπήρχε και υποστηρικτική μαρτυρία της Μ.Κ.5 και της Μ.Κ.4, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε νομικό κώλυμα να καταδικάσει τον Εφεσείοντα.

 

Η πιο πάνω διεργασία που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή και συνάδει και με τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην υπόθεση A.Gv. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 119/2020, ημερ. 16/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:B147».

(έμφαση δοθείσα)

 

Ως προς τη μέθοδο αξιολόγησης σε υποθέσεις στις οποίες τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας πρακτικής ή υπάρχει υποχρέωση προς αναζήτηση ενισχυτικής, έχουμε υπόψιν τα όσα επίσης λέχθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας:

 

«Κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση» εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του μάρτυρα και αναζητείτο ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας εκρίνετο κατ’ αρχήν αξιόπιστος (βλ.Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224). Κατά την νεότερη «ορθολογιστική προσέγγιση» δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα και η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (Ττοουλιάς (ανωτέρω) και Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] All ER488). Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης μαρτυρίας (Ρόπας (ανωτέρω), Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512).

 

Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο δεν ακολούθησε ούτε τον παραδοσιακό, μήτε τον ενιαίο τρόπο προσέγγισης. Δεν εκτίμησε σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του Μ.Κ.7 κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση», αλλά ούτε αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή κατά τρόπο ενιαίο, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, κατά την «ορθολογιστική προσέγγιση». Κατά πρωθύστερο τρόπο έθεσε, ως άνω, εκ προοιμίου τη μαρτυρία που θεώρησε ως ενισχυτική και μάλιστα, με τον ισχυρό τρόπο που το έπραξε. Σημειώνουμε ότι το ίδιο σφάλμα εντοπίστηκε και στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε πως με τον τρόπο αυτό «ελλοχεύει ο κίνδυνος μεταφοράς μιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής μαρτυρίας.»»

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω και ιδίως το ότι η Παραπονούμενη και ο Κατηγορούμενος στην παρούσα είναι οι ουσιωδέστεροι μάρτυρες στην υπόθεση εννοείται ότι έχουμε παρακολουθήσει και τους δύο, με αυξημένη προσοχή και εξετάσαμε εξονυχιστικά τη μαρτυρία τους. Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ένα μέρος της μαρτυρίας της Παραπονούμενης δεν αμφισβητήθηκε. 

 

Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητήθηκε η θέση της ότι η ίδια και ο Κατηγορούμενος, ήταν ζευγάρι από το 2011 και ότι διέμεναν στο σπίτι των γονιών της πρώτης στο Λιοπέτρι μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2015, οπότε μετακόμισαν σε σπίτι[24] του πατέρα του Κατηγορούμενου στις Βρυσούλες, στο πίσω μέρος του οποίου βρισκόταν το σπίτι της θείας του Κατηγορούμενου[25].  Επίσης δεν αμφισβητήθηκε η θέση της ότι στις 13.2.15 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί (αγόρι), ήτοι τον Σ.Κ., ούτε ότι κατά το έτος 2017, όταν εν τω μεταξύ ο πατέρας της Παραπονούμενης απεβίωσε[26], τέλεσαν γάμο και ότι στις 12.8.17 απέκτησαν το δεύτερο τους παιδί (κορίτσι), ήτοι την Φ.Κ..  Περιπλέον δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Κατηγορούμενος ήταν το πρώτο άτομο με το οποίο είχε σχέση η Παραπονούμενη αλλά και ότι η ίδια δεν ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, αφού ως παρέμεινε αναντίλεκτο η ίδια καθ’ όλη την περίοδο της σχέσης τους δεν εργαζόταν[27].

 

Επίσης μη αμφισβητούμενο ήταν και το γεγονός της υποβολής καταγγελίας στις 13.2.19 από την Παραπονούμενη στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας ότι ο Κατηγορούμενος της επιτέθηκε, καταγγελία η οποία δεν προωθήθηκε, αφού η Παραπονούμενη δεν προχώρησε να δώσει κατάθεση.  Παρά δε τη διάσταση που εντοπίζεται ως προς την ημερομηνία του εν λόγω συμβάντος, μεταξύ της μαρτυρίας της Παραπονούμενης και της καταγραφής της Μ.Κ.5 στο Έγγραφο Ζ, εντούτοις ως ήδη υποδείχθηκε ήταν παραδεκτό και από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο ότι η αντιπαράθεση μεταξύ τους έλαβε χώρα κατά τις πρωϊνές ώρες της 13.2.19 και όχι στις 12.2.19, παρότι βέβαια ο ίδιος διαφώνησε ως προς την αιτία της αντιπαράθεσης και εν γένει τα εκεί διαδραματισθέντα. 

 

Περαιτέρω και παρά τη διαφωνία των δύο πλευρών ως προς τις ακριβείς ημερομηνίες της πρώτης διάστασης του ζεύγους, εντούτοις ήταν επίσης αποδεκτό από αμφότερες τις πλευρές, ότι κατά την περίοδο εκείνη (Φεβρουάριο του 2019), η Παραπονούμενη εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, αλλά επέστρεψε ξανά, όπου και παρέμεινε, μέχρι και την οριστική διάσταση που επήλθε στις 21.5.19, οπόταν και η Παραπονούμενη μετακόμισε μαζί με τα παιδιά του ζεύγους στο σπίτι της μητέρας της, όπου διαμένει έκτοτε.

 

Μη αμφισβητούμενη ήταν και η μαρτυρία της ως προς την έκδοση του διαζυγίου τους, τον Δεκέμβριο του 2019 καθώς και του ότι μέσω δικαστικών διαδικασιών ρυθμίστηκαν τα ζητήματα της διατροφής των ανήλικων τέκνων τους[28], ως επίσης και το ζήτημα της φύλαξης των παιδιών και της επικοινωνίας του Κατηγορούμενου μαζί τους[29].  Περαιτέρω παραδεκτό ήταν εκ της μαρτυρίας της και το ότι δεν υπήρχαν περιουσιακές διαφορές μεταξύ τους αλλά και ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν τυπικός με την καταβολή των ποσών διατροφής που του αναλογούσαν και ότι παρέμεινε και για κάποιο διάστημα στη φυλακή λόγω της μη καταβολής τους.  

 

Περαιτέρω και παρόλο που η ουσία των ισχυρισμών της Παραπονούμενης αμφισβητήθηκε στην ολότητα της, εντούτοις δεν αμφισβητήθηκε ότι πράγματι στις 15.1.22, αυτή μετέβη στην Αστυνομία και κατήγγειλε τον Κατηγορούμενο για περιστατικό που, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια, έλαβε χώραν την προηγούμενη μέρα, σε πρατήριο βενζίνης στη Δερύνεια στο πλαίσιο του οποίου την απείλησε και ότι επίσης κατά την ίδια ημερομηνία προέβη σε καταγγελία και επί τω ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους και μέχρι τη διάσταση τους το Μάϊο του 2019, σε διάφορες περιπτώσεις, ο Κατηγορούμενος ήρθε σε παράνομη συνουσία μαζί της χωρίς τη συγκατάθεση της, ως επίσης της επιτέθηκε και την χτύπησε, την απείλησε και προξένησε βλάβη σε περιουσία της.   

 

Στρεφόμενοι τώρα στα αμφισβητούμενα γεγονότα, κύρια θέση της Παραπονούμενης, η οποία μάλιστα αποτέλεσε και κεντρικό άξονα αντιπαράθεσης καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέταση της, ήταν πως ο λόγος των μεταξύ τους διενέξεων και εν τέλει του χωρισμού τους είχε να κάνει με το ότι ο Κατηγορούμενος «… έβγαινε συνέχεια έξω, μεθούσε, κοίταζε άλλες από ό,τι γνωρίζαμε και έρχετουν μεθυσμένος σπίτι.  Ήθελε να κάνει έρωτα μαζί μου χωρίς τη συναίνεση μου»[30]

 

Η θέση βέβαια της Παραπονούμενης πως ο Κατηγορούμενος συνήθιζε να βγαίνει έξω μόνος του και να επιστρέφει αργά μεθυσμένος κατά τα έτη 2017-2019, υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία της μητέρας της (Μ.Κ.3), η οποία ανέφερε ότι αυτό έπραττε ο Κατηγορούμενος και όταν ακόμα το ζεύγος διέμενε μαζί τους, στην πατρική οικία της Παραπονούμενης.   Έγινε βέβαια πολύς λόγος για το ότι η Μ.Κ.3 δεν είχε ιδία γνώση του ζητήματος, αφού σύμφωνα με τη δική της θέση, δεν ήταν η ίδια που έβλεπε τον Κατηγορούμενο να επιστρέφει μεθυσμένος κατά το διάστημα που το ζεύγος διέμενε μαζί τους, αλλά αντλούσε πληροφόρηση από τα όσα ο σύζυγος της, της ανέφερε, ο οποίος, ως ήδη λέχθηκε, απεβίωσε. Επί τούτου σημειώνουμε πως είναι γεγονός πως, θέση της μάρτυρος, εντίμως, παρέμεινε μέχρι τέλους πως δεν είχε συναντήσεις με τον Κατηγορούμενο μετά από τις νυχτερινές του εξόδους, καθ’ ον χρόνο αυτός διέμενε στο σπίτι της.  Όμως όπως πειστικά εξήγησε, ασχέτως αν δεν πήγαινε εκείνες τις πρωϊνές ώρες η ίδια να τον αντιμετωπίσει, αλλά ο σύζυγος της, εντούτοις διέμενε στο ίδιο σπίτι και κάποιες φορές ήταν ξύπνια πράγμα που της επέτρεπε να έχει ιδίαν αντίληψη του τί συνέβαινε και δη να αντιληφθεί για παράδειγμα το ότι ο Κατηγορούμενος είχε βγει έξω και επέστρεψε αργά στο σπίτι στην κατάσταση που ανέφερε.  Θέση καθ’ όλα συνάδουσα με την κοινή λογική και την ανθρώπινη εμπειρία και την οποία αποδεχόμαστε.   

 

Εάν βεβαίως ο Κατηγορούμενος ήταν διατεθειμένος να βγαίνει έξω και να επιστρέφει αργά το βράδυ, ενόσω διέμενε με τα πεθερικά του, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ουδόλως θα δίσταζε να το πράξει όταν πλέον διέμενε μόνος του με την Παραπονούμενη.  Εξ ου και η απόλυτα φυσιολογική αναφορά της Παραπονούμενης, ότι η κατάσταση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα επιδεινώθηκε αφότου έφυγαν από την πατρική της οικία για να διαμείνουν μόνοι τους[31]. Βέβαια όπως και η Μ.Κ.3 έτσι και η Παραπονούμενη, εντίμως δέχθηκε πως έξοδοι του Κατηγορούμενου γίνονταν και με την ίδια αλλά και με τα παιδιά τους, πλην όμως παρέμεινε πάντοτε σταθερή στο ότι ο Κατηγορούμενος έβγαινε επί συχνότατης βάσης έξω και με τους φίλους του (χωρίς την ίδια) και ότι ακόμα και όταν έβγαιναν μαζί, σε πολλές περιπτώσεις την έπαιρνε στη συνέχεια στο σπίτι, για να συνεχίσει τη διασκέδαση αποκλειστικά μαζί με τους φίλους του. 

 

Το ότι όμως είχε δίκαιο η Παραπονούμενη όταν έλεγε πως πράγματι ο Κατηγορούμενος έβγαινε έξω με τους φίλους του για διασκέδαση και ότι μάλιστα κάποιες φορές εμπλέκετο και σε καβγάδες σε νυχτερινά κέντρα, επιβεβαιώθηκε εν τέλει και από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, χωρίς βέβαια να αποδεχθεί τη συχνότητα των εξόδων που του απέδωσε η Παραπονούμενη.  Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι εν πρώτοις, ο ίδιος αρχικά ερωτηθείς αν έβγαινε Παρασκευές και Σάββατα με τους φίλους του για να διασκεδάσει απάντησε κατηγορηματικά όχι, λέγοντας πως τις Παρασκευές και τα Σάββατα πήγαινε σε ταβέρνα με την Παραπονούμενη και τα παιδιά τους και πως με τους φίλους πήγαινε για μπιλιάρδο, μία έως δύο φορές το μήνα.  Θέλοντας να δώσει προφανώς μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το άτομο του.  Τη θέση αυτή βέβαια διαφοροποίησε άρδην, αποδεχόμενος στη συνέχεια ότι εν τέλει έβγαινε και με φίλους του αλλά 1-2 φορές το μήνα, για να αποδεχθεί στη συνέχεια και το ότι κατά τις εξόδους με φίλους του είχε εμπλακεί και σε επεισόδια. Επιμένοντας βέβαια πως δεν έφταιγε και πως χωρίς λόγο δεν έμπλεκε ποτέ σε καβγάδες. Πράγμα το οποίο βέβαια δεν είναι το ζητούμενο, αφού η ουσία είναι πως παρά τις αρχικές του τοποθετήσεις περί του ότι έβγαινε πάντα με τη σύζυγο και τα παιδιά του τα Σαββατοκυρίακα και πως με τους φίλους του έβγαινε μόνο 1-2 φορές για μπιλιάρδο, στη συνέχεια διαφάνηκε πως η εικόνα αυτή δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα[32].  Όταν δε του τέθηκε ευθέως ότι είχε δίκαιο η Παραπονούμενη όταν έλεγε ότι έβγαινε έξω και ξενυχτούσε, σε μια προφανή προσπάθεια να τη διαψεύσει και ενώ λίγο προηγουμένως δεν θυμόταν αν το ένα εκ των δύο επεισοδίων κατά τις νυχτερινές του εξόδους που συζητήθηκε, έγινε το 2016 ή το 2017 εντούτοις στη συνέχεια υποστήριξε και μάλιστα κατά τρόπο ρητό πως δεν επρόκειτο για Παρασκευή ή Σάββατο αλλά καθημερινή.

 

Πέραν των ανωτέρω όμως, η όλη εκδοχή του Κατηγορούμενου ως προς το λόγο των διενέξεων του με την Παραπονούμενη ήταν διάτρητη.   Θέση του Κατηγορούμενου, η οποία τέθηκε και στην Παραπονούμενη ήταν πως ο λόγος των αντιπαραθέσεων τους ήταν ότι η Παραπονούμενη ασκούσε βία στα παιδιά, κυρίως επειδή λέρωναν το σπίτι και δεν ήθελαν να πηγαίνουν σχολείο.  Μάλιστα της υποβλήθηκε ότι υπήρξαν καταγγελίες εναντίον της για βία στην οικογένεια και συγκεκριμένα επί τω ότι χτυπούσε το γιο της Σ. στο κεφάλι, σε σημείο που μάτωσε, συμπεριφορά την οποία η Παραπονούμενη αρνήθηκε κατηγορηματικά. Παρά δε την αναφορά πως θα προσκομιζόταν ανάλογη μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης, καμμιά σχετική μαρτυρία παρουσιάστηκε εν τέλει.  Αντιθέτως η ίδια η Παραπονούμενη όταν της τέθηκε το ζήτημα αυτό, με χαρακτηριστική ειλικρίνεια, αποδέχθηκε ότι έγινε εναντίον της καταγγελία για παρακοή διατάγματος αλλά και για εξύβριση, παραδεχόμενη μάλιστα σε άλλο σημείο ότι η ίδια πράγματι τον εξύβριζε όταν μάλωναν.  Επίσης δέχθηκε ότι έγινε καταγγελία εναντίον της από τον Κατηγορούμενο επί τω ότι όταν αυτός πήρε τα παιδιά σε μια περίπτωση μετά το χωρισμό τους, στο πλαίσιο επικοινωνίας μαζί τους, είχε εντοπίσει στη μύτη της θυγατέρας τους Φ. γδάρσιμο και προέβη σε καταγγελία, χωρίς όμως  η υπόθεση να προχωρήσει.  Θέση, η οποία εν τέλει επιβεβαιώθηκε πλήρως μέσω της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 η οποία παρουσίασε το σχετικό ημερολόγιο ενεργείας και την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην προχωρήσει σε δίωξη, εφόσον μετά από τη διερεύνηση που έλαβε χώρα, η κατάληξη ήταν πως δεν προέκυπτε αδίκημα (βλ. Τεκμήριο 5).   Ο δε ισχυρισμός περί άσκησης βίας από την Παραπονούμενη προς τα παιδιά της κατά το επεισόδιο της 13.2.19, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού ως θα διαφανεί και πιο κάτω κατά τη συζήτηση του εν λόγω περιστατικού, οι θέσεις της υπεράσπισης ήταν αντικρουόμενες κατά τρόπο που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να πείσουν, πως ουσιώδης λόγος των αντιπαραθέσεων του ζεύγους, ήταν πράγματι αυτός που επικαλέστηκε η υπεράσπιση.

 

Παρεμβάλλουμε εδώ εν είδει παρενθέσεως αναφορικά με το ζήτημα αυτό, της ισχυριζόμενης δηλαδή άσκησης βίας προς τα παιδιά, ότι σχετική (παρ’ ότι όχι άμεσα) είναι και η μαρτυρία της Μ.Κ.3, η οποία με φυσικότητα ανέφερε ότι έχει ιδίαν αντίληψη της συμπεριφοράς της Παραπονούμενης προς τα παιδιά της, αφού διαμένει μαζί της από το χρόνο της διάστασης (2019), και η οποία υποστήριξε πως δεν τα χτυπά και ότι αυτά πηγαίνουν χαρούμενα στο σχολείο τους, κάτι που είναι σε θέση να γνωρίζει αφού η ίδια εργάζεται εκεί όπου φοιτούν.

 

Συνεχίζοντας με τις θέσεις της υπεράσπισης, στα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν θα πρέπει να προστεθεί επίσης πως στο ίδιο πλαίσιο τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και οι μάρτυρες υπεράσπισης προώθησαν τη θέση ότι η σχέση Κατηγορούμενου και Παραπονούμενης ήταν πολύ καλή. Θέση βέβαια καθ’ όλα προβληματική, αφού ως ήδη επισημάνθηκε, ειδικά σε σχέση με τους μάρτυρες υπεράσπισης, στη συνέχεια αδυνατούσαν να αναφέρουν το λόγο χωρισμού του ζεύγους, που διατηρούσε μια ιδανική, κατά τα άλλα, σχέση.  Πέραν της παραδοξότητας που αναπόφευκτα αναδύεται από τα προαναφερθέντα, γεννάται και το εύλογο ερώτημα πώς γίνεται μια κατά τα λοιπά δεμένη οικογένεια με υγιείς και στενούς δεσμούς, ως οι μάρτυρες υπεράσπισης επιχείρησαν να παρουσιάσουν την οικογένεια τους, να μην έχει ενδιαφερθεί να μάθει ή να μην έχει συζητήσει ποτέ το λόγο χωρισμού του ζεύγους, όμως να έχουν συζητήσει σύμφωνα με παραδοχή του Μ.Υ.5, το τί διαμείβετο στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας.   Εν τέλει όμως η όλη προσπάθεια παρουσίασης της σχέσης ως ιδανικής καταρρέει, αν κάποιος αναλογιστεί την καταγγελία στην οποία προέβη στην Αστυνομία η Παραπονούμενη εναντίον του Κατηγορούμενου για επίθεση στις 13.2.19 (βλ. Έγγραφο Ζ), ενόσω δηλαδή ακόμα δεν είχαν οριστικά χωρίσει και την οποία ο Μ.Υ.5 παραδέχθηκε πως είχε από τότε υπόψιν του και παρά ταύτα επέμενε ενώπιον μας πως η σχέση τους ήταν εν πολλοίς ιδανική.   

 

Σημειώνουμε δε πως το γεγονός της υποβολής της εν λόγω καταγγελίας στις 13.2.19, ουδόλως αμφισβητήθηκε και εν πάση περιπτώσει επιβεβαιώνεται από την αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Κ.5.   Ως προς το γεγονός τώρα ότι η μάρτυρας κατέγραψε ότι το συμβάν έλαβε χώρα στις 12.2.19, ενώ η Παραπονούμενη το τοποθετεί  κατά τις πρωϊνές ώρες της 13.2.19, έχουμε ήδη εξηγήσει ότι η σταθερή και πειστική θέση της Παραπονούμενης πως το συμβάν που πυροδότησε την καταγγελία της 13.2.19 επεσυνέβη τις πρωϊνές ώρες της 13.2.19, επιβεβαιώθηκε εν τέλει και από τον Κατηγορούμενο, ο οποίος δέχθηκε πως υπήρξε αντιπαράθεση τη δεδομένη ημερομηνία στο πλαίσιο της οποίας κλήθηκε η μητέρα της Παραπονούμενης, αλλά με άλλη αιτία.   Ερχόμενοι τώρα να εξετάσουμε τα διαδραματισθέντα κατά την εν λόγω ημερομηνία, διαπιστώνουμε ότι η Παραπονούμενη ήταν εξίσου σταθερή και παραστατική και κατά την εξιστόρηση των όσων διαμείφθηκαν κατά την εν λόγω ημερομηνία, την οποία ως πολύ πειστικά η ίδια εξήγησε θυμόταν, λόγω του ότι η 13η Φεβρουαρίου είναι η ημερομηνία γενεθλίων του γιου της. 

 

Στο ζήτημα αναφέρεται τόσο στην κατάθεση της Έγγραφο Α (σελ. 2, γρ. 17 – σελ. 3, γρ. 16) όσο και στην κατάθεση της Έγγραφο Β (σελ. 2, γρ. 20 - σελ. 3, γρ.7). Παρά την προθυμία μας θεωρούμε πως δεν θα ήταν εύκολο να μεταφέρουμε παραστατικότερα τα γεγονότα απ’ ότι η ίδια στην κατάθεση της Έγγραφο Α, (σελ. 2 επ.), όπου αναφέρει επί λέξει τα εξής:

 

«Στις 12.2.19, μια μέρα πριν από τα γενέθλια του γιου μου, ο Φ. μας πήρε σπίτι εμένα και τα μωρά γύρω στις 22:00 και αυτός έφυγε και πήγε στους φίλους του.  Πριν να φύγει μου ζήτησε και του έδωσα πάλι πλαστικές κάρτες και πήρε μαζί του. Ο Φ. επέστρεψε στις 13/2/2019 γύρω στις 5:00 και ξεκίνησε να μου χτυπά, να μου φωνάζει, να με βρίζει και να με πιέζει να κάνω έρωτα μαζί του, εγώ του είπα ότι δεν ήθελα και πήγα και ξάπλωσα μαζί με το γιο μου. Ήλπιζα ότι θα ντρεπόταν από τα μωρά και θα πήγαινε να ξαπλώσει να ηρεμίσει και να με αφήσει ήσυχη αλλά τελικά μετά από πέντε λεπτά ήρθε στο υπνοδωμάτιο του γιου μου, έπιασε το τηλέφωνο μου, πήγε στο υπνοδωμάτιο μας και ξεκίνησε να ψάχνει τις επαφές μου.  Εγώ τον ακολούθησα για να δω τι θα κάνει και σε κάποια φάση βρήκε ένα τηλέφωνο καταχωρημένο χωρίς όνομα, το οποίο ανήκε στον πατέρα μου, ο οποίος πέθανε και ο Φώτης πίστευε ότι ανήκε στο φίλο μου.  Στη συνέχεια, πήρε τηλέφωνο σε αυτό τον αριθμό, το απάντησε μια κοπέλα και ξεκίνησε να της φωνάζει ρωτώντας την ποια είναι και να του δώσει τον άντρα της στο τηλέφωνο για να του μιλήσει.  Σε κάποια φάση η κοπέλα του έκλεισε το τηλέφωνο αφού δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα της μιλούσε.  Αμέσως εγώ πήγα και ξάπλωσα πάλι μαζί με τον γιο μου.  Ενώ ήμουν ξαπλωμένη, ήρθε από πάνω μου, ξεκίνησε να μου φωνάζει ότι έχω φίλο και με έπιασε από τα μαλλιά.  Εγώ σηκώστηκα αμέσως πάνω και εξεκίνησε να με σπρώχνει προς το υπνοδωμάτιο μας.  Εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω αλλά ένιωθα τα χέρια του παντού και δεν μπορούσα. Μετά έπιασε και τα δύο κινητά μου και τα έσπασε για να μην μπορώ να έχω επικοινωνία με κανένα.  Σε κάποια φάση ξύπνησαν και τα δύο μωρά και αυτός πήγε στην κουζίνα και ξεκίνησε να σπάζει πράγματα και να φωνάζει ότι είμαι πουτάνα. Εγώ έκλαιγα και του φώναζα να σταματήσει γιατί ξύπνησαν τα μωρά αλλά αυτός δεν άκουγε και συνέχιζε.  Μετά εγώ έκατσα στον καναπέ μαζί με τα μωρά, τα οποία έκλαιγαν ακόμα και αυτός ερχόταν κατά διαστήματα από πάνω μου και με χαστούκιζε στο κεφάλι. Μετά από περίπου δέκα λεπτά, κατά τις 06.10, έπιασε τη μάμα μου από το τηλέφωνο του και της είπε να έρθει στο σπίτι μας γιατί έχουμε πρόβλημα.   Μετά από είκοσι λεπτά ήρθε η μάμα μου και μας είδε εμένα και τα μωρά σε κατάσταση σοκ να τρέμουμε και στο σπίτι σπασμένα τα πάντα.  Αμέσως ο Φ. ξεκίνησε να της λέει ότι έχω φίλο και ότι έχει αποδείξεις.  Η μάμα μου έπιασε τηλέφωνο τους θείους μου, τον γαμπρό μου και τη μάμα του για να τον ηρεμήσουν και να μπορέσω να φύω μαζί με τα μωρά, πράγμα το οποίο έγινε. …»

 

Στο ίδιο περιστατικό αναφέρεται και στην κατάθεση της Έγγραφο Β, όπου διευκρινίζει πως κατά το στάδιο που την τραβούσε προς το υπνοδωμάτιο, την χτυπούσε σε όλο της το σώμα, της κρατούσε το κεφάλι και το χτυπούσε στον τοίχο και της τραβούσε τα μαλλιά.  Επίσης αναφέρεται και στην αξία των δύο κινητών (€1200 σύνολο). Με την προφορική της μαρτυρία ανέφερε επιπλέον ότι προτού πάνε στο σπίτι στις 12.2.19 και λάβουν χώρα τα γεγονότα που κατήγγειλε, βρίσκονταν στο σπίτι της μητέρας της και ότι αφότου έλαβαν χώρα τα προαναφερόμενα γεγονότα και έφυγε για να μείνει στη μητέρα της, ο Κατηγορούμενος πήγε στο σπίτι της μητέρας της για να σβήσει την τούρτα μαζί με το γιο τους (Σ.Κ.), που είχε γενέθλια στις 13.2.19.  

 

Η θέση της υπεράσπισης για το ζήτημα αυτό, ως τέθηκε στην Παραπονούμενη, ήταν πως ο λόγος του καβγά τις πρωϊνές ώρες της 13.2.2019, ήταν επειδή η Παραπονούμενη έδειρε τη θυγατέρα τους Φ.Κ.[33], θέση την οποία με πολλή φυσικότητα αλλά και αμεσότητα απέρριψε η Παραπονούμενη λέγοντας: «…Όχι δεν ισχύουν έτσι. Τα μωρά ήταν πάνω μου, ο Σ. έκλαιγε, η Φ. κρατούσα την, ήταν βρεφούι. Πολλά μικρό μωρό, σχεδόν 2 χρονών. Ήταν να σπάσουμε τη μούτη του; Γιατί να κτυπήσω του μωρού, να του δώσω μπουνιά;».

 

Η  εν λόγω εκδοχή της υπεράσπισης όμως, είναι διάτρητη, αφού προφανώς έχοντας ξεχάσει τι υποβλήθηκε στην Παραπονούμενη, ο Κατηγορούμενος με απόλυτη βεβαιότητα ανέφερε ως αιτία του συγκεκριμένου περιστατικού, το ότι η Παραπονούμενη έδειρε τον υιό τους, Σ.Κ και όχι την θυγατέρα τους, Φ.Κ., ως ήταν η συγκεκριμένη υποβολή που τέθηκε στην Παραπονούμενη.   Παράλληλα επέμεινε ότι η Παραπονούμενη είχε ήδη φύγει από την οικία πριν από τις 13.2.19, μη μπορώντας να εξηγήσει πως ήταν μαζί, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 13.2.19[34]

 

Εξ άλλου η μαρτυρία της Παραπονούμενης επί του προκειμένου συνήδε και με τα όσα ανέφερε η μητέρα της (Μ.Κ.3), ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος επικοινώνησε μαζί της στις 6 π.μ., καλώντας την να πάει από το διαμέρισμα πράγμα το οποίο έπραξε, για ν’ αντικρίσει ως πολύ παραστατικά ανέφερε «ένα χάος», με σπασμένα αντικείμενα, την Παραπονούμενη με τα παιδιά να κάθονται στον καναπέ τρομοκρατημένοι, την τελευταία να έχει μαυρισμένο το αριστερό μάτι και τον Κατηγορούμενο να ευρίσκεται εκτός εαυτού, λέγοντας της ότι τα έκανε όλα αυτά διότι πίστευε ότι η Παραπονούμενη είχε «φίλο», επειδή βρήκε ένα άγνωστο τηλέφωνο στις επαφές της. Οι καθόλα παραστατικές περιγραφές της Μ.Κ.3, πέραν του ότι συνήδαν απόλυτα με τα όσα η Παραπονούμενη μας μετέφερε, καταδείκνυαν έντονα πως η μάρτυρας περιέγραφε ξεκάθαρα βιωματικές εμπειρίες που εδράζονταν σε πραγματικά και όχι φανταστικά γεγονότα.  Το αν βέβαια κατά την εν λόγω ημερομηνία ο Κατηγορούμενος έστειλε μήνυμα στην Μ.Κ.3 και τον πήρε αυτή πίσω ή αν αυτός την κάλεσε να πάει στο σπίτι τους τηλεφωνικώς, διάσταση την οποία επιχείρησε η υπεράσπιση να αναγάγει σε μείζον ζήτημα, είναι προφανές ότι επ’ ουδενί μπορεί να αποτελέσει τέτοιο.  

 

Περαιτέρω ο Κατηγορούμενος αλλά και η συνήγορος του αμφισβήτησαν ως παράλογη τη θέση της Μ.Κ.3 αλλά και της Παραπονούμενης, πως ο Κατηγορούμενος είδε ένα αριθμό και θεώρησε ότι ανήκε στον «φίλο» της Παραπονούμενης και νευρίασε, αφού σύμφωνα με τα όσα η Μ.Κ.3 αλλά και η Παραπονούμενη ανέφεραν, ο εν λόγω αριθμός ήταν αριθμός που ο ίδιος ο Κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε και επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον αναγνώριζε.  Όμως η Μ.Κ.3 ξεκαθαρίζοντας το ζήτημα αυτό, στην ίδια γραμμή με την Παραπονούμενη, εξήγησε ότι ο άγνωστος αριθμός που είδε ο Κατηγορούμενος, δεν ήταν εξ ανέκαθεν ο αριθμός τηλεφώνου που χρησιμοποιούσε ο Κατηγορούμενος.  Αλλά ήταν στην πραγματικότητα ο αριθμός τηλεφώνου του αποβιώσαντος συζύγου της Μ.Κ.3 (και πατέρα της Παραπονούμενης), τον οποίο (αριθμό) μετά το θάνατο του και για κάποιο διάστημα χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος, μέχρι που άλλαξε αριθμό τηλεφώνου, οπόταν και ο εν λόγω επίμαχος αριθμός δόθηκε από τον πάροχο σε τρίτο πρόσωπο. 

 

Με δεδομένη λοιπόν τη θέση τόσο της Μ.Κ.3 όσο και της Παραπονούμενης, ότι στην τηλεφωνική συσκευή της τελευταίας δεν είχε καταχωρηθεί με όνομα ο συγκεκριμένος αριθμός, το ότι ο Κατηγορούμενος είχε χρησιμοποιήσει μόνο για περιορισμένο χρόνο τον αριθμό αυτό, ότι στη συνέχεια άλλαξε αριθμό και δεν χρησιμοποιούσε τον προαναφερθέντα και ότι εν γένει άλλαζε συχνά κινητά και αριθμούς[35] και έχοντας υπόψιν περαιτέρω και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο Κατηγορούμενος φέρεται να είδε τον αριθμό αυτό, δηλαδή κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ενώ δεν είχε ακόμα κοιμηθεί και ενώ είχε προηγηθεί νυχτερινή έξοδος με τους φίλους τους με ό,τι τούτη συνεπάγετο, στο μυαλό μας δεν εγείρεται κανένα θέμα μη λογικότητας των όσων η Παραπονούμενη ανέφερε.   Για να μην αναφέρουμε πως ακόμα και ως παράλογο να το βλέπει εκ των υστέρων κάποιος τρίτος, αυτό σε καμμιά περίπτωση δεν σημαίνει πως ψεύδεται ένας μάρτυρας ο οποίος περιγράφει τον παραλογισμό που έχει βιώσει.

Ως προς τη θέση πως η Μ.Κ.3 ψεύδεται για το σπασμένο τραπέζι και καρέκλες, που υποστήριξε ότι είδε,  αφού όταν η Παραπονούμενη εγκατέλειψε οριστικά την οικία πήρε μαζί της και τραπέζι και καρέκλες,  η απάντηση της Μ.Κ.3, πέραν του ότι συνήδε και με τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε επί του προκειμένου (βλ. πρακτικά σελ. 40, γραμμή 30 επ.), ήταν άμεση και αφοπλιστική.  Συγκεκριμένα αφού δέχθηκε ειλικρινώς, πως πράγματι κατά την οριστική διακοπή της συμβίωσης του ζεύγους το Μάιο του 2019, η Παραπονούμενη πήρε μαζί της τραπέζι και καρέκλες, εξήγησε στη συνέχεια πολύ πειστικά, πως επρόκειτο για τραπέζι και καρέκλες που ίδια (η Μ.Κ.3) είχε δώσει στη θυγατέρα της, εις αντικατάσταση αυτών που είχαν σπάσει.  Και τούτο αφού μετά τη λήξη της πρώτης τους διάστασης (που άρχισε στις 13.2.19 μετά το επίμαχο επεισόδιο) και την επιστροφή της Παραπονούμενης στο σπίτι όπου διέμεναν, δεν ήταν δυνατή η διαβίωση τους χωρίς τα πιο πάνω αντικείμενα, τα οποία είχε σπάσει ο Κατηγορούμενος κατά το περιστατικό της 13.2.19.    

 

Ενδεικτικός δε της φυσικότητας με την οποία απαντούσε η Μ.Κ.3, ήταν και ο τρόπος με τον οποίο μας μετέφερε το πόσο πολύ μετάνιωσε που δεν ειδοποίησε την αστυνομία εκείνη τη μέρα και δεν έλαβε φωτογραφίες του μέρους, αισθανόμενη προφανώς πως δεν μπορούσε να μας μεταδώσει αρκούντως παραστατικά μέσω της λέξης «χάος», το τί αντίκρυσε τη δεδομένη μέρα. Συγκεκριμένα επαναλάμβανε εμφαντικά πως ήταν λάθος της[36], το οποίο βέβαια ευλόγως απέδωσε στο ότι η 13.2.19, ήταν η πρώτη φορά που γινόταν η ίδια κοινωνός των τσακωμών τους και επιπλέον στο ότι τους είχε ζητήσει και ο πατέρας του Κατηγορούμενου να αφήσουν τα πράγματα να ηρεμήσουν.  Θέση η οποία πέραν του ότι είναι καθ’ όλα λογική, συνάδει και με τη γενικότερη θέση της Μ.Κ.3 αλλά και της Παραπονούμενης, πως η τελευταία δεν της είχε πει για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε διότι δεν ήθελε να την στενοχωρεί, ότι για πρώτη φορά αντελήφθη τα προβλήματα στις 13.2.19 και ότι για τη σεξουαλική βία δεν είχε μάθει οτιδήποτε, παρά μόνο το 2021.


Ήταν περαιτέρω εισήγηση της υπεράσπισης όμως, ότι το αναξιόπιστο της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής εμφαίνεται και από το ότι ενώ η Μ.Κ.3 ανέφερε στην κατάθεση της ότι κατά τη δεδομένη μέρα είδε το μάτι της Παραπονούμενης να είναι μαυρισμένο, εντούτοις κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι το μάτι της, όταν μπήκε μέσα ήταν γδαρμένο.  Παρόλο που η υπεράσπιση ανέδειξε την αναφορά αυτή ως μια ουσιώδη αντίφαση, εντούτοις η μάρτυρας με απλοϊκό τρόπο εξήγησε πως το μαύρισμα, ήταν η εξέλιξη του τραύματος και πως την πρώτη στιγμή που είδε την Παραπονούμενη, το μάτι της στο σημείο εκείνο ήταν μόνο γδαρμένο. Φαίνεται δηλαδή, από το σύνολο της απάντησης της Μ.Κ.3, ότι απέδωσε την αναφορά της αυτή στην κατάθεση της, στο ότι όταν την έδωσε, είχε ήδη δει την εξέλιξη του τραύματος και αναφερόταν σ’ αυτό, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται καλόπιστα, η λανθασμένη εντύπωση ότι κατά το χρόνο που πρώτη φορά αντίκρυσε την κόρη της, είχε δει το μάτι της μαυρισμένο, ενώ δεν ήταν.  Ούτως ή άλλως δεν θεωρούμε ουσιώδες το ζήτημα αφού και η ίδια η Παραπονούμενη με ειλικρίνεια δέχθηκε πως δεν επρόκειτο για σοβαρό τραύμα, αφού καθ’ ομολογίαν δική της, δεν της είχε προκαλέσει ούτε οποιοδήποτε πόνο.  

 

Στη βάση των ανωτέρω λοιπόν είμαστε πεπεισμένοι, ότι τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως τα ανέφερε η Παραπονούμενη και πως η Μ.Κ.3 μπαίνοντας στο σπίτι του ζεύγους το συγκεκριμένο πρωϊνό, αντίκρυσε τα όσα ζωντανά μας περιέγραψε και άκουσε τον Κατηγορούμενο να της λέει τα όσα μας μετέφερε. Εξ ου και από το φόβο της τηλεφώνησε στα αδέλφια της, τα οποία όταν ήρθαν προσπάθησαν να ηρεμήσουν τον Κατηγορούμενο, ενώ την ίδια στιγμή κατάφεραν να μαζέψουν κάποια πράγματα της Παραπονούμενης και των παιδιών, οι οποίοι έφυγαν από το σπίτι και έμειναν μαζί της για κάποιες μέρες.

 

Έχοντας βέβαια αποδεχθεί πως τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως ανωτέρω, καθίσταται αμέσως αντιληπτό, ως εκ των περιγραφών, το μέγεθος του γενικότερου φόβου που αισθάνθηκε και η ίδια η Παραπονούμενη και ο οποίος την οδήγησε στο να αποταθεί στην Αστυνομία.   Είναι επομένως προφανές, πως στο πιο πάνω πλαίσιο εντάσσεται κατά τρόπο απόλυτα φυσικό η θέση της Παραπονούμενης ότι το πιο πάνω συμβάν, το οποίο αποτέλεσε έρεισμα της σχετικής καταγγελίας στην αστυνομία την ίδια μέρα, ήταν και ο λόγος για τον οποίο η ίδια εγκατέλειψε τη συζυγική οικία για πρώτη φορά, έστω και αν μετά από κάποιες μέρες επέστρεψε, για λόγους στους οποίους θα επανέλθουμε.  

 

Το ότι βεβαίως υπήρξε διάσταση του ζεύγους κατά το Φεβρουάριο του 2019 δεν αμφισβητήθηκε, όμως αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, ως ήδη λέχθηκε, ότι αυτή επήλθε ένεκα του συμβάντος αυτού. Αντιθέτως, η θέση που τέθηκε στην Παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της, ήταν πως είχε φύγει κάποιες μέρες πριν το συμβάν της 13.2.19 από το σπίτι, θέση η οποία βεβαίως αναιρέθηκε από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, ο οποίος δέχθηκε κατά την αντεξέταση του από το συνήγορο της κατηγορούσας αρχής πως έμεναν μαζί με την Παραπονούμενη όταν ήλθαν σε αντιπαράθεση κατά την 13.2.19 και ούτως ή άλλως τα ίδια τα γεγονότα που επικαλέστηκε ο Κατηγορούμενος εξυπακούουν ότι έμεναν μαζί κατά το δεδομένο χρόνο.    

 

Επομένως αποδεχόμαστε πως ένεκα του συμβάντος αυτού ακολούθησε διάσταση του ζεύγους για κάποιες μέρες. Όμως παρά τη διάσταση που υπήρξε, δεν αμφισβητήθηκε πως εν τέλει και μετά από πάροδο 10-15 ημερών, η Παραπονούμενη επέστρεψε στη συζυγική οικία και δεν προχώρησε τη διαδικασία με την Αστυνομία.  Βέβαια η ίδια ανέφερε πως σε κάποια στιγμή προσπάθησε να εντοπίσει την καταγγελία της 13.2.19, χωρίς όμως επιτυχία, όμως τούτο δεν είναι το ζητούμενο, αφού η ουσία είναι πως, όπως η ίδια ανέφερε, αποφάσισε να επιστρέψει στον Κατηγορούμενο, αφενός διότι της το ζήτησε ο πεθερός της στο μνημόσυνο του πατέρα της επικαλούμενος και προβλήματα υγείας δικά του, ενώ κατά τη διάρκεια αυτών των δύο βδομάδων και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος την έπαιρνε τηλέφωνο και της έλεγε ότι άλλαξε και την παρακαλούσε να πάει πίσω.  Κάτι βεβαίως που υποστήριξε και η Μ.Κ.3.  

 

Το ότι δε, παρά τα προηγηθέντα γεγονότα η Παραπονούμενη επέλεξε να επιστρέψει, δεν ξενίζει, αλλά αντιθέτως συνάδει απόλυτα με τις γενικότερες θέσεις της πως τον αγαπούσε και πως γι’ αυτό δεν τον είχε εγκαταλείψει ή καταγγείλει ενωρίτερα.  Συνάδει όμως και με το γενικότερο προφίλ της Παραπονούμενης, ως αυτό αναδιπλώθηκε ενώπιον μας και δη πως αναντίλεκτα επρόκειτο για μια μη οικονομικά ανεξάρτητη νεαρή κοπέλα, της οποίας ο Κατηγορούμενος ήταν ο πρώτος δεσμός[37], είχε ήδη αποκτήσει δύο παιδιά μαζί του και είχε χάσει αιφνιδίως και τον πατέρα της με τον οποίο είχε μια ιδιαίτερα στενή σχέση, γεγονός που φαίνεται να στοίχισε τόσο στην ίδια όσο και στη μητέρα της, την οποία δεν ήθελε έκτοτε να στενοχωρεί και να επιβαρύνει με δικά της προβλήματα. Παράγοντες, οι οποίοι σωρευτικά φαίνεται να διαδραμάτιζαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, εξ αρχής ρόλο στη σχέση της με τον Κατηγορούμενο και στον τρόπο με τον οποίο η ίδια ενεργούσε στο πλαίσιο της.    Έχουμε εν ολίγοις σχηματίσει την ακράδαντη πεποίθηση πως αυτές οι σκέψεις και συναισθήματα, επισκίαζαν τη δράση και τις ενέργειες της για πολύ μεγάλο διάστημα στην όλη σχέση της με τον Κατηγορούμενο, όπως θα διαφανεί και για άλλα χρονικά σημεία κατωτέρω.

 

Μετά την επιστροφή της στη συζυγική οικία, ως εντίμως η Παραπονούμενη ανέφερε ο Κατηγορούμενος ήταν πιο ήρεμος, αλλά συνέχιζε να πίνει πολύ κυρίως κάθε Παρασκευή, όμως το τελευταίο διάστημα πριν τον οριστικό χωρισμό τους έβγαινε, έπινε, ξενυχτούσε και γινόταν πάλι βίαιος απέναντι της, για να καταλήξει στο περιστατικό της 19.5.19. 

 

Σύμφωνα με τη θέση της Παραπονούμενης (βλ. Έγγραφο Α, σελ. 3, γρ. 22), κατά την 18.5.19, άφησαν τα παιδιά στο σπίτι των γονιών του Κατηγορούμενου για να βγουν έξω και όταν επέστρεψαν πίσω γύρω στις 03:00 (της 19.5.19), ο Κατηγορούμενος την άφησε στο σπίτι των γονιών του και έφυγε για περίπου 20 λεπτά.  Όταν επέστρεψε, η ίδια ήταν στο υπνοδωμάτιο και σε κάποια στιγμή άκουσε τον Κατηγορούμενο να φωνάζει στη μητέρα του ότι επεμβαίνει στη ζωή του, ότι εκείνη φταίει για την κατάσταση του γάμου τους και ότι «παρτάρει» την ίδια (την Παραπονούμενη).  Μόλις η ίδια άκουσε τα ανωτέρω, κατέβηκε κάτω, οπόταν ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να της χτυπήσει και εκείνη τη στιγμή μπήκε στη μέση ο Μ.Υ.5 για να τον αποτρέψει και ο Κατηγορούμενος τον έσπρωξε.  Αμέσως ο Κατηγορούμενος ξεκίνησε να απευθύνεται στον πατέρα του με παρόμοιες αιτιάσεις και την ίδια ώρα ξεκίνησε να πετάει γυάλινα μπουκάλια με ουίσκι, για να καταλήξει στο τέλος να σπάσει την τζαμαρία.  Στη συνέχεια η μητέρα του πήρε τηλέφωνο τα αδέρφια του Κατηγορούμενου, ήτοι τον Μ.Υ.4 και τον Κ., οι οποίοι ήρθαν και τον πήραν στις Βρυσούλες, ενώ η Παραπονούμενη διανυκτέρευσε στο πατρικό του Κατηγορούμενου και επέστρεψε την επομένη και αυτή στο σπίτι όπου διέμεναν στις Βρυσούλες.

 

Η Παραπονούμενη παρέμεινε απόλυτα σταθερή στις θέσεις της αυτές χωρίς να παρατηρήσουμε να κομπιάζει ή να διστάζει να απαντήσει ούτε και περιέπεσε σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις που να δημιουργούν υποψίες μυθοπλασίας ή εκ των υστέρων κατασκευασθέντων γεγονότων.  Βέβαια για το συμβάν αυτό η θέση του Κατηγορούμενου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο απλά για μια συνηθισμένη βραδιά όπου πήραν τα παιδιά τους, τα οποία πρόσεχαν οι γονείς του και πήγαν στο σπίτι τους, χωρίς να συμβεί οτιδήποτε. Το ότι όμως η δεδομένη βραδιά δεν ήταν μια ήρεμη και συνηθισμένη βραδιά, προδίδεται από την παραδοχή του Μ.Υ.5 ότι θυμόταν ότι κατά την εν λόγω συγκεκριμένη ημερομηνία πρόσεχαν τα παιδιά του ζεύγους για να βγουν έξω, κάτι το οποίο βέβαια έκαναν πολύ συχνά καθ’ ομολογία δική του. Έτσι που δεν εξηγείται πως και θυμόταν αυτή την ημερομηνία χωρίς δήθεν, να έχει γίνει οτιδήποτε το αξιομνημόνευτο και ενώ ο ίδιος αντιμετωπίζει και πρόβλημα μνήμης.  Ο ίδιος δε κανένα λόγο δεν έδωσε προς τούτο. Επομένως αυτό που η λογική των πραγμάτων υπαγορεύει, είναι πως πράγματι είχαν επισυμβεί τα ομολογουμένως αξιομνημόνευτα γεγονότα που ανέφερε η Παραπονούμενη, στο ίδιο μάλιστα το σπίτι του Μ.Υ.5, εξ ου και θυμόταν την εν λόγω ημερομηνία ο εν λόγω μάρτυρας.   

 

Έτσι εξηγείται βέβαια και η στάση της Παραπονούμενης, η οποία παρά την απόφαση που πήρε για επανασύνδεση και επιστροφή στη συζυγική οικία τον Φεβρουάριο του 2019, εναποθέτοντας προφανώς τις τελευταίες της ελπίδες στον Κατηγορούμενο για να παραμείνει ενωμένη η οικογένεια τους, οδηγήθηκε εν τέλει, στο να τον εγκαταλείψει στις 21.5.19. 

 

Στα γεγονότα της 21.5.19 θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Όμως αυτό το οποίο προέχει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε είναι ότι από το σύνολο της μαρτυρίας της Παραπονούμενης αναδύονται, πέραν των όσων πιο πάνω περιγράφηκαν και στοιχεία σεξουαλικής βίας από πλευράς Κατηγορούμενου, τα οποία ήταν και αυτά εκ των λόγων, που σωρευτικά φαίνεται να την ώθησαν αφενός να φύγει από το σπίτι την πρώτη φορά επ’ αφορμή του περιστατικού της 13.2.19 και εν τέλει να τον εγκαταλείψει το Μάιο του 2019.  Σεξουαλική βία, η οποία σύμφωνα με τη σχετική μαρτυρία της Παραπονούμενης, ήταν επαναλαμβανόμενη για μια περίοδο μεταξύ των ετών 2017-2019 που ήταν παντρεμένοι, παρόλο που η Παραπονούμενη ήταν σαφής πως γενικώς σωματική βία ασκείτο έναντι της και προηγουμένως.   Όμως δεν θα ενδιατρίψουμε επί τούτων, εφόσον δεν είναι επίδικα τα περιστατικά αυτά.  Επίδικα, από απόψεως σεξουαλικής βίας, είναι τα τρία περιστατικά, στα οποία περιορίστηκε τελικώς και το κατηγορητήριο και τα οποία περιλαμβάνονται στην ευρύτερη κατηγορία των περιστατικών σεξουαλικής βίας, την οποία περιέγραψε η Παραπονούμενη στις καταθέσεις της.  Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι πως κατά την περιγραφή των εν λόγω τριών περιστατικών, η Παραπονούμενη δεν διαφοροποιήθηκε από τα όσα ανέφερε στις καταθέσεις της, όταν περιέγραφε γενικά τη σεξουαλική βία που δεχόταν από τον Κατηγορούμενο καθ’ όλη την επίδικη περίοδο.   

 

Για του λόγου το αληθές και προτού υπεισέλθουμε στα εν λόγω συγκεκριμένα περιστατικά, σημειώνουμε απλώς πως, ό,τι προκύπτει από τις περιγραφές της στις καταθέσεις της Έγγραφα Α και Β, είναι ότι τα περιστατικά σεξουαλικής βίας λάμβαναν χώρα κάθε Παρασκευή-Σάββατο που ο Κατηγορούμενος έβγαινε με τους φίλους του και γυρνούσε μεθυσμένος[38], οπόταν αφού επέστρεφε ξάπλωνε δίπλα της, αρχικά την τραβούσε να γυρίσει προς το μέρος του, της έλεγε ότι ήθελε να κάνουν έρωτα, αυτή του έλεγε ότι δεν ήθελε, ότι είχε αργήσει να επιστρέψει και ότι δεν γνώριζε που ήταν μέχρι εκείνη την ώρα, αυτός επέμενε, εκείνη συνέχιζε να του λέει ότι δεν θέλει και αυτός ξεκινούσε να της φωνάζει, να της λέει εκφράσεις όπως «πουτάνα», τη χτυπούσε χαστουκίζοντας την στο κεφάλι ή την τραβούσε με δύναμη από τα χέρια, της έσκιζε τα ρούχα ή της τα έβγαζε με τη βία και κατά την επαφή τους ήταν πολύ βίαιος.  Συγκεκριμένα ενώ η ίδια ξάπλωνε ανάσκελα ο Κατηγορούμενος ήταν από πάνω της και την κρατούσε σφιχτά από τα χέρια πιέζοντας τα προς τα κάτω χωρίς να την αφήνει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, η ίδια πονούσε αλλά όταν του το έλεγε αυτός δεν σταματούσε και ενώ έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια και του έλεγε να φύγει, δεν την άκουγε.   Η όλη επαφή διαρκούσε 10 λεπτά, τελείωνε στην κοιλιά της, δεν φορούσε προφυλακτικό, δεν τον ενδιέφερε αν είχε περίοδο ή όχι και από τις εν λόγω επαφές η ίδια είχε στη συνέχεια μώλωπες τους οποίους έκρυβε γιατί ντρεπόταν να μιλήσει σε κάποιον για όσα της συνέβαιναν.  Χαρακτηριστικά τα λεχθέντα της στο Έγγραφο Β (σελ.1 επ.) τα οποία θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια:

 

«Λόγω της συμπεριφοράς του, ότι ήταν μεθυσμένος και λόγω του έλειπε από το σπίτι τόσες ώρες αρνιόμουν να κάνω έρωτα μαζί του.  Ένιωθα ότι ήμουν παραμελημένη και με ήθελε μόνο για το σεξ.  Επειδή του αρνιόμουν να κάμει έρωτα μαζί μου, αυτός έβγαινε με το ζόρι από πάνω μου, τραβούσε τα ρούχα μου να τα βγάλει ενώ παράλληλα μου φώναζε ότι είμαι πουτάνα και άλλες άσχημες λέξεις.  Εγώ πάντα του ζητούσα να με αφήσει, τον έσπρωχνα, του ζητούσα να σταματήσει και αυτός δεν σταματούσε.  Κάποιες φορές μου έσχιζε τα ρούχα, ενώ κάποιες φορές μου τα έβγαζε με το ζόρι.  Όταν ήμουν χωρίς ρούχα, συνέχιζε να είναι ξαπλωμένος από πάνω μου και επειδή εγώ αντιστεκόμουνα, με πίεζε από τα χέρια με δύναμη για να μην μπορώ να κάνω οποιαδήποτε κίνηση.  Μετά ενώ με κρατούσε με το ένα του χέρι, με το άλλο του χέρι μου άνοιγε τα πόδια μου για να μπορέσει να μπει μέσα μου.  Πολλές φορές προσπάθησα να του κλωτσήσω για να σταματήσει αλλά δεν τα κατάφερα. Έμπαινε μέσα μου με το ζόρι.  Σαν μου έκανε ότι μου έκανε με φιλούσε στο πρόσωπο και στο στήθος, αλλά εγώ δεν ήθελα, γύριζα το κεφάλι μου αριστερά και δεξιά. Κατά τη διάρκεια που έκανε σεξ μαζί μου χωρίς την θέληση μου, η στάση που έκανε ήταν μόνο από μπροστά και να είναι από πάνω μου.  Δεν προσπάθούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο.  Τούτο το πράμα διαρκούσε δέκα λεπτά περίπου και όπως σας είπα δεν τον ένοιαζε εάν ήμουν με περίοδο ή όχι.  Δεν χρησιμοποιούσε προφυλακτικό και δεν τελείωνε ποτέ μέσα μου.  Πάντα στην κοιλιά μου.  Κατά τη διάρκεια που μου το έκανε εγώ του φώναζα ότι πονούσα, του έλεγα να σταματήσει και έκλαια.  Ήταν δυνατές οι φωνές μου.  Δεν ξέρω αν μας άκουγαν στη γειτονιά.  Τα μωρά μου όταν γίνονταν αυτό, κοιμόντουσαν.  Επίσης να σου ξεκαθαρίσω ότι πολλές φορές πριν μου κάνει έρωτα με το ζόρι, με κτυπούσε χαστουκίζοντας με στο κεφάλι ή με τραβούσε με δύναμη από χέρια.  Λόγω της συμπεριφοράς του, εγώ φοβόμουνα ότι θα μου έκανε κακό ή θα με σκότωνε και κάποιες φορές μετά που με πίεζε για έρωτα ή με χαστούκιζε, εγώ δεχόμουν να μου το κάνει για να μην έχω προβλήματα μαζί του και μου κάνει κακό. Να σου πω ότι μετά που έκανε σεξ μαζί μου, το πρωί έβλεπα ότι είχα μώλωπες στο σώμα μου.»

 

Στρεφόμενοι τώρα στα τρία περιστατικά, που για τους λόγους που η ίδια Παραπονούμενη ανέφερε ήταν σε θέση να εξειδικεύσει από απόψεως χρόνου και άλλων λεπτομερειών και αρχίζοντας από το πρώτο περιστατικό, η ίδια το απέδωσε ως ακολούθως (βλ. πρακτικά σελ. 4-5):

 

«A.Το πρώτο που θυμούμαι το περιστατικό βίας, ήταν Πρωτοχρονιά του 2018. Φεύγαμε από τη γιαγιά μου, ήμασταν τραπέζι που γύριζε ο χρόνος και φεύγαμε για να πάμε προς σπίτι. Μας πήρε τηλέφωνο ο κουμπάρος μου για να πάμε, αλλά στην πορεία άλλαξαν τα δεδομένα. Ο πρώην σύζυγός μου ήθελε να πάει στους φίλους του και εγώ είπα του αφού είμαστε μαζί, μεν μας αφήκεις μόνους μας, αφού συμφωνήσαμε να είμαστε μια οικογένεια. Όπως προχωρούσαμε να πάμε σπίτι, αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητο μέσα στη μέση του δρόμου προς το σχολείο του Φρενάρου στο Λύκειο, σταμάτησε, άνοιξε την πόρτα και άρχισε να φωνάζει "και δεν θα με ελέγχεις και εν να κάμνω ό, τι θέλω εγώ". Μετά στην πολλή ώρα, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με τα μωρά. Ήμασταν μέσα και φύγαμε να πάμε προς το διαμέρισμα στις Βρυσούλες.

 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Το δικό σας;

 

Μάρτυρας: Ναι, κατεβήκαμε πήγαμε σπίτι, μπήκε μέσα, ξαναέφυγε και πήγε για τους φίλους του. Εγώ πήγα ξάπλωσα με τα μωρά, έβαλα τα μωρά να κοιμηθούν και εγώ πήγα στο δωμάτιό μου. Μετά από λίγες ώρες ήρθε, εγώ κοιμούμουν, ήρθε έβγαλε τα ρούχα του, ξάπλωσε ήρθε άρκεψε να με αγκαλιάζει, να με φιλά και του είπα άφησ' με δεν ξέρω πού ήσουν και δεν θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου. Τούτος συνέχιζε να θέλει. Εγώ δεν ήθελα να κάνω έρωτα μαζί του. Ήρθε με ακούμπησε, έπεσα ανάσκελα, ήρθε από πάνω μου, άρχισε να με στριμώχνει. Εγώ προσπαθούσα να κάνω τα χέρια μου, να απομακρύνω από πάνω μου. Τούτος προσπάθαν, έφκαλε το παντελόνι μου με τη βία. Εγώ προσπαθούσα να του κλωτσήσω, αλλά δεν τα κατάφερα για να φύγει. Δεχόμουν χτυπήματα δαμέ, του εδίουν του χτυπήματα στο στήθος του. Προσπάθησε όμως έφκαλε και το εσώρουχό μου και προσπάθησε και άνοιξε με τα 2 του χέρια τα πόδια μου. Εκεί προσπάθησα εγώ με τα χέρια μου να τον διώξω από τα γεννητικά του όργανα, αλλά δυστυχώς με την πίεση που μου άσκησε, εγώ δεν άντεχα άλλο με τα χέρια μου να προσπαθήσω να τον αποτρέψω και εισχώρησε μέσα του το πέος του και με την ένταση που έκαμε τον έρωτα, εγώ πονούσα, γύριζα δεξιά, έβλεπα τον τοίχο, άρκεψα έκλαιγα γιατί πονούσα τόσο πολλά, είπα του για να φύγει, δεν με άκουγε. 10 λεπτά διάρκησε η επαφή μας, τελείωσε, έκαμέν τα πάνω μου στην κοιλιά μου και μετά σηκώστηκε έφυγε, καθαρίστηκε. Εγώ άρχισα έκλαιγα γιατί πονούσα τόσο πολλά.»

 

Εν σχέσει με το δεύτερο περιστατικό το οποίο επεσυνέβη και αυτό στο σπίτι τους στις Βρυσούλες, ανέφερε επί λέξει τα εξής (βλ. πρακτικά σελ. 5-6):

 

«A.  Ναι. Ήταν Γενάρη του 2019 που ανακάλυψα με τις πλαστικές κάρτες που μου ζητούσε. Ήμασταν πάλε σπίτι, δεν βγήκαμε εκείνη τη μέρα. Πήγαινε και έρχετουν Παρασκευή, όποτε πληρωνόταν και ζητούσε τις κάρτες τις πλαστικές. Εγώ του έδινα τις πλαστικές γιατί δεν ήξερα εγώ από αυτά τα πράγματα τι τα κάμνασιν. Τόσο τον αγαπούσα που δεν ρωτούσα παραπάνω πληροφορίες. Του τις έδινα. Έρχετουν όμως ένα πρωί 03:00 ‑ 04:00 τα ξημερώματα ολοκόκκινα τα μάτια του, η διάθεσή του ανεβασμένη. Του άνοιγα εγώ γιατί δεν κρατούσε ποτέ του κλειδιά για να μπει μέσα και εγώ ήμουν στο δωμάτιό μου ξαπλωμένη για να πάω να κοιμηθώ, γιατί γύρισημερα είχαμε σχολεία και τα λοιπά. Πάλι η ίδια σκηνή. Εγώ ήμουν δεξιά, έρχετουν έβγαλε τα ρούχα του, προσπαθούσε να με αγγίξει, να με φιλά να κάνουμε έρωτα. Όταν του έλεγα ότι δεν ξέρω τι έκαμνες εκείνες τις ώρες και με ποιους ήσουν και με ποιες ήσουν, άρχιζε να μου λέει ότι ''να δούμε με ποιον γαμιέσουν και ότι είσαι πουτάνα" και τα λοιπά. Εν να δεις ότι θα κάμω έρωτα είτε θέλεις είτε όχι''. Ξεκίνησε να έρτει προς τα πάνω μου, να μου βγάζει πάλι τα ρούχα μου με τη βία. Εγώ προσπαθούσα πάλι να τον αποτρέψω, να τον φύγω που πάνω μου, να μην μου κάμνει… και ο άλλος αν θέλει να κάνει έρωτα, να το κάνει πιο νορμάλ, να μην είναι σεξ, να μην είναι βία, να το θέλω και εγώ. Εκείνος όχι, «εγώ θέλω να κάνω» πάλι έβγαλέ μου το εσώρουχό μου, πάλι προσπάθησε να εισχωρήσει μέσα στον κόλπο μου και να τον αποτρέψω. Δεν τα κατάφερα, δεν είχα τόση δύναμη να τον διώξω πάλι και εγώ έκαμνα την κεφαλή μου δεξιά αριστερά γιατί δεν ένιωθα κάτι εγώ εκείνη την ώρα. Εκείνος μπορεί να το απολάμβανε, εγώ όχι, τα ίδια. Πάλι έμπαινε μέσα μου, εισχώρησε χωρίς να το θέλω, τελείωνε πάλι στην κοιλιά μου και μετά γύρισημερα το πρωί να βλέπω στα χέρια μου, στα πόδια μου μώλωπες που την αντίσταση που ήταν πιο βίαιος πάνω μου. Αυτά.»

 

Όσον αφορά τώρα το τρίτο περιστατικό, ανέφερε ότι θυμόταν ότι αυτό έλαβε χώρα στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της επανασύνδεσης τους (μετά τη διάσταση του Φεβρουαρίου του 2019) και της οριστικής διακοπής της συμβίωσης τους τον Μάιο του 2019, και το οποίο προσδιόρισε χρονικά περί τον Απρίλιο του 2019 (βλ. πρακτικά σελ. 6):

 

«Μάρτυρας: Απρίλη του 2019. Ήταν έτσι ούτε προς πρωινά, ήταν γύρω 22:00 ‑ 23:00 τη νύχτα. Πήγε απέναντι, έχει ένα μπαράκι απέναντι από τα σπίτια μας. Πήγε, ήρθε. Τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Άργησε να έρτει σπίτι, φώναζε γιατί κάτι βρήκε στο τηλέφωνό μου πάλι, ενώ έβαλε ο ίδιος να στείλει μήνυμα που άλλο κινητό για να δει αν θα απαντήσω ή όχι και εκεί άρχισε και λαλεί «θα δεις. Με ποιον γαμιέσαι;» και με έπιασε από την κεφαλή, με πήρε στο δωμάτιο, άρχισε να μου κτυπά στην κεφαλή με τα μαλλιά μου, με ξάπλωσε στο κρεβάτι, η κεφαλή μου και το σώμα μου το μισό ήταν στο κρεβάτι και τα πόδια μου ήταν κάτω από ό, τι θυμούμαι προσπαθούσε πάλι προς το καλοκαίρι που φορούσαμε λίγο πιο χαλαρά ρούχα, έσχισέ μου τα παντελόνια μου, τα εσώρουχά μου και εκεί πάλι το ίδιο. Προσπαθώ να του κλωτσήσω, να τον αποτρέψω και δεν τα κατάφερα και πάλι έκαμε, εισχώρησε το πέος του. Προσπαθούσα εγώ να αντισταθώ, αλλά δεν… και τούτα θυμούμαι».

Το πρώτο που αναδύεται αβίαστα μέσα από την ως άνω εξιστόρηση των γεγονότων από την ίδια, ήταν το ότι ως ήδη αναφέραμε η Παραπονούμενη περιέγραψε τα τρία συγκεκριμένα περιστατικά σεξουαλικής βίας κατά τρόπο που συνάδει με τις γενικότερες αναφορές στην κατάθεση της όπου περιγράφει γενικευμένα, τα περιστατικά σεξουαλικής βίας που δεχόταν.  Βέβαια η υπεράσπιση δεν αποδέχθηκε οτιδήποτε από τα όσα ανέφερε η Παραπονούμενη, η οποία υποβλήθηκε σε μια ομολογουμένως σθεναρή αντεξέταση, τόσο σε σχέση με τις αναφορές της στις καταθέσεις της όσο και σε σχέση με τα τρία συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία περιέγραψε προφορικά.

 

Βασικό άξονα αντεξέτασης της Παραπονούμενης, αποτέλεσε η αναφορά της στην κατάθεση της Έγγραφο Α όπου περιγράφοντας τις εμπειρίες σεξουαλικής βίας ανέφερε (βλ. Έγγραφο Α, σελ.1, γραμμές 21-24):

 

«Μετά με χαστούκιζε σε όλο μου το σώμα, με κρατούσε από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και το χτυπούσε στον τοίχο, τραβούσε τα μαλλιά μου και με έσπρωχνε.  Πολλές φορές με τραβούσε και μου έσκιζε τα ρούχα που φορούσα.»  

 

Η εισήγηση της υπεράσπισης σε σχέση με την ως άνω αναφορά της Παραπονούμενης, διασυνδέθηκε με την κατάθεση της Έγγραφο Β όπου ανέφερε τα εξής:

 

«Όσον αφορά το περιστατικό που είπα ότι με χαστούκιζε σε όλο μου το σώμα, ότι μου κρατούσε το κεφάλι μου και το κτυπούσε στον τοίχο, ότι μου τραβούσε τα μαλλιά μου και με έσπρωχνε αυτό έγινε μόνο μια φορά και όχι πάντα όπως φαίνεται στην κατάθεση μου.  Και δεν έγινε γιατί του αρνήθηκα να κάνουμε σεξ.  Αυτό έγινε στις 13/02/2019 η ώρα 0500 το πρωί.» [39].   

 

Ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης ότι δια της δεύτερης κατάθεσης της (Έγγραφο Β), η Παραπονούμενη αναίρεσε ουσιαστικά τα όσα ανέφερε περί άσκησης βίας έναντι της κατά τα περιστατικά όπου η ίδια ισχυρίζετο ότι υπέστη σεξουαλική βία.  Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα.  Ό,τι εξάγεται από τη διευκρίνιση στη δεύτερη κατάθεση της Παραπονούμενης και επιβεβαιώνεται και από τη σχετική απάντηση της ίδιας κατά την αντεξέταση της[40],  είναι πως μέσω της δεύτερης κατάθεσης ήθελε να διευκρινίσει ουσιαστικά πως, το χαστούκισμα σε όλο το σώμα και το κράτημα του κεφαλιού και χτύπημα του στον τοίχο, αφορούσαν το περιστατικό της 13.2.19 και όχι οποιαδήποτε άλλα περιστατικά και ότι ακόμα κατά την εν λόγω ημερομηνία, δεν έγιναν επειδή αρνήθηκε τη σεξουαλική επαφή. Θέλοντας δηλαδή εν ολίγοις και εντίμως να δείξει πως ο Κατηγορούμενος δεν επεδείκνυε την υπό συζήτηση και ομολογουμένως πιο βάναυση συμπεριφορά κατά τα περιστατικά σεξουαλικής βίας σε βάρος της.  Κατά τα οποία, σύμφωνα με την ίδια,  η βία συνίστατο σε τράβηγμα των μαλλιών, βία κατά την επαφή με την έννοια που περιγράφει στις καταθέσεις της[41]  και βεβαίως τη θέση της περί χαστουκισμάτων στο κεφάλι και τραβήγματος από τα χέρια[42]. Με την ίδια ευθύτητα μάλιστα παραδέχθηκε αντεξεταζόμενη πως κατά το περιστατικό της 1.1.18 δεν της τράβηξε τα μαλλιά ούτε της χτυπούσε το κορμί της ή το κεφάλι της στον τοίχο, θέση η οποία συνάδει πλήρως με τον τρόπο περιγραφής του εν λόγω περιστατικού της 1.1.18, σε άλλο σημείο, από την ίδια.  

 

Είμαστε δε πεπεισμένοι πως η επίμαχη αναφορά στην πρώτη κατάθεση, την οποία διόρθωσε μέσω της συμπληρωματικής κατάθεσης, αποτελεί ένα καλόπιστο σφάλμα, το οποίο με τη σειρά του θεωρούμε πως δικαιολογείται πλήρως, αν αναλογιστεί κάποιος τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Παραπονούμενη κατέληξε να δώσει την πρώτη της κατάθεση και να αναφερθεί στα περιστατικά σεξουαλικής βίας, ζήτημα σε σχέση με το οποίο σχετική είναι και η μαρτυρία της Μ.Κ.4 και στο οποίο ζήτημα θα επανέλθουμε κατωτέρω.

 

Η πιο πάνω ειλικρινής στάση της, αναδεικνύει παράλληλα και ένα άλλο συναφές χαρακτηριστικό της, το οποίο ήταν διάχυτο κατά τη μαρτυρία της και το οποίο δεν είναι άλλο από ότι δεν επεδίωκε να μεγαλοποιεί τα πράγματα εις βάρος του Κατηγορούμενου, ούτε να ωραιοποιεί τη δική της συμπεριφορά με σκοπό να κερδίσει εντυπώσεις. Τουναντίον. Επί τούτου σημειώνουμε κατ’ αρχάς, πως δεν δίστασε ευθαρσώς να παραδεχθεί ότι και η ίδια τον έβριζε όταν μάλωναν[43], ενώ επίσης δέχθηκε απερίφραστα ότι είχε εμπλακεί και σε καβγά με θεία του Κατηγορούμενου που έμενε δίπλα τους (την Π.Ζ.), την οποία και πάλι με χαρακτηριστική ειλικρίνεια δέχθηκε ότι τράβηξε από τα μαλλιά, χωρίς να δείχνει να την απασχολεί, αν η παράμετρος αυτή θα επηρέαζε τη γενικότερη εικόνα που θα σχημάτιζε το Δικαστήριο για το άτομο της.   Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και το ότι κατά τη μαρτυρία της και με εξαίρεση τη θεία του Κατηγορούμενου με την οποία είχε προσωπικά διαπληκτιστεί, δεν διαφάνηκε να διακατείχετο από αρνητικά συναισθήματα έναντι του στενού κύκλου του Κατηγορούμενου και δη των γονιών και αδελφών του Κατηγορούμενου, αλλά αντιθέτως φάνηκε να αναγνωρίζει και να εκτιμά τον υποστηρικτικό τους ρόλο κατά τον χρόνο που δεχόταν τη βία από τον Κατηγορούμενο[44]. Παρεμβάλλουμε δε εδώ, πως αυτή ακριβώς η υποστηρικτική στάση που η ίδια ανέφερε ότι τηρούσε η οικογένεια του προς την ίδια, αναδύεται αβίαστα και μέσα από την περιγραφή του περιστατικού της 19.5.19, όπου υπενθυμίζουμε ότι ο Κατηγορούμενος καταφέρετο εναντίον των γονέων του γιατί «παρτάρουν» την Παραπονούμενη.  Οι δε Μ.Υ.2, Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5, και ιδίως οι δυο τελευταίοι, περιέγραψαν και αυτοί τις σχέσεις τους με την Παραπονούμενη ενόσω αυτή ήταν με τον Κατηγορούμενο, ως εξαιρετικές. 

 

Σημαντικότερη όμως ήταν η παραδοχή της ότι λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου η οποία προηγείτο της σεξουαλικής βίας, η ίδια φοβόταν ότι θα την σκότωνε ή θα της έκανε κακό, έτσι κάποιες φορές μετά που την πίεζε για έρωτα ή την χαστούκιζε, η ίδια αποδεχόταν τη σεξουαλική επαφή μαζί του για να μην έχει προβλήματα μαζί του.  Στα περιστατικά αυτά, ήταν εξίσου σαφής βέβαια, πως δεν εμπεριέχοντο τα τρία που μας περιέγραψε προφορικά.  

 

Ουσιωδέστερη όλων όμως, θεωρούμε την παραδοχή της πως εν μέσω των περιστατικών όπου υπήρχε σεξουαλική βία, υπήρχαν και συνευρέσεις που η ίδια επιθυμούσε.   Επί τούτου σημειώνουμε πως κύρια θέση της υπεράσπισης ήταν πως ο Κατηγορούμενος ουδέποτε είχε σεξουαλική επαφή με τη σύζυγο του χωρίς τη συναίνεση της.  Μάλιστα για να πείσει προς τούτο επεσήμανε πως πολλές φορές η Παραπονούμενη, αφότου έβαζε τα παιδιά να κοιμηθούν πήγαινε γυμνή στο σαλόνι, επιζητώντας ουσιαστικά σεξουαλική επαφή με τον Κατηγορούμενο, ενώ υποστήριξε επίσης πως του ζητούσε να κάνουν έρωτα και μέσα στο αυτοκίνητο. Η Παραπονούμενη όμως ως ήδη λέχθηκε, ουδέποτε υποστήριξε πως δεν είχε εξόδους ή καλές στιγμές με τον Κατηγορούμενο, ούτε αρνήθηκε την ύπαρξη σεξουαλικών επαφών με τη θέληση της.  Μάλιστα παρόλο που ως προς τις αυθόρμητες σεξουαλικές επαφές στο αυτοκίνητο, που της τέθηκε πως επεδίωκε, αυτή ανέφερε πως συνέβαιναν όταν ήταν στις αρχές της σχέσης τους, εντούτοις ειλικρινώς αποδέχθηκε εν τέλει ότι υπήρχε και μια τέτοια επαφή πιο μετά. Ακόμα και περισσότερες να ήταν όμως, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης, δεν βλέπουμε πώς οι όποιες ενδιάμεσες ηθελημένες σεξουαλικές επαφές, θα μπορούσαν να αναιρέσουν την υπόλοιπη μαρτυρία της, ως ήταν ουσιαστικά η θέση της υπεράσπισης, η οποία επίσης ανέδειξε την παραδοχή της Παραπονούμενης ότι τον έβριζε και την αδιαφορία της προς το πρόσωπο του όταν ερχόταν μεθυσμένος, ως συμπεριφορές μη συνάδουσες με τη θέση της ότι τον αγαπούσε.   Η ίδια εξήγησε τη συμπεριφορά αυτή λέγοντας πως ναι μεν τον αγαπούσε αλλά όταν έβγαινε εκτός εαυτού και επεδείκνυε βία έναντι της αισθανόταν ότι έπρεπε και η ίδια να προστατεύσει τον εαυτό της[45]

 

Έχοντας δε ήδη σκιαγραφήσει το προφίλ της ίδιας της Παραπονούμενης καθίσταται πλήρως αντιληπτό αυτό που η ίδια προσπαθούσε να μεταδώσει.  Επρόκειτο για μια νεαρή κοπέλα η οποία  κατάγετο από και διέμενε σε ένα χωριό, μια κλειστή κοινωνία δηλαδή και η οποία αφενός ήταν ερωτευμένη και αγαπούσε τον Κατηγορούμενο που ήταν ο πρώτος άνδρας με τον οποίο είχε ολοκληρωμένη σχέση, απέκτησε δυο παιδιά και εξαρτάτο από αυτόν οικονομικά και αφετέρου αισθανόταν παραμελημένη και αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίησης, ένεκα των επιλογών και συμπεριφορών του Κατηγορούμενου.  Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλέγμα, δεν φαντάζει ασύμβατη η αδιαφορία που επεδείκνυε έναντι του όταν αυτός με τη συμπεριφορά του την περιθωριοποιούσε, την πλήγωνε και εν τέλει την εξευτέλιζε, ούτε ακυρώνει τα αισθήματα που έτρεφε για αυτόν και τις συνεχείς ελπίδες που προφανώς εναπέθετε στον ίδιο πιστεύοντας ότι θα αλλάξει για το καλό της οικογένειας του.  Αντιθέτως θεωρούμε πως, μέσα στο πλέγμα αυτό, αυτή η εναλλαγή συναισθημάτων είναι καθ’ όλα δυνατή και όντως συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, μεταξύ προσώπων που συμβιώνουν μέσα σε ιδιόμορφες σχέσεις ως ήταν η σχέση Παραπονούμενης - ΚατηγορούμενουΗ ουσία βέβαια του πράγματος είναι πως, υπό τις περιστάσεις μιας τέτοιας σχέσης οι ηθελημένες συνευρέσεις δεν μετατρέπουν την Παραπονούμενη σε ψευδομάρτυρα ή φαντασιόπληκτη, όπως της αποδίδεται. Το μόνο που αναδεικνύεται έντονα είναι η ικανότητα του Κατηγορούμενου να κινείται από το ένα άκρο στο άλλο σε θέματα λόγων, συναισθημάτων, κυρίως όμως συμπεριφοράς. Αυτή η εναλλαγή ήταν που φαίνεται να έδιδε για αρκετό χρόνο στην Παραπονούμενη την εν πολλοίς παραπλανητική αίσθηση και προσδοκία ότι θα μπορούσαν να βελτιωθούν τα πράγματα.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και στο ερώτημα της υπεράσπισης ως προς το γιατί δεν έφευγε, αλλά και στη συναφή εισήγηση πως δεν είναι δυνατόν να βίωνε τέτοιες καταστάσεις και να παρέμενε στην συζυγική κατοικία. Εξάλλου η ίδια η Παραπονούμενη απάντησε σε αυτό τούτο το ερώτημα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, λέγοντας ευθέως πως δεν έφευγε γιατί τον αγαπούσε, ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο είχε σχέση και της ήταν δύσκολο να τον εγκαταλείψει.  Ως χαρακτηριστικά ανέφερε  «Όταν αγαπάς κάποιον εν δύσκολο να φύγεις.  Ήταν ο πρώτος μου άρα δεν μπορώ να πω ότι είχα και άλλες σχέσεις[46]», αλλά και στη συνέχεια όπου ανέφερε «Γιατί του έδινα ευκαιρίες, ήλπιζα ότι θα αλλάξει για μια καλύτερη οικογένεια[47]», τοποθετήσεις οι οποίες ουσιαστικά επιβεβαιώνουν αυτό που, ως ήδη λέχθηκε και προηγουμένως, έντονα αναδύθηκε και από τα γεγονότα.   Ότι δηλαδή επρόκειτο για μια μη οικονομικά ανεξάρτητη, νεαρή κοπέλα, που απέκτησε ήδη παιδιά με αυτόν τον άνθρωπο, είχε ήδη χάσει τον πατέρα της και συναισθηματικά είχε επενδύσει στον Κατηγορούμενο, αφού ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο σύναψε σχέση. 

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης πως δεν είναι δυνατόν όλες οι φορές να έγιναν με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο, να διήρκεσαν 10 λεπτά (ωσάν και ο Κατηγορούμενος να ήταν μηχανή ή ρομπότ) και να τελείωνε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ούτε και σε αυτό το επιχείρημα εντοπίζουμε βάση.   Αντιθέτως βρίσκουμε πως δεν είναι καθόλου αφύσικο το ότι η Παραπονούμενη στην ουσία αποδίδει στον Κατηγορούμενο ένα modus operandi, το οποίο αυτός ακολουθούσε όταν επεδείκνυε σεξουαλική βία έναντι της.  Ως παράλογη χαρακτηρίζει η υπεράσπιση και τη θέση της Παραπονούμενης ότι ο Κατηγορούμενος την αποκαλούσε «πουτάνα», αφού αποτέλεσε κοινό τόπο πως δεν είχε λόγο να την αποκαλεί έτσι.  Η ίδια προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση λέγοντας «Γιατί ήταν μεθυσμένος γιατί έβλεπε άλλες που έβγαιναν έξω …».  Δεν νομίζουμε όμως ότι πράγματι οφείλει η Παραπονούμενη να δώσει κάποια εξήγηση περί τούτου.  Εξ άλλου ούτε για τις λοιπές συμπεριφορές του Κατηγορούμενου υπήρχε κάποια λογική εξήγηση, και ως άλλωστε ήδη έχουμε αναφέρει, δεν σημαίνει ότι ψεύδεται ένας μάρτυρας που περιγράφει τον παραλογισμό που βιώνει.   Για να μην πούμε πως το ότι φαίνεται να εκστόμιζε εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα τείνει να επιβεβαιώσει έτι περαιτέρω την Παραπονούμενη και ως προς το ότι ο ίδιος βρισκόταν υπό την επήρεια τουλάχιστον αλκοόλης.   

 

Ως προς τη θέση της τώρα ότι από τον Ιανουάριο του 2019 ο Κατηγορούμενος άρχισε να της ζητά «πλαστικές κάρτες» τις οποίες η ίδια συνέδεσε, παρότι όχι εξ αρχής, με τη χρήση από τον ίδιο ναρκωτικών ουσιών, πρέπει να πούμε πως παρόλο που η Παραπονούμενη ήταν απόλυτα σταθερή στη θέση της ότι της ζητούσε πλαστικές κάρτες και την πιστεύουμε, εντούτοις με δεδομένη την ειλικρινή της θέση πως η ίδια δεν είχε δει τον Κατηγορούμενο να κάνει χρήση, δεν θεωρούμε πως για το ζήτημα αυτό μπορούμε να καταλήξουμε με την βεβαιότητα που απαιτείται, πως πράγματι ο Κατηγορούμενος προέβαινε σε χρήση.

 

Το γεγονός δε ότι η Παραπονούμενη είχε μεταβεί στην Αστυνομία και παλαιότερα ήτοι στις 13.2.19 και εν τέλει δεν προχώρησε την καταγγελία δεν πλήττει την αξιοπιστία της αλλά αντίθετα, κατ’ εμάς αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας με την οποία αντιμετώπιζε το όλο ζήτημα η Παραπονούμενη και καταδεικνύει περαιτέρω πως, κάθε άλλο παρά αλλότρια κίνητρα είχε αλλά και πως συνεχώς προσπαθούσε να εναποθέτει ελπίδες στο μοναδικό άτομο με το οποίο δημιούργησε σχέση και με το οποίο απέκτησε στη συνέχεια και δύο παιδιά.  Δεν μας διαφεύγει πως η ίδια ανέφερε πως κατά την καταγγελία της 13.2.19 είχε αναφέρει στην αστυνομικό και για βιασμό κάτι που δεν καταγράφεται βέβαια ως μέρος της σχετικής καταγγελίας και το οποίο δεν θυμόταν η Μ.Κ.5 για να επιβεβαιώσει. Ανεξαρτήτως όμως τούτου το ουσιώδες είναι πως η όποια αναφορά της για βιασμό δεν αφορούσε την 13.2.19, όπου ποτέ

 

δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρξε βιασμός και πως εν τέλει επέλεξε να μην δώσει κατάθεση και να μην προωθήσει την εν λόγω καταγγελία.

 

Ως προς το γεγονός ότι η Παραπονούμενη δεν προσδιόρισε εξ αρχής τα περιστατικά σεξουαλικής βίας στην κατάθεση της, ζήτημα στο οποίο η υπεράσπιση έδωσε μεγάλη έμφαση σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι όπως η ίδια εντίμως ανέφερε δεν της είχε ζητηθεί να τα προσδιορίσει κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τις ίδιες τις Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7.   Σε κάθε περίπτωση όμως η ίδια έδωσε πολύ πειστικούς λόγους ως προς το γιατί ήταν σε θέση να ενθυμείται να προσδιορίσει με περαιτέρω ακρίβεια τα τρία περιστατικά σεξουαλικής βίας στα οποία αναφέρθηκε με την προφορική της μαρτυρία, αφού τα διασυνέδεσε με κομβικά σημεία, όπως ήταν η παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2018, ο Ιανουάριος του 2019 που ο Κατηγορούμενος είχε αρχίσει να της ζητά «κάρτες» αλλά και ο Απρίλιος του 2019 που ενέπιπτε στην αμέσως προηγούμενη περίοδο της οριστικής τους  διάστασης. 

 

Σε σχέση δε με το ότι παρά την αναφορά της Παραπονούμενης για μώλωπες ουδείς είδε τέτοιους, πρέπει να λεχθεί πως θέση της ίδιας ήταν πως οι δικοί του Κατηγορούμενου με τους οποίους είχε καθημερινή επαφή τους είχαν δει, πλην όμως δεν πρόκειται περί προσώπων που θα αναμέναμε, ενόψει και του τρόπου που μαρτύρησαν και του περιεχομένου της μαρτυρίας τους, να επιβεβαιώσουν τέτοιους ισχυρισμούς.   Στη δε μητέρα της (Μ.Κ.3) ήταν πάντοτε η θέση της ότι δεν ανέφερε οτιδήποτε για τα όσα περνούσε κατά το χρόνο που αυτά συνέβαιναν, παρά μόνο μεταγενέστερα και ότι από αυτήν έκρυβε και τους μώλωπες για να μην τους δει και την στενοχωρήσει.  Ως προς το πώς το έκανε, πρέπει να λεχθεί πως παρά την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκαν οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7, για να τους τεθεί πως προέβησαν σε πλημμελή διερεύνηση, αφού, μεταξύ άλλων, δεν ρώτησαν την Παραπονούμενη πώς έκρυβε τους μώλωπες, εντούτοις καμμιά σχετική με το θέμα αυτό ερώτηση τέθηκε στην Παραπονούμενη για να της δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί ως προς τούτο και επομένως καμία βαρύτητα δεν προτιθέμεθα να δώσουμε στις θέσεις της υπεράσπισης ότι δεν μπορούσαν, για παράδειγμα, να καλυφθούν οι μώλωπες, θέσεις οι οποίες προωθήθηκαν μονόπλευρα και εκ του ασφαλούς.  Ούτε θεωρούμε πως επιβάλλετο να αναζητήσει ιατρική βοήθεια για το τράβηγμα μαλλιών ή για τους απλούς μώλωπες, ως φάνηκε να εισηγείται η υπεράσπιση. Ούτε όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττει την αξιοπιστία της, το γεγονός και μόνο ότι δεν αποτάθηκε σε ιατρό για το πρόβλημα που ανέφερε ότι παρουσίασε στον αυχένα της.

 

Ως προς το ότι κατά τη διάρκεια των συμβάντων η Παραπονούμενη ισχυρίστηκε στην κατάθεση της Έγγραφο Β ότι φώναζε πολύ δυνατά και παρά ταύτα δεν προσκομίστηκε μαρτυρία προσώπων που να άκουσαν τέτοιες φωνές και πάλιν δεν θεωρούμε ότι αποτελεί ζήτημα που δύναται να πλήξει την αξιοπιστία της Παραπονούμενης. Τη στιγμή μάλιστα που η πιο κοντινή γείτονας φαίνεται να ήταν η θεία του Κατηγορούμενου και η οποία παρά τα όσα φέρεται να είπε στην Μ.Κ.4 (βλ. Τεκμήριο 4), επέλεξε να μην δώσει κατάθεση.  Σημειώνουμε βέβαια ότι τα όσα επί του προκειμένου ανέφερε η Μ.Κ.4 ότι της λέχθηκαν από την Π.Ζ., αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία της οποίας η αποδοχή δεν αποκλείεται πλέον με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, αλλά κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε αυτήν λαμβάνεται υπόψιν με βάση το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας και ειδικά οι παράμετροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2). Σύμφωνα δε με το εδάφιο (3) λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε  (βλ. σχετικά και την Νικηφόρου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.19/2022, ημερ. 6.3.23, ECLI:CY:AD:2023:B79 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρά το ότι πρόκειται για πρώτου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία προερχόμενη από τη Μ.Κ.4, η οποία την κατέγραψε σε σχετικό ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμήριο 4), με δεδομένο το γεγονός ότι το πρόσωπο  που προέβη στην αρχική δήλωση δεν θέλησε να δώσει κατάθεση ούτε να προσέλθει να καταθέσει, η δε υπεράσπιση αμφισβητεί τη δήλωση αυτή, θεωρούμε ορθότερο να μην προσδώσουμε βαρύτητα στην εν λόγω μαρτυρία. Έχοντας δε απορρίψει τη μαρτυρία αυτή και δεδομένου ότι καμμιά άλλη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε αναφορικά με το ποια άλλα σπίτια γύρω κατοικούντο επί μόνιμης βάσης και σε ποια απόσταση[48], δεν θεωρούμε ότι μπορεί εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα στη βάση των όσων ισχυρίζεται η υπεράσπιση.

   

Εν γένει όπως έχουμε πει, παρακολουθήσαμε την Παραπονούμενη με ιδιαίτερη προσοχή. Μας έδωσε την εικόνα γενικά ειλικρινούς και αξιόπιστου προσώπου. Η πειστικότητα και η σταθερότητα της στην ουσία των όσων προέβαλε, ιδιαίτερα σε σχέση με το ζήτημα της σεξουαλικής βίας, ήταν χαρακτηριστική, χωρίς να έχει κλονιστεί σε οποιοδήποτε σημείο κατά την αντεξέταση της. Αντιθέτως μάλιστα, θα πρέπει να πούμε, πως προφορικά υπήρξε πολύ χαρακτηριστικός και πειστικός ο τρόπος με τον οποίο εξήγησε παραστατικά ότι ήταν ξεκάθαρο από την ίδια ότι δεν ήθελε τη σεξουαλική επαφή, ιδιαίτερα στις τρεις περιπτώσεις που περιέγραψε προφορικά και ότι τούτο ήταν σαφές και στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, αφού την έβλεπε ότι έκλαιγε και φώναζε και προσπαθούσε λεκτικά και σωματικά στο βαθμό που μπορούσε να τον απωθήσει («τον εκούντουν»[49]).   Αντεξεταζόμενη δε για το περιστατικό της 1.1.18[50], ουδόλως διαφοροποίησε τις θέσεις της, επιβεβαιώνοντας την εντύπωση που αποκομίσαμε, ότι δηλαδή αυτό που περιέγραφε ήταν γεγονότα που η ίδια βίωσε.

 

Ούτε θεωρούμε ότι είναι πρόσωπο το οποίο θα έπλαθε στο μυαλό της τις πιο πάνω σκηνές σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να παραπλανήσει το Δικαστήριο, αφηγούμενη στην ουσία εξευτελιστικά για την προσωπικότητα της γεγονότα, με σκοπό να καταδικάσει ψευδώς τον Κατηγορούμενο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά και στον οποίο προσέβλεπε και συνεχίζει να προσβλέπει, ούτως ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει οικονομικά, μιας και η ίδια είναι πρόσωπο με πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα.   Και για να το θέσουμε αλλιώς, δεν βλέπουμε πως η καταδίκη του Κατηγορούμενου και φυλάκιση του, θα ωφελήσουν την Παραπονούμενη, πράγμα το οποίο και η ίδια φάνηκε να αντιλαμβάνεται πλήρως, αφού ως χαρακτηριστικά ανέφερε «Δεν θα κερδίσω κάτι αν τον βάλω φυλακή»[51]

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας υποστηρίζεται και από το ότι δεν μετέβη επί σκοπώ για να προβεί στην καταγγελία της σεξουαλικής βίας τόσα έτη μετά, κάτι που πράγματι θα δημιουργούσε έστω κάποιο προβληματισμό για τη χρονική επιλογή της καταγγελίας εν μέσω μάλιστα και άλλων προστριβών που είχαν, χωρίς βεβαίως να εισηγούμαστε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πως η καθυστέρηση στην καταγγελία καταρρίπτει οπωσδήποτε και το γνήσιο των καταγγελιών σε κάθε περίπτωση. Φαίνεται όμως, πως στην προκειμένη περίπτωση η Παραπονούμενη έχοντας γνήσια μεταβεί για να καταγγείλει ένα άλλο περιστατικό και συγκεκριμένα το περιστατικό της 14.1.22, το οποίο της προκάλεσε μεγάλο φόβο και συζητώντας με την Μ.Κ.4 στο πλαίσιο λήψης του ιστορικού, της ανέφερε τα επίμαχα γεγονότα, χωρίς μάλιστα η ίδια να αντιλαμβάνεται τις προεκτάσεις που είχαν.  Τούτη ήταν και η ουσία της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 στην οποία θα επανέλθουμε.

 

Από την άλλη ο Κατηγορούμενος δεν άφησε καλή εντύπωση. Ό,τι αναδύθηκε έντονα από τη μαρτυρία του ήταν πως αντί να προσπαθεί να αναφέρει ο ίδιος την εκδοχή του για τα όσα του καταλογίζονταν, συνεχής έγνοια του ήταν να αναδείξει τις αντιφάσεις στις οποίες, κατά τη θέση του, περιέπεσε η Παραπονούμενη.  Απλή ανάγνωση της γραπτή του δήλωσης Έγγραφο Θ,  καταδεικνύει του λόγου το αληθές.  

 

Πέραν τούτου επί της ίδιας της δικής του μαρτυρίας παρατηρούντο εναλλαγές θέσεων και αντιφάσεις, σε πολλές εκ των οποίων αναφορά γίνεται κατά τη συζήτηση των σχετικών ζητημάτων στην παρούσα.  Περαιτέρω πολλές εκ των θέσεων που προέβαλε είτε διέφεραν από τις θέσεις που τέθηκαν στην Παραπονούμενη για τα ίδια ζητήματα, είτε δεν της υποβλήθηκαν καθόλου. Για παράδειγμα στο πλαίσιο της προσπάθειας του να διαψεύσει την Παραπονούμενη και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό της ότι τον έβλεπε μεθυσμένο όταν επέστρεφε τα ξημερώματα, προέβαλε τη θέση ότι όταν επέστρεφε σπίτι άνοιγε πάντα την πόρτα με το δικό του κλειδί, ανεξάρτητα αν υπήρχε κλειδί μέσα από την πόρτα. Θέση η οποία όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού ουδέποτε υποβλήθηκε στην Παραπονούμενη για να τοποθετηθεί.    Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα στη θέση πως όταν επέστρεφε στο σπίτι από τις εξόδους του και η Παραπονούμενη κοιμόταν, δεν την ενοχλούσε ποτέ, ή ότι τις περισσότερες φορές ο ίδιος κοιμόταν στον καναπέ αφού στο κρεβάτι τους ήταν ο γιός τους. Θέσεις που παρότι αναμφίβολα είναι ουσιαστικές, εφόσον μ’ αυτές επιχειρήθηκε να πληγεί ένας βασικός ισχυρισμός της Παραπονούμενης, ως προς το πώς συμπεριφερόταν έναντι της ο Κατηγορούμενος όταν επέστρεφε στο σπίτι, ακόμα και όταν η ίδια κοιμόταν, εντούτοις ουδέποτε τέθηκαν στην ίδια προκειμένου να τοποθετηθεί.  Περαιτέρω δε η προβολή τους για πρώτη φορά κατά την δική του μαρτυρία, θεωρούμε πως αναμφίβολα πλήττει την αξιοπιστία της γενικότερης εκδοχής του Κατηγορούμενου (βλ. Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 590).

 

Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και το στοιχείο της υπερβολής το οποίο αναδύετο συχνά μέσα από τις απαντήσεις του, όπως για παράδειγμα όταν έλεγε ότι η σύζυγος του ποτέ δεν του είχε αρνηθεί σεξουαλική επαφή και ότι πάντοτε ήθελε ή και το ότι ο ίδιος δεν έβγαινε με τους φίλους του παρά μόνο για μπιλιάρδο ή το ότι μπορεί να θυμάται γεγονότα μέχρι και 10 έτη προηγουμένως.   Την τελευταία αυτή θέση, (όπως και άλλες βέβαια) την αναίρεσε όταν ερωτηθείς για την Πρωτοχρονιά του 2017, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, οπόταν όταν του υποδείχθηκε η δήλωση του ότι είναι σε θέση να θυμάται γεγονότα μέχρι 10 χρόνια πριν, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Που λαλεί η κουβέντα όι…»[52]Επίσης ενώ παρουσίασε τον εαυτό του ως ένα φιλήσυχο άτομο, εντούτοις στη συνέχεια διαφάνηκε πως ενεπλάκη σε δύο επεισόδια κατά τις νυχτερινές του εξόδους. Έξοδοι οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αφορούσαν μπιλιάρδο και είχαν γίνει με φίλους του, εν τη απουσία της Παραπονούμενης.   Εμφανής όμως ήταν και η προσπάθεια του να υπεκφεύγει εκεί όπου συναντούσε δυσκολία, όπως για παράδειγμα όταν ερωτήθηκε αν το περιστατικό που διηγήθηκε η Παραπονούμενη ότι συνέβη κατά την 1.1.18 με τη στάση τους στο σχολείο, ήταν φανταστικό, όπου αντί να απαντήσει στην ερώτηση και προσπαθώντας εμφανέστατα να αλλάξει θέμα και να αποφύγει να απαντήσει, άρχισε να διερωτάται γιατί η Παραπονούμενη δεν τον εγκατέλειπε.  Στην πιο πάνω προσφιλή μέθοδο προσέφυγε και σε άλλες περιπτώσεις, όταν ήθελε να αποφύγει την ερώτηση.    

 

Στην πιο πάνω αρνητική εικόνα θα πρέπει σίγουρα να προστεθεί και η ομολογουμένως εντυπωσιακή προσπάθεια του να πείσει πως η Παραπονούμενη υποκινείτο από αλλότρια και εκδικητικά κίνητρα, προβάλλοντας ως ένδειξη τούτου το γεγονός ότι τον κατήγγελλε για μη καταβληθέντα ποσά διατροφής.  Μάλιστα της υποβλήθηκε πως έπραττε τούτο για μικροποσά, τη στιγμή που και ο ίδιος ο Μ.Υ.5 παραδέχθηκε ότι οφείλοντο χιλιάδες ευρώ. Ότι πάντως πέτυχε ήταν να καταδείξει πως ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν ούτε τη σοβαρότητα της υποχρέωσης του να καταβάλλει το ποσό που διατάχθηκε και το οποίο του αναλογούσε για την διατροφή των παιδιών του, ούτε όμως το νόμιμο δικαίωμα της πρώην συζύγου του να διεκδικήσει την καταβολή του, με τα μέσα που ο νόμος παρέχει.  Εξάλλου δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ούτε τη θέση του Κατηγορούμενου πως όταν ήταν στη φυλακή για απλήρωτες διατροφές, επικοινώνησε με την Παραπονούμενη και της ζήτησε ν’ αποσύρει για να μπορέσει να βγει και να την πληρώσει και η ίδια του απάντησε «Να μείνεις τζιμέσα τζιει να λύσεις», διότι και πάλιν τέτοια θέση ουδέποτε υποβλήθηκε στην Παραπονούμενη για να τοποθετηθεί.  Και τούτο παρά το ότι αφορά σε μια ουσιώδη θέση, η οποία συνδέεται άμεσα βεβαίως με την εκδοχή του Κατηγορούμενου περί εκδικητικής συμπεριφοράς της Παραπονούμενης έναντι του.

 

Περαιτέρω ερωτηματικά όμως δημιουργεί και η θέση του πως συγκεκριμένη αναφορά του στην κατάθεση σχετιζόμενη με τη χρήση ναρκωτικών, την οποία παρουσιάζει ως δική του θέση, δεν ήταν τέτοια και ότι μάλιστα ο ίδιος δεν είχε γνώση του συγκεκριμένου θέματος, το οποίο αποτελούσε, ως υποστήριξε, μόνο υποβολή την οποία έκανε η δικηγόρος του.

 

Σε σχέση δε με το τελευταίο περιστατικό του Απρίλη του 2019, σημειώνουμε ότι η προσπάθεια του Κατηγορούμενου να διαψεύσει την Παραπονούμενη ότι βρισκόταν σε μπαράκι απέναντι από το σπίτι τους και επέστρεψε στην κατάσταση που περιέγραψε η τελευταία, πέφτει στο κενό. Αυτό διότι κατ’ αρχάς δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως η θέση του ότι το μπαράκι ήταν κλειστό, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο παρά εκ των υστέρων σκέψεις. Έχοντας παρατηρήσει τον Κατηγορούμενο ενώ κατέθετε και τις αντιφατικές απαντήσεις του, έχουμε αντιληφθεί την ξεκάθαρη προσπάθεια του να παραποιήσει τα πράγματα.  Πιο συγκεκριμένα, ενώ αρχικά ανέφερε ότι το μπαράκι «έχει 2 χρόνια που εν κλειστό», ακολούθως προέβαλε τη θέση ότι «Έχει παραπάνω σίουρα που 4 χρόνια που είναι κλειστό». Όταν όμως στη συνέχεια ερωτήθηκε, με βάση την τελευταία αναφορά του, αν το μπαράκι έκλεισε γύρω στο 2019, έδωσε την εξής απάντηση «Στο τέλος του 2018 έκλεισε νομίζω». Η εν λόγω απάντηση του θεωρούμε ότι δόθηκε ακριβώς για να συνάδει με τη θέση του ότι κατά το χρόνο που ενδιαφέρει το μπαράκι ήταν κλειστό.  Έχοντας αυτά υπόψη, σε κάθε περίπτωση εν τέλει δεν κατάφερε να πείσει, ενώ να σημειωθεί ότι σε υποβολή που του έγινε ότι τον Απρίλιο του 2019 το μπαράκι ήταν ανοικτό, ανέφερε ότι θα φέρει τον ιδιοκτήτη για «να μας πει», χωρίς όμως να το πράξει. Στο σημείο αυτό ν’ αναφερθεί, ότι βεβαίως ήταν δικαίωμα του Κατηγορούμενου να παρουσιάσει την υπεράσπιση του όπως επιθυμούσε και η μη κλήση του εν λόγω προσώπου για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, δεν μπορεί να οδηγήσει σε οποιοδήποτε δυσμενές συμπέρασμα για την υπεράσπιση, όμως η απόφαση του να μην καλέσει τελικά το πρόσωπο αυτό, που ο ίδιος επικαλέστηκε για να επιβεβαιώσει την θέση του, χωρίς μάλιστα να δοθεί καμία εξήγηση για τούτο, άφησε ούτως ή άλλως κενό στην υπεράσπιση (βλ. κατ' αναλογίαν, Λοφίτης v Δημητρίου κ.α. (2000) 1 (Β) ΑΑΔ 1402, 1410 και Kabbara v Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 177, 189).  Σε κάθε περίπτωση όμως, πέραν των ανωτέρω, αναφέρεται πως η θέση αυτή του Κατηγορούμενου δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ στην Παραπονούμενη για πει τη θέση της.

 

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα, σημειώνουμε πως ό,τι προκύπτει από αυτά είναι πως στη βάση των όσων προαναφέρθηκαν η Παραπονούμενη οδηγήθηκε στο να εγκαταλείψει τον Κατηγορούμενο στις 21.5.19. Το ότι βέβαια η 21.5.19 είναι η οριστική ημερομηνία χωρισμού τους, δεν αμφισβητείται. Όμως και πάλιν ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη είχαν διιστάμενες εκδοχές ως προς τα διαδραματισθέντα κατά την εν λόγω ημερομηνία.

 

Θέση της Παραπονούμενης ήταν πως κατά την εν λόγω ημερομηνία την πήρε η μητέρα της για να δει αν είναι καλά και επειδή της απάντησε θετικά, ο Κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει διαμαρτυρόμενος, γιατί να της απαντήσει ότι είναι καλά, να την ρωτά γιατί την παίρνει τηλέφωνο η μητέρα της εκείνη την ώρα, τί θέλει κλπ. Παρόλο δε που η ίδια προσπάθησε να τον αποφύγει πηγαίνοντας στο δωμάτιο των παιδιών, ο Κατηγορούμενος την ακολούθησε και προσπάθησε να την πνίξει, πιάνοντας την από το λαιμό.   Τούτη ήταν εν πολλοίς και η θέση της Μ.Κ.3, η οποία ανέφερε ότι πήρε τηλέφωνο την κόρη της να δει τί κάνει και άκουσε τον Κατηγορούμενο να την ρωτά ποιος είναι και γιατί τηλεφωνεί, την Παραπονούμενη να του λέει ότι είναι η μητέρα της και πήρε να δει αν είναι καλά και στη συνέχεια την ίδια να του λέει: «Αν δεν με αφήκεις που το λαιμό, έρκουνται οι δικοί μου να με πιάσει», οπόταν έκλεισε το τηλέφωνο και πήρε τα αδέλφια της να πάνε να την πάρουν (βλ. Έγγραφο Ε, γραμμές 5-11).   Την ίδια θέση επανέλαβε ουσιαστικά η Μ.Κ.3 και κατά την αντεξέταση της[53].

 

Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι τα πιο πάνω ουδέποτε έλαβαν χώρα και προς τούτο υποδείχθηκε πως η Παραπονούμενη στην κατάθεση της Έγγραφο Α, (σελ. 4, γραμμές 4-15), προβάλλει μια διαφορετική εκδοχή.   Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα όσα καταγράφονται στην κατάθεση της Παραπονούμενης, πλην όμως δεν συμφωνούμε πως πρόκειται περί ουσιώδους διάστασης δυνάμενης να κρίνει την εν γένει αξιοπιστία οιασδήποτε εκ των δύο αυτών μαρτύρων, ούτε οι αναφορές στην κατάθεση της Παραπονούμενης αποκλείουν τα όσα περιέγραψε η ίδια και η μητέρα της προφορικά.  Και τούτο διότι αφενός είναι καθ’ όλα λογικό, μετά τα διαδραματισθέντα κατά την 19.5.19, η Παραπονούμενη να σκεφτόταν τον οριστικό χωρισμό και να μοιράστηκε τις προθέσεις της αυτές με την μητέρα της, ως αναφέρει στην κατάθεση της ότι έπραξε και αφετέρου το ουσιώδες που προκύπτει από τη μαρτυρία τους είναι πως κατά τη διάρκεια συνομιλίας που είχαν ο Κατηγορούμενος την έπιασε από το λαιμό και η ίδια του ανέφερε να την αφήσει γιατί θα έρθουν να την πάρουν οι δικοί της, η δε Μ.Κ.3 άκουσε την Παραπονούμενη να αναφέρει τα πιο πάνω και φοβούμενη για την ασφάλεια της ειδοποίησε τα αδέλφια της και πήγαν και την πήραν. 

 

Ως προς το ότι η Μ.Κ.3 δεν είδε σημάδια βίας στο λαιμό της, σημειώνουμε πως η απάντηση της Μ.Κ.3 ήταν για μια ακόμα φορά αφοπλιστική, αφού ανέφερε πως η έγνοια της τη δεδομένη στιγμή ήταν να βρει ζωντανή την κόρη της και να την απομακρύνει από τον Κατηγορούμενο.  Εξάλλου δεν υπάρχει επιστημονική μαρτυρία πως η ενέργεια αυτή που περιέγραψε η Παραπονούμενη οπωσδήποτε εξυπακούει την ύπαρξη ενδείξεων στο σώμα του θύματος.  Η δε θέση της Μ.Κ.3 πως άκουσε την Παραπονούμενη να λέει τα όσα πιο πάνω καταγράφηκαν συνάδει πλήρως και με τις ενέργειες της, όπου κάλεσε άμεσα τα αδέλφια της για να μεταβούν κοντά της, και καταρρίπτει τη θέση πως τίποτε τέτοιο δεν έγινε αφού όπως και η ίδια υπέδειξε αν δεν είχε ακούσει την πιο πάνω στιχομυθία, δεν θα μπορούσε να μαντέψει πως υπήρχε πρόβλημα για να πάει να την πάρει.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, πρέπει να πούμε πως η θέση που τέθηκε στην Παραπονούμενη για το ζήτημα αυτό, ουδόλως συνήδε με τα όσα ο Κατηγορούμενος προώθησε με τη μαρτυρία του. Και τούτο διότι ενώ στην Παραπονούμενη υποβλήθηκε ότι υπήρξε διαπληκτισμός κατά την εν λόγω ημερομηνία διότι η ίδια δεν άφηνε τα παιδιά να παίξουν για να μην της λερώσουν το σπίτι και ότι στο πλαίσιο αυτό χτύπησε και το γιο τους στο κεφάλι και στην πλάτη[54], ο ίδιος ο Κατηγορούμενος στην κατάθεση του Έγγραφο Θ σελ. 5[55], προώθησε τη θέση πως τη δεδομένη μέρα χώρισαν «όμορφα και φιλικά», χωρίς δηλαδή παρεκτροπές. Βέβαια κατά την αντεξέταση του διαφοροποίησε την ως άνω θέση του,  αναφέροντας πως κατά την 21.5.19 ο λόγος του διαπληκτισμού ήταν η χειροδικία της Παραπονούμενης στο γιο της, λέγοντας μάλιστα χαρακτηριστικά πως «Εσκοτωθήκαμε τέλεια»[56], έκφραση που πόρρω απέχει από τον «όμορφο και φιλικό» χωρισμό, για τον οποίο κάνει λόγο στο Έγγραφο Θ.  Πέραν της εναλλαγής των θέσεων που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση, αν όντως είχαν όλα κυλήσει ομαλά, ως και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος επιχείρησε να πείσει πως έγινε στην κατάθεση του, δεν εξηγείται γιατί χρειαζόταν η συνδρομή της μητέρας της Παραπονούμενης για να φύγει, τη στιγμή μάλιστα που η Παραπονούμενη μπορούσε να οδηγήσει και να πάει στο σπίτι της μητέρας της με το δικό της όχημα.  

 

Προτού προχωρήσουμε με την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων, αυτό που οφείλουμε να επισημάνουμε στο σημείο αυτό είναι πως ακόμα και μετά την οριστική διάσταση τους, η ίδια δεν έσπευσε να τον καταγγείλει για τα περιστατικά σεξουαλικής βίας, κάτι που θα αναμένετο βέβαια να πράξει αν τα κίνητρα της ήταν αλλότρια και εκδικητικά, ως της αποδίδεται.   Τούτο δείχνει κατά την κρίση μας και το ποιόν της Παραπονούμενης η οποία,  προφανώς θεώρησε - και ευλόγως-, πως η διακοπή της συμβίωσης θα ήταν αρκετή για να ανακοπεί και η ποικιλόμορφη βία που ο Κατηγορούμενος εξασκούσε σε βάρος της.

 

Υπό το πρίσμα αυτό, την εξήγηση ως προς το γιατί επέλεξε να τον καταγγείλει στις 15.1.22, δίδουν τα γεγονότα της 14.1.22.  Ήταν η θέση της ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία ο Κατηγορούμενος στο πλαίσιο σχετικού διατάγματος επικοινωνίας, πήρε τα παιδιά με κάποια καθυστέρηση, πλην όμως λίγο αργότερα της ανέφερε μέσω μηνύματος πως δεν μπορούσε να πάρει πίσω τα παιδιά όπως προέβλεπε το διάταγμα, καλώντας την να πάει να τα πάρει η ίδια.  Η Παραπονούμενη του είπε ότι δεν μπορούσε να πάει η ίδια να τα πάρει και ότι εφόσον αυτός δεν μπορούσε να τα φέρει πίσω, δεν θα έπρεπε εξ αρχής να τα είχε πάρει.  Τότε η ίδια κάλεσε τον αδελφό του Κατηγορούμενου (Μ.Υ.4) για να του πει να συνεννοηθεί με τον Κατηγορούμενο, πράγμα που ο Μ.Υ.4 έκανε και αφού την κάλεσε πίσω της ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος του είπε ότι συνεννοήθηκε μαζί της και ότι η ίδια θα πήγαινε να πάρει τα παιδιά. Πράγμα το οποίο, ως η θέση της, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.  Ακολούθως κάλεσε την Αστυνομία για να τους αναφέρει το τί είχε γίνει και να τους καλέσει να πάνε μαζί της για να πάρει τα παιδιά, επειδή τον φοβόταν.  Αυτοί ήρθαν σε επικοινωνία με τον Κατηγορούμενο ο οποίος τους ανέφερε ότι είχε σπάσει το αυτοκίνητο του και ότι θα μπορούσε να τη συναντήσει σε πρατήριο στη Δερύνεια, για να της δώσει τα παιδιά. Εφόσον δε διακριβώθηκε ότι εν τέλει την Παραπονούμενη θα συνόδευε συγγενικό της πρόσωπο, η αστυνομία δεν ενεπλάκη περαιτέρω σε εκείνο το στάδιο.

 

Πράγματι μαζί της μετέβη ο θείος της (Μ.Κ.6) και αφού αφίχθηκαν στο πρατήριο, έφτασε και ο Κατηγορούμενος μετά από 3-4 λεπτά με ένα όχημα άσπρο ψηλό, ο οποίος σταμάτησε δίπλα τους από την πλευρά του συνοδηγού, δηλαδή από την πλευρά που καθόταν ο θείος της.  Αμέσως η ίδια κατέβηκε και πήγε προς το μέρος του αυτοκινήτου για να πιάσει τα παιδιά και την ίδια ώρα κατέβηκε και ο ίδιος από το αυτοκίνητο.  Καθώς ο Κατηγορούμενος άνοιγε την πόρτα όπου κάθονταν τα παιδιά, η Παραπονούμενη του είπε: «Αρέσκει μου που περιπαίζεις τους αστυνομικούς ότι εχάλασε το αυτοκίνητο σου», αυτός την ρώτησε τί είπε, η ίδια του είπε να φύγει έτσι ώστε να πιάσει τα παιδιά και αυτός της είπε «φύε εσύ για να μεν σου τη δώκω».  Αμέσως κατέβηκε και ο θείος της και του είπε να σοβαρευτεί και αυτός του απάντησε πώς να σοβαρευτεί από τη στιγμή που η Παραπονούμενη τον καταγγέλλει ότι δεν της δίνει διατροφές και θα πάει φυλακή, ενώ στη συνέχεια είπε του θείου της «εάν δεν αποσύρει τα φυλακιστήρια τζαι έρτει η Αστυνομία να με συλλάβει, θα την παίξω».   Η ίδια άκουσε αυτά που είπε στο θείο της και απευθυνόμενη προς τον Κατηγορούμενο τον ρώτησε γιατί να «παίξει» την ίδια και αυτός της απάντησε «εννα σε παίξω για να παιχτώ τζαι εγώ τζαι τα μωρά να τα πιάσει το Γραφείο Ευημερίας».  Μέχρι να μπουν στο αυτοκίνητο και να φύγουν ο Κατηγορούμενος «ξερογύριζε» το αυτοκίνητο του στο χώρο του πρατηρίου και μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο τους αυτός έφυγε.   

 

Τα ίδια στην ουσία γεγονότα επανέλαβε και κατά την αντεξέταση της[57]. Το ότι υπήρξε συνάντηση στο εν λόγω πρατήριο τη δεδομένη μέρα δεν αμφισβητείται, ούτε επίσης το ότι αφίχθηκε πρώτα η Παραπονούμενη με το θείο της, (Μ.Κ.6) και ότι ο Κατηγορούμενος αφίχθηκε λίγο πιο μετά σταματώντας το όχημα του από την πλευρά του συνοδηγού, αφού αυτή ήταν και η υποβολή που τέθηκε στην Παραπονούμενη από τη συνήγορο υπεράσπισης. Υπό αμφισβήτηση ήταν το όχημα με το οποίο μετέβη στο μέρος ο Κατηγορούμενος και το τί διημήφθη εκεί, με την πλευρά της υπεράσπισης να μην αποδέχεται τις απειλές που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο.     Επί τούτου η υπεράσπιση υπέδειξε με ένταση πως, τα όσα ανέφερε η Παραπονούμενη δεν συνάδουν με τα όσα ανέφερε ο Μ.Κ.6, που ήταν επίσης παρών και συνεπώς δεν θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά ως ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων επί του τί διημήφθη κατά την εν λόγω ημερομηνία στο συγκεκριμένο πρατήριο, αλλά θα πρέπει να θεωρηθούν ενδείξεις του ψεύδους τους.   Η εισήγηση όμως αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Είναι γεγονός πως ο Μ.Κ.6 επικαλούμενος προβλήματα υγείας («εγχειρισμένος μες την κκελλέ») δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσει την εικόνα του συμβάντος και να ενθυμηθεί αν ο Κατηγορούμενος σταματώντας το όχημα βρισκόταν από την πλευρά του ίδιου ή όχι, επίσης δεν θυμόταν αν είχε πάει το βράδι ή το πρωί να δώσει την κατάθεση του και πράγματι σε κάποια σημεία, αυτά που ανέφερε ότι άκουσε, δεν συμπίπτουν επακριβώς με αυτά που αναφέρει η Παραπονούμενη.  Συγκεκριμένα ο ίδιος ανέφερε πως αφότου κατέβηκε η Παραπονούμενη, κατέβηκε και ο ίδιος και ενώ προσπαθούσε να πάρει τα παιδιά άκουσε τον Κατηγορούμενο να της λέει: «Εννα σε σπάσω που το ξύλο αν δεν αποσύρεις τα εντάλματα των διατροφών». Τότε ο ίδιος του είπε: «Σταμάτα τί εν τούτα που λαλείς» και ο Κατηγορούμενος του απάντησε: «Ξέρω τζαι που δουλεύκει η Β… τζαι πριν με συλλάβουν εννά πάω να της κάτσω δκυό τουφφετσιές.» Επίσης δεν αναφέρθηκε σε «ξερογύρισμα» του οχήματος του Κατηγορούμενου πριν ο τελευταίος αναχωρήσει από το Πρατήριο, ως ήταν η περιγραφή της Παραπονούμενης. Παρά όμως τη διαφορετική φρασεολογία που ομολογουμένως χρησιμοποιούν οι μάρτυρες, προσεκτική εξέταση του τί αναφέρουν, αποκαλύπτει πως στην ουσία και οι δύο επικαλούνται σε πρώτο στάδιο χρήση βίας («εν να σου τη δώκω»«εν να σε σπάσω που το ξύλο») και ακολούθως την απειλή θανάτωσης με πυροβολισμό («…θα την παίξω» - «εννα πάω να της κάτσω θκυό τουφετσιές»).  

 

Επί τούτου σημειώνουμε πως ασφαλώς και δεν αναμένεται από τους μάρτυρες να περιγράψουν με μηχανιστική ακρίβεια και λεπτομέρεια τα διαδραματισθέντα σε αυτό το σημείο, αφού προφανώς πρόκειται για ένα συμβάν, που αφενός διήρκεσε πολύ λίγο και αφετέρου διαλάμβανε γεγονότα ταχύτατα εξελισσόμενα.  Είναι αυτό που πολύ απλά αλλά περιεκτικά προσπάθησε να μεταφέρει και η Παραπονούμενη, λέγοντας αναφερόμενη στο θείο της: «Δεν ξέρω τί άκουσε, όμως απλά ήταν εκεί που μιλούσαμε. Τώρα τί άκουσε, πώς το έβαλε στο μυαλό του».  Τούτη είναι βέβαια και η αλήθεια του πράγματος και επί τούτου μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.α. v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, στην οποία μας παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορούσας αρχής, όπου λέχθηκε πως:

 

«Η ανθρώπινη μνήμη δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να καταγράφει εξομοιωτικά και να αναπαράγει με τον ίδιο τρόπο λεπτομέρειες περιγράφοντας μια σκηνή ή ένα επεισόδιο.  Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του.»

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων περιγράφει η νομολογία είναι το γεγονός πως παρόλο που ο Μ.Κ.6 ως ήδη υποδείχθηκε δεν περιέγραψε τη κίνηση του οχήματος ως «ξερογύρισμα», εν τούτοις έδωσε μια αντίστοιχη περιγραφή των κινήσεων του Κατηγορούμενου[58], ως ο ίδιος την αντελήφθη, το στίγμα της οποίας όμως, ουδόλως βρίσκουμε να απάδει από την περιγραφή της Παραπονούμενης.  Αυτό όμως που θεωρούμε πολύ σημαντικό είναι το γεγονός πως παρά την εγγύτητα της σχέσης του Μ.Κ.6 και την προφανέστατη αγάπη που τρέφει προς την Παραπονούμενη, την οποία μάλιστα, ως φαίνεται, είχε πάει για να προστατεύσει πέραν της μιας φοράς, δεν μπήκε στον πειρασμό να ευθυγραμμίσει μέσω προσυνεννόησης τη μαρτυρία του με αυτήν της Παραπονούμενης, αλλά περιορίστηκε τόσο αυτός όσο και η Παραπονούμενη να μεταφέρουν ειλικρινώς τα διαμειφθέντα, ως ο καθένας τα αντελήφθη.  Βεβαίως με δεδομένη την ειλικρινή παραδοχή του Μ.Κ.6 ως προς τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε και τα οποία κατά παραδοχή του επηρέαζαν την δυνατότητα του να ανακαλέσει την εικόνα του συμβάντος και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αβεβαιότητα που σε κάποια σημεία επέδειξε ως προς πτυχές του συμβάντος, κρίνουμε ότι ασφαλές υπόβαθρο για την ακριβή εξαγωγή ευρημάτων αποτελεί η μαρτυρία της Παραπονούμενης και όχι του Μ.Κ.6. 

 

Τώρα ως προς τη θέση της υπεράσπισης πως τίποτε απολύτως δεν συνέβη στο εν λόγω πρατήριο, παρέλκει η ανάγκη να πούμε, δεδομένων και των όσων προαναφέρθηκαν, πως δεν έχουμε πειστεί πως οι διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, ούτε και είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε πως σκηνοθέτησαν το όλο συμβάν και μπαίνοντας στον κόπο να το κάνουν δεν συμφώνησαν προηγουμένως τις λεπτομέρειες.  Τουναντίον μέσω της μαρτυρίας τους είμαστε άκρως πεπεισμένοι πως ο Κατηγορούμενος μετέβη στο μέρος θυμωμένος και με εριστική διάθεση, επειδή ακριβώς η Παραπονούμενη ενέπλεξε (άλλη μια φορά) την αστυνομία, εξ ου κατέληξε να απειλήσει την Παραπονούμενη ότι θα «την παίξει» αν δεν αποσύρει τα φυλακιστήρια που είχε καταχωρήσει για απλήρωτες διατροφές.  Εξ άλλου η αγανάκτηση του Κατηγορούμενου λόγω του ότι η Παραπονούμενη προέβαινε σε καταγγελίες στην Αστυνομία ένεκα της μη συμμόρφωσης του με το διάταγμα διατροφής, ήταν πέρα από εμφανής και κατά το χρόνο που κατέθετε, χωρίς να δείχνει να αντιλαμβάνεται, ως ήδη λέχθηκε, το αυτονόητο, ότι δηλαδή αποτελεί δικαίωμα κάποιου και δη της πρώην συζύγου του να αποτείνεται στην αστυνομία, όταν άτομα όπως ο ίδιος δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους.

 

Τώρα ως προς τη θήκη όπλου που ως η θέση τους είδαν στο αυτοκίνητο κατά την εν λόγω ημερομηνία και την οποία είδε άλλη μια φορά η Παραπονούμενη, ως η θέση της λίγες μέρες πριν, δεν θα μας απασχολήσει αν πράγματι επρόκειτο για τέτοια θήκη ή αν είχε μέσα όπλο ή όχι.  Το ουσιώδες είναι πως πράγματι και οι δύο, έχοντας γνώση του πώς μοιάζει μια τέτοια θήκη, την αντελήφθησαν ως τέτοια και τους πιστεύουμε. Η δε Παραπονούμενη ανέφερε επίσης κατά τη μαρτυρία της χωρίς να αμφισβητηθεί επί τούτου, ότι ο Κατηγορούμενος πήγαινε και κυνήγι κάτι που δικαιολογούσε και την ενασχόληση με τέτοια αντικείμενα[59].  Έχοντας δε ήδη δει δύο φορές θήκη την οποία αντελήφθη ως θήκη όπλου στο αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την απειλή του ότι θα την «παίξει» αλλά και τις προηγηθείσες συμπεριφορές του, δεν ξαφνιάζει καθόλου το ότι η Παραπονούμενη αισθάνθηκε ότι απειλείτο πραγματικά η ζωή της αλλά και των παιδιών της, ως αναφέρει και στο Έγγραφο Α, εξ ου και μετέβη να καταγγείλει το περιστατικό[60].

 

Εκεί ως πολύ παραστατικά ανέφερε η Μ.Κ.4, προσπαθώντας να λάβει το ιστορικό προέκυψαν τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τις λοιπές κατηγορίες και δη τη σεξουαλική βία. Ενδεικτική ήταν η απάντηση της Μ.Κ.4 όταν ερωτήθηκε πως προέκυψε η καταγγελία της Παραπονούμενης όπου με αμεσότητα και περισσή φυσικότητα ανέφερε ότι η Παραπονούμενη είχε προσέλθει στις 15.1.22 για να καταγγείλει περιστατικό που είχε λάβει χώρα μεταξύ της ίδιας και του Κατηγορούμενου σε πρατήριο στη Δερύνεια και στο πλαίσιο λήψης του ιστορικού, ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν για τη σχέση της με τον Κατηγορούμενο και για τα όσα βίωσε και ως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε: «πάνω στην κουβέντα ανοίχτηκε μου και μου ανέφερε τα περιστατικά που αναγράφονται πάνω στην κατάθεση της, αλλά εκατάλαβα ότι που τον τρόπο που μιλούσε και έλεε μου τα εν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που μου περιέγραφε»

 

Την ίδια θέση επανέλαβε η Μ.Κ.4 και κατά την αντεξέταση της[61]. Ήταν βέβαια η θέση της υπεράσπισης πως με δεδομένη τη βία που καταγράφει η Παραπονούμενη ως ασκηθείσα από τον Κατηγορούμενο, δεν γίνεται να μην αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα των όσων περιέγραφε, ως ήταν η θέση της μάρτυρος, όπου η τελευταία εξήγησε παραστατικά το λόγο για την τοποθέτηση της λέγοντας:

 

«Εγώ πιστεύω δεν το αντιλαμβάνετουν. Τούτη ήταν μια γυναίκα που ήταν ερωτευμένη με αυτόν τον άνθρωπο, τον αγαπούσε.  Εκάθετουν τζιαμέ ανέχετουν ένταμπου της έκαμνε και όχι μόνο τούτο και τη μάμα της δεν ήθελε ούτε τζιείνη να την ταλαιπρωήσει και να της αναφέρει όσα γίνονταν γιατί ήταν ο θάνατος του παπά της, δεν ήθελε να την φορτώσει και αναγκάστηκε να τα κρατεί ούλλά μέσα της και να υποφέρει.  Εγώ αυτό αντιλήφθηκα την ώρα που ήρτε τζιαμέ και εκουβεντιάζαμε.

« Α.Ξαναλέω σας ότι η ίδια όταν ήρτε τζιαμέ, δεν θέλω να χρησιμοποιήσω λέξεις που δεν πρέπει. 

   Α. Εφαίνετουν όπως το μαννούι. Εκάθετουν τζιαμέ, ήταν μια αγαθή, έβλεπε χαμέ εν εκαταλάβαινε το τί συνέβηκε.  Εγώ που τα άκουσα σαν τρίτος έμεινα ναι.»[62]     

 

Είναι βέβαια αντιληπτό πως η πιο πάνω απάντηση της Μ.Κ.4 εντάσσεται κατά τρόπο απόλυτα φυσικό στο όλο προφίλ της Παραπονούμενης το οποίο και εμείς ήδη διαπιστώσαμε και καταγράψαμε ανωτέρω. Δεν έχουμε επομένως καμμιά αμφιβολία πως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα και πως με αυτόν ακριβώς τον τρόπο κατέληξε να υποβάλει καταγγελία για τα υπόλοιπα γεγονότα, χωρίς να έχει προετοιμαστεί ή προγραμματίσει την εν λόγω καταγγελία.  Εξ ου και η γενική περιγραφή των περιστατικών που έδωσε αλλά και κάποιες ανακρίβειες τις οποίες στη συνέχεια διόρθωσε, ως εξηγήθηκε σε άλλο σημείο ανωτέρω.

 

Αυτή λοιπόν η ανεπιτήδευτη ροή γεγονότων που οδήγησε στην καταγγελία των λοιπών περιστατικών, πέραν αυτού της 14.1.22, καταρρίπτει, κατά την κρίση μας και την όποια υπόνοια περί προκατασκευασμένης μαρτυρίας με αλλότρια κίνητρα που δήθεν ωθείτο από την επιθυμία της Παραπονούμενης να δει τον Κατηγορούμενο στη φυλακή ή να τον εκδικηθεί για τις διατροφές ή για να λάβει χρήματα ή ακόμα επειδή δεν θέλει να τον βλέπει να περνά καλά.     

Εξάλλου αδυνατούμε πραγματικά να δούμε τη συνοχή στη θέση πως το έκανε για τα χρήματα, δεδομένου του ότι καμμιά ένδειξη υπήρξε περί τούτου, αφού και ο Μ.Υ.5 αναγκάστηκε να παραδεχθεί, εν τέλει, πως δεν τους ζήτησε σε κανένα στάδιο χρήματα.  Περιουσιακές δε διαφορές, είναι μη αμφισβητούμενο πως δεν υπήρχαν. Περιπλέον, δεν είναι εν πάση περιπτώσει καθόλου αντιληπτό πως ακριβώς θα βοηθήσει την Παραπονούμενη, στην είσπραξη των διατροφών η τυχόν καταδίκη του Κατηγορούμενου και η φυλάκιση που επικρέμεται ως πιθανότατη συνεπεία τούτης.    Τουναντίον με την φυλάκιση του, αυτό που με μαθηματική ακρίβεια θα επιτύχει, είναι να χάσει κάθε ρεαλιστική πιθανότητα είσπραξης της διατροφής των τέκνων της, την οποία βέβαια φαίνεται να έχει τόση ανάγκη, πράγμα καθ’ όλα λογικό αν κάποιος αναλογιστεί ότι, όπως ήδη αναφέραμε, πρόκειται για μια κοπέλα που δεν εργάζεται και δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητη.

 

Καταληκτικά οφείλουμε να πούμε πως η όλη εικόνα που αποκομίσαμε καθ’ όσον αφορά την Παραπονούμενη συνάδει και με τα όσα κατέθεσε η Μ.Κ.2 και η οποία ως και η ίδια ανέφερε εξέτασε την Παραπονούμενη κατόπιν παραπομπής της από την αστυνομία.  Η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας και συγκεκριμένα ως κλινική ψυχολόγος. Η εμπειρογνωμοσύνη της στον τομέα που κατέθεσε δεν αμφισβητήθηκε και με βάση τις σπουδές, την εμπειρία της και τα όσα η ίδια ανέφερε, την αποδεχόμαστε και εμείς ως τέτοια.  Ήταν μάρτυρας που δεν γνώριζε οποιοδήποτε εκ των εμπλεκομένων στην υπόθεση, ούτε είχε οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον να εξυπηρετήσει.   Η εντύπωση που αποκομίσαμε ήταν ότι η εν λόγω μάρτυρας προσπάθησε με τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό να παραθέσει την επιστημονική της άποψη επί των όσων ερωτάτο, δίδοντας τα απαραίτητα στοιχεία και εχέγγυα για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει τη μαρτυρία της, συμμορφούμενη πλήρως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας τέτοιων προσώπων, τις οποίες είχαμε υπόψιν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της[63].   Ως προς τα όσα η Παραπονούμενη της ανέφερε, σίγουρα η ίδια δεν μπορούσε γνωρίζει αν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.  Εξ ου και η ίδια έχοντας πλήρη επίγνωση του δικού της ρόλου στη διαδικασία και με πλήρη ειλικρίνεια ανέφερε πως δεν είναι αρμόδια να πει αν έλεγε την αλήθεια ή όχι, και περιοριζόμενη στα της δικής της ειδικότητας ανέφερε ότι κατά την αξιολόγηση το συναίσθημα κατά την περιγραφή των όσων βίωσε ήταν σύντονο, δηλαδή ταίριαζε με τα όσα περιέγραφε.    Αυτό δε που μπορεί να λεχθεί σε σχέση με τα όσα μετέφερε ως λεχθέντα της Παραπονούμενης είναι ότι αυτά συνήδαν γενικά με την εικόνα που έδωσε σε εμάς η ίδια η Παραπονούμενη.   Δεν μας διαφεύγει βέβαια πως η Μ.Κ.2 περιέγραψε και κάποια περιστατικά στα οποία η Παραπονούμενη, ομολογουμένως, δεν αναφέρθηκε κατά τη δική της μαρτυρία.   Σίγουρα δεν θα λάβουμε υπόψιν τέτοια περιστατικά εφόσον η Παραπονούμενη δεν αναφέρθηκε σε αυτά και κατ’ επέκταση ούτε και η υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να την αντεξετάσει επί τούτων.  Όμως παράλληλα δεν προτιθέμεθα να εξαγάγουμε ούτε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναξιοπιστίας της μάρτυρος για τον ίδιο λόγο.  

 

Σε σχέση τώρα με το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε συμπτωματολογία που να ικανοποιεί τα κριτήρια οποιασδήποτε διαταραχής, σύμφωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών, τούτο δεν μεταβάλλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις διαπιστώσεις μας σε σχέση με την Παραπονούμενη αφού, ως και η ίδια η μάρτυρας ανέφερε η συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες, έπειτα από κακοποίηση που προέρχεται από σύζυγο, δεν είναι πάντα αναμενόμενη.  Εξ άλλου ως η μάρτυρας ανέφερε τα ψυχικά ενοχλήματα (φόβου, άγχους, υπερεπαγρύπνησης, κ.α.) που παρατηρήθηκαν, σύμφωνα με την Παραπονούμενη, σχετίζονταν περισσότερο με την κακοποιητική, εκδικητική και απειλητική στάση του πρώην συζύγου της και τις μεταξύ τους δικαστικές διαμάχες.  

 

Ως προς το γεγονός ότι η Παραπονούμενη κατά τις συνεδριάσεις που έγιναν από τη ΔΥΨΥ δεν ανέφερε ότι κακοποιείτο σεξουαλικά, η μάρτυρας εξήγησε ότι δεν ήταν προσωπική της θεραπεία, αλλά συμβουλευτικές θεραπείες ούτως ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τα παιδιά.  Επίσης ανέφερε ότι παρουσιάστηκε στην ίδια αμφιθυμική αναφορικά με την απόφαση της να καταγγείλει το σύζυγο της, όπου πειστικά εξήγησε ότι παρόλο που επιθυμούσε να προχωρήσει στη δικαστική διαμάχη όσον αφορά στα περιστατικά βίας, εξέφρασε φόβο γιατί δεχόταν απειλές από τον ίδιο και το οικείο του περιβάλλον, σε σημείο που η ίδια η μάρτυρας δεν ήταν βέβαιη αν τελικά θα προχωρούσε η υπόθεση.  Πράγμα το οποίο με τη σειρά του εντάσσεται κατά τρόπο απόλυτα φυσικό στο όλο πλέγμα εναλασσόμενων σκέψεων που και εμείς διαπιστώσαμε ότι βασάνιζαν την Παραπονούμενη και το οποίο την απέτρεψε να προχωρήσει ενωρίτερα στην καταγγελία. 

 

4. Ενισχυτική Μαρτυρία

 

Στο σημείο αυτό και στη βάση των όσων προηγουμένως αναφέραμε σημειώνουμε ότι πριν οδηγηθούμε στην τελική μας κρίση καθ’ όσον αφορά στην αξιοπιστία της Παραπονούμενης, στο παρόν στάδιο εξετάζουμε καθηκόντως κατά πόσον υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία σε σχέση με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης.

 

Σημειώνεται δε ότι με βάση τα προαναφερθέντα, τα αδικήματα σε σχέση με τα οποία θα εξεταστεί το ζήτημα αφορούν αφενός τις κατηγορίες της κοινής επίθεσης στις 13.2.19 και στις 21.5.19 (κατηγορίες 16 και 20 αντίστοιχα) που στηρίζονται στον Ν. 119(Ι)/2000 αλλά και τις κατηγορίες βιασμού (κατηγορίες 1, 4 και 7) που απορρέουν από τον Ποινικό Κώδικα Κεφ. 154 και το Ν. 119(Ι)/2000.

 

Ως προς το τι θα μπορούσε να συνιστά ενισχυτική μαρτυρία παραπέμπουμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ.258. Αναμφίβολα η τυχόν στοιχειοθέτηση ενός άμεσου παραπόνου και δη οι λεπτομέρειες του θα μπορούσαν δυνητικά να συνιστούν μια τέτοια ενίσχυση, στη βάση των προνοιών του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 και των σχετικών νομολογιακών αρχών (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σ. 514 επ.). Σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση ενός τέτοιου παραπόνου αρκούμαστε στο να πούμε ότι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να έχει καταδεχθεί ότι το παράπονο έγινε (i) ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, (ii) προς το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο μίλησε το φερόμενο θύμα ή προς το πρόσωπο το οποίο κρίνεται πως ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο και (iii) ήταν αυθόρμητο (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ.618).

 

Στην προκειμένη περίπτωση και αρχίζοντας από τα περιστατικά της κοινής επίθεσης, σημειώνουμε πως σε σχέση με το περιστατικό της 13.2.19, η Παραπονούμενη με βάση τα ευρήματα μας αποτάθηκε την ίδια μέρα στην αστυνομία όπου κατήγγειλε ότι ο Κατηγορούμενος της επιτέθηκε χωρίς όμως να προχωρήσει και να δώσει κατάθεση (βλ. Έγγραφο Ζ).  Η δε Μ.Κ.5 ειλικρινώς ανέφερε ότι δεν ενθυμείτο το συμβάν ενώ ούτε στο Έγγραφο Ζ καταγράφονται λεπτομέρειες οι οποίες θα μπορούσαν να εξεταστούν και να ληφθούν ως απόδειξη του περιεχομένου τους και κατά συνέπεια ως απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος. Η δε μαρτυρία της Μ.Κ.3 δεν θεωρούμε πως μπορεί να θεωρηθεί ενισχυτική, εφόσον η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά το συμβάν και την όποια πληροφόρηση για το τί διαμείφθηκε ως ήδη λέχθηκε φαίνεται ότι την άντλησε από τον Κατηγορούμενο, ο οποίος την πήρε τηλέφωνο καλώντας την να πάει σπίτι τους και με τον οποίο συνομίλησε όταν έφτασε εκεί. Ο ίδιος βέβαια δεν αποδέχεται τις θέσεις της.  Περαιτέρω δεν εντοπίζεται αναφορά της ίδιας ή της Παραπονούμενης ως προς το τί συζήτησαν εν σχέσει με το συμβάν, παρά το ότι δεν αποκλείουμε τούτο να έγινε.   Επομένως η μαρτυρία της μόνο ως υποστηρικτική και όχι ενισχυτική θα μπορούσε να θεωρηθεί[64]. 

 

Σε σχέση δε με το περιστατικό της 21.5.19, η Μ.Κ.3 και πάλιν δεν ήταν παρούσα κατά το χρόνο που, ως η θέση της Παραπονούμενης, ο Κατηγορούμενος την έπιασε από το λαιμό, αλλά ούσα στο τηλέφωνο με τη θυγατέρα της άκουσε την τελευταία να λέει στον Κατηγορούμενο τη φράση που καταγράψαμε ανωτέρω, κάτι το οποίο και πάλιν δεν θεωρούμε ότι δύναται υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία, εν τη εννοία της νομολογίας. Περαιτέρω δεν εντοπίζουμε μαρτυρία ως προς το τί ακριβώς συζήτησαν μεταξύ τους σε σχέση με το συμβάν για να μπορούν τυχόν λεπτομέρειες, να στοιχειοθετήσουν άμεσο παράπονο και κατ’ επέκταση να αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία.

 

Στρεφόμενοι τώρα στα περιστατικά σεξουαλικής βίας, εντοπίζονται δύο δηλώσεις της Παραπονούμενης, οι οποίες θα μπορούσαν να εξεταστούν ως προς το κατά πόσον συνιστούν άμεσο παράπονο εν τη εννοία του Νόμου. Η πρώτη αφορά στην αναφορά της Παραπονούμενης προς την Μ.Κ.5, καθ’ όν χρόνο υπέβαλε την καταγγελία στις 13.2.19 και η οποία παρότι αυτή καθ’ αυτή δεν αφορούσε βιασμό, εντούτοις η Παραπονούμενη υποστήριξε πως της είχε μιλήσει και για βιασμό (που αφορούσε άλλη ημερομηνία).  Η άλλη δήλωση αφορά την αναφορά της Παραπονούμενης προς τη μητέρα της, η οποία έγινε σε απροσδιόριστο χρόνο εντός του έτους 2021.

 

Εξετάζοντας τις δηλώσεις αυτές θα πρέπει να πούμε εν σχέση με την πρώτη περίπτωση ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί από τη Μ.Κ.5, η οποία δεν το κατέγραψε και ως ειλικρινώς ανέφερε δεν το ενθυμείτο, ενώ εν σχέσει με τη δεύτερη περίπτωση πέραν της χρονικής απόστασης από τα περιστατικά, δεν έχουν προσκομιστεί ούτε λεπτομέρειες τέτοιες, οι οποίες θα μπορούσαν να εξεταστούν και να ληφθούν ως απόδειξη του περιεχομένου τους και κατ’ επέκταση ως απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος.  Αντιθέτως η Μ.Κ.3 ήταν σαφής πως δεν συζήτησαν λεπτομέρειες της σεξουαλικής βίας.

 

Επομένως αποτελεί κατάληξη μας πως δεν τίθεται ζήτημα άμεσου παραπόνου ούτε καθ’ όσον αφορά τα περιστατικά σεξουαλικής βίας. Διευκρινίζουμε πως αυτό βέβαια σημαίνει πως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δηλώσεις της Παραπονούμενης προς απόδειξη του περιεχομένου τους και όχι ότι δεν έγιναν οι δηλώσεις της τόσο προς τη Μ.Κ.5 όσο και την Μ.Κ.3.

 

Επανερχόμενοι τώρα στον κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σχέση με αδικήματα που απορρέουν από τον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154 και την αντίστοιχη απαίτηση που προκύπτει από το άρθρο 16 του Ν.116(Ι)/2000 [βλ. και Γιώρκας[65] (ανωτέρω)], σημειώνουμε πως έχουμε υπόψιν τα όσα λέχθηκαν στις υποθέσεις Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.18 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω) και δη πως θεωρείται κατακριτέα πλέον η απόλυτη υποχρέωση για προειδοποίηση, γενικά, σε σχέση με κατηγορίες μαρτύρων, όπως είναι οι παραπονούμενοι σε σεξουαλικά αδικήματα και ειδικότερα ότι είναι προσβλητική για τις γυναίκες η καθοδήγηση περί εγγενώς επισφαλούς μαρτυρίας όταν είναι αυτές τα παραπονούμενα πρόσωπα σε σεξουαλικά αδικήματα (ως συμβαίνει κατά κανόνα).

Οι απαρχαιωμένες αυτές πεποιθήσεις φαίνεται να εδράζονταν στην έμφυτη δυσπιστία περί της αξιοπιστίας των γυναικών ως μαρτύρων-παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα, με τη σύγχρονη αντίληψη πραγμάτων να μην τις υποστηρίζει πλέον, παρόλο που πρέπει να σημειωθεί πως η νέα αυτή αντίληψη δεν αντανακλάται στην κυπριακή νομοθεσία παρά μόνο κατά τρόπο αποσπασματικό, ως εξηγείται στην προαναφερθείσα νομολογία και ως εξάλλου προκύπτει από το ίδιο το άρθρο 16 του Ν. 119(Ι)/2000.   Την ίδια στιγμή όμως είναι γεγονός πως οι νεότερες και πιο σύγχρονες αντιλήψεις επί του θέματος δεν πρέπει να θεωρούνται ότι εκβαραθρώνουν την ανάγκη εξάσκησης ιδιαίτερης προσοχής από το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας παραπονουμένων σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, πλην όμως αυτό επιβάλλεται να γίνεται ανεξαρτήτως φύλου του θύματος (βλ και σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδη και Ν.Σάντη,σελ. 528). Το δε Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω) έθεσε το ζήτημα στην ορθή του διασταση ως ακολούθως:

 

«Εν πάση όμως περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε χάριν τονισμού ότι ο κανόνας πρακτικής δεν μπορεί να εφαρμόζεται μηχανιστικά. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αναζητηθεί, ως ζήτημα τυπικού κανόνα, ενισχυτική μαρτυρία. Ούτε να δοθεί μια λεκτική προειδοποίηση, όσο δυνατή και αν είναι. Το ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου.»

(έμφαση δοθείσα)

 

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψιν και στα πλαίσια του καθήκοντος μας να προειδοποιηθούμε για τυχόν κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν από τυχόν καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία στη βάση των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, στρέψαμε την προσοχή μας στην εξέταση διαφόρων πτυχών που θα μπορούσαν να ασκούν επίδραση στην αξιοπιστία της Παραπονούμενης και σε πιθανούς συνακόλουθους κινδύνους.

 

Κατ’ αρχάς στρέψαμε την προσοχή μας στο κατά πόσον η Παραπονούμενη είχε ή έχει οποιαδήποτε κίνητρα να εξυπηρετήσει εάν προέβαλλε και προωθούσε μια ανυπόστατη καταγγελία για βιασμό. Διαπιστώσαμε όμως μέσα από τα γεγονότα και τα ευρήματα μας ότι πρόκειται για μια νεαρή γυναίκα η οποία εξαρχής και για πολύ μεγάλο διάστημα επιθυμούσε να διατηρήσει τη σχέση της και μαζί μ’ αυτήν ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο να μεγαλώσουν τα παιδιά που απέκτησε με τον Κατηγορούμενο.  Περαιτέρω, οικονομικά δεν ήταν ούτε ανεξάρτητη ούτε βέβαια ισχυρή και είχε και θα έχει την ανάγκη για στήριξη και σε αυτό τον τομέα. Στην πραγματικότητα και ως ήδη υποδείξαμε και σε άλλο σημείο ανωτέρω, δεν έχει οτιδήποτε να ωφεληθεί καταγγέλλοντας ψευδώς τον Κατηγορούμενο, πράγμα που και η ίδια φάνηκε μέσα από τα λεγόμενα της ότι αντιλαμβανόταν. Τουναντίον, προκαλείται κόστος τόσο στην ίδια, υπό την έννοια της απώλειας οικονομικής στήριξης, όσο και στα παιδιά της, τα οποία ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο πατέρας τους, κινδυνεύουν να στερηθούν την υποστήριξη και παρουσία του στο μέλλον.

 

Ούτε εν πάση περιπτώσει διαπιστώσαμε να έχει η Παραπονούμενη εκδικητικές διαθέσεις έναντι του Κατηγορούμενου για τυχόν άλλες συμπεριφορές (που δεν ενέχουν το στοιχείο της βίας) οι οποίες διαθέσεις να την οδηγούσαν στο να κατασκευάσει ψευδείς καταγγελίες. Κατ’ αρχάς μιλούσε με σεβασμό σε σχέση με τους γονείς του, οι οποίοι την υποστήριζαν κατά τον χρόνο που υφίστατο τη βία. Το γεγονός δε ότι πράγματι προώθησε διαδικασίες για να εισπράξει τα όσα δικαιούντο τα παιδιά της ως διατροφή από τον Κατηγορούμενο, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη εκδικητικής συμπεριφοράς, όσο και αν ο Κατηγορούμενος και οι οικείοι του το βλέπουν έτσι, αδυνατώντας να αντιληφθούν την υποχρέωση του Κατηγορούμενου να συνεισφέρει στο βαθμό που οφείλει και που εν πάση περιπτώσει διατάχθηκε από το Δικαστήριο αλλά και το αντίστοιχο δικαίωμα της Παραπονούμενης να διεκδικήσει τα όσα δικαιούνται τα παιδιά της, χωρίς να της αποδίδονται ως εκ τούτου εκδικητικά κίνητρα. Ούτε άλλωστε προέκυψε από τα ενώπιον μας στοιχεία να ενήργησε καταχρηστικά υπό την έννοια της συστηματικής καταγγελίας για μικροποσά, αφού κατά παραδοχήν και της ίδιας της υπεράσπισης (βλ. μεταξύ άλλων μαρτυρία Μ.Υ.5) οφείλοντο κατά διαστήματα μεγάλα ποσά.

 

 

Μας προβλημάτισε επίσης κατά πόσον θα μπορούσαν να εξυπονοούν τέτοια κίνητρα οι αναφορές του Μ.Υ.3 περί του ότι σε κάποιο στάδιο είχε ακούσει την Παραπονούμενη να λέει στη σύζυγο του ότι δεν θα ησυχάσει αν δεν τον κλείσει στη φυλακή, κάτι το οποίο όμως αφενός προσκρούει στην αναξιοπιστία του Μ.Υ.3 για το τι αντιλήφθηκε ως και το γενικότερο πλαίσιο της συζήτησης εκείνη τη μέρα και αφετέρου στην ακολουθήσασα πορεία των πραγμάτων και τον τρόπο που τελικά η Παραπονούμενη κατήγγειλε τα περιστατικά βιασμού, ως προέκυψε και από τη μαρτυρία της Μ.Κ.4. Δεν θεωρούμε συνεπώς ότι η Παραπονούμενη ωθήθηκε από οποιαδήποτε αλλότρια κίνητρα στην υποβολή της καταγγελίας και στη δοθείσα υπ’ αυτής μαρτυρία.   Στην κατάληξη αυτή δεν παραλείψαμε να προσμετρήσουμε και το γεγονός πως οι πρώην σύζυγοι δεν έχουν εκκρεμούσες περιουσιακές διαφορές μεταξύ τους.

 

Εξετάσαμε επίσης το κατά πόσον υπάρχουν προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις ή συμπεριφορές τέτοιας φύσης που να επηρεάζουν την αξιοπιστία της και να καθιστούν ριψοκίνδυνη τη στήριξη σε αυτή. Για τις οποιεσδήποτε συναινετικές τους συνευρέσεις ή άλλες εκφράσεις αγάπης στα ενδιάμεσα διαφόρων περιστατικών, παραπέμπουμε κατ’ αρχάς στα όσα ήδη σχολιάσαμε. Εκείνο στο οποίο θα θέλαμε να σταθούμε και να δώσουμε έμφαση στο σημείο αυτό όμως είναι στο ότι πρέπει να γίνει αντιληπτό, πως η περίπτωση δεν αφορά δύο άγνωστους μεταξύ τους ή έστω κάποιους με κάποια ολιγοήμερη γνωριμία. Πρόκειται για δύο πρόσωπα τα οποία ήταν μαζί για μια οκταετία, παντρεύτηκαν, συμβίωναν και απέκτησαν παιδιά μαζί.  Έτσι δεν φαίνεται καθόλου παράλογο το ότι σε όλη αυτή την πορεία υπήρχαν και καλές στιγμές όπου έβγαιναν έξω και όπου συνευρίσκονταν κοινή συναινέσει.

 

Σε αυτό το πλαίσιο η συνήγορος υπεράσπισης αλλά και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος έθεσαν σειρά ερωτημάτων τα οποία, όπως και στην υπόθεση Μοδέστου v. Δημοκρατίας Ποιν. Υποθ. 15500/21, ημερ. 11.1.23, έχουν όλα ως υπόβαθρο το αδύνατο της ύπαρξης εναλλαγών της διάθεσης και των συναισθημάτων στη σχέση δύο ανθρώπων που έχουν συμβιώσει ως ζευγάρι και απέκτησαν τέκνα μαζί, πλην όμως η απάντηση δόθηκε στην ως άνω υπόθεση όπου λέχθηκε πως (η απάντηση): «είναι ακριβώς το αντίθετο της ερώτησης, δηλαδή ότι απλά είναι δυνατό και όντως συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, όπου ακόμα και μεταξύ προσώπων με μόνιμη

 

σχέση ή και γάμο ακόμα, η ανοχή ή η συγκατάθεση της μιας μέρας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένη για όλες τις ημέρες του έτους».

 

Το γενικότερο ζήτημα της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης όμως, διασυνδέεται αναμφίβολα και με τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας, ζήτημα γύρω από το οποίο περιστράφηκαν πράγματι πολλές εκ των θέσεων της υπεράσπισης.   Επί τούτου σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω) καθώς και σε άλλη προγενέστερη νομολογία λέχθηκε πως η παραδοσιακή αντίληψη ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476 η οποία παρότι παραπέμπει σε άλλη υπόθεση που αφορούσε ανήλικα πρόσωπα, εντούτοις θέτει γενικότερες αρχές. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το κατά πόσο η παραπονούμενη επέδειξε, μετά τις ενέργειες που απέδωσε στον εφεσείοντα, τέτοια συμπεριφορά που δεν συνήδε με συμπεριφορά θύματος βιασμού, δεν είναι δυνατό να αποφασιστεί με μόνο του τι εκλογικευμένα ένα τρίτο άτομο θα ανέμενε και μάλιστα εκ των υστέρων από ένα θύμα βιασμού. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766:

 

«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με τον ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος. Τα πιο πάνω αναφέρονται και εξηγούνται με επάρκεια και στο σύγγραμμα του Andrew Ashworth: "Principles of Criminal Law" 3η έκδ., σελ. 368-372.»

Το πιο πάνω απόσπασμα επιδοκιμάστηκε και μεταγενέστερα, στη Σιακαλλής v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.146.»

(έμφαση δοθείσα)

 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι πως ουσιαστικά γίνεται πλέον δεκτό πως τα θύματα, λόγω της τραυματικής τους εμπειρίας, δεν αναμένεται να υποβάλουν άμεσα παράπονο. Από τα δε νομολογηθέντα στην Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω)[66],  γίνεται αντιληπτό πως πλέον αναγνωρίζεται ότι δεν υπάρχει εν τέλει στερεότυπη αντίδραση για τα θύματα τέτοιων αδικημάτων, και ότι τα τραυματικά βιώματα δυνατό να προκαλέσουν διάφορα αισθήματα (όπως σοκ ή ντροπή) τα οποία εμποδίζουν την υποβολή παραπόνου και τέλος ότι ένα αργοπορημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ψευδές παράπονο. Πρόκειται για διαπιστώσεις στηριζόμενες στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία, στην οποία με τη σειρά μας και εμείς βασιζόμαστε σε σχέση με την παρούσα, όχι απλά επειδή συνάδει με τις σύγχρονες αντιλήψεις αλλά επειδή πράγματι αυτά τα στοιχεία έχουν αναδυθεί μέσα από τα ευρήματα μας. Αρκεί να θυμίσουμε ότι η Παραπονούμενη, ήταν μια νεαρή κοπέλα, που διέμενε σε ένα χωριό, μια κλειστή δηλαδή κοινωνία, δεν ήταν οικονομικά ανεξάρτητη ή ισχυρή, παντρεύτηκε τον πρώτο άνδρα με τον οποίο είχε σχέση, απέκτησε μαζί του δύο παιδιά και στο μεταξύ έχασε απρόσμενα και τον πατέρα της με τον οποίο είχε ιδιαίτερο δεσμό (βλ. και μαρτυρία Μ.Κ.2) και έπρεπε να διαχειριστεί μια σχέση με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, το κυριότερο εκ των οποίων ήταν η εναλλαγή της διάθεσης και συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, κυρίως λόγω των συχνών του εξόδων και κατάχρησης αλκοόλ.  Κατά τη διάρκεια της σχέσης η Παραπονούμενη αφενός προσπαθούσε να διαχειριστεί τη βία που δεχόταν και αφετέρου προσπαθούσε να κρατήσει ενωμένη την οικογένεια της, αφού πέραν του ότι χρειαζόταν την οικονομική συνεισφορά του, ήλπιζε κιόλας ότι θα μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά της ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, όπου παρόντες θα ήταν και οι δύο τους γονείς.  

 

Είμαστε λοιπόν πεπεισμένοι ότι κατά τη διάρκεια της ιδιάζουσας αυτής σχέσης η Παραπονούμενη βίωσε διαδοχικά σειρά συναισθημάτων πόνου, ντροπής, ανασφάλειας, αγωνίας και κυρίως φόβου για τις πιθανές συνέπειες, τα οποία συναισθήματα ευθύνονται αποκλειστικά για την όποια καθυστέρηση να αναφέρει οτιδήποτε περί βιασμού είτε σε δικό της άτομο είτε στην αστυνομία κατά τρόπο που να μπορεί να στοιχειοθετεί άμεσο παράπονο και κατ’ επέκταση ενισχυτική μαρτυρία.   Πέραν αυτού στη μητέρα της στην οποία ίσως να αισθανόταν μεγαλύτερη άνεση για να αποκαλύψει τα περί σεξουαλικής βίας ενωρίτερα, συνειδητά επέλεγε να μην μιλήσει, μη θέλοντας να την επιβαρύνει και στενοχωρήσει περισσότερο, γνωρίζοντας πόσο την είχε επηρεάσει ο προηγηθείς θάνατος του πατέρα της.

 

Ό,τι αξίζει να προστεθεί εδώ είναι πως δεν θεωρούμε παράδοξο το ότι μόλις αισθάνθηκε να απειλείται πραγματικά η ασφάλεια της ίδιας και των παιδιών της ένεκα της απειλής στις 14.1.22 σε συνδυασμό και με τη θήκη που είχε δει και αντελήφθη ως θήκη όπλου, η Παραπονούμενη αισθάνθηκε την ανάγκη να αποταθεί στην αστυνομία και εκεί ούσα ήδη αποστασιοποιημένη από τον Κατηγορούμενο για αρκετό καιρό και διηγούμενη το ιστορικό στη Μ.Κ.4, αποκάλυψε τα όσα είχε βιώσει, χωρίς όπως ακούσαμε και από τη Μ.Κ.4 η ίδια να αντιλαμβάνεται τις ακριβείς προεκτάσεις των όσων γεγονότων η ίδια αυθόρμητα διηγείτο. Εν ολίγοις δηλαδή αδυνατούμε να αποδεχθούμε ότι επειδή βίωσε στο πρατήριο ακόμα ένα περιστατικό της φύσεως που περιέγραψε, ωθήθηκε να κατασκευάσει εντός μιας ημέρας ψευδές παράπονο για σεξουαλική βία και μάλιστα επαναλαμβανόμενη και να υποβληθεί σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία με στόχο να πλήξει τον πατέρα των παιδιών της.

 

Καταληκτικά, ως προς το θέμα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που ενυπάρχουν σε τέτοιες υποθέσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει αν υπήρξε συναίνεση και όπου εκ των πραγμάτων καλείται να αποφασίσει εκ των υστέρων αν πράγματι τέτοια συναίνεση απουσίαζε ή όχι, τη στιγμή μάλιστα που έκτοτε μπορεί να έχουν μεσολαβήσει διάφορες άλλες ενέργειες, συμπεριφορές ή συναισθήματα που οδηγούν στην καταγγελία, καθιστώντας τη διαχωριστική γραμμή δυσδιάκριτη.  Είναι ακριβώς για αυτούς τους λόγους που στην παρούσα περίπτωση έχουμε ειδικά, έντονα, ενσυνείδητα, με πλήρη συναίσθηση και προβληματισμό αυτοπροειδοποιηθεί για τον κίνδυνο αποδοχής της μαρτυρίας της Παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση και θέσαμε εαυτούς σε κατάσταση εξονυχιστικής μελέτης και εξέτασης της μαρτυρίας της, συναισθανόμενοι το ενδεχόμενο να υφίστανται αλλότρια κίνητρα πίσω από την καταγγελία. Ειδικότερα έχουμε αυτοπροειδοποιηθεί επισταμένα για τον κίνδυνο να συνιστά η περίπτωση κάποιο είδος δεύτερων σκέψεων μετά τα διαδραματισθέντα στο πρατήριο ή και λόγω μη συστηματικής καταβολής των διατροφών ή και γενικά επειδή η Παραπονούμενη αντιπαθεί ή μισεί πλέον τον Κατηγορούμενο και δεν  θέλει να τον βλέπει να περνάει καλά ή επειδή σκεφτόταν ότι έτσι θα μπορούσε να αποκομίσει από αυτόν ή τον πατέρα του χρήματα. Όμως συνειδητά και χωρίς ίχνος οποιουδήποτε δισταγμού καταλήγουμε ότι είναι απολύτως ασφαλές να στηριχθούμε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία της Παραπονούμενης, της οποίας την εκδοχή αποδεχόμαστε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη για όλους τους λόγους που έχουμε εξηγήσει προηγουμένως.

 

5.    Νομική Πτυχή

 

Κατηγορίες 1, 4 και 7 (Βιασμός)

 

Οι επίδικες κατηγορίες για βιασμό ως εκ του χρόνου που τοποθετούνται, στηρίζονται στο άρθρο 144 του Κεφ. 154 ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του από τον Ν.150(Ι)/20, και το οποίο διαλάμβανε εξής:

 

«144. Όποιος έρχεται σε παράνομη συνουσία με γυναίκα, χωρίς τη συναίνεση της παθούσας ή με τη συναίνεση της εφόσον η συναίνεση για αυτό δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή προκειμένου για παντρεμένη γυναίκα, με την πλαστοπροσωπία του συζύγου της, είναι ένοχος κακουργήματος το οποίο καλείται βιασμός.»

 

 

Από το ίδιο το λεκτικό του ως άνω άρθρου προκύπτει πως για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος ήλθε σε παράνομη συνουσία, ήτοι είτε χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας είτε με τη συναίνεση της, η οποία όμως να δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου (σωματικής βλάβης) είτε διά της πλαστοπροσωπίας του συζύγου της.

 

Πέραν των πιο πάνω συστατικών, τα οποία αφορούν την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του βιασμού, θα πρέπει βέβαια να αποδειχθεί και η απαιτούμενη ένοχη διάνοια (mens rea) του κατηγορούμενου. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2000, §20-33:

 

«It must be proved that at the time of the non-consensual intercourse, the defendant either knew that the victim was not consenting or that he was reckless as to whether she or he was consenting:

………………………………………………………………………

Sexual intercourse is a continuing act, which ends upon withdrawal. If therefore, a man becomes aware that the other person is not consenting after intercourse has commenced and he does not desist, he will be guilty of rape from the moment that he realizes that she or he is not consenting;»

 

Σε συνάφεια με τα ανωτέρω στην υπόθεση Brierley ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476 είχαν αναφερθεί τα εξής:

 

«Η παραπομπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση R. v. Court [1988] 2 All E.R.221, ως προς το αδίκημα του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα είναι ορθή. Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναπτυχθεί αναλύοντας το εν λόγω άρθρο, ο βιασμός συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεση της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο, (όπως και εδώ), έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, (Archbold: Criminal Pleadings Evidence and Practice, 40η έκδ., σελ. 1410, παρ. 2878 και Russell on Crime, 12η έκδ., σελ. 708-709).

 

Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει, όπως και απέδειξε εδώ, ότι η σεξουαλική πράξη έλαβε χώραν στην απουσία συγκατάθεσης. Έστω και αν υπήρξε αρχική συγκατάθεση στις ερωτικές περιπτύξεις, το αδίκημα συντελείται εάν δεν υπάρχει συγκατάθεση για συνουσία και χρησιμοποιείται γι' αυτή βία, απειλές ή άλλες παράμετροι που κάμπτουν την αντίδραση του θύματος, (R. v. Howard [1965] 3 All E.R.684, Archbold - πιο πάνω - σελ. 1411-2, παρ. 2881 και Russell - πιο πάνω - σελ. 709-710).»

 

Είναι γεγονός ότι στην παρούσα όπως και σε πολλές εκ των περιπτώσεων ισχυριζόμενου βιασμού, το εγειρόμενο ζήτημα είναι αυτό της συναίνεσης το οποίο είχε απασχολήσει και στην υπόθεση Bejandi ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ.935, στην οποία με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, αναφέρθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:

 

«Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[2]. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Kαι αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.

 

Για την έννοια της «συναίνεσης», θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή DunnLJ στην υπόθεση Rv. Olugboja [1981] EWCA Crim 2:

 

«Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. We do not think that the issue of consent should be left to a jury without some further direction. ……………………………………………………… ………………………………… They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v. Day (1841) 9 C. & P. 722, at page 724). In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, ……………………………………………………………………………………………………… we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behaviour to all the relevant facts of that case

 

Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι συναινεί.»

(έμφαση δοθείσα)

 

Ο όρος «consent» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται και στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο του ημεδαπού άρθρου και σημαίνει την αποδοχή αυτού το οποίο γίνεται ή προτείνεται να γίνει, την παροχή συγκατάθεσης, τη συμφωνία, τη συγκατάνευση. Το ίδιο νόημα έχει και ο ελληνικός όρος «συναίνεση» με τον οποίο αποδόθηκε ο ως άνω αγγλικός όρος [βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, (2019)].

 

Στην παρούσα περίπτωση και στη βάση των ευρημάτων μας έχει διαπιστωθεί πως υπήρξαν συνουσίες, οι οποίες τίθενται προς εξέταση και συγκεκριμένα κατά την 1.1.18, κατά τον Ιανουάριο του 2019 αλλά και κατά τον Απρίλιο του 2019, τις λεπτομέρειες των οποίων παραθέσαμε αναλυτικά ανωτέρω.  Στη βάση δε τούτων, αποτελεί κατάληξη μας πως οι ως άνω αναφορές στη μαρτυρία που κρίναμε αποδεκτή, κατατάσσουν όλα τα πιο πάνω εξεταζόμενα περιστατικά στην κατηγορία των περιπτώσεων όπου η συνουσία επετεύχθη διά της βίας (βλ. Olugboja, άνω, «… the majority of cases, where … the intercourse was had by force …»).


Και τούτο διότι όπως έχει διαφανεί, σε όλα τα περιστατικά αυτά, αφενός η Παραπονούμενη είχε καταστήσει σαφές τόσο λεκτικά και όσο σωματικά (εφόσον προσπαθούσε να αντισταθεί σπρώχνοντας τον), ότι δεν συναινούσε στις συνουσίες και αφετέρου ότι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος χρησιμοποίησε βία για να κάμψει την αντίδραση ή αντίσταση της και να επιτύχει τη διείσδυση. Υπό αυτές τις περιστάσεις ο Κατηγορούμενος δεν θεωρούμε πως είχε βάσιμα οποιοδήποτε λόγο να πιστεύει ότι η Παραπονούμενη συναινούσε στις συνουσίες αυτές («…
had no genuine belief that the woman consented to have intercourse», Archbold 2000, §17-58). Η δε μαρτυρία της Παραπονούμενης περί της (ανεπιτυχούς) αντίστασης που προσπάθησε να προβάλει, καταρρίπτει χωρίς καμμιά αμφιβολία το όποιο επιχείρημα περί συναινετικών σεξουαλικών επαφών στα πιο πάνω περιστατικά.

 

Ως προς το γεγονός τώρα ότι επί των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου περιγράφεται η Παραπονούμενη ως πρώην σύζυγος του Κατηγορούμενου, ενώ σύμφωνα με τα ευρήματα μας κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων των κατηγοριών 1, 4 και 7 η Παραπονούμενη ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Κατηγορούμενο και επομένως ήταν σύζυγος του και όχι πρώην σύζυγος του, σημειώνουμε πως τούτο δεν αποτελεί κώλυμα, αφού σύμφωνα με το άρθρο 85(1) του Κεφ. 155, αν μέρος του κατηγορητηρίου αποδεικνύεται και τούτο συνιστά αδίκημα, είναι δυνατή η καταδίκη χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου.   

 

Ως προς το γεγονός δε πως επρόκειτο περί συζύγων, σημειώνουμε πως το άρθρο 5 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(Ι)/2000), επί του οποίου επίσης εδράζονται οι κατηγορίες, προβλέπει, μεταξύ άλλων, πως το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, δύναται να θεωρηθεί ότι έχει διαπραχθεί από σύζυγο εναντίον συζύγου, αν με βάση τα γεγονότα θα στοιχειοθετείτο σε περίπτωση που δράστης και θύμα δεν ήταν συζευγμένοι.  

 

Κατηγορίες 16 και 20 (κοινή επίθεση)

 

Το αδίκημα της κοινής επίθεσης προβλέπεται στο άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα.  Το δε άρθρο 4 εδάφιο (1) και (2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων), Ν.119(Ι)/00, καθιστά το εν λόγω αδίκημα, αυξημένης σοβαρότητας στην περίπτωση που διαπράττεται «από ένα μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου μέλους».  Από τη συνδυασμένη θεώρηση των πιο πάνω προνοιών προκύπτει πως η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι ο Κατηγορούμενος:

 

(α) Παρανόμως (unlawfully),

(β) Επιτέθηκε σε άλλο πρόσωπο και

(γ) Το άλλο πρόσωπο ήταν μέλος της οικογένειας.

 

Όπως συνάγεται από τη νομολογία «παρανόμως» σημαίνει χωρίς οποιοδήποτε νομικό έρεισμα (Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.574), ενώ επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη διά της οποίας κάποιος εκ προθέσεως ή απερισκέπτως προκαλεί σε άλλον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (R. v. Vienna (1975) 3 All E.R.788). Ο όρος χρησιμοποιείται υπό την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας προς κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Τονίζουμε ότι απαιτείται όπως η πράξη του δράστη συνοδεύεται από εχθρική πρόθεση η οποία τείνει να προκαλέσει τον φόβο και περαιτέρω ότι η δράση με κάποιο αντικείμενο ή με γροθιά, συνιστά επίθεση ακόμα και εάν δεν πετυγχαίνει το στόχο («… is an assault even though the person striking misses his aim», Archbold 2000, §19-172).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση σε σχέση με την κατηγορία 16 αποδίδεται στον Κατηγορούμενο ότι στις 13.2.19 επιτέθηκε στην Παραπονούμενη.  Επί τούτου σημειώνουμε πως με βάση τα ευρήματα μας ο Κατηγορούμενος έχοντας επιστρέψει από νυχτερινή έξοδο και έχοντας παρανοήσει σε σχέση με αριθμό που εντόπισε στο κινητό της Παραπονούμενης, άρχισε να της φωνάζει ότι έχει φίλο, την τράβηξε από τα μαλλιά και ακολούθως και ενώ η ίδια βρισκόταν στο δωμάτιο του γιου τους και σηκώθηκε πάνω, άρχισε να την σπρώχνει προς το υπνοδωμάτιο τουςΕνώ δε η Παραπονούμενη προσπαθούσε να ξεφύγει, δεν τα κατάφερνε αφού ένιωθε τα χέρια του παντού.  Αφού δε έσπασε τα δυο κινητά της και αφού ξύπνησαν και τα παιδιά τους, πήγε στην κουζίνα και ξεκίνησε να σπάζει πράγματα και να της φωνάζει ότι είναι πουτάνα. Η ίδια έκλαιγε και του φώναζε να σταματήσει ενόψει και της παρουσίας των παιδιών, χωρίς όμως αυτός να ακούει.  Ενώ δε η ίδια κάθισε στον καναπέ με τα παιδιά της, τα οποία έκλαιγαν ακόμα, αυτός ερχόταν κατά διαστήματα από πάνω της και την χαστούκιζε στο κεφάλι, μέχρι που στις 06:10 ο Κατηγορούμενος κάλεσε τη μητέρα της και μετέβη στο μέρος.

 

Περαιτέρω σε σχέση με την κατηγορία 20, η οποία αποδίδει στον Κατηγορούμενο επίθεση κατά της Παραπονούμενης στις 21.5.19, έχει καταδειχθεί μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα μας, ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία ο Κατηγορούμενος στο πλαίσιο των όσων διαμείφθηκαν στην οικία όπου διέμεναν, έπιασε την Παραπονούμενη από το λαιμό, επιχειρώντας να την πνίξει.

 

Οι κινήσεις του Κατηγορούμενου και στις δύο αυτές περιπτώσεις αναμφίβολα αποτελούν πράξεις με εχθρική πρόθεση εις βάρος της Παραπονούμενης και υπερκαλύπτουν το απαραίτητο στοιχείο της πρόκλησης φόβου ότι θα ασκηθεί βία, αφού συνιστούν οι ίδιες άσκηση πραγματικής βίας στο πρόσωπο της Παραπονούμενης.

 

Επίσης έχει καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη είχαν συνάψει γάμο το 2017 και μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2019 παρέμεναν παντρεμένοι,  έτσι που αναμφίβολα η Παραπονούμενη κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ενέπιπτε στην έννοια του «μέλους της οικογένειας» του Κατηγορούμενου, στη βάση των ερμηνευτικών προνοιών του Ν.119(Ι)/00, ήτοι το άρθρο 2.   Ως προς το γεγονός δε ότι στο κατηγορητήριο γίνεται αναφορά σε πρώην σύζυγο, παραπέμπουμε στα όσα ήδη αναφέρθηκαν σε σχέση με το άρθρο 85(1), στο πλαίσιο συζήτησης των κατηγοριών 1, 4 και 7 ανωτέρω.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως, αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι πως στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορίες 16 και 20 παρόλο που στηρίζονται στα άρθρα 3(1) και 4 (1), (2)(ιβ) του Ν.  119(Ι)/2000, εντούτοις δεν αναφέρεται ρητώς στη νομική βάση των κατηγοριών το άρθρο 242 του Κεφ. 154.  Το ότι βέβαια εκεί στηρίζονται οι κατηγορίες είναι σαφές, δεδομένων αφενός των λεπτομερειών των κατηγοριών και αφετέρου της συμπερίληψης του άρθρου 4(1),(2)(ιβ) που παραπέμπει ευθέως στο εν λόγω άρθρο 242 του Κεφ. 154.

 

Παρά ταύτα είναι προφανές πως εν τη απουσία του άρθρου 242 του Κεφ. 154 στην έκθεση ποινικού αδικήματος και με δεδομένο ότι ούτε το άρθρο 3(4) του Ν. 119(Ι)/2000 εντοπίζεται στη νομική βάση της κατηγορίας, δεν είναι δυνατή η καταδίκη του Κατηγορούμενου στις εν λόγω κατηγορίες και συνεπώς ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να αθωωθεί και απαλλαχθεί σε αυτές. 

 

Η πιο πάνω κατάληξη όμως θεωρούμε πως επιβάλλει την εξέταση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85(4)[67] του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έτσι ώστε να προστεθούν στο κατηγορητήριο αντίστοιχες κατηγορίες, με τη συμπερίληψη του άρθρου που ελλείπει.   Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό και τις προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς ότι ως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν είναι δυνατή η καταδίκη του Κατηγορούμενου χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ενώ αποτελεί επίσης περαιτέρω διαπίστωση μας πως με την προσθήκη τέτοιων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος δεν θα υπόκειται σε αυστηρότερη ποινή αφού και πάλιν η ποινή στην οποία θα υπόκειται είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι δύο έτη. Περαιτέρω δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό στην υπεράσπιση του Κατηγορούμενου, αφού ουσιαστικά τα αδικήματα παραμένουν επί της ουσίας τα ίδια, η δε υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να θέσει και έθεσε τις θέσεις της πλήρως σε σχέση με αυτά.  Εν ολίγοις δηλαδή και με δεδομένο ότι ο Κατηγορούμενος εξ αρχής αρνείτο τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών, δεν διαβλέπουμε πως θα διαφοροποιείτο η υπεράσπιση του αν αντιμετώπιζε εξ αρχής τα προς προσθήκη αδικήματα. Εξάλλου καμμιά σχετική με το ζήτημα εισήγηση προβλήθηκε από τη συνήγορο του. 

 

Επομένως κρίνουμε πως στη βάση των προνοιών του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, δικαιολογείται η προσθήκη των κάτωθι κατηγοριών ως κατηγορίες 27 και 28, την οποία και διατάσσουμε:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 27

 

Κοινή Επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 3(1), 4(1)(2)(ιβ) του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν. 119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος στις 13.2.2019 στις Βρυσούλες της επαρχίας Αμμοχώστου, επιτέθηκε στη σύζυγο του Β.Κ., από το Λιοπέτρι.

 

ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 28

 

Κοινή Επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 3(1), 4(1)(2)(ιβ) του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν. 119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος στις 21.5.2019 στις Βρυσούλες της επαρχίας Αμμοχώστου, επιτέθηκε στη σύζυγο του Β.Κ., από το Λιοπέτρι.

 

Κατηγορίες 24-25 (Απειλή)

 

Το αδίκημα της απειλής προνοείται από το άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος λοιπόν θα πρέπει να αποδειχθεί:

 

1.   Η απειλή χρήσης βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης.

2.   Η εξ αυτής πρόκληση στον παραπονούμενο τρόμου ή ανησυχίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 24, καταλογίζεται στον Κατηγορούμενο ότι στις 21.5.19 στις Βρυσούλες, προκάλεσε τρόμο στην Παραπονούμενη απειλώντας την ότι με παράνομη πράξη θα της κάνει κακό, λέγοντας της δηλαδή, ότι θα τη σκοτώσει.  Σε σχέση δε με την κατηγορία 25 αποδίδεται στον Κατηγορούμενο ότι στις 14.1.22 προκάλεσε τρόμο σε αυτήν, αφού την απείλησε ότι με παράνομη πράξη θα της κάνει κακό, δηλαδή θα την παίξει.

 

Το ότι ο Κατηγορούμενος εκστόμισε τη φράση που του αποδίδεται στις 21.5.19, προκύπτει από τη μαρτυρία της Παραπονούμενης (βλ. Έγγραφο Α) την οποία έχουμε κρίνει αποδεκτή και αποτελεί συναφώς εύρημα μας. Όσον αφορά την πρόκληση τρόμου σημειώνουμε πως πράγματι η εκστόμιση της απειλής προς την Παραπονούμενη ότι θα την σκοτώσει σε συνδυασμό με την εν γένει επιθετική του συμπεριφορά, όπου στο ίδιο πλαίσιο γεγονότων την έπιασε και από το λαιμό, είχαν προκαλέσει στην τελευταία ισχυρό συναίσθημα φόβου, τέτοιο που ως ήδη λέχθηκε την οδήγησε εν τέλει να εγκαταλείψει οριστικά τον Κατηγορούμενο.

 

Σε σχέση τώρα με την απειλή ότι θα την «παίξει» στις 14.1.22, αυτή πάλι προκύπτει ότι εκστομίστηκε, στη βάση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης την οποία κρίναμε καθ’ όλα αξιόπιστη.   Όσον αφορά την πρόκληση τρόμου τούτη προκύπτει τόσο από την αναφορά της Παραπονούμενης ότι φοβήθηκε για τη ζωή της αλλά και για τη ζωή των παιδιών της (βλ. Έγγραφο Α, σελ. 5, γραμμές 27-29), αλλά και από τις ίδιες τις επακολουθήσασες ενέργειες της, όπου πράγματι μετέβη την επομένη και τον κατήγγειλε στην Αστυνομία.

 

Όσον αφορά την αναγκαία ένοχη διάνοια σημειώνουμε πως και στις δύο περιπτώσεις η πρόθεση πρόκλησης τρόμου συνάγεται από τα ίδια τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος (κατ’ αναλογίαν Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ.510). Επομένως καταλήγουμε πως και αυτές οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί εναντίον του Κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Κατηγορία 26 (Κακόβουλη Ζημιά)

 

Το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία προβλέπεται από το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα. Από το λεκτικό του άρθρου αυτού συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

 

1.        Η καταστροφή ή πρόκληση ζημιάς σε περιουσία, η οποία να είναι

2.        Εσκεμμένη και

3.        Παράνομη.

 

Η πιο πάνω πρόνοια είναι ουσιαστικά η ίδια με το άρθρο 51 του Malicious Damage Act 1861, όπου χρησιμοποιείτο η φράση «maliciously commit any damage» (στο δικό μας αγγλικό κείμενο «willfully destroys or damages» και στην μετάφραση «εσκεμμένα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά»). Χρήσιμη καθοδήγηση λοιπόν για τα συστατικά του εν λόγω αδικήματος και ιδιαίτερα του mens rea αυτού μπορεί να αντληθεί από τη σχετική αγγλική νομολογία. Στην R v. Cunningham [1957] 2 QΒ 396 λέχθηκαν λοιπόν τα ακόλουθα:

«In any statutory definition of a crime, malice must be taken not in the old vague sense of wickedness in general but as requiring either (1) An actual intention to do the particular kind of harm that in fact was done or (2) recklessness as to whether such harm should occur or not (i.e. the accused has foreseen that the particular kind of harm might be done and yet has gone οn to take the risk of it). It is neither limited to nor does it indeed require any ill will towards "the person injured"».

 

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 168 αναφέρθηκε ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπό εξέταση αδικήματος δεν απαιτείται η απόδειξη της ύπαρξης ειδικής πρόθεσης (specific intent). Η απόδειξή του συναρτάται με τη θεληματική και παράνομη πρόκληση ζημιάς. Συνεπώς από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το αδίκημα διαπράττεται είτε όταν ο κατηγορούμενος ενεργεί με επίγνωση του τι κάνει, δηλαδή όταν έχει την πρόθεση (intention) να επιφέρει την ζημιά είτε όταν η πράξη του γίνεται με αδιαφορία ως προς τις συνέπειες της και η ζημιά είναι η φυσική της συνέπεια.

 

Αναφορικά δε με την έννοια της ζημιάς αυτή δεν περιορίζεται σε ζημιά μόνιμης φύσης (βλ. το σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2003 σελ. 431). Το ύψος δε της ζημιάς και η ιδιοκτησία δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος (βλ. Θωμά ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ 255).  Τέλος παράνομη είναι μια πράξη όταν γίνεται χωρίς νόμιμη δικαιολογία (βλ. Police v. Djioppou (1972) 10 JSC 1365).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την κατηγορία 26 αποδίδεται στον Κατηγορούμενο ότι στις 13.2.19 στις Βρυσούλες, εσκεμμένα και παράνομα προξένησε ζημιά σε δύο κινητά τηλέφωνα μάρκας LG αξίας €500 και €700 αντίστοιχα, όλα περιουσία της Παραπονούμενης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρώτο συστατικό στοιχείο, δηλαδή η πρόκληση της ζημιάς στα δύο κινητά κατά την 13.2.19, αποτελεί εύρημα μας και προς τούτο παραπέμπουμε και στα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στο πλαίσιο της κατηγορίας της κοινής επίθεσης που αφορά το ίδιο περιστατικό.  Ως προς την πρόθεση του Κατηγορούμενου, δεν διατηρούμε ουδεμία αμφιβολία ότι αυτός είχε την πρόθεση να προκαλέσει αυτή τη ζημιά δεδομένου και του εκνευρισμού του ένεκα του ότι πίστευε πως η Παραπονούμενη τον απατούσε.  Η δε ενέργεια του να πάρει στα χέρια του και να πετάξει στο τοίχο του υπνοδωματίου τα δύο κινητά (βλ. Έγγραφο Β, σελ. 3, γραμμές 3-5), δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικά ότι είχε άλλο σκοπό από τη διάπραξη του αδικήματος της κακόβουλης ζημιάς. Περαιτέρω η ενέργεια του αυτή ήταν αναμφίβολα παράνομη, αφού δεν είχε την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και  κατόχου των κινητών και εν πάση περιπτώσει δεν καταδείχθηκε κάποιος νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί αυτή τη συμπεριφορά. Η δε εσφαλμένη εντύπωση που είχε περί του ότι η Παραπονούμενη τον απατούσε, σίγουρα δεν μπορεί να αποτελέσει καλή δικαιολογία για τέτοια συμπεριφορά, πράγμα που θεωρούμε αυτονόητο, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

6.    Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 16 και 20 και κρίνεται ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1,4,7, 24-28.

 

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

                                                                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Η κατάθεση της δόθηκε την επόμενη μέρα ήτοι 15.1.22.

[2] Βλ. και Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ.320 και Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ.174.

[3] Βλ. πρακτικά σελ. 315, γρ. 2.

[4] Βλ. πρακτικά σελ. 301, γραμμές 7-8.

[5] Βλ. πρακτικά σελ. 301, γραμμές 14-15.

[6] Βλ. πρακτικά σελ. 308, γραμμή 10.

[7] Βλ. πρακτικά σελ. 308, γραμμές 16-19.

[8] Βλ. πρακτικά σελ. 308, γραμμή 29.

[9] Βλ. πρακτικά σελ. 311-312.

[10] Βλ. πρακτικά σελ. 367, γραμμές  8-22.

[11] Βλ. πρακτικά σελ. 372-373.

[12] Βλ. πρακτικά σελ. 363, γραμμές 14-23.

[13] Βλ. πρακτικά σελ. 372, γραμμές 11-14.

[14] Βλ. πρακτικά σελ. 365, γραμμές 1-5.

[15]Βλ. πρακτικά σελ. 366, γραμμές 19-24.

[16] Βλ. πρακτικά σελ. 368, γρ. 7.

[17] Βλ. σελ. 356, γραμμές 4-5.

[18] Βλ. πρακτικά σελ. 350, γραμμές 7-8.

[19] Βλ. πρακτικά σελ. 348.

[20] Πρακτικά σελ. 324, γραμμές 8-10.

[21] Βλ. πρακτικά σελ. 327, γραμμές 5 και 9.

[22] Με εξαίρεση τον Μ.Υ.5 στον οποίο αποδίδεται από την Παραπονούμενη παρουσία κατά τα γεγονότα της 18.5.19, χωρίς όμως ο ίδιος να συμφωνεί πως υπήρξε οποιοδήποτε συμβάν κατά τη δεδομένη ημερομηνία.

[23] «Για να τον καταδικάσει για το αδίκημα της κατηγορίας, δυνάμει του άρθρου 4(1) και (2)(ιβ) του Ν.119(Ι)/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 242 του Κεφ. 154, θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 16 του Νόμου αυτού, που εφαρμόζονται για κάθε καταδίκη δυνάμει του Νόμου και να προβεί σε σχετικές διαπιστώσεις. Θα μπορούσε να τον κρίνει ένοχο με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης συζύγου του, νοουμένου ότι έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία. Και βέβαια, εάν έτσι έκρινε, να αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρούσε στην καταδίκη του Εφεσείοντα με μόνη τη μαρτυρία της. Δεν ενήργησε κατ’ αυτό τον τρόπο, με αποτέλεσμα η καταδίκη του Εφεσείοντα να κρίνεται ανασφαλής. Δεν υπάρχει τρόπος να υποκαταστήσουμε την ελλείπουσα κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

[24] Η διάσταση που παρατηρήθηκε για το κατά πόσο θεωρείται σπίτι ή διαμέρισμα δεν θα μας απασχολήσει, αφού τούτο είναι άνευ σημασίας.

[25] Πρόκειται για την Π.Ζ., στην οποία έγινε αναφορά ανωτέρω και η οποία αρνήθηκε να δώσει κατάθεση.

[26] Απεβίωσε στις 16.2.16.

[27] Πρακτικά σελ. 17, γραμμές 14- 15.

[28] Τον Φεβρουάριο του 2020, εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του Κατηγορούμενου για καταβολή ποσού €200 μηνιαίως για κάθε παιδί ήτοι €400 σύνολο.

[29] Στις 19.10.21, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο ανατίθεται η φύλαξη και φροντίδα των παιδιών στην Παραπονούμενη και καθορίζεται ως τόπος διαμονής των παιδιών ο τόπος διαμονής της τελευταίας, ενώ περαιτέρω ρυθμίζεται η επικοινωνία του Κατηγορούμενου με τα παιδιά (βλ. Τεκμήριο 1).

[30] Βλ. πρακτικά σελ. 21, γραμμές 30-32.

[31] Σελ. 23, γραμμές 20-25

[32] Βλ. πρακτικά σελ. 241

[33] Βλ. πρακτικά σελ. 46, γραμμές 28-30.

[34] Βλ. πρακτικά σελ. 256 και 258

[35] Βλ. πρακτικά σελ. 38 γραμμές 10-14.

[36] Βλ. πρακτικά σελ. 129, γραμμές 11-14.

[37] Σελ. 33 γρ. 15

[38] Πράγμα που διαπίστωνε από το ότι μύριζε έντονα ποτό, έκανε εμετούς, τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα και της έλεγε ότι ζαλιζόταν.

[39] Ακολουθεί περιγραφή του περιστατικού της 13.2.19

[40] Βλ. πρακτικά σελ. 73, γραμμές 14-18.  

[41] Βλ. Έγγραφο Α σελ. 1-2, «Κατά τη διάρκεια της επαφής μας, ο Φ. ήταν πολύ βίαιος, δηλαδή ενώ ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα, αυτός ήταν από πάνω μου και με κρατούσε σφιχτά από τα χέρια, πιέζοντας τα προς τα κάτω, χωρίς να με αφήσει να κάνω οποιαδήποτε κίνηση,   Έγγραφο Β σελ. 1 γρ. 21-24 « … με πίεζε από τα χέρια με δύναμη για να μην μπορώ να κάνω οποιαδήποτε κίνηση …», πρακτικά σελ. 73 « Οι άλλες φορές ήταν πάνω τα μαλλιά και λίγους μώλωπες όταν κάναμε έρωτα».

[42] Έγγραφο Β σελ. 2, γραμμή 12.

[43] Σελ. 31, γρ. 30 και σελ. 33 γρ. 18-19.

[44] Βλ. πρακτικά σελ. 29-30

[45] Βλ. πρακτικά σελ.33 γραμμές 17-19.

[46] Βλ. πρακτικά σελ. 33.

[47] Βλ. πρακτικά σελ. 43, γρ. 4.

[48] Σημειώνουμε ότι άλλη οικία που φαίνεται να ήταν κοντά είναι το εξοχικό του πατέρα του Κατηγορούμενου το οποίο όμως δεν κατοικείτο επί μόνιμης βάσης.

[49] Βλ. πρακτικά σελ. 66, γραμμή 30.

[50] Βλ. πρακτικά σελ. 33.

[51] Βλ. πρακτικά σελ. 83, γραμμή 23.

[52] Βλ. πρακτικά σελ. 267, γρ. 18.

[53] Την ίδια ουσιαστικά θέση επανέλαβε και κατά την αντεξέταση της (βλ. πρακτικά σελ. 134 όπου ανέφερε «άφησμε από το λαιμό γιατί έρχονται οι δικοι μου να με πιάσουν»).

[54] Βλ. πρακτικά σελ. 47, γραμμές 23-28.

[55] «21/5/2019 μου ανέφερε ότι θέλει να χωρίσουμε και εγώ της είπα να χωρίσουμε όμορφα και φιλικά»

[56] Βλ. πρακτικά σελ. 284.

[57] βλ. πρακτικά σελ. 56 γραμμές 7-16.

[58] Πρακτικά σελ. 203, επ.

«Α. Όχι έδωκε γυρό του τετραγώνου, έδωκε μας γυρό τζιαμέ και εξανάρεξε πατημένος με το αυτοκίνητο

Ε.Άρα γύρισε και έφυε, εβούρησε δηλαδή πατημένος;

Α. Εμπήκε στο αυτοκίνητο, επάλαρε το αυτοκίνητο και έδωκε ένα γυρό της πεζίνας, ήρτε που πανω.

Ε. Εξανακόντεψε σας δηλαδή;

Α. Όι 

Ε. Καμία σχέση.

Α. Μέσα στο δρόμο. Ώσπου να φύουμε εμείς εξαναέρεξε μπροστά μας.»

[59] Ως προς τις θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης που υποστήριξαν ότι δεν ασχολείτο με το κυνήγι ο Κατηγορούμενος, αυτές αφενός προσκρούουν στη γενικότερη αναξιοπιστία τους για προαναφερθέντες λόγους και αφετέρου απορρίπτονται ως μονόπλευρες αφού καμμιά τέτοια θέση δεν τέθηκε στην Παραπονούμενη η οποία σαφώς είχε υποστηρίξει πως ο Κατηγορούμενος πήγαινε κυνήγι.

[60] «Γιατί φοβόμουν ότι ήταν να συνεχίσει να μου κάνει κακό, αφού με απειλούσε μπροστά στο θείο μου, εν να τον άφηνα;» (Βλ. πρακτικά σελ. 71 γραμμές 24-25).

[61] Βλ. πρακτικά σελ. 159, γραμμές 15-17 και 173, γραμμές 21- 29.

[62] Βλ. πρακτικά σελ. 174, γραμμές 2- 7 και 18-26.

[63] βλ. μεταξύ άλλων Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 746, Kayat Trading Limited v. Genzvme Corporation (2013) 1Α Α.Α.Δ. 438.

 

[64] Βλ. σχετικά την ΧΧΧ Γιώρκας v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/21, ημερ. 16.3.22, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

“Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο Εφεσείων (Meitanis vThe Republic (1967) 2 C.L.R. 31), ενώ υποστηρικτική μαρτυρία (supportive evidence), είναι η μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα - στην προκείμενη περίπτωση της Παραπονούμενης - ως προς τα επίδικα ζητήματα (Hadjisavva alias Koutras vThe Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 10/2018, ημερ. 9/11/2018 και Σ.Σ. κ.ά. (ανωτέρω))”.

[65] Όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι «… ορθά διαπίστωσε ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα απαιτείται καταρχάς το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία …»

[66] «Στα πλαίσια αυτά στην υπόθεση Doody (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι κατά τρόπο θεμιτό εξηγήθηκε από το δικαστή στους ενόρκους ότι η εμπειρία καταδεικνύει πως οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στο τραυματικό βίωμα σοβαρών σεξουαλικών επιθέσεων, ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση και ότι εναπόκειται στους ενόρκους να αξιολογήσουν τη θέση της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση καταδεικνύει ψευδές παράπονο και να λάβουν υπόψιν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να υποβάλουν παράπονο αμέσως στο πρώτο πρόσωπο που θα δουν, ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται ντροπή και σοκ με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν παράπονο για κάποιο χρόνο και ότι ένα καθυστερημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ψευδές παράπονο. Αποφασίστηκε επίσης ότι δικαιολογημένα υποδείχθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή ότι είναι καλά γνωστό ότι το τραυματικό βίωμα ενός βιασμού μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ντροπής και ενοχής, τα οποία εμποδίζουν το θύμα από του να υποβάλει παράπονο». (έμφαση δοθείσα)

[67] (4) Αν στο τέλος της δίκης το ∆ικαστήριο είναι της γνώµης ότι έχει αποδειχτεί µε µαρτυρία ότι ο κατηγορούµενος διέπραξε ποινικό αδίκηµα ή ποινικά αδικήµατα που δεν περιλαµβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόµενος δεν θα υπόκειτο σε ποινή µεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούµενος δεν θα επηρεαζόταν µε αυτό δυσµενώς στην υπεράσπισή του, το ∆ικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούµενου για τέτοιο ποινικό αδίκηµα ή ποινικά αδικήµατα, και το ∆ικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν µέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο