ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 2889/23

 

Δημοκρατία

ν.

                                              1. M.T.

                                              2. H.T.

Κατηγορούμενοι

 

20 Μαρτίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2: κα Α. Πασή

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

 

Κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι, κατόπιν δικής τους παραδοχής, στις ακόλουθες κατηγορίες.

 

Ο Κατηγορούμενος 1, κρίθηκε ένοχος επί τω ότι ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, βρέθηκε εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια[1] (κατηγορία 1), ότι εν γνώση του συντέλεσε στη μεταφορά δια θαλάσσης, από Λίβανο προς Κύπρο, 123 προσώπων έναντι κομίστρου, με ανασφαλές, λόγω υπερφόρτωσης, σκάφος[2] (κατηγορία 2), ότι με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, παρείχε βοήθεια σε 123  απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία, συνεργώντας με άλλα πρόσωπα, των οποίων πρόθεση και σκοπός γνώριζε πως ήταν, επίσης, η αποκόμιση χρηματικού κέρδους από την εκπλήρωση του πιο πάνω σκοπού[3] (κατηγορία 5) και ότι συμμετείχε ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης σε διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με το λαθρεμπόριο μεταναστών, δια της συμφωνίας με άγνωστο πρόσωπο, μέλος εγκληματικής οργάνωσης, ώστε να λάβει συνολικά το ποσό των 1000 δολαρίων ως κέρδος, προκειμένου να μεταφέρει με βάρκα απαγορευμένους μετανάστες από το Λίβανο στην Κυπριακή Δημοκρατία[4] (κατηγορία 6).

 

Ο Κατηγορούμενος 2 δε, κρίθηκε ένοχος επίσης επί τω ότι ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, βρέθηκε εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια[5] (κατηγορία 1), καθώς και ότι παρείχε συνδρομή ή βοήθεια σε 123 απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία (κατηγορία 3)[6].

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα ως εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, παρατίθενται κατωτέρω.

 

Στις 5.11.23 και περί ώρα 21:00, το πλήρωμα αστυνομικής ακάτου της Κυπριακής Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, εντόπισε ξύλινη βάρκα δώδεκα περίπου μέτρων, 11 ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο. Η βάρκα βυθιζόταν, καθότι ούσα υπερφορτωμένη από υπεράριθμους επιβάτες, έμπαζε νερά. Συγκεκριμένα, επέβαιναν σ’ αυτήν 125 άτομα, εκ των οποίων 78 άνδρες, 4 γυναίκες και 43 παιδιά (27 εξ αυτών ασυνόδευτα), ενώ σύμφωνα με το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας Κύπρου, ο ανώτατος αριθμός επιβατών που θα μπορούσε να επιβιβαστεί με ασφάλεια σε σκάφος ιδίων τεχνικών χαρακτηριστικών, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ξεπερνά τους δέκα ενήλικες.

 

Η κατάσταση εκτιμήθηκε ως πολύ επικίνδυνη για την ασφάλεια των επιβαινόντων, καθότι η βάρκα σταδιακά βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο.  Ως εκ τούτου ενεργοποιήθηκε σχέδιο διάσωσης τους, το οποίο συντόνιζε το Κέντρο Συντονισμού, Έρευνας και Διάσωσης. Κατά την επιχείρηση διάσωσης, αφίχθηκαν επί τόπου δύο άκατοι της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, πάνω στις οποίες όλοι οι επιβάτες μετεπιβιβάσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Μαρίνα Αγίας Νάπας, όπου και αποβιβάστηκαν με ασφάλεια. Αφού εκδόθηκε σχετική προειδοποίηση προς ναυτιλλόμενους, η ξύλινη βάρκα αφέθηκε στο σημείο εντοπισμού της, όπου και τελικά βυθίστηκε.   

 

Κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, μέλος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης πήρε συνέντευξη από κάθε μετανάστη  ξεχωριστά και σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν, επρόκειτο για Σύρους υπηκόους. Έτσι δήλωσαν αρχικά, ψευδώς και οι δύο Κατηγορούμενοι, με τον Κατηγορούμενο 1 να δηλώνει επίσης ψευδώς πως το όνομα του είναι M.F.A.  Ουδείς, συμπεριλαμβανομένων των δύο Κατηγορούμενων, είχε στην κατοχή του θεωρημένο διαβατήριο από τις Αρχές της Δημοκρατίας, ούτε και άδεια μετανάστευσης χορηγούμενη από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Νόμο, επρόκειτο για απαγορευμένους μετανάστες. Όπως δήλωσαν οι μετανάστες, τα ξημερώματα της 5.11.23 αναχώρησαν, ως υπέθεσαν, από την πόλη Ταρτούς της Συρίας, με προορισμό την Κύπρο προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Για να τους επιτραπεί να ταξιδέψουν, κατέβαλαν έκαστος σε λαθρεμπόρους μεταναστών στη Συρία, ποσά κυμαινόμενα από 3.000 μέχρι 3.500 δολάρια. Υπέδειξαν δε τον Κατηγορούμενο 1, ως το άτομο το οποίο πλοήγησε τη βάρκα από τη Συρία προς την Κύπρο, ενώ περαιτέρω υπέδειξαν τον Κατηγορούμενο 2 ως βοηθό του πρώτου.

 

Στις 6.11.23 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 1, όπου δήλωσε πως κατάγεται από το Λίβανο και ότι είναι ψαράς στο επάγγελμα. Ως ανέφερε δε, αρχικά έδωσε ψευδή στοιχεία στην Αστυνομία, επειδή σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε, εάν αποκάλυπτε ότι καταγόταν από τον Λίβανο, οι Κυπριακές Αρχές θα απωθούσαν όλους τους μετανάστες προς τη χώρα από την οποία προήλθαν.  Η βάρκα με την οποία αφίχθηκαν, ξεκίνησε από τον Λίβανο με προορισμό την Κύπρο. Μια μέρα πριν το ταξίδι, τον προσέγγισε ένας Σύρος λαθρέμπορος και του πρότεινε να πλοηγήσει τη βάρκα με τους μετανάστες προς την Κύπρο, με αντάλλαγμα την πληρωμή 1000 δολαρίων στην οικογένεια του. Ο ίδιος αποδέχθηκε και αφού βεβαιώθηκε ότι το πιο πάνω ποσό πράγματι παραδόθηκε, από τα μέλη του κυκλώματος λαθρεμπορίας μεταναστών προς τη μητέρα του, κάθισε στο πηδάλιο, με προορισμό την Κύπρο. Ο μοναδικός λόγος που θέλησε να έρθει στην Κύπρο, είναι ακριβώς για να εκπληρώσει την αποστολή εισόδου των Σύρων μεταναστών στην Κύπρο. Τώρα που εκπλήρωσε την αποστολή, δεν θέλει να παραμείνει εδώ, αλλά επιθυμεί να γυρίσει πίσω στον Λίβανο. Ο Κατηγορούμενος 2 είναι ο αδελφός του και δεν χρειάστηκε να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό στους λαθρεμπόρους, προκειμένου να ταξιδέψει.

 

Εναντίον και των δύο Κατηγορουμένων, εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης στις 6.11.23 και την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, το οποίο διέταξε την προφυλάκιση τους για περίοδο οκτώ ημερών. Έκτοτε, τελούν υπό κράτηση.

 

Στις 8.11.23, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση και από τον Κατηγορούμενο 2, όπου ανέφερε ότι κατάγεται από τον Λίβανο και ότι εργάζεται ως ψήστης σε εστιατόριο. Θέλησε να έρθει στην Κύπρο για να εργαστεί και να στείλει χρήματα στην οικογένεια του στον Λίβανο. Ως ανέφερε δε, αρχικά δήλωσε ψευδώς ότι κατάγεται από τη Συρία για τους ίδιους λόγους που το έπραξε και ο Κατηγορούμενος 1.  Η βάρκα ξεκίνησε από τον Λίβανο με προορισμό την Κύπρο και πλοηγός ήταν ο Κατηγορούμενος 1. Ο ίδιος δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό στους λαθρεμπόρους μεταναστών για να του επιτραπεί να ταξιδέψει. Τέλος, αρνήθηκε ότι συνέδραμε με οποιοδήποτε τρόπο, στην άφιξη των μεταναστών.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι ο ρόλος του Κατηγορούμενου 2 κατά το ταξίδι, ήταν να βοηθά τον Κατηγορούμενο 1 στην πλοήγηση της βάρκας και να προτρέπει διαρκώς τους μετανάστες, άμα τη ανακοπή τους από τις κυπριακές αρχές, να δηλώσουν ψευδώς ότι το ταξίδι ξεκίνησε από τη Συρία και όχι από τον Λίβανο. Προέκυψε περαιτέρω ότι το ταξίδι διοργανώθηκε από διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, η οποία δρα στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Νόμο, για εγκληματική οργάνωση που δραστηριοποιείται στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Έκαστος μετανάστης κατέβαλε στην εγκληματική οργάνωση, ποσό κυμαινόμενο από 3.000-3.500 δολάρια ως αντίτιμο για το ταξίδι. Τα μοναδικά πρόσωπα που δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό ήταν οι δύο Κατηγορούμενοι.

 

Τέλος, ως αναφέρθηκε, αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση Μετριασμού

 

Η συνήγορος των Κατηγορούμενων, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη το λευκό τους μητρώο, τη συνεργασία αμφότερων με τις διωκτικές αρχές, την άμεση παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια τους, τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στο κίνητρο των Κατηγορουμένων για τη διάπραξη που διασυνδέεται με τις δύσκολες οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις τους, τις οποίες επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει υπέρ τους, υιοθετώντας προς τούτο τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας.  Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τη συνήγορο στο νεαρό της ηλικίας των Κατηγορούμενων, καλώντας το Δικαστήριο να εξαντλήσει για τούτο όλα τα περιθώρια επιείκειας, ενώ τέλος, εισηγήθηκε σε σχέση με αμφότερους τους Κατηγορούμενους, ότι το σύνολο των περιστάσεων τους δικαιολογούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης, εφόσον η έκταση της επιτρέπει να εξεταστεί τέτοιο ενδεχόμενο.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Σε ότι αφορά τον Κατηγορούμενο 1, το σοβαρότερο αδίκημα που αντιμετωπίζει είναι αυτό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία με σκοπό το κέρδος (κατηγορία 5), για το οποίο προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 15 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και οι δύο αυτές ποινές[7]. Σε σχέση δε με το αδίκημα της μεταφοράς προσώπων δια υδάτινης οδού με μη ασφαλή ή υπερφορτωμένο σκάφος (κατηγορία 2), προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 12 έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €100.000 ή οι δύο αυτές ποινές[8], ενώ για το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών (κατηγορία 6), προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.10.000 (€17.086) ή και οι δύο αυτές ποινές[9].  Τέλος, για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη που βρέθηκε στη Δημοκρατία (κατηγορία 1), το οποίο οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού, καθώς επίσης για το έτερο αδίκημα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, ήτοι αυτό της παροχής συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία (κατηγορία 3), προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και οι δύο αυτές ποινές[10]

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι προβλεπόμενες ποινές σε ότι αφορά την κατηγορία 1 που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι από κοινού, αλλά και τις κατηγορίες 5 και 3 που αντιστοίχως αντιμετωπίζουν, αυτές εισήχθησαν με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν, οι αρχικώς προβλεπόμενες ποινές για τα συγκεκριμένα αδικήματα που προβλέπονταν από το Κεφ. 105, αυξήθηκαν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα εν σχέσει με αυτά, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 3, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5.000 και για το αδίκημα της κατηγορίας 5 ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.20.000.   

 

Η αύξηση αυτή στις ποινές, που στην περίπτωση των κατηγοριών 1 και 3 ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή και της κατηγορίας 5 φτάνει σχεδόν στο διπλάσιο όσο αφορά τη φυλάκιση και το τριπλάσιο για τη χρηματική, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με τα αδικήματα αυτά και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εν λόγω αδικημάτων. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα Δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν στην ως άνω πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Υπενθυμίζουμε επίσης εδώ την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή, ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/2013, ημερ. 5.10.2016). Με αυτό υπόψη, σημειώνουμε ότι μολονότι τα Δικαστήρια επιβάλλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, εντούτοις αδικήματα αυτής της φύσεως αντί να παρουσιάζουν σημεία κάμψης, δυστυχώς παρουσιάζουν έξαρση. Με δεδομένη λοιπόν την πολύ ανησυχητική συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσης, το καθήκον μας για αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό.

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί, δεδομένου και του ότι το σοβαρότερο αδίκημα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 1 αφορά στο άρθρο 19Α (βλ. κατηγορία 5), ότι με βάση το άρθρο 19Α(3) αποτελούν επιβαρυντικές περιστάσεις, πρώτον, το εάν το αδίκηµα διαπράχθηκε στο πλαίσιο δράσης εγκληµατικής οργάνωσης, κατά την έννοια του άρθρου 63Β του Ποινικού Κώδικα[11] και δεύτερον, αν η διάπραξη του αδικήµατος έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των υπηκόων τρίτων χωρών κατά των οποίων αυτό στρεφόταν.

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, την παράνομη είσοδο, διέλευση και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Στην υπόθεση Deveci ν. Αστυνομίας  (2009) 2 Α.Α.Δ 80, μετά από άμεση παραδοχή, ο  Κατηγορούµενος, ο οποίος ήταν νεαρό πρόσωπο (20 ετών) με λευκό ποινικό μητρώο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της υποβοήθησης διέλευσης υπηκόων τρίτης χώρας από το έδαφος της Δημοκρατίας, έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19A του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Τότε, με τον τροποποιητικό Νόμο 8(I)/2007, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €34.172 ή οι δύο αυτές, ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεν αυστηρή την επιβληθείσα ποινή, όχι όμως υπερβολική, ενόψει της προεξάρχουσας ανάγκης για αποτροπή αδικημάτων, της φύσης που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος και που σχετίζονταν με την ευρύτερη κατηγορία αδικημάτων που σχετίζονταν με παράνοµη είσοδο, παράνοµη διέλευση και παράνοµη παραµονή στη ∆ηµοκρατία.

 

Στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνοµίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515 ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση επιβλήθηκαν στον μεν πρώτο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες του λαθρεμπορίου μεταναστών και της υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους και 6 μηνών στην κατηγορία της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να παραμείνουν στη Δημοκρατία, ενώ στον δεύτερο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών στις αντίστοιχες κατηγορίες.  Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη, τότε, 8ετή ποινή φυλάκιση.

 

Στην υπόθεση Ghouneym v. Αστυνοµίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 576, είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της, (χωρίς όφελος) υποβοήθησης διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, πως παρά το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, η ποινή ήταν ορθή και ισορροπημένη, ενόψει των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν σε σχέση µε την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τα εξής τα οποία έχουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογή και στην παρούσα:

 

«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της Δηµοκρατίας άµεσα σχετίζεται µε την ανάγκη διαφύλαξης της δηµόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιµου που εν πολλοίς συναρτάται µε την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούµενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».

 

Στη δε πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, (ανωτέρω), το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, στο αδίκημα της υποβοήθησης παράνομου αλλοδαπού να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας έναντι αμοιβής, κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, από 18 μήνες σε 3 έτη, εστιάζοντας στη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσεως, στην εγγενή σοβαρότητα τους και ιδιαίτερα στο γεγονός πως για τα εν λόγω αδικήματα η προβλεπόμενη ποινή, κατόπιν εκ νέου θεώρησης (αύξησης) της ήταν φυλάκιση μέχρι 15 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €150.000 ή και οι δύο αυτές ποινές, στοιχείο που συνηγορούσε στην πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές.  Παράλληλα συνεκτίμησε πως παρόλο που δεν υπήρξε «εγκληματική οργάνωση» εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδάφιο (3) του Άρθρου 19Α, εντούτοις υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προέκυπτε από τα γεγονότα, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση, πέντε συνολικά αλλοδαπών. Σημειώνεται δε πως ο Κατηγορούμενος ήταν νεαρό πρόσωπο ηλικίας 23 ετών, με λευκό ποινικό µητρώο του, και παραδέχθηκε τις κατηγορίες ενώ επιπρόσθετα πιστώθηκαν στον Κατηγορούμενο τόσο οι δύσκολες προσωπικές του περιστάσεις όσο και το ότι ήταν ο µόνος ο οποίος εν τέλει τιµωρήθηκε, αφού τα άλλα δυο µέλη της συνωµοτικής οµάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).

 

Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας, ό,τι αξίζει να σημειωθεί, είναι κατ’ αρχάς η επιλογή του Κατηγορούμενου 1 να συμμετάσχει σε διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, με διεθνική δράση εκτεινόμενη στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο, υποβοηθώντας με τη συμμετοχή του στην προαγωγή και εν τέλει στην ολοκλήρωση του σκοπού της, που δεν ήταν άλλος βέβαια από το λαθρεμπόριο μεταναστών έναντι αμοιβής, αφού ως λέχθηκε, τα πρόσωπα αυτά κατέβαλαν από 3.000-3.500 δολάρια έκαστος, για τη μεταφορά τους.  Παρά το  γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν λήπτης του ποσού που κατέβαλαν οι μετανάστες, ούτε ο ιθύνων νους που διοργάνωσε το ταξίδι, εντούτοις ο ρόλος του δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουσιαστικός, αφού είναι προφανές ότι η συνδρομή του ήταν καταλυτική ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, μιας και χωρίς να πλοηγήσει τη βάρκα, το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να περατωθεί. Στα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί και το ότι έδρασε βάσει σχεδίου και προγραμματισμού, αφού σύμφωνα με τα γεγονότα προκύπτει πως την προηγούμενη του ταξιδιού, ήρθε σε συμφωνία με τον λαθρέμπορο προκειμένου να πλοηγήσει τη βάρκα έναντι ανταλλάγματος και οδήγησε τη βάρκα όταν βεβαιώθηκε για την καταβολή του ποσού που συμφωνήθηκε στη μητέρα του. Τονίζεται εδώ πως δεν ήταν πρόθεση του ιδίου να έρθει στην Κύπρο και πως αποστολή του ήταν ακριβώς να μεταφέρει τους παράνομους μετανάστες στη χώρα μας.  Οι δε ενέργειες του, ως έχει ήδη αναφερθεί, δεν έγιναν αφιλοκερδώς, αλλά αντιθέτως έγιναν έναντι αμοιβής που συμφώνησε να λάβει η οικογένεια του και πράγματι έλαβε, και η οποία ανήρχετο στο ποσό των 1.000 δολαρίων, ενώ παράλληλα σημειώνουμε και το ότι ο αδελφός του δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη μετάβαση του στην Κύπρο, ως οι λοιποί επιβαίνοντες.

 

Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται, αφενός, ο πολύ μεγάλος αριθμός των προσώπων που μεταφέρθηκαν, 123 στο σύνολο, μεταξύ των οποίων υπήρχε και αξιοσημείωτος αριθμός παιδιών, ήτοι 43, εκ των οποίων μάλιστα τα 27 ήταν ασυνόδευτα και αφετέρου, ο προφανής κίνδυνος που διέτρεξαν όλοι οι επιβαίνοντες ως εκ του εγχειρήματος που ο ίδιος ανέλαβε.  Και τούτο εφόσον σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα η ασφάλεια των επιβαινόντων βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, δεδομένου ότι η βάρκα στην οποία επέβαιναν ήταν υπερφορτωμένη (ο αριθμός των επιβατών που επέβαινε ήταν 12 φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό που θα μπορούσε να επιβιβαστεί με ασφάλεια) και έμπαζε νερά, εξ ου και ενεργοποιήθηκε (επιτυχώς) σχέδιο διάσωσης τους.  Επισημαίνεται δε εδώ ότι μετά την μετεπιβίβαση των μεταναστών στις άκατους της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, η βάρκα αφέθηκε στο σημείο εντοπισμού της και εν τέλει βυθίστηκε, κάτι που βεβαίως συνηγορεί προς το ότι είναι από καθαρή τύχη που αποφεύχθηκαν τα χειρότερα και δεν προέκυψαν θύματα.

 

Το γεγονός δε ότι η ομάδα στην οποία συμμετείχε ο Κατηγορούμενος 1 συνιστά, ως προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα, εγκληματική οργάνωση εν τη εννοία του άρθρου 63Β του Κεφ. 154[12], αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα εν σχέσει με τη σοβαρότερη εκ των κατηγοριών που ο Κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει (κατηγορία 5), ενώ σε σχέση τόσο με την κατηγορία 5 όσο και με την κατηγορία 6 προσμετρούμε ως επιβαρυντικά στοιχεία κατ’ αρχάς τον προσχεδιασμό που υπήρξε ως επεξηγήθηκε πιο πάνω, τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κατηγορούμενος 1 στο όλο εγχείρημα, παρότι δεν ήταν ο ίδιος εκ των «εγκεφάλων» της οργάνωσης και η συμμετοχή του δεν ήταν συστηματική αλλά αφορούσε μόνο την προκειμένη περίπτωση, τον μεγάλο αριθμό προσώπων που μεταφέρθηκαν, το γεγονός ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 43 παιδιά (27 εκ των οποίων ασυνόδευτα), το ότι μεταφέρθηκαν υπό συνθήκες που εγκυμονούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τους[13], καθώς και το ύψος του ποσού που συμφώνησε να λάβει η οικογένεια του για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε και συγκεκριμένα 1000 δολάρια, πλέον τη μη πληρωμή οιουδήποτε ποσού στους λαθρεμπόρους για το ταξίδι από τον αδελφό του. 

Δεν μας διαφεύγει ότι ο Κατηγορούμενος 1 και η οικογένεια του ζουν υπό συνθήκες φτώχειας και πως σκοπός της εμπλοκής του ήταν η εξασφάλιση χρημάτων για την οικογένεια του και πιο συγκεκριμένα για να μπορέσει να υποβληθεί η μητέρα του σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει.  Περαιτέρω κατά νου είχαμε και τη θέση της συνηγόρου του ότι ο διοργανωτής του παράνομου ταξιδιού εκμεταλλεύτηκε το νεαρό της ηλικίας του και την ευάλωτη θέση του, την φτώχεια και την ανάγκη του, με αποτέλεσμα να αποδεχθεί να πλοηγήσει τη βάρκα. Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις δυσκολίες αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 1, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με ευρύτερα προβλήματα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[14].

 

Στρεφόμενοι τώρα στον Κατηγορούμενο 2, πρέπει ευθέως να πούμε πως παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε επί των δικών τους όρων και το γεγονός ότι υπήρξε και από δικής του πλευράς συνδρομή ή και βοήθεια στους απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία, εντούτοις ο ρόλος του σαφώς διαχωρίζεται απ’ αυτόν του Κατηγορούμενου 1. Ο εν λόγω Κατηγορούμενος 2, ουσιαστικά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού βοηθούσε τον αδελφό του, Κατηγορούμενο 1, κατά την πλοήγηση της βάρκας, ενώ περαιτέρω προέτρεπε διαρκώς τους μετανάστες να δηλώσουν ψευδώς στις Κυπριακές Αρχές ότι το ταξίδι ξεκίνησε από τη Συρία και όχι από το Λίβανο. Πράγμα το οποίο βέβαια καταδεικνύει ότι είχε αντίληψη του όλου εγχειρήματος, στο πλαίσιο του οποίου μάλιστα ο ίδιος απεκόμισε έμμεσα όφελος αφού όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ίδιος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη μετάβαση του στην Κύπρο όπως οι υπόλοιποι μετανάστες. Ως προς το κίνητρο της εμπλοκής του αλλά και της μετανάστευσης του, που ήταν η αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών εργασίας προκειμένου να μπορέσει να στηρίξει οικονομικά τη σύζυγο και τα παιδιά του, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε τα όσα αναφέραμε αμέσως πιο πάνω εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1.

 

Επομένως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από κάθε ένα εκ των Κατηγορούμενων, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τους, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τις σοβαρές συνέπειες που η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις των Κατηγορούμενων, έτσι που να μην συνιστά γι’ αυτούς απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 1 και 2 τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό τους μητρώο, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση της συνηγόρου τους, ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία τους με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο, όπου ουσιαστικά μέσω της ομολογίας τους παραδέχθηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

-               Την άμεση παραδοχή τους στις κατηγορίες. Όπως είναι καλώς νομολογημένο, η παραδοχή περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα τους επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-               Τη μεταμέλεια τους, ως εμφαίνεται από τη συνεργασία με την Αστυνομία και την παραδοχή τους, αλλά και την απολογία τους, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου τους.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορούμενων, ως αυτές περιγράφονται στις σχετικές Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας και όπως αυτές περαιτέρω αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τη συνήγορο τους.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, οι οποίοι είναι αδέλφια μεταξύ τους και κατάγονται από το Λίβανο, είναι ηλικίας 19 και 29 ετών αντίστοιχα, αναλφάβητοι και προέρχονται από πολυμελή, φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας τους απεβίωσε το 2020 λόγω προβλημάτων υγείας που παρουσίασε, ενώ η μητέρα τους είναι οικοκυρά.  Η μητέρα τους και τα 5 αδέλφια τους, διαμένουν στο Λίβανο.  Ο Κατηγορούμενος 1 εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα ως ψαράς, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 από την ηλικία των 12 ετών μέχρι πρόσφατα, οπότε βρέθηκε εκτός εργασίας, εργαζόταν σε ψαραγορά.  

 

Σε σχέση δε με τον Κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη ότι είναι έγγαμος και πατέρας 4 ανηλίκων παιδιών (ηλικίας 2-9 ετών), τα οποία ζουν με την μητέρα τους, η οποία είναι οικοκυρά, στον Λίβανο. Ένεκα του ότι ο ίδιος και η σύζυγος του δεν εργάζονται, δεν έχουν τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σχολείο.  Διατηρεί χρέη στον Λίβανο τα οποία δημιουργήθηκαν για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών της οικογένειας του (1500 δολάρια) αλλά και για τη μετάβαση του ιδίου στην Κύπρο (€2900). Σε σχέση με το τελευταίο ποσό των €2.900, όπως εν τέλει διευκρινίστηκε αυτό δεν καταβλήθηκε αφού όπως αναφέρθηκε ουδέν ποσό χρειάστηκε να πληρώσει για τη μετάβαση του στην Κύπρο.  Επίσης, η οικογένεια καταβάλλει ποσό 200 δολαρίων ως ενοίκιο για την οικογενειακή κατοικία. Έχοντας αυτά υπόψη, αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, ώστε να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένεια του που βρίσκεται στον Λίβανο. 

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης, στους οικείους των Κατηγορούμενων και δη στη μητέρα και τα αδέλφια τους, αλλά και στα ανήλικα παιδιά και τη σύζυγο του Κατηγορούμενου 2, οι οποίοι εξαρτώνται από τον ίδιο για τη διαβίωση τους.  Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται υπόψη και η γενικότερη αγωνία που βιώνουν οι Κατηγορούμενοι αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Ειδικότερα για τον Κατηγορούμενο 1, λαμβάνουμε υπόψη το νεαρό της ηλικίας του, αφου όπως εν τέλει δηλώθηκε ενώπιον μας, σήμερα είναι ηλικίας 19 χρονών (κατά το χρόνο διάπραξης των αδικήματων ήταν 18 χρόνων). Επί τούτου σημειώνουμε ότι το νεαρό της ηλικίας ενός Κατηγορούμενου αναγνωρίζεται ως ισχυρός μετριαστικός παράγοντας[15]. Επομένως ο Κατηγορούμενος 1 ως νεαρό πρόσωπο αναμένει μεγαλύτερη επιείκεια[16] και σίγουρα η μεταχείριση του στην προκειμένη περίπτωση θα διαφέρει από την μεταχείριση της οποίας θα τύγχανε ένας ώριμος ενήλικας, αν βρισκόταν στη θέση του.

 

Από την άλλη βεβαίως, έχουμε επίσης υπόψη μας και οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι παρόλο που η ηλικία λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας[17]. Χαρακτηριστικά τα νομολογηθέντα στην Velcu v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 100/2019, ημερ. 20.1.2019, όπου λέχθηκε πως:

 

“Η αναγκαιότητα, όμως, για επιτέλεση του σκοπού της αναμόρφωσης, δεν μπορεί να εξουδετερώνει τους υπόλοιπους στόχους της επιβολής ποινής που αφορούν στην αποτροπή διάπραξης αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και από τρίτους, και, επιπλέον, στοχεύει στην προστασία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από συμπεριφορές όπως αυτές του εφεσείοντα. Δεν θα ήταν ορθό το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα αποφυγής των συνεπειών του νόμου και απουσίας επιβολής οποιασδήποτε ποινής”.

 

Ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, όπου μέσα από τον αριθμό των υποθέσεων που άγονται ενώπιον μας επί εβδομαδιαίας βάσης, διαπιστώνουμε ότι αδικήματα αυτής της φύσεως σε πολλές περιπτώσεις διαπράττονται από άτομα ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, όπως συμβαίνει δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση με τον Κατηγορούμενο 1.

 

Συνεκτιμώντας λοιπόν, αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση σε σχέση με αμφότερους τους Κατηγορούμενους. Συνεπώς θεωρούμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στους Κατηγορούμενους 1 και 2 τις ακόλουθες ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1:

Στην 1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην 2η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

Στην 5η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 ετών.

Στην 6η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 2,5 ετών.

 

Στον Κατηγορούμενο 2:

Στην 1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 1 έτους.

Στην 3η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 2,5 ετών.

Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε κάθε ένα εκ των Κατηγορούμενων να συντρέχουν.

 

Ενόψει του ύψους των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον Κατηγορούμενο 2, προχωρούμε να εξετάσουμε, κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης, ως ήταν και η εισήγηση της συνηγόρου του.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή ιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου 2, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.  

 

Επομένως, οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί εις αμφότερους τους Κατηγορούμενους θα είναι άμεσες.

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 14.11.23.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105 (στο εξής το Κεφ.105).

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 240 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 19A(1) του Κεφ.105.

[4] Κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 11(ΙΙΙ)/2003 και των άρθρων 6(1)(a), 6(2)(b), 6(3)(a),(b) του Τρίτου Μέρους του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της εν λόγω Σύμβασης.

[5] Κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του Κεφ.105.

[6] Κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(ζ) του Κεφ.105.

[7] Άρθρο 19Α(1) του Κεφ. 105.

[8] Άρθρο 240 του Κεφ. 154.

[9] Άρθρο 8 του Ν. 11(ΙΙΙ)/2003.

[10] Άρθρο 19 (2) και 19(ζ) του Κεφ. 105 αντίστοιχα.

 

[11] Με βάση δε το άρθρο 63Β του Κεφ. 154, ο όρος ‘εγκληµατική οργάνωση’ σηµαίνει διαρθρωµένη οµάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί µε σκοπό την τέλεση ποινικών αδικηµάτων που τιµωρούνται µε µέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών ετών.

[12] Βλ. άρθρο 19Α(3)(α) του Κεφ.105, ενώ σχετικές είναι και οι λεπτομέρειες της κατηγορίας 6 και ο ορισμός της φράσης «organized criminal group» στο άρθρο 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, ο οποίος εμπεριέχει τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης εν τη εννοία του άρθρου 63Β του Κεφ. 154.

[13] Βλ. και άρθρο 19Α(3)(β) σε σχέση με την κατηγορία 5.

[14] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15.

[15] βλ. Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 138/2020, ημερ. 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B176, καθώς επίσης το σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική «Sentencing in Cyprus», 2η έκδ. 2007, σελ. 88-90.

[16] βλ. Evtim Rumerov Iliev v Δηµοκρατίας, Ποιν. Έφ.218/16, ηµερ. 18.1.18.

[17] βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ 304 Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 83, Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο