ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 882/2023

 

Δημοκρατία

 

v.

 

                                                      1. C.C.O.

                                                      2. W.K.A.

Κατηγορούμενοι

 

27 Φεβρουαρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Kατηγορούσα Aρχή/Αιτήτρια: κα. Ε. Παπαλοϊζου, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Kατηγορούμενο 1/Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Λ. Κυριακίδης

Για τον Kατηγορούμενο 2/Καθ’ ου η Αίτηση: κα Κ. Χατζησέργη

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Αίτηση ημερ. 16.1.24 για Λήψη Μαρτυρίας μέσω Εικονοτηλεδιάσκεψης)

 

Με την υπό εξέταση αίτηση, η Κατηγορούσα Αρχή (στο εξής «η Αιτήτρια»), αιτείται την έκδοση διατάγματος, το οποίο να επιτρέπει τη λήψη της μαρτυρίας της μάρτυρος 3 επί του κατηγορητηρίου (στο εξής η «Μ3»), η οποία διαμένει μόνιμα στη Φινλανδία, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.

 

Α. Η ΑΙΤΗΣΗ

 

Το αίτημα εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 36Α του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9), στα άρθρα 61 και 175 της Ποινικής Δικονομίας (Κεφ. 155), στα άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, στα άρθρα 5-8 του Περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου (Ν. 23(Ι)/2001), στον Περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικός) Νόμο (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000), στον Περί του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Κυρωτικός) Νόμο (Ν. 5(ΙΙΙ)/2012), στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και στις συμφυείς εξουσίες, πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και στη σχετική με το θέμα νομολογία.  

         

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της αστυφύλακος Γ. Γ. (στο εξής «Ε/Δ Γ.Γ.»), στην οποία αναφέρει ότι η Μ3, η οποία είναι κάτοικος Φινλανδίας, είναι το πρόσωπο στο οποίο η Παραπονούμενη υπέβαλε άμεσα το παράπονο της, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση και ότι αυτή ενημέρωσε τις αρχές της Δημοκρατίας ότι, παρόλο που είναι πρόθυμη να καταθέσει ενόρκως για την παρούσα, εντούτοις δεν δύναται να μεταβεί στην Κύπρο για να καταθέσει ένεκα του βεβαρημένου προγράμματος της, της κακής οικονομικής της κατάστασης και των προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το βεβαρημένο της πρόγραμμα, η Μ3 αναφέρει ότι είναι φοιτήτρια στη Φινλανδία και παράλληλα εργάζεται ως δασκάλα, ενώ εργάζεται συχνά και σε απογευματινή δουλειά. Τις δε ώρες που δεν εργάζεται, ασχολείται με το απαιτητικό διάβασμα των σπουδών της. Έχει τονίσει επίσης τον κίνδυνο απαγόρευσης της άδειας προσέλευσης της στα μαθήματα που παρακολουθεί, σε περίπτωση που χρειαστεί να απουσιάσει, μιας και τα πλείστα μαθήματα της έχουν αυστηρή πολιτική φυσικής παρουσίας.

 

Όπως έχει αναφερθεί, η Μ3 επικαλείται και οικονομικά προβλήματα τα οποία, σύμφωνα πάντα με την ίδια, δεν της επιτρέπουν ν’ απουσιάσει από την εργασία της, εφόσον θα απωλέσει μέρος του μισθού της για τις ημέρες που δεν θα εργαστεί. Περαιτέρω, επειδή φοβάται για την ασφάλεια της, έπειτα από ό,τι συνέβη στη φίλη της, δεν είναι διατεθειμένη να μεταβεί μόνη της στην Κύπρο, όμως οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ίδια και τα στενά της πρόσωπα, καθιστούν αδύνατο το ενδεχόμενο να τη συνοδεύσει κάποιος στην Κύπρο.

 

Αναφορικά με το θέμα της ψυχικής υγείας, η Μ3 αναφέρει ότι αντιμετωπίζει έντονη ανησυχία εξαιτίας της υπόθεσης και παρευρίσκεται σε συνεδριάσεις με ψυχιατρική νοσοκόμα, η οποία την παρακολουθεί. Θεωρεί επίσης, πως το να ταξιδέψει μόνη της και να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία και κατ’ επέκταση στις σπουδές και τη μελέτη της. Σύμφωνα με την ομνύουσα, ζητήθηκε από τη Μ3 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει τις εν λόγω αναφορές της, πλην όμως όπως την ενημέρωσε η ίδια δεν έχει κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό και ότι τέτοιο πιστοποιητικό ενδεχομένως να μπορούσε να της δοθεί, έπειτα από τουλάχιστον τέσσερις συνεδρίες.

 

Σε σχέση με όλα τα παραπάνω, επισυνάπτονται δύο ηλεκτρονικά μηνύματα της Μ3 προς την ομνύουσα και τη δικηγόρο της Δημοκρατίας που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση, ημερομηνίας 17.12.23 και 5.1.24 αντίστοιχα (Τεκμήριο 1).  

 

Περαιτέρω, η ομνύουσα αναφέρεται στην ενημέρωση που έλαβε από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας που χειρίζεται την υπόθεση, ότι υπάρχει σύστημα εικονοτηλεδιάσκεψης τόσο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, όσο και στο Oulu District Court που είναι το πλησιέστερο στην Μ3, Δικαστήριο της Φινλανδίας, ως η ενημέρωση που έχει λάβει από την αρμόδια αρχή της Φινλανδίας, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην Κύπρο, καθώς και ότι η διαδικασία μπορεί να διευθετηθεί και διεξαχθεί εντός ευλόγου χρόνου.

 

Περιπλέον, επεξηγεί τη σημασία που έχει για την Αιτήτρια η μαρτυρία της Μ3, μιας και πρόκειται για ουσιώδη μάρτυρα, η μαρτυρία της οποίας δύναται να κριθεί ως άμεσο παράπονο και άρα, ενισχυτική μαρτυρία των όσων η Παραπονούμενη κατήγγειλε και αναφέρει ότι η Αιτήτρια δεν μπορεί να εξαναγκάσει τη μάρτυρα να μεταβεί στην Κύπρο για να δώσει μαρτυρία.  Τέλος, προβάλλει και τη θέση ότι η έκδοση του διατάγματος δεν θα πλήξει κανένα δικαίωμα των Κατηγορούμενων, αλλά αντίθετα θα εξυπηρετηθεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Β. Η ΕΝΣΤΑΣΗ

 

Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 (στο εξής «οι Καθ’ ων η αίτηση») καταχώρησαν από κοινού ένσταση, προβάλλοντας συνολικά έξι λόγους, οι οποίοι μπορούν πρόσφορα να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

1.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, εφόσον δεν προβάλλονται σοβαροί ή ειλικρινείς ή βάσιμοι λόγοι για τους οποίους δεν δύναται η Μ3 να εμφανιστεί στο Δικαστήριο, ούτε προκύπτει από την ένορκη δήλωση η επιθυμία της Μ3 να δώσει μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.

 

2.    Η μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου και ή σε νομολογία που υποστηρίζει ότι η μαρτυρία θα πρέπει να αξιολογείται, κατόπιν ζωντανής ακροαματικής διαδικασίας. 

 

3.    Η μη επισύναψη εγγράφων στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, συνεπάγεται ότι αυτές είναι γενικές, αόριστες και ελλιπείς,  καθώς επίσης είναι άκυρες, αφού είναι αντίθετες με το άρθρο 9(3) του Ν. 5(ΙΙΙ)/2012 και το άρθρο 14 της Σύμβασης.

 

Η ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση, συνοδεύεται από ένορκες δηλώσεις των ιδίων. Ενόψει του ότι το περιεχόμενο των εν λόγω ενόρκων δηλώσεων είναι ακριβώς το ίδιο, στο εξής θα αναφερόμαστε σε «Ε/Δ των Καθ’ ων η αίτηση».  Αποτελεί θέση τους ουσιαστικά, ότι όλοι οι ισχυρισμοί στην Ε/Δ. Γ.Γ. ή και οι λόγοι που προβάλλονται σε σχέση με την αδυναμία της Μ3 να προσέλθει στην Κύπρο για να καταθέσει, παρέμειναν αστήριχτοι, εφόσον δεν επισυνάφθηκαν σε σχέση μ’ αυτούς οποιαδήποτε έγγραφα, και κατ’ επέκταση η αίτηση είναι αβάσιμη. Θεωρούν επίσης ότι, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, δεν προκύπτει η επιθυμία της Μ3 να καταθέσει μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης. 

 

Ειδικά για το ζήτημα της ψυχικής υγείας της Μ3, είναι η θέση τους πως στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 5.1.24, η Μ3 γράφει αόριστα για πνευματική υγεία και όχι για ψυχική υγεία, όπως αναφέρεται στην Ε/Δ. Γ.Γ., αλλά σε κάθε περίπτωση απορρίπτουν τον ισχυρισμό της, διότι ακριβώς δεν έχει προσκομιστεί από μέρους της οποιοδήποτε πιστοποιητικό, ενώ με βάση τα λεγόμενα της, είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει να εξασφαλίσει τέτοιο πιστοποιητικό με την ολοκλήρωση των τεσσάρων συνεδριών που αναφέρει.

 

Σε σχέση με την αναφορά στην Ε/Δ. Γ.Γ. ότι η μαρτυρία της Μ3, ενδεχομένως να κριθεί ως άμεσο παράπονο, αναφέρουν ότι αυτό ακριβώς ενισχύει τη θέση για την ανάγκη φυσικής παρουσίας της ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ενώ τέλος, εκφράζουν και τη θέση πως ενόψει της σοβαρότητας της υπόθεσης, το να δώσει τη μαρτυρία της με εικονοτηλεδιάσκεψη θα είναι εναντίον του συμφέροντος της δικαιοσύνης.

 

Γ. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση γραπτών αγορεύσεων, μέσω των οποίων αμφότερες οι πλευρές παραθέσαν την επιχειρηματολογία τους, με αναφορά σε νομολογία, προωθώντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, στο πλαίσιο ανάλυσης της νομικής πτυχής της αίτησης και στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο.

 

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Ουσιαστική βάση του αιτήματος της Αιτήτριας αποτελεί το άρθρο 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:  

 

«36Α. (1) Σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται, εάν κρίνει αυτό προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης, να επιτρέψει σε μάρτυρα που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας να δώσει τη μαρτυρία του μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «εικονοτηλεδιάσκεψη», σημαίνει τη χρησιμοποίηση τεχνολογίας μετάδοσης εικόνας και ήχου ή άλλη διευθέτηση με την οποία μάρτυρας, παρόλο που απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου, δύναται να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου και αντίστροφα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου να βλέπουν και να ακούουν το μάρτυρα:

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου» θεωρούνται το Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος, οι δικηγόροι των μερών, ο διερμηνέας ή άλλα πρόσωπα που ορίστηκαν να βοηθούν το μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο.

 

(3) Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όποιους όρους κρίνει αναγκαίους για τη λήψη μαρτυρίας με εικονοτηλεδιάσκεψη και οι οποίοι δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία με διμερείς ή διεθνείς συμβάσεις που διέπουν το ζήτημα.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας v 1. Ανδρέα Δράκου, κ.α., ημερ.5.4.11 [απόφαση πλειοψηφίας (Χ.Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Ν. Γ. Σάντης, Α.Ε.Δ., ως ήταν τότε) Κακουργιοδικείου Λευκωσίας]:

 

« Το άρθρο 36Α, έχει διαδικαστική σύσταση και στόχευση, προβλέποντας περί της λήψης και παρουσίασης μαρτυρίας με εικονοτηλεδιάσκεψη και όχι τον καθορισμό ουσιωδών δικαιωμάτων των αφορούντων μερών, υπό την έννοια της ρύθμισης της συμπεριφοράς τους είτε με το κράτος είτε με άλλους.

         

Προσφέρει, απλούστατα, ένα δικονομικό μηχανισμό παρουσίασης μαρτυρίας, το πρόσφορο του οποίου εκπηγάζει από την τεχνολογική ανάπτυξη των καιρών. »

 

Τα πιο πάνω μας βρίσκουν σύμφωνους, όπως βεβαίως και το ότι «…το άρθρο 36Α, είναι δικονομικής φύσεως…». 

 

Από το περιεχόμενο δε του άρθρου 36Α, προκύπτει πως παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο να επιτρέψει σε μάρτυρα να δώσει μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, εφόσον (1) ο μάρτυρας διαμένει εκτός της επικράτειας της Δημοκρατίας και (2) η έγκριση του αιτήματος είναι «προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης».  Το ζήτημα βεβαίως της έγκρισης ή μη του αιτήματος, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Το τί δε, συνιστά, «συμφέρον της Δικαιοσύνης», δεν προκαθορίζεται σε οποιοδήποτε νομοθέτημα, αλλά επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία βεβαίως θα πρέπει να ασκείται δικαστικά υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που το περιβάλλουν.  Χαρακτηριστικά είναι τα λεχθέντα στην Αγγλική απόφαση Rowland and Another v. Bock and Another (2002) 4 All E.R. 370, από το Δικαστή Newman:

 

«.In my judgment the master: (1) failed to pay sufficient regard to the recognition accorded by the code to video link evidence. His conclusion that it should only be ordered in cases of pressing need, where a witness is 'too ill to attend', it too restrictive and conflicts with the broad and flexible purpose of the code which is directed to the objective of enabling the court to do justice. No defined limit or set of circumstances should be placed upon the discretionary exercise to permit video link evidence.».

 

(η έμφαση δόθηκε από το Δικαστήριο)

 

Σε σχέση με τον προσδιορισμό του τι απολήγει στο «συμφέρον της δικαιοσύνης» σχετικά είναι και τα όσα απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, 143, όπου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το συμφέρον αυτό χαρακτηρίζεται, γενικώς, ως έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Για τον δε, προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης, σε κάθε περίπτωση, απαιτείται η αντιστάθμιση, αφενός των συνεπειών της όποιας παρεκτροπής από τα θέσμια και τα επακόλουθά τους στα δικαιώματα του αντιδίκου και αφετέρου των συνεπειών άρνησης του σχετικού αιτήματος στα συμφέροντα του αιτητή[1], με τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να είναι ευρύτατη και απαιτούσα στάθμιση του κάθε δυνητικώς συνυπολογίσιμου στοιχείου[2], με δείκτη την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και τις επιπτώσεις στον κατηγορούμενο[3].

 

Όπως αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση Ανδρέα Δράκου ανωτέρω:

 

« Υπό αυτή την οπτική, το συμφέρον της Δικαιοσύνης δε μπορεί παρά να αποσκοπεί (και εδώ), στη διαπίστωση ή όχι της ποινικής ευθύνης των καθ΄ων η αίτηση, στη βάση ενός, κατά το εφικτόν, ακριβούς οικοδομήματος αποτελούμενου από νόμιμη, σχετική και αποδεκτή μαρτυρία, με στοιχειωδώς δεδομένη τη δυνατότητα των τελευταίων, να συνδράμουν, όπως και η αιτήτρια, στην πραγμάτωση του (και δεν υπαινισσόμαστε αντιστροφή του βάρους απόδειξης ή του τεκμηρίου της αθωότητας), δια της αμφισβήτησης με αντεξέταση ή άλλως πως, των εκατέρωθεν μαρτύρων και της όποιας μαρτυρίας αναφυηθεί.»    

 

Πέραν των ανωτέρω, σημειώνεται επίσης πως οι πρόνοιες του άρθρου 9 του περί του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκη Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα Νόμου (Ν.5(ΙΙΙ)/2012), προβλέπουν ότι σε περίπτωση που πρέπει να εξεταστεί πρόσωπο, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, ως μάρτυρας από τις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους αλλά δεν είναι επιθυμητό ή δυνατό να εμφανιστεί το εν λόγω πρόσωπο αυτοπροσώπως στο εν λόγω κράτος μέλος, το κράτος αυτό μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια της εξέτασης με εικονοτηλεδιάσκεψη, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στις παραγράφους 2 - 7 του ίδιου άρθρου, οι οποίες ρυθμίζουν ζητήματα διαδικασίας.

 

Αρχίζοντας την εξέταση του ζητήματος από την πρώτη προϋπόθεση, που αφορά στο ότι ο μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία ζητείται να ληφθεί μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης θα πρέπει να διαμένει εκτός της επικράτειας της Δημοκρατίας, σημειώνεται πως το ότι η Μ3 είναι μόνιμη κάτοικος Φινλανδίας, δεν αμφισβητείται. Επομένως, βρίσκουμε ότι η πρώτη προϋπόθεση πληρούται.  

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση και το κατά πόσο το αίτημα θα απέβαινε εν τέλει προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, έχουμε εξετάσει με ενδελέχεια κάθε τι που τέθηκε ενώπιον μας, καθώς και τις εκατέρωθεν εισηγήσεις. 

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι, αντίθετα με τη θέση που προβάλλουν οι Καθ’ ων η αίτηση, η Μ3 είναι πρόθυμη να δώσει μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, ως αναφέρεται δηλαδή και στην Ε/Δ Γ.Γ.  Εις αμφότερα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που επισυνάπτονται στην αίτηση και τα οποία συναποτελούν το Τεκμήριο 1, εξηγώντας ουσιαστικά τους λόγους που δεν μπορεί να μεταβεί στην Κύπρο για να καταθέσει, στο πρώτο αναφέρει «Only the remote testimony could have worked..», ενώ στο δεύτερο «I hope that this will help with getting the remote testimony. This is all I can do now.»  Συναφώς, με αυτά υπόψη, προκύπτει με σαφήνεια η πρόθεση της Μ3 να καταθέσει με τον τρόπο αυτό και η περί του αντιθέτου αναφορά των Καθ’ ων η αίτηση δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Σε σχέση τώρα με τους λόγους που δεν δύναται να μεταβεί στην Κύπρο για να καταθέσει, σύμφωνα πάντα με τα όσα η ίδια ανέφερε προφορικά στη Γ.Γ. αλλά και γραπτώς στα ηλεκτρονικά μηνύματα που της απέστειλε, κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι πράγματι δεν έχει προωθήσει οποιαδήποτε έγγραφα προς επιβεβαίωση των όσων αναφέρει.  Μάλιστα, όπως αναφέρει η ομνύουσα στην αίτηση, έχει ζητηθεί από την Μ3 ν’ αποστείλει κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό προς επιβεβαίωση των αναφορών της για τα θέματα ψυχικής υγείας και η τελευταία ανέφερε ότι η ψυχιατρική νοσοκόμα που την παρακολουθεί θα μπορούσε να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό μόνον μετά το τέταρτο ραντεβού, αλλά και πάλιν δεν είναι βέβαιη αν θα της δοθεί (βλ. το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 17.12.23 στο Τεκμήριο 1).  Μέχρι την τελευταία αυτή ημερομηνία, ως η ίδια αναφέρει, πραγματοποιήθηκε μόνο ένα ραντεβού.  

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι η μη επισυνάψη εγγράφων αφαιρεί από την αίτηση, άνευ ετέρου, το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για σκοπούς στήριξης του αιτήματος, όπως ουσιαστικά εισηγείται η πλευρά των Καθ’ων η αίτηση. Στην Ε/Δ. Γ.Γ. προβάλλονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί καθώς επίσης και οι λόγοι για τους οποίους η Μ3 δεν επιθυμεί να έρθει στην Κύπρο για να καταθέσει, με βάση όσα η τελευταία της έχει αναφέρει προφορικά αλλά και γραπτώς μέσω των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του Τεκμηρίου 1 και η ομνύουσα δεν έχει υποβληθεί σε αντεξέταση, προς αμφισβήτηση των όσων καταγράφονται στην ένορκη της δήλωση. Οι Καθ’ ων η αίτηση δε, αρκέστηκαν ουσιαστικά σε γενική άρνηση των ισχυρισμών που παρατίθενται στην Ε/Δ. Γ.Γ., επικαλούμενοι απλά τη μη επισύναψη εγγράφων. Υπό τις περιστάσεις, δεν θεωρούμε ότι έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε για να καταρρίψει τα όσα προβάλλονται στην Ε/Δ. Γ.Γ. και δη τους λόγους που  ουσιαστικά επικαλείται η Μ3 δηλώνοντας αδυναμία να προσέλθει στην Κύπρο για να καταθέσει.

 

Δεν μας διαφεύγει βέβαια ότι οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν άκυρη την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, και στη βάση του ότι η μη επισύναψη εγγράφων αντιβαίνει στο άρθρο 9(3) του Ν.5(ΙΙΙ)/2012 και στο άρθρο 14 της Σύμβασης (βλ. λόγο ένστασης στ).  Επί τούτου επισημαίνεται ότι στο άρθρο 14 της Σύμβασης (Ν.2(ΙΙΙ)/2000) αναφέρονται οι βασικές πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε αιτήσεις για αμοιβαία αρωγή, ενώ το εν λογω άρθρο 9(3) του Ν.5(ΙΙΙ)/2012 προνοεί ότι «Αιτήσεις για ακρόαση με εικονοτηλεδιάσκεψη περιλαμβάνουν, επιπρόσθετα προς τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 14 της Σύμβασης, τον λόγο για τον οποίο δεν είναι επιθυμητό ή δυνατόν για τον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα να παραστεί αυτοπροσώπως, το όνομα της δικαστικής αρχής και των προσώπων που θα διενεργήσουν την ακρόαση.»  Ό,τι χρειάζεται να λεχθεί εδώ, χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, είναι ότι η αίτηση που πραγματεύονται τα πιο πάνω άρθρα, προφανώς δεν έχει καμμία σχέση με την επίδικη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζεται από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, αν θα εγκρίνει ή όχι το αίτημα για εικονοτηλεδιάσκεψη.  Εφόσον η επίδικη αίτηση εγκριθεί, τότε θα ακολουθήσει η αναφερόμενη στα πιο πάνω άρθρα αίτηση αμοιβαίας αρωγής, προς την αρμόδια αρχή της Φινλανδίας, στο πλαίσιο ακριβώς των υποχρεώσεων των δύο κρατών με βάση την πιο πάνω αναφερόμενη Σύμβαση και το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της, όπου και θα πρέπει να περιληφθούν όλες οι πληροφορίες που αναφέρθηκαν.

 

Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα είναι ότι για τους λόγους που προβάλλει, η Μ3 δεν επιθυμεί να έρθει στην Κύπρο. Μάλιστα έχει φροντίσει να καταστήσει σαφές, ότι αν η μαρτυρία της δεν δοθεί μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, δεν προτίθεται να έρθει για να καταθέσει. Τούτο προκύπτει με σαφήνεια από το γεγονός ότι στο πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 17.12.23 (Τεκμήριο 1), αναφέρει στο τέλος ότι για τους λόγους που εξήγησε μόνον η εικονοτηλεδιάσκεψη θα μπορούσε να λειτουργήσει, αλλά επειδή δυστυχώς αυτό δεν φαίνεται δυνατό,I hope the best for the case.  

 

Δεν διέλαθε την προσοχή μας βεβαίως, ότι οι οικονομικοί λόγοι που επικαλείται δεν θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν βάσιμο λόγο για να μην έρθει στην Κύπρο, καθότι όπως δήλωσε η εκπρόσωπος της Αιτήτριας στο στάδιο των αγορεύσεων, η Δημοκρατία θα καλύψει όλα τα έξοδα της μάρτυρος τόσο για τη μετάβαση και τη διαμονή της στην Κύπρο, όσο και τους μισθούς που θα απωλέσει για όσες μέρες χρειαστεί ν’ απουσιάσει από τη δουλειά της όταν θα βρίσκεται στην Κύπρο για σκοπούς της μαρτυρίας της. Απο εκεί και πέρα όμως, έχουμε την άποψη, αντικρίζοντας τα πράγματα σφαιρικά, ότι ουδείς μπορεί να κατακρίνει τη μάρτυρα ή να θεωρήσει παράλογο πως δεν επιθυμεί να φύγει μακριά από τη χώρα της, όπου εργάζεται σε δύο εργασίες, ενω παράλληλα σπουδάζει. Κυρίως όμως δεν μπορεί να κατακριθεί για το γεγονός ότι νιώθει άγχος και ανησυχία σε σχέση με τη διαδικασία, ιδίως αν αναλογιστεί κάποιος ότι παρευρίσκεται για το λόγο αυτό σε συνεδριάσεις με ψυχιατρική νοσοκόμα, αλλά και ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Κύπρο, αφου δεν νιώθει ασφαλής έχοντας κατά νου αυτό που (κατά τη θέση της) συνέβη. Η θέση της δε ότι το να προσέλθει στην Κύπρο μόνη της (αφού εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει δυνατότητα να τη συνοδεύσει κάποιος) και να λάβει μέρος στη διαδικασία με φυσική παρουσία, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία, έχει τη λογική της, εάν συνυπολογιστούν μαζί και όλα τα πιο πάνω.  Επισημαίνουμε βεβαίως ότι σε αυτό το στάδιο δεν υιοθετούμε ως γεγονός πως διαπράχθηκε οποιοδήποτε αδίκημα σε βάρος της Παραπονούμενης, όμως αυτό που προφανώς γνωρίζει η ίδια, λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρονται στην Ε/Δ. Γ.Γ. για τη φύση της μαρτυρίας της, είναι αυτό που της αναφέρθηκε από την Παραπονούμενη για το τί συνέβη.

 

Σημειώνουμε εδω ότι οι μάρτυρες στην υπόθεση Δράκος (ανωτέρω), οι οποίοι διέμεναν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με σεβασμό απέρριψαν την πρόσκληση για προσωπική παρουσία τους στην Κύπρο για να δώσουν μαρτυρία, για λόγους που εξήγησαν. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι μάρτυρες απλά δεν επιθυμούσαν να προσέλθουν και ως αναφέρθηκε τούτο αποτελούσε λόγο από μόνο του, ο οποίος θα έπρεπε να αποτιμηθεί. Ακολούθως, λέχθηκαν τα εξής:

 

«  Η εν λόγω συμπεριφορά τους (παρόλο που πόρρω απέχει από του να θεωρείται ιδανική στη δική μας καθεστηκυία και δικαιϊκή τάξη), δε μπορεί παρά να ειδωθεί διαδραστικώς, μέσα από το φακό των σύγχρονων διασυνοριακών νομικών πραγματικοτήτων και των μέσων που παρέχονται, πια, για σμίκρυνση ή εξάλειψη των δημιουργούμενων δυσχερειών, δικαιοδοτικών και άλλων.

 

Μάλιστα, σε άλλες εποχές, τέτοια άρνηση εκ πλευράς μαρτύρων, θα αποτελούσε και το πέρας κάθε άλλης προσπάθειας αποτελεσματικής παρουσίασης ή παράθεσης της μαρτυρίας τους.

 

Τουλάχιστον, παρέχεται στις μέρες μας, η επιλογή της εικονοτηλεδιάσκεψης, με όλα ασφαλώς τα προτερήματα και μειονεκτήματα της.

 

Αυτό το γνωρίζουν οι επιδιωκόμενοι μάρτυρες και συναινούν στην προσδοκώμενη διαδικασία.

 

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση σε όλα αυτά.

 

Η άρνηση των επιδιωκόμενων μαρτύρων, δε θα ήταν ορθό να αντικρίζονταν τιμωρητικά για την αιτήτρια, αφού αυτό, κατά μια ευρύτερη εφαρμογή του σκεπτικού στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6, 9, θα απέβαινε, ως θέμα αρχής, σε αδικαιολόγητο συγχρωτισμό, από θεσμικής απόψεως, της αιτήτριας με τους επιδιωκόμενους μάρτυρες, ταυτίζοντας, με παράδοξο τρόπο, τις μεταξύ τους επιδιώξεις και ρόλο και επιφέροντας ρήγμα στην έννομη τάξη, με δεδομένο μάλιστα και το ότι η αιτήτρια δε θα μπορούσε να τους εξαναγκάσει σε φυσική παρουσία ενώπιον μας, λόγω και της απουσίας αμφίδρομης και δεσμευτικής διαδικασίας για κάτι τέτοιο.

 

Το τι καταφαίνεται είναι ότι, εκτός και αν δοθεί η δυνατότητα στην αιτήτρια να παρουσιάσει τη μαρτυρία των επιδιωκόμενων μαρτύρων μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, αυτοί δε θα προσέλθουν για να δώσουν μαρτυρία στην Κύπρο.

 

Το γεγονός, αποτελεί για μας ισχυρό λόγο για αποδοχή του αιτήματος, όπως εξάλλου έγινε και στη R v. Forsyth (1997) 2 Cr App R 299, 311 (με τις αναφορές όμως εκεί σε Βόρεια Κύπρο [«Northern Cyprus»] και τα τοιαύτα, να τα απορρίπτουμε διαρρήδην για τους πολλούς καλούς και γνωστούς λόγους), ανεξαρτήτως του ότι δε θα μπορούσε, να προωθηθεί αποτελεσματικώς διαδικασία καταφρόνησης Δικαστηρίου, ψευδορκίας ή όπως ήδη διατυπώσαμε, εξαναγκασμού προς προσέλευση των επιδιωκόμενων μαρτύρων ενώπιον μας. Το Αγγλικό Εφετείο τόνισε, δια του Λόρδου Δικαστού Beldam, επί των παρόμοιων με τις επίδικες, προνοιών του άρθρου 32, του Criminal Justice Act 1988, ότι:

 

«In general, once it is shown that there is difficulty in obtaining the attendance of witnesses abroad whose evidence is relevant to the defence, we consider the court should lean in favour of permitting evidence to be given in this way though in particular cases there may be reasons to refuse it».   »

 

Έτσι και εδώ. Η Μ3 δεν επιθυμεί να έρθει στην Κύπρο, επικαλούμενη για τούτο συγκεκριμένους λόγους. Η Αιτήτρια όμως θεωρεί σημαντική τη μαρτυρία της, εφόσον σύμφωνα πάντα με τη θέση της, πρόκειται για το πρόσωπο στο οποίο υποβλήθηκε άμεσα το παράπονο της Παραπονούμενης και κατ’ επέκταση η μαρτυρία της ενδεχομένως να κριθεί ενισχυτική στη διαδικασία. Πράγματι, εάν η μαρτυρία του συγκεκριμένου προσώπου ήθελε κριθεί ως άμεσο παράπονο, με βάση το νόμο και τη νομολογία θα δύναται να ληφθεί υπόψη ως ενισχυτική της μαρτυρίας της Παραπονούμενης.  Είναι δε σαφές, ότι αν δεν δοθεί η δυνατότητα στην Αιτήτρια να παρουσιάσει τη μάρτυρα μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, πολύ απλά δεν θα μπορεί να παρουσιάσει τη μαρτυρία αυτή, αφού δεν υπάρχει τρόπος να εξαναγκάσει την εν λόγω μάρτυρα να μεταβεί στην Κύπρο για να καταθέσει.

 

Συναφώς, και θεωρώντας ότι δεν θα πρέπει να αποστερηθεί η Αιτήτρια τη δυνατότητα να παρουσιάσει μια μάρτυρα την οποία θεωρεί σημαντική, βρίσκουμε ότι έχει καταδειχθεί σοβαρός λόγος που συνηγορεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.

 

Επαναλαμβάνουμε εδώ, ότι η μάρτυρας γνωρίζει ότι παρέχεται η δυνατότητα να δοθεί η μαρτυρία της μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης και δηλώνει πρόθυμη να το πράξει.  

 

Ως προς την άρνηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι υπάρχει σύστημα εικονοτηλεδιάσκεψης τόσο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, όσο και στο Δικαστήριο της Φινλανδίας ήτοι στο Oulu District Court, που είναι το πλησιέστερο Δικαστήριο στην μάρτυρα, κατ’ αρχάς να επαναλάβουμε ότι δεν ζητήθηκε η αντεξέταση της ομνύουσας στην αίτηση προκειμένου ν’ αμφισβητηθούν τα λεγόμενα της επι του συγκεκριμένου θέματος και κυρίως ότι έχει ληφθεί διαβεβαίωση από την αρμόδια αρχή της Φινλανδίας, μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών, πως τέτοιο σύστημα υπάρχει στο εν λόγω Δικαστήριο. Επίσης, πέραν της γενικής άρνησης από πλευράς Καθ’ων η αίτηση, δεν έχει τεθεί από μέρους τους οτιδήποτε που να θέτει σε αμφιβολία τη σχετική αναφορά Γ.Γ.. Συναφώς, γίνεται αποδεκτό ότι υπάρχει σύστημα εικονοτηλεδιάσκεψης στο συγκεκριμένο Δικαστήριο της Φινλανδίας. Επισημαίνουμε πάντως ότι και να μην υπήρχε, αυτό δεν θα αποτελούσε κώλυμα για την μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αφου θα μπορούσε να εφοδιάσει η Δημοκρατία τα τεχνικά µέσα για την εικονοτηλεδιάσκεψη (βλ.  άρθρο 9(3) του Ν.5(ΙΙΙ)/2012[4]).  Το τελευταίο, θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς δυσκολία, ότι δείχνει και την πρόθεση των κρατών της Ευρωπαικής Ένωσης, να συνδράμουν τα μέγιστα στις διαδικασίες αυτής της φύσης και να διευκολύνουν την πραγματοποίηση τους[5].

 

Για σκοπούς πληρότητας, προσθέτουμε πως έχουμε ιδίαν γνώσιν ότι στο παρόν Δικαστήριο υπάρχει εγκατεστημένο σύστημα για σκοπούς εικονοτηλεδιάσκεψης και πιο συγκεκριμένα, η αίθουσα που το Δικαστήριο συνεδριάζει, είναι επανδρωμένη με διπλό σύστημα εικόνας και ήχου, το οποίο παρέχει την ευχέρεια σε μάρτυρα ο οποίος δίδει τη μαρτυρία του μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, να μπορεί να παρακολουθεί τη διαδικασία αλλά και να παρακολουθείται από τους διαδίκους και το Δικαστήριο, ως επίσης και να βλέπει τα όποια τεκμήρια του υποδεικνύονται, κατά τρόπο που η οπτική επαφή μαζί του, να παραμένει απρόσκοπτη. Σε περίπτωση δε ανάγκης προβολής οποιουδήποτε οπτικοακουστικού υλικού, κατά το χρόνο που μάρτυρας καταθέτει μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, υπάρχει η δυνατότητα χρήσης του δεύτερου συστήματος τηλεόρασης έτσι ώστε, χωρίς να διακόπτεται η επαφή με τον μάρτυρα, να είναι δυνατόν τόσο αυτός όσο και οι λοιποί παράγοντες της δίκης, να βλέπουν ή να ακούνε το υλικό αυτό.

 

Αποτελεί επίσης θέση των Καθ’ων η αίτηση, ότι δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η διεξαγωγή της διαδικασίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, αφου πρόκειται για σοβαρή υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας κινδυνεύουν με βαρύτατη ποινή αλλά και επειδή η μαρτυρία της Μ3 είναι σημαντική και ουσιαστική.  Ως αναφέρουν δε οι συνήγοροι τους στην γραπτή τους αγόρευση (βλ. σελ.11), τυχόν αποδοχή της αίτησης θα βλάψει το συμφέρον της δικαιοσύνης, θα θίξει βλαπτικά τα συμφέροντα και δικαιώματα των Κατηγορούμενων και είναι αντίθετη με το άρθρο 30 του Συντάγματος, το Ν.5(ΙΙΙ)/2012, την Ευρωπαική Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινική Θέματα και θα ωφελήσει μόνο το «κακώς» νοούμενο συμφέρον της μάρτυρος.  

 

Κατ’ αρχάς να λεχθεί πως το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση είναι σοβαρή, καθώς επίσης ότι η μαρτυρία της Μ3 είναι σημαντική και ουσιαστική, δεν θεωρούμε πως αποτελούν από μόνα τους στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.  Σε σχέση δε με την ισχυριζόμενη παραβίαση του Ν.5(ΙΙΙ)/2012 και της Σύμβασης που αναφέρεται ανωτέρω, σχετικά είναι όσα έχουν αναφερθεί σε άλλο σημείο ανωτέρω. 

 

Από εκεί κει πέρα, παρατηρούμε ότι το ζήτημα του επηρεασμού των δικαιωμάτων των Καθ’ ων η αίτηση και της παραβίασης του άρθρου 30 του Συντάγματος τίθεται γενικά, αφού πουθενά δεν καθορίζεται από μέρους τους κατά ποιο τρόπο θα επηρεαστούν τα δικαιώματα τους ή θα παραβιαστεί το εν λόγω άρθρο από τη λήψη της μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.  Σε κάθε περίπτωση αναφέρουμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, σε περίπτωση που εγκριθεί το αίτημα, θα έχουν, συμφώνως του άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και του άρθρου 6.3(δ) της ΕΣΔΑ, την ευκαιρία να αντεξετάσουν την Μ3 και να μας καλέσουν στο κατάλληλο στάδιο, να προβούμε σε ευρήματα επί της αξιοπιστίας και βαρύτητας της μαρτυρίας της, δεδομένων και των όποιων πληγμάτων θεωρηθούν ότι προκλήθηκαν στα δικαιώματά τους από τον τρόπο που λήφθηκε η μαρτυρία[6]. Θεωρούμε, εν πάση περιπτώσει, πως δεν είναι τούτο το κατάλληλο στάδιο για να εξεταστεί και να προαποφασιστεί ουσιαστικά ζήτημα επηρεασμού των δικαιωμάτων τους που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό θα αποτιμηθεί, μαζί με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που τυχόν θα τεθούν, στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης[7]

 

Και κάτι ακόμη. Στην Δράκου (ανωτέρω), γίνεται παραπομπή στην Regina (D) v. Camberwell Green Youth Court and Another (2005) 1 WLR 393, 399 (HL), όπου κρίθηκε πως το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται τη φυσική πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση με τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους στη δίκη. Εν προκειμένω βεβαίως, τονίζεται πως σε περίπτωση που εγκριθεί το αίτημα, οι Καθ΄ ων η αίτηση θα έχουν την ευκαιρία κατά την εικονοπτηλεδιάσκεψη ν’ αντικρίσουν και αντικρούσουν δια αντεξέτασης τη Μ3 επί οποιασδήποτε πτυχής επιθυμούν, με τον όποιο συναφώς αποδειχθέντα δυσμενή επηρεασμό τους ως εκ της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, να αποτελεί εφαλτήριο εισήγησης περί παραβίασης του δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη, στον κατάλληλο χρόνο, ως έχει αναφερθεί και πιο πάνω.

 

Επομένως και έχοντας υπόψιν τη φύση και το όλο πλέγμα της παρούσας υπόθεσης που αφορά ισχυριζόμενο βιασμό, το γεγονός ότι η Μ3 δεν έχει υποστηρικτικό περιβάλλον στη χώρα μας, τους λόγους που προβάλλονται ως προς την αδυναμία της να προσέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να δώσει τη μαρτυρία της με φυσική παρουσία αλλά και τη σημασία της μαρτυρίας της, αφού πρόκειται για ουσιώδη μάρτυρα της υπόθεσης και συναρτώντας τα πιο πάνω με το γεγονός ότι υπάρχει η αναγκαία υποδομή για τη λήψη της μαρτυρίας της μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, κατά τρόπο που να μπορούν να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των Καθ’ ων η αίτηση, καταλήγουμε πως πράγματι η παρούσα είναι περίπτωση όπου η έγκριση του αιτήματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Θεωρούμε δε πως, τυχόν απόρριψη του αιτήματος, θα απέληγε ουσιαστικά στην αποστέρηση από την Αιτήτρια μιας σημαντικής μαρτυρίας, χωρίς μάλιστα να καταδεικνύεται πράγματι οποιοσδήποτε επηρεασμός των δικαιωμάτων των Καθ’ ων η αίτηση κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο και θα ισοδυναμούσε με χειρισμό που δεν θα προωθούσε το συμφέρον της δικαιοσύνης υπό τις περιστάσεις.  Και τούτο, διότι θα δημιουργούσε αναλογικώς, πολύ μεγαλύτερη αδικία στην Αιτήτρια από εκείνη που θα μπορούσε να προκληθεί στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού δε θα της επέτρεπε να προχωρήσει με την παρουσίαση της μαρτυρίας που επιθυμεί, γεγονός που θα απέβαινε και σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος το οποίο -μεταξύ άλλων- καλεί σε αποτελεσματική, δίκαιη και ορθή για όλους παρουσίαση σοβαρών ποινικών υποθέσεων ενώπιον των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, με στόχευση την καταστολή και αποτροπή του εγκλήματος, χωρίς εννοείται, οποιεσδήποτε εκπτώσεις σε βάρος οποιουδήποτε δικαιώματος των Κατηγορούμενων.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Αποτελεί συνακόλουθα κατάληξη μας ότι, υπό τις περιστάσεις, το αίτημα είναι δικαιολογημένο και εγκρίνεται. Συναφώς εκδίδεται διάταγμα ως το αιτητικό Α της αίτησης.  

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] Ιωάννου ν. Κράνου και Άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 7, 10

[2] Παφίτη ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 684, 689.

[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου και Άλλων, Ποιν. Εφ. 56/09 κ.ά, ημ. 29.3.10.

[4] Εάν Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν έχει πρόσβαση στα τεχνικά µέσα για εικονοτηλεδιάσκεψη, τα µέσα αυτά είναι δυνατόν να τεθούν στη διάθεσή του από το αιτούν Μέρος µε αµοιβαία συµφωνία.

 

[5] Σύμφωνα με το άρθρο 1(1) του Ν. 5(ΙΙΙ)/2012 : Τα Μέρη αναλαµβάνουν άµεσα να παρέχουν προς άλληλα, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης, το µεγαλύτερο µέτρο αµοιβαίας αρωγής σε διαδικασίες σχετικά µε αδικήµατα η τιµωρία των οποίων, κατά το χρόνο της αίτησης για αρωγή, εµπίπτει εντός της δικαιοδοσίας των δικαστικών αρχών του αιτούντος Μέρους.

[6] Βλ. την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v Δράκου ανωτέρω.

[7] Βλ. και την Κορέλλης v Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 (Γ) ΑΑΔ 1718, 1752-1753, η οποία μνημονεύεται και στην Γενικός Εισαγγελέας v Δράκου ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο