ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΏΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης 2336/23

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

  1. Λ.Π.

                                                          2. Έ.Π.

Κατηγορούμενοι

 

28 Ιουνίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Αδάμος Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο 1 : κ. Κ. Πραστίτης

Για την Κατηγορούμενη 2 : κ. Χρ. Δημητρίου

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο Κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος, με δική του παραδοχή, στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Παρόλο δε που η υπόθεση για την Κατηγορούμενη 2, η οποία αρνήθηκε ενοχή στην κατηγορία που αυτή αντιμετωπίζει[1], εκκρεμεί για ακρόαση, υποβλήθηκε αίτημα από την κατηγορούσα αρχή, συμφωνούντων αμφότερων των Κατηγορουμένων, όπως το Δικαστήριο προχωρήσει και επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο 1, προ της ολοκλήρωσης της υπόθεσης για την Κατηγορούμενη 2, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, έχουν συνοπτικά ως ακολούθως:

 

Στις 29.08.2023, γύρω στις 5:00 μ.μ., η Μ.Δ.[2], επισκέφτηκε την πατρική της κατοικία που βρίσκεται στην Ξυλοτύμπου και επί τη ευκαιρία μετέβη μετά από κάποια λεπτά συνοδευόμενη από τη Μ.Ν.[3] στο γειτονικό σπίτι που βρίσκεται στην ίδια οδό,  όπου κατοικούσε ο ξάδερφός της (το θύμα), για να τον καλέσει στον επικείμενο γάμο της θυγατέρας της.  Χτύπησε την πόρτα της κύριας εισόδου και από το μικρό ανοιχτό παράθυρο της εν λόγω  εισόδου, φώναξε το μικρό του όνομα χωρίς να λάβει απάντηση. Αφουγκραζόμενες από το ανοιχτό παράθυρο οι δύο γυναίκες, άκουσαν βογγητό να προέρχεται από το εσωτερικό της κατοικίας  και ανησύχησαν. Η πρώτη (Μ.Δ.), έβαλε το χέρι της μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και γύρισε το κλειδί της κύριας εισόδου το οποίο βρισκόταν από την εσωτερική πλευρά, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ανοίξει και να εισέλθει εντός της κατοικίας, ακολουθούμενη από τη δεύτερη. Μπαίνοντας στο σπίτι έστρεψε το βλέμμα της λοξώς δεξιά και είδε τον ξάδερφό της (το θύμα) να κείται αναίσθητος, μπρούμυτα, μέσα σε λίμνη αίματος.  Οι δύο γυναίκες εξήλθαν αμέσως πανικόβλητες από την κατοικία και μετέφεραν το σκηνικό σε γείτονα[4], ο οποίος φρόντισε να καλέσει το ασθενοφόρο και την Αστυνομία. Το ασθενοφόρο κλήθηκε η ώρα 17:08 και αφίχθηκε επί τόπου η ώρα 17:17. Όταν ο τραυματίας τοποθετήθηκε σε φορείο και μεταφέρθηκε μέσα στο ασθενοφόρο, η επί καθήκοντι νοσηλεύτρια[5] διαπίστωσε ότι αυτός αιμορραγούσε από τη μύτη, από τα αυτιά και από το στόμα. Μεταφέρθηκε αρχικά στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας όπου υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, η οποία κατέδειξε πολλαπλά κατάγματα κρανίου και βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Αφού διασωληνώθηκε, μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής του, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου η πρόγνωση του ασθενούς αξιολογήθηκε ως ''βαρύτατη''. Εκ πρώτης όψεως ο τραυματισμός του θύματος αποδόθηκε από την Αστυνομία  σε εγκληματική ενέργεια. Επρόκειτο για τον Ν.Α.,  34 ετών, από την Ξυλοτύμπου, άγαμο και άτεκνο.

 

Οι Αστυνομικές Αρχές, στην προσπάθεια τους να εξιχνιάσουν την υπόθεση, αναζήτησαν  άτομα με τα οποία το θύμα είχε διαφορές. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Χ.Π.[6], ο οποίος στις 30.08.2023 συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος ως ύποπτος. Ανακρινόμενος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση και ανέφερε ότι είναι ο πρώην σύζυγος της αδερφής του Κατηγορουμένου, η οποία δύο ημέρες πριν τον εντοπισμό του θύματος, επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς και κλαίγοντας του παραπονέθηκε ότι χαστουκίσθηκε στα χείλη από τον  Μ.Α.[7], αδερφό του θύματος, ο οποίος την ενοχλεί παρά το γεγονός ότι η ίδια του ζήτησε να διακόψουν κάθε επαφή. Αφού έλαβε το παράπονο της πρώην συζύγου του και μητέρας του παιδιού του, μετέβη στο σπίτι του θύματος όπου αναζήτησε τον Μ.Α.. Εκεί δεν εντόπισε κανένα και έτσι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον τελευταίο, τον οποίο προέτρεψε να συναντηθούν στο σπίτι του θύματος για να «ξηγηθούν». Η συνάντηση αυτή όμως ποτέ δεν έγινε κι έτσι, την ίδια ημέρα, μετέφερε την πρώην σύζυγό του στον Αστυνομικό Σταθμό Ξυλοτύμπου για να καταγγείλει το περιστατικό ξυλοδαρμού της. Ενόσω όμως η τελευταία έδινε κατάθεση στην Αστυνομία για το περιστατικό, το θύμα μαζί με τον αδερφό του, δηλ. τον Μ.Α., μετέβησαν στην κατοικία του στην Ορμήδεια και του προξένησαν κακόβουλη ζημιά θρυμματίζοντάς του δύο τζαμαρίες. Ακολούθως έφυγαν από εκεί και μετέβησαν στο σπίτι της πρώην συζύγου του στην Ξυλοτύμπου, όπου επίσης προκάλεσαν κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του πατέρα της, ενώ έσπασαν εξωτερικές σωλήνες νερού και εισήλθαν ακολούθως εντός της κατοικίας της, όπου προκάλεσαν διάφορες άλλες ζημιές.

Από περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης διαφάνηκε ότι πράγματι  ο συλληφθείς Χ.Π.[8], δεν ενέχετο στον τραυματισμό του θύματος και ως εκ τούτου, σε λιγότερο από 24 ώρες από την σύλληψή του, αφέθηκε ελεύθερος.

Οι εξετάσεις από πλευράς της Αστυνομίας συνεχίστηκαν και στα πλαίσια αυτά, λήφθηκε στις 30.08.2023 κατάθεση από την μητέρα του θύματος Α.Τ.[9], σύμφωνα με την οποία, η τελευταία φορά που μίλησε  τηλεφωνικώς με το θύμα ήταν στις 29.08.2023 και ώρα 12:20. Η μάρτυρας αυτή επιβεβαίωσε ότι στις 27.8.23 λίγο πριν τις 19:00, υπήρξε ένα επεισόδιο μεταξύ του υιού της, δηλαδή του Μ.Α.[10] και της αδερφής του Κατηγορουμένου, στο σπίτι της τελευταίας στην Ξυλοτύμπου. Είναι σε θέση να το γνωρίζει καθότι τόσο η ίδια όσο και το θύμα ήταν παρόντες όταν το επεισόδιο διαδραματιζόταν.

 

Μάλιστα η ίδια και το θύμα προέτρεψαν τον Μ.Α. να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγουν για να «μην βρουν τον μπελά τους». Εκείνος συμμορφώθηκε κι έτσι αφού μπήκε στο αυτοκίνητο, έφυγαν όλοι από το μέρος.  Προηγουμένως όμως, απόρησε επειδή είχε ακούσει το θύμα να λέει στην αδερφή του Κατηγορούμενου «έχω σε βίντεο», με την τελευταία να θυμώνει πάρα πολύ. Δεν ρώτησε ποτέ τον γιο της (δηλ. το θύμα) να μάθει σε τι αφορούσε το βίντεο αλλά υποψιάστηκε ότι θα επρόκειτο για βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου.

 

Από κατάθεση που λήφθηκε στις 30.08.2023 από τον αδερφό του θύματος Μ.Α,[11]  προέκυψε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο αδερφός του (δηλ. το θύμα) είναι εδώ και χρόνια χρήστες σκληρών ναρκωτικών ουσιών, κυρίως ''Crystal''. Ο Μ.Α διατηρεί ερωτικό δεσμό με την αδερφή του Κατηγορούμενου και πράγματι, λίγες ημέρες προηγουμένως, τσακώθηκαν στο σπίτι της, όμως την επόμενη ημέρα συναντήθηκαν και συνευρέθηκαν και πάλι ερωτικά. Στις 29.08.23, μέχρι περίπου τις 14:00 ήταν με το θύμα στο σπίτι του τελευταίου, ενώ ακολούθως έφυγε και πήγε στο σπίτι όπου ο ίδιος διαμένει, στην Ορόκλινη. Εκεί είχαν διευθετήσει συνάντηση με την αδερφή του Κατηγορουμένου αλλά εκείνη καθυστέρησε στο ραντεβού. Σε κάποια στιγμή πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς ότι ο αδερφός του εντοπίστηκε στο σπίτι του βαριά τραυματισμένος και αμέσως επικοινώνησε με την αδερφή του Κατηγορούμενου, η οποία του ανάφερε ότι τελούσε σε πλήρη άγνοια. Υποψιάστηκε, όπως δήλωσε,  ότι ενδεχομένως να ενέχετο στον τραυματισμό του αδερφού του λόγω του επεισοδίου της 27.08.23 και της επακόλουθης κακόβουλης βλάβης που προκάλεσαν ο ίδιος και το θύμα στο σπίτι της και στο αυτοκίνητο του πατέρα της. Το βράδυ της 29.08.23, μετά που επισκέφθηκε τον βαριά τραυματισμένο αδερφό του στο Νοσοκομείο, διανυκτέρευσε με την αδερφή του Κατηγορουμένου στο σπίτι της, όπου η ίδια  τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον τραυματισμό του αδερφού του.

 

Στις 30.08.2023, συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης η αδερφή του Κατηγορουμένου. Από την ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε από την Αστυνομία, προέκυψε ότι υπήρξε κάποιο περιστατικό στις 27.08.23, κατά το οποίο η ίδια δέχτηκε επίθεση από τον Μ.Α., με τον οποίο μέχρι πρότινος διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Οι τσακωμοί προέκυπταν μεταξύ της ίδιας και του Μ.Α. αλλά επειδή τις περισσότερες φορές ο τελευταίος συνοδευόταν από τον αδερφό του (το θύμα), έτυχε να ανταλλάξουν και με αυτόν ''κουβέντες'' επειδή στήριζε τον αδερφό του. Κατά το τελευταίο περιστατικό της 27.08. 2023, το θύμα πράγματι της είπε ότι την είχε σε βίντεο. Υπέθεσε ότι θα ήταν βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου μ' εκείνη και τον Μ.Α., όχι όμως με το θύμα, καθότι μ' εκείνον ποτέ δεν είχε συνευρεθεί ερωτικά. Η επιθετική  συμπεριφορά του Μ.Α. εκδηλωνόταν τους τελευταίους έξι μήνες με απειλές και εκφοβισμούς, επειδή του ζήτησε να διακόψουν τον ερωτικό τους δεσμό. Μάλιστα, επειδή από κανένα δεν έβρισκε βοήθεια, αποτάθηκε σε συγκεκριμένα πρόσωπα, προκειμένου να τον απειλήσουν ή να τον εκφοβίσουν, τρόπον τινά, για να σταματήσει να την ενοχλεί. Εντούτοις τα άτομα αυτά δεν ασχολήθηκαν με το πρόβλημά της. Η αδερφή του Κατηγορούμενου απέδωσε το τελευταίο περιστατικό βίας εις βάρος της, σε ζήλια, επειδή ο Μ.Α. την είδε να συναναστρέφεται μ' ένα φίλο της. Μετά το περιστατικό αυτό, επιχείρησε και πάλι να αποταθεί σε συγκεκριμένο άτομο προκειμένου να την βοηθήσει, αλλά εκείνος την προέτρεψε να βρει βοήθεια από τα «αρφούθκια της»  και την οικογένειά της. Η οικογένειά της γνώριζε για το πρόβλημα της. Ειδικότερα η μητέρα της, επειδή ανησυχούσε, έπαιρνε συχνά τηλέφωνο την Αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της  είναι ένα φιλήσυχο άτομο και δεν θυμώνει ποτέ, ούτε ακόμη και όταν τις προάλλες τα δύο αδέλφια (το θύμα και ο Μ.Α.) του έσπασαν το αυτοκίνητο, ενώ τα αδέρφια της, παρόλο που γνώριζαν το πρόβλημά της, δεν ανακατεύτηκαν επειδή έχουν τις οικογένειές τους.

 

Οι Αστυνομικές εξετάσεις συνεχίστηκαν και στα πλαίσια αυτά εξασφαλίστηκαν γραπτές μαρτυρίες από τα αδέρφια  Κ.Π.[12] και Π.Π.[13], οι οποίοι είναι γείτονες και πρώτα ξαδέλφια του θύματος. Προέκυψε ότι στις 29.08.23 και περί ώρα 15:20, ο Κατηγορούμενος  επικοινώνησε με τον πρώτο (τον Κ.Π.) και του είπε ότι θα πρέπει να συναντηθούν επειγόντως για να μιλήσουν. Μετά από 10 περίπου λεπτά, οι δύο άντρες συναντήθηκαν στην πατρική κατοικία των δύο πιο πάνω μαρτύρων, όπου παρών ήταν και ο Π.Π. Ο Κατηγορούμενος ήταν θυμωμένος και τους είπε ότι έψαχνε τους αδερφούς Αγγελή επειδή ήθελε να τους ''δέρει'' για τις ζημιές που προκάλεσαν στην περιουσία του πατέρα του. Τους μιλούσε για τα προβλήματα  που προκαλεί ο Μ.Α. στην αδερφή του, ζητώντας τους μάλιστα να μεσολαβήσουν έτσι ώστε να πείσουν τον τελευταίο να σταματήσει να την ενοχλεί. Συζήτησαν με τον Κατηγορούμενο για 30 περίπου λεπτά και ακολούθως όλοι  μπήκαν σε ξεχωριστά αυτοκίνητά για να φύγουν. Για όση ώρα συζητούσαν, ο Κατηγορούμενος έπινε μια μπύρα Carlsberg την οποία είχε φέρει μαζί του. Δεν ήταν μεθυσμένος αλλά φαινόταν να είχε καταναλώσει κάποια ποτά.  Όταν οι δύο μάρτυρες εκκίνησαν με τ' αυτοκίνητά τους για να φύγουν πρόσεξαν ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ακόμη μέσα στο δικό του αυτοκίνητό, το οποίο ήταν ακινητοποιημένο. 

 

Εναντίον του Κατηγορούμενου εξασφαλίστηκε την 01.09.2023 ένταλμα σύλληψης σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση απόπειρας φόνου. Συνελήφθη στις 02.09.23 και όταν του επιστήθηκε η προσοχή, απάντησε ''εντάξει''. Ανακρινόμενος γραπτώς, την ίδια ημέρα, ομολόγησε την ενοχή του στην υπόθεση.  Είπε ότι σκοπός της επίσκεψής του στις 29.08.2023 στην κατοικία του θύματος  ήταν  να εντοπίσει τα δύο αδέρφια (θύμα και Μ.Α.)  και να τα φοβερίσει, ένεκα του γεγονότος ότι ο αδερφός του θύματος, δηλ. ο Μ.Α., έδερνε συχνά την αδερφή του, την οποία μάλιστα, μια φορά στο παρελθόν, μαχαίρωσε στο χέρι. Το θύμα ήταν εκείνο το οποίο τις περισσότερες φορές  μετέφερε με το όχημά του τον Μ.Α. για να συναντήσει την αδερφή του και για όλα όσα επεισόδια προέκυπταν μεταξύ του Μ.Α. και της αδερφής του, ο ίδιος ενημερωνόταν από την τελευταία, από την μητέρα του και από τον πατέρα του. Ιδιαιτέρως η μητέρα του, του  παραπονιόταν σχεδόν καθημερινά γι' αυτή την κατάσταση επαναλαμβάνοντάς του ότι «τούτος ο Μ. έκαμεν πολλά». Εκείνος φορτιζόταν ακούγοντας όλα αυτά ενώ παράλληλα η αδερφή του, του εξέφραζε παράπονα ότι δεν την υποστηρίζει και ότι την εγκατέλειψε να διαχειριστεί μόνη της το πρόβλημα. Όταν πληροφορήθηκε το τελευταίο περιστατικό της 27.08.23, θύμωσε πάρα πολύ και στις 29.08.2023 όταν σχόλασε από την δουλειά του, αφού πέρασε πρώτα από το σπίτι του στο Παραλίμνι, επισκέφτηκε ακολούθως την πατρική του κατοικία στην Ξυλοτύμπου  όπου συνάντησε την αδερφή του με την οποία και πάλι συζήτησαν για το ίδιο ζήτημα. Παρών ήταν και ο πατέρας του, ο οποίος μαζί με την αδερφή του, του «είπαν καμπόσα». Τότε, χωρίς να ενημερώσει εκ των προτέρων τον πατέρα του και την αδερφή του,  αποφάσισε να  συναντήσει τον Κ.Π.[14], ο οποίος είναι γείτονας και πρώτος εξάδελφος του θύματος και του Μ.Α., με τον οποίο προηγουμένως επικοινώνησε τηλεφωνικώς και διευθέτησε σχετική συνάντηση. Είχε ήδη πιει δύο μπύρες και μαζί του στη συνάντηση πήρε και τρίτη, την οποία έπινε ενώ συζητούσε με τον Κ.Π. και τον αδερφό του Π.Π. ο οποίος έτυχε να είναι παρών. Η συνάντηση έγινε στην πατρική κατοικία των πιο πάνω, η οποία γειτνιάζει μ' εκείνη του θύματος.  Αφού τους εξήγησε το πρόβλημα, τους ζήτησε να μεταβούν όλοι μαζί στη γειτονική κατοικία του θύματος η οποία απείχε μόλις δέκα περίπου μέτρα από εκεί που βρίσκονταν ελπίζοντας ότι εκεί, πέραν από το θύμα, θα συναντούσε και τον αδερφό του, δηλ. τον Μ.Α.. Εκείνοι, με την δικαιολογία ότι δεν ήθελαν να ανακατευτούν στο πρόβλημα, αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν κι έτσι αποφάσισε να πάει μόνος του με την ελπίδα ότι εκεί θα συναντούσε τα δύο αδέρφια «πέρκι τζαι φοηθούν τζαι αφήκουν την οικογένειαν μου ήσυχη». Περισσότερο ήθελε να συναντήσει τον Μ.Α. ο οποίος αποτελούσε και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Φτάνοντας, χτύπησε την πόρτα της κύριας εισόδου, και το θύμα αφού άνοιξε πρώτα το παράθυρο και τον είδε,  άνοιξε ακολούθως την πόρτα και του είπε να περάσει μέσα. Κάνοντας το πρώτο βήμα προς τα μέσα, το θύμα «επήεν να μου αρρώσει και εσκοτινιάστηκα», τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον έσπρωξε με δύναμη προς τον καναπέ, όμως αντί στον καναπέ, έπεσε στο πάτωμα όπου κτύπησε το κεφάλι του «τζαι άρκεψε να πειτά το γαίμα». Ο ίδιος φοβήθηκε και τράπηκε σε φυγή. Γνωρίζει, όπως είπε, ότι είναι πολύ χειροδύναμος λόγω της δουλειάς του και δεν ήταν σκοπός του να του προκαλέσει τέτοια μεγάλη ζημιά.  Προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος, προτού εγκαταλείψει τη σκηνή του εγκλήματος,  έβαλε το χέρι του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και γύρισε το κλειδί της κύριας εισόδου κλειδώνοντάς την.

 

Στις 03.09.2023, εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου διάταγμα προσωποκράτησης οκτώ ημερών και την ίδια ημέρα, ο τελευταίος οδήγησε την Αστυνομία στο χωριό Ξυλοτύμπου όπου υπέδειξε διάφορες σκηνές σχετιζόμενες με την υπόθεση, μεταξύ των οποίων το πατρικό του σπίτι και το σπίτι του θύματος όπου βρισκόταν κατά το χρόνο που του επιτέθηκε και τον κτύπησε. Στις 05.09.2023, εξετάστηκε από κυβερνητικό ψυχίατρο[15], ο οποίος δεν διαπίστωσε ενεργό μείζονα ψυχοπαθολογία. Η δε αντίδραση του στο stress των γεγονότων ήταν φυσιολογική και ομαλά εξελισσόμενη.

 

Από τον Κατηγορούμενο λήφθηκε στις 05.09.2023, δεύτερη ανακριτική κατάθεση. Αφορμή αποτέλεσε ο εντοπισμός ενός ζεύγους γυαλιών ηλίου μέσα στο σπίτι του θύματος όπου διαπράχθηκε το έγκλημα. Τα γυαλιά εντοπίστηκαν από συγγενικό πρόσωπο του θύματος στις 30.08.2023, όταν πλέον η σκηνή αποδεσμεύτηκε από την Αστυνομία. Αυτά παραδόθηκαν στην Αστυνομία στις 05.09.2023 με την πληροφορία ότι αυτά δεν ανήκουν στο θύμα και ότι ενδεχομένως να ανήκουν στον δράστη του εγκλήματος. Όταν υποδείχθηκαν από την Αστυνομία στον Κατηγορούμενο και ερωτήθηκε εάν του ανήκουν, εκείνος απάντησε καταφατικά, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να δηλώσει οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Ενώ το θύμα νοσηλευόταν με βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και σε κρίσιμη κατάσταση στη ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, στις 6.9.23 υπέκυψε στα τραύματά του. Ο θάνατός του διαπιστώθηκε η ώρα 12:24 από τον δρ Χ.Λ..[16] Μετά από αυτή την εξέλιξη, εξασφαλίστηκε νέο  ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου και στις 07.09.2023 επανασυνελήφθη πλέον ως ύποπτος, για διερευνώμενη υπόθεση φόνου εκ προμελέτης και εναντίον του εκδόθηκε νέο διάταγμα προσωποκράτησης οκτώ ημερών.

 

Στις 07.09.2023 διενεργήθηκε επί της σορού του θύματος νεκροτομή από την ιατροδικαστή δρ Αγγελική Παπέττα[17], η οποία απεφάνθη ότι ο θάνατός του προήλθε από βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Παραλήφθηκαν δε διάφορα όργανα και ιστοί από το σώμα του θανόντος τα οποία στάληκαν για ιστοπαθολογικές εξετάσεις, οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι πράγματι η αιτία θανάτου του,  αποδίδεται σε βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Σημειώνεται δε ότι ενόσω το θύμα βρισκόταν ακόμα εν ζωή νοσηλευόμενο στο Γεν. Νοσοκομείο Λευκωσίας σε κρίσιμη κατάσταση, λήφθηκαν απ' αυτό στις 30.08.23  και στις 04.09.23, δείγματα αίματος και ούρων, τα οποία αποστάληκαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους για εξετάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις ανιχνεύθηκαν στο αίμα και στα ούρα του ελεγχόμενες ναρκωτικές ουσίες  τάξεως Α', ήτοι αμφεταμίνη και μεθαμφεταμίνη, κάτι το οποίο υποδηλώνει χρήση ναρκωτικών ουσιών σε χρόνο προγενέστερο του εγκλήματος. Βρέθηκε ωστόσο αρνητικός στην αιθυλική αλκοόλη.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού του θύματος, από τα ευρήματα και το σύνολο των κακώσεων στην κεφαλή συμπεραίνεται ότι αυτές μπορούν να εξηγηθούν ιατροδικαστικά από τουλάχιστον δύο πλήξεις, ήτοι:

α)  μια τουλάχιστον πλήξη του προσωπικού κρανίου (με αποτέλεσμα την πρόκληση των συντριπτικών καταγμάτων ρινικού οστού) προκληθείσα είτε με πλήξη της περιοχής της ρινός με θλων όργανο, είτε με πλήξη της εν λόγω περιοχής επί αμβλείας επιφάνειας,

β) μια τουλάχιστον πλήξη της δεξιάς μεριάς της κεφαλής (τέτοιας ισχυρής ισχύος, ικανής να προκαλέσει κάταγμα της δεξιάς βρεγματοϊνιακής χώρας και συντριπτικά κατάγματα που άρχονται από τη δεξιά κροταφική χώρα, επεκτείνονται στον δεξιό οφθαλμικό κόγχο και τον δεξιό κρανιακό βόθρο, και διαμέσου επέκτασης στο τούρκικο εφίππειο εκτείνονται έως τον αριστερό κρανιακό βόθρο, με αποτέλεσμα την πρόκληση πολλαπλών συντριπτικών καταγμάτων βάσης κρανίου) προκληθείσα είτε με πλήξη της δεξιάς μεριάς της κεφαλής  με θλων όργανο, είτε με πλήξη της εν λόγω περιοχής επί αμβλείας επιφάνειας.

 

Οποιοσδήποτε συνδυασμός των δύο προαναφερθέντων μηχανισμών, δηλαδή χρήση τόσο θλώντος οργάνου όσο και πλήξη της κεφαλής επί αμβλείας επιφάνειας, με τρόπο που να προκαλεί τουλάχιστον δύο πλήξεις, είναι επίσης πιθανός.

 

Από την παθολογοανατομική εξέταση, τα ευρήματα είναι συμβατά με εκτεταμένη τραυματική κάκωση εγκεφάλου χαρακτηριζόμενη από υποσκληρίδιο αιμάτωμα, διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία/αιμάτωμα, ενδοκοιλιακή αιμορραγία, εγκεφαλικό οίδημα, υποξική/ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια και εγκολεασμό. Εξ αυτών των ευρημάτων, πέραν των συμπερασμάτων ότι αυτά είναι συμβατά με τις οστικές κακώσεις του κρανίου που προαναφέρθηκαν στα σημεία α) και β) ανωτέρω και του ότι αυτά είναι συμβατά με εκτεταμένη τραυματική κάκωση εγκεφάλου, δεν μπορεί κανείς (Ιατροδικαστής ή/και Παθολογοανατόμος) να εκφέρει γνώμη αναφορικά με τον αριθμό των πλήξεων που δέχθηκε στο κεφάλι το θύμα, αλλά ούτε και να εκφέρει γνώμη αναφορικά με το κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε κάποιο όργανο προς πλήξη του κεφαλιού ή αν το κεφάλι υπέστη πλήξη επί αμβλείας επιφάνειας ή αν πρόκειται για συνδυασμό των προαναφερθέντων μηχανισμών ως εξηγήθηκαν στα σημεία α) και β) ανωτέρω.

Προκύπτει όμως ιατροδικαστικά, ότι οι κακώσεις της κεφαλής και κατά συνέπεια και η εκτεταμένη τραυματική κάκωση εγκεφάλου, προκλήθηκαν από τουλάχιστον δύο πλήξεις της κεφαλής, είτε αμφοτέρων με πλήξη της κεφαλής με θλων όργανο, είτε αμφοτέρων με πλήξη της κεφαλής επί αμβλείας επιφάνειας, είτε με συνδυασμό των δύο αυτών μηχανισμών (με τρόπο που να προκλήθηκαν τουλάχιστον δύο πλήξεις).

 

Το δε αλκοόλ που κατανάλωσε ο Κατηγορούμενος πριν την διάπραξη του εγκλήματος δεν του προκάλεσε μέθη σε βαθμό που να αμβλύνει τον αυτοέλεγχό του, ούτε και του επέφερε χαλαρότητα έτσι που να επιδράσει στην πράξη του για να μπορέσει να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας.

 

Ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.                                         

 

Β. Αγορευση προς Μετριασμό

 

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές και την ομολογία του, την άμεση, ως υποστήριξε, παραδοχή του στο Δικαστήριο καθώς και τη μεταμέλεια και απολογία του, τις περιστάσεις διάπραξης δίδοντας έμφαση ιδιαίτερα στην απουσία προσχεδιασμού, στη φόρτιση που τον διακατείχε ένεκα γεγονότων που είχαν προηγηθεί,  στο φόβο που αισθάνθηκε, στο ότι λειτούργησε υπό τις περιστάσεις το στοιχείο της πρόκλησης, στο ότι τα χτυπήματα ήταν δύο και όχι πολλαπλά και εκτεταμένα καθώς και στο κίνητρο του που ήταν η οικογενειακή αλληλεγγύη. 

 

Τέλος κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και τις προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο και τη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τονίζοντας πως πρόκειται για φιλήσυχο οικογενειάρχη, βιοπαλαιστή και πατέρα ενός ανήλικου παιδιού ηλικίας οκτώ ετών καθώς και το ότι υπό τη φροντίδα του ιδίου και της συζύγου του είναι και η θυγατέρα της συζύγου του από προηγούμενο της γάμο. Παράλληλα επεσήμανε και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του καθώς και τα οικονομικά και ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν μετά την κράτηση του Κατηγορούμενου.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Κεφ. 154, προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και δια βίου.  Η ως άνω αναφερθείσα προβλεπόμενη ποινή, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία μας και την αφετηρία του Δικαστηρίου για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής, δεν είναι τυχαία, ως υπεδείχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 152/17 ημερ. 20.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D246.    

 

Και τούτο εφόσον το υπό αναφορά αδίκημα αποτελεί αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας αφού άπτεται του ύψιστου αγαθού, που δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη ζωή, η αφαίρεση της οποίας αποτελεί μια ειδεχθή και κατακριτέα πράξη με ολέθριες συνέπειες, μεταξύ των οποίων είναι και η εξάλειψη του αισθήματος ασφάλειας που πρέπει να ενυπάρχει αναφορικά με το αγαθό της ανθρώπινης ζωής (βλ. Δημοκρατίας v. Ευριπίδης Χρίστου, Ποιν. Εφ. 20/15 ημερ. 6.11.17).

 

Τούτο άλλωστε τονίστηκε από παλαιά στην υπόθεση Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ.556, 584, με τα εκεί λεχθέντα να παραμένουν διαχρονικά εξ ου και το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση μνημονεύεται μέχρι και σήμερα[18]:

 

«Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της μέγιστο έγκλημα. Η δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για την περιφρούρησή της, γεγονός που αντανακλάται στην τιμωρία που επιβάλλεται για εγκληματικές πράξεις που επιφέρουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό το λόγο προσδίδεται αποτρεπτικός χαρακτήρας στην τιμωρία κάθε φονικής πράξης.»

 

Στην ίδια γραμμή στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ.231, λέχθηκε πως:

 

          "Η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Η αφαίρεση της με εγκληματική πρόθεση αποτελεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα. Στον καθορισμό της εγκληματικότητας του δράστη λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ο σχεδιασμός και ο βαθμός αδιαφορίας για την ανθρώπινη ύπαρξη".

 

Αξιοσημείωτη είναι και η έξαρση που δυστυχώς παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων αλλά και η ευκολία με την οποία δυστυχώς πλέον συνάνθρωποί μας για ασήμαντες αιτίες δεν διστάζουν να αφαιρέσουν τη ζωή άλλου ανθρώπου, γεγονός για το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων που άγονται ενώπιον μας και το οποίο απλώς επιβεβαιώνει την ήδη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, η οποία υφίσταται ένεκα της εγγενούς σοβαρότητας του εν λόγω αδικήματος.

 

Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι από νομικής πλευράς εντός του φάσματος του αδικήματος αυτού ψηλότερα στην ιεραρχία κατατάσσονται οι περιπτώσεις ηθελημένης ανθρωποκτονίας. Επί τούτου σημειώνουμε, εν είδει παρενθέσεως, ότι όπως με ευκρίνεια επεξηγείται και στην Πουτζιουρής & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, η πρόθεση προκλήσεως θανάτου δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205. Στις περιπτώσεις όμως που, πέραν των απαραίτητων στοιχείων του αδικήματος, αποδεικνύεται και πρόθεση του δράστη να προκαλέσει με την παράνομη πράξη του το θάνατο του ετέρου προσώπου, η ανθρωποκτονία συνήθως περιγράφεται ως "ηθελημένη" σε αντιδιαστολή με την "αθέλητη" ανθρωποκτονία που διαπράττεται χωρίς να υπάρχει το στοιχείο της πρόθεσης προκλήσεως θανάτου του θύματος.

 

Από πολύ παλαιά δε, έχει τονιστεί (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245) ότι, όταν το αδίκημα της ανθρωποκτονίας διαπράττεται ως αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης δικαιολογείται η επιβολή αυστηρότερης και δη πολυετούς ποινής φυλάκισης (βλ. επίσης Σάββα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Pernell, Ford Fowler v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417 και στις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, Καλανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 298). Από την άλλη, όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα του Γεώργιου Πική, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 110-111, στο οποίο έγινε αναφορά και στην πρόσφατη απόφαση Αλεξέη Ντιμιτρένκο v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 124/21, ημερ.18.4.24[19], όταν ο δράστης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του θύματος, ποινές κάτω των 10 ετών μπορεί να επιβληθούν για την αθέλητη ανθρωποκτονία ενός θύματος. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις των ακούσιων ανθρωποκτονιών εντοπίζεται στη νομολογία διακύμανση στην επιβολή ποινών, αναλόγως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης.

 

Ανασκόπηση της νομολογίας επιβεβαιώνει τις πιο πάνω αρχές και καταδεικνύει την αυστηρότητα με την οποία κατά κανόνα αντιμετωπίζεται το αδίκημα αυτό, αφού η ποινή στο πλαίσιο αυτό οφείλει να υποδηλεί την έκταση με την οποία τα Δικαστήρια εκτιμούν τη ζωή, εκφράζοντας την προσέγγισή τους με το συμβατικό τρόπο που ο Νομοθέτης καθιέρωσε για την επαρκή τιμωρία των εγκλημάτων αυτών.

 

 

Στην υπόθεση Α.Δ. Περικλή v.  Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 524, η ποινή των 9 ετών που επιβλήθηκε πρωτοδίκως επικυρώθηκε κατ’ εφεση αφού τονίστηκε πως δεν πρέπει να παραβλεφθεί πως μια ηλικιωμένη γυναίκα (75 ετών) η οποία έφυγε για να ασχοληθεί με αγροτικές εργασίες ουδέποτε επέστρεψε, καθ’ ότι ο εφεσείων με βάναυσο χτύπημα στο πίσω μέρος της κεφαλής της τερμάτισε τη ζωή, αφήνοντας την αιμορραγούσα επί του εδάφους και φεύγοντας ο ίδιος για να συνεχίσει τη βόσκηση των προβάτων του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.  Κρίθηκε δε πως τα ελαφρυντικά του που αφορούσαν το λευκό του μητρώο, την άμεση παραδοχή και ομολογία του εγκλήματος, τη μη χρησιμοποίηση φονικού όπλου, την πρόκληση από το θύμα (υβριστική συμπεριφορά λόγω προηγούμενων διαφορών) αλλά και τη μειωμένη κρίση λόγω ψυχοπαθολογικής κατάστασης και διανοητικής καθυστέρησης, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη.  

 

Στην υπόθεση Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών σε έφηβους οι οποίοι από κτυπήματα επέφεραν το θάνατο σε συνομήλικο τους. 

 

Στην υπόθεση Γεώργιος Βασιλείου Νικολάου κ.α. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 482, επικυρώθηκε επταετής ποινή φυλάκισης υπό περιστάσεις όπου οι δύο εφεσείοντες είχαν διαμορφώσει παράνομο κοινό σκοπό που συνίστατο στην κοινή επιδίωξη τους, χωρίς να έχουν δικαίωμα, να συλλάβουν το θύμα που κυνηγούσε σε απαγορευμένη περιοχή κυνηγίου, ρίχνοντας και σφαιρίδια προς την πλευρά του με σκοπό τον εκφοβισμό, κάποια εκ των οποίων πέτυχαν το θύμα οδηγώντας στο θάνατό του, χωρίς ωστόσο να θεωρηθεί πως είχαν πρόθεση να επιφέρουν το αποτέλεσμα αυτό.  Απορρίπτοντας μάλιστα την έφεση που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες, το Ανώτατο Δικαστήριο, χαρακτήρισε την ποινή ως επιεική.

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ.692, ποινή φυλάκισης 13 ετών στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 5 ετών, αφού όμως λήφθηκε υπόψη η άκρως προκλητική συμπεριφορά του θύματος σε συνδυασμό με το ότι ο εφεσείων, άτομο εργατικό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικογένεια του, διέπραξε το εν λόγω αδίκημα εν βρασμώ ψυχής και εξέφρασε την ειλικρινή του μεταμέλεια αμέσως μετά τη διάπραξη του.

 

Στην υπόθεση Μωυσίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ.34, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ποινή φυλάκισης 14 ετών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας υπό περιστάσεις όπου πατέρας τριών παιδιών και προστάτης οικογένειας, ενώ ευρίσκετο υπό την επήρεια αλκοόλ, κτύπησε με πολύ βίαιο τρόπο το θύμα με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τον θάνατο. Δεν έγινε δεκτή η θέση του εφεσείοντος ότι υπήρχε πρόκληση από το θύμα, αλλά λήφθηκε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν υπό την επήρεια αλκοόλης, ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός, ότι υπήρξε παραδοχή και ότι ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου.

 

Στην υπόθεση Βο κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 293, ποινή φυλάκισης 8 ετών που επιβλήθηκε σε παντρεμένη γυναίκα και μητέρα δύο ανήλικων κοριτσιών η οποία τυφλωμένη από ερωτικό πάθος για το πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό, συνεργώντας με αυτό προέβη σε ηθελημένες και προσχεδιασμένες πράξεις για πρόκληση σοβαρών σωματικών κακώσεων στο σύζυγο της, οι οποίες τελικά τον οδήγησαν στο θάνατο, κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 12 έτη παρά το ότι δεν υπήρχε πρόθεση πρόκλησης θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.

 

Στην υπόθεση Verhvia v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ.131, επικυρώθηκε τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή φυλάκισης 12 ετών εναντίον του Εφεσείοντα για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, υπό περιστάσεις όπου ο Εφεσείων και το θύμα με ασήμαντη αφορμή ενεπλάκησαν σε έντονους διαπληκτισμούς που οδήγησαν σε σωματική πάλη. Συγκεκριμένα το θύμα έπιασε τον Εφεσείοντα από τον λαιμό, σε μια προσπάθεια να κλείσει τους αεραγωγούς σωλήνες του λαιμού του. Η σωματική πάλη σταμάτησε και ο Εφεσείων κατόρθωσε να ελευθερωθεί από τα χέρια του θύματος, όμως, ακολούθως, πήγε στην κουζίνα από όπου πήρε ένα μαχαίρι και επέστρεψε εκεί που βρισκόταν το θύμα, το οποίο και κάλεσε να φύγει από το σπίτι. Το θύμα όμως προχωρούσε προς το μέρος του και τότε ο Εφεσείων κατάφερε εναντίον του θύματος τη μαχαιριά η οποία και επέφερε το θάνατό του. Και οι δυο τελούσαν σε κατάσταση μέθης.

 

Στην υπόθεση Καλανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.298 οι Εφεσείοντες 1 και 2 στην προσπάθεια τους να ληστέψουν το διαμέρισμα δυο κοπέλων έκλεισαν με κολλητική ταινία τις αναπνευστικές οδούς τους, με αποτέλεσμα η μια εξ αυτών να αποβιώσει. Το Εφετείο αύξησε την 8ετή και 10ετή ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατόπιν παραδοχής, σε 15ετή ποινή φυλάκισης για έκαστο.

 

Στην υπόθεση Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.751 ποινή φυλάκισης 8 ετών για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατόπιν παραδοχής, μειώθηκε σε 5 έτη αφού κρίθηκε ότι σημαντικοί παράγοντες, όπως οι συνεχιζόμενες και διαδοχικές προκλήσεις από το θύμα, η έλλειψη πρόθεσης του Εφεσείοντος για επέλευση θανάτου, σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο και τον καλό χαρακτήρα και τις άλλες προσωπικές συνθήκες του αν και λήφθηκαν υπόψη, δεν αντιπροσώπευαν ικανοποιητικά τη μείωση στην αυστηρότητα της ποινής, η οποία δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.

 

Στην υπόθεση Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 965, που αφορούσε την έκρηξη στη Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 13 προσώπων, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών, αφού διαπιστώθηκε ότι υπήρξε απαράδεκτη δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος και δεν είχαν προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι υπαίτιοι της τραγωδίας εκτός από τον Εφεσείοντα, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. 

 

Στην Ιορδάνους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 152/14, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B175, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών στον Εφεσείοντα ο οποίος κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατόπιν ακρόασης, αφού επέφερε το θάνατο της συζύγου του ηλικίας 56 ετών πυροβολώντας την στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο ενώ αυτή καθόταν σε καναπέ του διαμερίσματος της και χωρίς να υπάρχει πρόκληση.

 

Στην υπόθεση Lasha Okmelashvili v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 146/20, ημερ. 20.12.21, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 17 ετών μετά από παραδοχή, υπό περιστάσεις όπου το θύμα συνέτρωγε με άλλα δύο πρόσωπα σε εστιατόριο, όταν προσεγγίστηκε από τον Εφεσείοντα (συνοδευόμενο από τους πρώην συγκατηγορούμενους του) ο οποίος είχε έρθει στην Κύπρο τις προηγούμενες μέρες με σκοπό να συναντήσει το θύμα και να απαιτήσει από αυτό να πάψει να εκβιάζει συγγενικό του πρόσωπο. Ο Εφεσείων μετέφερε μαζί του έμφορτο πιστόλι, για σκοπούς ασφάλειας και αυτοάμυνας ως η θέση του, ωστόσο επιδεικτικά το ανέσυρε, χωρίς να έχει προκύψει ζήτημα ασφάλειας, πολύ περισσότερο αυτοάμυνας και το ακούμπησε στο τραπέζι, συνεχίζοντας να το κρατά. Η ενέργεια αυτή του Εφεσείοντα οδήγησε σε λογομαχία μεταξύ του Εφεσείοντα και του θύματος και ακολούθως σε συμπλοκή των δύο και «κεφαλοκλείδωμα» του πρώτου από τον δεύτερο σε μια προσπάθεια να του αποσπάσει το πιστόλι. Τότε ο Εφεσείων πυροβόλησε το θύμα τέσσερις φορές, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο του, ο οποίος κρίθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης του Εφεσείοντα.

 

Υπό εξαιρετικές περιστάσεις μειώθηκε η ποινή των 16 ετών σε 12 έτη, στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Τ.Μ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 89/21 ημερ. 9.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B469 όπου ο Εφεσείων είχε σκοτώσει τον πατέρα του και παραδέχθηκε την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Και τούτο αφού κρίθηκε ότι οι ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, τα πολλαπλά προβλήματα ψυχικής και ψυχιατρικής υφής που αντιμετώπιζε από παιδί, σε συνάρτηση με το περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωσε, όντας ο ίδιος θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον πατέρα του, με αποκορύφωμα τη συναισθηματική φόρτιση, αναστάτωση και ένταση που του προκλήθηκε στο χρονικό διάστημα πριν τη θανάτωση του θύματος για το ενδεχόμενο το θύμα να αποκτούσε την κηδεμονία της αδελφής του, γιατί ήταν βίαιος μαζί τους και λόγω του χαρακτήρα του θα την κακομεταχειρίζετο και θα καταχράτο τα επιδόματα που λάμβανε η ανήλικη από το κράτος, αν και μνημονεύονταν στην πρωτόδικη απόφαση, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να είχαν βαρύνει περισσότερο κατά την επιμέτρηση της ποινής, οδηγώντας στην επιβολή επιεικέστερης ποινή.

 

Από την άλλη αξίζει να σημειωθεί πως υπήρξαν και περιπτώσεις όπου επιβλήθηκε ακόμη και το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής, εκεί όπου κρίθηκε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης επέβαλλαν αυτή την πορεία (βλ. Mouzouris ν. Republic (1966) 2 C.L.R.9, loannides v. Republic (1968) 2 C.L.R.169 Θεόδωρος Κώστα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ.161).

 

Ασφαλώς, τα γεγονότα των προαναφερθεισών υποθέσεων δεν παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που να δικαιολογούν ασφαλή καθοδήγηση.  Επομένως, η προηγηθείσα αναφορά σε νομολογία δεν γίνεται με το σκεπτικό ότι αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο, αλλά επί τω ότι είναι ενδεικτική του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής, αφου όπως υποδείχθηκε και στην Ντιμιτρένκο (ανωτέρω), η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του Δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).

 

Ερχόμενοι τώρα στα της παρούσας, σημειώνουμε ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας αυτό που έντονα αναδύεται από τα γεγονότα είναι αφενός πως επί ασήμαντων (ερωτικών) διαφορών, οι οποίες μάλιστα δεν αφορούσαν παρά μόνο έμμεσα τον Κατηγορούμενο και το θύμα, ο Κατηγορούμενος αφαίρεσε τη ζωή ενός νέου άντρα, 34 ετών και αφετέρου ο βάναυσος και απάνθρωπος τρόπος (υπό την έννοια που κατωτέρω εξηγούμε) με τον οποίο ο Κατηγορούμενος επέλεξε να ενεργήσει και ο οποίος οπωσδήποτε δεν έχει θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία.

 

Και κάνουμε βέβαια λόγο για ευτελείς διαφορές που μόνο εμμέσως αφορούσαν τον Κατηγορούμενο και το θύμα, εφόσον λόγος της επίσκεψης του Κατηγορούμενου στην οικία του θύματος, όπου και διαδραματίστηκαν τα όσα επακολούθησαν, ήταν οι διαφορές που είχε ο αδελφός του θύματος (Μ.Α.), με την αδελφή του Κατηγορούμενου, τους οποίους συνέδεε ερωτικός δεσμός.  Δεσμό, τον οποίο η τελευταία φαίνεται να επιθυμούσε να διακόψει, χωρίς ωστόσο ο Μ.Α. να το αποδέχεται και να δημιουργούνται ένεκα τούτου προστριβές και διενέξεις μεταξύ τους κατά τους τελευταίους έξι μήνες, με απειλές και εκφοβισμούς από μέρους του Μ.Α., με την αδελφή του Κατηγορούμενου να έχει όμως ανταλλάξει «κουβέντες» και με το ίδιο το θύμα, αφού τις περισσότερες φορές που συναντιόταν με τον Μ.Α, ο τελευταίος συνοδευόταν από το θύμα.  Μετά δε και το τελευταίο περιστατικό στις 27.8.23 και όντας φορτισμένος ο Κατηγορούμενος από τα όσα πληροφορείτο ότι συνέβαιναν μεταξύ της αδελφής του και του Μ.Α, παρουσία και του θύματος (αφού αυτός ήταν που μετέφερε τον Μ.Α. για να συναντήσει την Παραπονούμενη), μετέβη δύο μέρες μετά (ήτοι στις 29.8.23) και συζήτησε με την αδελφή του στην παρουσία του πατέρα του, με την πρώτη να του παραπονείται ότι την εγκατέλειψε και την άφησε να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα. Έφυγε δε από εκεί ψάχνοντας τα δύο αδέρφια για να τους «δέρει», πράγμα που ανέφερε στα ξαδέρφια του θύματος τα οποία επισκέφθηκε την ίδια μέρα και αμέσως πριν το επίδικο συμβάν.  Αφού δε αντελήφθη ότι τα ξαδέλφια του θύματος και του Μ.Α., δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν για να βοηθήσουν και έχοντας στο μεταξύ ηρεμήσει κατά την παραμονή του στην παρακείμενη οικία των εξαδέλφων του θύματος, αποφάσισε να μεταβεί μόνος στην κατοικία του τελευταίου. Όχι πλέον για να τους «δέρει», αλλά ελπίζοντας εκεί να συναντήσει και τους δύο, με προοπτική να αφήσουν την οικογένεια του ήσυχη («περκι τζαι φοηθούν τζαι αφήκουν την οικογένεια μου ήσυχη»).

 

Εκεί αφού χτύπησε την πόρτα, του άνοιξε το θύμα το οποίο τον κάλεσε να εισέλθει μέσα και αφότου το έπραξε, το θύμα επέδειξε επιθετική προς τον ίδιο συμπεριφορά («επήεν να μου αρρώσει και εσκοτεινιάστηκα»), οπόταν πρώτα τον χτύπησε στο πρόσωπο και σχεδόν ταυτόχρονα τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσπρωξε με δύναμη με πρόθεση να τον ακινητοποιήσει στον καναπέ, αλλά το θύμα κτύπησε τελικά στο έδαφος με το κεφάλι.  Τονίζουμε δε σχετικά, πως ενόψει του γεγονότος πως δεν υπάρχει ιατροδικαστικό εύρημα ότι ως εκ της εξέτασης, τα προκληθέντα τραύματα προέκυψαν από πέραν των δύο πλήξεων, αποδεχόμαστε πως επρόκειτο για δύο πλήξεις, ως η θέση του Κατηγορούμενου[20].  

 

Τούτο βέβαια δεν μεταβάλλει τη σφοδρότητα των εν λόγω δύο χτυπημάτων, εξ ου και πιο πάνω κάναμε λόγο και για τον βάναυσο τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Κατηγορούμενος.  Γεγονός το οποίο, επιμαρτυρείται αφενός από τα όσα διαπίστωσε αρχικά η επί καθήκοντι νοσηλεύτρια που έφτασε στο μέρος, ήτοι αιμορραγία από τα αυτιά, τη μύτη και το στόμα και αφετέρου από τα όσα κατέδειξε η αξονική τομογραφία στην οποία υπεβλήθη το θύμα αμέσως μετά, σύμφωνα με την οποία, το θύμα υπέστη πολλαπλά κατάγματα κρανίου και βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ενώ λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του μεταφέρθηκε διασωληνομένος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου η πρόγνωση του αξιολογήθηκε ως «βαρύτατη».  Υπέκυψε δε στα τραύματα του λίγες μέρες μετά, ήτοι στις 6.9.23, ενώ νοσηλευόταν, αφού σύμφωνα με τη διενεργηθείσα νεκροτομή ο θάνατος του προήλθε από βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

 

Επομένως και παρά το ότι επρόκειτο περί δύο πλήξεων, εντούτοις επρόκειτο αναμφίβολα περί σφοδρών χτυπημάτων, κάτι το οποίο εξάλλου αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, αφού ως ανέφερε στην κατάθεση του γνωρίζει ότι είναι χειροδύναμος λόγω της δουλειάς του, ασχέτως του ότι ως επίσης ανέφερε, δεν ήταν σκοπός του να του προκαλέσει τέτοια μεγάλη ζημιά.

 

Όμως ό,τι προσδίδει ιδιαίτερη σοβαρότητα στην παρούσα και συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο, είναι η αναλγησία που επέδειξε στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος, όπου ενώ μετά το δεύτερο χτύπημα (του κεφαλιού του θύματος στο έδαφος) αντελήφθη ότι «άρκεψε να πειτά το γαίμα», ο ίδιος  τράπηκε σε φυγή, χωρίς να αναζητήσει ή να καλέσει βοήθεια, κλειδώνοντας μάλιστα και την πόρτα στο διάβα του, δυσχεραίνοντας έτσι ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο εντοπισμού του θύματος ή έστω της αναζήτησης κάποιας βοήθειας από τον ίδιο.  

 

Βέβαια προβάλλεται ως δικαιολογία για την απάνθρωπη αυτή στάση του, το ότι αισθάνθηκε φόβο. Ο φόβος όμως που εύλογα αισθάνθηκε στη θέα του θύματος το οποίο αιμορραγούσε κατάκοιτο, δεν αποτελεί δικαιολογία για την εγκατάλειψη ενός ατόμου στην κατάσταση που ο ίδιος ο Κατηγορούμενος παραδέχεται ότι αντελήφθη ότι περιήλθε το θύμα («άρκεψε να πειτά το γαίμα»), ως αποτέλεσμα μάλιστα δικών του πράξεων.  

 

Προβάλλεται όμως από την υπεράσπιση και η θέση πως ο Κατηγορούμενος δεν κατάλαβε καν τι ζημιά προκάλεσε στο θύμα κατά το δεδομένο χρόνο ούτε σε ποιο βαθμό κρισιμότητας βρισκόταν[21].  Η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε. Ακόμα και αν λάβουμε ως δεδομένο πως δεν αντελήφθη ακριβώς το μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε ή το βαθμό κρισιμότητας της κατάστασης στην οποία περιήλθε το θύμα, εντούτοις βλέποντας το θύμα να κείται στο έδαφος και παράλληλα ότι «άρκεψε να πειτά το γαίμα», σε σημείο μάλιστα που σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα αισθάνθηκε τέτοιο φόβο που ένιωσε πως έπρεπε να φύγει, δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί κάποιος στο μόνο λογικό συμπέρασμα πως είχε αντιληφθεί πως η κατάσταση που δημιούργησε, ήταν τουλάχιστον σοβαρή. Παρά δε ταύτα επέλεξε να τον εγκαταλείψει με τον τρόπο και στην κατάσταση που πιο πάνω περιγράφηκε, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το αν θα εντοπιζόταν και αν θα τύγχανε και πότε κάποιας περίθαλψης.    

 

Επιπλέον προβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης η εισήγηση ότι υπήρξε πρόκληση. Η έννοια της πρόκλησης περιγράφεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, όπου γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All E.R. 932:

 

«Η έννοια της πρόκλησης, όπως είναι γνωστή στο κοινό δίκαιο, περιγράφεται στην κλασσική, καθώς χαρακτηρίστηκε, καθοδήγηση του Devlin J. στην Duffy [1949] 1 All E.R. 932. Έχει ως εξής: ‘Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind’’

 

 Σε ελεύθερη μετάφραση[22] :

 

«Πρόκληση είναι η πράξη ή σειρά πράξεων τελουμένων από το «θύμα» προς τον κατηγορούμενο οι οποίες θα προκαλούσαν σε κάθε λογικό άνθρωπο, και στην πραγματικότητα προκαλούν στον κατηγορούμενο, ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του, καθιστώντας τον κατηγορούμενο σε τέτοιο βαθμό υποκείμενον στο πάθος ώστε στιγμιαία να μην είναι κύριος του μυαλού του.»   »

 

Στην ίδια υπόθεση αναφέρεται ότι το Δικαστήριο κατά την διερεύνηση του κατά πόσο υπήρξε πρόκληση, δεν εξετάζει ζητήματα υπαιτιότητας του θύματος. Οι πράξεις του θύματος θα κριθούν αποκλειστικά και μόνο από την σκοπιά του κατά πόσον δικαιολογούσαν την προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου του δράστη, αφού δεν είναι το θύμα που δικάζεται, αλλά ο δράστης. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν από τις ενέργειες του θύματος δικαιολογείται αιφνίδια και προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου του δράστη (sudden and temporary loss of self-control).

 

Όπως δε επεξηγείται στην υπόθεση Αεροπόρου (πιο πάνω):

 

« To κατά πόσο υπάρχει ή όχι πρόκληση αποτελεί θέμα πραγματικό προδιαγεγραμμένο όμως νομικά από τις ιδιότητες που το συνθέτουν. … Το ζητούμενο είναι πάντοτε η πρόκληση ως κατάληξη. Αυτό είναι το γεγονός που εν τέλει έχει σημασία. Όπου αμφισβητείται, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση για τη διατύπωση σχετικού ευρήματος. Δεν προσφέρεται, έξω από δικαστικό εύρημα, η εκτίμηση των όσων προβάλλονται ότι τη συνθέτουν. Γι’ αυτό, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη περί πρόκλησης και όχι τα στοιχεία που προτείνονται ως τα συστατικά της. Εφόσον εδώ προβλήθηκε η ύπαρξη πρόκλησης, η κατηγορούσα αρχή όφειλε, εάν αμφισβητούσε την κατάληξη ως γεγονός, να υποβάλει τα επικαλούμενα από την υπεράσπιση στοιχεία σε δικαστική κρίση. Αυτό η κατηγορούσα αρχή δεν το έπραξε. Αλλά ούτε και διατύπωσε σχετικό λόγο έφεσης. Δεν προσφέρεται λοιπόν δυνατότητα αμφισβήτησης ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν, κατά τον χρόνο της επίθεσης, σε κατάσταση στην οποία λειτουργούσε η πρόκληση. Συνεπώς, είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι προσμετρούσε ως ελαφρυντική περίσταση η αναφερθείσα ως πρόκληση.»

 

(έμφαση δοθείσα)

 

Στην προκειμένη περίπτωση είναι γεγονός πως μεταξύ του Μ.Α. και της αδελφής του Κατηγορούμενου υπήρχαν διενέξεις, προστριβές και τσακωμοί για τουλάχιστον έξι μήνες προηγουμένως, πράγμα το οποίο γνώριζε ο Κατηγορούμενος, όπως επίσης γνώριζε πως τις πλείστες φορές το θύμα ήταν αυτό που μετέφερε τον Μ.Α., για να τη συναντήσει.  Τούτα όμως αφορούσαν συμβάντα εντός των έξι προηγούμενων μηνών, τα οποία δεν θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν το στοιχείο της πρόκλησης ένεκα της παρόδου χρόνου από την επέλευση τους, αλλά κυρίως λόγω της θέσης του Κατηγορούμενου, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, πως, έχοντας μεταβεί στην κατοικία του θύματος, σκοπός του ήταν να μιλήσει στα αδέλφια, ίσως έντονα ή ακόμα και απειλητικά αλλά όχι να χτυπήσει ή να σκοτώσει, εξ ου και δεν άρχισε να φωνάζει ούτε μπήκε στην οικία του θύματος αθέλητα, αλλά αντιθέτως είχε, αμέσως πριν, προσπαθήσει, να επιτύχει την επίλυση του προβλήματος μέσω τρίτων.  

 

Αλλά και το τελευταίο, περιστατικό μεταξύ του Μ.Α. και της αδελφής του Κατηγορούμενου (και τα όσα ομολογουμένως σοβαρά συμβάντα ακολούθησαν, με ζημιές στην περιουσία του πρώην συζύγου της αδελφής του Κατηγορούμενου αλλά και στην οικία του πατέρα της) δεν επεσυνέβησαν την ημέρα των επίδικων γεγονότων αλλά δύο μέρες πριν, ήτοι στις 27.8.23.  Παρεμβάλλουμε εδώ ότι στο αρχικό επεισόδιο παρών ήταν τόσο θύμα όσο και η μητέρα του και κατά τη διάρκειά του, το θύμα ανέφερε στην αδελφή του Κατηγορούμενου ότι την έχει σε βίντεο (αναφορά η οποία εκλήφθηκε ότι αφορούσε σε βίντεο σεξουαλικού κατά πάσα πιθανότητα περιεχομένου με την ίδια και τον Μ.Α.). Το εν λόγω περιστατικό η αδελφή του Κατηγορούμενου μετέβη για να το καταγγείλει, υπό τη συνοδεία του πρώην συζύγου της με τον οποίο επικοινώνησε και στον οποίο ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του εν λόγω επεισοδίου, ο Μ.Α. τη χαστούκισε στο πρόσωπο. Ενόσω δε η αδελφή του Κατηγορούμενου προέβαινε σε καταγγελία, ο Μ.Α. με το θύμα είχαν μεταβεί στο σπίτι του πρώην συζύγου της όπου του προκάλεσαν μεγάλες ζημιές θρυμματίζοντας του δύο τζαμαρίες, για να φύγουν ακολούθως από εκεί και να μεταβούν στο σπίτι της αδελφής του Κατηγορούμενου, όπου επίσης προκάλεσαν κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του πατέρα της και έσπασαν εξωτερικές σωλήνες νερού ενώ ακολούθως αφού εισήλθαν και εντός της κατοικίας προκάλεσαν και εκεί διάφορες άλλες ζημιές.  

 

Δεν μπορούν όμως ούτε τα όσα είχαν προηγηθεί στις 27.8.23 να θεωρηθούν ως πρόκληση για τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου και ορθώς η υπεράσπιση δεν ενέμεινε στη σχετική θέση, αφού το επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσον υπήρξε πρόκληση εκ μέρους του θύματος κατά τον επίδικο χρόνο διάπραξης του αδικήματος, που ήταν δύο μέρες μετά (βλ. κατ’ αναλογίαν Τ.Μ. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 89/21 ημερ. 9.12.22), ECLI:CY:AD:2022:B469. Εξάλλου, ως ήδη υπεδείχθη, κάτι τέτοιο δεν συνάδει ούτε με τη σαφή θέση της υπεράσπισης ότι παρά το γεγονός ότι όταν είχε επικοινωνήσει αρχικά με τα ξαδέλφια του θύματος για να τους συναντήσει, τους είχε αναφέρει ότι ψάχνει τα δύο αδέλφια επειδή θέλει να τους «δέρει» για τις ζημιές που προκάλεσαν στην περιουσία του πατέρα του, εντούτοις ο Κατηγορούμενος στη συνέχεια ηρέμησε αφότου συναντήθηκε με τα ξαδέλφια του και δεν είχε πρόθεση να ασκήσει βία όταν πλέον πήγε στην οικία του θύματος, αλλά να συζητήσει[23]. Επομένως ακόμα και αν τα προηγηθέντα θα μπορούσαν στην κατάλληλη περίπτωση να θεωρηθούν ως προηγούμενη και διαδοχική πρόκληση, δεν συνιστούσαν εν προκειμένω πρόκληση εκ μέρους του θύματος, αφού φαίνεται να μεσολάβησε χρόνος εντός του οποίου ο Κατηγορούμενος είχε την ευχέρεια να ηρεμήσει κατά τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί πως εκείνες οι προηγούμενες ενέργειες προκάλεσαν «ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του, καθιστώντας τον κατηγορούμενο σε τέτοιο βαθμό υποκείμενον στο πάθος ώστε στιγμιαία να μην είναι κύριος του μυαλού του».

Θέση της υπεράσπισης την οποία αποδεχόμαστε, ήταν πως τα ως άνω προηγηθέντα γεγονότα επενήργησαν ώστε να προκαλέσουν συναισθηματική φόρτιση στον Κατηγορούμενο. Εν ολίγοις δηλαδή, ο Κατηγορούμενος ο οποίος ενημερωνόταν από τη μητέρα του και τον πατέρα του για όλα τα επεισόδια που προέκυπταν μεταξύ της αδελφής του και του Μ.Α. καθώς και για το ότι το θύμα ήταν αυτό που μετέφερε τον Μ.Α. με το όχημα του για να τη συναντήσει, φορτιζόταν.  Φόρτιση η οποία εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν πληροφορήθηκε και τα όσα είχαν συμβεί στις 27.8.23, ενώ παράλληλα και η αδελφή του του εξέφραζε παράπονα ότι την εγκατέλειψε για να διαχειριστεί μόνη της το πρόβλημα, πράγμα το οποίο ενέτεινε έτι περαιτέρω τη φορτισμένη κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

 

Στρεφόμενοι τώρα στο εάν η συμπεριφορά του θύματος συνιστούσε πρόκληση, κατά το χρόνο που πλέον ο Κατηγορούμενος έχοντας δει πως τα ξαδέλφια του θύματος δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν, επέλεξε να πάει μόνος του στην οικία του, σημειώνουμε τα εξής. Κατ’ αρχάς το θύμα του άνοιξε και του είπε να περάσει μέσα.  Κάνοντας ωστόσο το πρώτο βήμα προς τα μέσα, το θύμα το οποίο βρισκόταν υπό την επήρεια ελεγχόμενων ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α[24], απευθύνθηκε στον Κατηγορούμενο έχοντας   απειλητική και επιθετική στάση («επήεν να μου αρρώσει και εσκοτινιάστηκα»), χωρίς ωστόσο να υποστηρίζεται ότι το θύμα του επιτέθηκε σωματικά, οπόταν και ο Κατηγορούμενος του κατάφερε την πλήξη στο πρόσωπο ενώ ακολούθως τον έσπρωξε με αποτέλεσμα να επέλθει η δεύτερη πλήξη, ως ανωτέρω έχει αναφερθεί.  Δεν προκύπτει βέβαια από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας να ήταν μεγάλης έντασης ή διάρκειας η πρόκληση, ωστόσο δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την κατηγορούσα αρχή ότι στη βάση αυτή, ο Κατηγορούμενος βρισκόταν σε κατάσταση στην οποία λειτούργησε η πρόκληση. Θέση την οποία, υπό το φως και της ανωτέρω νομολογίας, αποδεχόμαστε, όπως επίσης αποδεχόμαστε και λαμβάνουμε υπόψη τη μη αμφισβητηθείσα θέση της υπεράσπισης πως ο Κατηγορούμενος αντέδρασε αισθανόμενος και κάποιο φόβο, βλέποντας την απειλητική στάση του θύματος, το οποίο προσπάθησε να τον φοβερίσει και ουσιαστικά να του επιβληθεί, ενώ μάλιστα γνώριζε πως το θύμα ήταν ικανό να προβεί σε βίαιες πράξεις ένεκα προηγηθέντων γεγονότων και όντας και χρήστης για χρόνια σκληρών ναρκωτικών. 

 

Ωστόσο ενόψει ακριβώς της φύσης της πρόκλησης στην προκειμένη περίπτωση ως περαιτέρω αποσαφηνίστηκε ενώπιον μας, δεν μπορούμε να εντάξουμε την περίπτωση στην σφαίρα της «οριακής αυτοάμυνας», ως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ούτε και να δεχθούμε ότι ενήργησε στο πλαίσιο «υπέρμετρης αυτοάμυνας». Και τούτο διότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας τέτοια στοιχεία που να μπορούν ευλόγως να υποστηρίξουν ότι υπό τις περιστάσεις η στάση του θύματος ήταν τέτοια, που θα εδύνατο να προκαλέσει σε «υπέρμετρη αυτοάμυνα», ως ήταν η θέση της υπεράσπισης.

 

Ό,τι άλλο οφείλουμε βεβαίως να τονίσουμε, είναι πως η αποδοχή της θέσης της υπεράσπισης, περί φόρτισης, πρόκλησης αλλά και φόβου σε καμμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την εντελώς δυσανάλογη και έξω από κάθε λογική και μέτρο συμπεριφορά του Kατηγορούμενου, ο οποίος ως και τα ίδια τα γεγονότα μαρτυρούν προκάλεσε στο θύμα τις δύο πιο πάνω αναφερόμενες πλήξεις, που τον κατέστησαν αρχικά βαρύτατα τραυματισμένο και σε κρίσιμη κατάσταση και εκ των οποίων εν τέλει κατέληξε. 

 

Και για να το θέσουμε αλλιώς τόσο η συμπεριφορά του θύματος κατά την επίδικη ημερομηνία όσο και οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του Μ.Α. και της αδελφής του Κατηγορούμενου, οι οποίες, όπως καταφαίνεται μέσα από τα εκτεθέντα γεγονότα, είχαν διάρκεια και οδήγησαν στις 27.8.23 στην πρόκληση μεταξύ άλλων περαιτέρω αναστάτωσης αλλά και σοβαρών υλικών ζημιών,  δεν νομιμοποιούσαν σε καμμιά περίπτωση τον Κατηγορούμενο να προσφύγει στη βία και να επιφέρει το θανάσιμο τραυματισμό του θύματος.

 

Η σημασία του στοιχείου της πρόκλησης λοιπόν, έγκειται στο ότι λαμβάνεται υπόψιν μαζί με όλα τα λοιπά στοιχεία κατά την αξιολόγηση της όλης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου και ενισχύει εν προκειμένω και τη μη ύπαρξη προσχεδιασμού για το έγκλημα, εντάσσοντας την περίπτωση στη σφαίρα της «αθέλητης» ανθρωποκτονίας.

 

Η προηγηθείσα διαπίστωση της σοβαρότητας, του αδικήματος της ανθρωποκτονίας και της παράλληλης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, αλλά και της σοβαρότητας των γενικότερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης δεν εξουδετερώνει την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε πρόσφατα στην Τ.Μ v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναμφίβολα το δικό μας νομικό σύστημα αναγνωρίζει ελαφρυντικά στοιχεία εκεί και όπου υπάρχουν, ακόμη και στα πιο ειδεχθή εγκλήματα αφού η εξατομίκευση έχει πάντα τη θέση της[25]. Στο πλαίσιο αυτό η εξατομίκευση καθιστά το άτομο του παραβάτη ένα από τους άξονες προσδιορισμού της τιμωρίας και τούτο ακόμα και στις περιπτώσεις, όπως η προκειμένη, όπου η σοβαρότητα της, καθιστά την επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής επιβεβλημένη.

 

Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής και προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψιν κατ’ αρχάς το λευκό του ποινικό μητρώο καθώς και τον πρότερο έντιμο βίο του σε συνάρτηση και με την ηλικία του (42 ετών), αφού δεν απασχόλησε με οποιοδήποτε τρόπο τις αρχές προηγουμένως.

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές αφότου συνελήφθη και την ομολογία του. Η βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στα πιο πάνω ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία δύναται να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.442) καθώς και όταν δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία στα χέρια της Αστυνομίας, η οποία αδυνατεί έτσι να εξιχνιάσει το έγκλημα (βλ. Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ 228 Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ 216 και Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ.808).

 

Στην προκειμένη περίπτωση από τα εκτεθέντα γεγονότα φαίνεται πως η εξιχνίαση της υπόθεσης βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη δική του ομολογία, αφού δεν υπήρξε άλλη ουσιαστική διασύνδεση του με τη σκηνή μέσω γενετικού υλικού ή αυτόπτων μαρτύρων, η δε μαρτυρία των εξαδέλφων του θύματος σταματά εκεί όπου, ενώ οι ίδιοι αναχωρούσαν, είδαν τον Κατηγορούμενο να ευρίσκεται εντός του ακινητοποιημένου οχήματός του. Επομένως θεωρούμε πως η ομολογία του καθώς και οι υποδείξεις στις οποίες προέβη προς την αστυνομία, συνέβαλαν ουσιωδώς στην προκειμένη περίπτωση στην εξιχνίαση και επομένως θα προσδοθεί στον παράγοντα αυτό η δέουσα (αυξημένη) βαρύτητα.  Η δε παραδοχή του στο Δικαστήριο παρότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ήταν άμεση, εντούτοις επήλθε σε πολύ αρχικό στάδιο και πάντως πριν την έναρξη οποιασδήποτε ακροαματικής διαδικασίας. Τοιουτοτρόπως περιέσωσε σημαντικό δικαστικό χρόνο και σίγουρα θα αμειφθεί με ανάλογη έκπτωση στην ποινή, αφού ως είναι καλώς νομολογημένο, αυτή η πορεία «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων» (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).

 

Επίσης εκλαμβάνουμε την παραδοχή του και ως ένδειξη της μεταμέλειας του. Μεταμέλεια η οποία επίσης προκύπτει και μέσα από τη συνεργασία του με την Αστυνομία, την ομολογία του αλλά και την απολογία του προς του οικείους του θύματος, μέσω του συνηγόρου του.

 

Στρεφόμενοι τώρα στις περιστάσεις διάπραξης, προς όφελος του λαμβάνουμε υπόψη την απουσία προσχεδιασμού (βλ. Γεώργιος Μωυσίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575, 582 και Yeates και άλλος v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 320), αφού ως ήδη λέχθηκε γίνεται δεκτό πως είχε μεταβεί για να συζητήσει με το θύμα και η εγκληματική συμπεριφορά εκδηλώθηκε, ένεκα της γενικότερης φορτισμένης κατάστασης στην οποία βρισκόταν λόγω προηγούμενων γεγονότων και ενεργειών έναντι της αδελφής του αλλά και της περιουσίας του πατέρα του και αφού συλλειτούργησε και το στοιχείο της πρόκλησης με τον τρόπο που αναλύθηκε ανωτέρω.  Λαμβάνουμε συναφώς υπόψη πως δεν πρόκειται για εγκληματικό στοιχείο και πως τέλεσε την πράξη κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες και πάντως όχι μετά από εγκληματικό σχεδιασμό.

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι οι πλήξεις ήταν δύο και όχι αλλεπάλληλες ή παρατεταμένες και πως δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε επιθετικό όπλο ή αντικείμενο[26], χωρίς ωστόσο τούτο να μεταβάλλει τη βαναυσότητα των πλήξεων, ως τούτη προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα με τον τρόπο που πιο πάνω επεξηγήσαμε.  Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη και το κίνητρο του που ήταν η οικογενειακή αλληλεγγύη και το αίσθημα ευθύνης να προστατέψει την αδελφή του και τους γονείς του, χωρίς τούτο να μπορεί να αλλοιώσει το εν γένει αδικαιολόγητο της συμπεριφοράς και αντίδρασης του. Και τούτο ενώ έχουμε συνυπολογίσει και τον εύλογο υπό τις περιστάσεις φόβο που αισθάνθηκε, βλέποντας την απειλητική στάση του θύματος ο οποίος προσπάθησε να τον φοβερίσει, ενώ μάλιστα γνώριζε πως το θύμα ήταν ικανό να προβεί σε βίαιες πράξεις ένεκα προηγηθέντων γεγονότων και όντας και χρήστης για χρόνια σκληρών ναρκωτικών.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές του περιστάσεις ως αναφέρονται στην Έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και ως περαιτέρω αναλύθηκαν ενώπιον μας από το συνήγορο του.  Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη ότι πρόκειται για άτομο ηλικίας 42 ετών, ο οποίος κατάγεται από τη Λάρνακα και ο οποίος μεγάλωσε στη Ξυλοτύμπου από όπου κατάγεται η μητέρα του, έχει μια αδελφή ηλικίας 34 ετών, άγαμη και μητέρα ενός παιδιού και δύο αδελφούς έγγαμους, που διαμένουν με τις οικογένειες τους. Οι γονείς του, ηλικίας 68 ετών η μητέρα και 73 ετών ο πατέρας, προ της συνταξιοδότησης τους, εργάζονταν ως μαγείρισσα και οδηγός σε ιδιωτική εταιρεία, αντίστοιχα.  

 

Από πλευράς μόρφωσης, λαμβάνουμε υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος διέκοψε τη φοίτηση του στη Γ’ Γυμνασίου και ότι ακολούθως εργάστηκε σε διάφορες εργασίες, ενώ μετά την αποστράτευση του εργάστηκε κυρίως ως σιδεράς και σερβιτόρος ποτών (barman) σε νυχτερινά κέντρα. Λόγω χρεών που δημιούργησε κατά την περίοδο 2005 - 2010, κηρύχθηκε σε πτώχευση, ενώ ακολούθως εργάστηκε ως σιδεράς σε διάφορες εταιρείες. Το 2020 δημιούργησε με ακόμα ένα άτομο ιδιωτική εταιρεία, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα και την οποία διαχειριζόταν από την ημερομηνία κράτησης του ο συνέταιρος του, με την επισήμανση όμως ότι στο παρόν στάδιο γίνονται διαδικασίες για τον τερματισμό της λειτουργίας της.  

 

Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψη ότι το 2006 τέλεσε γάμο ο οποίος οδηγήθηκε στο διαζύγιο ένα έτος μετά, ενώ το 2010 τέλεσε δεύτερο γάμο από τον οποίο απέκτησε μια ανήλικη θυγατέρα, ηλικίας σήμερα οκτώ ετών, μαθήτρια δημοτικού η οποία αντιμετωπίζει καρδιολογικά προβλήματα και παρακολουθείται στην «Παιδοκαρδιολογική», ενώ μαζί τους διαμένει και η θυγατέρα της συζύγου του από προηγούμενο γάμο ηλικίας 18,5 ετών, μαθήτρια της Γ’ Λυκείου, η οποία πάσχει από διαβήτη και είναι ινσουλινοεξαρτώμενη.  Η δε σύζυγος του, έχει και αυτή προβλήματα υγείας  αφού πάσχει από υπογλυκαιμία και λαμβάνει εβδομαδιαία φαρμακευτική αγωγή και συχνά αντιμετωπίζει λιποθυμικά επεισόδια, τα οποία οφείλονται κυρίως σε υπογλυκαιμικές κρίσεις.   Οι πιο πάνω, ένεκα της κράτησης του Κατηγορούμενου μετακόμισαν και διαμένουν πλέον με τους γονείς της συζύγου του, έχουν αρχίσει συνεργασία με ψυχολόγους με στόχο την ενδυνάμωση και συμβουλευτική τους καθοδήγηση και του συμπαραστέκονται στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Η οικογένεια του αντιμετωπίζει και οικονομικά προβλήματα, αφού ο μισθός των €700 που η σύζυγος του λαμβάνει από την εργασία της ως δημοτική υπάλληλος, δεν επαρκεί για τη διαβίωση της ίδιας και των παιδιών της, τα οποία μεγαλώνει πλέον μόνη της.

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει ορθοπεδικά και ακουολογικά προβλήματα καθώς και προβλήματα καρδιολογικής φύσεως και συγκεκριμένα κολπική μαρμαρυγή, ενώ το 2023 διαγνώστηκε και με καταρράκτη στα μάτια, σημειώνοντας παράλληλα όμως πως δεν υποβλήθηκε εισήγηση ούτε και έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να υποδηλώνει, πως τα πιο πάνω προβλήματα είναι τέτοια που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά εντός των φυλακών.

 

Παραμένοντας στο πλαίσιο των προσωπικών περιστάσεων, λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης στους οικείους του και δη τη σύζυγο του, τη θυγατέρα του αλλά και τη θυγατέρα της συζύγου του από προηγούμενο γάμο, οι οποίες αντιμετωπίζουν συναισθηματικές αλλά και οικονομικές δυσκολίες ένεκα του εγκλεισμού του Κατηγορούμενου και της ενδεχόμενης επιβολής ποινής φυλάκισης, αφού προηγουμένως είχαν μια αρμονική οικογενειακή σχέση και εξαρτιόνταν ουσιαστικά από τον Κατηγορούμενο και για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζειν.  Σημειώνουμε βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες, παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Καταληκτικά, τονίζουμε πως η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να αφήνεται να οδηγεί σε εξουδετέρωση, είτε της σοβαρότητας του αδικήματος, είτε του στοιχείου της αποτροπής και της εν γένει αποτελεσματικότητας του Νόμου. Οι δε προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, οι οποίες λαμβάνονται βέβαια υπόψη, απολήγουν σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι ήσσονος σημασίας, αφού προέχει το στοιχείο της αποτροπής με απώτερο στόχο την προστασία της κοινωνίας.

 

Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα δεδομένα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και χωρίς να παραβλέπουμε το σύνολο των ελαφρυντικών του Κατηγορούμενου ως ανωτέρω αναλύθηκαν σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις, κρίνουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.

 

Θεωρούμε κατάλληλη και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο 1 στην Κατηγορία 1 ποινή φυλάκισης εννέα (9) ετών.

 

Βάσει του άρθρου 117 του Κεφ.155 η πιο πάνω ποινή φυλάκισης να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση (από 15.9.23).

 

 

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Σημειώνεται ότι η Κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει κατηγορία που αφορά γραπτές απειλές για φόνο, κατά παράβαση του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

[2] Βλ. μκ-1 στον πίνακα μαρτύρων.

[3] Βλ. μκ-2 στον πίνακα μαρτύρων.

[4] Βλ. μκ-5 στον πίνακα μαρτύρων.

[5] Βλ. μκ-11 στον πίνακα μαρτύρων.

[6] Βλ. μκ-3 στον πίνακα μαρτύρων.

[7] Βλ. μκ-4 στον πίνακα μαρτύρων.

[8] Βλ. μκ-3 στον πίνακα μαρτύρων.

[9] Βλ. μκ-12 στον πίνακα μαρτύρων.

[10]Βλ. μκ-4 στον πίνακα μαρτύρων.

[11]Βλ. μκ-4 στον πίνακα μαρτύρων.

 

[12] Βλ. μκ-6 στον πίνακα μαρτύρων.

[13] Βλ. μκ-8 στον πίνακα μαρτύρων.

[14] Βλ. μκ-6 στον πίνακα μαρτύρων.

[15] Βλ. μκ-9 στον πίνακα μαρτύρων.

[16] Βλ. μκ-13 στον πίνακα μαρτύρων.

[17] Βλ. μκ-17 στον πίνακα μαρτύρων.

[18] Βλ. Lasha Okmelashvili ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 146/20, ημερ. 20.12.21, Παναγιώτης Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Τ.Μ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 89/21 ημερ. 9.12.22.

 

[19] Where death is not the object of the illegal act of the accused, sentences below 10 years may be imposed for the unintended homicide of the victim. … As earlier noticed, homicide embraces widely differing conduct with a corresponding impact on the punishment of the offenders. What can be said by way of generalisation to the extent that decided cases provide room for t proposition, is that the further away we get from an intent to kill, the lesser becomes the gravity of the offence.”

 

[20] Βλ. σελ.14 της γραπτής αγόρευσης προς μετριασμό. 

[21] Βλ. σελ. 25 της γραπτής αγόρευσης προς μετριασμό.

[22] Από την υπόθεση Γιώργος Μωυσίδης v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 34

 

[23] Βλ. και Γεώργιος Στεφάνου Προδρόμου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ 169.

[24] Αμφεταμίνη και Μεθαμφεταμίνη (βλ. Τεκμήριο Β σελ. 8).

[25] Βλ. και Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, 484-485, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 124, 129-130 και Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635, 638.

[26] Σημειώνεται σχετικά ότι σύμφωνα με την Ιατροδικαστική, από το σύνολο των κακώσεων που έφερε το θύμα δεν μπορεί να εξαχθεί θετικό συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος χρησιμοποίησε οποιοδήποτε επιθετικό όργανο για να τραυματίσει το θύμα του, ούτε και ότι ήταν επίμονος στην πρόκληση των τραυμάτων.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο