ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:  Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 1140/23

 

Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α

 

-ν-

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΕΡΙΩΤΗ

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 12 Απριλίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Νικολάου, για Γενικόν Εισαγγελέα (για ν’ ακούσει την απόφαση ο κ. Α. Δημοσθένους)

Για Κατηγορούμενο: κ. Α. Κορέλλης

Κατηγορούμενος παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα, έχει παραδεχτεί τέσσερις κατηγορίες, ήτοι για οπλοφορία, κατά παράβαση του άρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορία 2), για μεταφορά μαχαιριού εκτός κατοικίας αλλά και για μεταφορά του σε δημόσιο χώρο χωρίς εξουσιοδότηση, κατά παράβαση του άρθρου 82(2) του Κεφ.154 και του άρθρου 3(1) του Κεφ.159, αντίστοιχα (κατηγορίες 3 και 4) και για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης,  κατά παράβαση του άρθρου 231 του Κεφ.154 (κατηγορία 5). Σε σχέση με την κατηγορία 1, η οποία αφορούσε απόπειρα φόνου, έχει απαλλαγεί κατόπιν αναστολής της ποινικής δίωξης του σ’ αυτήν από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Στις 8.4.2024, η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην έκθεση των γεγονότων (Τεκμήριο Α) και ακολούθως έγινε αγόρευση για μετριασμό της ποινής από την Υπεράσπιση.  Η φράση «ο κατηγορούμενος δεν είχε επίγνωση των πράξεων του», η οποία χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη από το συνήγορο της υπεράσπισης στο πλαίσιο της αγόρευσης του, προκάλεσε την αντίδραση της συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία με το πέρας της αγόρευσης του συναδέλφου της δήλωσε ότι υπάρχει διαφωνία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και θα πρέπει να διεξαχθεί διαδικασία τύπου Newton για να επιλυθεί το ζήτημα αυτό. Η θέση αυτή βρήκε σύμφωνο και το συνήγορο της υπεράσπισης, σύμφωνα με τον οποίο η εν λόγω αναφορά του αποτελεί εύρημα σχετικής ψυχιατρικής έκθεσης (βλ. Τεκμήριο 2). Αμφότεροι δε οι συνήγοροι, κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης του Δικαστηρίου, ανέφεραν ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και πιο συγκεκριμένα επειδή, αφενός, η κατανάλωση ναρκωτικών και αλκοόλ έγινε εθελούσια από τον Κατηγορούμενο και αφετέρου, σε σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος δεν χρειάζεται ν’ αποδειχθεί ειδική πρόθεση, η πιο πάνω θέση της υπεράσπισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπεράσπιση σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα.

 

Έχοντας ακούσει τις θέσεις των δύο πλευρών, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να μελετήσει τα ζητήματα που προκύπτουν, τα οποία είναι στην ουσία δύο. Πρώτον, αν η αναφορά της υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε επίγνωση των πράξεων του, μπορεί να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικό στοιχείο ή αν συνιστά υπεράσπιση σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα και δεύτερον, σε περίπτωση που αποτελεί μετριαστικό στοιχείο, όπως στην ουσία εισηγούνται οι συνήγοροι των δύο πλευρών, αν χρειάζεται να διεξαχθεί διαδικασία τύπου Newton.

 

Έχουμε μελετήσει ενδελεχώς τις θέσεις που προβλήθηκαν εκατέρωθεν.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154:

 

« 13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), κανένας, λόγω μέθης, δε θεωρείται ότι διενέργησε πράξη ή παράλειψη ακούσια, ή απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.

(2) Κανένας δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για πράξη ή παράλειψη, αν κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης ώστε να στερείται της ικανότητας να γνωρίζει τι διαπράττει ή να ελέγχει τις πράξεις του, ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης, νοουμένου ότι το πράγμα, το οποίο τον οδήγησε στην κατάσταση μέθης του χορηγήθηκε σε άγνοια ή παρά τη θέληση του.

 

(3) Όπου η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, η μέθη, είτε ολική είτε μερική, και είτε θεληματικά ή αθέλητα, δυνατόν να ληφθεί υπόψη για να διακριβωθεί κατά πόσο κατά τη διενέργεια της πράξης υφίστατο πράγματι τέτοια πρόθεση. »

 

Συνεπώς, ως προκύπτει με βάση το συγκεκριμένο άρθρο, όταν το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται κάποιος είναι βασικής πρόθεσης και όχι ειδικής πρόθεσης και η μέθη προκλήθηκε με την θέληση του (voluntary intoxication), η μέθη δεν αποτελεί υπεράσπιση.

 

Είναι σαφές ότι το πιο πάνω άρθρο, αντανακλά και την Αγγλική νομολογία επί του θέματος.

 

Στην υπόθεση R v. Lipman (1970) 1 QB 152, ο Κατηγορούμενος και ένα κορίτσι (D) έκαναν χρήση ναρκωτικού L.S.D. Ο Κατηγορούμενος, έχοντας παραισθήσεις από τη χρήση ναρκωτικών, σκότωσε την D.  Στη δίκη του ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τι έκανε και δεν είχε πρόθεση να βλάψει την D.  Ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε και άσκησε έφεση. Η έφεση του απορρίφθηκε. Στο πλαίσιο της έφεσης, αποφασίστηκε ότι δεν χρειάζεται ειδική πρόθεση για να στηρίξει καταδίκη για ανθρωποκτονία, όταν η θανάτωση επήλθε από παράνομη πράξη και η εθελούσια μέθη δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει υπεράσπιση γι’ αυτή την κατηγορία. Επίσης, ότι οι αρχές που ισχύουν στην περίπτωση της μέθης η οποία προκαλείται από αλκοόλ, ισχύουν και στην περίπτωση της μέθης που προκαλείται από άλλες ουσίες (drugs), όπως φάρμακα και ναρκωτικές ουσίες. 

 

Στην δε υπόθεση Director of Public Prosecutions v. Majewski (1976) 2 All ER 142, ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε τρεις κατηγορίες επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη και σε τρεις κατηγορίες επίθεσης σε αστυνομικό κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του. Λίγο πριν την διάπραξη είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών και αλκοόλ.  Ήταν εθισμένος χρήστης και καθ' ομολογία δική του είχε φθάσει τα όρια της παράνοιας. Επικαλέστηκε ως υπεράσπιση ότι ένεκα της κατάστασης υπό την οποία τελούσε δεν γνώριζε τι έκανε. Ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδήγησε τους ενόρκους να θεωρήσουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία επίθεσης.  Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων απέρριψε την έφεση του κατηγορούμενου ομόφωνα.[1]

 

Επίσης σχετικά είναι όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Blackstoness Criminal Practice 2022, σελ. 46 επ. (Intoxication).

 

Εν προκειμένω, το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, ήτοι αυτό της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, δεν έχει ως συστατικό στοιχείο την ειδική πρόθεση. Αρκεί το κατηγορούμενο πρόσωπο να διενήργησε συνειδητά την παράνομη πράξη που επέφερε τη βλάβη (βλ. Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397). Το ίδιο ισχύει για τα υπόλοιπα αδικήματα.

 

Όπως ξεκάθαρα προκύπτει δε από τα εκτεθέντα γεγονότα και την αγόρευση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου, Παραπονούμενος και Κατηγορούμενος, χρήστες ναρκωτικών κατά τον επίδικο χρόνο, κατανάλωναν μαζί αλκοόλ και ναρκωτικά και δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η κατανάλωση έγινε εν αγνοία ή παρά τη θέληση του Κατηγορούμενου.

 

Συνεπώς, σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, αποφαινόμαστε ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος μπορεί να θέσει θέμα μη επίγνωσης των πράξεων του, κατά τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, στο πλαίσιο του μετριασμού της ποινής.

 

Αυτή η κατάληξη, μας φέρνει στο δεύτερο ζήτημα.

 

Επί τούτου, ευθέως αναφέρουμε πως η διαφωνία των δύο πλευρών αφορά κατά την κρίση μας σε ουσιώδες γεγονός. Το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος δεν είχε καθόλου επίγνωση των πράξεων του ή αν είχε περιορισμένη επίγνωση τούτων, έχει βεβαίως τη σημασία του για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Πρόκειται δε για περίπτωση αντίστροφης διαδικασίας Newton (reverse Newton hearing), στο πλαίσιο της οποίας ακριβώς η υπεράσπιση θα πρέπει να κληθεί να στηρίξει την εκδοχή της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[2].

 

Συναφώς, για το δεύτερο ζήτημα, αποφαινόμαστε ότι προς επίλυση της διαφωνίας των δύο πλευρών αναφορικά με ουσιώδες γεγονός, θα πρέπει να διεξαχθεί αντίστροφη διαδικασία Newton (reverse Newton hearing).

 

Κατάληξη

 

Ενόψει των όσων έχουμε αναφέρει ανωτέρω, διατάσσουμε τη διεξαγωγή αντίστροφης διαδικασίας Newton (reverse Newton hearing) για ν’ αποφασιστεί κατά πόσο ευσταθεί η αναφορά της Υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε καθόλου επίγνωση των πράξεων του κατά την διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

 (Υπ.) …………………………………….

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………….

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..………………………………

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. και την Director of Public Prosecutions v. Beard (1920) AC 494, η οποία μνημονεύεται στην πιο πάνω απόφαση, όπου αναφέρθηκε ότι η εθελούσια μέθη ποτέ δεν αποτέλεσε δικαιολογία για εγκληματική συμπεριφορά εκτός από τις περιπτώσεις που η ειδική πρόθεση είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος. 

 

[2] Βλ. το σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Β Έκδοση, σελ.1033-1034,

Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης και άλλων ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 282.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο