ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:  Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2389/23

 

Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α

 

-ν-

 

Χ. Α.

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 8 Απριλίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Παπαλοϊζου, για Γενικόν Εισαγγελέα (για ν’ ακούσει απόφαση ο κ. Α. Δημοσθένους)

Για Κατηγορούμενο: κ. Κ. Ταμπούρλας

Κατηγορούμενος παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στην παρούσα υπόθεση ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει εννέα κατηγορίες βιασμού[1], μια κατηγορία που αφορά το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης δια διείσδυσης[2], μια κατηγορία άσεμνης επίθεσης[3], μια κατηγορία κοινής επίθεσης[4], δύο κατηγορίες απειλής[5], μια κατηγορία παρενοχλητικής παρακολούθησης[6] και μια κατηγορία που αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχής αντικειμένου εκτόξευσης επιβλαβούς αερίου[7]

 

Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το στάδιο της παραπομπής ζητήθηκε η κράτηση του Κατηγορούμενου στη βάση τόσο του κινδύνου φυγοδικίας όσο και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων και η πλευρά της υπεράσπισης δεν έφερε ένσταση στο εν λόγω αίτημα, δηλώνοντας παράλληλα όμως ότι επεφύλασσε το δικαίωμα της να ενστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Πράγμα το οποίο έπραξε κατά την 11.1.24, οπόταν αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές εν σχέσει με το αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου το οποίο εδραζόταν στους πιο πάνω λόγους, αποφασίστηκε, για λόγους που φαίνονται στη σχετική απόφαση (ημερ. 12.1.24), ότι δεν στοιχειοθετείτο οιοσδήποτε από τους προαναφερθέντες κινδύνους, με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να αφεθεί ελεύθερος υπό τους εξής όρους:

 

(1)          Υπογραφή προσωπικής εγγύησης ύψους €20.000 και επιπρόσθετα υπογραφή εγγύησης με ένα αξιόχρεο εγγυητή κατά την κρίση του Πρωτοκολλητή για το ποσό των €20.000.

 

(2)          Τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο προσώπων των οποίων η έξοδος από τη Δημοκρατία απαγορεύεται (stop list) και απαγόρευση διέλευσης του από και προς τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, από οποιοδήποτε σημείο.

 

(3)          Παράδοση του διαβατηρίου του καθώς και των λοιπών ταξιδιωτικών του εγγράφων στις Αστυνομικές Αρχές.

 

(4)          Παρουσίαση του στον Αστυνομικό Σταθμό Κιτίου, τρεις φορές την εβδομάδα, ήτοι κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή.

 

Περαιτέρω εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου και διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται σε αυτόν να πλησιάζει την Παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων οπουδήποτε και αν αυτή ευρίσκεται και με το οποίο επιπρόσθετα απαγορεύεται σε αυτόν να επικοινωνεί μαζί της με οποιοδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε μέσο.  Στη βάση των πιο πάνω όρων κλήθηκε να είναι παρών κατά την 28.3.24, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση.

 

Κατά την εν λόγω ημερομηνία και αφότου η ακρόαση της μετατέθηκε σε νέα ημερομηνία για λόγους που εμφαίνονται στο σχετικό πρακτικό, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε εκ νέου αίτημα όπως ο Κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση, στηρίζοντας το αίτημα της στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων αλλά και στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Και τούτο, στη βάση γεγονότων που, ως η θέση της, μεσολάβησαν μετά την ημερομηνία που το Δικαστήριο διέταξε την άφεση του Κατηγορούμενου ελεύθερου με όρους.

 

Ως προς την ακολουθητέα διαδικασία σε τέτοιες περιπτώσεις, σημειώνουμε ότι η παλαιότερη πρακτική[8], με βάση την οποία καταχωρείτο γραπτή αίτηση και ένσταση, φαίνεται πλέον να εγκαταλείφθηκε, με την προφορική αίτηση να είναι επικρατέστερη, με τη δυνατότητα βέβαια πάντοτε προσαγωγής μαρτυρίας εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο (βλ. Μιχάλη Ανδρέα Ψύλλα v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 731).  Έχοντας λοιπόν κατά νου τα ανωτέρω, τη θέση της υπεράσπισης ότι επιθυμούσε να αντεξετάσει το μάρτυρα που θα παρουσίαζε τη μαρτυρία σε σχέση με το νέο αίτημα κράτησης αλλά και τα νομολογηθέντα στην ως άνω υπόθεση Ψύλλα και ειδικότερα την αναφορά στην αναγκαιότητα προσαρμογής της διαδικασίας προς την ανάγκη να γνωρίζουν οι διάδικοι τί έχουν να αντιμετωπίσουν και προπαντός να προβάλουν ολοκληρωμένες τις θέσεις τους, δώσαμε την ευχέρεια  προσαγωγής μαρτυρίας.  Συνεπεία τούτου η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής κάλεσε δύο μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Αστ. 935 Τ.Λ. (Μ.Κ.1) και τον Α/Αστ. 2772 Γ.Γ., (Μ.Κ.2), ενώ από πλευράς υπεράσπισης κατέθεσε ο ίδιος ο Κατηγορούμενος

Ο  Μ.Κ.1 κατέθεσε δύο καταθέσεις της Παραπονούμενης στο πλαίσιο εξεταζόμενης υπόθεσης για παρακοή διατάγματος Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης (βλ. Τεκμήρια 1 και 2 ημερ. 14.3.24 και 15.3.24 αντίστοιχα). Με το Τεκμήριο 1 η Παραπονούμενη αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος συνήθιζε να την παρενοχλεί μέσω γραπτών τηλεφωνικών μηνυμάτων, ότι η ίδια έβαλε σε εφαρμογή, φραγή κλήσης σε σχέση με τους αριθμούς τηλεφώνου από τους οποίους την καλούσε και ότι αποτέλεσμα τούτου ήταν ο Κατηγορούμενος να αλλάζει αριθμούς τηλεφώνων.  Το περιεχόμενο των μηνυμάτων, ως η θέση της, περιλάμβανε απολογία του Κατηγορούμενου, αναφορά ότι θέλει να μιλήσει μαζί της και ότι την αγαπά πολύ.  Πέραν δε των μηνυμάτων αναφέρει ότι την καλούσε μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, χωρίς ωστόσο αυτή να απαντά.  Επίσης αναφέρει ότι στις 14.3.24 αντελήφθη ότι κάποιος πήγε στο διαμέρισμα της και άφησε ένα ενεργειακό ποτό έξω από την πόρτα της.  Δεν αντελήφθη όμως τί ακριβώς είχε γίνει, μέχρι που έμαθε από τη γειτόνισσα της M.B., ότι την ίδια μέρα περί τις 12 το μεσημέρι είδε τον Κατηγορούμενο να ευρίσκεται στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας της και αργότερα να βγαίνει από το αυτοκίνητο του και να μπαίνει στο εν λόγω κτίριο, οπόταν η ίδια αντελήφθη ότι αυτός είχε αφήσει το ενεργειακό ποτό.  Και τούτο διότι συνήθιζε να κάνει αυτό το πράγμα στο παρελθόν, πριν τον καταγγείλει για βιασμό, όταν ήταν ακόμα μαζί.

 

Με το Τεκμήριο 2 η Παραπονούμενη αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος στις 15.3.24 και περί ώρα 13:30 πήγε έξω από το διαμέρισμα της. Συγκεκριμένα ενώ η ίδια βρισκόταν μέσα στο διαμέρισμα της άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και ακολούθως τον Κατηγορούμενο να της φωνάζει M., M., Agapi mou, Agapi mou open the door please, Its me C., open the door please.  Η ίδια τον αναγνώρισε από τη φωνή, φοβήθηκε και κλείστηκε στο μπάνιο από όπου κάλεσε την αστυνομία. Επίσης στην ίδια κατάθεση αναφέρει ότι την ίδια μέρα στις 07.41 έλαβε κλήση από άγνωστο της αριθμό, την οποία απάντησε λέγοντας «Hello» και τότε άκουσε τον Κατηγορούμενο να της λέει «M., agapi» και ακολούθως η ίδια διέκοψε την κλήση. Ενώ δε προσπαθούσε να βάλει σε εφαρμογή τη φραγή κλήσης σε σχέση με τον αριθμό αυτό και περί ώρα 07:46 ο Κατηγορούμενος της έστειλε μήνυμα λέγοντας της «What happened you dont want to speak to me?Ok as you wishwhen you gonna feel comfortable contact me I have something important to speak to you».  Αναφέρει τέλος ότι τον φοβάται και συγκεκριμένα φοβάται ότι αν τη συναντήσει, θα της κάνει κακό.

 

Περαιτέρω ο Μ.Κ.1 κατέθεσε και την κατάθεση της Μ.Β., γειτόνισσας της Παραπονούμενης ημερ. 14.3.24 (βλ. Τεκμήριο 3),  στην οποία αναφέρει ότι γνωρίζει τον Κατηγορούμενο και ότι στις 14.3.24 σε διάφορες χρονικές στιγμές που προσδιορίζει, είχε δει τον Κατηγορούμενο μέσα σε όχημα έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας όπου ευρίσκεται το διαμέρισμα όπου διαμένει η Παραπονούμενη και να κοιτάζει προς το μπαλκόνι της Παραπονούμενης και στη συνέχεια τον είδε να κοιτάζει προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Σε συμπληρωματική κατάθεση που της λήφθηκε στις 16.3.24, την οποία ο Μ.Κ.1 επίσης κατέθεσε (βλ. Τεκμήριο 4), αναφέρει ότι η απόσταση από το σημείο όπου είδε σταθμευμένο το όχημα του Κατηγορούμενου μέχρι το διαμέρισμα της Παραπονούμενης είναι εννέα μέτρα.   

 

Επίσης ο Μ.Κ.1 κατέθεσε και τρεις σελίδες από μηνύματα (Τεκμήριο 5) τα οποία εκτύπωσε η Παραπονούμενη και τα οποία του παρέδωσε και τα οποία φέρονται να έχουν αποσταλεί από αριθμούς από τους οποίους η ίδια ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος την καλούσε βάσει των όσων αναφέρονται στην κατάθεση της, Τεκμήριο 1.   

 

O M.K1 ανέφερε επίσης ότι δεν έλαβε κατάθεση από τον Κατηγορούμενο αλλά τον Κατηγόρησε γραπτώς και απάντησε «Την Πέμπτη 14.3.24 ήμουν στην Αγία Νάπα και επήγα στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας της αλλά ούτε την είδα ούτε με είδε.  Για την Παρασκευή 15.3.24 δεν ήρτα στην Αγία Νάπα καθόλου.»

 

Περαιτέρω ο Μ.Κ.1 κατέθεσε και την κατάθεση του Ε/Α 5759 Ε. Ε. και του Αστ. 2772 Γ.Γ.  (βλ. Τεκμήρια 8 και 9) που αφορούν άλλη υπόθεση που διερευνήθηκε σε σχέση με τον Κατηγορούμενο και αφορά την κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών.

 

Αντεξετάστηκε μεταξύ άλλων επί τω ότι δεν κατέγραψε όλα όσα του ανέφερε ο Κατηγορούμενος, επί τω ότι παραβίασε τα δικαιώματα του με το να μην του λάβει κατάθεση και ότι προέβη σε πλημμελή διερεύνηση περιοριζόμενος μόνο στις καταθέσεις των μαρτύρων που κατέθεσε και στη γραπτή του κατηγορία του Κατηγορούμενου, χωρίς να διερευνήσει τους ισχυρισμούς του ή να λάβει το κινητό του τηλέφωνο για να επιβεβαιώσει ή διαψεύσει θέσεις των εμπλεκομένων και δη αν πράγματι η Παραπονούμενη του είχε στείλει μηνύματα ή αν ο αριθμός που ανέφερε η Παραπονούμενη ότι την κάλεσε στις 15.3.24 το πρωί ανήκε στον Κατηγορούμενο.   

 

Ο Μ.Κ.2 υιοθέτησε την κατάθεση του Τεκμήριο 9, στην οποία αναφέρεται στα γεγονότα της 16.3.24 και τη διερεύνηση υπόθεσης εναντίον του Κατηγορούμενου για οδήγηση υπό την επήρρεια ναρκωτικών ουσιών, επισημαίνοντας ότι η διερεύνηση άλλου αδικήματος που προέκυψε κατά την ίδια ημερομηνία και αφορά κατοχή ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α’, διερευνάται από την Υ.Κ.Α.Ν Αμμοχώστου. Επίσης κατατέθηκε από τον εν λόγω μάρτυρα κατάθεση που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης εκείνης. Αντεξετάστηκε σε σχέση με την ποσότητα που εντοπίστηκε, η οποία συμφώνησε ότι ήταν κάτω του ενός γραμμαρίου ενώ επίσης συμφώνησε ότι μια από τις απαντήσεις του Κατηγορούμενου ήταν ότι το εν λόγω όχημα το χρησιμοποιούν πολλά πρόσωπα και ότι ο ίδιος αρνήθηκε εμπλοκή στο εν λόγω αδίκημα.

 

Ο Κατηγορούμενος καταθέτοντας αρνήθηκε ότι από την ημερομηνία που αφέθηκε ελεύθερος με όρους ήρθε ποτέ σε επικοινωνία ή επαφή με την Παραπονούμενη, υποστήριξε ότι ήταν αυτή που επικοινωνούσε μαζί του από  διάφορους λογαριασμούς που δημιουργούσε και είτε του ζητούσε χρήματα είτε να βρεθούν και να έχουν σεξουαλική επαφή ή και του ζητούσε συγγνώμη λέγοντας του πως την υποκίνησαν φίλοι της ή και η αστυνομία για να προβεί στην καταγγελία εναντίον του.  Όσον δε αφορά την 14.3.24 ανέφερε ότι μετά από επίμονες επικοινωνίες της Παραπονούμενης για να συναντηθούν είχε μεταβεί με φιλικό του πρόσωπο (τον Π.), σε περίπτερο που ευρίσκεται σε παρακείμενο δρόμο από το χώρο όπου διαμένει η Παραπονούμενη και αγόρασαν ενεργειακά ποτά, ότι το φιλικό του πρόσωπο τον απέτρεψε από του να πάει στο διαμέρισμα της όπως τον είχε καλέσει η Παραπονούμενη να πράξει και ότι το εν λόγω πρόσωπο (Π.) πήγε ο ίδιος και άφησε έξω από την πόρτα της Παραπονούμενης ένα ενεργειακό ποτό, χωρίς ο ίδιος ο Κατηγορούμενος ή ο Π. να δει ή να μιλήσει με την Παραπονούμενη και χωρίς ο ίδιος να πλησιάσει το χώρο διαμονής της Παραπονούμενης, η οποία ούτως ή άλλως βρισκόταν στη δουλειά. 

 

Σε σχέση με τα όσα του αποδίδονται κατά την 15.3.24, ανέφερε ότι δεν μετέβη ποτέ στην Αγία Νάπα και δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί της και πως αν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί της θα το έκανε μέσω της αδελφής της με την οποία διατηρεί σχέση. Υποστήριξε επίσης μεταξύ άλλων πως αν ήθελε να την επηρεάσει, ως του αποδίδεται, θα χρησιμοποιούσε άλλα μέσα και όχι ενεργειακό ποτό ή μηνύματα, αφού ως ανέφερε έχει πολλές φορές καταδικαστεί σε σοβαρά ποινικά αδικήματα και εν πάση περιπτώσει θέση του ήταν ότι δεν χρειάζεται να την επηρεάσει. Όσον αφορά τη διερευνόμενη υπόθεση ναρκωτικών παραδέχθηκε ότι συνελήφθη ενώ ήταν υπό την επήρρεια ναρκωτικών ουσιών, αρνούμενος ότι οδηγούσε κατά τον εν λόγω χρόνο, υποστήριξε πως δεν προωθήθηκε καμμιά υπόθεση εναντίον του και πως τα ανευρεθέντα εντός του οχήματος δεν είναι δικά του αφού το όχημα χρησιμοποιείται και από άλλα άτομα.  

 

Νομική Πτυχή

 

Όσον αφορά τη νομική πτυχή σημειώνουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση ενός κατηγορούμενου αντί της απόλυσης του επί εγγυήσει.  Όπως δε λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κ. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 74/23, ημερ 10.5.23 αλλά και στην Κ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν Εφ. 114/23 ημερ. 22.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B223, οι αρχές αναφορικά με το θέμα κράτησης είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες. Αρκούμαστε επομένως και εμείς να πούμε πως η κράτηση ή μη ενός υποδίκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, πως αφετηρία αποτελεί η ατομική ελευθερία, πως συναφώς σε κάθε αίτημα κράτησης υποδίκου η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους και πως η διαταγή για κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση [9].

Όπως δε επεξηγήθηκε πρόσφατα και από το Εφετείο στη Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., Ποιν. Εφ. 145/23, ημερ. 21.7.23, οι εν λόγω αρχές πηγάζουν από το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 11.1 του Συντάγματος και 5.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης συνιστά επίσης απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 12.4 του Συντάγματος[10]. Στην ίδια υπόθεση, Γ.Ν. (ανωτέρω), λέχθηκε επίσης με αναφορά στην Νίκος Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, πως το τεκμήριο της αθωότητας επιτάσσει το ενδεχόμενο κράτησης να εξετάζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και προσοχή βάσει των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών.  

 

Από αυτές δε τις νομολογιακές αρχές, προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό, του αν δηλαδή θα παραμείνει ή όχι υπό κράτηση ένας κατηγορούμενος, εξετάζεται με αναφορά σε τρεις ουσιώδεις παράγοντες, που είναι (α) ο κίνδυνος μη προσέλευσής στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμη, (β) η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και (γ) η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων[11]. Πρόκειται για τρεις αυτοτελείς κινδύνους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν. Έκαστος εξ αυτών δύναται να δικαιολογήσει την κράτηση[12].

 

Στη Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την πρόβλεψη και αποτίμηση των τριών κινδύνων, από τον Νικολάου Δ.:

 

«Η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.

 

Τα στοιχεία που είναι σχετικά συμπεριλαμβάνουν την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον, την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, την πιθανολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων, και την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.»

 

Ειδικά όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, επί του οποίου στηρίζεται εν μέρει το αίτημα στην παρούσα, παραπέμπουμε στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν Bourel κ.α., Ποιν. Εφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21, στην οποία συνοψίζονται περιεκτικά οι σχετικές αρχές που διέπουν το ζήτημα:

 

«Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B31). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019. Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό»

 

(βλέπε και Ι.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/22, ημερ. 21.06.22, ECLI:CY:AD:2022:B256, Γ.Φ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 265/2022, ημερ. 21.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B491, Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/23, ημερ. 22.06.23), ECLI:CY:AD:2023:B223. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/23, ημερ. 22.06.23, ECLI:CY:AD:2023:B223, αφορούσε περίπτωση όπου ο Κατηγορούμενος είχε αρχικά αφεθεί ελεύθερος με όρους, αλλά στη συνέχεια διατάχθηκε η κράτηση του στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, όταν δύο εκ των Παραπονουμένων προέβησαν σε καταθέσεις στις οποίες γινόταν αναφορά σε πρόσφατες επικοινωνίες του Κατηγορούμενου με τίς ίδιες.   Ό,τι άλλο είναι άξιο αναφοράς είναι πως ο ίδιος ο Κατηγορούμενος παρότι δεν αμφισβήτησε ότι υπήρξαν αυτές οι επικοινωνίες προς τις Παραπονούμενες, αμφισβήτησε ότι ήταν ο ίδιος που προέβη σε αυτές και προέβαλε διάφορες θέσεις που δεν κρίθηκε πως ήταν δυνατόν να μεταβάλουν την κρίση του Δικαστηρίου, πως υπό τις περιστάσεις υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων που δικαιολογούσε την κράτηση.  Παραθέτουμε κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο Εφεσείων επιχειρηματολογώντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε ως όφειλε και δεν έθεσε στη βάσανο της λογικής στοιχεία που δημιουργούσαν άλλη εικόνα από αυτή που είχε τεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, επικαλέστηκε, όπως προκύπτει, διάφορα θεωρητικά επιχειρήματα.

 

Η εν λόγω προσέγγιση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Το ότι οι κλήσεις είχαν γίνει από αριθμούς τηλεφώνων και κινητά τηλέφωνα τα οποία δεν σχετίζονταν με τον Εφεσείοντα ή ότι δεν υπήρξε μαρτυρία μέσω κυψελών τηλεφωνίας που να συνδέει την παρουσία του Εφεσείοντα με τις κλήσεις, δεν αποτελεί επιχείρημα που προσθέτει οτιδήποτε. Είναι δεδομένη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, η ευχέρεια εξασφάλισης τόσο περισσοτέρων τηλεφωνικών συσκευών, όσο και καρτών προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας. Ούτε, βεβαίως, έχει οποιαδήποτε σημασία το υποθετικό επιχείρημα που προβλήθηκε από τον Εφεσείοντα ότι λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων δεν ήταν λίγοι αυτοί που γνώριζαν περί της παρούσας υπόθεσης και που ήθελαν, με κάθε τρόπο, να πλήξουν τον Εφεσείοντα υπονοώντας μέσω αυτού του υποθετικού συλλογισμού ότι πιθανόν κάποιος άλλος να ήταν το άτομο που τηλεφώνησε στις Παραπονούμενες.

 

 Ό,τι, εν προκειμένω, απαιτείτο ήταν, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Ι.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2022, ημερ. 21/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:B256, η σφαιρική προσέγγιση των παραμέτρων και στοιχείων της υπόθεσης και η εκτίμηση της συνολικής αντικειμενικής εικόνας που αναδύετο από αυτές. Είναι εντός αυτών των πλαισίων που το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο κίνδυνος επηρεασμού των Παραπονουμένων, στην περίπτωση που ο Εφεσείων παρέμενε ελεύθερος με όρους, αναδυόταν αντικειμενικά από τη συνολική εικόνα και όλα τα στοιχεία της υπόθεσης ως υπαρκτός και οι φόβοι για επηρεασμό τους ήταν εύλογα δικαιολογημένοι».

 

H υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Bourel κ.α. Ποιν. Εφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21, αφορούσε κυρίως σεξουαλικής φύσης αδικήματα (κάποια εις βάρος ανηλίκου) και κρίθηκε ότι απεκάλυπτε πιθανότητα επηρεασμού η μαρτυρία της 18χρονης παραπονούμενης (i) ότι την είχαν προσεγγίσει εξ αποστάσεως με όχημα οι δύο εκ των κατηγορουμένων, (ii) ότι  οι ίδιοι της τηλεφωνούσαν και επειδή δεν απαντούσε την καλούσαν αργότερα από άγνωστους αριθμούς, ζητώντας να μάθουν πού ευρίσκετο και (iii) ότι ένας εξ αυτών τής απέστειλε απειλητικό μήνυμα. Το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, διατάσσοντας την κράτηση.   

 

Η υπόθεση Badea v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.120/21, ημερ. 10.8.21, ECLI:CY:AD:2021:B390, αφορούσε επίσης αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου. Υπήρχε συμπληρωματική κατάθεση της παραπονούμενης ότι, κατόπιν διευθέτησης του κατηγορούμενου, ο εξάδελφος του είχε επικοινωνήσει με τον αδελφό της, λέγοντας της ότι είναι μεγάλη οικογένεια και ότι αν ένας από αυτούς φυλακιστεί οι υπόλοιποι θα είναι έξω και θα πράξουν ανάλογα. Το Εφετείο συμφώνησε ότι αυτή ήταν δήλωση από την οποία προέκυπτε η εντύπωση διατύπωσης απειλής με την ενεργό συμμετοχή του κατηγορούμενου.

 

Στην υπόθεση Aslam ν. Αστυνομία, Ποιν. Έφ.191/19, ημερ. 14.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B469, ο παραπονούμενος και η σύζυγος του είχαν δώσει μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου λέγοντας ότι άγνωστα πρόσωπα, προσκείμενα στον κατηγορούμενο, απείλησαν τους ίδιους με σκοπό να αποσύρουν το παράπονο τους και να μην δώσουν μαρτυρία. Το Εφετείο συμφώνησε ότι με βάση τα στοιχεία είχε αποδειχθεί πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

Στη δε Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, όπου επίσης διατάχθηκε η κράτηση στη βάση του υπό συζήτηση κινδύνου, υπήρχε μαρτυρία ότι ήδη είχε εκδηλωθεί προσπάθεια από τη σύζυγο του κατηγορούμενου να επηρεάσει τη βασική μάρτυρα κατηγορίας, η οποία κρίθηκε αρκετή για να διαταχθεί η κράτηση.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των εισηγήσεων αναφορικά με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, κρίνουμε επίσης ότι οφείλουμε να επισημάνουμε ότι από την υπόθεση Ι.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.130/22, ημερ. 21.6.22, ECLI:CY:AD:2022:B256 αλλά και την πιο πρόσφατη Κ.Κ. (ανωτέρω), προκύπτει η ανάγκη να προσεγγίζονται σφαιρικά οι παράμετροι της κάθε υπόθεσης και να εκτιμάται η συνολική αντικειμενική εικόνα, η οποία αναδύεται μέσα από αυτές. Παράλληλα όμως σημειώνουμε ότι ως λέχθηκε στην Φανιέρος Χαμπή ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ.472:

 

«Γενική δήλωση ότι ο κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει προς τούτο να δοθεί μαρτυρία που υποστηρίζει τη δήλωση. …………………………. Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων δεν παρέχεται πεδίον εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου με εγγύηση.»

 

Εν ολίγοις δηλαδή και ως λέχθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Δ.Α. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.159/22, ημερ. 29.9.22, το ζήτημα της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων δεν κρίνεται γενικόλογα αλλά εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας και απαιτείται η ύπαρξη στοιχείων τα οποία θεμελιώνουν δικαιολογημένο φόβο για επηρεασμό μαρτύρων. Ακριβώς εντός αυτών των πλαισίων και του καθήκοντος μας για σφαιρική και συνολική εξέταση σε σχέση με την παρούσα παρατηρούμε ότι:

 

(α) Από τις 12.1.24 ευρίσκεται σε ισχύ δικαστικό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να επικοινωνεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την Παραπονούμενη ή να την πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 100μ.

 

(β) Λόγω της παρουσίας του στο δικαστήριο ο Κατηγορούμενος είχε προσωπική γνώση τόσο για την έκδοση του διατάγματος όσο και για την ισχύ του μέχρι και σήμερα.

 

(γ) Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η Παραπονούμενη έδωσε τις καταθέσεις Τεκμήρια 1 και 2 στην Αστυνομία, αναφερόμενη μεταξύ άλλων σε τηλεφωνικές επικοινωνίες του Κατηγορούμενου με την ίδια αλλά και παρουσία του στο χώρο διαμονής της σε δύο περιπτώσεις.

 

(ε) Οι εν λόγω κλήσεις και μηνύματα ως και η παρουσία του στο χώρο διαμονής της παρουσιάζονται από την Παραπονούμενη ως επικοινωνίες οι οποίες προέκυψαν μετά από πρωτοβουλία του ιδίου και με προοπτική την αποκατάσταση της σχέσης τους.

 

(στ) Οι τηλεφωνικές κλήσεις και μηνύματα έγιναν από τρεις διαφορετικούς αριθμούς.

 

(ζ) Με βάση την Παραπονούμενη ο Κατηγορούμενος φέρεται μεταξύ άλλων να:

 

·                     Απέστειλε τα μηνύματα του Τεκμηρίου 5 τα οποία αρχίζουν από τις 2.3.24 και φτάνουν μέχρι και τις 7.3.24 και έχουν ως ακολούθως:

 

«Real the message from the number that you make me block good luck and good bye»

 

«Listen my love I start like that.  First I speak you sorry for the problems I that I bring you I still love you so much ❤️I think everything I don’t feel any anger for you and I feel only love 😍but I feel nervous with my self that I really love you and that I spent my love my time and ather feelings that I give you I recreat that i know you and i know everything don’t worry about.  Believe me I will never be with you again because you are animal no human I hope you be happy and we God forgive you and please don’t

love me 😭😭😭😭today I bye my own car and I go too make relationship with girl that she wants too be with me and she knows want is love God  bless you and forgive you amen to you have all my love and my soul with you good luck» 

 

«I am not nervous with you i can’t too be nervous with the women that I love 😘 first i must too speak you sorry for the problem that I bring you and you don’t speak with me never  the real problems that i i make you for i fixed also I know exactly everything from were starting and who poush you too.

 

😘 😘 😘     »

 

« Please don’t speak no were that i sent you it’s was the last message from me good luck»

 

·                     Ήταν παρών στο χώρο διαμονής της κατά την 14.3.24 και να προέβη στην τοποθέτηση ενεργειακού ποτού έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της.

 

·                     Προέβη σε τηλεφωνική επικοινωνία κατά την 15.3.24 στις 07:46 από άγνωστο αριθμό, κατά την οποία η Παραπονούμενη, αφότου αναγνώρισε φωνητικά τον Κατηγορούμενο ο οποίος της είπε «Hello, M. Agapi», η ίδια του έκλεισε το τηλέφωνο για να επακολουθήσει η αποστολή μηνύματος το οποίο ανέφερε «What happened you dont want to speak to me?ok as you wishwhen you gonna feel comfortable contact me I have something important to speak you».

 

·                     Μετέβη έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της στις 15.3.24 και ώρα 13:30 και να χτύπησε την πόρτα λέγοντας «M., M., Agapi mou», «Agapi mou open the door please”, Its me C., open the door please, οπόταν η Παραπονούμενη αφού αναγνώρισε τη φωνή του πήγε στο μπάνιο και κάλεσε την Αστυνομία αφού τρόμαξε πολύ.

 

Ο Κατηγορούμενος σε σχέση με τα μηνύματα Τεκμήριο 5 αποδέχθηκε ή και εν πάση περιπτώσει δεν απέκλεισε την αποστολή τους, δίδοντας βέβαια τις θέσεις του και λέγοντας μεταξύ άλλων για κάθε ένα από αυτά, κατά την αντεξέταση του, ότι η αποστολή του εντασσόταν στο πλαίσιο προσπάθειας απολογίας του και ενημέρωσης της Παραπονούμενης ότι έχουν τελειώσει και ότι ο ίδιος θα προχωρήσει με τη δική του ζωή.  Θέση η οποία βέβαια δεν αλλοιώνει το γεγονός της προσπάθειας επικοινωνίας με την Παραπονούμενη ακόμα και μετά την έκδοση του διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν η οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της.  Η δε θέση του ότι η Παραπονούμενη ήταν αυτή που επικοινωνούσε μαζί του επανειλημμένα και από διαφορετικούς λογαριασμούς ή προφίλ, ζητώντας του τα όσα ανωτέρω καταγράψαμε, ακόμα και αν ευσταθεί, δεν εξαλείφει τη δική του υποχρέωση δυνάμει και του σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο επιβολής όρων προς εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο, να μην επικοινωνεί με οποιοδήποτε τρόπο μαζί της. 

 

Όσον αφορά τώρα την παρουσία του στο χώρο διαμονής της Παραπονούμενης κατά την 14.3.24, ο Κατηγορούμενος παρόλο που προφορικά είχε αναφέρει ότι το μόνο που έπραξε ήταν να μεταβεί με φιλικό του πρόσωπο (τον Π.) σε περίπτερο που ευρίσκεται σε παρακείμενο, της πολυκατοικίας όπου διαμένει η Παραπονούμενη, δρόμο, κατά τη δική του γραπτή κατηγορία δήλωσε μεταξύ άλλων ότι:

 

 «Την Πέμπτη 14.3.24 ήμουν στην Αγία Νάπα και επήγα στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας αλλά ούτε την είδα ούτε με είδε. …». (έμφαση δοθείσα) 

 

Ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος με την ως άνω απάντηση του τοποθετεί τον εαυτό του στο χώρο στάθμευσης, χωρίς οποιοδήποτε συνοδό και παρόλο που και η Μ.Β. (γείτονας της Παραπονούμενης) στη δική της κατάθεση αναφέρει ότι τον είχε δει μόνο του στο μέρος, ουσιοδέστερο θεωρούμε το ότι σε σχέση με την εν λόγω ημερομηνία, με την προφορική του μαρτυρία αποδέχθηκε ότι έστω το πρόσωπο που ανέφερε ότι ήταν μαζί του, δηλαδή ο Π., μετέβη κατά το χρόνο που βρίσκονταν πλησίον του χώρου διαμονής της Παραπονούμενης, και άφησε έξω από το διαμέρισμα της τελευταίας ένα ενεργειακό ποτό.  Ενέργεια η οποία έχει τη σημασία της, αφού παρέμεινε αναντίλεκτο πως αυτή ήταν ενέργεια στην οποία συνήθιζε να προβαίνει ο Κατηγορούμενος, ενόσω διατηρούσε σχέση με την Παραπονούμενη, όταν μάλωναν και με σκοπό να την ηρεμήσει και να αποκαταστήσει τη σχέση/επικοινωνία τους.  

 

Το εάν τώρα το ποτό είχε αφεθεί από τον ίδιο ή από το φίλο του, ή αν η Παραπονούμενη ήταν μέσα κατά τον εν λόγω χρόνο ή όχι, ή και αν συναντήθηκαν, δεν θεωρούμε πως είναι καίριας σημασίας ως η υπεράσπιση επεχείρησε να το παρουσιάσει.  Και τούτο διότι η ουσία του πράγματος είναι πως η συγκεκριμένη ενέργεια και από τον Π. να έγινε, έγινε πάντως εν γνώσει του Κατηγορούμενου αφού ο Π. σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κατηγορούμενου ήταν μαζί του και του είπε τί θα έκανε και επιπρόσθετα ήταν πλήρως κατανοητό με ποιο τρόπο θα γινόταν αντιληπτή η ενέργεια αυτή από πλευράς Παραπονούμενης, δεδομένης της προϊστορίας των δύο και της συνήθειας του Κατηγορούμενου να προβαίνει σε αυτή την ενέργεια ενόσω βρίσκονταν μαζί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.   Επομένως η θέση της υπεράσπισης ότι δεν είναι δυνατόν να την εκφόβιζε με την τοποθέτηση ενός ενεργειακού ποτού, παρότι δεν είναι αφ’ εαυτής λανθασμένη, εντούτοις παραλείπει να λάβει υπόψη τις λοιπές προεκτάσεις που αναδύονται από την ενέργεια αυτή και οι οποίες σαφέστατα αποτελούν ένα έμμεσο τρόπο προσπάθειας προσέγγισης και επηρεασμού της Παραπονούμενης.

 

Ως προς την τηλεφωνική επικοινωνία και μήνυμα της 15.3.24 αλλά και τη μετέπειτα μετάβαση του έξω από το διαμέρισμα της κατά την ίδια ημερομηνία, τις οποίες αποδίδει η Παραπονούμενη και πάλιν στον Κατηγορούμενο, είναι γεγονός πως τόσο με την προφορική του μαρτυρία όσο και με τη γραπτή του κατηγορία, ο τελευταίος αρνήθηκε αμφότερες. Με την άρνηση του Κατηγορούμενου ότι προέβη στις εν λόγω επικοινωνίες ή μετέβη στο διαμέρισμα της, και την προώθηση της θέσης ότι η Παραπονούμενη δεν τον είδε κατά την εν λόγω ημερομηνία, ούτε υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει τον τηλεφωνικό αριθμό από τον οποίο δέχθηκε την κλήση με τον Κατηγορούμενο, είναι εμφανές πως η υπεράσπιση εισηγείται πως παραμένει άγνωστο το πρόσωπο που προέβη στις ενέργειες αυτές.  

 

Τέτοια ήταν η περίπτωση στην Γ.Φ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 265/22, ημερ. 21.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B491, στην οποία παρέμεινε άγνωστη η γυναίκα που είχε τηλεφωνήσει στην εκεί παραπονούμενη.   Στην εν λόγω υπόθεση η παραπονούμενη κατέθεσε ότι δέχθηκε κλήση από κάποια η οποία της είπε ότι ονομαζόταν Σαμπρίνα πλην όμως η ίδια δεν γνώριζε καμμιά με αυτό το όνομα και ούτε κατάφερε να την εντοπίσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρά την προσπάθεια της. Το Εφετείο επισήμανε ότι καμμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε η οποία να κατεδείκνυε ότι πράγματι έγιναν οποιεσδήποτε ενέργειες προς διερεύνηση της καταγγελίας προκειμένου να εντοπιστεί το άγνωστο πρόσωπο ως και ότι αυτό συνδέετο με τον κατηγορούμενο. Κρίθηκε πως το Κακουργοδικείο δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία όταν κατέληξε ότι, υπό τις περιστάσεις πλήρους ασάφειας της καταγγελίας, αυτή ήταν αρκετή από μόνη της, χωρίς να ήταν αναγκαίο να τεθούν ενώπιον του οι συγκεκριμένες ενέργειες διερεύνησης της από την Αστυνομία. Η άποψη του Εφετείου ήταν πως οι τυχόν ενέργειες της Αστυνομίας προς εντοπισμό του άγνωστου προσώπου και της ενδεχόμενης σύνδεσης του με τον κατηγορούμενο έπρεπε να τεθούν υπόψιν του Κακουργιοδικείου, ούτως ώστε να συνεκτιμηθούν.

 

Δεν θεωρούμε όμως ανάλογη της πιο πάνω, την παρούσα υπόθεση.  Και τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση όπως και στην Κ.Κ. (ανωτέρω), τα πράγματα διαφοροποιούνται δεδομένης της κατάθεσης της Παραπονούμενης Τεκμήριο 2, η οποία δεν αφορά άγνωστο πρόσωπο.  Τόσο επειδή ο καλών είχε αναφέρει το όνομα του, αλλά και επειδή η Παραπονούμενη αναγνώρισε από τη φωνή τον Κατηγορούμενο τόσο από το τηλέφωνο όσο και όταν άκουσε τη φωνή του, αφότου ο τελευταίος της χτύπησε την πόρτα.    Στο πλαίσιο αυτό ιδιάζουσας σημασίας είναι η φύση της σχέσης που είχε η Παραπονούμενη με τον Κατηγορούμενο, με τον οποίο φέρεται να διατηρούσε για αρκετό διάστημα ερωτική σχέση και επομένως εκ των πραγμάτων είχε στενή επαφή μαζί του και κατ’ επέκταση γνώση της φωνής του.  Στη βάση δε των ακουσμάτων, που η Παραπονούμενη είχε, φέρεται να ταυτοποίησε τη φωνή που άκουσε στο τηλέφωνο και έπειτα έξω από την πόρτα της κατά τη 15.3.24 με συγκεκριμένο γνωστό της πρόσωπο και δη με τον Κατηγορούμενο. Ασφαλώς ένα τέτοιο δικό μας σχόλιο δεν ισοδυναμεί με δικαστική ετυμηγορία σε οποιαδήποτε άλλη τυχόν υπόθεση προκύψει από τις έρευνες πλην όμως είναι υπεραρκετό αφ’ εαυτού να σφραγίσει τη διαφοροποίηση της παρούσας από την προαναφερθείσα υπόθεση Γ.Φ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Ως προς τη θέση της υπεράσπισης ότι υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος για κράτηση στη βάση αυτού του λόγου, σημειώνουμε πως δεν παραβλέπουμε πως το αίτημα υποβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον μας κατά την 28.3.24, πλην όμως οφείλουμε να σημειώσουμε αφενός ότι το μεσολαβήσαν διάστημα δεν διαγράφει τα ως άνω δεδομένα και τις κατ’ επανάλειψιν προσπάθειες επικοινωνίας με την Παραπονούμενη και αφετέρου δεν θεωρούμε πως αφ’ εαυτού το διάστημα αυτό είναι τέτοιο που δύναται να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την κατηγορούσα αρχή από την προώθηση του υπό εξέταση αιτήματος.

 

Περαιτέρω σπεύδουμε να σημειώσουμε πως δεν θα μας απασχολήσει σε αυτό το στάδιο ο ισχυρισμός περί πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης της ανυπακοής σε διάταγμα Δικαστηρίου, αφού τουλάχιστον για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δόθηκε η ευχέρεια στον Κατηγορούμενο να προβάλει το σύνολο των θέσεων του εν σχέσει τα εγειρόμενα, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ζητήματα, με το Δικαστήριο μάλιστα να αναβάλλει προς τούτο κατ’ επανάλειψιν τη διαδικασία ακρόασης του αιτήματος κράτησης, ακριβώς για να δοθεί η ευχέρεια στην πλευρά του Κατηγορούμενου να παρουσιάσει τα στοιχεία και τη μαρτυρία που επιθυμούσε. 

 

Εξάλλου το ζητούμενο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν είναι αν υπήρξε παραβίαση των όρων και κατ’ επέκταση ανυπακοή στο εκδοθέν υπό του Δικαστηρίου διάταγμα, αλλά αν από το σύνολο της μαρτυρίας αναδύονται στοιχεία τα οποία να οδηγούν το Δικαστήριο στο ότι υπάρχει πιθανότητα επηρεασμού οποιουδήποτε μάρτυρα υπό τις περιστάσεις.      

 

Επί τούτου οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η παρούσα είναι μια από τις περιπτώσεις, στις οποίες το Δικαστήριο είχε συμφωνήσει (κατά την 12.1.24), στην απόλυση του Κατηγορούμενου υπό όρους, ένας εκ των οποίων ήταν να μην πλησιάζει την Παραπονούμενη και να μην επιδιώξει επικοινωνία μαζί της (βλ. και Κ.Κ. (ανωτέρω) και Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.176/20, ημερ. 29.10.20), ECLI:CY:AD:2020:B373. Περί το Μάρτιο του 2024 απεστάλησαν μηνύματα προς την Παραπονούμενη ως το Τεκμήριο 5, πράγμα το οποίο αποδέχθηκε και εν πάση περιπτώσει δεν απέκλεισε ο Κατηγορούμενος ενώ ακολούθησε η τοποθέτηση ενεργειακού ποτού υπό τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν, καθώς και οι επικοινωνίες της 15.3.24 για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε εδώ τα όσα καταγράψαμε αμέσως πιο πάνω ως αναφορές της Παραπονούμενης. 

 

Σημειώνουμε όμως ότι δεν πρόκειται για επικοινωνίες με τυπικό ή κοινωνικό ή εθιμοτυπικό περιεχόμενο αφού ό, τι αναδύεται από το σύνολο των επικοινωνιών είναι μια προσπάθεια από πλευράς Κατηγορούμενου είτε να διατηρήσει επικοινωνία με την Παραπονούμενη είτε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με αυτήν, αφού χωρίς ουσιαστικό λόγο και κατ’ επανάλειψιν φέρεται να εφευρίσκει αφορμές για να αποστείλει αχρείαστα μηνύματα σε αυτήν λέγοντας της για παράδειγμα ότι δεν θα είναι ξανά μαζί και ότι θα προχωρήσει να συνάψει σχέση με άλλη κοπέλα ενώ παράλληλα της εκφράζει την αγάπη του και της απολογείται.  Η δε Παραπονούμενη δεν είναι κάποιο τυχαίο άτομο αλλά η πρώην σύντροφος του Κατηγορούμενου, εναντίον του οποίου υπέβαλε καταγγελία για τα αδικήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω και στα οποία συμπεριλαμβάνονται και σεξουαλικής φύσεως αδικήματα. 

 

Κατά τη γνώμη μας τα πιο πάνω στοιχεία συνιστούν ουσιαστικούς λόγους στήριξης του συμπεράσματος μας στο οποίο και προβαίνουμε, ότι οι φόβοι περί της ύπαρξης κινδύνου επηρεασμού μάρτυρος είναι δικαιολογημένοι. Δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία οι φόβοι παρέμειναν γενικόλογοι ή δεν διασυνδέθηκαν με τον Κατηγορούμενο, αφού θυμίζουμε πως η Παραπονούμενη αναγνώρισε ακουστικά τον Κατηγορούμενο στις 15.3.24 τόσο έξω από την πόρτα της όσο και κατά το τηλεφώνημα που δέχθηκε από άγνωστο αριθμό ενωρίτερα την ίδια μέρα, από τον οποίο μάλιστα αμέσως μετά την κλήση έλαβε και γραπτό μήνυμα με το οποίο την ρωτούσε γιατί δεν θέλει να του μιλήσει και την καλεί όταν αισθανθεί άνετα να τον καλέσει αφού έχει κάτι σημαντικό να της πει. Ο ίδιος δε αποδέχθηκε ή εν πάση περιπτώσει δεν απέκλεισε την αποστολή των μηνυμάτων του Τεκμηρίου 5 τα οποία φτάνουν μέχρι και τις 7.3.24.  Ουσιαστικά η συνολική εικόνα και όλα τα στοιχεία τείνουν να δείξουν πως πρόκειται για προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρα εκδηλωθείσα από τον Κατηγορούμενο, πράγμα το οποίο σαφώς και καθιστά τον κίνδυνο υπαρκτό.   Το ότι η προσπάθεια αυτή καθ’ αυτή δεν ενέχει στοιχεία απειλών ή εκφοβισμού, δεν σημαίνει πως δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί προσπάθεια να επηρεαστεί η Παραπονούμενη, αφού και η προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ή και επανασύναψης δεσμού αλλά και η κατ’ επανάληψη προσπάθεια επικοινωνίας μαζί της, δυνατόν να έχει και αυτή επιπτώσεις στην πορεία της παρούσας υπόθεσης και προπαντός στη μαρτυρία της ίδιας της Παραπονούμενης.

 

Το ότι δε αυτή η προσπάθεια εκδηλώθηκε ισχύοντος του απαγορευτικού διατάγματος απλώς καθιστά σαφέστερες τις προθέσεις του για επηρεασμό προς όφελος του και παράλληλα επιβεβαιώνει ότι εν τέλει οι όροι που είχαν τεθεί και το διάταγμα που είχε εκδοθεί ήταν ανεπαρκή στο να αποτρέψουν οποιαδήποτε προσέγγιση της Παραπονούμενης και απόπειρα επηρεασμού της (βλ. Θεοφάνους, ανωτέρω).

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω καταλήγουμε ότι έχει στοιχειοθετηθεί στον απαιτούμενο βαθμό η ύπαρξη του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.  Τούτου δοθέντος και λαμβανομένης υπόψιν της αυτοτέλειας του διαπιστωθέντος λόγου κράτησης, κρίνουμε πως παρέλκει η ανάγκη εξέτασης του έτερου λόγου που προωθήθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής και αφορούσε τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.  

 

Επομένως κρίνουμε ότι το αίτημα είναι δικαιολογημένο στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μάρτυρος και ως εκ τούτου διατάσσεται η κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι την επόμενη δικάσιμο.

 

 (Υπ.) …………………………………….

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………….

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..………………………………

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση του άρθρου 144, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 146Α, του Κεφ. 154.

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 151, του Κεφ. 154.

[4] Κατά παράβαση του άρθρου, 242 του Κεφ. 154.

[5] Κατά παράβαση του άρθρου 91Α, του Κεφ. 154.

[6] Κατά παράβαση των άρθρων 4(1) και (2),  του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και    Παρενοχλητική Παρακολούθηση Ν. 114(Ι)/21.

[7] Κατά παράβαση του άρθρου 25 του Ν. 113(Ι)/04.

[8] Βλ. Police v. Nicola 7 C.L.R. 14.

[9] Βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48.

[10] Bλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 596.

[11]Bλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Κωνσταντινίδης ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

[12] βλ. μεταξύ άλλων, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/2023, ECLI:CY:AD:2023:B223, ημερ. 22.06.23.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο