ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3003/22

 

Δημοκρατία

ν.

Φ.Κ.

Κατηγορουμένου

 

8 Απριλίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κα Μ. Μικελλίδου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση, κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε τρεις κατηγορίες βιασμού[1] (κατηγορίες 1, 4 και 7), δύο κατηγορίες απειλής[2] (κατηγορίες 24 και 25), μια κατηγορία κακόβουλης ζημιάς[3] (κατηγορία 26) και δύο κατηγορίες κοινής επίθεσης[4] (κατηγορίες 27 και 28). 

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης εμφαίνονται στην εκδοθείσα απόφαση και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν στο σύνολο τους.  Συνοπτικά σημειώνουμε ότι η Παραπονούμενη και ο Κατηγορούμενος, ήταν ζευγάρι από το 2011 και διέμεναν αρχικά στο σπίτι των γονιών της πρώτης στο Λιοπέτρι μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2015, οπόταν και μετακόμισαν σε σπίτι στις Βρυσούλες.  Στις 13.2.15 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, ήτοι τον Σ.Κ., ενώ κατά το έτος 2017, όταν εν τω μεταξύ ο πατέρας της Παραπονούμενης απεβίωσε[5], τέλεσαν γάμο.  Στις 12.8.17 δε, απέκτησαν το δεύτερο τους παιδί, ήτοι την Φ.Κ..  Περαιτέρω αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι από το χρόνο που το ζεύγος διέμενε με τους γονείς της Παραπονούμενης, ο Κατηγορούμενος συνήθιζε να βγαίνει συχνά έξω κατά τις Παρασκευές ή και Σάββατα μόνος του και να επιστρέφει μεθυσμένος, κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε όταν πλέον μετακόμισαν στην οικία όπου διέμεναν μόνοι τους, οπόταν ακόμα και όταν έβγαινε μαζί με την Παραπονούμενη και τα παιδιά τους σε ταβέρνα, πολλές φορές επέλεγε να την πάρει στο σπίτι και να συνεχίσει τη διασκέδαση με τους φίλους του.  Κατά την περίοδο δε αυτή επεσυνέβησαν και τα τρία επίδικα περιστατικά βιασμών (1.1.18, Ιανουάριο και Απρίλιο του 2019) αλλά και τα άλλα επεισόδια βίας της 13.2.19 (κακόβουλη ζημιά σε δύο κινητά της Παραπονούμενης και κοινή επίθεση εναντίον της) και της 21.5.19 (απειλή ότι θα την σκοτώσει και κοινή επίθεση) που αφορούν οι υπόλοιπες κατηγορίες.  Εξαιρουμένης βεβαίως της κατηγορίας 25, η οποία αφορά σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τη διάσταση και το διαζύγιο του ζεύγους και συγκεκριμένα σε γεγονότα που επεσυνέβησαν κατά την 14.1.22, οπόταν ο Κατηγορούμενος απείλησε την Παραπονούμενη ότι θα την «παίξει», όταν βρέθηκαν σε πρατήριο βενζίνης για να παραλάβει η Παραπονούμενη τα παιδιά, αφότου ο Κατηγορούμενος, ο οποίος τα είχε παραλάβει στο πλαίσιο διατάγματος επικοινωνίας, δεν τα επέστρεψε στην οικία της, ως όφειλε.  Σημειώνεται τέλος ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου η οριστική διάσταση του ζεύγους επήλθε κατά την 21.5.19, ότι κατά τον Δεκέμβριο του 2019 είχε εκδοθεί το διαζύγιο τους, ότι είχαν ρυθμιστεί τα ζητήματα διατροφής και επικοινωνίας με τα παιδιά, ενώ δεν υπήρξαν περιουσιακές διαφορές μεταξύ τους.      

 

Ως λέχθηκε, ο Κατηγορούμενος είναι λευκού μητρώου σε σχέση με όλες τις κατηγορίες εξαιρουμένης της κατηγορίας 25 σε σχέση με την οποία βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη και συγκεκριμένα με την καταδίκη στην Ποιν. Υποθ. 2098/20, Ε.Δ. Αμμοχώστου, η οποία αφορούσε τα αδικήματα της ανησυχίας, της απειλής και της κοινής επίθεσης. Αδικήματα τα οποία επεσυνέβησαν την 10.2.20 και σε σχέση με τα οποία καταδικάστηκε κατά την 7.6.23 και του επιβλήθηκαν στις ως άνω κατηγορίες αντίστοιχα, ποινή προστίμου €100, 5 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή και 4 μήνες φυλάκιση επίσης με τριετή αναστολή.   Σημειώνεται ότι η εν λόγω καταδίκη αποτελεί προηγούμενο μόνο για την κατηγορία 25 (απειλή με ημερομηνία διάπραξης την 14.1.22), δεδομένης της ημερομηνίας διάπραξης των λοιπών αδικημάτων της παρούσας.

 

Γ. Αγόρευση προς μετριασμό

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου προς μετριασμό της ποινής ζήτησε όπως ληφθεί υπόψιν το λευκό μητρώο του Κατηγορούμενου σε σχέση με όλες τις κατηγορίες πλην της κατηγορίας 25, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά και οι προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και δίδοντας βαρύτητα στις επιπτώσεις που θα έχει η τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στον ίδιο και τα τέκνα του, τα οποία θα αποστερηθούν την παρουσία του και την οικονομική του στήριξη, ενώ επίσης τόνισε και τις επιπτώσεις στην οικογενειακή επιχείρηση στην οποία δραστηριοποιείτο ο Κατηγορούμενος και η οποία ένεκα της απουσίας του δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε ήδη αναληφθείσες εργασίες, αλλά και γενικότερα. Τέλος επικαλέστηκε και τις επιπτώσεις της τυχόν επιβολής ποινής φυλάκισης στη συμβία του και στην προοπτική της οικογένειας που θα έφτιαχναν μαζί και στη βάση των ανωτέρω κάλεσε το Δικαστήριο να εξετάσει και το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής, που θα επιβάλει στον Κατηγορούμενο.

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Για το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Κεφ. 154, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και δια βίου.  Το δε αδίκημα της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ. 154, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη, ενώ το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του άρθρου 324 του Κεφ. 154, επισύρει  ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ.1500 (€2562) ή και τις δύο αυτές ποινές. Ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη προβλέπεται και για το αδίκημα της κοινής επίθεσης, όταν αυτό διαπράττεται εναντίον μέλους της οικογένειας εν τη εννοία των προνοιών του Ν.119(Ι)/2000, διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με χρηματική ποινή μέχρι €1.708 (Λ.Κ.1.000).

Η σοβαρότητα όλων των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, με προεξάρχουσα βέβαια αυτή του βιασμού, που είναι και το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, είναι αδιαμφισβήτητη και εμφαίνεται κατ’ αρχάς από τις προαναφερθείσες προβλεπόμενες στο νόμο ποινές, οι οποίες με βάση και τη σχετική επί του θέματος νομολογία αποτελούν την αφετηρία για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής (Δημοκρατία v. Ομήρου, Ποιν. Έφ. 351/18, ημερ. 20.1.20, ECLI:CY:AD:2020:B23, Δημοκρατία v. Hunganu, Ποιν. Εφ. 130/20, ημερ. 20.7.21), ECLI:CY:AD:2021:B348.

 

Ειδικότερα για το αδίκημα του βιασμού έχει νομολογηθεί ότι η ισόβια φυλάκιση, πέραν του ότι αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από τον νόμο, αντανακλά και τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ.489). Επιπτώσεις οι οποίες σκιαγραφούνται με ευκρίνεια στην Hunganu (ανωτέρω) και επαναλήφθηκαν και στην Δ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 57/20, ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432:

 

«Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 36). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).»

 

Ακόμη δε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/22 ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:D136, που αφορούσε συζυγικό βιασμό, τονίστηκε εκ νέου με αναφορά στην Ομήρου (ανωτέρω), ότι η δια βίου φυλάκιση που προβλέπεται ως ανώτατη ποινή για το αδίκημα του βιασμού, είναι ενδεικτική της σοβαρότητας του, αφού το εν λόγω αδίκημα στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια και ενίοτε, συνθλίβει την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του θύματος, αποτελώντας έτσι τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού ενός ατόμου[6].

 

Με δεδομένο ότι ο Κατηγορούμενος πέραν του βιασμού, κρίθηκε ένοχος και σε άλλες κατηγορίες που ενέχουν το στοιχείο της βίας ή της επαπειλούμενης χρήσης της, δραττόμαστε της ευκαιρίας να τονίσουμε το αξιοκατάκριτο, κάθε συμπεριφοράς που ενέχει το στοιχείο της ηθελημένης χρήσης βίας, υπό οποιανδήποτε έκφανση της, αφού μέσω τέτοιων συμπεριφορών τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του ατόμου, πλήττεται το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητάς του και καταρρακώνεται η αξιοπρέπεια του. Κλασσική επί του θέματος είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλος (2001) 2 Α.Α.Δ.95, όπου λέχθηκε πως: «Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς».

 

Ειδικότερα δε για τη βία που εκδηλώνεται εναντίον μελών της ίδιας οικογένειας και δη κατά της συζύγου, χαρακτηριστικά είναι τα λεχθέντα στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464, όπου λέχθηκε πως:

 

«Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της. Χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου του αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του και την κυριαρχία του στην οικογένεια, με έρεισμα τη σωματική του δύναμη. Η βία αντικαθιστά το λόγο και η ισχύς τη λογική. Εξαρθρώνεται το κλίμα ισότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των συζύγων - (βλ. Κούλλουρος ν. Κούλλουρου & Άλλου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 50). Η άσκηση βίας από το σύζυγο εις βάρος της συζύγου του αποτελεί ανάθεμα για τις συζυγικές σχέσεις και πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας. Τέτοια συμπεριφορά δε γίνεται ανεκτή. Πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.»

 

Στα πιο πάνω θα πρέπει αναμφίβολα να προστεθεί και η κατ’ επανάληψιν διαπιστωθείσα ανησυχητική τάση που παρουσιάζεται στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων αλλά και γενικά αδικημάτων που ενέχουν το στοιχείο της βίας ή της επαπειλούμενης χρήσης της, διαπίστωση στην οποία και εμείς δυστυχώς οδηγούμαστε, αντλώντας δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον μας και που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν αδικήματα σεξουαλικής φύσεως. Αυτή ακριβώς η πτυχή αναδείχθηκε και στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit (ανωτέρω), όπου λέχθηκε με ευκρίνεια ότι αυτής της φύσεως αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα, δεδομένης και της διαπίστωσης αυξητικής τάσης ως προς τη διάπραξή τους[7]Στη δε υπόθεση Selmani v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά., ημερ. 5.10.16 που αφορούσε βιασμό, επιβεβαιώθηκε η αρχή, ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων.

 

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα Δικαστήρια προσεγγίζουν το ζήτημα της ποινής σε υποθέσεις βιασμού, έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα άντλησης καθοδήγησης από την αγγλική νομολογία και πιο συγκεκριμένα από τις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση R. v. Billam (1986) 8 Cr. App. R.(s) 48, οι οποίες αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια[8].  Επί τούτου σχετική αναφορά μπορεί να γίνει και πάλιν στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bahkit (ανωτέρω), όπου υιοθετήθηκε το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) ΑΑΔ 680:

 

«Ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Keith Billam Others (1986) 3 CrimAppRep. (S) 48. Ο Lord Chief Justice στις σελ. 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια.

 

Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών. Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη.

 

Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

 

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(1)       Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική.

(2)       Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση βλάβης στο θύμα.

(3)      Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται

(4)      Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί.

(5)       Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας.

(6)      Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό.

(7)     Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο.

(8)     Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας.

 

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.» (Βλ. και την Tarita, ανωτέρω).»

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Hunganu (ανωτέρω), έγινε αναφορά και στις κατευθυντήριες οδηγίες που περιλαμβάνονται στο Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών του Ηνωμένου Βασιλείου (Sentencing Council) του 2014, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου του 2014. Η οδηγία αυτή βασίζεται ουσιαστικά στην απόφαση Millberry and Others (2003) 2 Cr. App. R. (S) 31 η οποία θεωρείται ως «κατευθυντήρια απόφαση» («guideline judgement»), μέσω της οποίας κλήθηκε το Δικαστήριο να αναθεωρήσει την πρακτική που ακολουθείτο κατά την επιβολή ποινής σε υποθέσεις βιασμού. Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκε πως διατηρείται η βασική δομή που είχε καθοριστεί με την Billam (ανωτέρω) αλλά με κάποιες διαφοροποιήσεις ένεκα αλλαγών στη νομοθεσία αλλά και στη φύση του αδικήματος από τότε που υφιστάμενες κατευθυντήριες οδηγίες είχαν εκδοθεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αναγνώριση του «συζυγικού βιασμού» («marital rape») ως αδικήματος.

 

Στην εν λόγω υπόθεση Millberry (ανωτέρω) επαναλήφθηκε η αρχή της Billam (ανωτέρω) ότι παρόλο που ο βιασμός ήταν πάντοτε από τα σοβαρότερα αδικήματα, η αυστηρότητα με την οποία θα αντιμετωπιστεί στην κάθε περίπτωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, σημειώνοντας πως ήταν πάντοτε αναγκαίο το Δικαστήριο να εξετάσει την υπόθεση που έχει ενώπιον του στο σύνολο της, λαμβάνοντας υπόψιν τον βαθμό βλάβης στο θύμα (degree of harm to the victim), τον βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη (culpability of the offender) και το επίπεδο του τιθέμενου κινδύνου στην κοινωνία από τον δράστη (the level of risk posed by offender to society).

 

Δεδομένου δε ότι στην παρούσα ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα του βιασμού έναντι της Παραπονούμενης σε χρόνο που ήταν παντρεμένοι και συμβίωναν ως σύζυγοι, σπεύδουμε να τονίσουμε ότι αυτή η παράμετρος δεν μειώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη σοβαρότητα του αδικήματος. Προς τούτο παραπέμπουμε στην ίδια υπόθεση Millberry (ανωτέρω) όπου λέχθηκε περαιτέρω πως όταν επιβάλλεται ποινή σε υποθέσεις βιασμού η αφετηρία πρέπει να είναι η ίδια, οποιαδήποτε και αν είναι η σχέση μεταξύ του δράστη και του θύματος, με την ποινή να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων. Χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση που υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο στις παρ. 12 και 13 της απόφασης:

“…Rape is rape, and cannot be divided in this way into more and less serious offences. It can be just as traumatic to be raped by someone you know and trust who has chosen you as his victim, as by a stranger who sexually assaults the first man or woman who passes by. It is up to the courts to take all the particular circumstances of the case into account before determining the appropriate penalty.

We entirely agree that this should be the approach of the courts. …”

 

Ό,τι λοιπόν προκύπτει από τα ανωτέρω είναι ότι ο βιασμός είναι βιασμός, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και ότι δεν μπορεί να προβάλλεται ο συζυγικός ή ερωτικός δεσμός, αυτός καθ’ αυτός ως ελαφρυντικό στοιχείο.  Προσέγγιση η οποία πρέπει να πούμε ότι ουδόλως διαφέρει από την προσέγγιση σε σχέση με άλλα αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της βίας, όπου η όποια συγγενική σχέση δεν θεωρείται ως ελαφρυντικό στοιχείο. Τούτο επιβάλλει άλλωστε και η λογική του πράγματος, δεδομένου του ότι η ουσία του αδικήματος του βιασμού είναι η απουσία συναίνεσης για την επέμβαση στο σώμα του θύματος και επομένως μια στενή σχέση όπως είναι η συζυγική, θα ήταν παράλογο να αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό για ένα τέτοιο αδίκημα.

 

Ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το αδίκημα του βιασμού επιβεβαιώνει τις ανωτέρω αρχές. Σημειώνεται βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν έχουν όμως τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1).

 

Στην υπόθεση Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 η ποινή φυλάκισης των 7 ετών κατόπιν ακρόασης επικυρώθηκε κατ’ έφεση, υπό περιστάσεις όπου δύο αλλοδαποί φοιτητές ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο βίασαν νεαρή τουρίστρια μετά από γλέντι σε νυκτερινά κέντρα με τη χρήση βίας και απειλών προκειμένου να την αναγκάσουν να συγκατανεύσει στις ορέξεις τους.

 

Στην υπόθεση Hamieh v. Γ.Ε. (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, ο κατηγορούμενος ηλικίας 24 ετών κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο αδίκημα του βιασμού 48χρονης. Δεν είχε ασκηθεί υπέρμετρη βία από τον κατηγορούμενο, αλλά μόνο τόση όση χρειαζόταν για να καμφθεί η αντίσταση του θύματος και παρά το ότι το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε ότι η εν λόγω περίπτωση δεν ήταν από τις χειρότερες υποθέσεις βιασμού με βάση τις περιστάσεις της, θεώρησε εντούτοις δεδομένη τη σοβαρότητα της και επικύρωσε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 9 ετών.

 

Στην υπόθεση Χριστοφή v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323 όπου ο εφεσείων, λευκού ποινικού μητρώου, διέπραξε το αδίκημα του βιασμού μπροστά στα μάτια του τρίχρονου γιού της παραπονούμενης επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 13 ετών. Υπήρχε παραδοχή και συνεργασία με την Αστυνομία ενώ λήφθηκαν υπόψη και διάφορες άλλες κατηγορίες, κατά την επιβολή της ποινής, οι οποίες αφορούσαν τη διάπραξη, κατά συρροήν, άσεμνων επιθέσεων εναντίον γυναικών.

 

Στη Λοΐζου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.469 ο πρώτος εφεσείων είχε παλαιότερα ερωτικό δεσμό με την παραπονούμενη και ο δεύτερος εφεσείων  είχε δεσμό μαζί της κατά τον επίδικο χρόνο. Κρίθηκαν ένοχοι και οι δύο κατόπιν ακρόασης για διαδοχικούς βιασμούς. Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη και τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 10 ετών κατόπιν ακρόασης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις δύο κατηγορίες βιασμού. Τόνισε πως παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν κτυπήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, δεν μπορούσε να παραβλεφθεί ο σχεδιασμός και ο εξευτελισμός που αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα 2, με τον οποίο την περίοδο εκείνη διατηρούσε μια ερωτική σχέση. Το γεγονός ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως προηγούμενες καταδίκες για βιασμό, επιπτώσεις στο θύμα ιδιάζουσας σοβαρότητας, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό, δεν συνιστούσε λόγο για εξουδετέρωση της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

 

Στην Meterin v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.120 η ποινή των 7 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, κατόπιν ακρόασης, επικυρώθηκε κατ’ έφεση με την επισήμανση ότι θα μπορούσε να ήταν και αυστηρότερη. Ο βιασμός διαπράχθηκε κατά τις πρωινές ώρες όταν άγνωστο πρόσωπο που είχε γνωρίσει η παραπονούμενη νωρίτερα, την οδήγησε σε κατοικία όπου μαζί με τον εφεσείοντα και ένα άλλο πρόσωπο, παρά τη θέλησή της, με χρήση βίας και απειλών τη βίασαν διαδοχικά.

Στην Νeica v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 527 ο εφεσείων καταδικάστηκε σε τρεις κατηγορίες βιασμού, πέντε κατηγορίες απαγωγής και μία κατηγορία συνωμοσίας με άλλο πρόσωπο προς διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστο ύψος τα 7 έτη.

 

Στην Mihalta κ.ά. v. Δημοκρατίας (2014) 2Β Α.Α.Δ. 764 οι ποινές φυλάκισης 10 και 13 χρόνων κατόπιν ακρόασης σε κατηγορίες για βιασμό δύο γυναικών από τέσσερις εφεσείοντες, επικυρώθηκαν αφού τονίστηκε πως ο εξευτελισμός που υφίσταται το θύμα βιασμού, απαιτεί την αυστηρή τιμωρία του δράστη.

 

Στην Tarita v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 106/14 κ.ά., ημερ. 8.7.16, η πρωτοδίκως επιβληθείσα μετά από ακρόαση ποινή φυλάκισης των 12 ετών μειώθηκε σε 10 έτη υπό περιστάσεις όπου η παραπονούμενη ηλικίας 50 ετών, μπήκε στο αυτοκίνητο των Εφεσειόντων κατόπιν πρόσκλησης τους να τη μεταφέρουν στον προορισμό της και αντί τούτου παρεξέκλιναν της πορείας τους και κατευθύνθηκαν σε απόμερο μέρος, σε δάσος, οπόταν προχώρησαν σε διαδοχικές πράξεις βιασμού, όπως και εξαναγκασμού της σε στοματικό σεξ ενώ αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης έκλαιγε και ικέτευε τους Κατηγορoύμενους να την αφήσουν ελεύθερη.

 

Στην Selmani v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά., ημερ. 5.10.16 η ποινή φυλάκισης 10 ετών κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας επικυρώθηκε. Οι εφεσείοντες γνώριζαν την παραπονούμενη και όταν αυτή επιχείρησε να φύγει από το κέντρο όπου βρίσκονταν την έσπρωξαν χωρίς τη θέλησή της σε εγκατειλημμένη αποθήκη λέγοντας της ότι «ήθελαν να κάνουν σεξ» μαζί της και όταν αυτή αρνήθηκε ο δεύτερος εφεσείων της επιτέθηκε και της τράβηξε κάτω το παντελόνι και το εσώρουχό της, ακολούθως ο πρώτος εφεσείοντας τη βίασε από τον κόλπο με τη βοήθεια του δεύτερου εφεσείοντα, ο οποίος της κρατούσε τα πόδια στο έδαφος βάζοντας ο δεύτερος αρκετές φορές τα δάκτυλα του στον πρωκτό και κόλπο της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη έκλαιγε και φώναζε, αλλά, παρά ταύτα, οι εφεσείοντες συνέχιζαν.

 

Στην Ivarsson v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 159/15, ημερ. 29.11.16, η ποινή φυλάκισης των 7 ετών κατόπιν ακρόασης επικυρώθηκε κατ’ έφεση αφού το Εφετείο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα ως τη χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονουμένη, η οποία μεταξύ άλλων είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά γεγονός που ήταν εν γνώσει του εφεσείοντος πριν από τον βιασμό και αφού έλαβε υπόψιν τον εξετευλισμό που αυτή υπέστη μετά τον βιασμό αφού ο εφεσείων την έσπρωξε σχεδόν ολόγυμνη έξω από το δωμάτιο μετά που ικανοποίησε τις σεξουαλικές του ορέξεις, αναγκάζοντας την να ζητήσει βοήθεια πανικόβλητη.

 

Στην Κυπριανού v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 137/17, ημερ. 26.4.18, ECLI:CY:AD:2018:B197, η επιβληθείσα ποινή των 8 ετών, κατόπιν παραδοχής, σε δύο κατηγορίες βιασμού πρωκτικού και κολπικού που έλαβαν χώρα σε δημόσιες τουαλέτες με τη χρήση υπέρμετρης βίας και το οποίο ακολούθησε ο εξευτελισμός της βιασθείσας την οποία ο εφεσείων ανάγκασε να εξέλθει και να κυκλοφορεί γυμνή στην παρουσία τρίτων παρισταμένων, επικυρώθηκε από το Εφετείο.

 

Στην υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 80/17, ημερ. 17.9.19, ECLI:CY:AD:2019:B372 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών για το αδίκημα του βιασμού κατόπιν ακρόασης, υπό περιστάσεις όπου ο εφεσείων απήγαγε και βίασε την παραπονούμενη η οποία ήταν πρώην σύζυγος του.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Hunganu Ποιν. Εφ. 130/20, ημερ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B348 ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής για βιασμό ενήλικου προσώπου, καθώς και διάρρηξη, επιθέσεις και παράνομη είσοδο. Του επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 8 ετών για το αδίκημα του βιασμού, η οποία αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 11 έτη, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τις ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις της υπόθεσης και δη ότι υπήρξε προσχεδιασμός, ο εφεσίβλητος τόσο στην περίπτωση που αφορούσε την 1η παραπονούμενη, όσο και στην περίπτωση της 2ης παραπονούμενης, χρησιμοποίησε τον ίδιο τρόπο δράσης, ήτοι εισέβαλε κατόπιν διάρρηξης, στα σπίτια τους κατά τις πρωινές ώρες έχοντας σκοπό να έρθει σε συνουσία μαζί με ανυποψίαστα και άγνωστα προς εκείνο θύματα, τις παραπονούμενες, χωρίς τη θέληση τους και καθ΄ ην στιγμή αυτές κοιμόντουσαν στο κρεβάτι τους και για να πετύχει το/ν ειδεχθή σκοπό του και να ικανοποιήσει τις άρρωστες ορέξεις του χρησιμοποίησε βία.

 

Στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/22 ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:D136,  ο λευκού ποινικού μητρώου εφεσείων, κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε 10 (από τις 12) κατηγορίες βιασμού που αντιμετώπιζε σε σχέση με την εν διαστάσει σύζυγο του, υπό περιστάσεις όπου την εξανάγκαζε να έλθει σε συνουσία μαζί του, με τη συναίνεσή της, η οποία, όμως, εξασφαλιζόταν υπό το κράτος, άλλοτε βίας και άλλοτε απειλών και φόβου, που οδηγούσαν κάθε φορά σε κάμψη της αντίδρασης της.   Περαιτέρω κρίθηκε ένοχος και σε άλλες 5 συνολικά κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της κοινής επίθεσης, της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και της πρόκλησης ψυχικής βλάβης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Κεφ. 154 και του Ν. 119(Ι)/2000, δύο εκ των οποίων παραδέχθηκε μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας. Προσέβαλε ως υπερβολικές τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 ετών που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες βιασμού, με το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίπτει την έφεση, επισημαίνοντας ότι όχι μόνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί έκδηλα υπερβολική η ποινή στην προκειμένη περίπτωση, αλλά ούτε καν αυστηρή δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί.

 

Ερχόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και στρεφόμενοι κατ’ αρχάς στις τρεις κατηγορίες που αφορούν τους βιασμούς, αυτό που αναδύεται έντονα, είναι η κατ’ επανάλειψιν χρήση βίας με την οποία ο Κατηγορούμενος κατάφερε να κάμψει την αντίσταση της Παραπονούμενης κατά τα τρία επίδικα περιστατικά και να επιτύχει τη σεξουαλική επαφή που ο ίδιος επιζητούσε. Ό,τι δε περαιτέρω αναδύεται από τα γεγονότα των τριών αυτών περιστατικών είναι η όλη εγωκεντρική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ο οποίος αφότου επέστρεφε από τη νυχτερινή του έξοδο με τους φίλους του, προέβαινε σε αυτές τις πράξεις με απώτερο στόχο να επιτύχει και τη σεξουαλική του ικανοποίηση, παρά το ότι η σύζυγος του η οποία κατά το χρόνο εκείνο βρισκόταν στο σπίτι με τα παιδιά και εν μέσω του ύπνου της, δεν επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί του, πράγμα το οποίο του κατέστησε σαφές σε κάθε μια από τις τρεις περιπτώσεις αυτές, είτε λεκτικά ή και με τις κινήσεις του σώματος της.   Στο πρώτο μάλιστα εκ των τριών περιστατικών που περιέγραψε ανέφερε ότι έκλαιγε από τον πόνο, χωρίς τούτο να σταματήσει τον Κατηγορούμενο.

 

Και όλα αυτά χωρίς να διαφαίνεται ίχνος δεύτερων σκέψεων ή τύψεων και χωρίς να εντοπίζονται σημάδια μεταμέλειας στη συνέχεια, αφού η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε σε τρεις περιπτώσεις, με την τρίτη μάλιστα να έχει λάβει χώρα λίγο πριν τον οριστικό τους χωρισμό. Αντίθετα ό,τι εν γένει προκύπτει είναι ότι ο Κατηγορούμενος αδιαφορούσε για την ψυχική κατάσταση της Παραπονούμενης, η οποία του έλεγε πως δεν ήθελε και τον έσπρωχνε δείχνοντας του πάντως σαφέστατα πως δεν συναινούσε, παραπέμποντας έτσι με τη συμπεριφορά του σε αυταρχικές αντιλήψεις, που ανήκουν σε παρωχημένες εποχές, που αναμφίβολα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτίΦαίνεται δε, πως δεν σταματούσε παρά μόνο όταν πετύχαινε το σκοπό του που ήταν η ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής, με την εκσπερμάτιση του.

 

Στα πιο πάνω όμως θα πρέπει να προστεθεί ότι εν μέσω των βιασμών ο Κατηγορούμενος επέδειξε και άλλου είδους βία έναντι της Παραπονούμενης συζύγου του, όπως μαρτυρούν τα περιστατικά της 13.2.19 αλλά και της 21.5.19.    Χαρακτηριστική ήταν η περιγραφή των γεγονότων της 13.2.19 από την ίδια την Παραπονούμενη στο Έγγραφο Α την οποία παραθέσαμε και στην τελική απόφαση μας, γεγονότα από τα οποία προέκυψαν οι κατηγορίες 26 και 27.  Την παραθέτουμε και εδώ αφού σκιαγραφεί με ευκρίνεια το όλο προφίλ του Κατηγορούμενου:

 

«Στις 12.2.19, μια μέρα πριν από τα γενέθλια του γιου μου, ο Φ. μας πήρε σπίτι εμένα και τα μωρά γύρω στις 22:00 και αυτός έφυγε και πήγε στους φίλους του.  … . Ο Φ. επέστρεψε στις 13/2/2019 γύρω στις 5:00 και ξεκίνησε να μου χτυπά, να μου φωνάζει, να με βρίζει και να με πιέζει να κάνω έρωτα μαζί του, εγώ του είπα ότι δεν ήθελα και πήγα και ξάπλωσα μαζί με το γιο μου. Ήλπιζα ότι θα ντρεπόταν από τα μωρά και θα πήγαινε να ξαπλώσει να ηρεμίσει και να με αφήσει ήσυχη αλλά τελικά μετά από πέντε λεπτά ήρθε στο υπνοδωμάτιο του γιου μου, έπιασε το τηλέφωνο μου, πήγε στο υπνοδωμάτιο μας και ξεκίνησε να ψάχνει τις επαφές μου.  Εγώ τον ακολούθησα για να δω τι θα κάνει και σε κάποια φάση βρήκε ένα τηλέφωνο καταχωρημένο χωρίς όνομα, το οποίο ανήκε στον πατέρα μου, ο οποίος πέθανε και ο Φώτης πίστευε ότι ανήκε στο φίλο μου.  Στη συνέχεια, πήρε τηλέφωνο σε αυτό τον αριθμό, το απάντησε μια κοπέλα και ξεκίνησε να της φωνάζει ρωτώντας την ποια είναι και να του δώσει τον άντρα της στο τηλέφωνο για να του μιλήσει.  Σε κάποια φάση η κοπέλα του έκλεισε το τηλέφωνο αφού δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα της μιλούσε.  Αμέσως εγώ πήγα και ξάπλωσα πάλι μαζί με τον γιο μου.  Ενώ ήμουν ξαπλωμένη, ήρθε από πάνω μου, ξεκίνησε να μου φωνάζει ότι έχω φίλο και με έπιασε από τα μαλλιά.  Εγώ σηκώστηκα αμέσως πάνω και εξεκίνησε να με σπρώχνει προς το υπνοδωμάτιο μας.  Εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω αλλά ένιωθα τα χέρια του παντού και δεν μπορούσα. Μετά έπιασε και τα δύο κινητά μου και τα έσπασε για να μην μπορώ να έχω επικοινωνία με κανένα.  Σε κάποια φάση ξύπνησαν και τα δύο μωρά και αυτός πήγε στην κουζίνα και ξεκίνησε να σπάζει πράγματα και να φωνάζει ότι είμαι πουτάνα. Εγώ έκλαιγα και του φώναζα να σταματήσει γιατί ξύπνησαν τα μωρά αλλά αυτός δεν άκουγε και συνέχιζε.  Μετά εγώ έκατσα στον καναπέ μαζί με τα μωρά, τα οποία έκλαιγαν ακόμα και αυτός ερχόταν κατά διαστήματα από πάνω μου και με χαστούκιζε στο κεφάλι. Μετά από περίπου δέκα λεπτά, κατά τις 06.10, έπιασε τη μάμα μου από το τηλέφωνο του και της είπε να έρθει στο σπίτι μας γιατί έχουμε πρόβλημα.  Μετά από είκοσι λεπτά ήρθε η μάμα μου και μας είδε εμένα και τα μωρά σε κατάσταση σοκ να τρέμουμε και στο σπίτι σπασμένα τα πάντα.  Αμέσως ο Φ. ξεκίνησε να της λέει ότι έχω φίλο και ότι έχει αποδείξεις. Η μάμα μου έπιασε τηλέφωνο τους θείους μου, τον γαμπρό μου και τη μάμα του για να τον ηρεμήσουν και να μπορέσω να φύω μαζί με τα μωρά, πράγμα το οποίο έγινε. …»

 

Η κατάσταση «χάους» που επικράτησε, όπως παραστατικά την περιέγραψε και η Μ.Κ.3, οδήγησε την Παραπονούμενη να τον εγκαταλείψει μετά το πιο πάνω συμβάν για να επιστρέψει λίγο αργότερα κατόπιν παρακλήσεων και υποσχέσεων του Κατηγορούμενου ότι θα άλλαζε.   Για να ακολουθήσει όμως το τρίτο περιστατικό βιασμού κατά τον Απρίλιο του 2019 αλλά και τα γεγονότα της 21.5.19 όπου ο Κατηγορούμενος και πάλιν της επιτέθηκε και την απείλησε ότι θα την σκοτώσει.

 

Απειλή βέβαια η οποία δεν εκλήφθηκε ως κενή περιεχομένου ως εξηγήσαμε και στην εκδοθείσα απόφαση, αφού συνδυαζόμενη και με την προηγηθείσα συμπεριφορά του την οδήγησε στο να τον εγκαταλείψει οριστικά, πιστεύοντας και ευλόγως ότι έτσι θα έδιδε τέλος στην όλη κακοποιητική συμπεριφορά έναντι της και χωρίς πάντως σε αυτό το στάδιο να προωθήσει εναντίον του οποιαδήποτε καταγγελία. Κάτι το οποίο αναγκάστηκε εν τέλει να πράξει κατά την 15.1.22, όταν κατά το περιστατικό που επεσυνέβη το προηγούμενο βράδυ στο πρατήριο βενζίνης όπου συναντήθηκαν, για να πάρει τα παιδιά, αφού ο Κατηγορούμενος, δεν της τα επέστρεψε ως όφειλε με βάση το διάταγμα, την απείλησε ότι θα την «παίξει». Απειλή η οποία τρομοκράτησε την Παραπονούμενη για λόγους που επεξηγήσαμε αναλυτικά στην εκδοθείσα απόφαση και την οδήγησε στο να προβεί πλέον σε καταγγελία, στο πλαίσιο της οποίας δίδοντας το ιστορικό αναφέρθηκε και στα γεγονότα των λοιπών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων και των βιασμών.

 

Είναι προφανές από τα ανωτέρω πως ο αριθμός αλλά και ο συνδυασμός των αδικημάτων που διέπραξε σε μια καθόλου αμελητέα περίοδο, εντείνει σε μεγάλο βαθμό τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης, ενώ το στοιχείο των επαναλαμβανόμενων σε τρεις περιπτώσεις βιασμών συνιστά, με βάση και τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, στοιχείο επιβαρυντικό. Περαιτέρω και παρόλο που δεν υπήρξε εισήγηση ούτε ρητό εύρημα μας για ύπαρξη σωματικών ή ψυχολογικών καταλοίπων στην Παραπονούμενη, ούτε εντοπίστηκε από τη Μ.Κ.2 ψυχική διαταραχή όταν εξέτασε την Παραπονούμενη, εντούτοις σημειώνουμε πως ένεκα της ίδιας της φύσης των αδικημάτων συνιστά σαφώς απόρροια της κοινής λογικής και πείρας ότι οποιαδήποτε σεξουαλικής φύσης επίθεση αποτελεί τραυματική εμπειρία (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.19), ECLI:CY:AD:2019:B473.   Πράγμα το οποίο εξάλλου επιβεβαιώνεται και από την αναφορά της Μ.Κ.2 η οποία ανέφερε ότι η Παραπονούμενη παρουσίαζε φόβο και υπερεπαγρύπνιση λόγω της προηγούμενης παρορμητικής και κακοποιητικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου.  

 

Ως προς το βαθμό βίας που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια των επίδικων βιασμών, πρέπει να πούμε πως παρά τους μώλωπες που ανέφερε ότι της προκαλούνταν λόγω της ασκηθείσας βίας από πλευράς του Κατηγορούμενου, εντούτοις η ασκηθείσα βία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη, χωρίς ωστόσο τούτο να αλλοιώνει τη δεδομένη σοβαρότητα της υπόθεσης, όπως την αναλύσαμε ανωτέρω και τη συνακόλουθη ανάγκη επιβολής της αρμόζουσας ποινής ούτως ώστε να καταστεί σαφές ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται χωρίς εκπτώσεις ο απόλυτος σεβασμός των επιθυμιών έκαστης πλευράς.

 

Ως προς το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη, σπεύδουμε να τονίσουμε ότι οι προηγούμενες του καταδίκες, δεν συνιστούν βέβαια επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποιν.Έφ 11/21 ημερ. 4.11.22) αλλά η σημασία τους έγκειται στο ότι, αναλόγως πάντοτε της περίπτωσης, δύνανται να μειώσουν την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί από το Δικαστήριο. Και αυτό διότι αποτελούν ένδειξη της στάσης του στην τήρηση των νόμων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ.1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ.17).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η προηγούμενη καταδίκη ως ήδη λέχθηκε αποτελεί προηγούμενο μόνο για την κατηγορία 25 που αφορά το αδίκημα της απειλής που διαπράχθηκε σε σχέση με την Παραπονούμενη στις 14.1.22.  Επί τούτου πρέπει να πούμε ότι η προηγούμενη καταδίκη, ως και η ίδια η συνήγορος του Κατηγορούμενου δέχθηκε, αφορά αδικήματα διαπραχθέντα και πάλι κατά της Παραπονούμενης μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το αδίκημα της απειλής για το οποίο κρίθηκε ένοχος με βάση την κατηγορία 25, γεγονός το οποίο σίγουρα μειώνει την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί στον Κατηγορούμενο σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία 25.    

 

Έχοντας προδιαγράψει τη σοβαρότητα των αδικημάτων υπό το φως και των περιστάσεων της υπόθεσης δεν παραβλέπουμε το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής, το οποίο δεν ατονεί ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Ως λέχθηκε όμως στη Selmani v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), υπό το πρίσμα αυτό και με προεξέχουσα τη σημασία της αποτροπής προς το σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, οι προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου ναι μεν λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της εξατομίκευσης, αλλά σε βαθμό και έκταση που να μην εξουδετερώνουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής.

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνουμε κατ’ αρχάς υπόψιν το λευκό του ποινικό μητρώο εν σχέσει με όλες τις κατηγορίες, πλην της κατηγορίας 25.  Ιδιαίτερα σε σχέση με τα περιστατικά βιασμών λαμβάνουμε υπόψη ότι πρόκειται για περιστατικά που δεν περιλάμβαναν χρήση υπερβολικής βίας, ως παρατηρήθηκε σε άλλες υποθέσεις και συνεπώς απουσιάζει ο εν λόγω επιβαρυντικός παράγοντας. Δεν παραβλέπουμε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε κάποιο επιθετικό όπλο ή αντικείμενο και ότι δεν υπήρξε περαιτέρω εξευτελισμός της, πέραν βεβαίως αυτού που εγγενώς ενυπάρχει σε περιπτώσεις βιασμών ως εκ του αδικήματος αυτού καθ’ αυτού. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψιν το γεγονός ότι εν τέλει δεν της προκλήθηκε ανεπανόρθωτη βλάβη ως εκ της συμπεριφοράς του. Ασφαλώς η απουσία των πιο πάνω επιβαρυντικών παραγόντων, λαμβάνεται υπόψη, πλην όμως η σοβαρότητα της υπόθεσης, όπως πιο πάνω την έχουμε σκιαγραφήσει και προσδιορίσει, είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, αφήνοντας έτσι αναλλοίωτη την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι οι διάδικοι ήταν σύζυγοι κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και ότι τόσο πριν τη διάπραξη όσο και μετά υπήρξαν συναινετικές συνευρέσεις μέχρι και τη διακοπή της συμβίωσης στις 21.5.19. Στην υπόθεση Millberry (πιο πάνω) αναγνωρίστηκε συγκεκριμένα ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει σχέση, οι επιπτώσεις στο θύμα μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές και ότι σε άλλες αυτό μπορεί να μην ισχύει ένεκα της συνεχιζόμενης σχέσης μεταξύ του αδικοπραγήσαντος και του θύματος[9]. Εν τέλει φαίνεται ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο στη βάση των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.

 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό καθηκόντως να διευκρινίσουμε ότι η ύπαρξη στο ενδιάμεσο συναινετικών συνευρέσεων δεν αφαιρεί οτιδήποτε, κατά τη δική μας αντίληψη, ούτε από την ίδια την υπόσταση των βιασμών ούτε και από τη σοβαρότητα των περιστάσεων υπό τις οποίες διεπράχθησαν. Όπως δεν θα επηρέαζε στην περίπτωση π.χ. σοβαρών περιστατικών βίας στην οικογένεια η συνέχιση της συμβίωσης και οι τυχόν μεταγενέστερες ήρεμες ή και τρυφερές ακόμα στιγμές μεταξύ ενός ζευγαριού. Στη δική μας κρίση είναι με αυτό τον τρόπο που βρίσκει εφαρμογή η αρχή ότι η συναίνεση της μιας μέρας δεν συνεπάγεται συναίνεση για όλες τις επόμενες ημέρες, υπό την έννοια, σε αυτή την περίπτωση, ότι σε τέτοιες περιστάσεις και αμφιθυμία υπάρχει και ανάμεικτα συναισθήματα, τα οποία όμως ποτέ δεν αναιρούν ή διαγράφουν τα διαπραχθέντα αδικήματα και δη ένα βιασμό.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Κατηγορούμενος, με την όλη συμπεριφορά του, οδήγησε την Παραπονούμενη να τον εγκαταλείψει δύο φορές - τη δεύτερη οριστικά - και τούτο παρόλο που είχε προηγουμένως αποφασίσει να δώσει μια ακόμα ευκαιρία στην οικογένεια τους, επιστρέφοντας πίσω.  Ασφαλώς βέβαια δεν παραγνωρίζουμε πως καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους και ενδιάμεσα των βιασμών υπήρξε συναινετική σεξουαλική συνεύρεση με συναίνεση. Παρόλο δε που η Παραπονούμενη δεν έχει διαγνωστεί με κάποια ψυχική διαταραχή, εντούτοις αρκετό καιρό μετά τα περιστατικά αυτά όταν εξετάστηκε από τη Μ.Κ.2 φαίνεται να διακατείχετο ακόμα από φόβο και υπερεπαγρύπνιση, στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν πως οι επιπτώσεις της κακοποιητικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου δεν ήταν αμελητέες αλλά και ότι στην προκειμένη περίπτωση οι όποιες ενδιάμεσες συναινετικές επαφές δεν ήταν ικανές να τις εξαλείψουν.  

 

Εν ολίγοις δηλαδή με δεδομένα τα όσα πιο πάνω αναφέραμε εν σχέσει με τις επιπτώσεις που είχε η βίαιη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς την Παραπονούμενη, δεν θεωρούμε πως η παρούσα είναι περίπτωση που, κρινόμενη συνολικά, είναι δυνατό να καταταχθεί σε εκείνες στις οποίες λόγω της πορείας της σχέσης δύο ανθρώπων αποδυναμώθηκαν ή εξαλείφθηκαν εντελώς οι συνέπειες ή ο αντίκτυπος στο θύμα (υπό την έννοια που έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Millberry: «… the impact on the victim may be less.»). Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψιν και το ότι, ως προκύπτει από την επιστροφή της στο σπίτι όπου διέμεναν μαζί, μετά την πρώτη διακοπή της συμβίωσης, η ίδια φαίνεται να εναπέθετε, ενδεχομένως, κάποιες τελευταίες ελπίδες στην ανάκαμψη της σχέσης τους προς όφελος και των παιδιών τους, οι οποίες όμως δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως κατέρρευσαν ένεκα της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου ο οποίος προέβη και πάλι στο βιασμό της κατά τον Απρίλιο του 2019 αλλά και στα άλλα περιστατικά βίας κατά την 19.5.21 και 21.5.19 τα οποία την οδήγησαν στο να τον εγκαταλείψει τελικώς κατά την 21.5.19.

 

Ως προς το στοιχείο της μέθης σημειώνουμε ότι στην Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1998) 2 Α.Α.Δ.417 αναφέρθηκε ότι σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία η επήρεια του ποτού είναι παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη με ποικίλες όμως επιπτώσεις στην ποινή. Μπορεί ανάλογα με την επίδραση του στη διάπραξη του εγκλήματος, σε συνάρτηση με τη φύση του εγκλήματος, να προσμετρήσει είτε ως επιβαρυντικός είτε ως ελαφρυντικός παράγοντας. Έχει λεχθεί στην Pernell (ανωτέρω) ότι στον βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλης δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος. (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ.51 και Λάτο ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.351, Μωυσίδης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 64/06, ημερ. 23.1.2007).

 

Στην παρούσα υπόθεση θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι ο Κατηγορούμενος κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και δη των τριών επίδικων βιασμών βρισκόταν υπό την επήρρεια οινοπνευματοδών ποτών. Επομένως λαμβάνουμε υπόψιν σε αυτό το πλαίσιο, ότι η κατανάλωση αλκοόλης από τον Κατηγορούμενο μείωσε σε κάποιο βαθμό την ικανότητα αυτοελέγχου και υπό αυτή την έννοια λαμβάνεται υπόψιν ως ελαφρυντικό, δεδομένου του ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον μας δεδομένα να είχε η κατανάλωση αλκοόλης από τον Κατηγορούμενο, στην προκειμένη περίπτωση, ως σκοπό να επηρεαστεί ή να διευκολυνθεί ο ίδιος στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

 

Επίσης προς όφελος του λαμβάνουμε υπόψιν την απουσία προσχεδιασμού (βλ. Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ.575, 582 και Yeates και άλλος v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.320), αφού από τα γεγονότα δεν αναδύεται τέτοια παράμετρος.

 

Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψιν και το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων ως αυτές αναφέρονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και ως περαιτέρω αναπτύχθηκαν από τη συνήγορο του. Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη πως πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας 35 ετών, προερχόμενο από πολύτεκνη οικογένεια, ο οποίος φοίτησε μέχρι τη Β’ Γυμνασίου, οπόταν και τερμάτισε τη φοίτηση του για να εργαστεί με τον πατέρα του ως ηλεκτρολόγος.  Στη συνέχεια κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά όπου υπηρέτησε για 2 μήνες ενώ τους υπόλοιπους μήνες υπηρέτησε με εναλλακτική θητεία.  Το 2017 σύναψε γάμο με την Παραπονούμενη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά ηλικίας 8 και 6 ετών, γάμος ο οποίος οδηγήθηκε στη διάσταση το Μάιο του 2019 και στο διαζύγιο λίγο αργότερα κατά το ίδιο έτος, με τον ίδιο να διαμένει πλέον με τους γονείς του.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν και τις δυσμενείς επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης, στη συμβία του με την οποία σχεδίαζε να νυμφευθεί αλλά και στα παιδιά του τα οποία θα αποστερηθούν την παρουσία αλλά και οικονομική στήριξη του αλλά και στον πατέρα του με τον οποίο εργαζόταν ενεργά στην οικογενειακή επιχείρηση.  Σημειώνουμε όμως, πως ο πιο πάνω παράγοντας, παρότι λαμβάνεται υπόψιν, αφού αποτελεί επίσης μετριαστικό παράγοντα, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Τέλος, λαμβάνουμε υπόψη και τον διαρρεύσαντα από την ημερομηνία διάπραξης χρόνο ως αντικειμενικό γεγονός, τονίζοντας βεβαίως πως δεν έχει υπάρξει εισήγηση περί καθυστέρησης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε από πλευράς της Δημοκρατίας είτε και του Δικαστηρίου, ούτε και αναφέρθηκαν οποιαδήποτε ουσιώδη γεγονότα που μεσολάβησαν στο μεταξύ, που να μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστική μεταβολή στις περιστάσεις του. (βλ. και Δημοκρατία v. Μάριου Παπανικόλα, Ποιν. Εφ. 214/21 ημερ. 19.1.24 και τις εκεί αναφερόμενες αποφάσεις, Διεθνές Κέντρο Υγείας Ολιστικής Ιατρικής Βιόραμα Λτδ v. Καρβέλα κ.α., Ποιν. Εφ. 288/18 κ.α. ημερ. 12.3.19, ECLI:CY:AD:2019:B82Λεωνίδου v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 85/20, ημερ. 28.6.21), ECLI:CY:AD:2021:B284.

 

Ως προς το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες, πρέπει να λεχθεί πως τούτο σίγουρα δεν λογίζεται ως επιβαρυντικός παράγοντας, αφού είχε κάθε δικαίωμα να μην παραδεχθεί τις εν λόγω κατηγορίες. Ωστόσο αυτή η μη παραδοχή του, στερεί από αυτόν την έκπτωση στην ποινή που διαφορετικά θα δικαιούτο, αφού η παραδοχή ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή όχι μόνο λόγω του χρόνου που περισώζεται αλλά και διότι με αυτό τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους[10], κάτι που επιβεβαιώθηκε πολύ πρόσφατα και στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα και έχοντας κατά νουν ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα, οι προσωπικές περιστάσεις και τα άλλα ελαφρυντικά που λαμβάνονται υπόψη, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής, καταλήγουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές είναι αυτές της φυλάκισης. Κρίνουμε κατάλληλες και επιβάλλουμε τις ακόλουθες ποινές:

 

Κατηγορίες 1, 4 και 7: ποινή φυλάκισης 8 ετών σε κάθε κατηγορία.

 

Κατηγορίες 24: ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

 

Κατηγορία 25: ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

Κατηγορία 26: ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Κατηγορίες 27 και 28 : ποινή φυλάκισης 6 μηνών, σε κάθε κατηγορία.  

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση (ήτοι από τις 11.3.24).

 

Τα έξοδα ύψους €85 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.  

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση του άρθρου 144, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση από το Ν. 150(Ι)/20.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 91Α, του Κεφ. 154.

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 324(1), του Κεφ. 154.

[4] Κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 3(1), 4(1)(2)(β) του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν. 119(Ι)/2000.

[5] Απεβίωσε στις 16.2.16.

[6] βλ. και Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/2017 ημερ. 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B197, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23, στις οποίες έγινε αναφορά.

[7] βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. 69/2017, ημερ. 5.12.2017.

[8] Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.323, Δημοκρατία ν. Hunganu (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας v. Μητάρα, Ποιν. Εφ. 59/22, ημερ. 7.12.22

[9] «26. …There are, however, differences of emphasis because of the need to recognize that where there is a relationship the impact on a particular victim can still be particularly serious. In other cases this may not be the situation because of the ongoing nature of the relationship between the offender and the victim. In such a situation the impact on the victim may be less. It may also be the case where, while the offender's conduct cannot be excused, the continuing close nature of the relationship can explain how a particular offender came to commit what is always a serious offence that is out of character. There can be situations where the offender and victim are sharing the said same bed on a regular basis and prior to retiring to bed both had been out drinking and because of the drink that the offender consumed he failed to show the restraint he should have. It would be contrary to common sense to treat such a category of rape as equivalent to stranger rape as on one interpretation of the research material, the Panel could appear to be suggesting. This takes us to mitigating factors and guilty pleas.»

 

[10] Βλ. Hamieh v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, Γ.Χ. v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 140/2010, ημερ. 14/9/2015, Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 και Σ.Κ. v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304 Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ., 28, xxx Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/2014, απόφαση ημερ. 15/6/2015 και Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/2018 (σχ. με 50/2018), απόφαση ημερ. 8/4/2020, Δ.Α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 57/20 ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο