ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 2353/23

 

Δημοκρατία

ν.

                                              1. M.T.

                                              2. M.G.

Κατηγορούμενοι

 

9 Απριλίου 2024

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο 1: κα Μ. Παυλίδου

Για τον Κατηγορούμενο 2: κα Χλ. Κωνσταντίνου

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΠΟΙΝΗ

(σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2)

 

Μετά τη διακοπή των κατηγοριών 2 και 3, ο Κατηγορούμενος 2 παράμεινε ν’ αντιμετωπίζει την κατηγορία 1 επί του κατηγορητηρίου, ήτοι ότι ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, βρέθηκε σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια[1], κατηγορία την οποία είχε παραδεχτεί από τις 19.1.2024.

 

Με δεδομένο ότι η υπόθεση για τον Κατηγορούμενο 1 ακολουθεί διαφορετική πορεία, ένεκα της μη παραδοχής του σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα όπως ακουστούν γεγονότα και επιβληθεί ποινή στον Kατηγορούμενο 2, πριν την αποπεράτωση της ακρόασης για τον Κατηγορούμενο 1, εφόσον προτίθεται να τον καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας. Αίτημα το οποίο το Δικαστήριο ενέκρινε, με ενδιάμεση απόφαση που εξέδωσε προ ολίγου.

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα, εν σχέση με την κατηγορία 1, εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή χωρίς ν’ αμφισβητηθούν. Καταγράφονται δε στα πρακτικά και δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε. Αρκεί να σημειώσουμε ότι ο Κατηγορούμενος 2 επέβαινε σε βάρκα, μαζί με άλλους 117 μετανάστες, η οποία εντοπίστηκε από άκατο της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας να πλέει εντός των χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας και ανακόπηκε. Η βάρκα οδηγήθηκε στο Αλιευτικό Καταφύγιο Παραλιμνίου και κατά την αποβίβαση των μεταναστών στη στεριά, διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν είχε στην κατοχή του θεωρημένο διαβατήριο από τις Αρχές της Δημοκρατίας, ούτε και άδεια μετανάστευσης χορηγούμενη από τις Αρχές της Δημοκρατίας και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Νόμο, επρόκειτο για απαγορευμένο μετανάστη.

 

Όπως αναφέρθηκε δε, ο Κατηγορούμενος 2 είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση Μετριασμού

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου 2, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, το γεγονός ότι εξέφρασε την επιθυμία να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στο κίνητρο του για τη διάπραξη που διασυνδέεται με τις δύσκολες οικονομικές και προσωπικές περιστάσεις του, τις οποίες επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει υπέρ του, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Κάλεσε επίσης το Δικαστήριο να επιδείξει κάθε δυνατή επιείκεια στον Κατηγορούμενο 2.

Γ. Νομική Πτυχή

 

Για το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη που βρέθηκε στη Δημοκρατία (κατηγορία 1), προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και οι δύο αυτές ποινές[2]

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η προβλεπόμενη ποινή σε ότι αφορά την κατηγορία 1, εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν.46(Ι)/2021, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 9.4.21 και με αυτόν, η αρχικώς προβλεπόμενη ποινή για το συγκεκριμένο αδίκημα που προβλέπονταν από το Κεφ. 105, αυξήθηκε σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα εν σχέσει με αυτό, πριν τις 9.4.2021, η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της κατηγορίας 1, ήταν ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.5.000 ή και οι δύο αυτές ποινές. Η αύξηση αυτή, που ξεπερνά το τριπλάσιο καθ’ όσον αφορά την ποινή φυλάκισης και το πενταπλάσιο καθ’ όσον αφορά τη χρηματική ποινή, υποδηλώνει, αφενός την αυξανόμενη ανησυχία του νομοθέτη καθώς και της κοινωνίας εν σχέσει με τα αδικήματα αυτά και αφετέρου καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη μεταχείριση των αδικοπραγούντων με σκοπό την πάταξη των εν λόγω αδικημάτων. Ανάγκη η οποία επιβάλλεται ενόψει και της ανησυχητικής συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά, ζήτημα σε σχέση με το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων αυτής της φύσεως που άγονται ενώπιον μας.  Επί τούτου οφείλουμε να σημειώσουμε πως, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι το παρόν Δικαστήριο, επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων επί εβδομαδιαίας βάσης.  

 

Αυτή ακριβώς η παράμετρος, της συχνότητας δηλαδή με την οποία διαπράττονται αυτής της φύσεως αδικήματα καθώς επίσης και η εγγενής σοβαρότητα που ενέχουν, ένεκα της φύσης τους αλλά και των σοβαρών προεκτάσεων και επιπτώσεων που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη διάπραξη τους, αναδείχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khabeer Khan, Ποιν. Έφεση 123/2023, ημερ. 15.9.23, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»  » 

 

Ό,τι προκύπτει από τα ανωτέρω είναι κατ’ αρχάς, ότι από παλαιά τα Δικαστήρια υπέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης με αυστηρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών.  Οι δε διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Tabrizi (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν στην ως άνω πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι συνεχίζουν να είναι επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Ίσως και περισσότερο, θα λέγαμε, από το χρόνο που αποφασίστηκε η Tabrizi (ανωτέρω), δεδομένου του ότι η Δημοκρατία, ως μέλος (πλέον) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλείται να επωμιστεί, λόγω των συνεχών μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται, ένα δυσβάστακτο κοινωνικοοικονομικό βάρος, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας μας, σε συνάρτηση με τον όγκο των μεταναστών που δέχεται. 

 

Οι κίνδυνοι επομένως που ελλοχεύουν σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, ώστε η ποινή που θα επιβληθεί τελικώς, να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και να στέλνει τα ανάλογα μηνύματα σε μια προσπάθεια αποτροπής νέων επίδοξων παραβατών (βλ. και Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 80).

 

Υπενθυμίζουμε επίσης εδώ την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή, ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/2013, ημερ. 5.10.2016). Με αυτό υπόψη, σημειώνουμε ότι μολονότι τα Δικαστήρια επιβάλλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση, εντούτοις αδικήματα αυτής της φύσεως αντί να παρουσιάζουν σημεία κάμψης, δυστυχώς παρουσιάζουν έξαρση. Με δεδομένη λοιπόν την πολύ ανησυχητική συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων αυτής της φύσης, το καθήκον μας για αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό.

 

Δεν μας διαφεύγει πως σκοπός της εμπλοκής του Κατηγορούμενου 2 ήταν η εξασφάλιση χρημάτων για την οικογένεια του και ιδιαίτερα για την κάλυψη των ιατρικών εξόδων των δύο παιδιών του που αντιμετωπίζουν αιματολογικό πρόβλημα. Παρόλη όμως την κατανόηση του Δικαστηρίου στις δυσκολίες αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που δυστυχώς αντιμετώπισε στη ζωή του και εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, οφείλουμε να σημειώσουμε πως τούτα δεν δύνανται να μειώσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε, αφού ως έχει καλώς νομολογηθεί αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με ευρύτερα προβλήματα, οικογενειακά ή άλλα, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου[3].

 

Επομένως η σοβαρότητα του αδικήματος, σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη του, επιβάλλει την αντιμετώπιση του με αυστηρή και αποτρεπτική ποινή.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα του αδικήματος και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση του παραβάτη, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις του Κατηγορούμενου 2, έτσι που να μην συνιστά γι’ αυτόν απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2 τα εξής:

 

-               Tο λευκό ποινικό του μητρώο, το οποίο μας επιτρέπει να αποδεχθούμε ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ήταν μεμονωμένη.

 

-               Τη συνεργασία του με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο, όπου ουσιαστικά μέσω της ομολογίας του παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος.

 

-               Την άμεση παραδοχή του στην κατηγορία. Όπως είναι καλώς νομολογημένο, η παραδοχή περισώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο, κατά τρόπο που δικαιολογεί σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα του επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).

 

-               Τη μεταμέλεια του, ως εμφαίνεται από τη συνεργασία με την Αστυνομία και την παραδοχή του, αλλά και την απολογία του, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου της συνηγόρου του.

 

-        Την εκφρασθείσα μέσω της συνηγόρου του πρόθεσης του, να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στο πλαίσιο της διαδικασίας που θα ακολουθήσει για τον Κατηγορούμενο 1.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 2, ως αυτές περιγράφονται στις σχετικές Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας και όπως αυτές περαιτέρω αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τη συνήγορο του.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι κατάγεται από τη Συρία, είναι ηλικίας 42 ετών, παντρεμένος και πατέρας 3 ανήλικων παιδιών (ηλικίας 12, 9 και 6 ετών). Μη μπορώντας να εξεύρει εργασία στη χώρα του, ήρθε στην Κύπρο προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του. Τα δύο εκ των παιδιών του αντιμετωπίζουν πρόβλημα υγείας και συγκεκριμένα αιματολογικό πρόβλημα (θαλασσαιμία). Ο πατέρας του, ο οποίας εργαζόταν στα χωράφια, απεβίωσε το 2019, ενώ η μητέρα του είναι οικοκυρά. Έχει δε άλλα τέσσερα αδέλφια. 

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης, στα ανήλικα παιδιά και τη σύζυγο του Κατηγορούμενου 2, οι οποίοι εξαρτώνται από τον ίδιο για τη διαβίωση τους.  Επίσης, λαμβάνεται υπόψη και η γενικότερη αγωνία που βιώνει ο Κατηγορούμενος 2 αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, αλλά και το ότι δεν μπορεί να έχει καθημερινή επικοινωνία με την οικογένεια του, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Τέλος, αναγνωρίζουμε ως επιπρόσθετο μετριαστικό παράγοντα, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι, παράνομοι μετανάστες που βρίσκονταν μαζί του στη βάρκα, δεν έχουν διωχθεί. Κρίνουμε επί τούτου ότι δεν δόθηκε κάποια εξήγηση για τη µη δίωξη των άλλων επιβαινόντων στο σκάφος, που δεν έπραξαν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ό,τι διέπραξε ο Κατηγορούμενος 2.  Ήταν πρόσωπα μάλιστα, γνωστά στις αρχές, μιας και είχε προηγηθεί σύμφωνα με τα γεγονότα, ο έλεγχος του καθεστώτος τους και η μετέπειτα διαπίστωση της καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό, μπορεί να µην αναιρεί την ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου 2 σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά όμως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που επενεργεί υπέρ της έκπτωσης της ποινής, η οποία άλλως πως θα ήταν σαφώς αυστηρότερη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος[4].

 

Ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 Α.Α.Δ 371:

 

«Η Δικαιοσύνη δεν µπορεί να µείνει ουδέτερη µπροστά στη χρήση διάφορου µέτρου στη µεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγµατος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασµένη κατά πάντα χρόνο µε την ισότητα. ∆εν διαγράφει βέβαια το έγκληµα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιµωρήσει για το αδίκηµα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να µειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθµό που να µετριάζει το αίσθηµα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη µεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό µετριάζεται αφενός η ανισότητα στη µεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η ∆ικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθµό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγµατος, που δεσµεύει τις ∆ικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νοµοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώµατα περιλαµβανοµένου του δικαιώµατος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγµατος).»

 

Συνεκτιμώντας λοιπόν, αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2.

 

Συνεπώς θεωρούμε ως αρμόζουσα και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο  2, στην 1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 10 μηνών.

 

Αν και δεν υπήρξε σχετική εισήγηση από τη συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, ενόψει του ύψους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον τελευταίο, προχωρούμε να εξετάσουμε, κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση της.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή ιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου 2, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.  

 

Επομένως, η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον  Κατηγορούμενο 2 θα είναι άμεση.

 

Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, η ποινή να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος 2 τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από την 21.9.23.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(α),(ι),(κ),(λ),(μ) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105 (στο εξής το Κεφ.105).

[2] Άρθρο 19 (2) του Κεφ. 105.

 

[3] Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15.

[4] Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 141/2023,  ημερ. 20.10.2023, Λούκας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 35/2022, ημερ. 25.01.2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο