ECLI:CY:KDLAR:2014:17
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Ν. Γ. Σάντη, Π.Ε.Δ.
Α. Δαυίδ, Α.Ε.Δ.
Χρ. Φιλίππου, A.Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 693/14
Δημοκρατία
v
1. Ευστάθιος Κιττής
2. Χαράλαμπος Τσουρής
3. Ορέστης Βασιλείου
4. Γιάννης Σουρουλλάς
5. Γρηγόρης Σουρουλλάς
6. Εταιρεία Polleson Holdings Ltd
7. Βενιζέλος Ζαννέτος
8. Αντώνης Ιωακείμ
Κατηγορουμένων
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Δεκεμβρίου, 2014.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Οι κ.κ. Ε. Παπαγαπίου και Ν. Κέκκος.
Για τον Κατηγορούμενο 1: Ο κ. Γ. Παπαϊωάννου.
Για τους Κατηγορούμενους 2 και 8: Ο κ. Γ. Θωμά.
Για τον Κατηγορούμενο 3: Ο κ. Μ. Πικής.
Για τους Κατηγορούμενους 4 - 7: Ο κ. Η. Στεφάνου.
Κατηγορούμενοι: Παρόντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), αντιμετωπίζει συνολικώς 19 κατηγορίες που αφορούν στα αδικήματα της συνομωσίας για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορίες 1 και 2, την τελευταία, από κοινού με τον κατηγορούμενο 2 [Χαράλαμπο Τσουρή]), της απάτης, κατά παράβαση των άρθρων 300, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 3, από κοινού με τον κατηγορούμενο 2 [Χαράλαμπο Τσουρή]), του δεκασμού δημόσιου λειτουργού, κατά παράβαση του άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορίες 4, 5, και 6), της δωροληψίας για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορίες 7, 8 και 9), της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(3) και 6 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(III)/00 (βλ. κατηγορίες 10, 11 και 12), των συναλλαγών με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(α), 4, 5 και 6 του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου Κεφ. 161, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97(Ι)/12 (βλ. κατηγορίες 13, 14 και 15), της πλαστογραφίας, κατά παράβαση των άρθρων 331(α), 333, 334 335, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 16), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 17), της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (βλ. κατηγορία 18) και της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 20, από κοινού με τον κατηγορούμενο 2 [Χαράλαμπο Τσουρή]).
Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), αντιμετωπίζει συνολικώς τέσσερεις κατηγορίες που αφορούν σε συνομωσία για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 2, από κοινού με τον κατηγορούμενο 1 [Ευστάθιο Κιττή]), σε απάτη, κατά παράβαση των άρθρων 300, 21 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 3, από κοινού με τον κατηγορούμενο 1 [Ευστάθιο Κιττή]), σε κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 133 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 19) και σε εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 20, από κοινού με τον κατηγορούμενο 1 [Ευστάθιο Κιττή]).
Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), αντιμετωπίζει εν όλω, επτά κατηγορίες. Συγκεκριμένα, εκείνες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 22, από κοινού με τους κατηγορούμενους 4 [ Γιάννη Σουρουλλά], 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά] και 6 [Polleson Holdings Ltd]), της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(3) και 6 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(III)/00 (βλ. κατηγορίες 23 [από κοινού με τον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά)] και 24), της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορίες 25 [από κοινού με τους κατηγορούμενους 4 (Γιάννη Σουρουλλά) και 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά] και 26) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του Περί της Παρεμπόδιση και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (βλ. κατηγορίες 27 [από κοινού με τους κατηγορούμενους 4 (Γιάννη Σουρουλλά), 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και 6 (Polleson Holdings Ltd)] και 28).
Ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς), αντιμετωπίζει τέσσερεις κατηγορίες, δηλαδή εκείνες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 22, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά] και 6 [Polleson Holdings Ltd]), της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(3) και 6 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(III)/00 (βλ. κατηγορία 23, από κοινού με τον κατηγορούμενο 3 [Ορέστη Βασιλείου]), της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 25, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου) και 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά]) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (βλ. κατηγορία 27, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά] και 6 [Polleson Holdings Ltd]).
Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες. Η πρώτη, αφορά στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 22, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 4 [Γιάννη Σουρουλλά] και 6 [Polleson Holdings Ltd]). Η δεύτερη, αφορά στο αδίκημα της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 25, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου] και 4 [Γιάννη Σουρουλλά]). Η τρίτη, αφορά στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (βλ. κατηγορία 27, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 4 [Γιάννη Σουρουλλά] και 6 [Polleson Holdings Ltd).
Η κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες και δη, εκείνες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 22, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 4 [Γιάννη Σουρουλλά] και 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά]) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (βλ. κατηγορία 27, από κοινού με τους κατηγορούμενους 3 [Ορέστη Βασιλείου], 4 [Γιάννη Σουρουλλά] και 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά]).
Ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), αντιμετωπίζει την κατηγορία της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 21, από κοινού με τον κατηγορούμενο 8 [Αντώνη Ιωακείμ]).
Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), αντιμετωπίζει την κατηγορία της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (βλ. κατηγορία 21, από κοινού με τον κατηγορούμενο 7 [Βενιζέλο Ζαννέτο]).
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής - όπως αναδεικνύεται από τις λεπτομέρειες αδικήματος στην κάθε μια κατηγορία επί του κατηγορητηρίου (μετά από κάποιες τροποποιήσεις που έλαβαν χώραν αλλά και γεγονότων που ανέκυψαν κατά τη δίκη σε βαθμό που να δικαιολογούν τη διευκρίνιση ή τον περιορισμό κάποιων συναφών αδικημάτων) - ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Απριλίου 2012, στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, συνωμότησε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου («ΑΤΗΚ»), παρουσιάζοντας στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, το έργο Aero Center στη Δρομολαξιά («Aero Center») υπερτιμημένο. Οι κατηγορούμενοι 1 (Ευστάθιος Κιττής) και 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαρτίου 2012 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, συνωμότησαν με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, εξασφαλίζοντας επιπλέον χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η σχετική προς τούτο συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11, ισχυριζόμενοι ότι μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας του Aero Center, προέκυψαν επιπλέον τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του εν λόγω έργου, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και εισηγούμενοι την αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης στο οποίο ανεγειρόταν το έργο παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο εις βάρος των συμφερόντων του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Επιπροσθέτως, οι κατηγορούμενοι 1 (Ευστάθιος Κιττής) και 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12, στην Επαρχία Λευκωσίας, με επινόημα υποκίνησαν το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ να καταβάλει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11, παρουσιάζοντας έκθεση με ψευδή στοιχεία προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, διά της οποίας εισηγούνταν ικανοποίηση του αιτήματος της Wadnic Trading Ltd για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού από εκείνο που προνοούσε η υπό αναφορά συμφωνία για τα επιπλέον, δήθεν, τετραγωνικά μέτρα που προέκυψαν μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας του Aero Center, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, προτείνοντας επίσης (οι κατηγορούμενοι 1 [Ευστάθιος Κιττής] και 2 [Χαράλαμπος Τσουρής]), την αγορά του υπολοίπου τεμαχίου γης στο οποίο αναγειρόταν το εν λόγω έργο, παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο σε βάρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Αποτελεί, επιπροσθέτως, θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ήτοι, σε άγνωστη ημερομηνία το Δεκέμβριο 2009 στην Επαρχία Λάρνακας, στις 25.11.11, στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας και σε άγνωστη ημερομηνία το Μάιο 2012, στις ίδιες επαρχίες και ενώ ήταν δημόσιος λειτουργός (δημόσιος αξιωματούχος και αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας), δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, έλαβε παρανόμως από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με τρόπο που να υποδηλώνει δεκασμό, δωροληψία, παράτυπο πλεονέκτημα και διαφθορά, συνολικό ποσό €300.000 (ήτοι, ποσό €100.000, την κάθε φορά, ως περιγράφεται ανωτέρω) - και ενώ γνώριζε πως το ποσό αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων - ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που επέδειξε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, προς ολοκλήρωση της συμφωνίας μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με το Aero Center. Το υπό αναφορά ποσό των €300.000, που δόθηκε στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), διευθυντή της Wadnic Trading Ltd (με τον τρόπο και στους χρόνους που προαναφέρθηκαν), δόθηκε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), υπό τον ρητό όρο ότι ο τελευταίος θα ευνοούσε την Wadnic Trading Ltd στην πρόταση που είχε υποβάλει προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για την επένδυση στο Aero Center. Περιπλέον, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.13 και 25.8.13 στην Επαρχία Λευκωσίας, κατάρτισε μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), έγγραφα που εμφανίζονταν ως πραγματικά ενώ στην πραγματικότητα ήσαν εικονικά, δηλαδή τα συμφωνητικά έγγραφα μεταξύ της Leagros Investments Ltd και της Wadnic Trading Ltd. Στις 17.9.13, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) στην Επαρχία Λευκωσίας, εν γνώσει του και με δόλιο τρόπο, έθεσε σε κυκλοφορία τα αναφερόμενα πλαστά συμφωνητικά έγγραφα μεταξύ Leagros Investments Ltd και Wadnic Trading Ltd, με σκοπό να δικαιολογήσει την επιταγή με αριθμό 8216224, ημερομηνίας 25.11.11 (που ο κατηγορούμενος 1 [Ευστάθιος Κιττής] έλαβε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με δεκασμό, δωροληψία, παράτυπο πλεονέκτημα, διαφθορά και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε ο πρώτος για την επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο Aero Center. Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) - υποστηρίζει περαιτέρω η Κατηγορούσα Αρχή - σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12, στην Επαρχία Λευκωσίας και ενώ ήταν δημόσιος λειτουργός, δηλαδή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τού λειτουργήματος του και κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης, ισχυρίστηκε ενώπιον των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ ότι η τελευταία θα έπρεπε να καταβάλει επιπλέον χρηματικό ποσό στην Wadnic Trading Ltd, από εκείνο που προέβλεπε η συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11, επειδή (κατά τον ισχυρισμό του), προέκυψαν περαιτέρω τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του Aero Center, κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Παρομοίως, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), μαζί με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαρτίου 2012 και 19 Απριλίου, 2012, στην Επαρχία Λευκωσίας, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό καταδολίευσης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, προέβησαν σε όμοια υποκίνηση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, όπως η τελευταία παραδώσει στην Wadnic Trading Ltd, επιπλέον χρηματικό ποσό από το προβλεπόμενο στη σχετική συμφωνία, με τη δικαιολογία ότι είχαν προκύψει πρόσθετα τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του Aero Center μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας του έργου, γεγονός που επίσης δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, εισηγούμενοι την αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης στο οποίο ανεγειρόταν το Aero Center παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο εις βάρος των συμφερόντων του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων της ΑΤΗΚ. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) και 8 (Αντώνης Ιωακείμ), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13.4.11 (που ήταν η πρώτη μέρα ισχύος του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και Φεβρουαρίου 2012, στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος για άλλα πρόσωπα, εξανάγκασαν τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να εξοφλήσει δάνεια παλαιών παραγόντων του αθλητικού σωματείου ΑΛΚΗ Λάρνακας («Η ΑΛΚΗ»), ύψους €650.000, απειλώντας τον τελευταίο ότι σε περίπτωση που δεν το έπραττε θα έθεταν προσκόμματα στην υλοποίηση της επένδυσης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για το Aero Center. Με τον ίδιο τρόπο, οι κατηγορούμενοι 3 (Ορέστης Βασιλείου), 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) και 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), εκβίασαν τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), μεταξύ 13.4.11 και 2.3.12 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας - με τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), να ενεργεί ομοίως και μεταξύ 1.3.12 και 15.5.12, στην Επαρχία Λευκωσίας - απειλώντας τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ότι σε περίπτωση που δεν τους παρέδιδε ποσό €250.000, ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) θα υποκινούσε τη Συντεχνία Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ), της οποίας ο τελευταίος ήταν Γενικός Γραμματέας, να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο Aero Center. Προτάσσει επίσης η Κατηγορούσα Αρχή ότι οι κατηγορούμενοι 3 (Ορέστης Βασιλείου), 4 (Γιάννης Σουρουλλάς), 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) και 6 (Polleson Holdings Ltd), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13.4.11 και 2.3.12 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν το κακούργημα της εκβίασης. Οι κατηγορούμενοι 3 (Ορέστης Βασιλείου) και 4 (Γιάννης Σουρουλλάς), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 15.11.11 και 2.3.12, στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ κατείχαν υψηλόβαθμες θέσεις στην ΑΤΗΚ, έλαβαν από την Wadnic Trading Ltd και κατ’ απαίτηση τους το συνολικό ποσό των €250.000, προς όφελος των ιδίων και των κατηγορουμένων 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και 6 (Polleson Holdings Ltd), ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσουν τους υπαλλήλους της ΑΤΗΚ να εναντιωθούν στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο Aero Center. Με όμοιο τρόπο, λειτούργησε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) και σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 20.4.12 και 15.5.12 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, λαμβάνοντας μετά από απαίτηση του, ποσό €200.000 προς όφελος του ιδίου, ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει την εν λόγω συντεχνία στο να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο Aero Center.
Σε ό,τι αφορά στην εκδοχή των κατηγορουμένων, τούτη συνίσταται (στη γενικότερη της διάσταση), στο ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των επίδικων κατηγοριών στον απαιτούμενο βαθμό και τούτο διότι η μαρτυρία που παρουσίασε προς τούτο στερείται, όχι μόνο αξιοπιστίας (και ιδιαίτερα εκείνη του Νίκου Λίλλη [ΜΚ5]), αλλά και επάρκειας, προς διασύνδεση των κατηγορουμένων με τα συστατικά στοιχεία των αποδιδόμενων εγκλημάτων.
Κατά τη δίκη, δηλώθηκαν ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 19 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, σειρά γεγονότων που αφορούν σε ποικίλες συνιστώσες του ανακριτικού έργου και της υπόθεσης γενικότερα.
Κάποια από τα εν λόγω παραδεκτά γεγονότα, συνίστανται στο ότι, η Wadnic Trading Ltd, ιδρύθηκε στις 28.2.07. Διευθυντής, γραμματέας και μέτοχος της ήταν η LICA Secretarial Ltd, μέτοχοι της οποίας ήσαν οι Σάββας Αγγελίδης, Μιχάλης Ιωαννίδης και Σάββας Χριστοφίδης. Την 1.3.07, η LICA Secretarial Ltd, παραιτήθηκε από διευθυντής της Wadnic Trading Ltd και στη θέση της διορίστηκε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), στο όνομα του οποίου μεταβιβάστηκαν αυθημερόν και οι μετοχές της LICA Secretarial Ltd. Στις 3.6.10, η LICA Secretarial Ltd, παραιτήθηκε από γραμματέας της Wadnic Trading Ltd και διορίστηκε στη θέση της ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ). Στις 3.6.10, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μεταβίβασε όλες τις μετοχές της Wadnic Trading Ltd στην Glarisano Enterprises Ltd. Η τελευταία, ιδρύθηκε στις 21.5.09, με μέτοχο, διευθυντή και γραμματέα της τον Αντώνη Παπαλλή. Την 1.9.09, ο τελευταίος παραιτήθηκε από διευθυντής και γραμματέας της Glarisano Enterprises Ltd και διορίστηκαν αυθημερόν ως διευθυντές οι C & A Green Energy Trading Ltd και Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ενώ ως γραμματέας, ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ). Την ίδια μέρα, ο Αντώνης Παπαλλής μεταβίβασε 400 μετοχές της εν λόγω εταιρείας στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), 400 μετοχές στη C & A Green Energy Trading Ltd και 200 μετοχές στη Xiala Ltd. Στις 3.11.09, παραιτήθηκαν από διευθυντές οι C & A Green Energy Trading Ltd και Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) και διορίστηκαν αυθημερόν ως διευθυντές οι Αντώνης Παπαλλής και Σοφούλης Σοφοκλέους. Επίσης την ίδια μέρα, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) μεταβίβασε 400 μετοχές στην Echeklis Ltd. Στις 4.11.09, παραιτήθηκαν από διευθυντές οι Αντώνης Παπαλλής και Σοφούλης Σοφοκλέους και την ίδια μέρα διορίστηκε ως διευθυντής ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5). Στις 2.6.10, η C & A Green Energy Trading Ltd μεταβίβασε στην Echeklis Ltd, 101 μετοχές και 50 μετοχές στη Xiala Ltd. H κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), δημιουργήθηκε στις 28.9.06, με αριθμό εγγραφής 184698. Με τη σύσταση της, μέτοχος ήταν η AJK Nominee Services Ltd, με αριθμό εγγραφής 68967, η οποία κατείχε 1000 μετοχές. Διευθυντής κατά την ίδρυση της Polleson Holdings Ltd, ήταν ο Jean Pierre Haroutounian και αναπληρωτής διευθυντής, η AJK Administration Services Ltd, ενώ γραμματέας, η AJK Management Services Ltd. Στις 16.11.06, παραιτήθηκαν ο διευθυντής, ο αναπληρωτής διευθυντής και η γραμματέας της Polleson Holdings Ltd και διορίστηκε ως διευθύντρια, η Φρόσω Χαραλάμπους, πεθερά του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά) και ως γραμματέας, η Λυδία Βασιλείου, μητέρα του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου). Στις 16.11.06, η AJK Nominee Services Ltd μεταβίβασε 667 μετοχές στην Φρόσω Χαραλάμπους και 333 μετοχές στην Λυδία Βασιλείου. Οι Φρόσω Χαραλάμπους και Λυδία Βασιλείου ανέλαβαν να κατέχουν τυπικώς τις θέσεις αυτές δίχως να γνωρίζουν τις εργασίες της Polleson Holdings Ltd. Η Leagros Investment Ltd (ΗΕ 153374), συστάθηκε στις 26.10.04. Το εγγεγραμμένο γραφείο της βρίσκεται στη Λευκωσία και μέτοχος κατά την ίδρυση της ήταν η Philon (Nominees) Ltd με 10.000 μετοχές, διευθυντής της η Philon (Directors) Ltd και γραμματέας της η Sofan Secretarial Services Ltd. Στις 12.10.05, η Philon (Directors) Ltd παραιτήθηκε από διευθυντής και την ίδια μέρα διορίστηκαν ως νέοι διευθυντές, οι κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), η σύζυγος του και ο Alexander Gitelson. Στις 12.10.05, η Philon (Nominees) Ltd μεταβίβασε 5001 μετοχές προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) και 4999 μετοχές στον Alexander Gitelson. Στις 12.11.08, ο Alexander Gitelson μεταβίβασε 4999 μετοχές στην Inna Runova. Στις 17.12.09, παραιτήθηκαν από διευθυντές, η σύζυγος του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) και ο Alexander Gitelson, με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) να παραμένει ως ο μοναδικός διευθυντής. Στις 24.8.11, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) μεταβίβασε 2501 μετοχές στη Dominges Co Ltd ενώ η Inna Runova μεταβίβασε 4999 μετοχές στη Dominges Co Ltd. Η Dominges Co Ltd δημιουργήθηκε στις 21.1.10 και διευθυντής και αποκλειστικός μέτοχος της είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης (ΜΥ2) ενώ γραμματέας της η Dominium Services Ltd. Αμέσως μετά τη σύλληψη των κατηγορουμένων 1 [Ευστάθιου Κιττή], 3 [Ορέστη Βασιλείου], 4 [Γιάννη Σουρουλλά], 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά], 7 [Βενιζέλου Ζαννέτου] και 8 [Αντώνη Ιωακείμ] (βλ. Τεκμήρια 152, 153, 154, 155, 156 και 157), δόθηκαν και εξηγήθηκαν σε καθένα από αυτούς τα νομοθετικώς προβλεπόμενα δικαιώματα τους (βλ. Τεκμήρια 203, 204, 205, 206, 207 και 208). Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, εκδόθηκαν σειρά διαταγμάτων αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων (βλ. Τεκμήρια 209, 210, 211, 212, 213 και 214). Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), είναι το μοναδικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα υπογραφής στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό 070-21-075537. Στις 22.12.11, ο εν λόγω κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα (νυν Τράπεζα Κύπρου), στη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία και αιτήθηκε (και στο τέλος μετέφερε) ποσό €90.000, από τον τραπεζικό λογαριασμό 070-21-075537 της Stathis Kittis & Co (Clients A/C) προς τον τραπεζικό λογαριασμό 040-11-047929 της Wadnic Trading Ltd (διευθυντής της οποίας είναι ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5]), με τη δικαιολογία «Return Money held as guarantee». Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), είναι το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που έχει δικαίωμα υπογραφής για τη Leagros Investment Ltd, η οποία διατηρεί δύο τρεχούμενους λογαριασμούς στην τράπεζα Eurobank Cyprus. Πρόκειται για τον τραπεζικό λογαριασμό (σε ευρώ), με αριθμό 2001-00092009 και τον τραπεζικό λογαριασμό (σε Δολάρια Αμερικής) με αριθμό 2011-00101352. Ο πρώτος τραπεζικός λογαριασμός ανοίχθηκε στις 7.12.11 και η τελευταία κίνηση που έλαβε χώραν εκεί ήταν την 1.8.12. Το υπόλοιπο του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού κατά την 22.8.13, ανερχόταν στο ποσό των €16,562.97. Ο δεύτερος τραπεζικός λογαριασμός ανοίχθηκε στις 7.12.11 και δεν παρουσίασε οποιαδήποτε κίνηση μέχρι την 22.8.13, όπου το υπόλοιπο του ήταν μηδενικό. Η κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), διατηρεί στην Τράπεζα Κύπρου, δύο τραπεζικούς λογαριασμούς, δηλαδή ένα τρεχούμενο λογαριασμό χωρίς όριο με αριθμό 042-11-025120 και ένα λογαριασμό προθεσμίας (γραμμάτιο). Δικαίωμα υπογραφής και στους δύο αυτούς τραπεζικούς λογαριασμούς έχει μόνο ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Η κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), διατηρεί στη ΣΠΕ Κοντέας λογαριασμό δανείου με αριθμό 7221511-40, ο οποίος ανοίχθηκε στις 7.4.09, για το ποσό των €208,000, με το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού κατά την 11.9.13, να ανέρχεται σε €219,075.67. Εγγυητές στο δάνειο αυτό είναι οι Μαρία Βασιλείου Σουρουλλά και οι κατηγορούμενοι 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) και 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Δικαίωμα υπογραφής και διαχείρισης του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού είχε μόνο ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Η κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), διατηρούσε (στη ΣΠΕ Κοντέας) τρεχούμενο λογαριασμό με αριθμό 400460-0, ο οποίος ανοίχθηκε στις 2.12.06 και έκλεισε στις 13.8.12. Δικαίωμα διαχείρισης και υπογραφής σε σχέση με τον τραπεζικό αυτό λογαριασμό είχε ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Ο τελευταίος, παρουσιάστηκε στις 2.3.12 στη ΣΠΕ Κοντέας και κατέθεσε στον υπό αναφορά τρεχούμενο λογαριασμό, επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας με αριθμό 00084903, ύψους €80.000 (βλ. Τεκμήριο 124). Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), παρουσιάστηκε στη ΣΠΕ Κοντέας και κατέθεσε στο λογαριασμό 7221511-40 την επιταγή 00084905, ημερομηνίας 20.4.12, για το ποσό των €80.000. Όλα τα δάνεια που αναφέρονται στις παραγράφους 8-12 της έκθεσης που ετοίμασε η Ειρήνη Λουκά [ΜΚ2] (ως το Έγγραφο Ε), συνάφθηκαν από τα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί προς όφελος της ΑΛΚΗΣ. Τα εν λόγω δάνεια ήσαν καθυστερημένα και εξοφλήθηκαν από την Wadnic Trading Ltd, με επιταγές που εκδόθηκαν από την τελευταία και υπογράφθηκαν από τον διευθυντή της Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ο οποίος και διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής των επιταγών της. Οι επιταγές αυτές περιγράφονται στην Έκθεση - Έγγραφο Ε, με αντίγραφα τους να επισυνάπτονται εκεί ως Παραρτήματα 43-94. Στις 10.6.10, υποβλήθηκε από την Wadnic Trading Ltd και τον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά αίτηση με αριθμό ΛΑΡ/460/2010 για τον διαχωρισμό γης αναφορικά με το τεμάχιο στο οποίο ανεγείρεται το Aero Center. Στις 7.10.11, η εν λόγω αίτηση υπογράφθηκε και από τον Έπαρχο Λάρνακας και στις 10.10.11, χορηγήθηκε η άδεια διαίρεσης με αριθμό ΛΑΡ/460/2010. Στις 22.12.10, υποβλήθηκε από την Wadnic Trading Ltd και τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αίτηση με αριθμό ΛΑΡ/ΠΟ76/2010 για προκαταρκτικές απόψεις εν σχέσει με τη δημιουργία μεγάλης κλίμακας γραφειακή ανάπτυξη και σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Aero Center, ως το Τεκμήριο 202. Στις 21.1.11, λήφθηκαν προκαταρκτικές απόψεις από την πολεοδομική αρχή για τη θετική αντιμετώπιση παρέκκλισης αναφορικά με τη γραφειακή ανάπτυξη. Στις 2.3.11, υποβλήθηκε από την Wadnic Trading Ltd και τον Διαχειριστή Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αίτηση με αριθμό ΛΑΡ/162/2011 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας σε σχέση με την ανέγερση του Aero Center (βλ. Τεκμήριο 219), ενώ στις 30.6.11, ετοιμάστηκε η έκθεση της πολεοδομικής αρχής προς την αρμόδια υπηρεσία με θετική σύσταση. Στις 27.9.11, λήφθηκε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 72.595 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση σε σχέση με την ανέγερση του Aero Center. Η απόφαση αυτή διαβιβάστηκε προς την πολεοδομική αρχή στις 30.9.11, για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση. Στις 10.10.11, εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια με αριθμό ΛΑΡ/162/2011 - Τεκμήριο 220, με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για γραφειακή ανάπτυξη του Aero Center στο οποίο αφορούσε η αίτηση. Στις 26.10.11, εκδόθηκε από τον Έπαρχο Λάρνακας η άδεια οικοδομής με αριθμό 25149 και αριθμό φακέλου Β538/2011, σε σχέση με την ανέγερση τεσσάρων οικοδομικών συγκροτημάτων στο Aero Center.
Εντάξαμε και αναλύσαμε όλα ανεξαιρέτως τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν στη δίκη (ασχέτως αν δεν τα αναφέρουμε ρητώς στην απόφαση μας), στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, θεωρώντας τα ως δεδομένα (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Αντρέα και Άλλων ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, 501) και κρίνοντας τα καθηκόντως, ως περιέχοντα παραδεκτή κατά το δίκαιο μαρτυρία (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 640).
Στη δίκη κατέθεσαν, εν όλω, 73 μάρτυρες και δη, 35 μάρτυρες κατηγορίας και 38 μάρτυρες υπεράσπισης συμπεριλαμβανομένων των κατηγορουμένων και εξαιρουμένου του κατηγορούμενου 4 [Γιάννη Σουρουλλά], ο οποίος προέβη σε ανώμοτη δήλωση, ενώ κατατέθηκαν εκατοντάδες έγγραφα και άλλα τεκμήρια.
Η Κατηγορούσα Αρχή, εκτός από τους μάρτυρες που κάλεσε, προσέφερε προς την Υπεράσπιση κάποιους εξ αυτών για σκοπούς αντεξέτασης, ενώ οι κατηγορούμενοι 1 (Ευστάθιος Κιττής), 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), 3 (Ορέστης Βασιλείου), 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) και 8 (Αντώνης Ιωακείμ), μετά που κλήθηκαν σε απολογία - και όπως είχαν κάθε δικαίωμα να πράξουν - επέλεξαν να δώσουν μαρτυρία ενόρκως και να καλέσουν σειρά μαρτύρων, ενώ (υπό όμοια θεώρηση), ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, με την κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd), να δηλώνει διά του δικηγόρου της πως «… θα καλυφθεί από τους υπόλοιπους», δηλαδή τους κατηγορούμενους 4 (Γιάννη Σουρουλλά), 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), τηρώντας (κατά τα άλλα) σιωπή, όπως διευκρίνισε ο κ. Στεφάνου στο στάδιο των αγορεύσεων διότι, είναι γεγονός, πως τούτη η επιλογή δεν κατέστη απολύτως σαφής σε σχέση με την υπό αναφορά εταιρεία στο στάδιο που είχε ζητηθεί δικαστικώς από τους κατηγορούμενους να δηλώσουν περί των χειρισμών που θα προέβαιναν μετά την κλήση τους σε απολογία βάσει του άρθρου 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Η Κατηγορούσα Αρχή, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 8.7.14, δεν κάλεσε και δεν προσέφερε για αντεξέταση προς την Υπεράσπιση, τους Μάριο Πολυβίου (ΜΚ3 στο κατηγορητήριο), Γιώργο Στυλιανού (ΜΚ42 στο κατηγορητήριο), Χαράλαμπο Χρήστου (ΜΚ44 στο κατηγορητήριο), Βαρνάβα Βαρνάβα (ΜΚ90 στο κατηγορητήριο) και Άντρη Αρτέμη (ΜΚ91 στο κατηγορητήριο), θεωρώντας τους ως αναξιόπιστους σε διαφορετικά επιπέδα ανάλυσης.
Στοιχειωδώς, η πιο πάνω άποψη της Κατηγορούσας Αρχής περί αναξιοπιστίας των προαναφερθέντων μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου, καθόλου δεν δεσμεύει το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό της τελικής ετυμηγορίας, ή θα μπορούσε ποτέ να επιδράσει αρνητικώς κατά την αξιολόγηση εκείνων από εξ αυτών που κλήθηκαν τελικώς από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων και κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον μας ως μάρτυρες υπεράσπισης.
Κάθε αποδεκτή αναφορά των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης (και των κατηγορουμένων εννοείται), όπως και το περιεχόμενο των κατατεθέντων τεκμηρίων - πλην εκείνων που παρέμειναν για αναγνώριση, δίχως να μετατραπούν ως εκ τούτου σε αποδεκτή μαρτυρία (βλ. Δήμος Λευκωσίας v ELK Trading Ltd (2003) 2 AAΔ 120, 122) - και των παραδεκτών γεγονότων, αξιολογήθηκαν πλήρως και στον επιτρεπτό βαθμό, έστω και αν δεν διατυπώνονται φραστικώς στο σκεπτικό μας.
Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων (και των κατηγορουμένων), όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ. κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859).
Εκείνο που εκ καθήκοντος πράξαμε είναι να προσδιορίσουμε τα επίδικα θέματα, να τα συναρθρώσουμε με τα ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας και να καταλήξουμε σε σαφή και σχετικά ευρήματα (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Λάρκου ν Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοντέας (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1399, 1406).
Παραθέτουμε, σε πρώτο στάδιο, τη σύνοψη της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας προκειμένου να καταστεί αντιληπτό το ευρύτερο πλέγμα της υπόθεσης κατά την σκοπιά της Κατηγορούσας Αρχής.
Θα ακολουθήσει αμέσως μετά - για τους ίδιους κατ΄ αναλογίαν λόγους όπως εκείνους που αναφέρθηκαν σε σχέση με την παράθεση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας - η περίληψη της μαρτυρίας των κατηγορουμένων και των μαρτύρων που κάλεσαν προς υπεράσπιση τους, καθώς επίσης και το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά).
Προτού προχωρήσουμε, θα πρέπει να πούμε πως όλες οι περικοπές από τα πρακτικά και από την έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε στη διαδικασία, αποτυπώνονται εδώ αυτούσια, χωρίς δηλαδή επέμβαση είτε στη σύνταξη είτε στην ορθογραφία.
Ο Πέτρος Χ" Αντωνίου (ΜΚ1), Γραμματέας και Διευθυντής Διοικητικών Υπηρεσιών στην ΑΤΗΚ από την 1.7.04 - και από το Σεπτέμβριο 2006, Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - αναφέρθηκε στη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και σε αλλαγές στη σύνθεση του, σε διάφορες χρονικές περιόδους από το 2004. Με σημείο αναφοράς το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα Α-Γ, παρέπεμψε και στο περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σε σχέση με την επίδικη επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (βλ. Τεκμήριο 2), δίνοντας και λεπτομέρειες της εμπλοκής του σε όλα αυτά (και ανάμεσα σε άλλους), των κατηγορουμένων 1 (Ευστάθιου Κιττή) και 2 (Χαράλαμπου Τσουρή).
Η Λοχίας Ειρήνη Λουκά (ΜΚ2), κατέθεσε ως μέλος του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας για τις έρευνες που διενήργησε μετά από εντολές του επικεφαλής τής ανακριτικής ομάδας που είχε δημιουργηθεί για διερεύνηση της επίδικης υπόθεσης. Επεξήγησε και ανέπτυξε τις ενέργειες της με σημείο αναφοράς τις δυο εκθέσεις που συνέταξε στις 4.11.13, ως το Έγγραφο Δ και στις 10.12.13, ως το Έγγραφο Ε.
Η Κωνστάντια Κίζα (ΜΚ3), κατέθεσε ως μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της ΑΤΗΚ, δίνοντας λεπτομέρειες νομικών γνωματεύσεων και συμβουλών που είχε δώσει σε σχέση με την επένδυση Aero Center, με επίκεντρο των δηλώσεων της, το περιεχόμενο των γραπτών της καταθέσεων προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα ΣΤ και ΣΤ1.
Ο Γιώργος Κουφάρης (ΜΚ4), Ανώτερος Διευθυντής Διοίκησης και Αναπληρωτής Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της ΑΤΗΚ, υιοθετώντας το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων που έδωσε προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα Ζ, Ζ1 και Ζ2, αναφέρθηκε και στην κατάθεση που είχε δώσει ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής που δημιουργήθηκε σε σχέση με το Aero Center (βλ. Τεκμήρια 41 και 42), παρέχοντας σχετικές λεπτομέρειες περί των διαδραματισθέντων.
Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), με αναφορά και στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία, ως τα Τεκμήρια 60-61 και Έγγραφα Η, Η1, Η2 και Η3, είπε για την εμπλοκή του στην επίδικη επένδυση Aero Center καθώς και για τη συνδρομή του στο σχεδιασμό και προώθηση του όλου εγχειρήματος όπως επίσης και για την ανάμειξη κάποιων εκ των κατηγορουμένων σ’ αυτά που τους καταλογίζονται στο κατηγορητήριο.
Ο Χριστόφορος Γιαννακού (ΜΚ6), κατέθεσε ως Προϊστάμενος της Υποστηρικτικής Υποδομής και των Υπηρεσιών Δικτύου Αεροναυσιπλοΐας της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Με αναφορά στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία, ως το Έγγραφο Θ, προέβη σε μνεία διαφόρων διεργασιών σχετιζόμενων με το Aero Center, επεξηγώντας συνάμα ενέργειες και συναφείς διαπιστώσεις του, με παραπομπή και σε σχετική επιστολή που συνέταξε την 1.7.13, ως το Τεκμήριο 114(1).
Ο Κυριάκος Ζένιου (ΜΚ7), αναφερόμενος στις γραπτές του καταθέσεις προς την Αστυνομία-Έγγραφα Ι1, Ι2 και Ι3, αναφέρθηκε στη σχέση του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και στη σύσταση εταιρείας μαζί με τον τελευταίο και άλλα πρόσωπα, υπό την ονομασία ARS Alliance Real Estate Ltd.
Ο Αρχιαστυφύλακας Κώστας Κωνσταντίνου (ΜΚ8), με αναφορά στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων-Έγγραφα ΙΑ1 και ΙΑ2, κατέθεσε ως μέλος της ανακριτικής ομάδας. Αναφέρθηκε σε διάφορες ενέργειες στις οποίες προέβη εντός των πλαισίων των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων ήταν και η λήψη καταθέσεων από τους κατηγορούμενους 1 (Ευστάθιο Κιττή), 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) και 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο).
Ο εργολάβος οικοδομών Στέλιος Κουννάς (ΜΚ9), με παραπομπή στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης-Έγγραφο ΙΒ, αναφέρθηκε στην εμπλοκή της εταιρείας του «Επιχειρήσεις Αδελφοί Στέλιου Κουννά Λτδ», στην ανάληψη της εργολαβίας του Aero Center, περιγράφοντας τις αναληφθείσες εργασίες και δίνοντας λεπτομέρειες περί της κατάστασης πληρωμών σε σχέση με το έργο.
Ο αρχιτέκτονας Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης-Έγγραφο ΙΓ, είπε για τις αρχιτεκτονικές εργασίες που ανέλαβε να διεκπεραιώσει σε σχέση με το Aero Center, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα και τις επαφές που είχε σε σχέση με το όλο ζήτημα με τους Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και Μάριο Πολυβίου (ΜΚ3 στο κατηγορητήριο).
Η Μαρία Δάμαλου (ΜΚ11), κατέθεσε ως Διευθύντρια Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης της ΑΤΗΚ από τον Απρίλιο 2010. Αναφέρθηκε στις διεργασίες που περιέβαλαν τις συνεδρίες και στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επενδύσεων των Διαχειριστών του Σχεδίου Συντάξεων της ΑΤΗΚ να εισηγηθεί προς τη Διαχειριστική Επιτροπή την επίδικη αγορά και επένδυση Aero Center.
Ο Αρχιαστυφύλακας Σταύρος Αντωνίου (ΜΚ12), με αναφορά στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων ως τα Έγγραφα ΙΣΤ1 και ΙΣΤ2, κατέθεσε ως μέλος της ανακριτικής ομάδας αναφερόμενος στη συγκέντρωση και αξιολόγηση διαφόρων εγγράφων κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Έλαβε τις ανακριτικές καταθέσεις Τεκμήρια 60-61 από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), κατά τις οποίες ο τελευταίος αρνήθηκε να απαντήσει στις πλείστες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Ο μάρτυς προέβη και σε περιγραφή άλλων ενεργειών στο πλαίσιο της διερεύνησης, όπως στην έκδοση ενταλμάτων συλλήψεως εναντίον των κατηγορουμένων και στη λήψη από αυτούς ανακριτικών καταθέσεων.
Ο Αστυφύλακας Μάριος Σταυρινού (ΜΚ13), μέλος και αυτός της ανακριτικής ομάδας, αναφέρθηκε (με παραπομπή στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων - Έγγραφα ΙΘ1 και ΙΘ2), στην παράδοση από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), δακτυλογραφημένου κειμένου αναφορικώς με την υπόθεση (εκείνου δηλαδή που επισυνάπτεται στη γραπτή κατάθεση του τελευταίου, ως Έγγραφο Η), καθώς και στους επακόλουθους ανακριτικούς χειρισμούς που έτυχε η περίπτωση. Είπε επίσης για άλλα ανακριτικά διαβήματα που έγιναν σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1 (Ευστάθιο Κιττή) και 4 (Γιάννη Σουρουλλά), στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η εκτέλεση ενταλμάτων συλλήψεως και έρευνας.
Ο Χριστόδουλος Κτωρίδης (ΜΚ14), με σημείο αναφοράς το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο Κ, κατέθεσε ως πρώην Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως μεταξύ 2008 και 2012. Αναφέρθηκε σε πτυχές που αφορούσαν στις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν αναφορικώς με την αξιοποίηση του τουρκοκυπριακού τεμαχίου γης στη Δρομολαξιά το οποίο κατέστη αντικείμενο επένδυσης από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, υπό την ονομασία «Aero Center».
Ο Τάκης Πεττεμερίδης (ΜΚ15), με παραπομπή στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΚΑ, κατέθεσε ως αρχιτέκτονας και ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων. Αναφέρθηκε σε παρέκκλιση που δόθηκε μετά από αίτημα της Wadnic Trading Ltd, σε σχέση με μέρος των γραφειακών εγκαταστάσεων του Aero Center που αναλογούσε στην υπό αναφορά εταιρεία, εξηγώντας κάποιες παραμέτρους που είχαν σχέση με τις διεργασίες αυτές αλλά και της σχετικής επίσπευσης που επιδιώχθηκε από διάφορους παράγοντες, περιλαμβανομένου και του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή).
Ο Μάριος Καρατζιάς (ΜΚ16), αναφερόμενος στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΚΓ, κατέθεσε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επενδύσεων των Διαχειριστών του Σχεδίου Συντάξεων επί προεδρίας κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Επικεντρώθηκε σε πτυχές που αφορούσαν στην εξέταση της προωθούμενης, τότε, επένδυσης στο Aero Center και στην αντίληψη του πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) επειγόταν να ολοκληρωθεί η μελέτη και να ληφθούν το συντομότερο οι σχετικές αποφάσεις για το εν λόγω έργο.
Ο Μάριος Καρλετίδης (ΜΚ17), με σημείο αναφοράς το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΚΔ, κατέθεσε ως Προϊστάμενος-Διευθυντής της Υπηρεσίας Προσωπικού της ΑΤΗΚ. Είπε για τις ακολουθούμενες διαδικασίες απουσίας του υπαλληλικού προσωπικού, με ιδιαίτερη αναφορά στην απουσία του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου), μεταξύ 23.9.13 και 24.9.13.
Ο Θεόδωρος Βαττής (ΜΚ18), με σημείο αναφοράς το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΚΕ, κατέθεσε ως βοηθός του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), αναφερόμενος σε διάφορες εργασίες που εκτελούσε προς όφελος και για λογαριασμό του τελευταίου. Έδωσε εξηγήσεις σε σχέση με τραπεζικές επιταγές που εκδόθηκαν από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στο όνομα του μάρτυρα και τις οποίες ο τελευταίος εξαργύρωνε στη Λαϊκή Τράπεζα, στη Λεωφόρο Αρτέμιδος στη Λάρνακα ή στην Τράπεζα Κύπρου στις Καμάρες. Αναγνώρισε - δίνοντας σχετική μαρτυρία ως προς το λόγο έκδοσης τους - σειρά τραπεζικών επιταγών που είχε εκδώσει στο όνομα του μάρτυρα ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5).
Ο δικηγόρος Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19), με αναφορά στο περιεχόμενο των καταθέσεων του - Έγγραφα ΚΣΤ(1) και ΚΣΤ(2), κατέθεσε ως πρώην Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ως πρώην Αναπληρωτής Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, για δύο θητείες μεταξύ Αυγούστου 2009 και Ιουλίου 2013, οπόταν και υπέβαλε την παραίτηση του από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ (σε αμφότερες τις θητείες του μάρτυρα), ήταν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής). Ο μάρτυς εξήγησε τους λόγους παραίτησης του οι οποίοι άπτονταν διαφωνίας του με την ευρύτερη μεθοδολογία και φιλοσοφία της επένδυσης στο Aero Center, ως εκ των αποκλίσεων που διαπίστωσε ότι υπήρχαν από τις εισηγήσεις των συμβούλων της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, Hewitt Associates SA.
Ο Φίλιππος Μαννάρη (ΜΚ20), με σημείο αναφοράς το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΚΖ, κατέθεσε ως αναλογιστής και Διευθυντής των Hewitt Associates SA στην Κύπρο. Επεξήγησε - με παραπομπή σε σχετική έκθεση που καταρτίστηκε για το σκοπό αυτό, ως το Τεκμήριο 275 - τις συμβουλευτικές υπηρεσίες που η εν λόγω εταιρεία παρείχε προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ αναφορικά με το είδος, φύση και διασπορά των επιθυμούμενων προς τούτο επενδύσεων.
Ο Βλαδίμηρος Φαντούσης (ΜΚ21), επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα ΚΗ1 και ΚΗ2, αναφέρθηκε στη σχέση του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και στις μεταξύ τους οικονομικές δοσοληψίες, με επίκεντρο την έκδοση σειράς επιταγών στο όνομα του πρώτου με εκδότη την Wadnic Trading Ltd και υπογράφοντα τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Είπε επίσης για πιέσεις που δεχόταν ο τελευταίος από τους κατηγορούμενους 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και 8 (Αντώνη Ιωακείμ), αναφορικώς με ποσά που είχε εισπράξει ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), στο πλαίσιο της επένδυσης Aero Center και για τον τρόπο που αυτά έπρεπε να διατεθούν.
Ο δικηγόρος Στέλιος Αμερικάνος (ΜΚ22), με αναφορά στις καταθέσεις του προς την Αστυνομία - Έγγραφα ΚΘ1 και ΚΘ2, έδωσε μαρτυρία ως πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ για δύο τριετίες. Αιτιολόγησε την παραίτηση του από το εν λόγω Διοικητικό Συμβούλιο την 1.7.10, λέγοντας - με ειδικότερη αναφορά και στο Aero Center - ότι τούτο οφείλετο και στη διαφωνία που είχε εκφράσει ως προς την επενδυτική πολιτική και τη συναφή φιλοσοφία που ακολουθούσε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (του οποίου ο μάρτυς ήταν επίσης μέλος), σε διαφοροποίηση των συμβουλών που παρείχαν προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ οι Hewitt Associates SA.
Η Αστυφύλακας Μαργαρίτα Λουκά (ΜΚ23), κατέθεσε ως υπηρετούσα στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας. Με αναφορά σε τέσσερεις εκθέσεις που συνέταξε, ως τα Έγγραφα Λ1-Λ4, έδωσε μαρτυρία για το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών υπολογιστών του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και του Μάριου Πολυβίου (ΜΚ3 στο κατηγορητήριο).
Ο Υπαστυνόμος Ελευθέριος (Λευτέρης) Κυριάκου (ΜΚ24), με αναφορά στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων - Έγγραφα ΛΑ1 και ΛΑ2, κατέθεσε ως μέλος της ανακριτικής ομάδας, επεξηγώντας χειρισμούς που έλαβαν χώραν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης τόσο από τον ίδιο όσο και από την ευρύτερη ανακριτική ομάδα.
Η νομικός Λουκία Μηνά (ΜΚ25), κατέθεσε ως Λειτουργός στη Νομική Υπηρεσία της ΑΤΗΚ. Αναφέρθηκε στα της ετοιμασίας της επίδικης συμφωνίας ημερομηνίας 25.2.11 (Τεκμήριο 4-4Α), επεξηγώντας και κάποιες διεργασίες που προηγήθηκαν της υπογραφής της.
Ο Βάσος Κυριάκου [Κοτσιηνής] (ΜΚ26), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΛΓ, είπε για συνομιλίες που είχε με τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), αναφορικώς με την επένδυση στο Aero Center και στο πώς ο τελευταίος ανέμενε να αποκομίσει σημαντικά κέρδη από αυτή. Του είχε πει ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), ότι η «…δουλειά με το χωράφι θα περάσει από τα χέρια μου διότι είμαι το Α και το Ω στο ΑΚΕΛ». Του δήλωσε επίσης ο τελευταίος πως η αγοραπωλησία του χωραφιού στο οποίο θα κτιζόταν το Aero Center θα εγκρινόταν οπωσδήποτε από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για να μπορούσε έτσι και το (πολιτικό κόμμα) ΑΚΕΛ να πάρει το μερίδιο του από την πράξη αυτή. Του ανέφερε επίσης ότι εάν ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αθετούσε το λόγο του και δεν πλήρωνε προς το ΑΚΕΛ τα λεφτά που έπρεπε, η έγκριση δεν θα δινόταν για το έργο. Ο μάρτυς περιέγραψε επίσης τον τρόπο με τον οποίο λίγο πριν από τα Χριστούγεννα 2011 (και συνοδεύοντας τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) με το αυτοκίνητο του τελευταίου στη Λευκωσία), ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) έδωσε προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), σε χακί φάκελο ποσό €90.000 (σε 180 χαρτονομίσματα των €500), τη στιγμή που ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), καθόταν σε τραπέζι έξω από καφετερία που βρισκόταν πίσω από το κτήριο της Λαϊκής Τράπεζας στην είσοδο της Λευκωσίας. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αφού στάθμευσε απέναντι από την καφετερία, τοποθέτησε το χακί φάκελο με τα λεφτά σε μια αδιαφανή τσάντα πλαστική, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πήγε στο τραπέζι όπου καθόταν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δίνοντας του την εν λόγω τσάντα. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), παρέμεινε με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) στο τραπέζι, για περίπου 15 με 20 λεπτά.
Η Βασιλική Πάλμα (ΜΚ27), Κτηματολογικός Λειτουργός στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λάρνακας και Υπεύθυνη του Κλάδου Εγγραφής και του Τομέα Αναγκαστικών Πωλήσεων και Επιβαρύνσεων, με αναφορά, στο περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΛΔ1, στη μαρτυρία της ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με καταγγελίες που σχετίζονταν με απαλλοτριώσεις και αγοραπωλησίες τουρκοκυπριακών περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές, ως το Έγγραφο ΛΔ2 και στο περιεχόμενο ξεχωριστού σημειώματος που συνέταξε ως το Έγγραφο ΛΔ3, αναφέρθηκε στη συμφωνία - Τεκμήριο 4, καθώς και στην απουσία εκεί επισυνημμένων αρχιτεκτονικών σχεδίων όταν τούτη προσκομίστηκε για σκοπούς κατάθεσης στο Κτηματολόγιο την 25.2.11.
Ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Χριστόφορος Μαυρομμάτης (ΜΚ28), με αναφορά και στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων, ως τα Έγγραφα ΛΕ1 και ΛΕ2, κατέθεσε ως ο επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας που ορίσθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας για διερεύνηση της υπόθεσης. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια σε διάφορες πτυχές του ανακριτικού έργου δίνοντας εξηγήσεις και παρέχοντας διευκρινίσεις εν σχέσει με πολυειδείς και συναφείς με τη διερεύνηση ανακριτικές αποφάσεις, συνειρμούς και χειρισμούς του ιδίου αλλά και των υπολοίπων μελών της ανακριτικής ομάδας.
Ο Αντώνης Λοΐζου (ΜΚ29), κατέθεσε ως εκτιμητής ακινήτων λέγοντας (με αναφορά στο περιεχόμενο των Εγγράφων ΛΣΤ1 - ΛΣΤ5), για τις συμβουλές που έδωσε προς την ΑΤΗΚ σε σχέση με τη γενική πολιτική που έπρεπε να διέπει τις αποφάσεις και χειρισμούς του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ κατά τις επενδύσεις που προέβαινε σε ακίνητα. Παρέθεσε επίσης τη γνώμη του ως προς το κατά πόσο η επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο Aero Center, ενέπιπτε εντός της γενικής αυτής πολιτικής.
Ο Αναστάσης Αριστείδου (ΜΚ30), εγγεγραμμένος εκτιμητής στο ΕΤΕΚ και Κτηματολογικός Λειτουργός Β΄ στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (Κλάδος Εκτιμήσεων), αναφέρθηκε στις Εκθέσεις Εκτίμησης - Έγγραφα ΛΘ και ΜΑ, που αφορούν στο επίδικο ακίνητο Aero Center. Εξήγησε και ανέλυσε τις εκθέσεις αυτές τις οποίες είχε υπογράψει ως εγκρίνων λειτουργός μετά που τις μελέτησε.
Ο Χαράλαμπος Ματθαίου (ΜΚ31), με αναφορά στο περιεχόμενο των Εγγράφων ΜΒ-ΜΔ, έδωσε μαρτυρία ως Τεχνικός Επιθεωρητής στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, σε σχέση με τη χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση στο επίδικο ακίνητο, εξηγώντας και αναλύοντας τις σχετικές διαδικασίες και διεργασίες που είχαν σχέση με το θέμα.
Ο Χάρης Παφίτης (ΜΚ32), με παραπομπή στο περιεχόμενο των Εγγράφων ΜΕ1-ΜΕ3, κατέθεσε ως Πρόεδρος της Συντεχνίας Επιστημονικού Προσωπικού της ΑΤΗΚ (ΣΕΠ-ΑΤΗΚ, πρώην ΣΕΤΕΠ-ΑΤΗΚ), λέγοντας περί διαφόρων πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση της εν λόγω συντεχνίας γύρω στον Ιανουάριο 2011, σε σχέση με την επίδικη επένδυση στο Aero Center και στην οποία η συντεχνία αυτή αντιτέθηκε θεωρώντας την - για διάφορους λόγους που ο μάρτυς εξήγησε - ως παράνομη.
Ο Μίλτος Αθανασίου (ΜΚ33), κατέθεσε ως πρώην υπάλληλος στην ΑΤΗΚ έχοντας καθήκον, ανάμεσα σε άλλα, την κατάθεση μαρτυρίας σε σχέση με τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Με σημείο αναφοράς το Έγγραφο ΜΖ και τα Τεκμήρια 264, 274, 274Α, 377 και 378, εξήγησε και ανέλυσε τα εκεί αποτυπωμένα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.
Ο αστυφύλακας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (ΜΚ34), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης - Έγγραφο ΜΘ, αναφέρθηκε στη σύλληψη του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στις 26.9.13, ενώ ο μάρτυς υπηρετούσε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, στο Κέντρο Ελέγχου Διαβατηρίων του εν λόγω αεροδρομίου.
Η Μαίρη Λάμπρου (ΜΚ35), κατέθεσε ως Διοικητικός Λειτουργός και Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στο Υπουργείο Εσωτερικών. Με αναφορά στο περιεχόμενο των γραπτών της καταθέσεων προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα ΜΙ1-ΜΙ3, εξήγησε τα κριτήρια που διέπουν την αγοραπωλησία τουρκοκυπριακών περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβαίνοντας την ίδια ώρα και σε παράθεση διαφόρων λεπτομερειών που σχετίζονταν με το επίδικο ακίνητο και ειδικότερα με τα περί διαμονής του τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη στις ελεύθερες περιοχές κατά τους κρίσιμους χρόνους.
Έχοντας αποτυπώσει συνοπτικώς τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, προχωρούμε αμέσως στην παράθεση της μαρτυρίας των κατηγορουμένων και των μαρτύρων που κάλεσαν προς υπεράσπιση τους, όπως και σε αναφορά στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά).
Ο κατηγορούμενος 1 [Ευστάθιος Κιττής] (ΜΥ1), απέρριψε τα όσα του καταλογίζονται στο κατηγορητήριο, υποστηρίζοντας ότι τούτα βασίζονται σε ανυπόστατους, αβάσιμους και άδικους ισχυρισμούς.
Ο δικηγόρος Μιχάλης Μιχαηλίδης (ΜΥ2), με αναφορά και στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 190, είπε για την επαγγελματική σχέση του με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) αλλά και για το μετοχικό ποσοστό του τελευταίου στη Leagros Investment Ltd και τη διασύνδεση της εταιρείας αυτής, με την Dominges Co Ltd την οποία αντιπροσωπεύει νομικώς ο μάρτυς.
Ο κατηγορούμενος 2 [Χαράλαμπος Τσουρής] (ΜΥ3), με αναφορά στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΝΑ, αναφέρθηκε σε αυτά που του αποδίδονται από την Κατηγορούσα Αρχή, απορρίπτοντας συγχρόνως κάθε ισχυρισμό για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους του και προτάσσοντας ότι ουδέποτε παραπλάνησε οποιονδήποτε αλλά αντιθέτως, με τις προτάσεις και εισηγήσεις του για διευθέτηση της διαφοράς με την Wadnic Trading Ltd, εξυπηρέτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.
Ο εκτιμητής ακινήτων Ιωάννης Μιχαλάκη (ΜΥ4), με σημείο αναφοράς την Έκθεση Εκτίμησης που συνέταξε ως το Έγγραφο ΝΒ (μετά από οδηγίες του συνηγόρου του κατηγορούμενου 2 [Χαράλαμπου Τσουρή], ως το Τεκμήριο 411), έδωσε μαρτυρία σε σχέση με την αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, δυσμενή γνώμη ως προς την ποιότητα και βαρύτητα του περιεχομένου τής Έκθεσης Εκτίμησης - Έγγραφο Μ, που ετοιμάστηκε από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας σε σχέση με μέρος του υπό αναφορά ακινήτου.
Ο Χριστάκης Αντούνας (ΜΥ5), με παραπομπή στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία ως το Έγγραφο ΝΔ, κατέθεσε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ από το 2009 και ως μέλος των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επενδύσεων των Διαχειριστών του Σχεδίου Συντάξεων. Αναφέρθηκε στις διεργασίες εξέτασης ζητημάτων που αφορούσαν στην επένδυση Aero Center, με ειδικότερη αναφορά στο ρόλο που διαδραμάτισε στα πράγματα ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής).
Ο κατηγορούμενος 3 [Ορέστης Βασιλείου] (ΜΥ6), αρνήθηκε αυτά που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο, δηλώνοντας την αθωότητα του και δίνοντας εξηγήσεις για πτυχές που προέταξε η Κατηγορούσα Αρχή ως ενοχοποιητικές για τον ίδιο.
Ο Χριστόδουλος Χ’’ Οδυσσέως (ΜΥ7), κατέθεσε ως Διευθυντής στο Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), προβαίνοντας σε αναφορά - με παραπομπή στο Τεκμήριο 480 - στα ονόματα των ατόμων που περιλαμβάνονται στο μητρώο μελών του ΕΤΕΚ και που είναι κάτοχοι άδειας επαγγέλματος για τα έτη 2013 και 2014. Παρέθεσε επίσης σχετικές διευκρινίσεις σε ό,τι αφορά στα μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας, που μπορεί μεν να έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για να λειτουργούν ως εγγεγραμμένοι εκτιμητές πλην όμως δεν περιλαμβάνονται στο σχετικό μητρώο μελών του ΕΤΕΚ.
Ο Ευθύμιος Ανδρέου (ΜΥ8), Εγκεκριμένος Επιμετρητής Ποσοτήτων, είπε για τις προσωπικές και επαγγελματικές του σχέσεις με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή). Ανέφερε για την εμπλοκή του ως επιμετρητή στο έργο Aero Center από το Μάρτιο 2012 (μετά από αίτημα του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ), δίνοντας σχετική μαρτυρία αναφορικώς με τον έλεγχο πιστοποιητικών πληρωμής που υποβάλλονταν από την Wadnic Trading Ltd προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για πληρωμή σε σχέση με το εν λόγω έργο. Επεξήγησε επίσης τους υπολογισμούς για το κόστος βύθισης των κτηρίων μετά από αίτημα των δικηγόρων του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), ως το Τεκμήριο 485 και στην ετοιμασία σχετικής εκτίμησης την οποία ο μάρτυς κατέθεσε ως Τεκμήριο 486, εξηγώντας την συναφώς. Προέβη επίσης σε υπολογισμούς των ποσοτήτων της εκτίμησης που ετοίμασε ως το Τεκμήριο 487, τους οποίους ανέλυσε.
Ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία ως το Τεκμήριο ΝΖ2, κατέθεσε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ως μέλος των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, αλλά και της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επενδύσεων των Διαχειριστών του Σχεδίου Συντάξεων. Έκανε αναφορά στις αποφάσεις που λήφθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ σε σχέση με την επένδυση Aero Center. Περιέγραψε διάφορες επαφές που είχε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), αναφορικώς με το ευρύτερο ζήτημα των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της ΑΛΚΗΣ αλλά και για το πώς παρέλαβε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), μέσω του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), μια φανέλα που έφερε, μεταξύ άλλων, τα διακριτικά της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομάδας Arsenal. Απέρριψε κάθε εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής σε σχέση με συνάντηση του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), στα γραφείο του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, παρέχοντας προς τούτο και λεπτομέρειες των χρόνων που απουσίαζε από την Κύπρο κάτι μάλιστα που οδήγησε και σε έκδοση διατάγματος επανάκλησης του στις 2.10.14, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα παράθεσης περαιτέρω μαρτυρίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Ο Βαρνάβας Βαρνάβα (ΜΥ10), τραπεζικός υπάλληλος (Λειτουργός Χορηγήσεων) στην Τράπεζα Κύπρου και παλαιότερα στη Λαϊκή Τράπεζα, με αναφορά στο περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων - Έγγραφα ΝΗ1 και ΝΗ2, αναφέρθηκε στην προσωπική και επαγγελματική σχέση που είχε με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), δίνοντας επίσης λεπτομέρειες και για τους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε με τη Λαϊκή Τράπεζα η κατηγορούμενη 6 (Polleson Holdings Ltd).
Ο Νίκος Τάμπας (ΜΥ11), πρώην αξιωματούχος του Συνδικαλιστικού Εργατικού Κινήματος (ΣΕΚ) - και μέχρι της αφυπηρέτησης του το 2012, Γενικού Γραμματέα της Ομοσπονδίας Ημικρατικών Οργανισμών (ΟΗΟ) - αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του καταστατικού της OHO, ως το Τεκμήριο 522 και στους τρόπους λήψης διαφόρων συνδικαλιστικών αποφάσεων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Είπε επιπροσθέτως, περί της γνωριμίας του με τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), με τον οποίον είχε συνεργασία, κυρίως μετά το 1996, όταν ο τελευταίος είχε εκλεγεί ως Γενικός Γραμματέας της Ελεύθερης Παγκύπριας Οργάνωσης Εργατοϋπαλλήλων Τηλεπικοινωνιών (ΕΠΟΕΤ).
Ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς), διατύπωσε τα ακόλουθα στην ανώμοτη του δήλωση - Έγγραφο ΝΘ:
«Είμαι αθώος και άδικα κατηγορούμαι. Αναφορικά με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζω δηλώνω ότι δεν έχω προβεί σε καμία πράξη είτε ως εκ της θέσης μου, ως υπάλληλος της ΑΤΗΚ, είτε με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, η οποία να είναι παράνομη ή άδικη ή ανήθικη. Δεν χρησιμοποίησα την θέση μου και ούτε κανένα πρόσωπο εν γνώσει μου χρησιμοποίησε την θέση του στην ΑΤΗΚ για να προβεί σε παράνομη πράξη, είτε αυτή αποτελεί εκβιασμό είτε αυτή να υποδηλεί διαφθορά. Το θέμα της διαχείρισης των συζητήσεων και της επένδυσης στα ακίνητα του Τουρκοκύπριου Hilmi τα ανέλαβε ο αδελφός μου Γρηγόρης Σουρουλλάς. Εγώ συνείσφερα οικονομικά στην Polleson Holdings Ltd. Ακολούθως, τόσο την οικονομική διαχείριση όλων των εταιρειών, όσο και τις συζητήσεις για την εξασφάλιση των σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές διαχειρίστηκε αποκλειστικά ο αδελφός μου Γρηγόρης. Εγώ ήμουν απόλυτα δεσμευμένος με την επαγγελματική μου εργασία στην ΑΤΗΚ. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το 2006 μέχρι και σήμερα, ουδέποτε εκβίασα ή απείλησα τον κο Λίλλη για οποιονδήποτε λόγο, ούτε και γνωρίζω ή υπέπεσε στην αντίληψη μου ο Ορέστης ή ο Γρηγόρης να έπραξαν κάτι τέτοιο. Ούτε και γνωρίζω ή υπέπεσε στην αντίληψη μου, η εταιρεία Polleson να εισέπραξε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που να ήταν έσοδο από την τέλεση οποιασδήποτε παράνομης πράξης ή διαφθοράς ή εκβιασμού. Κατά καιρούς, λάμβανα από τον Γρηγόρη πληροφόρηση και συζητούσαμε ως προς την πορεία των προσπαθειών του για έγκριση από τον Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών της μεταβίβασης των εν λόγω τεμαχίων. Θα ήθελα να εκφράσω το παράπονο μου γιατί όπως προέκυψε από την μαρτυρία στο Δικαστήριο, οι ανακριτές που μου έλαβαν κατάθεση στις 13/9/13 (τεκμήριο 231), με εξαπάτησαν. Με θεωρούσαν τότε ύποπτο, όπως όλους τους εμπλεκόμενους στην εταιρεία Polleson, αλλά δεν με προειδοποίησαν για αυτό, ώστε να συμβουλευτώ δικηγόρο και να ασκήσω τα δικαιώματα μου. Με αυτό τον τρόπο κατά την ανάκριση οι ανακριτές με οδήγησαν να αποδεχτώ γεγονότα για τα οποία δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος.»
Ο κατηγορούμενος 5 [Γρηγόρης Σουρουλλάς] (ΜΥ12), απέρριψε όλες τις εναντίον του κατηγορίες και θέσεις, που κατά την Κατηγορούσα Αρχή τις θεμελιώνουν, δίνοντας εξηγήσεις για ενέργειες και χειρισμούς στους οποίους προέβη αναφορικώς με την επένδυση Aero Center, αλλά και για άλλα παράπλευρα ζητήματα.
Ο Ιωάννης Ανδρέου (ΜΥ13), κατέθεσε ως πρώην υπάλληλος του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) σε πρατήριο βενζίνης του τελευταίου επί της οδού Αρτέμιδος 67, στη Λάρνακα. Περιέγραψε τα όσα παρακολούθησε κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας στο υπό αναφορά πρατήριο από την Αστυνομία (εννοώντας προφανώς το Ένταλμα Έρευνας - Τεκμήριο 163, που εκδόθηκε στις 24.9.13 και εκτελέστηκε αυθημερόν).
Ο Ιωάννης Τσεντεκίδης (ΜΥ14), κατέθεσε ως εκτιμητής στον Κλάδο Εκτιμήσεων του Κτηματολογίου Λάρνακας από το 2008. Αναφέρθηκε σε όσα πρωτογενώς αντιλήφθηκε κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας στο χώρο εργασίας του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), στο Κτηματολόγιο Λάρνακας (κατά τα φαινόμενα, στις 24.9.13, ως το Ένταλμα Έρευνας - Τεκμήριο 163).
Η Αντιγόνη Μίκαλλου (ΜΥ15), κατέθεσε ως Κτηματολογικός Λειτουργός Β΄ (Χωρομετρίας), στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), ο οποίος εργαζόταν ως φωτολιθογράφος στον Τομέα Έκδοσης Κτηματικών Σχεδίων. Περιέγραψε τα όσα παρατήρησε κατά την εκτέλεση του Εντάλματος Έρευνας - Τεκμήριο 163, στο Κτηματολόγιο Λάρνακας, στο χώρο εργασίας του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά).
Ο δικηγόρος Νίκος Κλεάνθους (ΜΥ16), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 196, είπε για τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος τουρκοκύπριου Μεχμέτ Αλί Χιλμί και τη διασύνδεση της εν λόγω περιουσίας με το Aero Center. Εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν να επιδείξει έντονο και προσωπικό ενδιαφέρον για ολοκλήρωση της υπό αναφορά διαχείρισης, αναδεικνύοντας το γεγονός πως εντός της επίδικης ακίνητης περιουσίας είχαν ανεγερθεί παρανόμως συνοικισμοί αυτοστέγασης από ελληνοκύπριους. Αναφέρθηκε σε επαφές που είχε με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), σε σχέση με την ακίνητη αυτή περιουσία αλλά και σε ενέργειες στις οποίες προέβη ο μάρτυς, επί πολιτικού κυρίως επιπέδου, εν σχέσει με την επίδικη αγοραπωλησία.
Ο κατηγορούμενος 7 [Βενιζέλος Ζαννέτος] (ΜΥ17), απέρριψε κάθε θέση που φερόμενα τον εμπλέκει στη διάπραξη των αδικημάτων που του καταγιγνώσκονται, αποδίδοντας μάλιστα στη δίωξη του και αθέμιτα πολιτικά κίνητρα από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής.
Ο Μάριος Κούλλη (ΜΥ18), κατέθεσε ως υπάλληλος στο Τμήμα Κριτηρίων ΟΥΕΦΑ, στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ). Κατέθεσε τους σχετικούς φακέλους που αφορούν στην ΑΛΚΗ για τα έτη 2009 (Τεκμήριο 557), 2010 (Τεκμήριο 554), 2011(Τεκμήριο 555) και 2012 (Τεκμήριο 556).
Ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 237, είπε για την εμπλοκή του στα διοικητικά της ΑΛΚΗΣ, ως Γενικού Γραμματέα από το 1999 μέχρι το 2002 και ως Προέδρου από το 2002 μέχρι το 2006. Αναφέρθηκε στη δημιουργία - μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ΑΛΚΗΣ - άτυπης επιτροπής για την αποπληρωμή χρεών που δημιουργήθηκαν από τη σύναψη δανείων μελών και φίλων της ΑΛΚΗΣ αλλά και μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου, προς όφελος του εν λόγω σωματείου. Εξήγησε τη λειτουργία της επιτροπής, καταθέτοντας συνάμα και πίνακα εξόφλησης παλαιών χρεών της ΑΛΚΗΣ, ως το Τεκμήριο 566, το οποίο και επεξήγησε με αναφορά σε επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού που το σωματείο διατηρούσε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ.
Ο Γιώργος Στυλιανού (ΜΥ20), με παραπομπή στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΝΙ, κατέθεσε ως Ταμίας της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας, επεξηγώντας και διευκρινίζοντας πτυχές κάποιων εκ των εγγράφων που επισυνάπτονται στον πίνακα εξόφλησης παλαιών χρεών της ΑΛΚΗΣ - Τεκμήριο 566 και δη, των βεβαιώσεων παραλαβής χρημάτων από την Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών του σωματείου και διαφόρων καταχωρήσεων που αποτυπώνονται σε κατάσταση λογαριασμού της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας (ημερομηνίας 2.1.12), στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ.
Ο Αλέξης Μαύρος (ΜΥ21), κατέθεσε ως πραγματογνώμονας επί ζητημάτων δικανικών ερευνών ηλεκτρονικών υπολογιστών και διαδικτυακού εγκλήματος εξηγώντας, με αναφορά στα Τεκμήρια 570-573, τους λόγους για τους οποίους κάποια έγγραφα, όπως η παρουσιαζόμενη συμφωνία - Τεκμήριο 572, υπέστη ηλεκτρονικές τροποποιήσεις.
Ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22), με αναφορά στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 194, κατέθεσε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ από το 2009 μέχρι το Δεκέμβριο 2012 και ως μέλος της Διαχειριστής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τις διεργασίες που οδήγησαν στην επένδυση Aero Center, τονίζοντας πως για αρκετές και συναφείς εκφάνσεις των πραγμάτων, δεν μπορούσε να τοποθετηθεί διότι δεν κατείχε τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις. Αρνήθηκε πως ήταν ποτέ παρών σε συνάντηση μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο, πόσω δε μάλλον να παρατήρησε και οποιοδήποτε εκβιασμό του τελευταίου προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), κατά τη φερόμενη τούτη συνάντηση.
Ο κατηγορούμενος 8 [Αντώνης Ιωακείμ] (ΜΥ23), απέρριψε κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής του σε αυτά που του καταλογίζονται από την Κατηγορούσα Αρχή, προβαίνοντας και σε διάφορες αναφορές που σχετίζονταν με την αξιοπιστία των Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21) και Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26).
Η Μαρίτσα Γερολέμου (ΜΥ24), κατέθεσε ως Επιθεωρήτρια στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λάρνακας και με αναφορά στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 623, 624, 647-655, έδωσε λεπτομέρειες για τους ασφαλιστικούς λογαριασμούς των Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21), Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26), Wadnic Trading Ltd, Glarisano Enterprises Ltd και ΑΛΚΗΣ.
Ο Άγγελος Αγαπίου (ΜΥ25), έδωσε μαρτυρία ως Επαρχιακός Επόπτης στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, έχοντας ευθύνη εξέτασης των αιτήσεων και εγκρίσεων για εγγραφή λεσχών. Κατέθεσε δέσμη εγγράφων σε σχέση με σχετική αλληλογραφία της ΑΛΚΗΣ από τον Ιούνιο 2014 (βλ. Τεκμήριο 625), προσφέροντας συναφείς εξηγήσεις, στο βαθμό που τούτες αφορούσαν στα καθήκοντα του. Δήλωσε πως η ΑΛΚΗ δεν έχει διαγραφεί και ότι εκκρεμεί ανανέωση της άδειας της ως λέσχης.
Ο Ανδρέας Μωϋσέως (ΜΥ26), τέως Δήμαρχος Λάρνακας, κατέθεσε ως μέλος και εξωδιοικητικός παράγοντας της ΑΛΚΗΣ από το 1977. Προέβη σε αναφορά διαφόρων (αρνητικών κυρίως) πτυχών που αφορούσαν στη διοίκηση της ΑΛΚΗΣ, εδράζοντας τις απόψεις του και στα όσα ο ίδιος αποκόμισε ως προεδρεύων των Γενικών Συνελεύσεων του σωματείου για πέραν από δέκα έτη, προβαίνοντας και σε εξειδικευμένη αναφορά απαράδεκτων, κατά τον ίδιο, συμπεριφορών του Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21).
Η Φωτεινή Λάρκου (ΜΥ27), έδωσε μαρτυρία ως Πρωτοκολλητής και ως υπεύθυνη του Τμήματος Ποινικών Υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Κατέθεσε τους φακέλους ποινικών υποθέσεων εναντίον των Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21) και Wadnic Trading Ltd, καθώς και αριθμό άλλων εγγράφων, όπως το αιτητικό και πρακτικά της Αίτησης Προφυλάκισης 201/13, αναφορικώς με τους κατηγορούμενους 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και 8 [Αντώνη Ιωακείμ] (βλ. Τεκμήρια 626-646).
Η Φωτούλα Κυριάκου (ΜΥ28), υπάλληλος στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, κατέθεσε φορολογικά στοιχεία αναφορικώς με τους Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), Βλαδίμηρο Φαντούση (ΜΚ21), Wadnic Trading Ltd και Glarisano Enterprises Ltd, προβαίνοντας και σε μνεία περί αναστολών ποινικών διώξεων από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως τα Τεκμήρια 632, 634 και 635Α, που αφορούσαν (αντιστοίχως), στις ποινικές υποθέσεις 13831/13 (βλ. Τεκμήριο 631), 13832/13 (βλ. Τεκμήριο 632) και 13833/13 (βλ. Τεκμήριο 633), σε σχέση με τους Νίκο Λίλλη (MK5), Wadnic Trading Ltd, Glarisano Enterprises Ltd και Echeklis Ltd.
Η Ελένη Χ’’ Γεωργίου (ΜΥ29), κατέθεσε ως υπάλληλος στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, στον Κλάδο Πτωχεύσεων, δίνοντας σχετική μαρτυρία αναφορικώς με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5).
Ο Ορθόδοξος Ορθοδόξου (ΜΥ30), κατέθεσε ως υπεύθυνος του Πολιτικού Τμήματος τού Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, διευκρινίζοντας μέρος του περιεχομένου φακέλων αγωγών που κατατέθηκαν εκ συμφώνου ως Τεκμήρια 659-672 και εγκρίθηκαν ως παραδεκτό γεγονός (όχι όμως για την αλήθεια του περιεχόμενου τους).
Η Βερόνικα Γεωργίου (ΜΥ31), στενογράφος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, ανέγνωσε πρακτικά που είχε λάβει, σε στενογραφημένη μορφή, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 17861/12 - Τεκμήριο 646 (με κατηγορούμενο 3 τον Βλαδίμηρο Φαντούση [ΜΚ21]).
Ο Νικόλαος Τρομπάρης (ΜΥ32), κατέθεσε ως υπάλληλος στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, έχοντας ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα, την επίβλεψη και διαχείριση του συστήματος τού Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών για τους εκδότες ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών (ΚΑΠ). Είπε ότι τόσο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), όσο και η Wadnic Trading Ltd, βρίσκονται καταχωρισμένοι στο ΚΑΠ, παρέχοντας προς τούτο και σχετικές λεπτομέρειες. Διευκρίνισε κατά την αντεξέταση πως δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο οι ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές στις οποίες είχε αναφερθεί αναφορικώς με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και την Wadnic Trading Ltd, έχουν πλέον αποπληρωθεί μετά από διευθέτηση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, μια και δεν παρέχεται τέτοιου είδους πληροφόρηση στο ΚΑΠ.
Ο Τουμάζος Ορφανίδης (ΜΥ33), κατέθεσε ως Ανώτερος Ταχυδρομικός Λειτουργός στο Ταχυδρομείο Λάρνακας. Με αναφορά στις συστημένες επιστολές-Τεκμήρια 618 και 619, δήλωσε πως (όπως εξάγεται από τις σχετικές ταχυδρομικές σφραγίδες επί των επιστολών αυτών), τούτες δεν παραλήφθηκαν, σε αντίθεση με το τι φαίνεται να έγινε αναφορικώς με τις αντίστοιχες ταχυδρομικές ειδοποιήσεις που απεστάλησαν προς τους αναφερόμενους παραλήπτες.
Ο Αντώνης Λυσάνδρου (ΜΥ34), καταγόμενος από την Κώμα του Γιαλού, αναφέρθηκε σε διάφορες πληθυσμιακές και εθνοτικές λεπτομέρειες των κατοίκων του χωριού αυτού, με συγκεκριμενοποιημένη αναφορά στην οικογένεια του Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21).
Ο Γιώργος Σάββα (ΜΥ35), κατέθεσε ως υπεύθυνος του Τμήματος Τρεχούμενων Λογαριασμών στη ΣΠΕ Αλληλεγγύης Αραδίππου. Έδωσε λεπτομέρειες για τρεχούμενο λογαριασμό που διατηρεί η ΑΛΚΗ στο υπό αναφορά τραπεζικό ίδρυμα, με αναφορά στα έτη 2010-2014, ως τα Τεκμήρια 676-679.
Η Μαρία Χριστοδούλου (ΜΥ36), Ανώτερη Πρωτοκολλητής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, έδωσε μαρτυρία σε σχέση με αλληλογραφία μεταξύ Αστυνομίας και Διοικητικού Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου (ως το Τεκμήριο 680), αναφορικά με παράδοση προς την Αστυνομία πιστών αντιγράφων των δικαστηριακών φακέλων τεσσάρων αγωγών, μεταξύ των οποίων και των αγωγών 1284/12 (βλ. Τεκμήριο 662) και 3520/11 (βλ. Τεκμήριο 663).
Ο Χρίστος Σάββα (ΜΥ37), έδωσε μαρτυρία ως Γενικός Διευθυντής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, καταθέτοντας δέσμη εγγράφων σχετικών με πληρωμές του εν λόγω ταμείου προς την Wadnic Trading Ltd (ως το Τεκμήριο 681), χωρίς όμως να γνωρίζει οτιδήποτε περί του περιεχομένου τού υπό αναφορά τεκμηρίου ώστε να δυνηθεί να δώσει σχετική μαρτυρία.
Η Αθηνά Κκώστα (ΜΥ38), υπάλληλος στο Επαρχιακό Γραφείο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας (ΦΠΑ), κατέθεσε το Έγγραφο - Τεκμήριο 682, αναφορικώς με οφειλόμενο ΦΠΑ από την Wadnic Trading Ltd και την ΑΛΚΗ, προβαίνοντας επίσης σε αναφορά περί μη εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ των Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και Glarisano Enterprises Ltd.
Οι αγορεύσεις των εκπροσώπων της Κατηγορούσας Αρχής και των δικηγόρων Υπεράσπισης εστιάστηκαν, ανάμεσα σε άλλα, στην επάρκεια του μαρτυρικού υλικού και στην αντιπαραβολή του με τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων, με την κ. Παπαγαπίου να προτάσσει απόδειξη όλων των επίδικων κατηγοριών εναντίον των αντίστοιχων κατηγορουμένων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τους δικηγόρους των τελευταίων να υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο.
Όλοι οι συνήγοροι εφοδίασαν το Δικαστήριο με γραπτό κείμενο των εκτενών και ικανών τους αγορεύσεων, γεγονός που συνέτεινε στην καλύτερη κατανόηση των τοποθετήσεων τους και επιτάχυνε ακόμη περισσότερο τη δικαστική διαδικασία.
Θα αναφερθούμε πιο εξειδικευμένα στην επιχειρηματολογία των μερών, όπου κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο χρειάζεται, δίχως ασφαλώς να έχουμε υποχρέωση απάντησης σε κάθε εγειρόμενο και επουσιώδες επιχείρημα (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Οδυσσέα ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490, 495), ή ακόμη και καθήκον ενασχόλησης με κάθε στοιχείο μαρτυρίας ή διαζευκτικής εκδοχής ή πιθανότητας που προβάλλεται και κρίνεται στην ολότητα της μαρτυρίας ως αντικειμενικώς απίθανο ή παράλογο (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Τιμοθέου ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 24/12, ημ. 23.10.12).
Εάν η προσέγγιση που εξηγούμε σε σχέση με το θέμα της επιχειρηματολογίας των μερών ήταν διαφορετική, θα καλούμασταν να εξετάσουμε πιθανότητες ή θεωρίες ως προς τα συμβάντα που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να εξαχθούν από τη μαρτυρία, κάτι που δεν αποτελεί δικαστικό έργο (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Αθηνής ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, 55, Ιωάννου και Άλλου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195, 224).
Στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και ακούσουμε με την ίδια προσοχή και υπομονή όλους τους μάρτυρες (και τους κατηγορούμενους ασφαλώς), που κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον μας. Αξιολογώντας τη μαρτυρία τους (με πλήρη πάντα επίγνωση πως η αξιοπιστία εκτιμάται αποσυναρτημένα του οποιουδήποτε επιπέδου απόδειξης), θέσαμε ως δείκτη, ανάμεσα σε άλλα, το διαδικαστικό στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία αυτή, την πηγή και εμβέλεια των γνώσεων των μαρτύρων, στο βαθμό που τούτες αφορούσαν στο αντικείμενο της μαρτυρίας τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, τις ευκαιρίες που είχαν οι μάρτυρες να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά περί των οποίων κατέθεταν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ύπαρξη σε αυτές, υπερβολών ή ουσιαστικών ανακολουθιών και αντιφάσεων (σε συγκριτική εξέταση με τις όποιες μικροαντιφάσεις), την ύπαρξη προηγούμενων γραπτών ή προφορικών ασυνεπών ή αντιφατικών δηλώσεων, την ειλικρίνεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, το φυσικό ή αφύσικο των αντιδράσεων τους στο εδώλιο του μάρτυρα, την ύπαρξη νευρικότητας ή επιφυλακτικότητας και τη γενικότερη ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν ενώ έδιναν μαρτυρία. Ήμασταν βεβαίως εξαιρετικά προσεκτικοί στο να μην αποδώσουμε υπέρμετρη βαρύτητα στα εξωτερικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, ξέροντας ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως να ενέχει κινδύνους (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Νικολάου ν Παπαϊωάννου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 1797,1806), επειδή δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικώς τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) ΑΑΔ 401, 406), μα και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα, μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών χωρίς αναγκαστικώς τούτες να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Χρίστου ν Ηροδότου και Άλλων (2008) 1(Α) ΑΑΔ 676, 685).
Αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, δεν περιοριστήκαμε μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας τού κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου ν Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, 500), αλλά την παραβάλαμε και διερευνήσαμε στο σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Βασιλείου ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 159/09, ημ. 4.5.12, Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172, 1175).
Επιπρόσθετο εφόδιο αξιολόγησης, αποτέλεσε η δικαστική μας τριβή, εμπειρία και γνώση περί της ανθρώπινης φύσης που κατά τη νομολογία αποτελούν γνώμονες που προσδίδουν στο Δικαστήριο δυνατότητα κρίσης (ανθρώπινη βεβαίως), για εύρεση της αλήθειας (βλ. κατ΄ αναλογίαν, C & A Pelekanos Associates Limited v Πελεκάνου (1999) 1(Β) ΑΑΔ 1273, 1280-1281).
Στις περιπτώσεις όπου οι μάρτυρες είχαν στενή συγγενική, φιλική ή επαγγελματική σχέση μεταξύ τους ή με τους κατηγορούμενους ή με μέλη της οικογένειας τους, ήμασταν εξίσου προσεκτικοί στην πραγμάτευση και αποτίμηση τής μαρτυρίας τους, έχοντας κατά νουν, ότι από μόνη της, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί - στη συνήθη ροή των πραγμάτων - να αποτελέσει εύλογη βάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των εν λόγω μαρτύρων (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Σοφοκλέους ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 385, 395 - 398, Σάββα ν Κυριακίδη (2008) 1(Α) ΑΑΔ 83, 93-94, Κότσαπας ν Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 167, 175-176, Μουζάκης v Αστυνομίας (1995) 1 ΑΑΔ 220, 224), καίτοι μπορεί να αποβεί κρίσιμη, αναλόγως των συνθηκών της κάθε περίπτωσης (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Δημητρίου και Άλλων ν Ξανδρή, ΠΕ 278/08, ημ. 10.10.12, Χαμπή ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 70, 77-78, Γεωργίου ν Δημητριάδου (2011) 1(Α) ΑΑΔ 273, 278).
Σε σχέση με τους πραγματογνώμονες μάρτυρες, δεν θεωρήσαμε κατά την αξιολόγηση τους, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο τόσο σημαντική όσο στην περίπτωση των άλλων μαρτύρων και τούτο, βάσει σαφών υποδείξεων της νομολογίας επί του θέματος, με ενδεικτική και μόνο την αναφορά στην Αθηνής ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, 62-65, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και πάλι πως αξιολογήσαμε τη μαρτυρία τους στη βάση άλλων από τις καθιερωμένες αρχές, ή ότι τους αντιμετωπίσαμε κατά διαφορετικό τρόπο από τους υπόλοιπους μάρτυρες, μια και κάτι τέτοιο θα ήταν παντελώς ασύμβατο με τη συναφώς εξεφρασμένη νομολογιακή στάση (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2298, 2309-2310 και Ψάλτης ν Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 113, 119).
Αναμφιβόλως, η σοβαρότητα και υπευθυνότητα με την οποία οι μάρτυρες που κατέθεσαν ως πραγματογνώμονες προσέγγισαν το έργο τους, αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης τους (βλ. κατ΄αναλογίαν, Μιτσιγιώργη και Άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1811, 1814).
Τη μαρτυρία των αστυνομικών οργάνων - ασχέτως εάν κάποιοι από αυτούς ήσαν παραλλήλως και πραγματογνώμονες επί της πτυχής που κατέθεσαν - την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας υπόψη κάποιες παρατηρήσεις που αναφέρθηκαν στη Volettos v The Republic (1961) CLR 169, 180-182, προκειμένου να διακριβώσουμε εάν όλα όσα ανέφεραν απέδιδαν πιστώς και ακριβώς την πραγματικότητα.
Σε σχέση με τους κατηγορούμενους - και το λέμε αυτό διότι ετέθη από κάποιους εκ των συνηγόρων κατά τις αγορεύσεις (και ιδιαίτερα από τον κ. Πική) - λάβαμε υπόψη προς όφελος τους τον προβαλλόμενο ως καλό τους χαρακτήρα και την απουσία ποινικού μητρώου, εντάσσοντας το γεγονός αυτό εντός του πλαισίου αξιολόγησης της αξιοπιστίας τους, ως στοιχείο ενδεικτικό απουσίας αντικειμενικής ροπής προς τη διάπραξη αδικημάτων όπως τα επίδικα, ενεργώντας κατά τη στάθμιση του πράγματος στη βάση νομολογιακών αρχών, όπως τούτες αναπτύσσονται σε έκταση στην R v Aziz (1995) 3 All ER 149, 152-154, R v Vye (1993) 3 All ER 241, 243-248 και Antoniou and Others v R (1958) 23 CLR 98, 106).
Αναφορικώς με κάποιους εκ των μαρτύρων που κατέθεσαν στην παρούσα υπόθεση αποτιμήσαμε, όπου τούτο δικαιολογείτο εκ των πραγμάτων (και αυτοπροειδοποιηθήκαμε καταλλήλως), για τον προβαλλόμενο χαρακτήρα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Liatsos v The Police 1968 2 CLR 15, 2123).
Μελετώντας το σύνολο της μαρτυρίας, είχαμε υπόψη και την εμπεδωμένη νομολογιακή αρχή πως όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν από κοινού προς επίτευξη κοινού σκοπού, οι ενέργειες και δηλώσεις του καθενός από αυτούς (που γίνονται κατά την επιδίωξη και προαγωγή του εν λόγω σκοπού), καθίστανται δεκτές ενάντια στον άλλον ή στους άλλους συνωμότες, αυτουργούς και συνεργούς και ότι τούτο ισχύει είτε υπάρχει κατηγορία για συνωμοσία είτε όχι, δεδομένου φυσικά πως το επίδικο αδίκημα στο οποίο αφορά ο κοινός σκοπός διαπράχθηκε στην πορεία προώθησης της συνωμοσίας (βλ. κατ’ αναλογίαν, Vrakas and Another v The Republic (1973) 2 CLR 139, 180-181).
Σε σχέση με την αυτοψία (view of locus in quo), που διενεργήσαμε στο Aero Center και παρακείμενους χώρους στις 29.8.14 (βάσει των προνοιών του άρθρου 87 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155), υπογραμμίζουμε πως δεν θα προβούμε εδώ σε παρατηρήσεις και συσχετισμούς προς την προσαχθείσα μαρτυρία και να καταγράψουμε συναφή ευρήματα, μετατρεπόμενοι έτσι (απαράδεκτα και αντινομικά) σε μάρτυρες (βλ. κατ’ αναλογίαν, Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 180/07, ημ. 29.6.12).
Εκείνο που πράξαμε στο πλαίσιο των εξουσιών μας και με υπόψη νομολογία όπως η Kannas alias Pombas v The Police (1968) 2 CLR 29, 34-35, ήταν να αντλήσουμε βοήθεια από τις παραστάσεις που αποκομίσαμε κατά την αυτοψία ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το περιεχόμενο της αντίστοιχης προφορικής μαρτυρίας αλλά και του σχετικού φωτογραφικού και χαρτογραφικού υλικού που κατατέθηκε στη δίκη, υπό την αίρεση ασφαλώς οποιωνδήποτε επιφυλάξεων ή περιορισμών αναφέρθηκαν κατά τη μαρτυρία αυτή ή που πηγάζουν καταδήλως ως εκ του μεσολαβήσαντος χρονικού διαστήματος μεταξύ των επίδικων γεγονότων και της περί ης ο λόγος επιτόπου κατάστασης.
Πριν προχωρήσουμε στη διατύπωση της κρίσης μας επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ύστερα, επί της υπόλοιπης προσαχθείσας μαρτυρίας και των προβληθεισών εκδοχών, θεωρούμε κατάλληλο το στάδιο να σημειώσουμε και υπομνήσουμε (δίκην αυτοπροειδοποίησης), τρεις ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις που αφορούν στο ευρύτερο ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε.
Η πρώτη πτυχή, σχετίζεται με το ότι ένας μάρτυς δεν μπορεί να ενισχύσει άλλον μάρτυρα όταν ο καθένας από αυτούς είναι συνεργός με τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του ίδιου αδικήματος. Τούτο, προκύπτει από το σκεπτικό αποφάσεων όπως οι Makris Alias Petinos v The Police (1961) CLR 330, 337, Demetriou v The Republic (1961) CLR 309, 314-316, DPP v Kilbourne (1973) 1 All ER 440, 446-448, DPP v Hester (1972) 3 All ER 1056, 1077-1078 και R v Baskerville (1916-17) All ER Rep 38, 43-44.
Η δεύτερη πτυχή, αφορά στην άκρα επιφυλακτικότητα με την οποία απαιτείται να προσεγγίζεται η μαρτυρία συνεργού μάρτυρα ώστε να κριθεί - αναλόγως με το τι η μαρτυρία αυτή εκφράζει στην κάθε περίπτωση - εάν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή βάση για καταδίκη, δεδομένης της υπό αναφορά ιδιότητας του αφορούντος μάρτυρα ως συνεργού στη διάπραξη του επίδικου αδικήματος ή άλλων συναφών με τούτο εγκλημάτων (βλ. κατ’ αναλογίαν, Petrosyan v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90, 96-97, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 653-660, Ευαγγέλου ν Αστυνομίας (Αρ 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24, 33-41, Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης (1993) 2 ΑΑΔ 231, 247-249 και Zacharia v The Republic (1962) CLR 52, 60-64).
Η τρίτη πτυχή, άπτεται της αρχής ότι το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης/ομολογίας κατηγορούμενου - και τούτο εφαρμόζεται και στην περίπτωση των ανώμοτων δηλώσεων, όπως εκείνης του κατηγορούμενου 4 [Γιάννη Σουρουλλά] (βλ. κατ’ αναλογίαν, Fourri and Others v The Republic (1980) 2 CLR 152) - συνιστά μαρτυρία μόνο εναντίον του εν λόγω κατηγορούμενου και όχι εναντίον των συγκατηγορουμένων του (βλ. Αριστοφάνους v Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 450, R v Finch (2007) 1 Cr App R 439, R v Hayter (2005) 2 All ER 209, Καττής και Άλλου v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 262, Νεάρχου v Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 38, Miliotis v The Police (1971) 2 CLR 292, R v Rhodes (1959) 44 Cr App R 23).
Οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, μας δημιούργησαν πολύ καλή εντύπωση. Ήσαν θετικοί, δεν παλινδρομούσαν και απαντούσαν απεριφράστως, χωρίς καθόλου να κλονιστούν κατά την αντεξέταση (όσοι από αυτούς αντεξετάστηκαν ασφαλώς). Η μαρτυρία τους, κρινόμενη στην ολότητα της - αλλά και μεμονωμένως - συνήδε πλήρως και με το περιεχόμενο της γραπτής και πραγματικής μαρτυρίας που αφορούσε στα λεχθέντα τους και ήταν λεπτομερής, συμπαγής και αρραγής ως προς την ουσία που εξέφραζε. Κάποιες μικροαντιφάσεις και μικροανακολουθίες που μπορεί να παρατηρήθηκαν, καθόλου δεν επηρέασαν τη θετικότητα της προκύπτουσας εικόνας, με το γεγονός τούτο μάλιστα να αποτελεί και ένδειξη έλλειψης αθέμιτης προσυνεννόησης και προσχεδιασμού μεταξύ των μαρτύρων αυτών αλλά και των τελευταίων, με την Κατηγορούσα Αρχή για ότι είναι που θα παρέθεταν κατά τη μαρτυρία τους. Εκτός αυτού, γνωρίζουμε και ως ζήτημα κοινής λογικής και εμπειρίας, πως η μαρτυρία ενός μάρτυρα δεν αναμένεται να συνάδει απολύτως και με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων και ότι κάποιες διαφορές στη μαρτυρία αυτή - αναλόγως του είδους τους βεβαίως - είναι συνήθως αναπόφευκτες (βλ. κατ’ αναλογίαν, Τυμπιώτης ν Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, 629).
Όλοι οι κατηγορούμενοι όπως και οι μάρτυρες υπεράσπισης - πλην των Χριστόδουλου Χ’’ Οδυσσέως (ΜΥ7), Νίκου Τάμπα (ΜΥ11), Ιωάννη Τσεντεκίδη (ΜΥ14), Αντιγόνης Μίκαλλου (ΜΥ15), Νίκου Κλεάνθους (ΜΥ16), Μάριου Κούλλη (ΜΥ18), Μαρίτσας Γερολέμου (ΜΥ24), Άγγελου Αγαπίου (ΜΥ25), Ανδρέα Μωϋσέως (ΜΥ26), Φωτεινής Λάρκου (ΜΥ27), Φωτούλλας Κυριάκου (ΜΥ28), Ελένης Χ’’ Γεωργίου (ΜΥ29), Ορθόδοξου Ορθοδόξου (ΜΥ30), Βερόνικας Γεωργίου (ΜΥ31), Νικόλαου Τρομπάρη (ΜΥ32), Τουμάζου Ορφανίδη (ΜΥ33), Αντώνη Λυσάνδρου (ΜΥ34), Γιώργου Σάββα (ΜΥ35), Μαρίας Χριστοδούλου (ΜΥ36), Χρίστου Σάββα (ΜΥ37) και Αθηνάς Κκώστα (ΜΥ38) - μας δημιούργησαν αρνητική εντύπωση ενώ κατέθεταν από το εδώλιο του μάρτυρα.
Με κάθε σεβασμό, αναφέρουμε πως οι εν λόγω κατηγορούμενοι και μάρτυρες υπεράσπισης ήσαν ασαφείς, αμφίλογοι και αμφιρρεπείς. Οι απαντήσεις τους (όπως θα εντρυφήσουμε εξειδικευμένα για τον καθένα στη λεπτομερή ανάλυση που ακολουθεί εκείνης των μαρτύρων κατηγορίας), χαρακτηριζόταν ακόμη και κατά την κυρίως εξέταση (για μερικούς από αυτούς), από διστακτικότητα και αισθητή προσπάθεια αυτοπροαίρετης απομάκρυνσης από οτιδήποτε θα μπορούσε δυνητικώς να καταταχθεί ως βλαπτικό στην εκδοχή και συμφέροντα που προωθούσαν είτε επί ατομικού είτε επί συλλογικού επιπέδου.
Προτού συνεχίσουμε με την επιμέρους αιτιολόγηση τής κατάληξης μας επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, επισημαίνουμε δύο τινά.
Πρώτο, ότι όλοι ανεξαιρέτως οι μάρτυρες-αστυνομικοί που κρίθηκαν αξιόπιστοι, απέδωσαν στο Δικαστήριο την πραγματικότητα όπως τη συνέλαβαν και συγκράτησαν χωρίς διαθλάσεις, εξογκώσεις ή υπερβολές και δίχως να διακατέχονται από υπερβάλλοντα ζήλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με την υπόθεση ή για αυτά περί των οποίων κατέθεσαν (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Fournaris and Another v The Republic (1978) 2 CLR 28, 36).
Δεύτερο, ότι με βάση τα όσα δήλωσαν αναφορικώς με τις γνώσεις, κατάρτιση, ειδίκευση και εμπειρία τους, δεχόμαστε ως πραγματογνώμονες για τα εξειδικευμένα θέματα περί των οποίων κατέθεσαν, τους Χριστόδουλο Κτωρίδη (ΜΚ14), Τάκη Πεττεμερίδη (ΜΚ15), Φίλιππο Μαννάρη (ΜΚ20), Μαργαρίτα Λουκά (ΜΚ23), Βασιλική Πάλμα (ΜΚ27), Αντώνη Λοΐζου (ΜΚ29), Αναστάση Αριστείδου (ΜΚ30), Μίτλο Αθανασίου (ΜΚ33), Ιωάννη Μιχαλάκη (ΜΥ4), Ευθύμιο Ανδρέου (ΜΥ8) και Αλέξη Μαύρο (ΜΥ21). Οι μάρτυρες αυτοί - πλην των Ιωάννη Μιχαλάκη (ΜΥ4), Ευθύμιου Ανδρέου (ΜΥ8) και Αλέξη Μαύρου (ΜΥ21), με τη μαρτυρία των οποίων θα ενασχοληθούμε σε μεγαλύτερη έκταση αργότερα - ήσαν λεπτομερείς και συγκεκριμένοι, αναπτύσσοντας τις θέσεις και τοποθετήσεις τους με τρόπο αξιόπιστο, τεκμηριωμένο, διαυγή, πλήρη και κατανοητό, παρουσιάζοντας με επάρκεια και ειλικρίνεια την επιστημονική βάση επί της οποίας στηρίχθηκαν προς εξαγωγή των συμπερασμάτων τους και ενεργώντας τοιουτοτρόπως σε πλήρη εναρμόνιση με τις επιταγές της νομολογίας, όπως αυτές διατυπώνονται μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Παναγρίτη ν Χαραλάμπους, ΠΕ 320/08, ημ. 15.3.12 και Αντωνίου ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, 785-787.
Επανερχόμαστε στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας.
Θα την αναλύσουμε αμέσως, στο βαθμό και έκταση που τούτη χρήζει ιδιαίτερης πραγμάτευσης είτε διότι αποτελεί κομβικό σημείο αναφοράς στην υπόθεση είτε επειδή οι δικηγόροι των κατηγορουμένων ήγειραν συγκεκριμένα ζητήματα σε σχέση με αυτή τα οποία θεωρούμε πως θα πρέπει να τύχουν εξειδικευμένου χειρισμού.
Θα αρχίσουμε, λίγο πιο κάτω, με τη μαρτυρία του καθοριστικότερου των μαρτύρων κατηγορίας Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και ακολούθως θα ενασχοληθούμε κατά σειρά με τους επίσης σημαντικούς μάρτυρες Θεόδωρο Βαττή (ΜΚ18), Βλαδίμηρο Φαντούση (ΜΚ21) και Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26), οι οποίοι αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και στόχο των δικηγόρων Υπεράσπισης, για διάφορους λόγους.
Τονίζουμε επί τη ευκαιρία - ίσως και εκ του περισσού - πως διόλου δεν υποβιβάζουμε την αξία της μαρτυρίας των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας ή εκείνων των μαρτύρων Υπεράσπισης που κρίναμε ως αξιόπιστους.
Κάθε άλλο.
Τούτο άλλωστε θα διαφανεί και κατά την αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας - η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να περιοριστεί αποσπασματικά μόνο στις παραγράφους εκείνες που αφιερώνονται ειδικώς στους προαναφερθέντες (ή άλλους μάρτυρες) - αναδιπλώνεται σε διάφορα σημεία της ετυμηγορίας, αναλόγως πάντοτε των αναγκών και του αιτιολογικού που εκτίθεται.
Επιστρέφουμε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5).
Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), απαντούσε με υποδειγματική σταθερότητα και λεπτομέρεια επί κάθε πτυχής που ερωτάτο και με τρόπο που καθαρώς είναι που έδειχνε πως έλεγε την αλήθεια. Παρέμεινε - και κυριολεκτούμε - εδραίος κατά τη μακρά, πιεστική και εξαντλητική του αντεξέταση. Υπήρξε αφοπλιστικά γνήσιος, γλαφυρός και παραστατικός στις περιγραφές του. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου δήλωνε πως δεν θυμόταν επακριβώς (ή και καθόλου), λεπτομέρειες επί των οποίων αντεξεταζόταν, έδινε ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις για την αδυναμία του αυτή. Μίλησε για γεγονότα και παρέθεσε λεπτομέρειες που μόνο κάποιος που τα βίωσε πρωτογενώς θα μπορούσε να τα εξιστορήσει με τέτοια ακρίβεια και σε τέτοια έκταση αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο κάθε πιθανότητα τα γεγονότα τούτα να αποτελούσαν γέννημα φαντασίας ή, όπως πολλές φορές και με κάθε ευκαιρία υποβαλλόταν στον μάρτυρα κατά την αντεξέταση, παράγωγο σύμπραξης και ανεπίτρεπτης συναλλαγής με τους ανακριτές της υπόθεσης και την Κατηγορούσα Αρχή. Η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από αμεσότητα και ταχύνοια σκέψη. Αρκετά συχνά - και ορθώς το εντόπισε και η κ. Παπαγαπίου στην αγόρευση της - είναι που οι δικηγόροι Υπεράσπισης παρέλειπαν να τον αντεξετάζουν επί σημείων που αργότερα αποτέλεσαν εφαλτήριο για παράθεση μαρτυρίας από πλευράς κατηγορουμένων και μαρτύρων Υπεράσπισης, ή αντίστοιχων εισηγήσεων των συνηγόρων κατά τις αγορεύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε κάποιες από τούτες προβαίνουμε σε εκτενή αναφορά είτε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε κατά την παράθεση των ευρημάτων πιο κάτω), θεωρήσαμε όλους τους συναφείς ισχυρισμούς των ευπαίδευτων δικηγόρων ως εικασίες και πιθανολογήσεις, στερούμενες κατ’ επέκτασιν ουσιαστικής μαρτυρικής αξίας (βλ. κατ’ αναλογίαν, Ιωαννίδης v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 137/10, ημ. 23.10.12). Με την ευκαιρία, υπογραμμίζουμε - και τούτο ισχύει οριζοντίως για όλες τις περιπτώσεις που αφορούν στην ενώπιον μας μαρτυρία - πως κατά το σκεπτικό αποφάσεων όπως η ΛΚ ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547, 554, Pal και Άλλων ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551, 590-591 και Τάκη ν Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 599, 609, προσεγγίσαμε την κάθε τέτοια περίπτωση παράλειψης αντεξέτασης (που δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς), ως ενδεικτική έλλειψης συνέπειας στην προώθηση των αντίστοιχων θέσεων του αντεξετάζοντος αλλά και ως αποδυναμωτική τούτων, προβαίνοντας ωστόσο σε αξιολόγηση της κάθε τέτοιας περίπτωσης και σταθμίζοντας τα πράγματα με προσοχή αναλόγως της σοβαρότητας της συζητούμενης παράλειψης, στο πλαίσιο του συνόλου της προκύπτουσας εικόνας (βλ. κατ’ αναλογίαν, Ιωάννου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 538, 544-545, Σκάρος ν Χριστοδούλου και Άλλου (1998) 1(Α) ΑΑΔ 291, 296-298, R v Hart (1932) 23 Cr App R 202, 207). Οι δικηγόροι Υπεράσπισης προσπάθησαν - και τούτο ήταν απολύτως επιτρεπτό και αναμενόμενο υπό τις συνθήκες - να πλήξουν την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), προβαίνοντας σε αναφορές επί διαφόρων φαινομενικά δυσμενών γεγονότων σε σχέση με το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, με παραπομπή είτε σε εκκρεμούσες είτε σε αποπερατωθείσες δικαστικές διαδικασίες (διά καταχώρισης αναστολής ποινικής δίωξης ή άλλως πως), ή ακόμη και σε πράξεις ή παραλείψεις του, εν σχέσει με αξιόποινες και αξιόμεμπτες φορολογικές και άλλες επιχειρηματικές παρασπονδίες του. Ωστόσο, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - και τούτο πρέπει οπωσδήποτε να αναδειχθεί - παραδέχθηκε δίχως περιστροφές (σχεδόν αποστομωτικά), την αξιόποινη εμπλοκή του στα αδικήματα που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο καθώς και άλλες πτυχές του προσωπικού και επιχειρηματικού του γίγνεσθαι οι οποίες θα μπορούσαν, όπως δέχθηκε και ο μάρτυς, να ήσαν πολύ καλύτερα διαπλασμένες. Δεν παραλείψαμε να τα εντάξουμε όλα αυτά - και που παρεμπιπτόντως, προκύπτουν ως αναντίλεκτα από τη μαρτυρία ή ως ρητώς παραδεδεγμένα από τον εν λόγω μάρτυρα - εντός του συνόλου των αξιολογικών γνωμόνων που αφορούν στον παρουσιαζόμενο κακό του χαρακτήρα, κατά ανάλογη προσαρμογή του σκεπτικού στη Liatsos v The Police (1968) 2 CLR 15, 21-23. Τίποτε δεν προέκυψε από τη συναφή επιχειρηματολογία των δικηγόρων των κατηγορουμένων, ικανό να πλήξει την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η ύπαρξη περιστάσεων τις οποίες υπέδειξαν οι εν λόγω δικηγόροι ως σχετιζόμενες με τον προβαλλόμενο κακό χαρακτήρα του μάρτυρα, δεν αποτελεί μεταβλητή που θα μπορούσε εδώ να προκαθορίσει τελεσιδίκως και εκ προοιμίου την αξιοπιστία του (αλλά και οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα), ως ζήτημα γενικότερης αρχής. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό μόνο εάν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι (για διάφορους λόγους), θα μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν ως κακού χαρακτήρα, κατά τα προβλεπόμενα στο ποινικό δίκαιο και συναφή νομολογία. Δεν υπάρχει όμως τέτοιος ανελαστικός κανόνας. Το ζήτημα του καλού ή κακού χαρακτήρα μάρτυρα δεν μετριέται συγκριτικώς (με σταθερό σημείο αναφοράς την αξιοπιστία άλλων προσώπων ή μαρτύρων), αλλά εξατομικευμένα στη βάση των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης, με την έκβαση της διεργασίας να ζυγιάζεται και να εφαρμόζεται αναλόγως με τη σχετικότητα που υπέχει το ευρύτερο θέμα του καλού ή κακού χαρακτήρα στα εκάστοτε επίδικα θέματα. Οι δικηγόροι Υπεράσπισης αναφέρθηκαν στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), κατά την πρώτη ανακριτική του κατάθεση προς την Αστυνομία στις 26.8.13 (βλ. Τεκμήριο 60), αλλά και ακολούθως, κατά τη δεύτερη ανακριτική του κατάθεση στις 2.9.13 (βλ. Τεκμήριο 61), δεν είπε για όλα εκείνα τα γεγονότα και στοιχεία που προέταξε στις επακόλουθες καταθέσεις του (μεταξύ 23.9.13 και 20.11.13), ως τα Έγγραφα Η-Η3, κάτι που πλήττει, ως υπέβαλαν, την ευρύτερη αξιοπιστία του μάρτυρα και θεμελιώνει ακόμη περισσότερο τη θέση πως οι γραπτές του αυτές καταθέσεις απέρρευσαν λόγω αθέμιτης συνδιαλλαγής με ανακριτές και κατηγόρους. Ο μάρτυς, όμως, εξήγησε με επάρκεια και πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους προέβη στους χειρισμούς αυτούς, λέγοντας πως είχε αρχικώς λάβει δικηγορική συμβουλή να μην αναφέρει οτιδήποτε προς την Αστυνομία και ότι εν πάση περιπτώσει, διακατεχόταν ευθύς εξαρχής από έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ακολουθούμενη τότε ανακριτική διαδικασία ένεκα κάποιων δημοσιευμάτων και φημών που κυκλοφορούσαν (υπό μορφή διαρροών προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης [«ΜΜΕ»]) σε σχέση με την υπόθεση, όπως τούτη εκτυλισσόταν κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο αλλά και επειδή ένιωθε πως υπήρχε «… έντονη πολιτική χροιά σε όλο αυτό που γινόταν, ένιωθα ότι υπήρχε και συγκεκριμένος υπουργός που έκανε δηλώσεις για το θέμα συνεχόμενες, ένιωθα ότι αυτή η υπόθεση μύριζε κάτι …». Όταν όμως ο μάρτυς αφέθηκε ελεύθερος και συγκρότησε με νηφαλιότητα τις σκέψεις του, αποφάσισε να πει αυτά που γνώριζε, έχοντας πλέον διασφαλίσει, όχι μόνο τα δικαιώματα του αλλά και την ακρίβεια (κατά το δυνατόν), όσων είναι που θα ανέφερε προς τους ανακριτές, προσβλέποντας και σε υποβοήθηση του έργου των τελευταίων. Τίποτε το ανεξήγητο ή το ύποπτο διαφαίνεται από το χειρισμό αυτό του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), δεδομένου ότι, στη λογική τάξη των πραγμάτων, δεν έπραξε κάτι που να αμβλύνει ή να ακυρώνει την αποφασιστικότητα του να πει την αλήθεια για αυτά που γνώριζε. Σε σχέση με τις δύο πρώτες ανακριτικές του καταθέσεις - Τεκμήρια 60 και 61, έγινε επίσης εισήγηση από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων (και ιδιαίτερα από τον κ. Παπαϊωάννου), πως ο μάρτυς «… μόνο βαρύγδουπα ψέματα είπε …» και τούτο επειδή στην Απάντηση 2 της γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60 (ημερομηνίας 26.8.13), δήλωσε ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και οποιαδήποτε εταιρεία τής οποίας είχε προσωπικώς τον πλήρη έλεγχο, προέβη σε οιανδήποτε παράνομη δραστηριότητα. Αυτή τη θέση την επανέλαβε ο μάρτυς (διά υιοθέτησης της αναφοράς του στην Απάντηση 2 τής γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60, στις 2.9.13 στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 61). Στο βαθμό που οι προτασσόμενες αυτές αναφορές από τους κατηγορούμενους σκοπούν στο να καταδείξουν ύπαρξη αλλότριων ελατηρίων από μέρους του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) αλλά και αντιφάσεις ή ανακολουθίες του στη γενικότερη στάση που επέδειξε έναντι του ανακριτικού έργου, τίποτε από όσα ακούσαμε από τους ευπαίδευτους δικηγόρους τους, μας ικανοποίησε περί του ευσταθούς των υπερασπιστικών παραπόνων. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), παρέθεσε λεπτομερείς εξηγήσεις για τη συμπεριφορά που επέδειξε κατά τις δύο πρώτες ανακριτικές του καταθέσεις (με κάποιες μάλιστα εκφάνσεις της συμπεριφοράς αυτής να διατυπώνονται ρητώς και στην Απάντηση 2 της γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60), χωρίς να ανακύπτει οτιδήποτε το αξιόμεμπτο ή το ανακόλουθο στην όλη εκδοχή που επέλεξε ακολούθως να ξεδιπλώσει κατά τις επόμενες ανακριτικές του καταθέσεις - Έγγραφα Η-Η3 και κατά προέκταση στη δίκη. Βεβαίως, η συζητούμενη εδώ συμπεριφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), επιβάλλεται όπως αποτιμηθεί στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας - και έτσι είναι που πράξαμε - στη βάση των αρχών που αναγνωρίζει η νομολογία (ως τούτη αναλύεται, μεταξύ άλλων, στην Πουτζιουρής και Άλλος v Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309), υπό την έννοια ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των όποιων αντιφάσεων και ανακολουθιών, σχετίζονται άμεσα με τους λόγους που οδήγησαν στην προβολή τους από τον μάρτυρα καθώς και με την ετοιμότητα του να καταλήγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες προς εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων (βλ. Τεβλετιάν και Άλλου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512, Σάκκος v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510). Δεν ήταν ωστόσο αυτή η διάθεση ή τα χαρακτηριστικά που επέδειξε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατά την ανάκριση και τη μαρτυρία του στην ακροαματική διαδικασία, σε ό,τι είναι που σχετίζεται στο τι τώρα πραγματευόμαστε. Επιχειρήθηκε από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων να υποστηριχθεί, επιπροσθέτως, πως επειδή ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμενοποιημένη και εξειδικευμένη αναφορά λεπτομερειών επί ζητημάτων που άπτονται της ουσίας καίριων (εκ πρώτης όψεως), ισχυρισμών του εναντίον κάποιων εκ των κατηγορουμένων, τούτο θα πρέπει να αποβεί μοιραίο για την αξιοπιστία του, ή έστω, να αποτιμηθεί εντός των ευρύτερων παραμέτρων της κακής εικόνας που προέβαλε τόσο κατά την ανάκριση όσο και κατά την ένορκη του μαρτυρία (σύμφωνα πάντοτε με τους δικηγόρους), με άμεσο συνεπόμενο και το αδήριτο απόρριψης του συνόλου της μαρτυρίας και εκδοχής του. Κάποιες από τις τοποθετήσεις των δικηγόρων επί της συζητούμενης πτυχής, αφορούσαν στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν ανέφερε (φερ’ ειπείν) στις γραπτές του καταθέσεις προς την Αστυνομία (Έγγραφα Η-Η3), πως μερικές από τις επίδικες επιταγές που είχαν εκδοθεί από την Wadnic Trading Ltd προς την Polleson Holdings Ltd, ήσαν μεταχρονολογημένες. Δήλωσε όμως ο μάρτυς κατά τη μαρτυρία του, πολύ πειστικά θα πρέπει να πούμε, πως δεν θεώρησε αναγκαίο να αναφερθεί στην πτυχή αυτή ενόψει της σαφούς του τοποθέτησης πως οι επιταγές τούτες είχαν εκδοθεί με τον τρόπο που σαφώς είχε περιγράψει και αποκαλύψει. Άλλες θέσεις που προτάχθηκαν από τους δικηγόρους, σχετίζονταν με το ότι ο μάρτυς είχε πει κατά τη μαρτυρία του πως το ύψος της δωροδοκίας που είχε απαιτήσει από τον ίδιο ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), ανερχόταν αρχικώς στο ποσό των €300.000 και όχι στο ποσό των €250.000, όπως επεξήγησε κατά την προφορική του μαρτυρία με παραπομπή στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Επαρκώς όμως είναι που εξήγησε ο μάρτυς πως τούτη η φερόμενη ανακολουθία ή αντίφαση, εκπορεύθηκε από το γεγονός ότι θεώρησε καλό να δηλώσει στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, το τελικό ποσό της δωροδοκίας που συμφώνησε με τον υπό αναφορά κατηγορούμενο και όχι το αρχικό ποσό των €300.000, που αποτέλεσε (στην εξέλιξη των πραγμάτων) και το αίτιο για τις σχετικές διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν μεταξύ τους ώστε να καταλήξουν σε χαμηλότερο ποσό. Δήλωσε περαιτέρω ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) στη μαρτυρία του, πως δεν το θεώρησε σημαντικό κατά τη διατύπωση των γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία να επικεντρωθεί σε τέτοια μεγάλη λεπτομέρεια και έκταση επί κάθε σημείου στο οποίο αναφερόταν εκεί, διότι (αν έπραττε έτσι), θα «… έπρεπε να γράφω για έναν ενάμιση μήνα και να χρειαστεί βιβλίο …». Δεν διαφωνούμε ως ζήτημα αρχής με τη θέση αυτή και αδράχνουμε την ευκαιρία για να πούμε πως καιρός είναι να συζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές η πιθανότητα να εφαρμοστεί επιτέλους και στη χώρα μας σύστημα οπτικογράφησης των ανακριτικών καταθέσεων από τις αρμόδιες αρχές κάτι που (ανάμεσα στα πολλά άλλα πλεονεκτήματα), θα αποτρέψει και την πρόταξη παρόμοιων ισχυρισμών. Πραγματευθήκαμε όλων ανεξαιρέτως των παραδειγμάτων επί της αναλυόμενης πτυχής σε κάποια από τα οποία εντρύφησαν μάλιστα και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης, χωρίς όμως να εντοπίσουμε κάτι που να παραπέμπει σε διάθεση ψεύδους ή σε ενδείξεις δόλιων κινήτρων από μέρους του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως ζήτημα πραγματικού γεγονότος. Πάντως, ως ζήτημα ευρύτερης νομικής αρχής, το γεγονός πως ένας μάρτυς παραλείπει κατά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία να αποτυπώσει όλα όσα είναι που γνωρίζει ή που εκ των υστέρων κρίνονται ως κρίσιμα, δεν οδηγεί ανελαστικώς σε απόρριψη της μαρτυρίας του, η οποία επιβάλλεται όπως προσεγγιστεί στο σύνολο της, με ιδιαίτερη, όπως πάντα, προσοχή και δικαστική εγρήγορση (βλ. κατ’ αναλογίαν, Ιωάννου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 14, 19). Τούτη την αρχή (απόρροια κοινής λογικής), την είχαμε ασφαλώς υπόψη και στην κάθε περίπτωση αξιολόγησης άλλων μαρτύρων (και κατηγορουμένων), καταλήγοντας πως, σε κάποιες από αυτές, η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που θα ανέμενε κανείς πως θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί προς τους ανακριτές ή την Αστυνομία, ήταν ενδεικτική αναξιοπιστίας του αναφερόμενου μάρτυρα ή κατηγορούμενου. Έγινε πολύς λόγος από μέρους των κατηγορουμένων για τη φερόμενη παράλειψη του μάρτυρα να αναφερθεί (κατά τη μαρτυρία του), στο γεγονός ότι είχε επισκεφθεί το Αρχηγείο Αστυνομίας δύο φορές στις 23.9.13 και όχι μια φορά (όπως άφησε να νοηθεί ο ίδιος ενώ κατέθετε) και δη, όταν την ίδια εκείνη μέρα είχε παραδώσει προς τους ανακριτές το δακτυλογραφημένο κείμενο που αποτέλεσε στη συνέχεια, μέρος της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Αφορμή για τη θέση αυτή αποτέλεσε σχετική αναφορά του Χριστόφορου Μαυρομμάτη (ΜΚ28), κατά τη μαρτυρία του. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων πρότειναν πως η απόκρυψη του γεγονότος αυτού από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), αποτελεί (και τούτη) δείγμα, όχι μόνο της απαράδεκτης συμφωνίας που πέτυχε με τους ανακριτές αλλά και ενίσχυση του γεγονότος πως πρόκειται τελικώς περί ενός αναξιόπιστου μάρτυρα. Θεωρούμε πως οι θέσεις αυτές των ευπαίδευτων συνηγόρων δεν ευσταθούν και ότι συνειδητά είναι που επιλέχθη να αναδειχθεί το συζητούμενο ως μέγιστης σημασίας τη στιγμή που σαφώς είναι που (αποτιμώμενο τούτο στο πλαίσιο της συνολικής εικόνας των πραγμάτων), αναφύεται ως επουσιώδες. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αναφερόμενος στις ενέργειες του κατά την 23.9.13, δήλωσε στη μαρτυρία του όλα όσα μπορούσε να θυμηθεί. Είχε πει, μεταξύ πάρα πολλών άλλων, πως επισκέφθηκε τον δικηγόρο του τη μέρα εκείνη (23.9.13) και ότι μίλησε τηλεφωνικώς αρκετές φορές και με τους ανακριτές πριν προχωρήσει στην προσκόμιση του δακτυλογραφημένου κειμένου - Έγγραφο Η. Ό,τι είναι που θα μπορούσε ο μάρτυς απαράδεκτα και άνομα (σύμφωνα με τις θέσεις των κατηγορουμένων), να συμφωνήσει και συζητήσει με τους ανακριτές στην ολιγόλεπτη παρουσία του στο Αρχηγείο Αστυνομίας πριν από την παράδοση του δακτυλογραφημένου κειμένου, ευκόλως θα μπορούσε να συμφωνηθεί και στο πλαίσιο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχε μαζί τους προγενέστερα και όχι κατ’ ανάγκην την ίδια μέρα. Μήτε και αναδεικνύεται οτιδήποτε το αρνητικό σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα (αλλά και του ανακριτικού έργου ευρύτερα), από το γεγονός ότι ο ανακριτής Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24), αναφέρθηκε στη μαρτυρία του περί μιας παρουσίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας στις 23.9.13 (και όχι σε δύο). Αυτό, διότι ο ανακριτής τούτος καθαρώς είναι που δήλωσε πως μια φορά είναι που είχε δει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας (και όχι δύο), κάτι που κατά κοινή λογική δεν αποκλείει την παρουσία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας σε χρόνο που δεν μπορούσε να τον δει ο Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24). Ζυγιάζοντας πολύ προσεκτικά τα αντίστοιχα μέρη της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - κάτι που πράξαμε και με όλο το φάσμα της μαρτυρίας του κατά τον ίδιο τρόπο που ενεργήσαμε και με όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μας - βρήκαμε τις εξηγήσεις που έδωσε ως απολύτως φυσιολογικές και εύλογες. Έγινε, περιπλέον, αρκετός λόγος από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), επικοινωνούσε τακτικώς με τους ανακριτές τόσο πριν όσο και μετά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Το θίξαμε τούτο και λίγο πριν. Η γραμμή αυτή αποσκοπούσε, όπως αντιληφθήκαμε, στο να δείξει ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) παρουσίασε στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η (αλλά και στις άλλες που επακολούθησαν), μια καθ΄ υπαγόρευσιν στημένη εκδοχή που θα βοηθούσε στα δόλια ανακριτικά σχέδια για διασυρμό και διαπόμπευση των κατηγορουμένων (ή έστω κάποιων εξ αυτών), αλλά και στο να ψέξει τις απαράδεκτες ανακριτικές μεθόδους που ακολουθήθηκαν. Διαφωνούμε και με αυτά. Οι ανακριτές και ειδικότερα ο Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24), επιδίωξαν να διατηρήσουν επαφή με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους - ειδικότερα δε, μεταξύ 10.9.13 και 23.9.13, αλλά και υστερότερα - προκειμένου να υποβοηθηθεί θεμιτώς και ανθρωπίνως ο τελευταίος στο να τους εμπιστευτεί πλήρως και εθελούσια και ενσυνείδητα να προχωρήσει σε αναφορά της αλήθειας για όσα είναι που γνώριζε. Ήξεραν καλώς οι ανακριτές από το στάδιο εκείνο των ανακρίσεων πως η μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) θα ήταν καταλυτικής σημασίας για τα πράγματα και ότι θα τους άνοιγε δρόμους για περαιτέρω διερεύνηση. Αυτή όμως η ανακριτική προσδοκία καθόλου δεν επισκίασε τη διενέργεια όσων άλλων ανακριτικών χειρισμών είναι που κρίθηκαν επιβεβλημένοι να γίνουν έτσι ώστε να διαφυλαχθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το αναμενόμενο ισοζύγιο μεταξύ των προσπαθειών εξασφάλισης μαρτυρίας από τον μάρτρυρα και της ταυτόχρονης συνέχισης των ερευνών, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ή να ενισχυθεί το κατάλληλο βάθρο για όσα είναι που θα ακολουθούσαν. Το ζήτημα στην κάθε περίπτωση δεν ήταν επομένως η έκταση των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και ανακριτών, ή ακόμη και το περιεχόμενο των συνδιαλέξεων αυτών (που δεν αφορούσαν πάντοτε στα της υπόθεσης), αλλά στο κατά πόσο οι επικοινωνίες τούτες οδήγησαν σε ένα ελλιπές, προκατειλημμένο, παράνομο και ανήθικο ανακριτικό έργο, το οποίο μάλιστα επηρέασε στο τέλος ουσιώδη συνταγματικά αλλά και άλλα νομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων. Εντούτοις, τίποτε το επιλήψιμο καταδείχθηκε πως προέκυψε από τις τηλεφωνικές αυτές επικοινωνίες σε βάρος των κατηγορουμένων ή από την ευρύτερη ανακριτική συμπεριφορά που περιέβαλε τις επικοινωνίες αυτές. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων προσπάθησαν (ευλόγως), να πλήξουν την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και με αναφορά στο περιεχόμενο γραπτής ένορκης δήλωσης στην οποία είχε προβεί στις 25.7.13, κατά τη μονομερή αίτηση 104/13, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως το Τεκμήριο 93. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ανέφερε πως ό,τι επίμεμπτο και αν φαίνεται να εκπηγάζει από κάποιες τοποθετήσεις στις οποίες προέβη στην ένορκη τούτη δήλωση, τούτες θα πρέπει να ιδωθούν μέσα από το φακό της εμπιστοσύνης που έδειξε σε σχέση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης προς τον τότε δικηγόρο του, Χρίστο Πουτζιουρή (που τη συνέταξε) και ο οποίος τον κάλεσε να την υπογράψει, κάτι που ο μάρτυς έπραξε ασυζητητί και αυθωρεί. Μήτε και από αυτή την περίσταση παράγεται οτιδήποτε που θα μπορούσε ευλόγως να οδηγήσει το μυαλό προς την αίσια κατεύθυνση που επιθυμούν οι δικηγόροι Υπεράσπισης και δη, σε εύρημα ή διαπίστωση, πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) «… δεν σέβεται τον όρκο». Όσο και αν κακίζουμε την προχειρότητα και επιπολαιότητα με την οποία προσέγγισε ο μάρτυς το ζήτημα της υπογραφής τής ένορκης του δήλωσης, δεν έχουμε πεισθεί από όσα είδαμε και βιώσαμε κατά την παράθεση της μαρτυρίας του (τα οποία και ζυγίσαμε πρεπόντως), πως η περίπτωση θα πρέπει να σταχυολογηθεί (στην ουσία του τι είναι που εκφράζει), ως ένδειξη ασέβειας προς την ορκοδοτική διεργασία, ή τάσης (και μάλιστα μόνιμης) για ψευδορκία. Δεχόμαστε τις εξηγήσεις που έδωσε απαντώντας σε σχετική αντεξεταστική ερώτηση του κ. Παπαϊωάννου, πως «[δ]είχνει άτομο που δεν σέβεται τον όρκο; Διαφωνώ κάθετα μαζί σας, νομίζω θα ήταν υποβοηθητικό χωρίς να είναι δικαιολογία εάν κάποιοι άνθρωποι χωρίς να φεύγω τις ευθύνες από πάνω μου μας βοηθήσουν και λλίο καλύτερα πας τούντο πράμα, την ώρα που πάεις να κάμεις μια ένορκο δήλωση, εγώ σας λέω ότι ο περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι εν κάτι τυπικό που γίνεται στα πλαίσια μιας υπεράσπισης 8 στους 10 αυτήν την άποψη θα έχουν. Η θέση μου για το θέμα του όρκου, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναφέρεστε έχουν να κάνουν με μια ένορκη δήλωση μιας υπεράσπισης σε μια υπόθεση. Αν λέτε ότι ήρθα δαμέ ενόρκως και να αμφισβητήσετε την πίστη μου ή τη θέση μου, εν Αγία εβδομάδα, απατάστε οικτρά. Είμαι εγώ δαμέ μιλώ εγώ και λέω την αλήθεια». Οι συνήγοροι Υπεράσπισης προέταξαν ακόμη ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν ανέφερε την αλήθεια στο Δικαστήριο αναφορικώς (και) με την ύπαρξη δανείων της ΑΛΚΗΣ, κάτι που συντείνει και τούτο (κατά την άποψη τους), στην αποδόμηση των θέσεων του μάρτυρα περί της προβαλλόμενης από την Κατηγορούσα Αρχή θέσης ότι η αποπληρωμή των εν λόγω δανείων αποτέλεσε κατ’ ουσίαν μια άκρως σημαντική συνιστώσα των φερόμενων εκβιασμών που δέχθηκε ο μάρτυς από τους κατηγορούμενους 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και 8 (Αντώνη Ιωακείμ). Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - και ξανά, πολύ σωστά είναι που εντοπίσθηκε και τούτο στην αγόρευση της Κατηγορούσας Αρχής - ουδέποτε αρνήθηκε την ύπαρξη των εν λόγω δανείων. Ίσα-ίσα, τούτα αποτέλεσαν έρεισμα για πολλές από τις αναφορές του κατά τη μαρτυρία σε σχέση με επιθυμία που είχε να προέβαινε σε σταδιακή τους εξόφληση. Εκείνο που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δήλωσε πως δεν γνώριζε και αμφισβητούσε με αξιοπρόσεκτη δυναμικότητα και σθένος ήσαν οι λεπτομέρειες των προβαλλόμενων δανειοδοτήσεων και ειδικότερα το ακριβές του αντικειμένου τους και για το ποιους ακριβώς είναι που αφορούσαν. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από αυτό. Ποτέ επίσης - και αποκλίνουμε και από τούτη την εισήγηση των δικηγόρων των κατηγορουμένων - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν αμφισβήτησε τις προσπάθειες που γίνονταν από διάφορους φίλους και παράγοντες της ΑΛΚΗΣ προς εξεύρεση χρημάτων, με στόχο την εξόφληση των δανείων. Το ότι ο μάρτυς δεν έδωσε σχετικές λεπτομέρειες περί αυτών ή φάνηκε να γνωρίζει οτιδήποτε περί σύστασης της ούτω καλουμένης Επιτροπής Εξόφλησης Χρεών, ουδόλως θα μπορούσε να προταχθεί ως αντικειμενικό κριτήριο προς αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, μια και στην ουσία της, η μαρτυρία του ποσώς αφίσταται από όσα είναι που υποτίθεται πως η φερόμενη αυτή επιτροπή είχε ως δεδηλωμένο αντικειμενικό σκοπό. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει - άγνοια περί δημιουργίας μιας τέτοιας επιτροπής (και το σημειώνουμε για να υποδείξουμε την ασυνέπεια στην προβαλλόμενη εκδοχή), εξέφρασε τόσο ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ο οποίος ισχυρίστηκε πως έμαθε περί της επιτροπής, εκ των υστέρων, όσο και ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), που ήξερε μόνο, όπως είπε, για κάποιες σχετικές προσπάθειες που συνέβαιναν επί ατομικού επιπέδου από διάφορους φίλους και παράγοντες της ΑΛΚΗΣ, όχι όμως θεσμοθετημένα υπό τη μορφή μιας Επιτροπής Εξόφλησης Χρεών ως αυτόνομης οντότητας. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων υπογράμμισαν περιπλέον πως η όλη συμπεριφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) αναφορικώς με τη συνομολόγηση και ευρύτερη διαχείριση των ποδοσφαιρικών συμβολαίων των παικτών της ΑΛΚΗΣ, ήταν παράνομη ή παράτυπη σε βαθμό επηρεαστικό της αξιοπιστίας του μάρτυρα και της τάσης του να παρανομεί (σε αντίθεση με το τι διατράνωνε περί αντιθέτου κατά τη μαρτυρία του). Ούτε και από τούτο εξάγεται κάτι το αξιοπρόσεκτο μια και ο μάρτυς εναργώς είναι που δήλωσε (δίχως να αμφισβητηθεί πάνω σε αυτό κατά την αντεξέταση του), πως όσα έπραττε συνήδαν πλήρως με την ευρύτερα ακολουθούμενη συναφή πρακτική των ποδοσφαιρικών σωματείων κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και να συζητούσε κανείς πως η γενικώς ακολουθητέα πρακτική δεν θα έπρεπε να προταχθεί ως δικαιολογητική των ενεργειών του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), τίποτε απολύτως δεν συνάγεται από τη σύμπλευση του μάρτυρα με τα όσα τότε τεκταίνονταν ως συνήθης διεργασία επί του ζητήματος από τους υπόλοιπους ή τους περισσότερους ποδοσφαιρικούς παράγοντες του τόπου. Μια άλλη έκφανση της μαρτυρίας του μάρτυρα που έτυχε σθεναρής αμφισβήτησης κατά τη δίκη, ήταν και εκείνη που αφορούσε στην πληρωμή συνολικού ποσού €300.000, ως δωροδοκίας. Κάποιες πτυχές του θέματος έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω, υπό άλλο φακό. Για ό,τι ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, τονίζουμε την αναφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) περί των διεργασιών στις οποίες προέβη για να εξασφαλίσει τα χρήματα της υποτιθέμενης δωροδοκίας σε μετρητά. Ο μάρτυς είπε πως, εάν πράγματι διακατεχόταν από τα αποδιδόμενα σε αυτόν δολερά κίνητρα εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) (όπως και των υπολοίπων), θα μπορούσε πολύ εύκολα όταν ανακρινόταν ή ακόμη και όταν σχεδίαζε (κατά μια γενικότερη εκδοχή των κατηγορουμένων), μαζί με τους ανακριτές τον ευρύτερο ιστό δολοπλοκίας εναντίον των κατηγορουμένων, να έλεγε πως δύο αναλήψεις μετρητών ύψους €150.000 η κάθε μια, που φαίνονται σε καταστάσεις λογαριασμού της Wadnic Trading Ltd για τους μήνες Απρίλιο-Μάιο 2012 (και δεν υπήρξε αμφισβήτηση της θέσης αυτής κατά την αντεξέταση του μάρτυρα), αφορούσαν ακριβώς στην ανάληψη των μετρητών που δόθηκαν στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), δίχως να χρειάζεται ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) να καταφεύγει σε ευφάνταστα σενάρια όπως εκείνα που (κατ’ ισχυρισμόν) παρέθεσε στους ανακριτές και ενώπιον μας ο εν λόγω μάρτυς. Θέση όμως του τελευταίου ήταν πως οι αναλήψεις αυτές δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τα επίδικα θέματα. Την αναφερόμενη τοποθέτηση του μάρτυρα (όπως προέκυψε κατά την αντεξέταση του από τον κ. Πική), κρίνουμε χρήσιμο να την παραθέσουμε εδώ αυτούσια διότι θεωρούμε πως αναδεικνύει την παρρησία με την οποία ο μάρτυς κατέθεσε επί του ζητήματος, χωρίς ποσώς να υπονοούμε πως άλλα μέρη της μαρτυρίας του που δεν αποτυπώνουμε εδώ αυτολεξεί, υστερούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανάλογης πειστικότητας ή αξιοπιστίας: «Προφορικά, οφείλω να το πω είμαστε στο Δικαστήριο και πρέπει να λέμε την αλήθεια είπαμε για να είμαι απόλυτα σωστός η ημερομηνία της τελευταίας μου κατάθεσης, στις 20.11.2013 κύριε Πική, στην τελευταία μου κατάθεση, είχα αναφέρει στον κύριο Μαυρομάτη ότι, γιατί με ρώτησε, ότι τις συγκεκριμένες επιταγές, τις άλλαξε ο Μάριος ο Πολυβίου σε μετρητά και μου τις έφερε σε €. Μάλιστα με ρώτησε εκείνος, του ανέφερα μάλιστα ότι εγώ ενημέρωσα και είχα πει στο Μάριο τότε που γίνονται οι έρευνες να πει ότι ήταν σε στερλίνες. Εκείνοι μου είπαν ότι τότε το πίστεψαν, γιατί θεώρησαν ότι τούτα τα χρήματα έδωσα τα σε κάποιο άλλο που τους κατηγορούμενους για να τα πάρει στην Αγγλία και εγώ του είπα, αυτά ήταν τα χρήματα που πήγαν στον Ορέστη και τους είπα όλη την αλήθεια την οποία λέω και τώρα. Εάν προσέξετε τα statement των λογαριασμών μου της Wandic και της Αλκής, θα δείτε σε εκείνο το διάστημα κύριε Πική, στον 5ο του 2012 και τον 4ο του 2012, ανάληψη μετρητών και 150.000 και ξανά 150.000 τα οποία θα μπορούσα κάλλιστα να επικαλεστώ για να πω τη μισή αλήθεια, όχι ήρθα εδώ για να πω όλη την αλήθεια και λέω όλη την αλήθεια. Αυτά ήταν τα γεγονότα και οφείλω να τα πω έστω και εάν παραδέχομαι μέσα σ’ αυτό το κομμάτι που επαναλαμβάνω θα μπορούσα να παίξω πελλόν τζιαι να το παρακάμψω και αυτό το κομμάτι, με τον τρόπο που σου είπα». Λόγος πολύς έγινε από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων και για το άτομο που ακολούθησε τελικώς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - κατά την εκδοχή του τελευταίου πάντοτε - στη Λευκωσία για να χρηματίσει τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) σε καφετερία της πόλης το Δεκέμβριο 2011. Οι συνήγοροι με αναφορά σε τοποθέτηση του μάρτυρα στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, πως τον είχε συνοδεύσει τη μέρα εκείνη στην εν λόγω καφετερία ο Κώστας Καϊάφας (αντί ο Βάσος Κυριάκου [ΜΚ26], όπως επακόλουθα διευκρίνισε ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5] στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η3), έψεξαν ως ψευδή και αντιφατική την αρχική αναφορά του πως είχε συνοδευθεί από τον Κώστα Καϊάφα. Ο μάρτυς δικαιολόγησε την ανακολουθία λέγοντας πως με τον Κώστα Καϊάφα συχνά είναι που μετέβαινε σε διάφορους τόπους διότι οι δυο τους είναι στενοί φίλοι και συνεργάτες και πως ο μάρτυς νόμιζε ότι πράγματι ήταν μαζί που είχαν μεταβεί στη Λευκωσία τη μέρα εκείνη, δοσμένου πάντοτε πως είχε περάσει και αρκετός καιρός από το συμβάν με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να πει ακριβώς ποιος είναι που πήγε μαζί του. Ο μάρτυς συνέχισε για να πει στη γραπτή κατάθεση - Έγγραφο Η2, πως δεν είχε θεωρήσει τη λεπτομέρεια αυτή ως ουσιώδη επειδή το άτομο που τον είχε συνοδεύσει στην υπό αναφορά καφετερία στη Λευκωσία, έτσι και αλλιώς δεν είχε κατέβει από το αυτοκίνητο για να παραστεί στη συνάντηση με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Δίχως να λέμε πως ήταν εκ των πραγμάτων άστοχη η προσπάθεια των συνηγόρων Υπεράσπισης να στηριχθούν στην προκύψασα αλλαγή εκδοχής του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) επί του σημείου που αναπτύσσουμε, υποδεικνύουμε πως ως εκ του γεγονότος τούτου και μόνο, δεν θα μπορούσαν ευλόγως να εξαχθούν τα συμπεράσματα που προτάθηκαν από την Υπεράσπιση και δη, πως ο μάρτυς εψεύσθη ασύστολα ή πως η αναπροσαρμοζόμενη επί του θέματος μαρτυρία του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι μολύνει και την ποιότητα του συνόλου της μαρτυρίας που έδωσε ενώπιον μας. Οι εξηγήσεις του μάρτυρα ήσαν ειλικρινείς και πειστικές. Είπε για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει στη συνειρμική διαμόρφωση της αρχικής του εντύπωσης και ακολούθως διασαφήνισε αιτιολογημένα και καθαρά, τα αίτια που τον έσπρωξαν στο να διαφοροποιήσει τη θέση του. Το ότι ο μάρτυς είχε αναφέρει στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η2, πως δεν θεώρησε ως ουσιώδες το ζήτημα τού ποιος πήγε μαζί του κατά την εν λόγω συνάντηση, δεν σημαίνει ότι προκαλεί και οποιοδήποτε κώλυμα στην ικανότητα του να ανακαλέσει στη μνήμη, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, τα όσα είναι που πραγματικώς διαδραματίστηκαν κατά την άποψη του τη μέρα εκείνη του Δεκεμβρίου 2011 και πως η αρχικώς λανθασμένη ανάκληση μνήμης στην οποία προέβη, μολύνει αδηρίτως με υστεροβουλία εκείνη που ακολούθησε. Το θέμα απέκτησε ουσιώδη ανακριτική σημασία στην εξέλιξη των πραγμάτων. Τίποτε το κακό δεν απορρέει από αυτές τις περιστάσεις που περιέγραψε ο μάρτυς, μολονότι ορθώς είναι που έτυχαν, από αντικειμενικής απόψεως, πραγμάτευσης από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων κατά τις αγορεύσεις. Μηδέ και οι ανακριτικοί χειρισμοί επί του ζητήματος θα μπορούσαν σοβαρά να πληγούν μια και αυτοί είναι που τελικώς συνέτειναν στο να αναδειχθεί και καταγραφεί το ζήτημα διά της υποβολής σωστών και ανακριτικών ερωτήσεων. Υπάρχει όμως σε σχέση με την πτυχή αυτή και μια άλλη διάσταση στα πράγματα την οποία πρέπει να παραθέσουμε ανεξαρτήτως της αξιολογικής μας κρίσης περί της αξιοπιστίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) επί του ζητήματος με το οποίο καταπιανόμαστε τώρα και τούτη δεν είναι άλλη από τη άποψη των δικηγόρων των κατηγορουμένων περί συμπαιγνίας του μάρτυρα με τους ανακριτές και ύπαρξης έκνομων συνδιαλλαγών μεταξύ τους. Διερωτάται λοιπόν κανείς για ποιο λόγο είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν αναφέρθηκε στον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) ευθύς εξαρχής στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η και αντ’ αυτού επέλεξε να ονοματίσει ως συνοδό του στη Λευκωσία τον στενό του φίλο Κώστα Καϊάφα. Αναρωτιέται επίσης γιατί είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν είπε για τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) στο πλαίσιο της ανακριτικής του κατάθεσης - Έγγραφο Η2 την 1.10.13, αλλά προέβη σε τέτοια αναφορά στις 20.11.13, στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η3 (με την Αστυνομία να προχωρεί σε λήψη γραπτής κατάθεσης από τον τελευταίο την ίδια μέρα και ώρα, ως το Έγγραφο ΛΓ). Απορεί, συν τοις άλλοις, ο αντικειμενικός παρατηρητής γιατί (αφού περί στημένων ανακρίσεων ο λόγος), οι ανακριτές σε συνεργασία με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να προχωρήσουν και επιλέξουν την κοπιώδη και πλήρη εγγενών κινδύνων επιλογή της προσθήκης στο σκηνοθετημένο αυτό σκηνικό, ψευδομαρτύρων, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ανάδειξης ουσιωδών ασυνεπειών, αντιφάσεων και άλλων ανακολουθιών κατά τη δίκη μεταξύ των μαρτύρων αυτών και δεν διάλεξαν την πολύ ασφαλέστερη κατά τα πράγματα επιλογή να τοποθετήσουν τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ασυνόδευτο στην υπό αναφορά καφετερία, όπως εξάλλου έπραξαν και στην περίπτωση παράδοσης του ποσού ύψους €100.000 προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), από τον ίδιο μάρτυρα σε καφετερία στη Λάρνακα τον Μάιο 2012. Κάθε άλλος σχολιασμός επί του σημείου τούτου θεωρούμε, με κάθε ταπεινότητα, πως περιττεύει για απολύτως κατανοητούς λόγους.
Δεν νιώθουμε πως επιβάλλεται να επεκταθούμε περισσότερο στα μέρη εκείνα της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) που προκάλεσαν περαιτέρω σχόλια από μέρους των δικηγόρων Υπεράσπισης, επειδή θεωρούμε πως (έχοντας τα ξεψαχνίσει), κανένα από τούτα, έστω και αν γινόταν αποδεκτό στο απόγειο του, θα μπορούσε να οδηγήσει (από μόνο του ή μαζί με άλλα), σε διαφορετική κατάληξη μιαίνοντας έτσι την αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21), χρειάζεται να επισημανθεί πως η (αποκατασταθείσα) προηγούμενη καταδίκη του σε εικοσάμηνη φυλάκιση που παραδέχθηκε πως τον βαρύνει για το αδίκημα της συνωμοσίας «… για ξυλοδαρμό» (μετά από παραδοχή, πριν από 25 τόσα χρόνια), αν και αξιολογήθηκε από εμάς (διά της κατάλληλης μάλιστα αυτοπροειδοποίησης, κατά τα πρότυπα της R v Campbell (2007) 1 WLR 2798) - όπως έγινε και με κάποιες άλλες εκφάνσεις του πρότερου του βίου - καθόλου δεν επηρέασε τη γενικότερη αξιοπιστία του στην παρούσα διαδικασία.
Τούτο το λέμε, ανεξαρτήτως του ότι η υπό αναφορά καταδίκη έχει ήδη παραγραφεί βάσει του άρθρου 4 του Περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου 70/81 (όπως τροποποιήθηκε) και δεν θα έπρεπε κανονικώς εχόντων των πραγμάτων να γινόταν σε αυτή οιαδήποτε αναφορά.
Το γεγονός όμως ότι έγινε μια τέτοια αναφορά, μας οδήγησε στο να αυτοπροειδοποιηθούμε καταλλήλως και για τούτο.
Υποσημειώνουμε, πως τέτοιες άστοχες αναφορές κατά τη δίκη σε αποκατασταθείσες καταδίκες, είναι εύκολο να αποφεύγονται εάν ακολουθούνται (τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών) από Κατηγορούσα Αρχή και Υπεράσπιση, τα όσα σχετικώς αναφέρονται στην Αγγελίδης v Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 230, 237.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26), οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των κατηγορουμένων προώθησαν διάφορες εισηγήσεις που στόχευαν στο να καταρρίψουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας και των εκδοχών του. Ένα από τα επιχειρήματα των συνηγόρων αφορά στο ότι ο μάρτυς, όπως και ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), περιγράφοντας το περιστατικό κατά το οποίο ο τελευταίος παρέδωσε προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) το ποσό των €90.000, ως δωροδοκία το Δεκέμβριο 2011 σε καφετερία στη Λευκωσία, χρησιμοποίησαν ακριβώς το ίδιο λεξιλόγιο και εκφράσεις, όπως «πλαστική τσάντα αδιαφανή» (κατά τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]) και «τσάντα αδιαφανή πλαστική» (κατά τον Βάσο Κυριάκου [ΜΚ26]). Στήριγμα για την υπερασπιστική αυτή γραμμή φαίνεται να αποτέλεσε το διαφορετικό της «… ιδιοσυγκρασίας και μόρφωσης …» των δύο μαρτύρων, όπως πρότεινε στην αγόρευση του ο κ. Παπαϊωάννου (και καταπώς συνάγεται από όσα άλλα ακούσαμε από τους δικηγόρους), το δυσκολοπίστευτο υιοθέτησης των υπό συζήτηση λέξεων και εκφράσεων από τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26), λόγω της χαμηλής του μόρφωσης. Περαιτέρω υποστήριγμα για την εισήγηση, φαίνεται να προσέδωσε και η ταυτοσημία των υπό αναφορά λέξεων/εκφράσεων, γεγονός που ώθησε τον κ. Παπαϊωάννου να υποβάλει κατά την αντεξέταση προς τον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28), πως τούτη η λεπτομέρεια (μαζί με άλλες), κατατείνει στο συμπέρασμα μιας άκομψης και κατασκευασμένης ανακριτικής ιστορίας. Καθόλου δεν συμφωνούμε με όλα αυτά και τούτο επειδή ολοκάθαρα είναι που εκλαμβάνουν ως δεδομένο πως η μόνη περίπτωση ταύτισης των δύο περιγραφών θα μπορούσε να συμβεί λόγω συνεννόησης και προκατασκευής και όχι συνεπεία παράθεσης της αλήθειας περί ενός γεγονότος που δυσκολεύεται κανείς να σκεφτεί πως αλλιώς είναι που θα μπορούσε να εκφραστεί, μια και η πεμπτουσία της τοποθέτησης αμφότερων των μαρτύρων αφορά στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε τοποθετήσει το φάκελο με τα λεφτά σε μια αδιαφανή πλαστική τσάντα, με τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) να εξηγεί πιο απλοϊκά κατά τη μαρτυρία του, πως με τη λέξη αδιαφανή εννοούσε πως «εν φαίνεται ήνταμπου είχε μέσα ξεχωρίζουμε τις τσέντες, μάθαμε και λίγο καθαρεύουσα, το αδιαφανή». Δεν συμμεριζόμαστε την επί τούτω επιχειρηματολογία των δικηγόρων Υπεράσπισης. Παραπονέθηκαν επίσης οι εν λόγω δικηγόροι πως για πρώτη φορά αναφέρθηκε το όνομα του Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26) στις 20.11.13, κατά τη διάρκεια ανακριτικής κατάθεσης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως το Έγγραφο Η3 - και ενώ λαμβανόταν γραπτή κατάθεση από τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26), ως το Έγγραφο ΛΓ - με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να προβαίνει σε αναφορά πως ο Βάσος Κυριάκου (ΜΚ26) είχε μετρήσει τα λεφτά που βρίσκονταν εντός του φακέλου (και ενώ οι δυο τους ήσαν εντός του αυτοκινήτου), διαπιστώνοντας πως το ποσό των €90.000 αποτελείτο από χαρτονομίσματα των €500, με τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) να προβαίνει σε όμοιες αναφορές στη δική του γραπτή κατάθεση - Έγγραφο ΛΓ. Ούτε και από αυτό το γεγονός φύεται οτιδήποτε που λογικώς θα μπορούσε να συγκλίνει με τις ανησυχίες της Υπεράσπισης, για τους ίδιους κατ’ αναλογίαν λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε προηγουμένως με αναφορά στο ζήτημα του αδιαφανούς σακουλιού. Επιχειρήθηκε επίσης να πληγεί η αξιοπιστία του Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26) και σε σχέση με την περιγραφή της καφετερίας στην οποία κατά τα προτεινόμενα από την Κατηγορούσα Αρχή επεσυνέβη ο χρηματισμός του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) το Δεκέμβριο 2011 (βάσει της εκδοχής του Νίκου Λίλλη [ΜΚ5]), επειδή (κατά το επιχείρημα) ο Βάσος Κυριάκου (ΜΚ26), δεν μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια την εν λόγω καφετερία αλλά και διότι (κατά τη γνώμη των συνηγόρων), ο μάρτυς αυτός είχε στο μυαλό την εικόνα άλλης καφετερίας στη Λάρνακα την οποία (αντίληψη) προσάρμοσε ευσχήμως σε μια προσπάθεια να περιγράψει ψευδώς την επίδικη καφετερία στη Λευκωσία. Ούτε και με αυτό συμφωνούμε, κρίνοντας πως η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν ξεκάθαρη και ικανοποιητική, στο βαθμό και έκταση ασφαλώς που τούτος μπορούσε να αποτυπώσει εκείνα που είχε προσέξει κατά το επίδικο συμβάν στο σύντομο χρονικό διάστημα που διαδραματίστηκαν τα πράγματα και που όμως - το σημειώνουμε αυτό κατά παρέκβαση, διότι υπονοήθηκε από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων στις αγορεύσεις - ο χρόνος αυτός παρατήρησης ήταν αρκετός (όπως και οι περιβάλλουσες συνθήκες φωτός και χώρου), ώστε να καταστήσουν αξιόπιστη και την προκύψασα μαρτυρία αναγνώρισης που ο μάρτυς έδωσε σε σχέση με το πρόσωπο του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Το εάν θα μπορούσαν οι ανακριτικοί χειρισμοί να ήσαν κατά τι καλύτεροι επί του θέματος εντοπισμού και υπόδειξης της καφετερίας από τους Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26), αποτελεί θέμα που θα μπορούσε να συζητηθεί επί ακαδημαϊκού επιπέδου - όπως ομοίως θα μπορούσε να συμβεί και με το ζήτημα του κατά πόσο οι ανακριτές θα έπρεπε να λάμβαναν συμπληρωματική κατάθεση από τον Θεόδωρο Βαττή (ΜΚ18), μετά από τις αναφορές του Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26) στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο ΛΓ, σε σχέση με τα χαρτονομίσματα που ο τελευταίος καταμέτρησε εντός του οχήματος του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) ενώ οι δυο τους όδευαν προς Λευκωσία για σκοπούς συνάντησης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) - παρόλο που, από τα όσα αξιόπιστα τέθηκαν ενώπιον μας, θεωρούμε πως τίποτε το ουσιώδες δεν αναδεικνύεται εν πάση περιπτώσει σε σχέση με τα δύο αυτά σημεία ώστε να κατατάξουν τα πράγματα σε άλλη διάσταση ανάλυσης. Αναμφιβόλως, ποσώς είναι που καταδείχθηκε πώς οι συζητούμενες τούτες φερόμενες παραλείψεις ή ανακριτικές αδυναμίες (ως τις κατέταξαν οι συνήγοροι Υπεράσπισης), θα μπορούσαν να επηρεάσουν, ή επηρέασαν πραγματικώς, τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, γνωρίζουμε από το σκεπτικό στην Κορέλλης v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12, 38, πως οι υποθέσεις θα πρέπει να κρίνονται επί της μαρτυρίας και όχι επί της ορθότητας των ανακριτικών χειρισμών, νοουμένου ασφαλώς ότι οι τελευταίοι δεν επηρεάζουν ουσιώδη δικαιώματα ή τη νομιμότητα της μαρτυρίας, κάτι που σαφώς και δεν παρατηρείται εδώ.
Ουδόλως λοιπόν κατορθώθηκε να κλονιστεί η αξιοπιστία του Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26) από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων, για όλους τους ειδικούς και γενικότερους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε.
Οι ως άνω διαπιστώσεις περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) ακριβώς επειδή αφορά στη μαρτυρία συνεργού, δεν μπορεί να οδηγήσει από τώρα στη διατύπωση οποιουδήποτε ευρήματος ή συμπεράσματος αναφορικώς με την καταδίκη ή το ενδεχόμενο καταδίκης οιουδήποτε των κατηγορουμένων στους οποίους η μαρτυρία αυτή αφορά (βλ. κατ’ αναλογίαν, Kondratjev v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 78/12, ημ. 19.7.13), χωρίς με αυτά που λέμε να υπονοούν σε οποιοδήποτε βαθμό και επίπεδο πώς η συνέργεια τούτη έχει προαποφασιστεί με οποιονδήποτε τρόπο σε σχέση με τον όποιο αφορώντα κατηγορούμενο.
Η δέουσα αποτίμηση της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), για ό,τι ενδιαφέρει την παρούσα, θα λάβει χώραν στο κατάλληλο στάδιο κατωτέρω.
Τα ίδια κατ’ αναλογίαν ισχύουν και σε σχέση με τη μαρτυρία των Θεόδωρου Βαττή (ΜΚ18), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21) και Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26), επειδή τη θεωρούμε ως τέτοιας φύσης και υφής που κάλλιστα μπορεί να καταταχθεί ως μαρτυρία προερχόμενη από μάρτυρες με δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν και τούτο, λόγω των πράξεων και ενεργειών στις οποίες προέβησαν αναφορικώς με διάφορα ζητήματα επί των οποίων αναφέρθηκε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αλλά και ένεκα άλλων πτυχών της μαρτυρίας τους σε σχέση με ζητήματα που αφορούν στην προβαλλόμενη εκδοχή του υπό αναφορά συνεργού-μάρτυρα (βλ. κατ’ αναλογίαν, Papachrysostomou v The Police (1988) 2 CLR 55, 63-64, Mousoulides v The Republic (1983) 2 CLR 336, 340).
Έχοντας εντρυφήσει επί γενικότερου και ειδικότερου επιπέδου στο θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, προχωρούμε ευθύς αμέσως για να πράξουμε το ίδιο σε σχέση με τους κατηγορούμενους και τους μάρτυρες που κάλεσαν προς υπεράσπιση τους.
Αρχίζουμε με τους αναξιόπιστους εξ αυτών.
Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιoς Κιττής), προσπαθώντας να προωθήσει τη θέση ότι θα ήταν από μέρους του ανεύθυνο και επικίνδυνο να προσέγγιζε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) «…και να του ζητήσω εγώ να μου δώσει χρήματα...», περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις, ιδιαίτερα σε αντιπαραβολή με το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 169. Απαντώντας στην Ερώτηση 2, η οποία του τέθηκε στο πλαίσιο της υπό αναφορά κατάθεσης - Τεκμήριο 169 («Γνωρίζετε τον Νίκο Λίλλη και αν ναι κάτω από ποιες συνθήκες τον έχετε γνωρίσει;»), απάντησε ότι είχε γνωρίσει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) τον Αύγουστο 2009, μετά που ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) διορίστηκε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ότι η καθαυτό γνωριμία του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) έγινε μερικούς μήνες αργότερα (πιθανώς το Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο 2009, ως είπε), όταν ο τελευταίος ζήτησε συνάντηση μαζί του ως Πρόεδρος της ΑΛΚΗΣ για να τον παρακαλέσει να εξέταζαν (προφανώς ως Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ), τη δυνατότητα διαφήμισης της ΑΤΗΚ μέσω της ΑΛΚΗΣ, διά της τοποθέτησης του εμβλήματος της ΑΤΗΚ στις φανέλες της ποδοσφαιρικής ομάδας «…ή σε ταπέλες των γηπέδων όπως γίνεται με όλες τις ποδοσφαιρικές ομάδες». Είπε επίσης ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε σχέση με τις άλλες δραστηριότητες του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ότι «…περί τα τέλη του 2009, νομίζω προς το τέλος Νοεμβρίου δέχτηκα επίσκεψη από συνεργάτες του όπως έμαθα αργότερα, τον κ. Μάριο Πολυβίου και Αντώνη Ιωακείμ σαν εκπροσώπους μίας εταιρείας με την ονομασία GLARISANO, οι οποίοι με ενημέρωσαν ότι ενδιαφέρονταν να υποβάλουν πρόταση προς το ταμείο συντάξεων της CYTA για συγκεκριμένο έργο που εσκόπευαν να πραγματοποιήσουν στην περιοχή Δρομολαξιάς και ερωτούσαν κατά πόσο το ταμείο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει αυτό το έργο. Τους ζήτησα να υποβάλουν γραπτή πρόταση για να την παραπέμψω στις αρμόδιες υπηρεσίες του οργανισμού για να εξεταστεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που ίσχυαν. Πράγματι ακολούθησε μετά από λίγες εβδομάδες σχετική επιστολή, η οποία πήρε την πορεία της μέσω των υπηρεσιών και αργότερα μετά από αλλεπάλληλες προτάσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων πήρε την μορφή του ενδιαφέροντος από το ταμείο να εξετάσουν την δυνατότητα αγοράς κτιρίου σε συγκεκριμένο οικόπεδο στην περιοχή της Δρομολαξιάς, το γνωστό αργότερα ως AERO CENTER. Στη διάρκεια των επαφών διαπίστωσα ότι ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους ήταν και ο κύριος Λίλλης». Σε αντίθεση με τις πιο πάνω αναφορές του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 169 (όπου ο τελευταίος διαχωρίζει το ζήτημα της χρονικής στιγμής τής αρχικής του γνωριμίας με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), από εκείνη κατά την οποία έμαθε περί του ενδιαφέροντος του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), στα του Aero Center), δήλωσε κατά την κυρίως εξέταση πως ο τελευταίος τού ήταν ένα άγνωστο πρόσωπο («ο κύριος Λίλλης ήταν ένα άγνωστο σε εμένα πρόσωπο») και ότι τον γνώρισε για πρώτη φορά όταν αναφέρθηκε στο έργο Aero Center («…όταν αναφέρθηκε στο έργο πρώτη φορά τον είχα γνωρίσει…»). Η αντιφατική και ανακόλουθη τούτη τοποθέτηση του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) ως προς το χρόνο γνωριμίας του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), έχει εδώ τη δική της σημασία, κυρίως, όταν ενταχθεί στους λόγους που προέταξε στην προφορική του μαρτυρία για να πείσει πως θα απέκλινε από τη λογική τάξη των πραγμάτων η όποια τυχόν απαίτηση του από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), για οποιασδήποτε μορφής δωροδοκία από μέρους του τελευταίου, τη στιγμή που - κατά τον κρίσιμο χρόνο της δωροδοκίας αυτής, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θα ήταν για τον τελευταίο ένα παντελώς άγνωστο πρόσωπο, με όλους ασφαλώς τους έμφυτους κινδύνους που το διάβημα αυτό θα εμπερίκλειε. Τούτη τη θέση, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) την επανέλαβε πέραν της μιας φοράς στη μαρτυρία του λέγοντας μάλιστα σε άλλο στάδιο της κυρίως εξέτασης του, ότι τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) τον είχε γνωρίσει «…το 2009, εντελώς τυχαία…» και όχι, όπως ισχυρίστηκε στην Απάντηση 2 της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 169, «…πιθανόν Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 2009, όταν ζήτησε συνάντηση μαζί μου σαν πρόεδρος του σωματείου ΑΛΚΗ Λάρνακας…», κάτι που με καμιά λογική δεν θα μπορούσε να καταταχθεί ως τυχαία συνάντηση αντί ως προγραμματισμένη και στοχευμένη όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) την περιέγραψε στην υπό αναφορά απάντηση του, ή ακόμη και στην απάντηση που έδωσε - κατά τα περιεχόμενα του σχετικού Τεκμηρίου 331, στη σελίδα 43 - ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής σε αντίστοιχη ερώτηση για το κατά πόσο γνώριζε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), δηλώνοντας προς τούτο ότι «[τ]ον γνώρισα αρχικά σαν Πρόεδρο της Αλκής που ήρθε από την αρχή…Μετά που είχα διοριστεί εγώ σαν πρόεδρος, δηλαδή τον Αύγουστο του 2009, πιθανόν το Σεπτέμβρη εκεί γύρω ή Οκτώβρη, δε θυμάμαι, με επισκέφθηκε για να μου ζητήσει βοήθεια για το σωματείο του, όπως πολλοί άλλοι πρόεδροι σωματείων έπρατταν και παρέπεμψα το θέμα...». Ας σημειωθεί - στο πλαίσιο της ίδιας μείξης τοποθετήσεων από μέρους του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) σε σχέση με το πώς, πότε και γιατί γνώρισε ή γνωρίστηκε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - πως είπε κατά την αντεξέταση ότι τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), του τον σύστησε «κάποιος κοινός γνωστός … σε μια εντελώς τυχαία κατά την γνώση τη δική μου συνάντηση …», περί το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο 2009, οπόταν και ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τού ανέφερε ότι επρόκειτο να υποβάλει αίτημα προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για κάποια επένδυση («Έχω αναφέρει στις καταθέσεις μου και ενώπιον της διερευνητικής επιτροπής ότι σε μια περίπτωση στο τέλος του ’09, Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του ΄09 κάποιος κοινός γνωστός με σύστησε στον Λίλλη σε μια εντελώς τυχαία κατά την γνώση τη δική μου συνάντηση στην οποία ο κύριος Λίλλης αναφέρει ότι πρόκειτο ούτε εταιρεία μου ανέφερε ούτε έργο, μου ανέφερε ότι πρόκειται να υποβάλει αίτημα προς το Ταμείο για κάποια επένδυση και η απάντηση μου ήταν ότι άμα θέλετε να υποβάλετε κύριε Λίλλη αίτημα ετοιμάστε επιστολές και φέρτε τις πάνω για να προωθηθούν όπως όλες, ξέρετε υπάρχει διαδικασία που μελετάται από το Ταμείο Συντάξεων, αυτά λέχθηκαν και μόνο, δεν μου είχε αναφέρει τίποτε άλλο ούτε περί ποια εταιρεία ήταν αυτή ούτε περί τι θα ήταν το έργο αυτό») και όχι - σύμφωνα με προηγούμενη τοποθέτηση του εν λόγω κατηγορούμενου (την οποία έχουμε ήδη παραθέσει) - πως η συνάντηση αυτή ήταν προγραμματισμένη μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου της ΑΛΚΗΣ και ότι τούτη αφορούσε στην εξέταση των δυνατοτήτων για διαφήμιση της ΑΤΗΚ μέσω της ΑΛΚΗΣ. Με την ευκαιρία της ως ανωτέρω αναφοράς μας στη μαρτυρία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, θα πρέπει να προσθέσουμε - και ορθώς εντοπίσθηκε και τούτο από την κ. Παπαγαπίου κατά την αγόρευση της - πως ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε ερωτηθεί κατά την εκεί μαρτυρία του περί της απόφασης αγοράς των υπόλοιπων εκ των 7/10 μεριδίων του επίδικου ακινήτου και για το αν θυμόταν για ποιο λόγο είναι που έγινε αυτό. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), απάντησε πως τούτο έγινε για να διασφαλιστεί και η έκδοση του χωριστού τίτλου, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτει πως η δεύτερη αυτή συμφωνία (βλ. Τεκμήριο 12), συνομολογήθηκε λόγω των απαιτήσεων της Wadnic Trading Ltd για τα επιπρόσθετα τετραγωνικά μέτρα. Σημαντική η παράλειψη του αυτή δεδομένων των εξεταζόμενων ζητημάτων ενώπιον της Επιτροπής Διερεύνησης και της γνώσης που είχε τούτος περί του θέματος κατά τους κρίσιμους χρόνους. Μένοντας στο ζήτημα των επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων, επιβάλλεται να σημειωθεί περαιτέρω πως ενώ ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) ισχυριζόταν κατά τη μαρτυρία του πως δεν είχε περιέλθει στην αντίληψη του η σχετική επιστολή της Wadnic Trading Ltd ημερομηνίας 7.12.11, η οποία καταπιανόταν με το ζήτημα των επιπλέον εμβαδών για τα κτήρια στο Aero Center (βλ. Τεκμήρια 10 και 11) και ενώ αρνείτο έτσι και αλλιώς γνώση του ζητήματος τούτου (στην έκταση που του υποβαλλόταν αντεξεταστικώς), αναγκάσθηκε στην πορεία των πραγμάτων, να παραδεχθεί πως στις 9.12.11 και ώρα 10:15 π.μ. υπέγραψε (στο πάνω δεξιό μέρος της πρώτης σελίδας του εν λόγω εγγράφου), παραλαβή της σχετικής τούτης επιστολής, ως το Τεκμήριο 49, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το ψευδές των προηγούμενων του ισχυρισμών που σκοπό είχαν βεβαίως στο να τον απομακρύνουν από οποιαδήποτε ενεργό εμπλοκή στα της συνομολόγησης της δεύτερης συμφωνίας. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) - και το διατυπώνουμε τούτο με πλήρη επίγνωση και συναίσθηση της σημασίας των πραγμάτων και των αρχών που διέπουν το ζήτημα των αξιολογικών κριτηρίων της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα ενώ καταθέτει στο εδώλιο (τις οποίες δεν θα επαναλάβουμε ξανά σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα χάριν συντομίας λόγου) - δεν ήταν καθόλου πειστικός (και είμαστε συγκαταβατικοί στον όρο που χρησιμοποιούμε), σε σχέση με τον ισχυρισμό που προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση ότι είχε παραλάβει από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) περί το Μάρτιο-Απρίλιο 2011 (όπως είπε), στο γραφείο του τελευταίου στη Λάρνακα, κάποιο υλικό που «…περιείχε μέσα όλο το αναγκαίο ιστορικό, επιτυχίες της ΑΛΚΗΣ, κύπελα κλπ, ιστορία από έρευνα που έκαναν οπαδών, γιατί ήταν ένα από τα κριτήρια … αν θα δώσεις χορηγία προς κάποιες κατευθύνσεις, το μέγεθος της ανταπόκρισης που θα έχεις από τους οπαδούς σαν κερδοσκοπικός οργανισμός, όπως ήταν η CYTAVISION και όλα αυτά με φωτογραφίες και πράγματα …». Και ότι σε μια άλλη περίπτωση, ο ίδιος μάρτυς τού είχε «… δώσει στη Λευκωσία φάκελο με φανέλα της Manchester United να έρχεται στην Κύπρο, τους χειμερινούς μήνες να γυμνάζεται στις αθλητικές εγκαταστάσεις της ΑΛΚΗΣ». Είπε επίσης ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ότι το φάκελο αυτό τον έδωσε στον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), ο οποίος - μολονότι άλλοτε ισχυριζόταν στη μαρτυρία του πως παρέλαβε τη φανέλα το 2011-2012 και άλλοτε το 2010 - «προφανώς τον παρέδωσε και έγινε εξέταση του θέματος». Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ανέφερε αυτά που παραθέτουμε στις πιο πάνω περικοπές αναφορικά με το υλικό που υποτίθεται ότι του είχε δώσει ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μετά που του υποβλήθηκε δύο φορές η σχετική ερώτηση από τον κ. Πική κατά την κυρίως εξέταση (δοσμένου ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) δεν απαντούσε ευθέως στο ερώτημα εάν σε οποιοδήποτε στάδιο βρέθηκε στο γραφείο του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και παρέλαβε οποιοδήποτε φάκελο) και τούτο επειδή, φανερά στα μάτια μας, ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν έλεγε την αλήθεια. Η σημασία της τοποθέτησης του τελευταίου ήταν - και το γνώριζε - καίρια και καταλυτική σε ό,τι αφορά στην εκδοχή του πως ουδέποτε χρηματίστηκε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) με τον τρόπο (και κατά το χρόνο) που περιέγραψε ο τελευταίος στη μαρτυρία του. Γνώριζε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ότι υπήρχε εναντίον του μαρτυρία πως είχε θεαθεί να εξέρχεται των γραφείων του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στη Λάρνακα κρατώντας φάκελο αλλά και ότι ο τελευταίος είχε αναφέρει πως του παρέδωσε σε φάκελο το ποσό της πρώτης δόσης της δωροδοκίας που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους σε σχέση με το Aero Center. Επέλεξε λοιπόν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) να ισχυρισθεί ότι εντός των φακέλων αυτών (πάντοτε κατά τη θέση του), δεν περιείχοντο λεφτά αλλά ιστορικό υλικό και άλλα τινά σε σχέση με την ΑΛΚΗ, όπως και κάποια φανέλα της Manchester United (που στην εξέλιξη της διαδικασίας μετατράπηκε σε φανέλα άλλης αγγλικής ποδοσφαιρικής ομάδας, της Arsenal), αρνούμενος επίσης πως είχε ποτέ βρεθεί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και σε καφετερία της Λευκωσίας παραλαμβάνοντας οποιοδήποτε φάκελο. Βεβαίως - εκτός του ότι ο τρόπος με τον οποίο έδωσε τη μαρτυρία αυτή ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), κατεδείκνυε πασιφανώς προς την κατεύθυνση της αναλήθειας - η προβαλλόμενη από αυτόν εκδοχή, αντί να επιρρωθεί από τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), τον οποίο ο ίδιος κάλεσε ως μάρτυρα Υπεράσπισης (και προς τον οποίο υποτίθεται πως είχε δοθεί ο φάκελος από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), μετά που τον παρέλαβε από τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]), αποδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό που ανέδειξε και μια έκδηλη αδυναμία και ασυνέπεια στην προβολή της υπό αναφορά εκδοχής. Επειδή (όπως επεξηγούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια κατωτέρω κατά την ανάλυση τής αξιοπιστίας του Νικόλα Γεωργιάδη [ΜΥ9]), ο τελευταίος ήταν και δεν ήταν σε θέση να πει κατά πόσο το υλικό - που αφορούσε (προφανώς στην ΑΛΚΗ), ή στην πολλά αναφερόμενη φανέλα της Manchester United (όπως την προσδιόρισε αρχικώς ο κατηγορούμενος 1 [Ευστάθιος Κιττής]), ή στην εξίσου πολυσυζητημένη φανέλα της Arsenal (όπως την περιέγραψε ο Νικόλας Γεωργιάδης [ΜΥ9]) - του δόθηκε από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), ή από οποιονδήποτε άλλον. Υπάρχουν και άλλα που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε στο χαρτί εν σχέσει με την αναξιοπιστία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) και τα οποία, όμως, δεν κρίνουμε πως χρειάζεται να παραθέσουμε (αν και τα αξιολογήσαμε) αφού κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό δεδομένων των όσων έχουμε ήδη αναλύσει ανωτέρω σε σχέση με την πτυχή αυτή του πράγματος. Ενδείκνυται όμως να επισημάνουμε επί μιας γενικότερης διάστασης - και σε πλήρη σύμπνοια, θα πρέπει να πούμε, με τις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής (και ανάλογης απόκλισης από εκείνες των δικηγόρων των κατηγορουμένων και ιδιαίτερα του κ. Πική) - πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) εμφανώς είναι που επιχείρησε κατά τη μαρτυρία του να θολώσει το (στοχευμένο) ζήλο που επέδειξε για τη συνομολόγηση και υλοποίηση των δύο συμφωνιών που υπέγραψε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ με την Wadnic Trading Ltd, ως τα Τεκμήρια 4-4Α και 12. Πολύ συχνά, εάν όχι πάντοτε, είναι που προέτασσε ως ασπίδα στις πράξεις ή παραλείψεις του το γεγονός πως λειτουργούσε βάσει γνωματεύσεων ή απόψεων πραγματογνωμόνων και ότι ο ίδιος δεν είχε παρά μόνο μια ψήφο στα πράγματα, κάτι που εκ των πραγμάτων όχι μόνο αποδυναμώνει αλλά και εξοβελίζει κάθε πιθανότητα άνομων ενεργειών από μέρους του. Το πώς λειτούργησε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), φαίνεται και από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει στην ενότητα αυτή αλλά και σε άλλα τα οποία ακολουθούν. Εκείνο που μπορεί και επιβάλλεται να ειπωθεί τώρα, είναι πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ως Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - όπως συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών και στην περίπτωση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), αλλά και των Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και Γιώργου Τσακιστού (ΜΥ22), που επίσης απείχαν πολύ κατά τους κρίσιμους χρόνους από την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους ως μελών του υπό αναφορά ταμείου - είχε υποχρέωση να λειτουργεί σε όλους τους ουσιώδεις χρόνους ως πραγματικός (και όχι μόνο εννοιολογικώς), θεματοφύλακας των συμφερόντων του υπό αναφορά ταμείου. Δεν το έπραξε όμως και τούτο το λέμε στη βάση εκείνων που ο ίδιος παραδέχθηκε πως έπραττε (ή δεν έπραττε), αναλόγως της περίπτωσης. Έπεται από τη μαρτυρία του, πως δεν επέδειξε επαρκές ενδιαφέρον ή και καθόλου για να δει και μελετήσει τα σχέδια του έργου Aero Center, για το οποίο το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ είχε συμφωνήσει να καταβάλει συνολικό ποσό ύψους €24.050.000, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ούτε και ενδιαφέρθηκε να δει τις σχετικές συμφωνίες που υπογράφθηκαν - ήταν, ας μη ξεχνούμε (όπως ο ίδιος είπε), ένας έμπειρος δικηγόρος - ούτε και νοιάστηκε για τα επιπλέον χρήματα που απαίτησε η Wadnic Trading Ltd, η οποία προέταξε τα περί επιπλέον τετραγωνικών μέτρων που θα έπρεπε να κατασκευαστούν (βλ. Τεκμήρια 3Α, 10, 11 και 49), ή γνώριζε τελικώς ποια κτήρια αγόραζαν. Μήτε και ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για ποιο λόγο η προκαταβολή που καταβλήθηκε θα έπρεπε να ήταν τόσο ψηλή, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη το είδος και εμβέλεια των εξασφαλίσεων και εγγυήσεων που δόθηκαν αναφορικώς με την εκτέλεση της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α. Καθόλου δεν προβληματίστηκε για το γεγονός ότι η Wadnic Trading Ltd, ήταν μια άγνωστη εταιρεία δίχως εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα η οποία, μάλιστα, ούτε καν είχε εξασφαλίσει τις νομοθετικώς απαιτούμενες άδειες για το έργο Aero Center. Ούτε και ποτέ φαίνεται να ανησύχησε για την απουσία αίτησης εξασφάλισης άδειας κατά παρέκκλιση όταν υπογραφόταν η επίδικη συμφωνία, ή ζήτησε ποτέ να λάβει εκτίμηση για την αξία της γης που αγόραζε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, αρκούμενος στην εκτίμηση που παρουσίασε η Wadnic Trading Ltd και βεβαίως, ποτέ δεν επιδίωξε να μάθει, για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει εντασσόμενο στο σύνολο των συνειρμών στους οποίους όφειλε να προβεί αν είχε συναίσθηση των υψηλών του θεσμικών καθηκόντων (ως αξιωματούχου της ΑΤΗΚ), για το πώς είναι που περιήλθε το προς πώληση τότε ακίνητο στην κατοχή της Wadnic Trading Ltd και για ποιο ποσό. Αντιθέτως δήλωσε, χαρακτηριστικά σε απάντηση σχετικής ερώτησης της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, πως «[μ]πορούσε και να το πάρει δωρεάν από τη μάνα του. Σημαίνει αν το πήρε δωρεάν από τη μάνα του, θα το έδινε ένα εκατομμύριο αν η αξία ήταν 15 εκατομμύρια; Μιλούμε για τις συνθήκες αγοράς, το επήρε 1 εκατομμύριο 700, το έμαθα εκ των υστέρων, αλλά λέω εκείνος που επήρε 1 εκατομμύριο 700 τη γη και γέλασε του Τουρκοκύπριου, δεν είναι δουλειά δική μου αυτό. Ρωτήστε τον κύριο Λίλλη σας». Συνεχίζουμε για να υποδείξουμε πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν ζήτησε ούτε τη συμβουλή του Αντώνη Λοΐζου (ΜΚ29) που ήταν σύμβουλος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε θέματα πολιτικής για επενδύσεις σε ακίνητα ώστε να διαπιστωθεί, ή έστω να μετρηθεί αν μη τι άλλον, η άποψη του μάρτυρα αυτού μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποκομιστεί για το πόσο πρόσφορη ή απρόσφορη θα ήταν ή μπορούσε να ήταν η αγορά του επίδικου ακινήτου και η δημιουργία γραφειακών χώρων εντός αυτού. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), αντεξεταζόμενος για το περιεχόμενο της συζήτησης που είχε με τους εκπροσώπους της Grarisano Enterprises Ltd στις 23.10.09, για το κατά πόσο γνώριζε περί της αφορώσας πρότασης κατ’ εκείνο το χρόνο, απάντησε γενικώς, πως του «… μιλούσαν για χρηματοδότηση, για διάφορα είδη και λέω "Κοιτάξετε, δεν είναι στο προφορικό, ετοιμάστε μια έκθεση, μια εμπεριστατωμένη θέση και να την φέρετε στο Ταμείο όταν θα είστε έτοιμοι"». Σημείωσε, επίσης, ότι δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει περί ποιου έργου γινόταν λόγος και ότι «… ούτε AERO ήξερα ούτε το όνομα της εταιρείας. Μου έλεγαν για ένα έργο στην περιοχή αεροδρομίου, απέναντι από το αεροδρόμιο και αφού θεωρείτο ένα ιδιαίτερο στοιχείο γιατί το αεροδρόμιο θεωρείται από όλους μας όπως προέκυψε εκ των υστέρων ένας χώρο[ς] στον οποίο αναπτύσσεται πάντα μια ιδιαίτερη δραστηριότητα», χωρίς ποτέ να έχει υπόψη λεπτομέρειες για το τι είναι που θα ανεγειρόταν εντός του συγκεκριμένου αυτού χώρου. Ξέχασε εντούτοις ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), πως το έργο Aero Center είχε προκαταρτικώς παρουσιαστεί από την Glarisano Enterprises Ltd προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στις 23.10.09, ως το περιεχόμενο της επιστολής - Τεκμήριο 14(77). Όταν πλέον ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), διαπίστωσε τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε ως εκ των απαντήσεων του επί του ζητήματος, άρχισε να λέγει - με καθόλου πειστικό τρόπο για να πούμε το λιγότερο - ότι η περί ης ο λόγος παρουσίαση αφορούσε σε κάποιες γενικές αναφορές επί εγγράφων που είχαν στην κατοχή τους οι παρουσιάζοντες, με τον ίδιο να μη βλέπει τη μέρα εκείνη οποιοδήποτε ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο για ό,τι είναι που αναλυόταν επιτόπου. Υπάρχουν και άλλα. Παρακολουθήσαμε με μεγάλη προσοχή την προσπάθεια του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), να πείσει ότι είχε αποστείλει προς τον δικηγόρο Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) - διά τοποθέτησης στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του τελευταίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας - την επιστολή (Τεκμήριο 146), με την οποία εσωκλείετο τιμολόγιο ημερομηνίας 29.12.11 για υπηρεσίες που ο εν λόγω κατηγορούμενος διατείνεται πως είχε προσφέρει, ως δικηγορικό γραφείο, προς τη Leagros Investment Ltd και δη, για υποτιθέμενες προσπάθειες πώλησης κάποιου ακινήτου «… όπως είχαμε συνεννοηθεί και με τους πελάτες σας (Dominges Co Ltd)». Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ανέφερε πως την επιστολή αυτή την τοποθέτησαν στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2), δικηγόροι του γραφείου του «… που πάνε κάτω στα δικαστήρια». Είπε επίσης πως δεν είχε ενημερώσει τον Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) ότι θα του έστελνε την επιστολή - Τεκμήριο 146 από προηγουμένως «… διότι ξέραμε ότι θα την πάρει κάποια ώρα και δεν υπήρχε και απαραίτητος λόγος δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να τρέχω γι’ αυτό». Επί αυτής της τοποθέτησης του, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου, γιατί δεν επέλεξε να στείλει την επιστολή - Τεκμήριο 146 με φαξ (τηλεομοιότυπο), έτσι ώστε να μη χρειαζόταν «… να πάνε οι δικηγόροι σας στο Δικαστήριο να τη βάλουν στο κουτί του κυρίου Μιχαηλίδη;», με τον εν λόγω κατηγορούμενο να δηλώνει, με πολύ ευθύ και κοφτό τρόπο (όπως είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε), ότι «έτσι επικοινωνούμε με τους δικηγόρους». Δοθείσας της απάντησης τούτης και ιδιαίτερα του τρόπου εκφοράς της, συνοδευόμενης από κάποιες αιτιάσεις ως διατυπώνονται στο πρακτικό - που θα πρέπει να πούμε πως φανερώς είναι που κατέδειχναν σε αναλήθεια - δεν μπορεί παρά ευλόγως να δημιουργήσει ερώτημα, για ποιο λόγο είναι που ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν απέστειλε παρόμοια επιστολή, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο τής διά χειρός μεταφοράς στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) και στην περίπτωση του γραπτού μηνύματος (email) ημερομηνίας 23.4.12, ως το Τεκμήριο 399Α-Β, το οποίο είχε αποσταλεί προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) από το δικηγορικό γραφείο PHC TSANGARIDES LLC, εν σχέσει με ζήτημα που αφορούσε στην επικείμενη, τότε, εκπνοή τής αναστολής εκτέλεσης απόφασης που είχε δοθεί (στις 31.10.11) στο πλαίσιο της αγωγής 80/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας [Brisynea Ltd v Leagros Investment Ltd] (βλ. Τεκμήριο 386) και την παράκληση προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για «… καταβολή της 2ης δόσης του εξ αποφάσεως χρέους σας που είναι €113.906,66». Παρομοίως, διερωτάται κανείς γιατί ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν απέστειλε διά επιστολής στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) και την ειδοποίηση πληρωμής ημερομηνίας 3.5.12, εν σχέσει με την αγωγή 80/08 - Τεκμήριο 386. Κάτι τελευταίο, που μπορεί και να μη δύναται να αποτμηθεί από τα όσα περιβάλλουν την αμέσως προηγούμενη συζήτηση μας περί της Leagros Investment Ltd και την αντιστοίχως περιγραφόμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Κρίνουμε ως ατυχή - και συνειδητώς είναι που υιοθετούμε τον ήπιο αυτό χαρακτηρισμό - την επίκληση από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), της συμφωνίας μεταξύ Leagros Investment Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 64, μέσω της οποίας, ως γίνεται αντιληπτό, ο κατηγορούμενος αυτός αποπειράθηκε να δικαιολογήσει την κατάθεση ύψους €100.000 στο λογαριασμό του γραφείου του, αποσυναρτόντας την από τα όσα συναφώς είναι που υπέδειξε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλαν την (τραπεζική) συναλλαγή. Δεν κρίνουμε, ας καταστεί σαφές το στοιχειώδες τούτο, την αξιοπιστία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) επί της πτυχής που συζητούμε με βάσει τι είναι που είπε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5). Παραπέμπουμε στα αναφερθέντα από τον τελευταίο, για να αποδώσουμε την ευρύτερη διάσταση των πραγμάτων σε ό,τι είναι που αφορά στις εκατέρωθεν προβαλλόμενες εκδοχές. Το επιτηδευμένο της σκέψης και των περιγραφόμενων ενεργειών του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), για ό,τι τώρα είναι που εξατομικευμένως συζητούμε, καθίσταται ευκόλως διακριτό στον ανεξάρτητο παρατηρητή. Όπως άλλωστε και το προσχηματικό σύνταξης τής φερόμενης συμφωνίας - Τεκμήριο 64. Η υπό αναφορά συμφωνία, παρουσιάζει εξόφθαλμες ελλείψεις και εκπτώσεις σε νομικό περιεχόμενο και περιγραφή, όπως για παράδειγμα, σε σχέση με την απουσία ουσιωδών όρων, τη μη καταγραφή του τρόπου και του χρόνου καταβολής του αναφερόμενου τιμήματος και τη λανθασμένη αναφορά στον τόπο υπογραφής. Τούτες οι επισημάνσεις καταδεικνύουν όχι μόνο προχειρότητα αλλά και το εσπευσμένο σύνταξης του εγγράφου - Τεκμήριο 64. Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί πως ο προκαθορισμός του ποσού των €100.000, σε περίπτωση που δεν ασκείτο το δικαίωμα αγοράς, ήταν όχι μόνο αχρείαστος αλλά και επί της ουσίας αδικαιολόγητος επειδή στην περίπτωση μη άσκησης των απορρεόντων από την κατ’ ισχυρισμόν συμφωνία δικαιωμάτων, θα μπορούσε να κατακρατηθεί μόνο το ποσό των €10.000, ενώ το υπόλοιπο ποσό ύψους €90.000 θα έπρεπε να επιστραφεί στο άλλο συμβατικό μέρος. Η θέση του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τον είχε ενημερώσει προφορικώς (μέρες πριν λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στη συμφωνία - Τεκμήριο 64), περί της πρόθεσης του να μην προβεί σε εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που συμβατικώς του προσφέρονταν, εκτός του ότι από μόνη της δεν πείθει, ενισχύει και το εμφανώς (και αναδυόμενο εκ των πραγμάτων), ανυπόστατο της προβαλλόμενης τοποθέτησης. Διερωτάται κανείς, σταθμίζοντας τη δυναμική του υπερασπιστικού επιχειρήματος, για ποιο λόγο ο όποιος αντισυμβαλλόμενος της Leagros Investment Ltd - που στην προκειμένη περίπτωση φέρεται να είναι η Wadnic Trading Ltd - να επιθυμεί την απώλεια των πλεονεκτημάτων που εκπηγάζουν από τη συμφωνία - Τεκμήριο 64, παραιτούμενος πρόωρα από αυτά, δίχως να αποκομίζει οτιδήποτε το θετικό ως εκ της ενέργειας του αυτής. Αποφαινόμαστε, πως η άποψη αυτή του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), στερείται (και τούτη), αξιόπιστου υποβάθρου, χωρίς να χρειάζεται να πούμε κάτι τι περισσότερο, μια και η συμπεριφορά που περιγράφεται, αυτοδήλως είναι που ακυρώνει τα όσα ο μάρτυς προέταξε.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή).
Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης (ΜΥ2), δεν ήταν καθόλου πειστικός στη θέση που προέβαλε κατά τη μαρτυρία του - που ομολογουμένως ήταν εν πολλοίς ταυτισμένη με τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία (βλ. Τεκμήριο 190) - πως παρέλαβε στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την επιστολή ημερομηνίας 11.1.12 - Τεκμήριο 146, από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) «… η οποία συνοδεύετο με τιμολόγιο με αρ. 94/11 για το ποσό των €10000 …», αλλά και «… ένα συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) …». Ο μάρτυς δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς είναι που είχε παραλάβει την εν λόγω επιστολή, σίγουρα όμως ο χρόνος αυτός «… δεν υπέρβαινε τις δύο εβδομάδες ή τρεις εβδομάδες maximum, γιατί εάν ήταν μια ημερομηνία η οποία είχε διάσταση από την ημερομηνία της επιστολής, θα μου έκανε κάτι κλικ και θα πήγαινα πίσω να ρωτήσω "μα γιατί άργησες να μου δώσεις την επιστολή" ήταν μέσα σε λογικά πλαίσια δηλαδή η επιστολή εκείνη, την πήρα στο κουτί μου στο Δικαστήριο, maximum να ήταν δύο εβδομάδες μετά την ημερομηνία της επιστολής». Κατά την παράθεση της μαρτυρίας του επί της αναλυόμενης τούτης πτυχής, ο μάρτυς (με τον τρόπο που απαντούσε εντός του εδωλίου), μας δημιούργησε την εντύπωση πως δεν έλεγε τα όσα πραγματικώς γνώριζε επί του θέματος και ότι απέφευγε να παρουσιάσει την πλήρη αλήθεια. Δεν ήταν όμως μόνο τούτο που οδήγησε στη διάπλαση της αρνητικής μας εντύπωσης. Ο μάρτυς ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση εάν είχε παραδώσει προς την Αστυνομία το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς [option] (βλ. Τεκμήρια 64 και 144), με αυτόν να απαντά, με απόλυτη σιγουριά (καθώς είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά την εκφορά του λόγου του), ότι είχε παραδώσει το συμβόλαιο αυτό προς την Αστυνομία εκείνη την ημέρα κατά την παράθεση της γραπτής του κατάθεσης - Τεκμήριο 190. Η κ. Παπαγαπίου κάλεσε τον μάρτυρα να εξηγήσει για ποιο λόγο είναι που δεν ανέφερε το γεγονός αυτό στην εν λόγω γραπτή κατάθεση, δεδομένου πως η μνήμη του στις 29.11.13 (όταν έδινε την κατάθεση) ήταν σαφώς εγγύτερη στα πράγματα. Ο μάρτυς παραδέχθηκε ότι δεν ανέφερε τίποτε περί παράδοσης του υπό αναφορά συμβολαίου (συμφωνίας) στη γραπτή του κατάθεση, λέγοντας συν τω χρόνω, πως δεν ήταν σίγουρος ούτε και για το αν είχε πράγματι παραδώσει το εν λόγω συμβόλαιο προς την Αστυνομία, κάτι που, βεβαίως, αντίκειται στο απόλυτο της θέσης που είχε εκφράσει επί του ζητήματος στιγμές προηγουμένως κατά την αντεξέταση. Υπάρχει άλλη μια έκφανση των πραγμάτων σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα που μας προξένησε κακή εικόνα καίτοι η μαρτυρία του ήταν σχετικώς πολύ σύντομη. Ενώ λοιπόν στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 190, ο μάρτυς λέγει πως το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) επισυναπτόταν στην επιστολή - Τεκμήριο 146 [μαζί με το τιμολόγιο 94/11] («… μου είχε αποσταλεί στην δικαστική μου θυρίδα … ένα συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) … επίσης μαζί επισυνάπτετο επιστολή από το Δικηγορικό Γραφείο Στάθης Κιττής, ημερ. 11/1/12, η οποία συνοδεύετο με τιμολόγιο …»), στην ενώπιον μας μαρτυρία άφησε να νοηθεί πως το υπό αναφορά συμβόλαιο είχε παραδοθεί σε αυτόν στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα, δίχως να είναι επισυνημμένο στην επιστολή - Τεκμήριο 146 (επί της οποίας, όντως, επισυνάπτεται το τιμολόγιο 94/11, όχι όμως το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς). Ακολούθως, υπεβλήθη στον μάρτυρα από την κ. Παπαγαπίου ότι τα υπό αναφορά έγγραφα (δηλαδή το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς και η επιστολή -Τεκμήριο 146, μαζί με το επισυνημμένο τιμολόγιο), δεν τα είχε παραλάβει λίγες μέρες μετά την 11.1.12 (όπως ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του), αλλά «… περί το καλοκαίρι του ΄13 και για να σε συγκεκριμενοποιήσω έτσι λίγο καλύτερα, μετά που βγήκε στη φόρα το σκάνδαλο για τη Δρομολαξιά». Πρέπει να πούμε ότι η αποφατική απάντηση που έδωσε ο μάρτυς στην υποβολή της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, αν και εκ των πραγμάτων απλή στην ουσία της και μονολεκτική («όχι»), μας δημιούργησε τη βεβαιότητα πως αφίστατο της αλήθειας. Ακόμη χειρότερη εντύπωση μας δημιουργήθηκε από την αμέσως επόμενη απάντηση του μάρτυρα στο ερώτημα της κ. Παπαγαπίου πώς είναι που θυμόταν ότι παρέλαβε τα υπό αναφορά έγγραφα στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα στις αρχές 2012, τη στιγμή που είχε δηλώσει ότι απλώς θυμόταν περί του γεγονότος αυτού δίχως όμως να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση. Η κακή εντύπωση που μας δημιουργήθηκε ένεκα της τελευταίας αυτής απάντησης του μάρτυρα δεν διαπλάστηκε από το γεγονός ότι δεν έδωσε λεπτομέρειες για το πώς θυμόταν αυτό επί του οποίου ερωτήθηκε αλλά από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε παραθέτοντας τα λεχθέντα του κατά τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπάρχουν και άλλα. Ο μάρτυς ρωτήθηκε από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση για το κατά πόσο είχε οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για «… αυτά τα έγγραφα πριν σας τα βάλει στη δικαστική σας θυρίδα …», με τον μάρτυρα να απαντά αρνητικά και με τρόπο απολύτως βέβαιο («όχι»). Μετέπειτα όμως, σε άλλη αντεξεταστική ερώτηση, ο μάρτυς μετέβαλε το άτεγκτο της αρχικής του θέσης δηλώνοντας ότι ίσως και να είχε τηλεφωνήσει στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για να του πει πως είχε παραλάβει τα έγγραφα, δεν ήταν ωστόσο σίγουρος γι’ αυτό, διότι «… μετά που τόσα χρόνια, δεν ήξερα ότι θα υπάρχει αυτή η διαδικασία για να παίρνω σημειώσεις». Κατανοητή ως είναι (ως ζήτημα γενικότερης διαπίστωσης), η θέση του μάρτυρα περί εξασθένισης της μνήμης λόγω έλευσης μακρού χρόνου από το σημείο αναφοράς - και καταπιανόμαστε με την απάντηση αυτή πέραν και ανεξαρτήτως της αρνητικής εντύπωσης που μας δημιούργησε ο μάρτυς και σε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του - δεν μπορεί παρά να προκαλέσει το εύλογο ερώτημα γιατί είναι που το πέρασμα του επίδικου τούτου χρόνου δεν είχε επηρεάσει τη μνήμη του μάρτυρα εν σχέσει και με το ζήτημα του προσδιορισμού τού χρόνου παραλαβής της επιστολής - Τεκμήριο 146 στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα (όσο και αν δόθηκε από αυτόν ένα περιθώριο απόκλισης κάποιων εβδομάδων ως του χρόνου παραλαβής), ή για το ότι το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς ήταν υπογραμμένο από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) «… και την εταιρεία Wadnic …», όπως με βεβαιότητα είχε τονίσει ο μάρτυς κατά τη μαρτυρία του. Θυμόταν επίσης - ασχέτως του παρελεύσαντος χρονικού διαστήματος - ότι μετά που έλαβε την επιστολή - Τεκμήριο 146, του φάνηκε ότι το ποσό της χρέωσης στο επισυνημμένο τιμολόγιο 94/11 «… ήταν λίγο υπερβολικό …», γεγονός που τον ώθησε να επικοινωνήσει με τους πελάτες του (Dominges Co Ltd) και να τους αναφέρει περί του γεγονότος, με τους τελευταίους εντούτοις να του ανταπαντούν «"ξέχνα το, είναι εντάξει"», όπως θυμόταν και το ότι δεν είχε παραλάβει τις γραπτές οδηγίες πληρωμής ύψους €113.906.66 - Τεκμήριο 398, με οποιαδήποτε συνοδευτική επιστολή από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Κατ’ ακολουθίαν, ούτε και σε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του, ο μάρτυς δήλωσε με παρρησία όσα είναι που γνώριζε.
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2).
Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), ήταν κάθετος πως όταν τελικώς είδε την επίδικη συμφωνία - Τεκμήριο 4 (ως τούτο είχε υπογραφεί και κατατεθεί στο Κτηματολόγιο) και παρότι αντιλήφθηκε τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούσε (κατά την άποψη του), η συμπερίληψη τού 48% των 7/10 μεριδίων του τεμαχίου που φερόμενα ανήκε στην Wadnic Trading Ltd, δεν είπε σε κανέναν οτιδήποτε περί του θέματος ούτε και προέβη σε συγκεκριμένη αναφορά στην εισήγηση του προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ως το Τεκμήριο 3Α και αυτό διότι, ανησυχία του ήταν «… να μη διαρρεύσει αυτό συγκεκριμένα το θέμα του 48%, γιατί θα έδινε μεγάλα επιχειρήματα στην άλλη πλευρά, να διεκδικήσει αντιλαμβάνεστε πολύ μεγαλύτερα ποσά». Με αυτές τις σκέψεις, ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), πως «… στην παρουσίαση που έκανα για να αναφερθώ σ’ αυτό το συγκεκριμένο θέμα, έχοντας υπόψη μου, μη αντιλαμβανόμενος ότι η απόφαση της διαχειριστικής επιτροπής, εάν το έλεγα και αυτό το επιχείρημα, όχι μόνο δεν θα ήταν διαφορετική, αλλά θα ήταν και πολύ πιο έντονη υπέρ της εισήγησης, για λύση του προβλήματος με εκείνον τον τρόπο. Έτσι δεν αναφέρθηκα σ’ αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Έκρινα ότι θα ήταν αρκετά, για να ληφθεί η απόφαση που λήφθηκε». Εξηγώντας περαιτέρω το ζήτημα των διαρροών, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), ανέφερε πως τούτες αποτελούσαν, δυστυχώς, συχνό φαινόμενο κατά τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και της Cytavision, επειδή «… [κ]άποιος δημοσιογράφος είχε καλές πηγές». Βεβαίως, θα πρέπει να σημειώσουμε - και το συναριθμούμε ως ενδεικτικό ανακολουθίας στην προβαλλόμενη εκδοχή του υπό αναφορά κατηγορούμενου και μόνο ως τέτοια - πως σύμφωνα με τον Χριστάκη Αντούνα (ΜΥ5), τον οποίο κάλεσε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), «[μ]ετά από κάποιες συζητήσεις που έγιναν στο Διοικητικό Συμβούλιο είχαμε αποφασίσει ότι η πιθανή εστία διαρροών αφορούσε το μηχανογραφικό τμήμα του οργανισμού και ως εκ τούτου κάποιες ευαίσθητες πληροφορίες, κάποιες ευαίσθητες θέσεις του οργανισμού δεν δίνοντο άμεσα στο μηχανογραφικό τμήμα, για τον λόγο ότι θα μπορούσαν να διαρρεύσουν». Κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα πως εάν πράγματι το ζήτημα των διαρροών είχε συζητηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ με τον τρόπο που περιέγραψε ο Χριστάκης Αντούνας (ΜΥ5), για ποιο λόγο είναι που ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) συμπέρανε πως οι διαρροές είχαν τις καταβολές τους είτε στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ είτε στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ή στις συνεδριάσεις της Cytavision, με αποδέκτη μάλιστα συγκεκριμένο και κατονομασθέντα δημοσιογράφο. Βάσει της λογικής του Χριστάκη Αντούνα (ΜΥ5), ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) θα μπορούσε κάλλιστα να απεκάλυπτε προς τους συναδέλφους του τα όσα είναι που κατ’ ουσίαν παραδέχεται ότι τους απέκρυψε (θέση που επανέλαβε και ο κ. Θωμά στην αγόρευση του), μεριμνώντας να ελαχιστοποιήσει τουλάχιστον την πιθανότητα των όποιων υποτιθέμενων διαρροών, με σαφείς και συγκεκριμένους χειρισμούς, κάτι όμως που εκ των πραγμάτων επέλεξε να μην πράξει, όπως ομοίως επέλεξε να μην επιδιώξει ποτέ την εξασφάλιση νομικής συμβουλής από τους εξωτερικούς νομικούς συμβούλους της ΑΤΗΚ επί των ζητημάτων που συναφώς τον απασχολούσαν και παρόλο που ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, δικηγόρος Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19), διαφώνησε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας στις 20.3.12, λέγοντας πως οι όποιες απαιτήσεις της Wadnic Trading Ltd μπορούσαν να τύχουν αντίκρουσης «… με αρκετά ισχυρά επιχειρήματα ώστε η διευθέτηση που αποφασίστηκε να είναι αχρείαστη». Περιπλέον, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), θα εδύνατο πολύ εύκολα, εάν το επιθυμούσε, να έθετε προς τους υπόλοιπους συναδέλφους του, ζήτημα επικοινωνίας με τους νομικούς συμβούλους της ΑΤΗΚ προς το σκοπό εξασφάλισης σχετικής γνωμάτευσης από αυτούς, πράγμα που επίσης δεν έπραξε. Απεναντίας, επέλεξε να τους αφήσει στο σκότος για ένα εξόχως σημαντικό ζήτημα (ως ο ίδιος το ανήγαγε), κρύβοντας από αυτούς τα παρεπόμενα εισαγωγής του 48% στην επίδικη συμφωνία, όχι μόνο κατά τους κρίσιμους χρόνους αλλά και πολύ μεταγενέστερα αυτών, όταν πια η όποια ανησυχία για διαρροές θα έπρεπε να είχε προφανώς και εκ των πραγμάτων εκλείψει. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), ουδέποτε είχε φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα του 48% είτε στην κατάθεση του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής (βλ. Τεκμήριο 174Α), είτε στη μαρτυρία που έδωσε ενώπιον της τελευταίας (βλ. Τεκμήριο 333), ή ακόμη στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 174, κάτι που ευλόγως θα μπορούσε να έπραττε μια και δεν υπήρχε πια κίνδυνος για ό,τι είναι που τον απασχολούσε κατά τους χρόνους εκείνους επί του θέματος. Μάλιστα δε, οι εξηγήσεις και αιτιάσεις που έδωσε για τους χειρισμούς του αυτούς ήσαν, κατά το λιγότερο, αποστερημένες οποιασδήποτε πειστικότητας ή έστω αληθοφάνειας, ως εκ του τρόπου που εκφράστηκαν ενώπιον μας κατά την παράθεση της μαρτυρίας του. Παραδέχθηκε ενόρκως ενώπιον μας πως δεν το είχε κρίνει αναγκαίο να προβεί σε εις βάθος εξήγηση των πραγμάτων κατά τη μαρτυρία του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής (βλ. Τεκμήριο 333) και πως ως εκ τούτου επέλεξε να αναφέρει εκεί «… τις ερμηνείες που εκείνη τη στιγμή έκρινα ότι είναι ικανοποιητικές για να κάμουν την έρευνα τους». Διάλεξε, με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) να αντικαταστήσει το ρόλο της Ερευνητικής Επιτροπής παρουσιάζοντας επιλεκτικά ενώπιον της εκείνα που ο ίδιος θεωρούσε ως ικανοποιητικά για σκοπούς διερεύνησης από την τελευταία και όχι όλα όσα γνώριζε σε σχέση με την εμπλοκή του σε εκείνα που τύγχαναν διερεύνησης, πέραν και ανεξαρτήτως ασφαλώς του γεγονότος ότι το ζήτημα του 48% θα έπρεπε λογικώς να αποτελούσε για τον ίδιο καίριο και κρίσιμο σημείο αναφοράς ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής κατά τον ίδιο τρόπο που έπραξε στη μαρτυρία του κατά τη δίκη. Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί πως η συνειδητή απόφαση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), να παρασιωπήσει τη συζητούμενη εκδοχή του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, συνέβη μετά που ο ίδιος ορκίστηκε ενώπιον της τελευταίας στις 8.8.13 (από την Πρόεδρο Ελεονώρα Νικολαΐδου), η οποία - με παραπομπή και στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης (Τεκμήριο 174Α) - τον πληροφόρησε ότι επιθυμούσαν από αυτόν να διευκρινίσει «… λίγο περισσότερο το τι γνωρίζετε και το πώς εσείς σχετίζεστο με το όλο θέμα», καλώντας τον με άλλα λόγια να πει αυτά που ήξερε και που όμως στο τέλος συνειδητά δεν είπε. Οι αιτιάσεις λοιπόν του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για τις συζητούμενες παραλείψεις του (και ως εκ του τρόπου εκφοράς τους από το εδώλιο του μάρτυρα), εναργώς είναι που μας δημιούργησαν την εντύπωση πως δεν έλεγε την αλήθεια και ότι επιχειρούσε με οψιγενείς ισχυρισμούς και επινοήματα να δικαιολογήσει τις ηθελημένες και προμελετημένες ενέργειες του κατά τους κρίσιμους χρόνους στους οποίους αναφερόταν. Παραμένοντας επί της εκδοχής του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) και της συνειδητής απόφασης του να αποκρύψει τα παρεπόμενα συμπερίληψης του 48% στην επίδικη συμφωνία (όπως τα παραθέσαμε με αναφορά στους ισχυρισμούς του ιδίου) - και προσεγγίζοντας τα πράγματα από ένα κάπως διαφορετικό πρίσμα θεώρησης - σημειώνουμε πως ο εν λόγω κατηγορούμενος προέβαλε και τη θέση ότι ο Γεώργιος Κουφάρης (ΜΚ4), του είχε ζητήσει να ετοιμάσει τη συμπληρωματική επίδικη συμφωνία «για να μην ξαναγίνει λάθος». Ευλόγως θεωρούμε ότι δύναται να διερωτηθεί κανείς ενόψει της θέσης αυτής, πώς είναι που ο Γεώργιος Κουφάρης (ΜΚ4) ήξερε περί του «λάθους» εισαγωγής του 48% στην αρχική συμφωνία, αφού σύμφωνα με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), μόνο ο τελευταίος είναι που το είχε εντοπίσει κρατώντας το, παρ’ όλα αυτά, μυστικό εξαιτίας της πιθανότητας διαρροών στις οποίες έχουμε αναφερθεί, για να μην πούμε και το ότι η θέση αυτή του κατηγορούμενου περί του αιτήματος/παράκλησης του Γεώργιου Κουφάρη (ΜΚ4), ουδέποτε τέθηκε στον τελευταίο κατά την αντεξέταση. Δεν έχουμε απολύτως καμιά αμφιβολία πως το ζήτημα των διαρροών αποτελεί ένα εκ των υστέρων εφεύρημα του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), με αίτιο και πρόφαση τα όποια ενδεχομένως προβλήματα διαρροών υπήρχαν (σε μια γενικότερη διάσταση των πραγμάτων) στην ΑΤΗΚ, δίχως τα δύο να αλληλοσυνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο. Υπάρχουν και άλλα. Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), αναφερόμενος στην αντεξέταση του ότι ο Γεώργιος Κουφάρης (ΜΚ4), κατά την υπογραφή του πρώτου συμβολαίου δεν είχε ζητήσει την άποψη του ως πραγματογνώμονα - κάτι που επράττετο καθημερινώς για άλλα ζητήματα - περί της προσθήκης εκεί του 48%, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) το δικαιολόγησε λέγοντας πως αυτό ήταν αναμενόμενο εκ μέρους του Γεώργιου Κουφάρη (ΜΚ4), μια και ο τελευταίος θεωρούσε (κατά τον εν λόγω κατηγορούμενο) «… ότι είναι νομικό θέμα και αφού είχα τις νομικές υπηρεσίες δεν το έκρινα σκόπιμο …». Λίγο αργότερα όμως, όταν τέθηκε προς αυτόν το γιατί δεν ανέφερε οτιδήποτε στους υπόλοιπους συναδέλφους του ή έστω προς τον εξωτερικό νομικό σύμβουλο της ΑΤΗΚ περί του 48% και τα πιθανά προβλήματα που τούτο θα μπορούσε να δημιουργήσει στα πράγματα, υπέδειξε πως δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη, επειδή το θέμα του 48% δεν αποτελούσε νομικό ζήτημα αλλά πολεοδομικό όρο και ως εκ τούτου ο ίδιος, ως πραγματογνώμονας, δεν χρειαζόταν νομικό για να του εξηγήσει τις σχετικές πρόνοιες «… τις οποίες χειρίζομαι εδώ και 30 χρόνια», μόλο που παραδέχθηκε σε κατοπινό στάδιο πως θα μπορούσε πράγματι να λάμβανε νομική συμβουλή για το τι είναι που σήμαινε το 48%, κάτι που (είναι αξιοσημείωτο), δεν έπραξε έτσι και αλλιώς. Προκύπτει άρα και από αυτή τη γωνία θεώρησης ανακολουθία στην ουσία των προβαλλόμενων εκδοχών του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), αλλά και πασιφανής διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια. Ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), επέμεινε πως έλαβε γνώση του υπογραφθέντος συμβολαίου που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο (βλ. Τεκμήριο 4) καθώς και των αρχιτεκτονικών σχεδίων που το συνόδευαν (βλ. Τεκμήριο 4Α), μετά τη λήψη της επιστολής ημερομηνίας 7.12.11 που είχε αποστείλει η Wadnic Trading Ltd προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ αναφορικώς με τα επιπλέον εμβαδά των κτηρίων στο Aero Center (βλ. Τεκμήριο 49). Η θέση του όμως αυτή έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το περιεχόμενο των πρακτικών της συνάντησης μεταξύ Wadnic Trading Ltd και εκπροσώπων του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ την 1.11.11 (ως τα Τεκμήρια 6-8) - με την ορθότητα των πρακτικών αυτών να επιβεβαιώνεται και από τους Πέτρο Χ’’ Αντωνίου (ΜΚ1), Κωνσταντία Κίζα (ΜΚ3) και Γεώργιο Κουφάρη (ΜΚ4) που ήσαν παρόντες κατά τη συνάντηση και δεν αντικρούστηκαν κατά την αντεξέταση επί της πτυχής αυτής - αλλά και με τα όσα ανέφερε ο αρχιτέκτονας του έργου Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), ο οποίος ήταν κάθετος στο ότι κατά τη συνάντηση αυτή (και δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση επί αυτού), μετέφερε εκεί τα υπό αναφορά σχέδια και τα παρουσίασε στους παρισταμένους, ένας εκ των οποίων ήταν και ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής). Δεν είναι όμως μόνο τούτα. Ενώ αποτελούσε θέση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή στις προσπάθειες εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας ή άδειας οικοδομής για την επένδυση Aero Center, διότι «… δεν ήταν ο ρόλος μου» και πως, περαιτέρω, το μόνο που γνώριζε ήταν πως είχαν ζητηθεί προκαταρκτικές απόψεις για το θέμα από την Πολεοδομία, δεν αμφισβήτησε κατά τη μαρτυρία του - ή υπέβαλε διαφορετικά διά του δικηγόρου του κατά την αντεξέταση του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας, Χριστόδουλου Κτωρίδη (ΜΚ14) - ότι είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς μαζί του για να τον καλέσει να επισπεύσει την απάντηση της Πολεοδομίας. Παρεμβάλλουμε, πως ο Χριστόδουλος Κτωρίδης (ΜΚ14) είχε πει κατά την κυρίως εξέταση του, υιοθετώντας το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο Κ, ότι «… κατά το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε η υποβολή των εισηγήσεων του Τμήματος μου προς το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. με είχε πάρει τηλέφωνο μία φορά και [ο] κ. Τσουρής για να επισπεύσω την απάντηση μου». Ομοίως, θα πρέπει να πούμε, ενήργησε ο εν λόγω κατηγορούμενος και σε σχέση με τον Τάκη Πεττεμερίδη (ΜΚ15), Πρόεδρο του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ο οποίος ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΚΑ (υιοθετώντας την στη δίκη ως μέρος της κυρίως εξέτασης του), δίχως μάλιστα να αντεξεταστεί επί της θέσης αυτής, πως «Εκτός από τον κ. Λίλλη, μίλησα και μια φορά με τον κ. Τσουρή, επιβεβαιώντας το ενδιαφέρον της CYTA για την ανάπτυξη και υπήρχε παράκληση και από αυτόν για επίσπευση της διαδικασίας. Ζήτησα από τον κ. Τσουρή ότι θα ήταν καλύτερα να επιβεβαιωθεί το ενδιαφέρον αυτό από τον ίδιο τον Πρόεδο της CYTA, κ. Στάθη Κιττή, όπως και έγινε από ένα σύντομο τηλέφωνο που είχα από τον κ. Κιττή, ο οποίος και αυτός με την σειρά του επιβεβαίωσε το ενδιαφέρον της CYTA και ζήτησε και αυτός την επίσπευση της διαδικασίας». Άρα, γεννιέται, χωρίς πολλά, κραυγαλέα ανακολουθία στην προβαλλόμενη εκδοχή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) επί του συζητούμενου, η οποία, ουδόλως μπορεί να αγνοηθεί ως περιθωριακή δεδομένων των επίδικων θεμάτων και να μην ενταχθεί (και τούτη), στο σύνολο της δυσμενούς εντύπωσης που άφησε στο Δικαστήριο ως μάρτυς. Σε παρόμοιο αξιολογικό πλαίσιο εντάσσεται και μια άλλη εκδοχή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) σε σχέση, αυτή τη φορά, με την υποτιθέμενη συζήτηση που λέγει ότι είχε με τον Γιώργο Σολωμού (ΜΚ10) για το θέμα των διεκδικούμενων πρόσθετων μέτρων από την Wadnic Trading Ltd. Μας είπε ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), ότι προσπαθούσε κατά τη συζήτηση αυτή να διαπιστώσει εάν η Wadnic Trading Ltd είχε αντιληφθεί οτιδήποτε περί των προβλημάτων που μπορούσε να προκαλέσει η προσθήκη στην επίδικη συμφωνία του 48% των 7/10 μεριδίων του αφορούντος τεμαχίου. Δεν θα επανέλθουμε σε όσα ήδη έχουμε αποτυπώσει αναφορικώς με τις ευρύτερες διαστάσεις της εκδοχής περί του 48%. Το μόνο που χρειάζεται να επισημάνουμε αυτή τη στιγμή είναι ότι η τελευταία υπό ανάλυση εκδοχή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο εύλογο ερώτημα τού πώς είναι δυνατό να έλαβε χώραν μια τέτοια συζήτηση μεταξύ του ιδίου και του Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10), έχοντας κανείς κατά νουν τις μετρήσεις στις οποίες προέβη ο τελευταίος - ως τούτες αποτυπώνονται στην επιστολή του τελευταίου ημερομηνίας 29.11.11 (βλ. Τεκμήριο 222) - τη στιγμή που ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), το είχε καταστήσει απολύτως σαφές στη μαρτυρία του (ιδίως κατά την κυρίως εξέταση), πως οι εν λόγω μετρήσεις δεν έγιναν για να καταδείξουν τα όποια επιπρόσθετα διεκδικούμενα μέτρα από την Wadnic Trading Ltd. Επί αυτής της θέσης ωστόσο, ουδέποτε αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), είτε από τον δικηγόρο του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), είτε από οποιονδήποτε άλλο συνήγορο Υπεράσπισης. Μια άλλη διάσταση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), η οποία ανέδειξε (και τούτη), τον απαράδεκτο τρόπο λειτουργίας του εντός του ευρύτερου φάσματος της επίδικης επένδυσης - σε ό,τι είναι που αφορούσε στο Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και στο ρόλο που ο ίδιος ανέλαβε να διαδραματίσει σε αυτή - σχετίζεται με την αντιμετώπιση που επέδειξε έναντι του αντικειμένου της επίδικης συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α και ειδικότερα εν σχέσει με τις ακριβείς μονάδες που αγόραζε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ βάσει της εν λόγω συμφωνίας. Κατά την αντεξέταση, τού ζητήθηκε να σημειώσει στο επιχειρηματικό σχέδιο (Business Plan) - Τεκμήριο 15, τις τέσσερεις από τις εννέα μονάδες που αγοράστηκαν με βάση τη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α, με αυτόν ωστόσο να απαντά (δίχως να δύναται να υποδείξει τις μονάδες αυτές), πως τούτες «… ήταν όλες οι ίδιες», δίχως να έχει σημασία τη στιγμή εκείνη (καθώς είπε), ποιες μονάδες είναι που θα αγοράζονταν και ότι «… θα επιλέγαμε ποιες θα παίρναμε». Όταν του τέθηκε σε επακόλουθη αντεξεταστική ερώτηση από την κ. Παπαγαπίου, το κατά πόσο «… ενδιέφερε το ταμείο εάν θα έπαιρνε για παράδειγμα τες 4 πίσω ή εάν έπαιρνε το 1, που είναι σκόρπια, το 9, το 6 και το 5 …», ο εν λόγω κατηγορούμενος επανέλαβε την ίδια (και πολύ ανησυχητική εκ των πραγμάτων τοποθέτηση), πως πράγματι, ως διαχειριστής, δεν έλαβε απόφαση ποιες ακριβώς μονάδες θα αγοράζονταν και ότι όντως, δεν τον ενδιέφερε ποιες από αυτές θα αποτελούσαν στο τέλος το αντικείμενο της συμφωνίας. Όταν του υποβλήθηκε η θέση πως θα έπρεπε οι αγορασθείσες αυτές μονάδες είτε να χρωματιστούν είτε άλλως πώς να προσδιοριστούν συγκεκριμενοποιημένα πλέον στη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) δέχθηκε ότι τούτο μπορούσε να γίνει, μολονότι δεν έγινε. Εκδήλως είναι λοιπόν που αναδύεται κατά την άποψη μας, ως εκ της συζητούμενης πτυχής, πως οι ενέργειες του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) πολύ απείχαν από τα κατ’ ελάχιστον αναμενόμενα επίπεδα ευθύνης και καθήκοντος σε όσα είναι που είχε ταχθεί από την Πολιτεία να υπηρετεί.
Με υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε παραθέσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή).
Ο Ιωάννης Μιχαλάκη (ΜΥ4), μολονότι καταρτισμένος στον τομέα του, παρουσιάστηκε ως εμφανώς προκατειλημμένος εναντίον των Λειτουργών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που προέβησαν σε εκτιμήσεις και εκθέσεις αναφορικώς με τα επίδικα θέματα, γεγονός που είχε άμεση αντανάκλαση και στις αφύσικα μονόπλευρες τοποθετήσεις του αναφορικώς με το περιεχόμενο των εν λόγω εκτιμήσεων και εκθέσεων. Επιχειρούσε ο μάρτυς, με την πρώτη ευκαιρία (και αγνοώντας συχνά την ουσία των πραγμάτων), να αναδεικνύει αδικαιολογήτως ως ιδιαζόντως σημαντικές κάποιες φερόμενες παραλείψεις των υπό αναφορά λειτουργών στις οποίες μάλιστα δεν δίσταζε ενίοτε να αποδίδει - αδικαιολογήτως - αλλότριες προθέσεις και κίνητρα. Ακόμη και προφανή τυπογραφικά λάθη - όπως για παράδειγμα, η αναγραφή στην πώληση αριθμός 1 (Π1) στον Πίνακα Συγκριτικών Πωλήσεων στην Έκθεση Εκτίμησης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας (Έγγραφο Μ), της αναφοράς 50/14 αντί 50/15 - αποτέλεσαν εφαλτήριο για τον μάρτυρα να καταγνώσει έλλειψη καλόπιστων προθέσεων από μέρους των συντακτών της υπό αναφορά έκθεσης. Η γενικότερη στάση του μάρτυρα έναντι των Κτηματολογικών Λειτουργών που ενασχολήθηκαν όχι μόνο με την Έκθεση Εκτίμησης - Έγγραφο Μ, αλλά και με άλλες, όπως οι Εκθέσεις Εκτίμησης - Έγγραφα ΜΑ και ΛΘ, ήταν περιέργως αυστηρή και αναντιρρήτως στερημένη της απαιτούμενης αντικειμενικότητας. Σε λάθη όμως υπέπεσε και ο ίδιος ο μάρτυς και μάλιστα τέτοιας φύσης και έκτασης που, συνολικώς αποτιμώμενα, μας δημιούργησαν τέτοια αρνητική εντύπωση ώστε να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως δεν μπορούμε να βασιστούμε σε οτιδήποτε ανέφερε και να το χρησιμοποιήσουμε ως ασφαλές επιστημονικό υπόβαθρο προς εξαγωγή είτε δικών μας συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, το κτηματολογικό σχέδιο που επισυνάπτεται στην Αιτιολογημένη Έκθεση Εκτίμησης που συνέταξε ο μάρτυς, ως το Έγγραφο ΝΒ, εγένετο σε κλίμακα 1:1000 και όχι σε κλίμακα 1:5000, ως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση στο πλαίσιο περιγραφής των χαρακτηριστικών τού υπό εκτίμηση ακινήτου. Επίσης, η πρώτη συγκριτική πώληση που παρατίθεται στον Πίνακα Συγκριτικών Πωλήσεων εντός της υπό αναφορά έκθεσης, περιέχει ασύμβατα μεταξύ τους στοιχεία σε ό,τι αφορά στον αριθμό φακέλου μεταβίβασης καθώς και στην ημερομηνία μεταβίβασης του υπό ανάλυση ακινήτου, όπως αναγκάστηκε συναφώς να παραδεχθεί ο μάρτυς κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου. Επιπροσθέτως, στην ένατη συγκριτική πώληση που αναγράφεται στον ίδιο Πίνακα Συγκριτικών Πωλήσεων, δηλαδή στην πώληση με αριθμό Π1634, αναγράφεται εσφαλμένη ημερομηνία πώλησης (12.1.09 αντί 1.12.09), όπως επίσης φαίνεται να παραδέχθηκε ο μάρτυς μετά από ερώτηση της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση. Δεν είναι όμως μόνο αυτά, τα οποία θα μπορούσαν ίσως, υπό κάποιες άλλες περιστάσεις και στην απουσία άλλων αποκλίσεων, να περιέσωζαν κάποιες εκφάνσεις της προτασσόμενης πραγματογνωμοσύνης του μάρτυρα. Υπάρχουν και άλλα που ποσώς επιτρέπουν τέτοια μεταχείριση. Όπως πολύ σωστά υπέδειξε η κ. Παπαγαπίου κατά τις αγορεύσεις, ο μάρτυς παρέλειψε να προβεί σε χρονική αναπροσαρμογή των τιμών των ακινήτων ενόψει της διαφορετικής χρονικής περιόδου των πωλήσεων που επέλεξε να συγκρίνει με τον ουσιώδη χρόνο 2012. Δεν ήταν σε θέση ο μάρτυς να υποδείξει και αναπτύξει πειστικούς και δεόντως αιτιολογημένους λόγους γιατί είναι που προέβη σε αυξητική αναπροσαρμογή των τιμών στην έκθεση του. Η θέση του πως το 2012 αποτελούσε την καλύτερη χρονιά για τις πωλήσεις ακινήτων, παρέμεινε μετέωρη χωρίς παράθεση από μέρους του οποιουδήποτε στοιχείου που να επιβεβαιώνει ή να ενισχύει την τοποθέτηση. Ο ισχυρισμός του πως είναι διευθυντής κτηματομεσιτικής εταιρείας, από μόνος του, δίχως παράθεση συνοδευτικών μετρίσιμων στοιχείων ικανών να καταδείξουν ή να ενδυναμώσουν την ορθότητα της προβαλλόμενης θέσης επί του θέματος, όχι μόνο δεν επιτρέπει στη δικαιϊκή τάξη του πράγματος την αγόγγυστη και αυτόματη υιοθέτηση τους, αλλά αποστερεί συνάμα από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αξιολογήσει και σταθμίσει το ίδιο τα στοιχεία αυτά ούτως ώστε να αποφασίσει κατά πόσο θα συγκλίνει, αποκλίνει ή αποστεί από ό,τι είναι που προβάλλεται. Παρόμοια παρατηρούνται και σε σχέση με την αυξητική αναπροσαρμογή σε ποσοστό 30%, την οποία ο μάρτυς υιοθέτησε δίχως να εξηγεί απτώς και με ακρίβεια πως είναι που κατέληξε στο εν λόγω ποσοστό και βάσει ποιών μεταβλητών ή σταθερών, έτσι ώστε, ομοίως, το Δικαστήριο να δυνηθεί να κρίνει από μόνο του το ευσταθές ή όχι των πραγμάτων. Η επίκληση από μέρους του μάρτυρα εφαρμογής ειδικών φόρμουλων για να καταλήξει στις υπό συζήτηση αναπροσαρμογές (χωρίς ωστόσο να τις αποκαλύπτει για σκοπούς δικηγορικού και δικαστικού ελέγχου και αξιολόγησης) και πάλι δεν θα μπορούσε ποτέ να διαφοροποιήσει προς το καλύτερο όσα είναι που διαπιστώνουμε εδώ σε σχέση με τις προσεγγίσεις που ακολούθησε. Τουναντίον, θα μπορούσε να πει κανείς - από μια ευρύτερη άποψη - πως η υιοθέτηση από μέρους του μάρτυρα τού ανεπίσημου Καταλόγου Συγκριτικών Πωλήσεων - Τεκμήριο 413, ήταν κατά κάποιο τρόπο επίφοβη και αυθαίρετη για ό,τι είναι που ενδιαφερόταν και σίγουρα παραβιαστική της νόμιμης και ορθής διαδικασίας ως τούτη προβλέπεται κανονιστικώς και νομοθετικώς. Υπάρχουν όμως και άλλα. Αν και ο μάρτυς αναφέρει στην Έκθεση Εκτίμησης - Έγγραφο ΝΒ, εν σχέσει με την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, πως προέβη σε αιτιολογημένη εκτίμηση αναφορικώς με 8.637 τετραγωνικά μέτρα, εκτιμώντας από το συνολικό αυτό αριθμό τα 2.568 τετραγωνικά μέτρα «… ως εμπορικό κατά παρέκκλιση» και τα 6,069 τετραγωνικά μέτρα «ως οικιστικό», δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιο ακριβώς μέρος του υπό αναφορά ακινήτου ήταν το εμπορικό και ποιο το οικιστικό, μια και δεν μελέτησε τους σχετικούς κτηματολογικούς φακέλους αλλά ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα μπορούσε να του επιτρέψει τον προσδιορισμό, περιοριζόμενος κατά τα φαινόμενα σε απλή αντιγραφή των σχετικών δεδομένων. Η παράλειψη αυτή του μάρτυρα ενέχει και τούτη τη δική της σημασία στο σύνολο της εικόνας που περιγράφουμε και αυτό, θεωρούμε, για καλούς λόγους (όπως τους έχουμε ήδη αναπτύξει), δοσμένων των ύψιστων καθηκόντων του ως πραγματογνώμονα, σε μια μάλιστα «… τέτοια σοβαρή υπόθεση», όπως ο ίδιος κατέταξε την παρούσα κατά την κυρίως εξέταση του. Σημαντικό είναι, κρίνουμε, να καταγράψουμε ως υποσημείωση και τούτο, σε ένα κάπως διαφορετικό όμως επίπεδο ανάλυσης που αφορά περισσότερο στην προσδοκόμενη βαρύτητα της μαρτυρίας του Ιωάννη Μιχαλάκη (ΜΥ2), παρά στην αυστηρώς ομιλούντες αξιολόγηση της. Παρά την εξαιρετική σημασία που φαίνεται να αποδόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και την Υπεράσπιση στο ζήτημα του καθορισμού της αξίας (κατά πάντα ουσιώδη χρόνο) του μέρους του ακινήτου που αποτέλεσε αντικείμενο αγοράς από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (βάσει της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12), εκείνο που κατά μείζονα λόγο απασχολεί εδώ ευρύτερα είναι το δικαιολογημένο ή μη της εισήγησης του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για την αναγκαιότητα αγοράς του υπόλοιπου επίδικου ακινήτου. Ουσιαστικά ο καθορισμός της αξίας του επίδικου ακινήτου παραμένει αδιάφορη μεταβλητή για τους επίδικους σκοπούς και ιδιαίτερα στην περίπτωση που ήθελεν διαφανεί πως η εισήγηση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για αγορά του υπόλοιπου μέρους του ακινήτου υπήρξε όχι μόνο λανθασμένη από την πρώτη στιγμή αλλά και ποινικώς κολάσιμη.
Απορρίπτουμε τη μαρτυρία και εκδοχή του Ιωάννη Μιχαλάκη (ΜΥ4).
Ο Χριστάκης Αντούνας (ΜΥ5), μας δημιούργησε αρνητική εντύπωση σε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας του κατά τις οποίες επέλεγε, καθώς φρονούμε, με πολύ προσεκτικό τρόπο, να υπεκφεύγει των ερωτημάτων που του ετίθεντο κατά την αντεξέταση καταφεύγοντας σε γενικεύσεις και αοριστίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα - με τη δική του σημασία στα πράγματα, μια και αφορούσε και στον τρόπο με τον οποίο ο μάρτυς αντίκριζε το ρόλο του στα της επένδυσης Aero Center - προκύπτει από ό,τι είναι που επακολούθησε τής απλούστατης ερώτησης της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, εάν τον είχε προβληματίσει (επί ατομικού και συλλογικού επιπέδου), η σύμπτωση (κατά το λιγότερον), μεταξύ του περιεχομένου του Business Plan (ως τούτο περιέχεται στη σελίδα 4 του Τεκμηρίου 15, υπό τον τίτλο «Ανταγωνισμός-Περιβάλλον Δράσης/Αεροδρόμιο Λάρνακας-Εταιρεία Hermes Airports») και του περιεχομένου της Έκθεσης Εκτίμησης ημερομηνίας 5.10.10, που συντάχθηκε από τον εκτιμητή ακινήτων Γεώργιο Γεωργιάδη (ως τούτη εμπεριέχεται στη σελίδα 5 της εν λόγω έκθεσης, εντός του Τεκμηρίου 15, υπό τον τίτλο «2. Τοπική Αγορά - Προοπτικές του Ακινήτου»), με τον μάρτυρα να δηλώνει προς την αντεξετάζουσα, πως είχε λάβει γνώση του περιεχομένου τους κατά τους κρίσιμους χρόνους. Διατυπώνονται στη σελίδα 4 του υπό αναφορά Business Plan, εντός του Τεκμηρίου 15, τα ακόλουθα, στην έκταση ασφαλώς που αφορούν στο εδώ συζητούμενο: «Το νέο Αεροδρόμιο Λάρνακας το οποίο ξεκίνησε εργασίες στις 9 Νοεμβρίου 2009 έχει δυνατότητα εξυπηρέτησης 7,5 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως και με την ολοκλήρωση της 2ης φάσης θα έχει δυνατότητα εξυπηρέτησης 9 εκατομμυρίων επιβατών. Η λειτουργία του νέου Αεροδρομίου έχει δώσει μια νέα δυναμική και μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης περιοχής με αυξανόμενες ανάγκες για γραφειακούς και αποθηκευτικούς χώρους. Από το Αεροδρόμιο Λάρνακας πετούν σε 140 προορισμούς 53 Αεροπορικές Εταιρίες και εάν σε αυτές τις εταιρείες συνυπολογιστούν οι εταιρίες μεταφοράς και αποθήκευσης εμπορευμάτων που χρησιμοποιούν το Αεροδρόμιο ο αριθμός άλλα και οι ανάγκες σε χώρους θα αυξάνεται συνεχώς. Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη εταιρίες που παρέχουν άλλες υπηρεσίες όπως ενοικίασης αυτοκινήτων, μεταφοράς, ασφάλειας, σίτισης κτλ οι οποίες επίσης έχουν ανάγκες για στέγαση κάποιων υπηρεσιών τους κοντά στο Αεροδρόμιο. Ο χώρος ο οποίος προσφέρετε για ενοικίαση εντός του Αεροδρομίου, και έχει ήδη ενοικιαστεί είναι περιορισμένος οπότε μια νέα εταιρία η μια νέα εταιρία η οποία θα χρειαστεί περισσότερο χώρο η Hermes Airports δεν είναι σε θέση να τον παρέχει». Περαιτέρω, στις σελίδες 5-6 του ίδιου Business Plan (εντός του Τεκμηρίου 15), γράφονται τα εξής εν σχέσει με «…τα ακόλουθα στοιχεία που στον ανταγωνισμό δεν υπάρχουν: Α. Μικρή απόσταση από το Αεροδρόμιο - το Aero Center βρίσκετε σε απόσταση 700 μέτρων από την είσοδο του Αεροδρομίου. Β. Προσφορά χώρων που μπορούν να ικανοποιήσουν όλα τα μεγέθη εταιριών - το Aero Center θα έχει συνολικούς καλυμμένους χώρους 14,940 τ.μ. και λόγω σχεδιασμού μπορεί να στεγάσει εταιρίες με ανάγκες 150 τ.μ. ή και εταιρίες όπως η Eurocypria η οποία εξεδήλωσε ενδιαφέρον για μεταστέγαση όλων των γραφείων της, από δύο κτίρια στη Λεωφόρος Αρτέμιδος και λυόμενα κτίρια εντός του παλαιού Αεροδρομίου, σε ένα μοντέρνο ενιαίο χώρο κοντά στο νέο Αεροδρόμιο. Γ. Μοντέρνος Σχεδιασμός - το Aero Center μέσο μοντέρνου σχεδιασμού αλλά και λόγω κατασκευαστικών υλικών θα παρέχει από πλευράς ασφάλειας και λειτουργικότητας τα πάντα όσα χρειάζονται σε μια εταιρία για να δημιουργήσει το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον. Δ. Ανταγωνιστικές Τιμές - το Aero Center θα προσφέρει μια λύση με συγκριτικά χαμηλότερες τιμές από αυτές που προσφέρει ο ανταγωνισμός, βλέπε ενοίκια Hermes Airports, τιμές πώλησης Quality Group». Στην προαναφερθείσα Έκθεση Εκτίμησης του Γεώργιου Γεωργιάδη (εντός του Τεκμηρίου 15) και δη στη σελίδα 5 αυτής, αναφέρονται τα ακόλουθα (στο βαθμό που ενδιαφέρει την ανάλυση μας): «Το νέο Αεροδρόμιο Λάρνακας το οποίο ξεκίνησε εργασίες στις 9 Νοεμβρίου 2009 έχει δυνατότητα εξυπηρέτησης 7,5 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως και με την ολοκλήρωση της 2ης φάσης θα έχει δυνατότητα εξυπηρέτησης 9 εκατομμυρίων επιβατών. Η λειτουργία του νέου Αεροδρομίου έχει δώσει μια νέα δυναμική και μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης στην γύρω περιοχή με αυξανόμενες ανάγκες για γραφειακούς και αποθηκευτικούς χώρους. Από το Αεροδρόμιο Λάρνακας πετούν σε 140 προορισμούς 53 Αεροπορικές Εταιρείες και εάν σε αυτές τις εταιρείες συνυπολογιστούν οι εταιρείες μεταφοράς και αποθήκευσης εμπορευμάτων που χρησιμοποιούν το Αεροδρόμιο ο αριθμός αλλά και οι ανάγκες σε χώρους θα αυξάνεται συνεχώς. Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη εταιρείες που παρέχουν άλλες υπηρεσίες όπως ενοικίασης αυτοκινήτων, μεταφοράς, ασφάλειας, σίτησης, κ.τ.λ., οι οποίες επίσης έχουν ανάγκες για στέγαση κάποιων υπηρεσιών τους κοντά στο Αεροδρόμιο. Ο χώρος, ο οποίος προσφέρεται για ενοικίαση εντός του Αεροδρομίου, έχει ήδη ενοικιαστεί ή είναι περιορισμένος. Συνεπώς, δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος εντός του αεροδρομίου για μια νέα εταιρεία ή μια εταιρεία η οποία θα χρειαστεί περισσότερο χώρο». Επιπροσθέτως, στη σελίδα 6 της υπό αναφορά Έκθεσης Έκτίμησης, αποτυπώνονται τα εξής κάτω από τον υπότιτλο «Πλεονεκτήματα»: (α) Μικρή απόσταση από το Αεροδρόμιο - το Aero Center βρίσκεται σε απόσταση μόλις 700 μέτρων από την είσοδο του νέου Αεροδρομίου. (β) Εύκολη προσπελασιμότητα - Η τοποθεσία του Aero Center παρέχει εύκολη προσπελασιμότητα προς όλες τις πόλεις μέσο του αυτοκινητόδρομου Λάρνακας-Λευκωσίας και Λάρνακας-Λεμεσού. (γ) Προσφορά χώρων που μπορούν να ικανοποιήσουν όλα τα μεγέθη εταιρειών - το Aero Center με συνολικούς καλυμμένους χώρους 14,940 τ.μ. και λόγω σχεδιασμού μπορεί να στεγάσει εταιρείες με ανάγκες 150 τ.μ. και άνω. (δ) Μοντέρνος Σχεδιασμός - το Aero Center μέσο μοντέρνου σχεδιασμού αλλά και λόγω κατασκευαστικών υλικών θα παρέχει από πλευράς ασφάλειας και λειτουργικότητας τα πάντα όσα χρειάζονται σε μια εταιρεία για να δημιουργήσει το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, κάτι που λείπει από την συγκεκριμένη περιοχή. (ε) Ανταγωνιστικές Τιμές - το Aero Center θα προσφέρει μια λύση με συγκριτικά χαμηλότερες τιμές από αυτές που προσφέρει η Hermes Airports και τιμές στα ίδια επίπεδα περίπου με γραφεία ποιότητας εντός της πόλης της Λάρνακας, τα οποία όμως, απέχουν πολύ από το Αεροδρόμιο». Αναμφιβόλως, οι ως άνω περικοπές είναι σχεδόν ταυτόσημες (με μικρές και επουσιώδεις αποκλίσεις και γι’ αυτό είναι που τις αποτυπώσαμε αυτούσιες), με τούτο να εξάγεται ευκόλως και από μια πρώτη ματιά στα αντίστοιχα κείμενα. Όμως, ο μάρτυς παρόλο που αντιπαρέβαλε τα υπό αναφορά κείμενα ενώπιον μας κατά τη μαρτυρία του και για αρκετό μάλιστα χρόνο, απέφυγε επιμελώς (όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε βλέποντας τον εντός του εδωλίου), να τοποθετηθεί σαφώς στο εναργές ερώτημα της κ. Παπαγαπίου ως προς το κατά πόσο τον είχε προβληματίσει η συζητούμενη ομοιότητα («…σας έχει προβληματίσει αυτό το πράγμα;»), επιλέγοντας (αντί άλλης απάντησης επί του ειδικού ερωτήματος), να επικεντρωθεί σε φαινομενικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο εγγράφων και καταφεύγοντας προς τούτο σε προσχηματικές τοποθετήσεις και δικαιολογίες, παραβιαστικές όχι μόνο της πραγματικότητας αλλά και της κοινής λογικής και τούτο, δεδομένων των δικών του τοποθετήσεων στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΝΔ, όπου παραδέχεται πως μελέτησε το Business Plan κατά τους κρίσιμους χρόνους («Μελετώντας την πρόταση αυτή για το έργο και τα χαρακτηριστικά της, όπως η εγγύτητα στο αεροδρόμιο Λάρνακας, η τελευταίας τεχνολογίας γραφειακοί χώροι και η σύγκριση στα υφιστάμενα ενοίκια γραφείων εντός του Αεροδρομίου, προσωπικά θεώρησα την επένδυση ως αποδοτική προς όφελος του Ταμείου και ότι θα πληρούσε τους στόχους του Ταμείου»), αλλά και πλήρη ενημέρωση περί αυτού μια και, όπως δήλωσε «…ήμουν στην Ad-hoc επιτροπή, ήμουν έτοιμος να τοποθετηθώ θετικά στην πρόταση για διαπραγμάτευση αγοράς του έργου, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις των Ταλαττίνη στα 19.660.000 εκ. και Γεωργιάδη στα 21.760.000 εκ. ευρώ. Θεώρησα ότι οι εκτιμήσεις ήσαν αντικειμενικές και κοντά στην τιμή που πρότεινε η εταιρεία των 19.9 εκ. ευρώ», χώρια βεβαίως και από το γεγονός ότι ο μάρτυς παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση πως «…είχαμε εξετάσει αυτές τις εκτιμήσεις που είχαμε μπροστά μας με βάση τις αναλύσεις που είχαν κάνει μέσα στην εκτίμηση τους, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξαν…». Η κ. Παπαγαπίου, μη ικανοποιούμενη από τις απαντήσεις του μάρτυρα (και δικαιολογημένα θα λέγαμε), έθεσε ξανά σε αυτόν το ίδιο ερώτημα, συνοψίζοντας το τι η ίδια θεωρούσε ως μεμπτό χειρισμό από μέρους του («Ε. Κύριε μάρτυς ήσασταν μέλος της Ad-hoc Επιτροπής και είχατε ένα σοβαρό έργο να επιτελέσετε, δηλαδή να διαχειριστείτε τα λεφτά του Ταμείου, είχατε την έκθεση της εταιρείας που σας έλεγε κάποια ευρήματα και ζητάτε από ένα εκτιμητή να σας δώσει την έκθεση του και σας λέει, εισηγείται τα πλεονεκτήματα, όμως ο κύριος Γεωργιάδης σας τα αντιγραφεί τα ίδια χωρίς να λείπει το παραμικρό με τις ίδιες παύλες, όπου υπάρχουν. Αυτό σας προβλημάτισε να τον καλέσετε να του πείτε μα εμείς θέλουμε μια ανεξάρτητη γνώμη;»). Ο μάρτυς απέφυγε και πάλι να τοποθετηθεί εισάγοντας στην εκδοχή του μια νέα διάσταση που αφορούσε στο ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό του πως «…ένας επαγγελματίας εκτιμητής, μέλος του ΕΤΕΚ ότι θα μπορούσε να έχει διαφορετική από μια ανεξάρτητη γνώμη, την οποία θα περνούσε μέσα από ένα έγγραφο, το οποίο αποτελούσε μελέτη δική του». Βεβαίως, η διφορούμενη αυτή τοποθέτηση, αφήνει αναπάντητα διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το κατά πόσο ο μάρτυς πρόσεξε το όμοιο ή παρόμοιο μεταξύ των δύο αναλυόμενων εγγράφων, μη αποδίδοντας στο γεγονός οποιαδήποτε σημασία, ή ότι το παρουσιαζόμενο ως όμοιο ή παρόμοιο του πράγματος, ήταν απλώς συμπτωματικό και αιτιολογημένο στη βάση μιας υπέρτατης ηθικοπλαστικής αξίας που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του αναφερόμενου εκτιμητή σε σχέση με την άποψη που εξέφραζε στην επίδικη εκτίμηση. Η κ. Παπαγαπίου επανήλθε (και πάλι δικαιολογημένα και δίκαια κατά την άποψη μας προς τον μάρτυρα, για να του δώσει ακόμα μια ευκαιρία να τοποθετηθεί με την αναζητούμενη ακρίβεια), ρωτώντας τον: «Ε. Κύριε μάρτυς όλοι είναι γραμμένοι στο ΕΤΕΚ, όλοι έχουν ένα πτυχίο και είναι μηχανικοί, είναι γραμμένοι στο ΕΤΕΚ όπως και όλοι οι δικηγόροι είναι γραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο, εσείς εις την ουσία ζητήσετε και πληρώσετε 2 εκτιμητές, προβληματιστήκετε είτε εσείς, είτε οποιοσδήποτε άλλος από την Επιτροπή να πείτε μα τι συμβαίνει; Τι κάμει τούτος δαμέ; Αντιγράφει μια έκθεση που είναι από τον Απρίλη;». Ο μάρτυς δεν απάντησε επί της ουσίας ούτε και αυτή τη φορά, επαναλαμβάνοντας όσα είχε δηλώσει προηγουμένως, λέγοντας: «Να πω καταρχήν κύριε Πρόεδρε ότι δεν είναι εμείς που αναθέσαμε σε εκτιμητές, η υπηρεσία είχε αναθέσει κάποιους εκτιμητές, θα ανέθετε αυτή τη μελέτη και επομένως εμείς σαν Ad-hoc Επιτροπή είχαμε εξετάσει αυτές τις εκτιμήσεις που είχαμε μπροστά μας με βάση τις αναλύσεις που είχαν κάνει μέσα στην εκτίμηση τους, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξαν, θεωρούσαμε ότι ο κάθε επαγγελματίας εκτιμητής σεβόμενος πρώτα-πρώτα τον εαυτό του θα μπορούσε να κάμει τη δική του εκτίμηση μη επηρεαζόμενος από οτιδήποτε άλλο». Εμείς, παρακολουθώντας πολύ προσεκτικά τον τρόπο εκφοράς της μαρτυρίας του μάρτυρα (και επί αυτού του σημείου), καταλήξαμε (μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του) - και το λέμε αυτό χωρίς απολύτως κανένα ενδοιασμό - πως εσκεμμένα είναι που απέφευγε να διατυπώσει την αλήθεια. Υπάρχουν και άλλα. Ο μάρτυς είπε κατά την αντεξέταση πως μια «… από τις δουλειές που προσωπικά είχα κάμει, ήταν να διακριβώσω ότι τα κτίρια αυτά ήταν 2 ορόφοι, γραφειακοί χώροι με πιλοτή, τα εμβαδά που οι αρχιτέκτονες είχαν σχεδιάσει στο χαρτί ήταν αυτά, αντιστοιχούσαν, δηλαδή έγινε εμβαδομέτρηση του χώρου για να επαληθεύσουμε κατά ένα τρόπο τα εμβαδά, την ίδια στιγμή οποιαδήποτε άλλη συζήτηση γίνετουν στην Επιτροπή αυτή λαμβάναμε μέρος με τις απόψεις και τις τοποθετήσεις μας για να βγαίνουν τα συμπεράσματα, τα οποία πιστεύω ότι στο τέλος της μέρας διαμορφώσαμε μια έκθεση, η οποία έκανε την επένδυση αυτή πιο σωστή, πιο ελκυστική, πιο αποδοτική προς το Ταμείο». Εξ αφορμής της απάντησης αυτής και δοσμένης της θέσης του πως ασχολήθηκε με τα υπό αναφορά σχέδια, η κ. Παπαγαπίου κάλεσε τον μάρτυρα να εξηγήσει και περιγράψει τα αρχιτεκτονικά σχέδια που επισυνάπτονται ως Παράρτημα 2 επί του Business Plan - Τεκμήριο 15, με αυτόν να προβαίνει σε γενικές τοποθετήσεις στις πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις που του υποβάλλονταν σε σχέση με το ζήτημα, εμφανίζοντας μια έκδηλη αδυναμία στην αναγνώριση όψεων και προσόψεων στα εν λόγω σχέδια, δικαιολογώντας σε κάποιο στάδιο το γεγονός αυτό, μετά από σχετική ερώτηση της κ. Παπαγαπίου πως «…στα σχέδια τα οποία είχαμε μπροστά μας σαν Ad-hoc Επιτροπή να μελετήσουμε, δεν υπήρχαν αναγραμμένα πάνω οι όψεις ή εμπρόσθιες όψεις ή πλάγιες κτλ …». Ωστόσο, δεν διέλαθε την προσοχή ότι η τελευταία τούτη παρατεθείσα εκδοχή του μάρτυρα δεν είχε προταχθεί από αυτόν, αμέσως μετά την υποβολή των πρώτων σχετικών ερωτήσεων από την αντεξετάζουσα, δεικτικό και τούτο της συνολικής στάσης που επεδείκνυε κατά τη μαρτυρία του στο να εμπεδώσει την εντύπωση πως κατά τους κρίσιμους χρόνους επί των οποίων αντεξεταζόταν, δεν είχε γνώση ή αντίληψη, ή έστω επαρκή γνώση ή αντίληψη, αυτών περί των οποίων ερωτάτο.
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Χριστάκη Αντούνα (ΜΥ5).
Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), διακατεχόταν από ιδιαίτερη διάθεση αποστασιοποίησης από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και την Wadnic Trading Ltd. Ανέφερε στην κατάθεση του (Τεκμήριο 228) - και μάλιστα σε μια πολύ συγκεκριμένη και σαφή ερώτηση, ως προς το κατά πόσο γνώριζε τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5] («Ερώτηση 9: Τον Νίκο Λίλλη, τον γνωρίζεις;») - ότι ήξερε τον τελευταίο, μόνο ως ποδοσφαιρικό παράγοντα και όχι σε προσωπικό επίπεδο και ότι δεν είχε κοινωνικές συναναστροφές μαζί του. Σε ό,τι αφορά στην Wadnic Trading Ltd, ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), ανέφερε στην Απάντηση 10 της γραπτής του κατάθεσης - Τεκμήριο 228, πως «… την άκουσα για πρώτη φορά πριν περίπου δύο χρόνια από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όταν άρχισαν να ακούγονται και να γράφονται ότι η εταιρεία αυτή είναι του Νίκου Λίλλη και προτίθετο να προχωρήσει σε κάποια συμφωνία με την CYTA για έργο στην Δρομολαξιά. Πριν από αυτό δεν γνώριζα τίποτε για την εταιρεία αυτή». Το μέγεθος της ασυνεπούς αυτής εκδοχής του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου), προκύπτει και από το γεγονός ότι ο τελευταίος δεν προέβη σε καμιά αναφορά, εγκαίρως, στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 228, στη φερόμενη συμφωνία ημερομηνίας 15.9.10 μεταξύ Polleson Holdings Ltd και Wadnic Trading Ltd (βλ. Τεκμήριο 66), όταν είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί σχετικώς, είτε απαντώντας στην Ερώτηση 9 της υπό αναφορά κατάθεσης - Τεκμήριο 228 («Ερώτηση 9: Τον Νίκο Λίλλη, τον γνωρίζεις;»), είτε στην Ερώτηση 10 («Ερώτηση 10: Την εταιρεία WADNIC TRADING LTD, την γνωρίζεις;»), επιλέγοντας (εξ ανάγκης), να αναδείξει το ζήτημα της υπό αναφορά συμφωνίας, στην εξέλιξη των ανακριτικών ερωτήσεων όταν η συμφωνία αυτή - Τεκμήριο 66, του υποδείχθηκε από τον ανακριτή κατά την υποβολή της Ερώτησης 18. Δίχως να δίνει προς τούτο επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις στην κατάθεση - Τεκμήριο 228, ή στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, για ποιο λόγο είναι που δεν απεκάλυψε αμέσως και με την πρώτη ευκαιρία προς τους ανακριτές τις πραγματικές του σχέσεις με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και την Wadnic Trading Ltd (καθώς και τα τηλεφωνήματα που είχε μαζί με τον πρώτο κατά το 2013 και όχι μόνο κατά το 2012, ως ανέφερε στην Απάντηση 9 της ίδιας κατάθεσης). Όταν ερωτήθηκε σχετικώς κατά την αντεξέταση το κατά πόσο γνώριζε την Wadnic Trading Ltd («Ε. Τώρα κύριε Βασιλείου μετά την ερώτηση 9 που σας ρώτησαν αν γνωρίζεις τον Νίκο Λίλη, ο ανακριτής σας ρωτά "γνωρίζεις για την εταιρεία WADNIC TRADING Ltd και τι τους απαντάς;" Τους λέεις "την εταιρεία αυτή την άκουσα για πρώτη φορά πριν περίπου 2 χρόνια από τα ΜΜΕ, όταν άρχισαν να ακούγονται και να γράφονται ότι η εταιρεία αυτή είναι του Νίκου Λίλη και προτίθετο να προχωρήσει σε κάποια συμφωνία με την CYTA για το έργο στη Δρομολαξιά, πριν από αυτό δεν γνώριζα τίποτε για την εταιρεία αυτή". Και σε ρωτώ, γιατί παραλείπεις να αναφερθείς στη συμφωνία Τεκμήριο 66;»), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) απάντησε πως δεν θυμόταν αλλά και ούτε γνώριζε το όνομα της Wadnic Trading Ltd, παρά μόνο ήξερε ότι «…κάναμε μια συμφωνία με τον Νίκο Λίλη, δεν ήξερα την εταιρεία του Νίκου Λίλη, ούτε το όνομα της, ούτε για ποια, αν είχε 5 ή 10 εταιρείες, εδώ δεν γνώριζα τις δικές μου εταιρείες τις ονομασίες, άρα στη βάση αυτού απάντησα πότε πρωτοακούσα την εταιρεία WADNIC». Αναφύεται, ως συμπέρασμα, αντίφαση και ανακολουθία μεταξύ της προφορικής εκδοχής του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) κατά την αντεξέταση (ως προς το τι είναι που απάντησε ή θεωρεί ότι είναι που απάντησε στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 228) και του τι με σαφήνεια είναι που διατυπώνεται στην κατάθεση αυτή ως απάντηση του σε αυτά που είχε ρωτηθεί. Αναρωτιέται ως εκ τούτου κανείς, μια και ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) είχε πει στη μαρτυρία του πως γνώριζε όταν έδινε τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 228, ότι «… κάναμε μια συμφωνία με τον Νίκο Λίλη …», για ποιο λόγο είναι που δεν το δήλωσε αυτό ευθύς εξαρχής στους ανακριτές έχοντας μάλιστα ρητώς και καθαρώς ερωτηθεί προς τούτο, τόσο σε ό,τι αφορά στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) όσο και σε ό,τι αφορά στην Wadnic Trading Ltd. Ας μη λησμονείται δε, ότι ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σύμφωνα με την εκδοχή της πλευράς του, αλλά και του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), όχι μόνο ήξερε περί της συμφωνίας - Τεκμήριο 66 (έχοντας μάλιστα ενημερωθεί το 2010 από τον κατηγορούμενο 5 [Γρηγόρη Σουρουλλά] ότι τούτη επρόκειτο να υπογραφεί), αλλά και πως, όπως δήλωσε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) κατά την αντεξέταση «… ο κύριος Γρηγόρη[ς] Σουρουλλάς μου ανέφερε ότι την εν λόγω συμφωνία την ετοίμασε ο κύριος Νίκος Λίλλης». Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ερωτήθηκε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) κατά την κυρίως εξέταση, εάν είχε «…την όποια σχέση ή ανάμειξη με την ετοιμασία της συμφωνίας μεταξύ Polleson Trading Ltd και Wadnic Trading Ltd ημερομηνίας 15 Σεπτεμβρίου 2010, Τεκμήριο 66 στην παρούσα διαδικασία …», απαντώντας απεριφράστως πως δεν είχε καμιά σχέση ή ανάμειξη με αυτή, όπως και δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την υπογραφή της και ότι τη συμφωνία - Τεκμήριο 66 τού την είχε υποδείξει ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) «…σε κάποια χρονική περίοδο μετά την υπογραφή …». Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά για τις αντιφάσεις που προκύπτουν μεταξύ των τοποθετήσεων αυτών του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) και των απαντήσεων που έδωσε αλλού κατά την προφορική του μαρτυρία, αλλά και στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 228, απ’ όπου ξεκάθαρα είναι που συνάγεται η ενεργώς εμπλοκή και πραγματική γνώση και συνδρομή του στη συνομολόγηση της υπό αναφορά συμφωνίας, με σαφείς μάλιστα παροτρύνσεις προς τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), πως ό,τι «… κάνει εκ μέρους της εταιρίας να το κάνει νομότυπα». Είπε επίσης ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) ότι η πρώτη πληροφόρηση που έλαβε περί της συμφωνίας - Τεκμήριο 66, ήταν στην οικία του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά), όπου και πρόσεξε πως αυτή είχε υπογραφεί «… και ότι ο κύριος Νίκος Λίλης είχε πάρει το 25% και κατέβαλε … και θα κατέβαλλε ένα συγκεκριμένο ποσό», εννοώντας ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), το ποσό των €250.000. Ωστόσο, αυτό που περιέγραψε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), δεν ήταν δυνατόν να είχε λάβει χώραν, αφού (σύμφωνα με την επιστολή - Τεκμήριο 65), τούτο έγινε σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας - Τεκμήριο 66 (15.9.10) και δη, την 1.9.11, ως αναγράφεται επί της επιστολής - Τεκμήριο 65, για την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος δήλωσε (στην Απάντηση 20 της ανακριτικής του κατάθεσης - Τεκμήριο 228), πως πρώτη φορά είναι που έβλεπε. Παρεμβάλλουμε - και τούτο στο πλαίσιο εντοπισμού ασυνεπειών στις προβαλλόμενες εκδοχές (δίχως τούτο να σημαίνει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση που γίνεται παρόμοια αναφορά στην απόφαση), πως η ασυνέπεια της μιας εκδοχής επηρεάζει την αξιοπιστία της μαρτυρίας ή της εκδοχής άλλου κατηγορούμενου ή ακόμη και την αξιοπιστία της μαρτυρίας του κατηγορούμενου στον οποίο καταλογίζεται η ασυνέπεια - ότι ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), είχε πει στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 227, πως είχε ενημερώσει περί της επιστολής αυτής τόσο τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου) όσο και τον αδελφό του, κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά). Θα πρέπει να σημειώσουμε πως καθόλου δεν εντυπωσιαστήκαμε από τη θέση - όπως εκφράστηκε κατά τη μαρτυρία από τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου) - πως ο τελευταίος απάντησε με τον τρόπο που απάντησε στη σχετική Απάντηση 20 στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 227, διότι η ερώτηση που του είχε υποβληθεί δεν αφορούσε στο κατά πόσο άκουσε περί της επιστολής αυτής, αλλά για το κατά πόσο την είχε δει ξανά. Η τοποθέτηση αυτή του υπό αναφορά κατηγορούμενου σίγουρα δεν συνάδει με τη διάθεση ενός ανακρινόμενου να αναφέρει όσα είναι που γνώριζε επί αυτών που ερωτάτο, ιδιαίτερα όταν δίνεται σε αυτόν η ευκαιρία (στην Ερώτηση 23), να αναφέρει και οτιδήποτε άλλο επιθυμεί σε σχέση με την υπόθεση για την οποία ανακρίνεται, δραττόμενος έτσι της ευκαιρίας να διευκρινίσει αυτό που εκ των πραγμάτων επιβαλλόταν μια και, όπως προκύπτει από τη θέση που ανέπτυξε επί του θέματος κατά τη δίκη όταν ερωτάτο στην Ερώτηση 20 (για το κατά πόσο είχε δει την επιστολή ημερομηνίας 1.9.11), είχε ήδη προβεί στη νοητική λειτουργία πως θα έπρεπε να απαντήσει μόνο για εκείνο που ερωτάτο και όχι για εκείνο το οποίο γνώριζε αλλά δεν είχε επί του προκειμένου ερωτηθεί. Επί του ζητήματος των απαντήσεων του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) εν σχέσει με την Polleson Holdings Ltd, τονίζουμε πως τούτος είπε ότι ο ανακριτής της υπόθεσης Χριστόφορος Μαυρομμάτης (ΜΚ28) τού είχε αναφέρει πως θα του υπέβαλλαν κάποιες τυπικές ερωτήσεις στην αρχή της ανακριτικής του κατάθεσης και πως ακολούθως θα τον ρωτούσαν και «… για το έγγραφο της εταιρείας POLLESON …». Γι’ αυτό το λόγο είναι που ο κατηγορούμενος τούτος (όπως ισχυρίστηκε), έδωσε τις απαντήσεις του στην κατάθεση - Τεκμήριο 228, μια και ανέμενε, με άλλα λόγια, πότε είναι που θα έφθανε η στιγμή που θα του υποβάλλονταν ερωτήσεις σε σχέση με την υπό αναφορά εταιρεία ούτως ώστε να δυνηθεί να απαντήσει. Η εκδοχή τούτη, με τον τρόπο που εκφράστηκε κατά τη μαρτυρία, φανερώς είναι που έδειχνε προς το ψεύδος. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η επίδικη αυτή κατάθεση ήταν, ως είπαμε, ανακριτική θα αποτελούσε μια παντελώς και στοιχειωδώς λανθασμένη (για τα συμφέροντα της ανάκρισης), τακτική, η προετοιμασία του κατηγορούμενου για τις ερωτήσεις που θα του υποβάλλονταν, πέραν του γεγονότος ότι δεν τέθηκε καν μια τέτοια θέση στον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28) κατά την αντεξέταση του, έτσι ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να δώσει τις όποιες εξηγήσεις επιβάλλονταν προς τούτο. Δεν διατηρούμε απολύτως καμία αμφιβολία ότι η εκδοχή που συζητούμε συνιστά υπερασπιστικό επινόημα για να δικαιολογηθούν οι πασιφανείς αδυναμίες (στη βάση της προωθούμενης εν συνόλω εκδοχής του υπό αναφορά κατηγορούμενου), στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 228. Έχει και άλλα. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), επεχείρησε κατά την κυρίως εξέταση να καταδείξει ότι η ΕΠΟΕΤ δεν αποφάσιζε από μόνη της για οποιοδήποτε θέμα και «… ιδιαίτερα για τα μεγάλα θέματα, θέματα απεργιών … θέματα ταμείου συντάξεων, συλλογικών συμβάσεων, αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή κτλ …», με σκοπό ασφαλώς να επιρρώσει τη θέση ότι, όπως και να είχαν τα πράγματα, τούτος δεν είχε τις δυνατότητες επηρεασμού των καταστάσεων στην έκταση που ο ρόλος του ως ηγέτη της συντεχνίας αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καθοριστικός. Βεβαίως - και το αναφέρουμε τούτο ως προς τη συνέπεια της προβαλλόμενης εκδοχής - ο Νίκος Τάμπας (ΜΥ11), που κλήθηκε ως μάρτυς Υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου), παρουσίασε μια διαφορετική εικόνα στα πράγματα από εκείνη που προέβαλε ο τελευταίος, αναδεικνύοντας πολύ δυναμικά τον ηγετικό ρόλο του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) στη διαμόρφωση πολιτικής, με σαφείς τις δυνατότητες δρομολόγησης ή αποσόβησης καταστάσεων απτόμενων ανάμεσα σε άλλα και ζητημάτων που αφορούσαν σε επενδύσεις του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), αν και ρωτήθηκε ειδικώς περί τούτου κατά την Ερώτηση 4 στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 228, δεν ανέφερε ότι διατηρούσε λογαριασμούς με τη ΣΠΕ Κοντέας και τη Λαϊκή Τράπεζα. Του τέθηκε κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου η παράλειψη του αυτή - σημαντική ως ήταν, δεδομένων των επίδικων θεμάτων και της διατήρησης λογαριασμού στη ΣΠΕ Κοντέας από την Polleson Holdings Ltd - με αυτόν να επιχειρεί να αμβλύνει ή ακόμη να εξανεμίσει την όποια αναδεικνυόμενη μεμπτότητα στα πράγματα και τις επιδράσεις που τούτη θα μπορούσε να έχει, με το να ισχυριστεί (με τρόπο που πασιφανώς, σκοπό είχε την απόκρυψη της αλήθειας κρίνοντας από τον τρόπο που κατέθετε ενώπιον μας), πως «…δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος …» που το έπραξε αυτό και ότι ούτως ή άλλως με οδηγίες δικές του ο δικηγόρος του «… κύριος Μιχάλης Κυριακίδης, απέστειλε επιστολή στον Αρχηγό της Αστυνομίας και του είχε αναφέρει, ότι μπορούσαν να ελέγξουν όλους τους τραπεζικούς μου λογαριασμούς και δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα». Δεν εξήγησε όμως ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε οποιοδήποτε βαθμό επάρκειας, γιατί είναι που στην υπό αναφορά επιστολή (βλ. Τεκμήριο 292), δεν γίνεται καμιά απολύτως μνεία εκ μέρους του και σε λογαριασμούς στους οποίους είχε οικονομικό και σαφώς συγκαλυμμένο προσωπικό συμφέρον και ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα στον τραπεζικό λογαριασμό της Polleson Holdings Ltd, επιλέγοντας πολύ προσεκτικά ο συντάκτης του εγγράφου αυτού, να μνημονεύσει (εκ μέρους του εν λόγω κατηγορούμενου), μόνο την προθυμία του τελευταίου να δώσει λεπτομέρειες και πρόσβαση στους προσωπικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς, ασχέτως των διακηρύξεων στην επιστολή περί προθυμίας του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) «… να συνεργαστεί πλήρως με τους ανακριτές, και εφόσον κληθεί προς τούτο, να δώσει με διαφάνεια και ευθυκρισία οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία ή έγγραφο επιθυμούν». Ως παρένθεση, λέμε πως καθόλου δεν μας έπεισαν - ένεκα του τρόπου εκφοράς της σχετικής μαρτυρίας και της λογικής τάξης των πραγμάτων στην οποία τούτες προσέκρουαν - οι αναφορές του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) περί των αιτίων που οδήγησαν στην αναχώρηση του στο εξωτερικό στις 24.9.13. Οφείλουμε να πούμε πως το σενάριο που παρέθεσε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) σε κάποια έκταση κατά την αντεξέταση ήταν, κατά το ελάχιστον, πολύ εφευρετικό (αν και ψευδές) και πως θα ανέμενε κανείς, δεδομένης της σοβαρότητας του προβαλλόμενου λόγου υγείας που τον είχε οδηγήσει χωρίς ιδιαίτερη προειδοποίηση στο να εγκαταλείψει εσπευσμένα την Κύπρο και να μεταβεί στην Αθήνα για σκοπούς εξετάσεων, πως παρομοίως είναι που θα τον ωθούσαν στο να εισαχθεί στο νοσοκομείο στο οποίο είχε ραντεβού για σκοπούς θεραπείας ανεξαρτήτως του γεγονότος, ότι περιήλθε εις γνώση του πως είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Τούτο το λέμε επειδή ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν επέστρεψε αμέσως στην Κύπρο παρά μόνο στις 26.9.13, όταν πλέον οι υπόλοιποι συλληφθέντες είχαν παρουσιαστεί στο πλαίσιο αίτησης προσωποκράτησης - κατά την οποία παρών ήταν και ο δικηγόρος του - όπου είχε ακουστεί η μαρτυρία την οποία είχαν εξασφαλίσει αναφορικώς με τα διερευνώμενα οι ανακριτικές αρχές και κατά την οποία διαδικασία παρών ήταν και ο δικηγόρος του. Εύκολα μπορούσε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) να παρέμενε στην Αθήνα ένεκα των τόσο σοβαρών λόγων που τον είχαν υποτίθεται οδηγήσει εκεί και να επέστρεφε στην Κύπρο μετά που θα συμπλήρωνε την απαιτούμενη ιατρική θεραπεία, προσκομίζοντας προς τούτο και σχετικά ιατρικά δικαιολογητικά. Δεν θεωρούμε πως θα πρέπει να επεκταθούμε άλλο πάνω σε αυτά. Επανερχόμενοι στο περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) - Τεκμήριο 228, τονίζουμε πως κακή εντύπωση μας δημιούργησε ο τελευταίος (και) κατά την εξήγηση που έδωσε ως προς το γιατί δεν ανέφερε στην εν λόγω κατάθεση τα περί συμμετοχής του σε συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με το ζήτημα της επίδικης επένδυσης, παρόλο που είχε και πάλι ρητώς ερωτηθεί για τούτο στην Ερώτηση 7, της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 228 («Τι γνωρίζεις για την επένδυση που έκανε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων στη Δρομολαξιά;»). Η απάντηση του στο ανακριτικό τούτο ερώτημα, γενική ως ήταν, αποσκοπούσε σαφώς στο να παραπλανήσει τους ανακριτές. Τούτο συνάγεται και από τις απαντήσεις που έδωσε σε επακόλουθες αντεξεταστικές ερωτήσεις της κ. Παπαγαπίου, με εξειδικευμένη αναφορά στο ότι είχε μεταβεί και παρακαθίσει σε Κοινοβουλευτική Επιτροπή στη Βουλή στις 25.1.11, ακούγοντας τις συζητήσεις που έκανε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) και ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), καθώς εξάγεται από τα πρακτικά της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών - Τεκμήριο 370. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), υπέδειξε τότε, πως εάν οι ανακριτές επιθυμούσαν να «… μάθουν συγκεκριμένα μπορούσαν να μου θέσουν όσες συγκεκριμένες ερωτήσεις ήθελαν και συγκεκριμένα θα τους απαντούσα …». Παρέβλεψε όμως, ότι αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως κοινώς γνωστό αναφορικώς με την παρουσία του σε δεκάδες συνεδριάσεις της Βουλής από το 1996 (ως ισχυρίστηκε), δεν φαίνεται να ήταν το ίδιο γνωστό και στους ανακριτές, στη βάση τουλάχιστον του περιεχομένου των ερωτήσεων που του έθεσαν - όπως γνωστά δεν φαίνεται να ήσαν (ή υπεβλήθησαν ότι ήσαν) και σειρά άλλων γεγονότων, περί των οποίων όμως ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) έδωσε κάποιες απαντήσεις στη γραπτή του κατάθεση του (Τεκμήριο 228) - και ότι καθήκον είχε να απαντήσει με ακρίβεια (και) επί της πτυχής αυτής, ανεξαρτήτως του αν οι ανακριτές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν περί του υφιστάμενου ή όχι των πραγμάτων τούτων, όπως για παράδειγμα για την πληρωμή ποσού ύψους €250.000 από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) προς την Polleson Holdings Ltd. Πάλι όμως ο μάρτυς - όπως είχαμε την ευκαιρία να διακριβώσουμε ενώ κατέθετε και επί αυτού του ζητήματος κατά τη δίκη - επέλεξε την οδό της αναλήθειας και της παραπλάνησης. Υπάρχουν και περισσότερα. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), επιχείρησε να πείσει, αν και παραδέχθηκε (στα πολλά) την εμπλοκή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στη συμφωνία - Τεκμήριο 66, ότι καθόλου δεν ενδιαφέρθηκε να εξασφαλίσει σχετικές λεπτομέρειες είτε από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) είτε από αλλού σε σχέση με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην υπό αναφορά συμφωνία, δεδομένου μάλιστα πως η Polleson Holdings Ltd αποτελούσε δημιούργημα που προέκυψε κατόπιν προσεκτικών χειρισμών και αρκετή μυστικότητα (με σιωπηρούς και αφανείς μετόχους), με σκοπό το χρηματικό κέρδος. Η εκδοχή αυτή του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) περί άγνοιας ή αδιαφορίας του σε σχέση με την εμπλοκή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), προξενεί θα λέγαμε, κάποιου είδους θυμηδία, εντασσόμενη και τούτη στο σύνολο της εικόνας που ο μάρτυς προσπάθησε να δημιουργήσει για την προσοχή και επιφυλακτικότητα με την οποία ενεργούσε. Εκείνο βεβαίως που με σαφήνεια φύεται από τις τοποθετήσεις του ως προς την αιτιολογία σύστασης της Polleson Holdings Ltd, ήταν η δίψα του προς αποκόμιση (με τρόπο συγκαλυμμένο), χρηματικού κέρδους και μάλιστα, όντας δημόσιος υπάλληλος βάσει του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302, σύμφωνα με το οποίο τα μέλη, αξιωματούχοι και υπάλληλοι της ΑΤΗΚ, θεωρούνται πως εργοδοτούνται στη Δημόσια Υπηρεσία με την έννοια του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) προέβαλε επίσης πως ο λόγος που ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) ήταν που χειριζόταν κατ’ ουσίαν τις εργασίες της Polleson Holdings Ltd και πως δεν ήταν τυχαίο που δεν ήταν γνωστό ότι «… εμείς είμαστε μέτοχοι στην εν λόγω εταιρεία», οφειλόταν στο ότι «…υπήρχε συνεννόηση μεταξύ μας, ότι ναι την εταιρεία την χειρίζεται ο κύριος Γρηγόρης Σουρουλλάς για τον απλούστατο λόγο αυτός γνώριζε τον τομέα τον κτηματομεσιτικό. Εμείς δε γνωρίζαμε εγώ δεν έχω ιδέα για κτηματομεσιτικά». Προκύπτει όμως ανακολουθία στην τοποθέτηση αυτή αφού αλλού στη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) είπε ή άφησε να νοηθεί πως, η μη φανερή εμπλοκή του στα της Polleson Holdings Ltd είχε να κάνει με τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα αφού γνώριζε ότι «… με βάση το νόμο περί δημόσιου υπαλλήλου δεν μπορείς να είσαι μέτοχος ή να εξάγεις άλλο επάγγελμα» και ακριβώς λόγω αυτής της κατάστασης είναι που «… για να αποφύγουμε νομικές επιπλοκές, οι εταιρείες γράφτηκαν όπως λέτε …», υπό την έννοια δηλαδή, ότι στην Polleson Holdings Ltd φαίνονται (κατά παραδεκτό γεγονός), ως νομίμως εμπλεκόμενα πρόσωπα, η μητέρα του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) και η πεθερά του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά), αντί των αντίστοιχων κατηγορουμένων προσωπικώς και φανερώς.
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου).
Ο Ευθύμιος Ανδρέου (ΜΥ8), παρότι κατέθεσε ως πραγματογνώμονας (με όλα όσα τούτο εξυπακούει από απόψεως αναμενόμενης αντικειμενικότητας και αποστασιοποίησης από τον εντολοδότη - κατηγορούμενο 2 [Χαράλαμπο Τσουρή]), με τις απαντήσεις που έδινε και τον τρόπο εκφοράς τους, έδειξε πως ενεργούσε με κριτήριο την προσωπική του συμπάθεια προς τον πρώην συνεργάτη του - κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) και όχι με στόχευση την εξυπηρέτηση της αλήθειας, περί της οποίας συχνά είναι που μιλούσε στη μαρτυρία του, διατεινόμενος πως αποτελούσε γι’ αυτόν σημείο αναφοράς. Ισχυρίστηκε ο μάρτυς πως δεν διερωτήθηκε για ποιους σκοπούς είναι που θα χρησιμοποιείτο η εκτίμηση που του ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) διά της επιστολής του δικηγόρου Γιαννάκη Θωμά, ημερομηνίας 2.5.14 (βλ. Τεκμήριο 485) και αυτό, όχι μόνο επειδή «…ούτε χρειαζόταν» αλλά και διότι «…δεν είναι δουλειά δική μου να μάθω», τονίζοντας μάλιστα εμφαντικώς πως δεν γνώριζε ούτε και σε τι αποσκοπούσε η μαρτυρία του ενώπιον μας και τούτο λόγω του ότι, ως επαγγελματίας «… δεν ζητώ να μάθω τες λεπτομέρειες του καθενός. Μου έχει ζητηθεί να ετοιμάσω μια εκτίμηση καθαρά μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια της εργασίας μου και αυτό κάνω». Ο μάρτυς δεν ήταν καθόλου πειστικός με τον τρόπο που έδωσε την τελευταία αυτή απάντηση (όπως και άλλες) και καθαρά είναι που σχηματίστηκε η έντονη εντύπωση σε εμάς πως η θέση που εξέφραζε ήταν προσεκτικά προετοιμασμένη και προγραμματισμένη. Ο μάρτυς ανέφερε ότι θεώρησε καθήκον και υποχρέωση του να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να πει όλα όσα γνωρίζει για το συγκεκριμένο έργο [Aero Center] («…σκοπός της δίκης αυτής είναι για να γνωρίσει το Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα και την αλήθεια. Θεώρησα ότι ήταν καθήκον μου και υποχρέωση να παρουσιαστώ και να πω επί λέξει εκείνο το οποίο γνωρίζω, ιδίως από την στιγμή που έχω εμπλακεί και έχω γνώση για αρκετά θέματα για το συγκεκριμένο έργο»). Τούτη η απάντηση προέκυψε κατά την αντεξέταση μετά από ερώτηση του κ. Κέκκου ως προς το κατά πόσο ο μάρτυς θεωρούσε ως επαγγελματικώς ορθό να αναλάβει τη διεκπεραίωση της επίδικης εκτίμησης από τη στιγμή που συνεργάζεται με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (και επί αυτού θα επανέλθουμε). Για ό,τι τώρα αναλύουμε, η σημασία της αναφοράς στο περιεχόμενο της αντεξεταστικής ερώτησης που τέθηκε από τον κ. Κέκκο, επικεντρώνεται στο ότι τούτη ανάγκασε τον μάρτυρα να διατυπώσει την απάντηση του κατά τρόπο αντικρουστικό στα περί σύγκρουσης συμφερόντων που του έθεσε ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής και σε απόκλιση της προσήλωσης που επεδείκνυε ο μάρτυς (μέχρι τη στιγμή εκείνη), στο να θεμελιώσει τα περί αποστασιοποίησης του από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή). Προσπάθησε να ταυτίσει το περιεχόμενο της εκτίμησης του (δηλαδή το κατά πόσο το επιπλέον κόστος «… που προκύπτει από το γεγονός ότι τα τέσσερα κτίρια βυθίστηκαν κάτω από το επίπεδο του φυσικού υφιστάμενου εδάφους …»), με «… τα πραγματικά γεγονότα και την αλήθεια …», κάτι που, όπως τόνισε, αποτελεί σκοπό «… της δίκης αυτής …». Λησμόνησε όμως, καθώς φαίνεται, τις προηγούμενες τοποθετήσεις του περί έλλειψης γνώσης από μέρους του περί του αντικειμένου των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), αλλά και τα περί της χρησιμότητας που θα μπορούσε να έχει η εκτίμηση που διεκπεραίωσε μετά από εντολές του τελευταίου. Το οξύμωρο της τοποθέτησης που περιγράφουμε, το διαπίστωσε αμέσως και ο κ. Κέκκος («Ε. Σαν να μεν μας τα λαλείς καλά κύριε μάρτυς. Προηγουμένως σε είχα ρωτήσει αρχικά εάν εσύ γνώριζες σε τι αποσκοπούσε η εκτίμηση σου αυτή όταν αναλάμβανες και αποφάσιζες να την εκτελέσεις και μου είπες ότι δεν ήξερες. Μου είπες επίσης ότι δε γνωρίζεις καν τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο κύριος Τσουρής. Αυτά όλα που μας είπες τώρα έχουν μια αντίφαση, συμφωνάς μαζί μου;»). Ερωτά ο αντικειμενικός παρατηρητής - και έτσι είναι που πράξαμε και εμείς - πώς είναι που ανέμενε ο μάρτυς να συνδράμει στην εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων και στην ανεύρεση της αλήθειας, τη στιγμή που δήλωνε επιτακτικώς και επαναληπτικώς πως δεν γνώριζε περί της απώτερης χρησιμότητας της εκτίμησης του για τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), ή ακόμη και για τη φύση και λεπτομέρειες των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο τελευταίος, ώστε να κατατάξει τα πράγματα εντός των παραμέτρων αυτών και να σταθμίσει καταλλήλως τις προσδοκόμενες προοπτικές της μαρτυρίας του, πάντοτε (εννοείται) εντός των θεσμικώς αποδεκτών παραμέτρων που διέπουν το ρόλο και τα καθήκοντα των πραγματογνωμόνων μαρτύρων ενώπιον του Δικαστηρίου. Είπε ο μάρτυς ότι θεώρησε πως είχε καθήκον και υποχρέωση να καταθέσει και δηλώσει «επί λέξει» αυτά που γνώριζε, αφού ήξερε περί αρκετών θεμάτων που αφορούσαν στο Aero Center. Άρα, δεν μπορούσε να εννοεί και δεν προέταξε επί τούτω το περιεχόμενο της επίδικης εκτίμησης αυστηρώς και μόνο προς ισχυροποίηση των θέσεων που εκφράζει εκεί, αλλά τη γνώση που λέγει πως είχε για θέματα που αφορούν στο συγκεκριμένο έργο. Σωστή επομένως ήταν και η υποβολή του κ. Κέκκου προς τον μάρτυρα ότι «… εσύ σε αυτή την περίπτωση δεν ήρθες στο Δικαστήριο για να πεις γεγονότα που περιήλθαν στην αντίληψη σου, εσύ πήρες αμοιβή, πληρώθηκες είπες 700 ευρώ και χρησιμοποίησες και υλικό που σου εμπιστεύθηκε το Ταμείο και έκανες μια έκθεση. Δεν ήρθες εδώ να πεις γεγονότα που περιήλθαν στην αντίληψη σου για ένα γεγονός, έπιασες υλικό και πληρώθηκες μάλιστα», μια και αναδεικνύεται από τούτη, παραστατικά η ανακολουθία του μάρτυρα ως προς τις προβαλλόμενες του εκδοχές. Ούτε και η απάντηση που έδωσε στην επακόλουθη ερώτηση του κ. Κέκκου περί του αντιφατικού της περιγραφόμενης τοποθέτησης (όπως την έχουμε καταγράψει ανωτέρω), μετρίασε την αναδειχθείσα αρνητική εντύπωση που ο μάρτυς μας προξένησε. Μήτε και η απάντηση που αναλύουμε χαρακτηριζόταν από την ακριβολογία που αναμένεται να συνοδεύει τις θέσεις ενός πραγματογνώμονα, αφού ο μάρτυς, όπως δήλωσε, δεν είχε κληθεί από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) για να δώσει την επαγγελματική του γνώμη «…όσον αφορά τη βύθιση των κτηρίων …», αλλά (ως ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση και υπό συνθήκες σαφώς μεγαλύτερης άνεσης απ’ ότι κατά την αντεξέταση), τούτο έγινε για «… να υπολογίσω το κόστος, πλέον κόστος που θα υποστεί το Ταμείο Συντάξεων και Πρόνοιας της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αν όλα τα κτίρια και οι περιβάλλοντες χώροι βυθιστούν κατά 2 μέτρα, δηλαδή αντί να κατασκευαστούν στο επίπεδο του υφιστάμενου εδάφους να κατασκευαστούν 2 μέτρα πιο χαμηλά», ή όπως ακόμη πιο κατανοητώς διατυπώνεται ο σχετικός όρος εντολής στην επιστολή του δικηγόρου του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) ως το Τεκμήριο 485 «…σε εκτίμηση του επιπλέον κόστους που προκύπτει από το γεγονός ότι τα τέσσερα κτίρια βυθίστηκαν κάτω από το επίπεδο του φυσικού υφιστάμενου εδάφους…». Με άλλα λόγια, η πραγματογνωμοσύνη του μάρτυρα δεν αφορούσε αυστηρώς (ή δεν φαίνεται να αφορούσε) εν προκειμένω, στην περαιτέρω βύθιση των κτηρίων - περί της ύπαρξης τής οποίας, δεν γνώριζε, ως δήλωσε («Ε. Εσύ γνωρίζεις προσωπικά για το τι έγινε και πώς βυθίστηκε το κτίριο κτλ.; Α. Όχι …») - αλλά στο όποιο επιπλέον κόστος θα χρειαζόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Στο ζήτημα της βύθισης θα επανέλθουμε. Προχωρούμε τώρα, με άλλα που επίσης αφορούν στην αξιοπιστία του μάρτυρα. Ο τελευταίος, σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του, επεδίωξε να περιβάλει με μια φαινομενική αντικειμενικότητα την υποκειμενικότητα με την οποία αντίκρισε την εντολή που του δόθηκε εκ μέρους του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για σκοπούς ετοιμασίας της εκτίμησης, ώστε να εξαλείψει, καθώς νόμιζε, τα οποιαδήποτε δυσμενή συμπεράσματα θα μπορούσαν δυνητικώς να εξαχθούν ένεκα της προηγούμενης συνεργασίας που είχε με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή). Ανησυχία, βεβαίως, αδικαιολόγητη στη δικαιϊκή τάξη των πραγμάτων αφού ξέρουμε (και το έχουμε προαναφέρει) - με το κατά πόσο ο μάρτυς το γνώριζε αυτό ή όχι, να παραμένει αδιάφορο - πως μια τέτοια σχέση δεν δημιουργεί, άνευ ετέρου, λόγο για κατάταξη ενός μάρτυρα ως αναξιόπιστου, πόσω δε μάλλον ενός πραγματογνώμονα μάρτυρα. Υπάρχουν και άλλα. Ο μάρτυς - σε απάντηση σχετικών υποβολών του κ. Κέκκου - παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους (κατά την άποψη του), δεν προκύπτουν στην παρούσα περίπτωση, ζητήματα επαγγελματικής δεοντολογίας σε ό,τι είναι που αφορά στα της ανάληψης από μέρους του διενέργειας της επίδικης εκτίμησης και αυτό επειδή η εκτίμηση αυτή «…βασίζεται πάνω σε επαγγελματισμό και πάνω στα πραγματικά δεδομένα, θεωρώ καθήκον μου να έρθω να καταθέσω στο Δικαστήριο και δεν έχει σημασία ποιος θα ζητήσει αυτή την έκθεση, είτε η Κατηγορούσα Αρχή είτε η Υπεράσπιση. Εγώ έχω καθήκον να καταθέσω εκείνο το οποίο γνωρίζω», συνεχίζοντας ο μάρτυς για να πει, στο πλαίσιο άλλης απάντησης του, ότι «… [η] θέση η δική μου είναι ότι όσον αφορά τα θέματα του Δικαστηρίου προέχει η αλήθεια και μόνο η αλήθεια. Δεν είναι θέμα επαγγελματικών συμφερόντων ή επαγγελματικής δεοντολογίας, στο Δικαστήριο πρέπει να ακουστεί η αλήθεια και μόνο η αλήθεια και δε βάζω τίποτε υπεράνω αυτού του θέματος». Οι απαντήσεις αυτές ανέδειξαν την άποψη του μάρτυρα πως ο δεδομένος (κατά τη θέση του) επαγγελματισμός που τον χαρακτηρίζει και το υπέρτατο καθήκον που αναγνωρίζει πως υπέχει η μαρτυρία του ενώπιον Δικαστηρίου περί όσων σχετικώς είναι που γνώριζε σε σχέση με το Aero Center, μειώνει (ή ακόμη και υπερακοντίζει) κάθε συζήτηση περί δεοντολογικών φραγμών. Παρεμβάλλουμε, πως δεν απαιτείται (και δεν είναι τούτο που πράττουμε αυτή τη στιγμή), να ενασχοληθούμε με την ύπαρξη ή ανυπαρξία κωλύματος ενός πραγματογνώμονα μάρτυρα (και κατ’ επέκτασιν, του Ευθύμιου Ανδρέου [ΜΥ8]), να δίνει μαρτυρία υπό παρόμοιες περιστάσεις. Αυτό το θέμα θα μπορούσε ενδεχομένως να αναλυθεί μέσα από το φακό της νομολογίας, όπως τούτη παρατίθεται και αναπτύσσεται στο σκεπτικό αποφάσεων όπως η Porton Capital Technology Funds and Others v 3M UK Holdings Limited (2010) EWCA Comm 114 και η Harmony Shipping Co SA v Davis and Others (1979) 3 All ER 177, ή ακόμη και η R v Kelly, The Times, 27 July 1985, αλλά και η Αναφορικά με Αίτηση των Κατηγορουμένων Αναστάσιου Σιμιλλίδη και Άλλου (Αρ 2) (1996) 1(Α) ΑΑΔ 469. Τούτο όμως παρέλκει για ό,τι εδώ ενδιαφέρει. Ζητούμενο, τώρα, αποτελεί η εκτίμηση της γενικότερης στάσης του μάρτυρα όπως την έχουμε προσδιορίσει και ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να την αιτιολογήσει. Παρ’ όλη λοιπόν τη θέση του ως προς το ζήτημα αρχής που προέβαλε εν σχέσει με το καθήκον του για παρουσίαση των πραγματικών γεγονότων και της αλήθειας ενώπιον του Δικαστηρίου (ασχέτως των όποιων δεοντολογικών προβλέψεων), ενημέρωσε (όπως ισχυρίστηκε) «…και τηλεφωνικά τον κύριο Χριστόφορο Γιαννακού, ο οποίος ενεργούσε ως σύνδεσμος εκ μέρους του Ταμείου Προνοίας και Συντάξεως, ο οποίος δεν έφερε καμιά ένσταση για τη συγκεκριμένη εκτίμηση». Κατάλληλη (και αναμενόμενη θα λέγαμε), ήταν η άμεση αντίδραση του κ. Κέκκου στην αναφορά του μάρτυρα, με σκοπό τη διερεύνηση των λόγων που οδήγησαν τον τελευταίο να επικοινωνήσει (εκ των υστέρων βέβαια), με τον Χριστόφορο Γιαννακού (ΜΚ6), τη στιγμή που βάσει των λεχθέντων τού Ευθύμιου Ανδρέου (ΜΥ8), δεν έπρεπε καν να απασχολεί τον τελευταίο το ζήτημα της οποιασδήποτε ενημέρωσης οποιουδήποτε είναι που επηρεαζόταν ή που μπορούσε να επηρεαστεί από τις ενέργειες του αυτές, δεδομένου ότι κορυφαίο μέλημα του μάρτυρα ήταν, επαναλαμβάνουμε, η αποκάλυψη της αλήθειας ανεξαρτήτως, της όποιας εφαρμοζόμενης δεοντολογίας. Η επακολουθήσασα απάντηση του (και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο την εξέφρασε), ουδόλως έπεισε ως προς την ειλικρίνεια του εν λόγω μάρτυρα. Απάντησε πως το έπραξε αυτό «διότι ως επαγγελματίας πάντοτε ενημερώνω όλους τους συνεργάτες μου για οποιαδήποτε ενέργεια κάνω, η οποία έχει σχέση με το εργασιακό τους περιβάλλον ή με τις δικές τους υποθέσεις», δεν εξήγησε όμως με τρόπο συμβατό προς την αλήθεια για ποιο λόγο είναι που δεν απευθύνθηκε απευθείας και αμέσως προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για να το πληροφορήσει περί των προτιθέμενων ενεργειών του να προβεί στην επίδικη εκτίμηση κατ’ εντολήν του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Αντιθέτως, επέλεξε να πληροφορήσει τηλεφωνικώς τον Χριστόφορο Γιαννακού (ΜΚ6), επειδή, όπως ισχυρίστηκε αρχικώς, ο Χριστόφορος Γιαννακού (ΜΚ6) «… ήταν το άτομο με το οποίο συνεργαζόμουνα όσον αφορά το Ταμείο», ή - όπως εξειδίκευσε μετά, όταν ξεκάθαρα πια ήταν που αντιλήφθηκε την αντεξεταστική επιδίωξη λόγω σχετικής ερώτησης του κ. Κέκκου («Επειδή φάνηκε ότι γνωρίζεις ότι η CYTA είναι μια διαφορετική οντότητα από το Ταμείο και ο κύριος Γιαννακού είναι υπάλληλος της CYTA και το γνωρίζεις, όφειλες γραπτώς να ενημερώσεις το Ταμείο κύριε μάρτυς») και μετά που του δόθηκε χρόνος να αναλογιστεί τα πράγματα ένεκα μεσολαβήσασας ένστασης του κ. Θωμά - ότι «... ο κύριος Χριστόφορος Γιαννακού, Ανώτερος Διευθυντής της Cyta, εκπροσωπούσε το Ταμείο Προνοίας και Συντάξεως και ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ εμένα και του Ταμείου και σε αυτόν λογοδοτούσα κάθε φορά». Η θέση αυτή, ας σημειωθεί (και τούτο στο πλαίσιο πάντοτε ανάλυσης της συνέπειας τής προβαλλόμενης εκδοχής), ουδέποτε τέθηκε προς τον Χριστόφορο Γιαννακού (ΜΚ6) κατά την αντεξέταση του. Υπάρχουν ακόμη δύο πτυχές που θεωρούμε ότι πρέπει να αποτυπώσουμε στην ετυμηγορία μας προκειμένου να καταστεί ακόμη πιο κατανοητή η έκταση της αρνητικής εικόνας που εξέπεμψε ο μάρτυς. Η πρώτη πτυχή, αφορά στην απόλυτη θέση που διατύπωσε πως δεν γνώριζε περί οποιασδήποτε άλλης υπογραμμένης σύμβασης μεταξύ της εταιρείας Επιχειρήσεις Α/φών Στέλιου Κουννά Λτδ και της Wadnic Trading Ltd και ότι το μοναδικό έγγραφο που είχε στην κατοχή του (συναφώς με τα ζητήματα περί των οποίων κατέθετε κατά τη δεδομένη στιγμή), ήταν «… το δελτίο ποσοτήτων το οποίο μου έδωσε η εταιρία Αδελφοί Στέλιου Κουννά, είναι οι εργολάβοι του έργου…» (εννοώντας το Τεκμήριο 484) και πως δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στις «… συγκεκριμένες υπογραμμένες συμβάσεις». Προέκυψε όμως στην εξέλιξη των πραγμάτων και μετά από σειρά αντεξεταστικών ερωτήσεων του κ. Κέκκου, πως ήταν ο ίδιος ο μάρτυς που στις 18.10.13, είχε παραδώσει προς την Αστυνομία τη δέσμη εγγράφων - Τεκμήριο 491, στην οποία περιλαμβανόταν η συμπληρωματική συμφωνία (ημερομηνίας 27.7.12), μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Επιχειρήσεις Α/φών Στέλιου Κουννά Λτδ. Κατά συνέπεια, ούτε και σε αυτή την περίπτωση ο μάρτυς υπήρξε ακριβής και ειλικρινής στις αναφορές του, με την παράλειψη του να αναφερθεί στη συμπληρωματική αυτή συμφωνία, να μην μπορεί να αποσυναρτηθεί από τη γενικότερη συμπεριφορά που τούτος επέδειξε κατά τις απαντήσεις του στην αντεξέταση αναφορικώς με τις υποχρεώσεις της Wadnic Trading Ltd έναντι του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Η δεύτερη πτυχή, σχετίζεται με τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη στο πλαίσιο της εκτίμησης του και της (αυθαίρετης) υιοθέτησης από μέρους του, σταθερών και μεταβλητών στοιχείων και παραγόντων κατά τρόπο που οι χειρισμοί του να απέχουν κατά πολύ των δεουσών υποχρεώσεων του ως πραγματογνώμονα έναντι του Δικαστηρίου. Για παράδειγμα - και επανερχόμαστε στο ζήτημα της βύθισης, υπενθυμίζοντας συνάμα πως ο μάρτυς είχε δηλώσει πως δεν γνώριζε εάν όντως έγινε μια τέτοια βύθιση (και εάν ναι, πώς είναι που έγινε αυτή) - επιχείρησε αρκετές φορές να αποστασιοποιηθεί από το θέμα του υφιστάμενου ή όχι της υπό αναφορά βύθισης στο πλαίσιο μιας προφανούς προσπάθειας να οικοδομήσει τη θέση πως σκοπός της εκτίμησης του ήταν, αποκλειστικώς, ο έλεγχος των πιστοποιητικών πληρωμών («Σας είπα ότι εκείνο το οποίο σας είχα πει από την αρχή. Εγώ έχω να ελέγχω τα πιστοποιητικά πληρωμής μόνο. Οποιαδήποτε άλλη εργασία πρέπει να αναλάβω για να εκτελέσω, πρέπει να έχω τις γραπτές ή προφορικές οδηγίες του Ταμείου Συντάξεως και Προνοίας»). Ωστόσο, μερίμνησε κατά την κυρίως εξέταση να καταθέσει ως Τεκμήριο 488 «…ένα μικρό σκίτσο, το οποίο θα βοηθήσει το σεβαστό Δικαστήριο να αντιληφθεί τι ακριβώς είδους εργασία έχω επιληφθεί στην εκτίμηση κόστους που έχω ετοιμάσει», αποτυπώνοντας επί του σχεδιαγραφήματος αυτού διάφορες μετρήσεις, μεταξύ των οποίων και μιας που αναφέρεται σε βύθιση δύο μέτρων, συμπλέκοντας πλέον με τα λεγόμενα του την εκτίμηση του κόστους που ετοίμασε, με τα στοιχεία και τις μετρήσεις που αποτύπωσε επί του Τεκμηρίου 488. Το συνονθύλευμα ωστόσο των τοποθετήσεων του συνεχίστηκε. Ανέφερε κατά την αντεξέταση, με παραπομπή στα αρχιτεκτονικά σχέδια - Τεκμήριο 198, πως το έβρισκε πολύ απίθανο να υπάρχει βύθιση, λαμβάνοντας υπόψη «…τη διαφορά του 0.86 …» και το γεγονός ότι «…υπάρχουν και τελειωμένα δάπεδα, υπάρχουν υψόμετρα θεμελιώσεων κτλ κτλ. Πάντοτε, κύριε Πρόεδρε, με κάθε επιφύλαξη διότι υπό τις περιστάσεις αντιλαμβάνεστε ότι είναι μία πρώτη εκτίμηση», για να προσθέσει αργότερα σε σχετική ερώτηση του κ. Κέκκου («Ε. Δηλαδή τώρα η επιτόπου κατάσταση έχει μια εκσκαφή βάθους 2 μέτρων στο χώρο που μας είπες τώρα, αν πάμε εκεί»), πως θεωρητικώς «…πρέπει να έχουν φτάσει στα 2 μέτρα. Και λέω θεωρητικά διότι εναπόκειται πάντοτε στο μηχανικό του έργου να ελέγχει ότι γίνεται σωστή εκσκαφή» και ότι ο ίδιος δεν προέβη σε επιτόπου μετρήσεις διότι δεν χρειαζόταν, αφού αυτές «…τις έκανα από τα σχέδια». Ύστερα όμως, όταν ρωτήθηκε από τον κ. Κέκκο πώς είναι που κατέληξε στα δύο μέτρα, ο μάρτυς παρουσιάστηκε απόλυτος λέγοντας ότι είχε επιβεβαιώσει το συγκεκριμένο ύψος «… με τον αρχιτέκτονα του έργου στη συνάντηση που είχα μαζί του». Έντονες λοιπόν οι ανακολουθίες του μάρτυρα επί του υπό ανάλυση ζητήματος. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα. Ο μάρτυς - με αναφορά στο Δελτίο Ποσοτήτων (Τεκμήριο 484(Α)) - αναφέρθηκε σε τιμολόγηση αντλιοστασίου που έκρινε πως χρειαζόταν να δημιουργηθεί σε περίπτωση που «… ολόκληρο το συγκρότημα θα ενωθεί με το κεντρικό αποχετευτικό σύστημα της περιοχής …», στηριζόμενος για την κατάληξη του αυτή και τις λεπτομέρειες που τη συνοδεύουν, σε αναφορές και «… βοήθεια της συζύγου μου η οποία είναι πολιτικός μηχανικός στο Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας και είναι υπεύθυνη του έργου αποχετεύσεων Λάρνακας, που είναι το αρμόδιο άτομο για να με συμβουλεύσει», δίχως όμως να προβεί σε επιστημονική και συγκεκριμένη αποτίμηση όλων αυτών που υποτίθεται ότι του είχαν αναφερθεί από την σύζυγο του και χωρίς συν τοις άλλοις να έχει ο ίδιος προσλαμβάνουσες παραστάσεις επί του εδάφους, όχι μόνο των εγκαταστάσεων του αντλιοστασίου αλλά και όλων των άλλων σχετικών υποδομών που άπτονται της λειτουργίας και δημιουργίας του τελευταίου. Αυτή η προσέγγιση του μάρτυρα (μέσα από ένα γενικότερο φακό ανάλυσης) - και η οποία χαρακτήριζε ας σημειωθεί και άλλες μετρήσεις και ενέργειες του κατά την εκτίιμηση - συνάδουν, με κάθε σεβασμό, με την υποβολή του κ. Κέκκου προς αυτόν, σε κάποιο στάδιο της αντεξέτασης, πως ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε κατά την ετοιμασία της εκτίμησης του «…δείχνει την προχειρότητα με την οποία εργάστηκες». Δεν παραθέτουμε ασφαλώς τη θέση του κ. Κέκκου ως διαπλαστική της δικής μας κρίσης και άποψης, παρά μόνο ως απλώς συμπτωματική με αυτή. Είχε ερωτηθεί ο μάρτυς κατά την αντεξέταση να δώσει «… μια εξήγηση γιατί υιοθετάς τον αριθμό 7.416.840,18 ενώ η σύμβαση, που είναι δεσμευτική, μιλά για ένα ποσό 7 εκατομμύρια 310 χιλιάδες …», με αυτόν να απαντά πως «… εάν υιοθετούσα και το 7.3 με το σκεπτικό που έχω εργαστεί, σημαίνει ότι το ποσοστό το οποίο θα πολλαπλασίαζα επί του ποσού της εργασίας δε θα ήταν το 1.564 αλλά 1.586. Απλά μαθηματικά. Αυτό σημαίνει ότι η εκτίμηση μου θα ήταν πολύ ψηλότερη. Αποφάσισα ότι θα χρησιμοποιούσα το 7.4 το οποίο είναι και εις βάρος αντιλαμβάνομαι του κατηγορούμενου». Η απάντηση του αυτή, εκτός από το αυθαίρετο στο οποίο παραπέμπει (και που με δική του παραδοχή, μπορεί και να αδικεί τον εντολοδότη-κατηγορούμενο 2 [Χαράλαμπο Τσουρή]), αποτελεί και παραβίαση της αρχής που φραστικώς ασπάστηκε ο μάρτυς ως προς την αναγκαιότητα αντικειμενικής παρουσίασης των γεγονότων κατά τη δίκη με αποκλειστικό γνώμονα και σκοπό τη διακρίβωση της αλήθειας και μόνο αυτής. Τούτη η αντίληψη και αντίκρυση του μάρτυρα στα πράγματα, δημιουργεί και προβληματισμό ως προς το γιατί να επιδιώξει ανάδειξη των παρεπομένων που είχε η μεθοδολογία που ακολούθησε κατά τις μετρήσεις, στον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) ωσάν να ετίθετο εκ προοιμίου ζήτημα αμφισβήτησης της ακεραιότητας και των κινήτρων του μάρτυρα ως ειδικού αλλά και των αρχών και αντιλήψεων που τούτος δήλωσε πως πρέσβευε αναφορικώς με το ρόλο και τα συνακόλουθα καθήκοντα του. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο. Αυτά που σημειώσαμε - και με υπόψη το υπόλοιπο της μαρτυρίας του μάρτυρα, ως αποτυπώνεται στο πρακτικό - μας οδήγησαν στην κατάληξη πως ενήργησε, στην προκειμένη περίπτωση, έξω από τις αρχές που προβλέπει η νομολογία, όχι μόνο αναφορικώς με το καθήκον του ως μάρτυρα της αλήθειας αλλά και σε σχέση με τη συνδρομή του ως πραγματογνώμονα στην ορθή και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (βλ. κατ’ αναλογίαν, Παναγρίτη v Χαραλάμπους, ΠΕ 320/08, ημ. 15.3.12, Αντωνίου v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, 785-787, Μιτσιγιώργη και Άλλος v Αδεφλών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1811, 1814).
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει ήδη στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Ευθύμιου Ανδρέου (ΜΥ8).
Ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), ήρθε στο Δικαστήριο με μοναδικό στόχο να ενισχύσει (με καταφυγή στην αναλήθεια), την εκδοχή του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), περί παραλαβής ιστορικού υλικού της ΑΛΚΗΣ και φανέλας της Arsenal (και όχι της Manchester United, όπως δήλωσε, αρχικώς τουλάχιστον, ο τελευταίος στη μαρτυρία του), αλλά και την εκδοχή του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), πως ουδέποτε ο τελευταίος εκβίασε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία, στην παρουσία του μάρτυρα και του Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22). Ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), πολύ συχνά είναι που απέφευγε να απαντά ευθέως στα ερωτήματα που του υποβάλλονταν, καταφεύγοντας σε άσκοπο βερμπαλισμό επί παρεμφερών θεμάτων, με αυτό να συμβαίνει τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του. Ανέφερε κατά την αντεξέταση - με απόλυτο και σαφή τρόπο (καθώς διαπιστώσαμε όταν απαντούσε) - πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), του είχε αποστείλει μέσω του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) «…τη φανέλα που θα ήθελε να φορεί αυτή η ακαδημία που ήταν το σήμα, φέρει τα διακριτικά της Arsenal, τα διακριτικά των ακαδημιών…», την οποία ο τελευταίος του είχε παραδώσει μεταξύ 2011-2012 «…στο γραφείο ή έξω στον διάδρομο», εννοώντας προφανώς, το κτήριο της ΑΤΗΚ στη Λευκωσία. Ωστόσο, όταν ο μάρτυς κλήθηκε από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, να πει πότε είναι που είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), αναφορικά με τη φανέλα αυτή («Θέλω να μου πεις κύριε μάρτυς πότε τηλεφωνηθήκατε και τι του είπες ακριβώς για τη φανέλα και τι σου είπε ο κύριος Λίλλης;»), ο μάρτυς απέφυγε να τοποθετηθεί ευθέως και με καθαρότητα, προβαίνοντας σε παράθεση διαφόρων ισχυρισμών σκοπός των οποίων (ή έστω αποτέλεσμα των οποίων), ήταν να προκαλέσουν σύγχυση παρά να διευκρινίσουν τα πράγματα, όπως τα παρέθετε. Ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), απάντησε σχετικώς στο εν λόγω ερώτημα λέγοντας: «Ο κύριος Λίλλης το 2010 μου μίλησε πάρα πολλές φορές για την ακαδημία της Arsenal. Το θεωρούσα εξαιρετικό το τρικ έχοντας προϋπηρεσία το Advertising και του είπα και ήταν και ο λόγος που μας έστειλε τη φανέλα, για να δούμε το effect. Μιλούσαμε πάρα πολλές φορές, τους τρέλαινα τους υπηρεσιακούς να τους ρωτώ για τις ακαδημίες, τι δίνουμε για κλιμάκια άλλων ομάδων, αν είναι στην αποστολή μας, στην πολιτική μας κλπ. Δικαιούστε να λέτε την άποψή σας, δεν τα έχετε ζήσει, εγώ την έχω ζήσει από πρώτο χέρι». Η κ. Παπαγαπίου, με πολύ δίκαιο τρόπο θα πρέπει να πούμε, κάλεσε ξανά τον μάρτυρα να απαντήσει στην πολύ σαφή ερώτηση που του είχε θέσει προηγουμένως, επαναδιατυπώνοντας την, ως ακολούθως: «Πότε έλαβε χώρα αυτή η τηλεφωνική επικοινωνία για τη φανέλα Τεκμήριο 502;». Ο μάρτυς όμως απέφυγε και πάλι να τοποθετηθεί ευκρινώς λέγοντας πως «συζητούσαμε συνεχώς για την Arsenal κυρία Παπαγαπίου». Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής επέμεινε, ρωτώντας τον μάρτυρα ξανά: «Η ερώτηση μου είναι συγκεκριμένη. Πότε έλαβε χώρα η τηλεφωνική επικοινωνία;», με αυτόν να λέγει ότι «δεν θα είχε λογική κυρία Παπαγαπίου να μιλά τόσο καιρό μαζί μου για την ακαδημία της Arsenal να μου λέει ότι θα έρθει--». Σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης και σε σχετική υποβολή της κ. Παπαγαπίου πως ουδέποτε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), του παρέδωσε φανέλα, ο μάρτυς απέφυγε να απαντήσει διαυγώς, καταφεύγοντας και πάλι σε αοριστολογίες και γενικολογίες, λέγοντας: «Κυρία Παπαγαπίου όταν μιλάς με έναν άνθρωπο δύο μήνες για ένα θέμα για την Arsenal και έρχεται και είμαι σίγουρος ότι θα μιλούσε και με τον πρόεδρο και έρχεται ξαφνικά ξέρω ότι σίγουρα ένιωθε έντονα ότι έπρεπε να γίνει αυτό το πράγμα, σίγουρα όταν σου δοθεί μια τέτοια φανέλα ξέρεις ότι είναι από τον άνθρωπο που μιλούσατε γι’ αυτό το θέμα, αλλά θέλω να πω πριν». Μη ικανοποιημένη από την απάντηση του μάρτυρα, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής επανήλθε ρωτώντας τον ξανά εάν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) τού είχε πει ποιος είναι που του έδωσε τη φανέλα. Δυστυχώς - και αισθητό κατέστη σε μας πως ο μάρτυς πάλευε εσωτερικά στο κατά πόσο θα έπρεπε να πει ή όχι την αλήθεια που γνώριζε - επέλεξε να μην τοποθετηθεί με καθαρότητα για κάτι που προηγουμένως ανέφερε κατά την αντεξέταση χωρίς ιδιαίτερες διαθλάσεις. Είπε: «Ο κύριος Κιττής σαν πρόεδρος του οργανισμού έπαιρνε αρκετό υλικό και αρκετές αιτήσεις και αρκετά αιτήματα για τη Cyta Vision, τον ήξεραν όλοι δεν μπορούσε να πει μην ήμουν δώσετε εμένα είμαι πρόεδρος της Cyta αλλά υπάρχει και πρόεδρος της Cyta Vision. Πάρα πολλές φορές μου είχε δώσει φακέλους που υπήρχε υλικό στην αρχή του 2010 από την Ελλάδα από την ΕΚΟ μήνες πριν το παγκόσμιο Ευρωπαϊκό Κύπελλο και ήταν να σπονσάρουμε την Εθνική Ελλάδας μου έδωσε και πολλές φορές και αιτήματα από άλλα σωματεία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Απόλλωνα καθώς και από τον Άρη και αρκετές άλλες ομάδες. Ήταν συνήθης πρακτική να δίνουν πρόεδροι των σωματείων στον πρόεδρο ή και καμία φορά σε άλλα μέλη υλικό το οποίο έρχονται και το έδιναν σε εμένα σαν πρόεδρος της Cyta Vision μου ήρθε υλικό και από τον κύριο Χαρή και από άλλα μέλη του συμβουλίου». Πέραν από ορατή λοιπόν η υπεκφυγή. Ως αποτέλεσμα, η κ. Παπαγαπίου προσπάθησε για ακόμη μια φορά να μάθει από τον μάρτυρα το αν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) τού είχε πει ποιος είναι που του έδωσε «…αυτή την κίτρινη φανέλα», εννοώντας την περί ης ο λόγος επίδικη φανέλα. Ο μάρτυς απάντησε ότι δεν θυμόταν εάν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) τού είχε πει κάτι τέτοιο, προσθέτοντας στην εκδοχή του πως ακόμη και αν του έλεγε, τούτο θα ήταν υπερβολικό επειδή δεν χρειαζόταν να του έλεγε κάτι τέτοιο μια και για τη φανέλα αυτή είχαν λάβει χώραν και αρκετές τηλεφωνικές συνομιλίες («δεν θυμάμαι αν μου είπε, αν μου είπε θα ήταν υπερβολή γιατί δεν χρειάζετουν να μου πει ποιος του την έδωσε από τη στιγμή που αυτή η φανέλα συνόδευε για αρκετούς μήνες τη ζωή μου, αφού ήταν αρκετά τα τηλεφωνήματα που κάναμε για αυτή τη φανέλα»). Λίγο αργότερα (πάλι κατά την αντεξέταση), απαντώντας σε σχετική ερώτηση της κ. Παπαγαπίου, ο μάρτυς απάντησε πως δεν γνώριζε κατά πόσο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε δώσει στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), φανέλα της Manchester United, ήξερε όμως ο μάρτυς ότι του είχε δώσει φανέλα της Arsenal διότι έτσι είναι που του είχε πει ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής). Πρόδηλη λοιπόν και σε αυτό το στάδιο η επάνοδος του μάρτυρα στη βεβαιότητα που είχε αρχικώς εκφράσει αναφορικώς με τις καταβολές της επίδικης φανέλας και τον παραλήπτη της, πριν αυτή δοθεί στον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9). Ταχεία ήταν η αντίδραση της κ. Παπαγαπίου στη μεταστροφή αυτή του μάρτυρα και απολύτως λογική η αμέσως επόμενη ερώτηση που του έθεσε («Τώρα σου το είπε;»), εννοώντας σαφώς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Ο μάρτυς απαντώντας, επανήλθε στα ίδια επαμφοτερίζοντας. Είπε ότι τη φανέλα τού την έδωσε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ο οποίος μπορεί να του το είπε μπορεί όμως και να μην του το είπε («Μου την έδωσε ο κύριος Κιττής, μπορεί να μου το είπε, μπορεί να μην μου το είπε»). Απολύτως λογική και αναμενόμενη ήταν και η επόμενη ερώτηση της ευπαίδευτης εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής που κάλεσε τον μάρτυρα να ξεκαθαρίσει τη θέση του («Θέλω να είστε ξεκάθαρος. Σου είπε ο κύριος Κιττής ότι αυτήν τη φανέλα που σου παραδίδω κύριε Γεωργιάδη μου την έδωσε ο κύριος Λίλλης ναι ή όχι;»). Ο μάρτυς, ανακόλουθος και πάλι στην απάντηση του με βάση τις προηγούμενες τοποθετήσεις του, δήλωσε πως δεν θυμόταν, και ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), μπορεί να του είχε αναφέρει το γεγονός, όπως μπορεί και να μην του το είχε αναφέρει και ότι (προσθέτοντας μια περαιτέρω διάσταση στις ποικίλες εκδοχές που προώθησε επί του ζητήματος), δεν μπορούσε η φανέλα να είχε προέλθει από οποιοδήποτε άλλο άτομο παρά από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Είπε σχετικώς ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9): «Δεν θυμάμαι μπορεί να μου είπε μπορεί να μην μου είπε, αλλά ο κύριος Λίλλης είχε περάσει πάνω από 2 μήνες να συζητάει μαζί μου γι’ αυτό το θέμα και ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν από τον κύριο Λίλλη, δεν μπορούσε να ήταν από κάποιο άλλο, αν ήταν από κλιμάκιο στη Λεμεσό ή από τη Λευκωσία ή από τη Λάρνακα για το οποίο ο κύριος Λίλλης μου μιλούσε για πολύ καιρό». Υπάρχουν όμως και άλλα, που αφορούν στη συνέπεια της εκδοχής του μάρτυρα και στο καθήκον που είχε η Υπεράσπιση να θέσει προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) κατά την αντεξέταση τους σχετικούς ισχυρισμούς ώστε ο τελευταίος, να μπορεί εξειδικευμένα πλέον, να τοποθετηθεί σχετικώς. Αυτή μας η αναφορά σχετίζεται πιο στοχευμένα με τη νεοφανή (μολονότι συγκεχυμένη όπως διατυπώθηκε), θέση του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) κατά την αντεξέταση, ότι δεν είχε ρωτήσει τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) ποιος είναι που είχε τοποθετήσει τα διάφορα διακριτικά και ποιος είναι που «… έγραψε το Cyta πάνω στη φανέλα της Arsenal;», διότι τούτο το γεγονός αποτελούσε κατά τον μάρτυρα «…ένα καταπληκτικό τρικ και το σημειώνω θεωρώ ότι είτε η υπηρεσία, είτε και ο πρόεδρος, είτε η υπηρεσία χορηγιών να επιτρέψει το σήμα να μπει στη φανέλα, είτε μπορεί και ο ίδιος ο πρόεδρος αν του μιλούσε και του είπε είναι πολύ σημαντικό». Μάλιστα, ο μάρτυς δήλωσε κατά την αντεξέταση ότι είχε την εντύπωση πως είχε αναφέρει στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) ότι του είχε αρέσει αυτό το τρικ, θέση που ο δικηγόρος του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), δεν έθεσε αντεξετάζοντας τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ή έστω κάλεσε ποτέ τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) να αναφέρει ή να τοποθετηθεί κατά τη μαρτυρία του, για το αν ποτέ είχε συζητήσει το ζήτημα με τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), υπό το πρίσμα που ο τελευταίος διατύπωσε. Ερχόμενοι τώρα στις θέσεις του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) για το κατά πόσο αυτός ήταν ή δεν ήταν παρών σε συνάντηση του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στα γραφεία του ΑΚΕΛ κατά τον Νοέμβριο 2011 (μεταξύ 4 Νοεμβρίου 2011 και 18 Νοεμβρίου 2011 περίπου), στην παρουσία του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και του Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22), ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9) αρνήθηκε κάθε τέτοια παρουσία. Ως λόγο για την απόλυτη αυτή τοποθέτηση, ο μάρτυς προέταξε την αφοσίωση που είχε έναντι της νεαρής του οικογένειας και το ότι, όσα Σαββατοκύριακα βρισκόταν στην Κύπρο τα αφιέρωνε «… αυστηρά κυρίως για την οικογένεια …», μόλο που - και το δεικνύουμε τούτο ως σχετικό με την ασυνέπεια της εκδοχής του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) - ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22) είπε ότι πολύ συχνά κατά τα Σαββατοκύριακα είναι που συναντούσε τον τελευταίο για καφέ σε καφετερίες («…ανταλλάσσαμε έτσι καφεδάκια για να δούμε τις δουλειές μας. Την ατζέντα, όχι με τον κύριο Γεωργιάδη μόνο, με όλα τα μέλη του συμβουλίου. Είτε αρκετοί μαζί είτε ένας ένας είτε μερικοί μαζί ανάλογα…σε αρκετές καφετέριες οι μισές μες τη Λευκωσία εμάθαν μας στα 4 χρόνια που ήμασταν στη Cyta που βρεθούμασταν να μιλήσουμε να συμβουλεύσουμεν ο ένας τον άλλον»). Είπε επίσης ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), ότι δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22) σε σχέση με τον ισχυρισμό που προέβαλε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) περί συνάντησης των τριών τους στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), διότι «… δεν υπήρχε λόγος να σχολιάσω κάτι που δεν έγινε». Αργότερα όμως κατά την αντεξέταση, ο μάρτυς ισχυρίσθηκε ότι δεν μίλησε σχετικώς με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22) «…διότι ρώτησα τον νομικό μου σύμβουλο και μου είπε να μην το κάνω», θέση που υπέχει ασφαλώς ουσιαστικής διαφοράς από την προηγούμενη τοποθέτηση του μάρτυρα πως δεν είχε μιλήσει με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22) επειδή δεν υπήρχε λόγος να έπραττε κάτι τέτοιο τη στιγμή που η φερόμενη τούτη συνάντηση δεν είχε γίνει ποτέ, κατά τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9). Βεβαίως - και αυτό αφορά και πάλι στη γενικότερη συνέπεια της προβαλλόμενης εκδοχής - ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22) ανέφερε ότι σε «…μετέπειτα στάδιο συζητήσαμε βέβαια, προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί μας ενέπλεξε σε έτσι ιστορία...», εννοώντας σαφώς περί των επαφών που είχε ο τελευταίος επί του ζητήματος με τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9). Παραμένοντας στην ίδια ενότητα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την αναφορά του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) πως ξαφνιάστηκε από το περιεχόμενο κάποιων δημοσιευμάτων όταν πήγαινε να δώσει κατάθεση προς την Αστυνομία τα οποία αφορούσαν στην παρουσία του μαζί με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22) όταν εκστομιζόταν η φερόμενη απειλή από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), επιμένοντας ο μάρτυς ότι ουδέποτε μίλησε σχετικώς για το ζήτημα τούτο με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22). Όμως, σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης του, ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9) δήλωσε πως μιλούσε με τον Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22) πολύ συχνά και για πολλά πράγματα. Είπε επίσης ότι για πρώτη φορά έμαθε περί της φερόμενης παρουσίας του Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22) στην επίδικη συνάντηση με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία από τον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28) στις 15.10.13, όταν ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9) προέβαινε στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΝΖ2 («Ο κύριος Μαυρομάτης την ώρα που ρωτούσε και απαντούσα και γράφαμε, με ρώτησε ξεκάθαρα και το είπα έχω την εντύπωση την πρώτη ημέρα, "τι είπε ο Βενιζέλος στο Λίλλη των ώρα που τον απειλούσε στο γραφείο του;" Και λέω εγώ "εν εμένα που εννοεί;" Και μου λέει "ναι, εσάς και τον κύριο Τσακιστό". Μου το είπε ο κύριος Μαυρομάτης κυρία Παπαγαπίου, μου το επέβαλε. Είπα εγώ "κατηγορηματικά όχι" …Ο κύριος Μαυρομάτης μου είχε πει πρώτη φορά για τον κύριο Τσακιστό»). Εκτός του ότι οι αντιδράσεις του μάρτυρα κατά την απάντηση του επί του ζητήματος αυτού - ασύμμετρες και υπερβολικές ως ήταν - μας δημιούργησαν, χωρίς πολλά, την έντονη εντύπωση πως δεν έλεγε την αλήθεια, αναδεικνύουν και μια καινούργια εκδοχή που ποτέ δεν τέθηκε, ως έπρεπε, προς τον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28) - θέση που πάντως απέρριψε ο αστυφύλακας Μάριος Σταυρινού (ΜΚ13) ο οποίος ήταν παρών κατά τη λήψη της κατάθεσης του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και στον οποίο δεν τέθηκε από την Υπεράσπιση ανάλογη θέση - έτσι ώστε ο τελευταίος να δυνηθεί να τοποθετηθεί συναφώς, δοσμένης μάλιστα και της σημασίας που τούτη η θέση ενείχε, όχι μόνο για τις θέσεις του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) ως προς το τι πραγματικώς είναι που είχε συμβεί αλλά και στην πολύ μεγάλη μομφή που άφηνε ο τελευταίος για τους ανακριτικούς χειρισμούς του Χριστόφορου Μαυρομμάτη (ΜΚ28), υπό την έννοια ότι ο τελευταίος επέβαλε αθέμιτα προς τον μάρτυρα τη θέση πως παρών κατά την υπό αναφορά συνάντηση στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία ήταν και ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22). Για να μην πούμε ασφαλώς και το ότι ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9), αν και είχε την ευκαιρία να αναφέρει το γεγονός αυτό στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο ΝΖ2, δεν το έπραξε, καταγράφοντας εκεί πως η ερώτηση που του είχε υποβληθεί από τον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28), αφορούσε στο κατά πόσο ο Νικόλας Γεωργιάδης (ΜΥ9) είχε συναντήσει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στο γραφείο του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία, δίχως αναφορά σε κάποια ερώτηση του Χριστόφορου Μαυρομμάτη (ΜΚ28), ή σε άλλα διαμειφθέντα μεταξύ του τελευταίου και του μάρτυρα αναφορικώς με την παρουσία του Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22) στην εν λόγω συνάντηση.
’Εχοντας στο μυαλό την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς βεβαίως να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε προαναφέρει στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9).
Ο Βαρνάβας Βαρνάβα (ΜΥ10), ήρθε στο Δικαστήριο με κατάδηλη αποστολή να βοηθήσει, με τρόπο απαράδεκτο και απορριπτέο, την υπόθεση του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), με τον οποίον, όπως παραδέχθηκε ο μάρτυς κατά τη μαρτυρία του «είμαστε φίλοι, πάρα πολύ καλοί φίλοι», χώρια ασφαλώς και από το γεγονός ότι ο μάρτυς, όπως επίσης δήλωσε ενώπιον μας, είναι και Πρόεδρος του αθλητικού ποδοσφαιρικού σωματείου «Εθνικός Καλού Χωριού», στο οποίο έφορος ποδοσφαίρου είναι ο υπό αναφορά κατηγορούμενος. Κανένα από αυτά - και εδώ είναι που έγκειται κυρίως ο ψόγος - δεν θεώρησε ο μάρτυς πως θα έπρεπε να είχε αναφέρει στις γραπτές του καταθέσεις προς την Αστυνομία, ως τα Έγγραφα ΝΗ1 και ΝΗ2, ενώ είχε υποχρέωση, θεωρούμε, να το έπραττε - δεδομένου μάλιστα ότι ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέταση πως ουδέποτε απέκρυψε την όποια σχέση είχε με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) - μια και η σχέση του με τον τελευταίο, ενέπιπτε στην αποκλειστική γνώση του μάρτυρα. Βεβαίως, δεν είναι μόνο ως εκ των δεσμών αυτών του μάρτυρα με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και της μη αποκάλυψης των σχέσεων του προς τις ανακριτικές αρχές, που τον κατατάξαμε ως μάρτυρα στα λεχθέντα του οποίου δεν θα μπορούσαμε ποτέ να βασιστούμε για οτιδήποτε - και έχουμε ήδη προβεί στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης σε παράθεση, δίκην αυτοπροειδοποίησης, των αρχών που διέπουν το ζήτημα των στενών συγγενικών και φιλικών σχέσεων μεταξύ μαρτύρων και κατηγορουμένων - αλλά ως εκ του τρόπου με τον οποίο απαντούσε στις ερωτήσεις που του ετίθεντο και της καθαρής εικόνας που σχηματίστηκε σε σχέση με την προσπάθεια του να κρύψει την αλήθεια ή να την παραποιήσει. Δεν διατηρούμε καμιά αμφιβολία πως ο μάρτυς κλήθηκε για να πείσει πως δεν μπορούσε ποτέ να παρουσιαστεί τραπεζική επιταγή σε ταμείο τράπεζας (και δη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας ή της Τράπεζας Κύπρου), από νόμιμο κομιστή/δικαιούχο ώστε ο τελευταίος να πληροφορηθεί, πριν από την κατάθεση της υπό αναφορά επιταγής, για το κατά πόσο υπάρχουν ή όχι επαρκή κεφάλαια στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό προς εξαργύρωση. Παρεμβάλλουμε - και τούτο είναι σημαντικό - πως δεν είναι την επιλογή κλήτευσης του μάρτυρα που επικρίνουμε, μια και δικαιωματικώς είναι που τούτη επιδιώχθηκε, αλλά το περιεχόμενο της μαρτυρίας του αυτό καθαυτό. Επανερχόμαστε στη θέση που συζητούσαμε, για να υπογραμμίσουμε πως τούτη άπτεται της αναφοράς του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) περί παρουσίασης επιταγής ύψους €150.000, η οποία ακολούθως αντικαταστάθηκε από δύο ξεχωριστές επιταγές ύψους €80.000 και €70.000 (αντιστοίχως), στις 2.3.12, με τις δύο αυτές τελευταίες καταθέσεις να παρουσιάζονται στην κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού της Polleson Holdings Ltd, ως εμφαίνεται στο Τεκμήριο 512. Ο μάρτυς ισχυρίστηκε ότι τραπεζική επιταγή που εκδίδεται σε νομικό πρόσωπο, πάντα κατατίθεται στην τράπεζα, ενώ τραπεζική επιταγή εκδομένη σε φυσικό πρόσωπο «…αν θέλει ο δικαιούχος να την εξαργυρώσει και δεν εξαργυρώνεται η απάντηση που του λέει ο υπάλληλος είναι ότι είναι μόνο για κατάθεση και όχι για εξαργύρωση. Ουδέποτε γίνονται τοις μετρητοίς.». Η θέση του αυτή, γενικόλογη και ασαφής ως είναι, εκφράστηκε κατά τη διάρκεια μιας ομολογουμένως καθαρής και συγκεκριμένης ερώτησης κατά την αντεξέταση του από την κ. Παπαγαπίου («Αν ένας παρουσιάσει μια επιταγή στην τράπεζα κύριε μάρτυς και δεν έχει μέσα χρήματα δεν μπορεί να του πει ο υπάλληλος ξέρεις ο λογαριασμός αυτός δεν έχει χρήματα, μιλούμε για τους ίδιους λογαριασμούς και να σηκωθεί να φύγει και να μην θέλει να καταθέσει την επιταγή;»). Σε υποβολή που επακολούθησε αμέσως μετά την απάντηση του μάρτυρα, ότι «…αν κάποιος άνθρωπος έρθει με μια επιταγή στο χέρι και την παρουσιάσει εκεί στο ταμείο μπορεί να πληροφορηθεί ότι μέσα δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια από την τράπεζα και να μην θέλει να του την σταμπάρει ο τραπεζικός υπάλληλος την επιταγή του», αυτός απάντησε μηχανικά, χρησιμοποιώντας το ίδιο περίπου λεκτικό με την προηγούμενη του απάντηση, προσθέτοντας όμως αυτή τη φορά και ζητήματα άρσης τραπεζικού απορρήτου. Επέμεινε, ότι δεν μπορούσε ποτέ να ακολουθηθεί η διαδικασία που πρότεινε η κ. Παπαγαπίου, απαντώντας μάλιστα στην ερώτηση της κατηγόρου («εσείς γνωρίζετε τι κάνετε εσείς. Οι άλλοι συνάδελφοι σας;»), ότι τούτη είναι η ακολουθητέα πρακτική, ενώ λίγο αργότερα, σε άλλη σχετική υποβολή, απάντησε πως «κάτι τέτοιο δεν γίνεται, το λέω μετά πάσης βεβαιότητας», γεγονός που ευλόγως πλέον δικαιολογεί τον προβληματισμό πώς και ο μάρτυς μπορούσε ποτέ να είναι τόσο βέβαιος για αυτά που έλεγε (και τα οποία δεν ανέφερε προηγουμένως, επιλέγοντας να παραπέμψει απλώς στην πρακτική των πραγμάτων και όχι στα επίδικα γεγονότα), τη στιγμή που δεν μπορούσε να γνωρίζει, ως ζήτημα πραγματικού γεγονότος, εάν εκείνα που του είχε υποβάλει η κ. Παπαγαπίου σε σχέση με την παρουσίαση της επιταγής των €150.000, έλαβαν χώραν ή όχι, με τον τρόπο που του τα περιέγραψε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής. Υπάρχει όμως ακόμα μια πτυχή που οφείλουμε να επισημάνουμε και που σχετίζεται και τούτη με τα ευρύτερα κίνητρα του μάρτυρα όπως τα έχουμε ήδη κατατάξει και προσδιορίσει. Ο μάρτυς παραδέχθηκε κατά την κυρίως εξέταση (από τον κ. Στεφάνου), ότι συζητούσε το ζήτημα «…για την επιταγή των €150.000», με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), λίγο πριν επικοινωνήσει μαζί του η κ. Παπαγαπίου περί τα τέλη Ιουνίου 2014, σε σχέση με την προτιθέμενη μαρτυρία του στην υπόθεση, αφού το όνομα του παρατίθετο στο κατηγορητήριο ως μάρτυρα κατηγορίας. Μάλιστα δε, κατά τα λεγόμενα του, αυτός ήταν που ρώτησε τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) «…πώς τα πάει η υπόθεση σου, κάποιες μέρες περί τα μέσα Ιούνη, μου είπε εντάξει προχωράμε, κατά πάσα πιθανότητα να σε χρειαστούν οι δικηγόροι. Για ποιο σκοπό του είπα; Για την επιταγή των €150.000. Και η απάντηση μου αμέσως ήταν αφού αυτό φαίνεται από τις καταστάσεις λογαριασμών της εταιρείας δεν χρειάζεται τίποτε από εμένα». Η στιχομυθία αυτή του μάρτυρα (ο οποίος τότε γνώριζε ότι ήταν μάρτυς κατηγορίας) με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) - με πρωτοβουλία μάλιστα του πρώτου - ήταν απαράδεκτη εκκρεμούσης της υπόθεσης. Δεν μας είπε όμως ο μάρτυς ότι εξέφρασε οποιαδήποτε απορία προς τον υπό αναφορά κατηγορούμενο, ως προς το τι είναι ακριβώς που εννοούσε ο τελευταίος σε σχέση με «…την επιταγή των 150.000» και για ποια τέλος πάντων «…επιταγή των 150.000» ήταν που (με βάση τη μαρτυρία του μάρτυρα) θεωρούσε ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) δεδομένο ότι γνώριζε ο μάρτυς. Κατ’ ακολουθίαν, απορεί κανείς, πώς και η θέση του μάρτυρα ότι «…αυτό φαίνεται από τις καταστάσεις λογαριασμών της εταιρείας δεν χρειάζεται τίποτε από εμένα», απαντούσε στην τοποθέτηση του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), πως «…κατά πάσα πιθανότητα να σε χρειαστούν οι δικηγόροι», τη στιγμή που στην κατάσταση λογαριασμού - Τεκμήριο 512, δεν παρουσιάζεται η «…επιταγή των 150.000», η ύπαρξη της οποίας καθόλου δεν αμφισβητήθηκε κατά την υπό αναφορά στιχομυθία αλλά εκλήφθηκε ως δεδομένη. Δεν έχουμε απολύτως καμιά αμφιβολία για τις στοχεύσεις του υπό αναφορά μάρτυρα όπως ούτε και για το ότι η άγνοια που ήθελε να παρουσιάσει κατά τη μαρτυρία του περί ύπαρξης της συγκεκριμένης επιταγής, ήταν επίπλαστη και προσποιητή.
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Βαρνάβα Βαρνάβα (ΜΥ10).
Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), με τρόπο απολύτως σαφή, ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία ημερομηνίας 3.9.13 (βλ. Τεκμήριο 227), πως σε σχέση με την επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ύψους €100.000 (βλ. Παράρτημα 13 στο Έγγραφο Δ), δεν είχε υπογραφθεί οποιαδήποτε απόδειξη («για τα χρήματα αυτά δεν υπογράψαμε οποιαδήποτε απόδειξη»). Παρά ταύτα, κατά την κυρίως εξέταση, αναγνώρισε και παραδέχθηκε ότι αναφορικώς με την υπό αναφορά επιταγή, είχε υπογράψει σχετική απόδειξη παραλαβής στις 15.11.11, ως το Τεκμήριο 58. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) προσπάθησε να εξηγήσει την αυτόδηλη αντίφαση λέγοντας πως η υπογραφή τής απόδειξης παραλαβής - Τεκμήριο 58, αποτελούσε ζήτημα τυπικής διαδικασίας. Είπε στη μαρτυρία του πως: «… Μου τηλεφώνησε ο κύριος Λίλλης και μου είπε ότι έχεις μια επιταγή στο γραφείο του Μάριου του Πολυβίου, για το ποσό των 100 χιλιάδων ευρώ, να πάω να την παραλάβω. Έτσι και έκανα εγώ, πήγα στο γραφείο του Πολυβίου, βαστούσε την επιταγή των 100 χιλιάδων, μου την παρέδωσε και είχε και μια απόδειξη την οποία ήθελε να του υπογράψω. Του είπα εφόσον υπάρχει συμφωνία ποιος ο λόγος της απόδειξης; Και μου είπε ο ίδιος ότι δεν είναι απόδειξη από την εταιρεία του Λίλλη, είναι για προσωπική χρήση δική του, τυπικής διαδικασίας. Την υπόγραψα, ούτε δύο λεπτά δεν έκανα στο γραφείο του κυρίου Πολυβίου και έφυγα». Η απάντηση αυτή του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), σίγουρα δεν εξηγεί τη συζητούμενη διάσταση. Στην εξέλιξη της κυρίως εξέτασης, ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), ανέφερε πως η εν λόγω απόδειξη παραλαβής όχι μόνο αφορούσε σε μια «… τυπική διαδικασία του Πολυβίου …» (εννοώντας τον Μάριο Πολυβίου), αλλά δεν θεωρείτο καν ως απόδειξη («… δεν θεωρείτουν απόδειξη …»), θέση την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος εξέφρασε και προς τον Κώστα Κωνσταντίνου (ΜΚ8), ο οποίος είχε παραλάβει την υπό αναφορά απόδειξη από τον χαρτοφύλακα του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας εναντίον του τελευταίου στις 24.9.13, ως το Τεκμήριο 163. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει, για ποιο λόγο είναι που ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), δεν αναφέρθηκε στην υπό αναφορά απόδειξη, κατά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία τη στιγμή που καλώς είναι που γνώριζε περί της ύπαρξης της αλλά και περί των υποτιθέμενων τυπικών περιστάσεων που περιέβαλαν την έκδοση και υπογραφή της. Κατά την αντεξέταση, ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), έδωσε μια διαφορετική εκδοχή ως προς το γιατί είναι που ανέφερε τα περί μη υπογραφής οποιασδήποτε απόδειξης παραλαβής στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 227. Προέταξε, πως τούτο οφειλόταν, όχι μόνο στην απειρία του αναφορικώς με τις ανακριτικές διαδικασίες, αλλά και στο ότι η συμπεριφορά που έτυχε από τους ανακριτές κατά τους κρίσιμους χρόνους ήταν εκβιαστική. Πέραν από το γεγονός ότι η εκδοχή αυτή προκαλεί ερωτηματικά ως προς το γιατί θα έπρεπε καν να προωθηθεί από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), τη στιγμή που, απλούστατα για τον ίδιο, η εν λόγω απόδειξη ήταν παντελώς άσχετη με οτιδήποτε είναι που αφορούσε (στο μυαλό του) εκείνα περί των οποίων ανακρινόταν (ασύνδετη ούσα η εν λόγω απόδειξη παραλαβής «… με συμφωνίες που είχαμε κάνει»), ελέγχεται και από μιας διαφορετικής απόψεως. Αυτή δεν είναι άλλη - και τούτο το σημειώνουμε στο πλαίσιο αποτίμησης της συνέπειας τής προβαλλόμενης εκδοχής - από εκείνη που άπτεται της υπερασπιστικής γραμμής και χειρισμών που προώθησε κατά τη δίκη και της παράλειψης του να θέσει τα περί εκβιαστικών ανακριτικών συμπεριφορών στον Σταύρο Αντωνίου (ΜΚ12), ο οποίος έλαβε από τον εν λόγω κατηγορούμενο τη σχετική κατάθεση (Τεκμήριο 227), είτε βεβαίως σε οποιονδήποτε έτερο ανακριτή έδωσε μαρτυρία κατά τη δίκη, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή από αυτούς η επιβεβαίωση ή αμφισβήτηση της θέσης. Μας είπε ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) - με τρόπο που πολύ έντονα είναι που παρέπεμπε σε αναλήθεια και προκατασκευασμένη μαρτυρία - πως υπέγραψε την εν λόγω απόδειξη παραλαβής βιαστικά, με την παρουσία του μάλιστα στο γραφείο του Μάριου Πολυβίου τη μέρα εκείνη (15.11.11), να μη διαρκεί ούτε καν για δύο λεπτά. Τούτη η εκδοχή, βεβαίως, διατηρεί αναπάντητο το υφιστάμενο ερώτημα για ποιο λόγο είναι που θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί η διεργασία έκδοσης μιας τέτοιας απόδειξης αφού δεν υπήρχε τέτοια αναγκαιότητα για ό,τι είναι που απτόταν αυτών που απασχολούσαν τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν απαντά επίσης και σε ένα άλλο ερώτημα που γεννιέται στον αντικειμενικό παρατηρητή και το οποίο και τούτο αφορά στη συνέπεια των προβαλλόμενων εκδοχών από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά). Τούτο σχετίζεται με τη θέση που προώθησε ο τελευταίος κατά την αντεξέταση, πως όταν αναφερόταν στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 227, στο ότι δεν είχε υπογράψει οποιαδήποτε απόδειξη, εννοούσε «… από την εταιρεία POLLESSON» και πως «… ως εταιρεία βγάλαμε απόδειξη για τα λεφτά εκείνα» και ότι περαιτέρω «… το συμβόλαιο είναι απόδειξη και οι επιταγές αποδεικνύουν ότι τα λεφτά έπιασα τα, έβαλα τα στην τράπεζα, δεν είναι κάτι που μπορώ να αρνηθώ». Προκαλεί, κατά το λιγότερο, απορία γιατί είναι που ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), δεν αναφέρθηκε, έστω και υπό αυτό το πρίσμα λογικής, στη συζητούμενη απόδειξη παραλαβής αφού (δοσμένης της θέσης του αυτής), τούτη η απόδειξη αφορούσε στην Polleson Holdings Ltd, η οποία, τη στιγμή που ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) ανακρινόταν, αδιαμφισβήτητα είναι που αποτελούσε αντικείμενο της κατάθεσης του και των όποιων ανακριτικών ερωτημάτων τού υποβάλλονταν. Για εμάς, η απάντηση σε όλα αυτά, είναι πολύ απλή. Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), είπε ψέματα ενώπιον μας, εξού και οι τρανταχτές ανακολουθίες και αντιφάσεις επί μιας καίριας πτυχής της υπόθεσης, όπως αναληθή ήσαν ασφαλώς (και εκ των πραγμάτων), τα περί τάχατες «… επαγγελματικών υπηρεσιών …» που διατυπώνονται στην υπό αναφορά απόδειξη παραλαβής - Τεκμήριο 58. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλα. Για παράδειγμα - και το γράφουμε και αυτό ως ενδεικτικό ανακολουθίας στις εκδοχές του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) - τούτος ισχυρίστηκε πως δεν ενεπλάκη στο θέμα της διαχείρισης της περιουσίας τού Μεχμέτ Αλί Χιλμί και ότι είχε απλώς διορίσει για το ζήτημα αυτό τον δικηγόρο Νίκο Κλεάνθους (ΜΥ16), εφόσον ο τελευταίος «… ανέλαβε τη διαχείριση ως εκπρόσωπο[ς] της εταιρείας μας». Ωστόσο, ο Νίκος Κλεάνθους (ΜΥ16) ανέφερε στη μαρτυρία του πως τα έξοδα χαρτοσήμων για την εν λόγω διαχείριση, τα «… πήραμε … από τον κύριο Γρηγόρη Σουρουλλά …». Περιπλέον, ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 227, δήλωσε με απόλυτη καθαρότητα, στα αρχικά στάδια της κατάθεσης, ότι εντός του Ιανουαρίου 2012, είχε συναντηθεί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και παρέλαβε από αυτόν, σε φάκελο «… το υπόλοιπο ποσό της συμφωνίας, δηλαδή μια επιταγή των €150.000 της ΛΑΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, την οποία μου είπε να περιμένω μέχρι να μου πει για να την κάνω κατάθεση» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Ακολούθως, είπε στην εν λόγω γραπτή κατάθεση πως η προηγούμενη αναφορά του σε επιταγή ύψους €150.000, δεν ήταν ακριβής και ότι το ποσό αυτό «… που σου ανέφερα ότι μου έδωσε ο Λίλλης μέσα στον φάκελο, αλλά δεν θυμόμουν ότι ήταν δύο επιταγές», αποτελούσε το άθροισμα δύο ξεχωριστών επιταγών της Λαϊκής Τράπεζας «… με αριθμό 08596588, ημερομηνίας 20/2/11, για το ποσό των €70,000, με εκδότη την εταιρεία WADNIC και δικαιούχο την εταιρεία POLLESON HOLDINGS LTD την οποία σου μονογράφω και βάζω τα αρχικά μου ΓΣ5 και την επιταγή της ΛΑΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, με αριθμό 08596470, ημερομηνίας 23/2/11, για το ποσό των €80,000, με εκδότη την εταιρεία WADNIC και δικαιούχο την εταιρεία POLLESON HOLDINGS LTD την οποία σου μονογράφω». Παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση, ότι η αναφορά του σε μια επιταγή των €150.000, εδράσθη σε ανάγνωση που είχε κάνει μια περίπου μέρα πριν δώσει τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 227, σχετικής κατάστασης λογαριασμού στην οποία «… φαίνεται μια κατάθεση των 150…» και πως δεν θυμόταν «… ότι ήταν 2 επιταγές και θεώρησα ότι επειδή ήταν μια κατάθεση ενιαίο ποσό ότι ήταν μια επιταγή και είπα στους αστυνομικούς ότι έκαμα λάθος, θεώρησα ότι ήταν μια επιταγή βάσει του statement που πήρα από την τράπεζα». Σημείωσε επίσης ότι υπήρχε πιθανότητα, όχι μόνο να μη θυμόταν περί των δύο αυτών επιταγών αλλά και να μην ήξερε κιόλας περί της ύπαρξης τους. Η θέση αυτή δεν εξηγεί ασφαλώς τη μεταγενέστερη απόλυτη τοποθέτηση του κατά την αντεξέταση, πως«… καμιά επιταγή δεν αντικαταστάθηκε …», δήλωση που - εν πάση περιπτώσει - εκφράστηκε από τον εν λόγω κατηγορούμενο με τρόπο που καθαρά κατέδειχνε προς την αναλήθεια. Προσθέτουμε δε σε όλα αυτά, πως στις απαντήσεις του τούτες ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), σταθερώς είναι που επέλεγε να παραγνωρίζει την ουσία της θέσης της Κατηγορούσας Αρχής (όπως του ετίθετο και τη γνώριζε), περί παρουσίασης της επιταγής των €150.000, στην τράπεζα για τον αποκλειστικό σκοπό πληροφόρησης ύπαρξης δυνατότητας εξαργύρωσης της και όχι κατάθεσης της στο λογαριασμό του δικαιούχου για σκοπούς τέτοιας εξαργύρωσης. Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), προέβαλλε και άλλες θέσεις που συγκρούονταν, όχι μόνο εγγενώς και συμφύτως με το τι είναι που εξέφραζαν, αλλά και με τη λογική τάξη των πραγμάτων που προσδιόριζαν ως εκ του περιεχομένου τους. Φερ’ ειπείν, απορρίπτοντας υποβολή της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, ότι ο ίδιος συνδέεται με «… τις μίζες και τους εκβιασμούς», απάντησε πως, εάν όντως αποτελούσε και αυτός μέρος συνομωσίας στην οποία εμπλεκόταν ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) και ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), «… ήταν να κάθουμαι και να τον καλώ στον γάμο μου …» (εννοώντας τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]), παραβλέποντας προφανώς ότι για τη συγκεκριμένη περίοδο στην οποία αναφερόταν στη μαρτυρία του (ο γάμος του τελέστηκε στις 18 Φεβρουαρίου, 2011), δεν είχε διαφορές με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με συνακόλουθο ασφαλώς να καταρρίπτεται και η θέση που προώθησε, πως η πρόσκληση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο γάμο του, αποτελούσε στοιχείο που έδειχνε προς την απουσία ποινικώς επιλήψιμης σχέσης μεταξύ του ιδίου και του υπό αναφορά μάρτυρα. Με την ευκαιρία της αναφοράς μας στον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά), λίγο πριν, σημειώνουμε και την πασιφανή τάση και διάθεση του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), να αποφεύγει κατά τη μαρτυρία του - εσκεμμένως καθώς κρίνουμε βάσει της δια ζώσης εικόνας και μαρτυρίας του - κάθε αναφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προξενούσε προβλήματα εμπλοκής του εν λόγω κατηγορούμενου - αδελφού του, στα όσα είναι που του καταλογίζονται βάσει του κατηγορητηρίου. Πολύ συχνά θα πρέπει να πούμε, είναι που ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), παρέπεμπε σε έλλειψη θυμητικού, δήθεν, περί διαφόρων θεμάτων που σχετίζονταν με ζητήματα στα οποία ήταν, ή φερόταν πως ήταν αναμεμειγμένος ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) και τούτο, κατά την αντίληψη μας, έγινε προαποφασισμένα από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), για σκοπούς παροχής από μέρους του και με τρόπο ανεπίτρεπτο, της μεγαλύτερης δυνατόν προστασίας που ως αδελφός έκρινε πως θα μπορούσε να του παράσχει για ευνόητους ασφαλώς λόγους οι οποίοι καθιστούν και άσκοπη την περαιτέρω ενασχόληση μας με την περίπτωση.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά).
Ο Ιωάννης Ανδρέου (ΜΥ13), ανέφερε ότι ήταν παρών κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας στο πρατήριο του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) στη Λάρνακα και ότι παρακολούθησε τις περισσότερες από τις σχετικές διεργασίες που έλαβαν χώραν εκεί, όπως τις περιέγραψε. Είπε ότι παρατήρησε πρωτογενώς τον Γρηγόρη Σουρουλλά, ανιψιό του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), να τυπώνει μετά από οδηγίες παρισταμένης αστυνομικού «…μια λευκή κόλλα από το printer του πρατηρίου, του είπαν να κτυπήσει κάποια κουμπιά, εκτύπωσε ο Γρηγόρης Σουρουλλάς, εγώ ήμουνα εκεί, το έβλεπα και το πήραν οι αστυνομικοί το χαρτί». Θα πρέπει να πούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μάρτυς έδωσε την απάντηση του αυτή (αλλά και άλλες, σε πανομοιότυπες σχεδόν υποβολές και ερωτήσεις της κ. Παπαγαπίου), μας δημιούργησε έντονα την αίσθηση πως δεν ήταν γνήσιος - και δεν ήταν - στις αναφορές του και ότι στόχος του ήταν να παραθέσει μια φτιαχτή εικόνα τού τι συνέβη στο πρατήριο κατά το χρόνο στον οποίο ο μάρτυς αναφερόταν, με ιδιαίτερη επικέντρωση στο ζήτημα των υποτιθέμενων οδηγιών της αστυνομικού και στο πώς αυτές είναι που εκτελέστηκαν. Ο μάρτυς δεν είπε την αλήθεια ενώπιον μας, όχι μόνο επί της πτυχής που εξετάζουμε αλλά και επί άλλων. Μια από αυτές, αφορά και στη θέση του - όταν η κ. Παπαγαπίου τού υπέβαλε ότι αυτός έλεγε ψέματα στο Δικαστήριο και πως «…ο σκοπός που ήρθες είναι για να βοηθήσεις το φίλο σου το Γρηγόρη το Σουρουλλά» - ότι αυτό δεν ίσχυε και πως ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) «Δεν είναι φίλος μου. Ήμουν πρώην υπάλληλος του. Αν ήταν φίλος μου ήταν να έμενα εκεί να δούλευα». Το αξιοσημείωτο του πράγματος, εντοπίζεται στο ότι ο μάρτυς επέλεξε να συνδέσει το ζήτημα της φιλίας του με τον εν λόγω κατηγορούμενο με εκείνο της υπαλληλικής ιδιότητας που είχε (κατά τα λεγόμενα του), με τον τελευταίο πριν ο μάρτυς αποχωρήσει από το πρατήριο έξι μήνες πριν δώσει τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο («έφυα πριν 6 μήνες»). Εντούτοις, όταν ο μάρτυς αντεξεταζόταν με αναφορά στην ύπαρξη καμερών στο πρατήριο και στο τι είναι που οι τελευταίες αποτύπωναν, ανέφερε ότι ασχολήθηκε με το ζήτημα των καμερών «μια φορά… όταν έγινε ληστεία στο πρατήριο». Προσδιόρισε δε το χρόνο αυτό, μετά από επακόλουθη ερώτηση της κ. Παπαγαπίου («Πότε είχε γίνει ληστεία;»), λέγοντας ότι η ληστεία στην οποία αναφέρθηκε συνέβη «[π]ριν τέσσερις μήνες», ξεχνώντας καθώς φαίνεται ότι στη βάση της προηγούμενης αναφοράς του, πως είχε αποχωρήσει από το πρατήριο έξι μήνες πριν παρουσιαστεί ενώπιον μας, δεν θα μπορούσε στη λογική τάξη των πραγμάτων να ήταν παρών στο πρατήριο ενεργώντας με τον τρόπο που είπε ότι ενήργησε αμέσως μετά την υπό αναφορά ληστεία, μια και η τελευταία επεσυνέβη (όπως συνάγεται από τις δικές του αναφορές), δύο μήνες μετά που τερματίστηκε η εργοδοσία του με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), καθιστώντας έτσι την τοποθέτηση του ως εκ των πραγμάτων αβάσιμη και αποστερημένη της δυναμικής που ο μάρτυς επιδίωξε να προβάλει για να αντικρούσει τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής περί προκατάληψης του υπέρ του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά).
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Ιωάννη Ανδρέου (ΜΥ13).
Σε σχέση με τη μαρτυρία του Νίκου Κλεάνθους (ΜΥ16), σημειώνουμε πως τούτη καταπιάστηκε (με κάποια γενικότητα), σε πρωτοβουλίες που είχε αναλάβει μετά από παρότρυνση και οδηγίες του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), σε σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντα τουρκοκύπριου Μεχμέτ Αλί Χιλμί. Την ουσία της μαρτυρίας του, την έχουμε ήδη συνοψίσει στα πρώτα στάδια της απόφασης και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Εκείνο όμως που προσθέτουμε εν προκειμένω, είναι πως ο μάρτυς περιορίστηκε κατά τη μαρτυρία του στην έκφραση πολυεπίπεδων πολιτικών θεωρήσεων εν σχέσει με τις τουρκοκυπριακές περιουσίες που φαίνεται να επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από το έργο Aero Center. Ωστόσο, από τα όσα ανέφερε ο μάρτυς δεν προκύπτει κάτι τι το ουσιώδες για ό,τι εδώ επιδίκως ενδιαφέρει. Πάντως, στο βαθμό που ο μάρτυς ασχολήθηκε με το αντικείμενο της θεματολογίας των όσων κατέθεσε η Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στο Υπουργείο Εσωτερικών Μαίρη Λάμπρου (ΜΚ35), θα πρέπει να πούμε πως προτιμούμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, τη δική της μαρτυρία (απορρίπτοντας εκείνη του μάρτυρα), επειδή τα όσα αυτή ανέφερε χαρακτηρίζονταν από αυστηρό επαγγελματισμό, προσοχή στη λεπτομέρεια και πρωτογενή, τις πιο πολλές φορές, γνώση των τεχνοκρατικών διαδραματιζομένων κατά τους κρίσιμους χρόνους, γνώση που δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει στο απαιτούμενο επίπεδο ακρίβειας (και υπό τις περιστάσεις), ο Νίκος Κλεάνθους (ΜΥ16), ο οποίος συζητούσε τα αφορώντα βάσει των δικών του ισχυρών ανησυχιών, απευθείας με τους πολιτικά προϊστάμενους του Υπουργείου Εσωτερικών.
Ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέταση πως ουδέποτε είχε μιλήσει ή συζητήσει με τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), για το ζήτημα της μεταβίβασης «… της τουρκοκυπριακής περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της προς την εταιρεία Wadnic, γιατί δεν είχα καμιά ανάμειξη γι’ αυτό το θέμα, ούτε είχα οποιαδήποτε αρμοδιότητα εγώ από το πόστο μου και τις ευθύνες που είχα να ασχοληθώ με τέτοιο θέμα …» και ότι επίσης, δεν γνώριζε πως «… ο κύριος Ιωακείμ δραστηριοποιείτο και σε τέτοιους τομείς, σε τέτοιες δραστηριότητες, για να ασχοληθώ με το θέμα». Παρά ταύτα, όπως προέκυψε κατά την αντεξέταση - και όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) παραδέχθηκε σχετικώς - ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ) τού είχε τηλεφωνήσει και παρακαλέσει να τον βοηθήσει «… στο θέμα εκχώρησης …», με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), να δηλώνει περαιτέρω, πως δεν είχε καν καταλάβει «… τι σημαίνει το πράμα αυτό, δεν είχα υπόψη μου προηγουμένως όπως είπα ότι ο κύριος Ιωακείμ, η εταιρεία του κυρίου Ιωακείμ έχει οποιαδήποτε ανάμειξη σε σχέση με το θέμα αυτό και μου εξήγησε ο κύριος Ιωακείμ ότι έχει μια εκκρεμότητα με τον κύριο Λίλλη, ότι είναι στα δικαστήρια κλπ και ζητά εν πάση περιπτώσει σε συντομία, ζητά να γίνει μια διευθέτηση μέσω της CYTA για να πάρει το λαβείν του που είχε να πάρει από τον Λίλλη και ότι ζητούσε να γίνει αυτό το έγγραφο, αυτή η συμφωνία έτσι που να πληρωθεί από τα λεφτά από τα οποία θα έπαιρνε ο Λίλλης για τη συμφωνία που είχε κάμει… Εγώ του έλεγα αγαπητέ φίλε δεν μπορώ να αναμειχθώ στο θέμα αυτό, διότι ο τομέας αυτός δεν είναι τομέας δικός μου, δεν είναι σωστό να αναμειχθώ εγώ στα θέματα αυτά από πλευράς του κόμματος, άλλος παρακολουθεί τον οργανισμό, αλλά είναι εύκολο και απλό, πάρε τηλέφωνο κάποιον από το διοικητικό συμβούλιο να μιλήσεις μαζί του να σε βοηθήσει και αντιλαμβάνομαι ο Ιωακείμ έκαμνε ενέργειες στη βάση του τι του έλεγαν, με έπαιρνε και μου έλεγε δεν ανταποκρίθηκαν μέχρι στιγμής, δεν υλοποιήθηκε το πράμα αυτό, σε παρακαλώ βοήθησε με και εγώ του επαναλάμβανα και αυτό το πράμα έγινε μερικές φορές και επαναλάμβανα στον κύριο Ιωακείμ ότι δεν μπορώ να αναμειχθώ στο θέμα του εγγράφου της συμφωνίας, όπως ονομάζεται η εκχώρηση για να λυθεί το πρόβλημα που είχε». Καθίσταται αντιληπτό ότι προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση φανερή αντίφαση και ανακολουθία από μέρους του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) σε σχέση με τη θέση του ότι ουδέποτε, τάχα, μίλησε ή συζήτησε με τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), περί του θέματος της μεταβίβασης τής αναφερόμενης τουρκοκυπριακής περιουσίας αλλά και της γνώσης λεπτομερειών που αφορούσαν στο όλο ζήτημα. Αναδύεται περιπλέον από την ως άνω απάντηση, πως ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) γνώριζε καλώς, όχι μόνο περί της εμπλοκής του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) στο συζητούμενο θέμα αλλά και περί της ανάμειξης σε τούτο, της εταιρείας του τελευταίου, όπως και τα περί «… της προκαταβολής και της υπόσχεσης που έδωσε ο κύριος Λίλλης, ότι θα αποπληρώσει τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ …», κατά το χρόνο που βρισκόταν στο γραφείο του στα κεντρικά γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία και του είχε τηλεφωνήσει στο εσωτερικό του τηλέφωνο ο Χρίστος Αλέκου, λέγοντας του ότι βρισκόταν εκεί με τον Νίκο Κατσουρίδη και τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και ότι τον ήθελε να συναντούσε και ο ίδιος τον τελευταίο, για δυο λεπτά («… κτύπησε στο εσωτερικό τηλέφωνο, νομίζω ότι ήταν ο Χρίστος ο Αλέκου, μου είπε Βενιζέλο είμαι εδώ με το Νίκο Κατσουρίδη και το Νίκο Λίλλη. Δες τον και εσύ δύο λεπτά»). Εάν δε, προσθέσει κανείς στις θέσεις αυτές και τη δήλωση του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης του, πως δεν είχε ασχοληθεί (λόγω έλλειψης αρμοδιότητας), με το θέμα της συνεργασίας τής Wadnic Trading Ltd με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, αλλά και το ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν γνώριζε πως ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ) είχε σχέση ως εμπορευόμενος και επιχειρηματίας με το όλο θέμα («… ουδέποτε ανέφερα στον κύριο Ιωακείμ ότι η συνεργασία της εταιρείας Wadnic με το ταμείο περνά από τα χέρια μου, διότι επαναλαμβάνω δεν είχα την αρμοδιότητα, δεν ασχολήθηκα με αυτό το θέμα. Πώς μπορούσα να το πω αυτό το πράγμα εξάλλου δεν γνώριζα ότι ο κύριος Ιωακείμ έχει την όποια σχέση ως εμπορευόμενος, ως επιχειρηματίας με το θέμα αυτό. Τον ήξερα ως χρυσοχόο στη Λάρνακα»), μπορεί ίσως να αντιληφθεί ακόμη καλύτερα το μέγεθος των αντιθετικών τοποθετήσεων του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) επί των πραγμάτων. Αλλά και να συλλάβει με μεγαλύτερη σαφήνεια και την πασιφανή - και έτσι και αλλιώς, διαπιστωμένη από το σύνολο της μαρτυρίας του - προσπάθεια του εν λόγω κατηγορούμενου να αποστασιοποιηθεί από οτιδήποτε θα μπορούσε κατά την αντίληψη του να τον εμπλέξει άμεσα ή έμμεσα σε ό,τι είναι που του καταλογίζεται από την Κατηγορούσα Αρχή. Δίχως ασφαλώς να καταλαμβαίνει κανείς και τη λογική, από τη μια, της πρόταξης από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), των ισχυρισμών περί έλλειψης αρμοδιότητας από μέρους του έτσι ώστε να δικαιολογείται η ασχολία του με το όλο ζήτημα και από την άλλη, της συμμετοχής του αυτής καθαυτής στο θέμα, ως πραγματικό πλέον γεγονός και σαφώς παραδεκτό από τον ίδιο. Για να μην αναφερθούμε και στις άλλες ανακόλουθες και αντιφατικές τοποθετήσεις του ως προς το αν γνώριζε, πότε είναι που έλαβε χώραν «… η εκχώρηση από τον κύριο Λίλλη στον κύριο Ιωακείμ για να λαμβάνει χρήματα απευθείας από το ταμείο…», με τον υπό αναφορά κατηγορούμενο να δηλώνει είτε το ότι δεν θυμόταν πότε είναι που έγινε αυτό («Όχι δεν θυμούμαι πότε έγινε…»), είτε ότι δεν είχε ερωτήσει σχετικώς τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) και πως, εν κατακλείδι, δεν ήξερε περί του πράγματος [όχι λοιπόν επειδή δεν θυμόταν] («… ούτε ρώτησα τον κύριο Ιωακείμ πότε έκαμε αυτή την υπόθεση, δεν το γνωρίζω αυτό το πράμα»). Απλούστατα, ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ισχυρίστηκε στην ανακριτική του κατάθεση - Τεκμήριο 172 (στις 2.10.13), ότι δεν γνώριζε για τα δάνεια των παλιών παραγόντων της ΑΛΚΗΣ και μελών του ΑΚΕΛ, δηλώνοντας προς τούτο πως δεν είχε καμία σχέση με αυτά. Τη θέση του τούτη (την οποία διατύπωσε στην Απάντηση 12) στην κατάθεση (Τεκμήριο 172) - και μετά που είχε συμβουλευθεί τον δικηγόρο του λίγα λεπτά προηγουμένως στα γραφεία του Αρχηγείου Αστυνομίας - δεν επιδίωξε να τη διευκρινίσει ή να την τροποποιήσει κατά τη μεταγενέστερη ανακριτική του κατάθεση στις 9.10.13 - Τεκμήριο 173, αν και, εάν το επιθυμούσε, είχε την ευκαιρία να το έπραττε. Προσπάθησε κατά την κυρίως εξέταση να δικαιολογήσει τη σχετική απάντηση που είχε δώσει στην ανακριτική του κατάθεση - Τεκμήριο 172, διατεινόμενος πως όταν ρωτήθηκε σχετικώς στην Ερώτηση 12, τελούσε «… υπό συνθήκες σοκ …», αντιλαμβανόμενος πως είχε ερωτηθεί να αναφέρει λεπτομέρειες ως προς το «… ποιοι τα χρωστούσαν, πόσα λεφτά ήταν, πού ήταν αυτά τα δάνεια, πότε έγιναν αυτά τα δάνεια. Όταν είπα δεν είχα καμιά σχέση με αυτά. Εννοούσα τα δάνεια». Οφείλουμε να αποτυπώσουμε την πολύ άσχημη εντύπωση που μας δημιούργησε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ενώ παρέθετε την απάντηση του αυτή, δίχως να παραβλέπουμε ότι - και τούτο το λέμε προς κατάδειξη της ασυνέπειας στην εκδοχή που προέβαλε και όχι ως δυσμενές σχόλιο ως προς την αξιοπιστία του - δεν έθεσε διά του συνηγόρου του το σχετικό αυτό ισχυρισμό στον Κώστα Κωνσταντίνου (ΜΚ8) που ήταν ο ανακριτής που έλαβε από αυτόν την επίδικη ανακριτική κατάθεση - Τεκμήριο 172, έτσι ώστε να δινόταν στον τελευταίο η ευκαιρία να απαντήσει και διευκρινίσει σε περίπτωση που έκρινε πως τούτο χρειαζόταν. Αντιθέτως, ο Κώστας Κωνσταντίνου (ΜΚ8), όταν αντεξεταζόταν από τον δικηγόρο του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), ανέφερε σε κάποιο στάδιο, με παραπομπή στον εν λόγω κατηγορούμενο, πως «... Εμείς δεν τον πιέσαμε να απαντήσει …», χωρίς ποτέ να αντικρουστεί από τον εν λόγω δικηγόρο. Μήτε και φαίνεται εκ των πραγμάτων - και το σημειώνουμε όχι δίκην κατάληξης πραγματογνώμονα (που δεν είμαστε), αλλά στη βάση της κοινής, καθημερινής και συνήθους έννοιας που ο όρος τούτος εννοεί (και έτσι είναι που τον χρησιμοποίησε και ο κατηγορούμενος 7 [Βενιζέλος Ζαννέτος]) - πως ο τελευταίος βρισκόταν «…υπό συνθήκες σοκ…» όταν απαντούσε όχι μόνο σε προηγούμενες αλλά και σε μεταγενέστερες ερωτήσεις του Κώστα Κωνσταντίνου (ΜΚ8) κατά την ανακριτική κατάθεση - Τεκμήριο 172. Μια και υπήρξαν περιπτώσεις όπου με απόλυτη σαφήνεια είναι που ο εν λόγω κατηγορούμενος ετοποθετείτο περί του ότι δεν επιθυμούσε να απαντήσει «… σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις …», ή περί του ότι, ό,τι «… έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο. Αυτή είναι και η συμβουλή των δικηγόρων μου και δεν έχω ούτε εμπιστοσύνη στην διαδικασία που ακολουθείται» ή ότι «[Θ]α απαντήσω στο Δικαστήριο». Παραμένοντας στα περί των συνθηκών σοκ του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), τονίζουμε πως τούτα προβλήθηκαν από τον τελευταίο ως ασπίδα και σε μια άλλη έκφανση της μαρτυρίας του που αφορούσε, αυτή τη φορά, στην απάντηση που είχε δώσει στο πλαίσιο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία στις 9.10.13, ως το Τεκμήριο 173. Του υποβλήθηκε εκεί, ως Ερώτηση 15, το κατά πόσο γνώριζε «… για τις δύο επιταγές €200000 και €34000 που εκδόθηκαν από την εταιρεία WADNIC TRADING και κατατέθηκαν στο ΣΤΕΚ και ακολούθως έγινε εξόφληση δανείων παλιών παραγόντων της ΑΛΚΗΣ …», με αυτόν να απαντά αποφατικά και κοφτά «Όχι». Παρόμοια απάντηση έδωσε ο εν λόγω κατηγορούμενος και στις 2.10.13, κατά την ανακριτική του κατάθεση - Τεκμήριο 172, όταν στη σχεδόν πανομοιότυπη Ερώτηση 13, απάντησε «Καμία σχέση με το θέμα». Εκείνο βεβαίως που απασχολεί εν προκειμένω είναι η απόλυτη άρνηση του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), κατά τη δεύτερη ανακριτική του κατάθεση - Τεκμήριο 173. Στην αντεξέταση του, ο υπό αναφορά κατηγορούμενος (επαναλαμβάνοντας τις αρνητικές του απαντήσεις στις καταθέσεις του), ισχυρίστηκε πως «… όταν βγήκε στη δημοσιότητα το θέμα και υποχρεώθηκε η επιτροπή του ΑΚΕΛ να εκδώσει σχετική ανακοίνωση …», ο ίδιος δεν γνώριζε περί του γεγονότος («… εγώ δεν γνώριζα»). Ωστόσο, εμφανώς είναι που αναδύθηκε κατά τη μαρτυρία του επί του σημείου που εξετάζουμε, ότι η ανακοίνωση της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας -Τεκμήριο 551, είχε εκδοθεί στις 25.9.13, προγενέστερα δηλαδή της υπό αναφορά ανακριτικής κατάθεσης - Τεκμήριο 173 (αλλά και της ανακριτικής κατάθεσης - Τεκμήριο 172). Στην υπό αναφορά ανακοίνωση - Τεκμήριο 551, γίνεται ρητή μνεία στις δύο επίδικες επιταγές και πιο συγκεκριμένα, ότι «6. Ένας εκ των προσώπων που αποφάσισε να βοηθήσει την επιτροπή εξόφλησης των παλαιών χρεών της ΑΛΚΗΣ όπως ήτο αναμενόμενο και συμβαίνει σε όλα τα Σωματεία της Κύπρου ήτο ο πρόεδρος της ΑΚΛΗΣ ο οποίος από την εταιρεία του WADNIC TRADING LIMITED εξέδωσε 2 επιταγές για το ποσό των €200,000. - η πρώτη και για το ποσόν των €34,000. - η δεύτερη με σκοπό την άμεση εξαργύρωση τους και την πληρωμή παλαιών οφειλών της ΑΛΚΗΣ. Οι επιταγές είχαν εκδοθεί στο όνομα του ΣΤΕΚ γιατί σε αυτό το ίδρυμα εκκρεμούσαν οφειλές που αφορούσαν χρέη της ΑΛΚΗΣ και άλλες οφειλές που εκκρεμούσαν σε άλλα Τραπεζικά Ιδρύματα ή και σε πρόσωπα». Ασυζητητί λοιπόν, σαφές είναι το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αυτής, ανεξαρτήτως βεβαίως της όποιας αλήθειας ή ακρίβειας είναι που εκφράζει. Όταν τέθηκε ενώπιον του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) η εν λόγω ανακοίνωση - Τεκμήριο 551 από την κ. Παπαγαπίου (αμέσως μετά που ο τελευταίος έδωσε την απάντηση του ως προς το πότε έλαβε γνώση περί των επίδικων επιταγών), τούτος σε επακόλουθη ερώτηση της αντεξετάζουσας για ποιο λόγο είναι που δεν ανέφερε προς τους ανακριτές τον Οκτώβριο 2013 ότι έμαθε περί των επιταγών αυτών - καταφεύγοντας καταφανώς στην αναλήθεια - εξήγησε πως το τι εννοούσε με την απάντηση του στην ανακριτική κατάθεση - Τεκμήριο 173, είναι ότι εκείνο που είχε δηλώσει πως δεν γνώριζε, ήταν ο τρόπος «… με τον οποίο έγιναν οι πληρωμές αυτές από τον λογαριασμό του ταμείου της Επαρχιακής Επιτροπής και στη συνέχεια κατατέθηκαν 2 επιταγές για την εξόφληση του σχετικού δανείου». Η θέση αυτή είναι οπωσδήποτε πολύ διαφορετική σε νόημα και διατύπωση από εκείνη που ανέφερε ο εν λόγω κατηγορούμενος στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 173, με κάθε άλλο σχόλιο ενδεχομένως να περιττεύει, πλην ενός, με το οποίο ενασχολούμαστε αμέσως. Τούτο, άπτεται της επαναφοράς από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) στο προσκήνιο της μαρτυρίας του, των υποτιθέμενων συνθηκών σοκ κάτω από τις οποίες επιμένει πως βρισκόταν ενώ λάμβανε χώραν η ανακριτική του κατάθεση - Τεκμήριο 173 (και στις οποίες δεν είχε αναφερθεί εν σχέσει με το τι απαντούσε, πριν του επιδειχθεί η ανακοίνωση της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας - Τεκμήριο 551). Ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), πέραν της φραστικής αναφοράς ότι τελούσε «… κάτω από συνθήκες σοκ …», είπε και τα ακόλουθα, τα οποία (ως ένας συμφυρμός αβάσιμων δικαιολογιών και αοριστολογιών που θεωρούμε ότι ήσαν), χρωμάτισε με πολύ μελανά χρώματα και έτι περισσότερον τις αναλήθειες που ανέφερε ενώπιον μας. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή από τα πρακτικά για να καταδείξουμε ακόμη πιο γραφικά αυτό που εννοούμε: «…Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή, αν διάβασα αυτό το πράμα, έκδωσε ανακοίνωση η επαρχιακή επιτροπή του ΑΚΕΛ και πρέπει να απαντήσω ναι σε αυτή την ερώτηση που υποβάλλει ο αστυνομικός… ήμουν κάτω από αυτές τις συνθήκες που σας λέω, απάντησα μέσα στο πνεύμα ότι δεν γνώριζα ότι η επαρχιακή είχε δώσει, είχε πληρώσει με λεφτά δικά της κάποιο δανεισμό και τώρα αυτές οι επιταγές πηγαίνουν και κατατίθενται στην επαρχιακή επιτροπή για να εξοφληθούν δάνεια. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποιος ιδιαίτερος λόγος, δεν ήρθε στο μυαλό μου ότι άκουσα αυτό το πράμα λίγες μέρες προηγουμένως». Δεν έχουμε απολύτως καμιά αμφιβολία πως τα περί συνθηκών σοκ που προέταξε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), αποτελούν ευφυή σενάρια προς δικαιολόγηση όσων είναι που προέκυπταν από την απόλυτη θέση που εξέφρασε κατά την ανάκριση, στις παραμέτρους που αναλύσαμε. Υπάρχουν όμως και άλλα. Είπε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) κατά την αντεξέταση, πως δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ και πως δεν είχε «… καμιά ανάμειξη, αρμοδιότητα, πώς να το πω διαφορετικά για να με πιστέψετε ότι δεν ήμουν άνθρωπος του ποδοσφαίρου, δεν με ενδιέφεραν αυτά τα θέματα», επαναλαμβάνοντας περίπου τα ίδια σε κατοπινό στάδιο, ότι δηλαδή «… δεν ήμουν πίσω από τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ κυρία Παπαγαπίου, δεν είχα καμιά αρμοδιότητα για τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ». Εντούτοις, παρά την έλλειψη σχετικής αρμοδιότητας και παρόλο που προέτασσε με την πρώτη ευκαιρία, όχι μόνο τη σημασία που είχε για τον ίδιο η κομματική ιεραρχία, αλλά και η προσήκουσα κατανομή αρμοδιοτήτων στο κόμμα σε σχέση με ποικίλα ζητήματα (μεταξύ των οποίων και τα συζητούμενα), αποφάσισε να παρέμβει παρακλητικά (δικός του ο όρος) προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), εν σχέσει με την αποπληρωμή των υπό αναφορά δανείων «… ύστερα από παράκληση του συνάδελφου μου Χρίστου Αλέκου …». Τούτο το έπραξε, επειδή ο τελευταίος στις αρχές του 2010, του είχε τηλεφωνήσει λέγοντας του πως «… μίλησε πριν από λίγο με τον Νίκο Λίλλη, για ένα δάνειο στην Σ.Π.Ε Κιτίου, για το οποίο η Σ.Π.Ε Κιτίου κίνησε διαδικασίες εναντίον των χρεωστών και ότι το δάνειο αυτό μου είπε ότι είναι από τα δάνεια που έγιναν στο παρελθόν, για να βοηθήσουν την ΑΛΚΗ και ότι υπήρχαν σοβαρές πιέσεις από τα άτομα δικαιολογημένες πιέσεις από τα άτομα που χρωστούσαν τα λεφτά αυτά, διότι κινήθηκαν διαδικασίες επαναλαμβάνω να πληρωθούν. Μίλησα όπως είπα προηγουμένως με τον κύριο Λίλλη». Στο ίδιο τηλεφώνημα, όπως διευκρίνισε λίγο αργότερα ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ο Χρίστος Αλέκου τον παρακάλεσε να τηλεφωνήσει και αυτός στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) για να του πει «… μια κουβέντα με την έννοια να δώσει προτεραιότητα στο δάνειο, στο συγκεκριμένο δάνειο, γιατί όντως υπάρχουν πιέσεις στο κόμμα από τα άτομα τα οποία χρωστούν αυτά τα λεφτά, γιατί κινήθηκαν διαδικασίες. Ήταν πολύ επείγον θέμα και έπρεπε να το επιλύσουμε σύντομα. Το συντομότερο δυνατό». Αναρωτιέται βεβαίως κανείς για ποιο λόγο είναι που ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ανέλαβε την πρωτοβουλία αυτή, δίχως να έχει προς τούτο αρμοδιότητα, τη στιγμή που το όλο ζήτημα είχε αποκτήσει (κατά τα λεγόμενα του), κομματική διάσταση και σημασία και δεν επέλεξε να θέσει το ζήτημα ενώπιον των αρμόδιων κομματικών οργάνων ή εντεταλμένων ατόμων του ΑΚΕΛ για να επιληφθούν του θέματος και αντ’ αυτού, προτίμησε αυτεπαγγέλτως να διατηρήσει, δήθεν, το ζήτημα σε επίπεδο διαπροσωπικό ικανοποιώντας απλώς την παράκληση (ή «παραινετική παρέμβαση») τού «… συντρόφου Χρίστου Αλέκου …», ο οποίος ήταν εκτός τούτου και συνάδελφος και πολύ στενός συνεργάτης του και ο οποίος επέμενε «… με ένα πολύ έντονο παρακλητικό τρόπο "σε παρακαλώ πάρε τον εσύ που είσαι μέρος της γραμματείας εγώ είμαι επαρχιακός γραμματέας αυτό που θέλουμε από τον Λίλλη είναι να δώσει προτεραιότητα και τίποτε άλλο"…». Δεν είναι όμως μόνο αυτή η άποψη των πραγμάτων που ενέχει σημασία για την αξιοπιστία του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου). Ο τελευταίος, επιχείρησε κατά τη μαρτυρία του να υποβαθμίσει τη σημασία των παρεμβάσεων του προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), αλλά και των κινήτρων πίσω από αυτές, λέγοντας ότι αποτελούσε για τον ίδιο μια εκτός χαρακτήρος ενέργεια να συνομωτήσει με τον «… οποιονδήποτε κύριο Λίλλη για να γίνει αφαίμαξη από ένα Ταμείο Εργαζομένων να πάνε στη μάππα …», διαλέγοντας σαφώς να υποβιβάσει το ζήτημα, ξεχνώντας, ως φαίνεται, πως το όλο εγχείρημα δεν αφορούσε στα ποδοσφαιρικά πράγματα με την αυστηρή έννοια του όρου («τη μάππα»), αλλά την προκύψασα επιτακτική ανάγκη αποπληρωμής των χρεών μελών και φίλων της ΑΛΚΗΣ και του ΑΚΕΛ, η εκκρεμότητα των οποίων προκαλούσε ιδιαίτερη αναστάτωση στα άτομα αυτά που μετουσιώθηκε σε έντονες πιέσεις προς το ΑΚΕΛ προς διευθέτηση. Ούτε λοιπόν και σε αυτή την έκφανση της μαρτυρίας του (είτε ως προς την ουσία που εκφράζει είτε ως προς τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρθηκε με τη διά ζώσης μαρτυρία του), ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), δημιούργησε τις καλύτερες των εντυπώσεων από το εδώλιο του μάρτυρα. Αντιθέτως, εδραίωσε πως στόχος της μαρτυρίας του ήταν να αποπροσανατολίσει και να παρουσιάσει μια ιδανική (προς ενδυνάμωση της εκδοχής του) εικόνα των πραγμάτων, που πολύ είναι που αφίστατο της αλήθειας.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου).
Ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), προσπάθησε να αιτιολογήσει - ανεπιτυχώς - τη νομιμοποίηση (εν τη ευρεία εννοία του όρου), της αποπληρωμής από την ούτω καλουμένη Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών της ΑΛΚΗΣ, οφειλών που δημιούργησαν διαχρονικώς σε βάρος τους και υπέρ του σωματείου, μέλη και φίλοι της ΑΛΚΗΣ. Αρκετές φορές είναι που η κ. Παπαγαπίου κάλεσε τον μάρτυρα κατά την αντεξέταση να παρουσιάσει «…κάποια κατάσταση αυτών των δανείων … Επίσημη από τραπεζικά ιδρύματα …», με αυτόν να αποφεύγει επιμελώς να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου, παραπέμποντας γενικώς και αορίστως σε στοιχεία που κατείχε ως έλεγε και από τα οποία φαινόταν, κατά τη θέση του, πως τα δάνεια αυτά υπήρχαν («Από τα στοιχεία που έχω εγώ, που μου έχουν δώσει οι διάφορες τράπεζες, φαίνεται ότι υπάρχουν αυτά τα δάνεια»). Μάλιστα, ο μάρτυς, σε περαιτέρω ερωτήσεις της κ. Παπαγαπίου ως προς το αν είχε στην κατοχή του επίσημες τραπεζικές καταστάσεις λογαριασμού για να τις παρουσιάσει στο Δικαστήριο, απάντησε καταφατικώς, προτάσσοντας προς τούτο το Τεκμήριο 559, το οποίο όμως, όπως παραδέχθηκε, δεν αποτελεί επίσημο τραπεζικό έγγραφο παρά μόνο καταγραφή στοιχείων που αναφέρονται σε αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών, οφειλετών και υπολοίπων λογαριασμού. Κατέστη σαφές σε μας κατά τη μαρτυρία του μάρτυρα, πως προσπάθεια του ήταν να παροδηγήσει ευσχήμως από το εγχείρημα της Κατηγορούσας Αρχής να εξακριβώσει, όχι τις δευτερογενείς αναφορές του περί ύπαρξης δανείων και οφειλών προς μέλη και φίλους της ΑΛΚΗΣ, αλλά την ταύτιση των δανείων αυτών διά της ανάδειξης πρωτογενούς μαρτυρίας περί συνομολόγησης τους. Η πτυχή αυτή υπέχει σημασίας διότι κατέστη επίδικο από την αρχή της διαδικασίας πως η αποπληρωμή των κατ’ ισχυρισμόν δανείων μελών και φίλων της ΑΛΚΗΣ αποτελούσε κίνητρο πίσω από το φερόμενο εκβιασμό των κατηγορουμένων 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και 8 (Αντώνη Ιωακείμ) προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με στόχο, ακριβώς, την άμεση αποπληρωμή τους μετά τα λεφτά που έλαβε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ως προκαταβολή από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, βάσει της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α. Σαφές ας καταστεί, ότι η δικαστική διαπίστωση που περιγράφουμε προκύπτει αξιολογικά (βάσει δηλαδή αποτίμησης των εξωτερικών και εσωγενών γνωρισμάτων της μαρτυρίας του μάρτυρα) και όχι ως εκ της αντίθεσης που τούτος εξέφρασε ενάντια εκείνης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και τούτο ισχύει και για κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση αντιπαραβολής μαρτυρίας με τον εν λόγω μάρτυρα, στο πλαίσιο αξιολόγησης οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα ή κατηγορούμενου στην παρούσα ετυμηγορία. Καθόλου δεν μας προκάλεσε θετική εντύπωση η θέση του μάρτυρα περί αποσύνδεσης των κομματικών πραγμάτων από τα αθλητικά, σε απάντηση σχετικής ερώτησης της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση («Ε. Το πρόβλημα ήταν ότι ανακατώνετε τα κομματικά με τα αθλητικά ...»), με αυτόν να διατυπώνει πως «... Αυτή είναι η άποψη σας. Δεν συμφωνώ μαζί σας». Και τούτο, στη βάση των όσων ο ίδιος ο μάρτυς περιέγραψε στη μαρτυρία του με αναφορά στην εμπλοκή της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας στα οικονομικά της ΑΛΚΗΣ («Διότι προηγουμένως είχαμε τύχει διευκόλυνσης μέσω της επαρχιακής επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας, μετά από δική μου παράκληση στο να μας δώσουν €90.000 να πάμε να εξοφλήσουμε, να κάνουμε την πράξη με την Σ.Π.Ε Δρομολαξιάς, που ήταν συμφέρουσα πρώτον και δεύτερον να πληρώσει στο συγκεκριμένο ταμιευτήριο δάνειο στο όνομα Αντρέου Θεόδωρος, το οποίο αφορούσε την ΑΛΚΗ και ήταν αποπληρωμή του δανείου της Ελληνικής. Να παραμείνει το ποσό που είχαμε εκκρεμότητα με τη Σ.Π.Ε. Λειβαδιών και ό,τι υπόλοιπο μεινίσκει να το κάνουμε μια κατανομή σε αυτούς που είχαν να παίρνουν λεφτά»). Προκύπτει επομένως ανακολουθία του μάρτυρα και επί αυτής της πτυχής. Για το ότι το ζήτημα των φερόμενων υποχρεώσεων φίλων της ΑΛΚΗΣ απασχολούσε και το ΑΚΕΛ, σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο, επιβεβαίωσε (ας υποσημειωθεί) και ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος). Αξιοσημείωτες όμως ήσαν και οι παλινδρομήσεις του Χαράλαμπου Χρίστου (ΜΥ19) σε ό,τι αφορά στην προέλευση του ποσού των €234.000, το οποίο ο μάρτυς προσδιόρισε ως προερχόμενο, άλλοτε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), άλλες φορές από χρήματα του προέδρου της ΑΛΚΗΣ και άλλες, από λεφτά της ΑΛΚΗΣ, χωρίς όμως ο ίδιος να βρίσκεται σε θέση να απαντήσει στο εύλογο ερώτημα της κ. Παπαγαπίου που επακολούθησε απάντησης του σε σχέση με τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5] («… δεν ήταν δικά του λεφτά ήταν λεφτά του σωματείου …»), από πού είναι που το σωματείο της ΑΛΚΗΣ βρήκε τα χρήματα αυτά. Ο μάρτυς απάντησε ότι δεν ήταν ο « … ελεγκτής του σωματείου … εμένα η σχέση μου με τον κύριο Νίκο Λίλλη σας την επαναλαμβάνω, εγώ είχα να κάμω με τον πρόεδρο του σωματείου για θέματα του σωματείου, για λεφτά που αφορούσαν το σωματείο και υποχρεώσεις του σωματείου. Από εκεί και πέρα το από πού τα έβρισκε σαν πρόεδρος του σωματείου, από ποιους σπόνσορες και πράξεις και ενέργειες δεν ήταν δουλειά δική μου. Δεν ήμουν εσωτερικός ελεγκτής του Λίλλη». Εκτός της κακής εντύπωσης που μας προξένησαν οι τοποθετήσεις του λόγω των ανακολουθιών που τις χαρακτηρίζουν και του τρόπου με τις οποίες τις εξέφρασε από το εδώλιο, όταν του τέθηκε αλλού στην αντεξέταση πως τα χρήματα αυτά προήλθαν από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ο μάρτυς απάντησε «ουδέν αληθέστερο» (εννοώντας προφανώς «ουδέν αναληθέστερον»), κατανοώντας πλήρως (όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ζωντανά κατά τη διαδικασία), ότι η ερώτηση της κ. Παπαγαπίου στόχευε στο να του υποδείξει πως τα λεφτά αυτά βρέθηκαν στην κατοχή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ένεκα της πληρωμής που ο τελευταίος εισέπραξε από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α. Ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), προέβαινε σε απόλυτες τοποθετήσεις ενάντια σε κάθε τι που έλεγε ή έπραττε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δίχως να δύναται να αιτιολογήσει (σε οποιοδήποτε βαθμό επάρκειας), το άκαμπτο των απόψεων του αυτών ενάντια στον τελευταίο. Για παράδειγμα, αν και ο μάρτυς παραδέχθηκε πως παρέλαβε χρήματα προς εξόφληση δανειστών της ΑΛΚΗΣ, επέμενε να αποφεύγει στις πλείστες των περιπτώσεων οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός πως τα λεφτά αυτά τα λάμβανε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - προβαίνοντας μάλιστα και σε δεικτικά σχόλια και επίδειξη δυσφορίας εντός του εδωλίου τα οποία μετέδιδαν και μια αίσθηση υποτίμησης και εχθρικού προσανατολισμού του έναντι του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - λέγοντας ότι ο τελευταίος είχε υποχρέωση κάλυψης των υπό αναφορά χρεών, με παντελώς αδιάφορο (για τον μάρτυρα) πώς είναι που τα χρήματα αυτά περιέρχονταν στην κατοχή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5). Σε άλλες περιπτώσεις, όταν ετίθετο στον Χαράλαμπο Χρίστου (ΜΥ19) κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου, πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) «… εκείνο τον καιρό που σας είπε ότι θα σας δώσει τις επιταγές ήταν ο σωτήρας σας, κινδύνευαν σπίτια, χώρισαν άνθρωποι», η απάντηση του ήταν πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) υλοποιούσε δεσμεύσεις του, δίχως όμως τούτο να δικαιολογεί - κατά μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων - την ισοπέδωση από τον μάρτυρα τού ρόλου και των ενεργειών του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), μολονότι αναγνώρισε τελικώς πως ο τελευταίος «… βοήθησε με τη στάση και τη συμπεριφορά του να λύσουμε ένα μεγάλο πρόβλημα, σαν πρόεδρος του σωματείου επαναλαμβάνω». Αυτές οι θέσεις του Χαράλαμπου Χρίστου (ΜΥ19), καθώς και άλλες στη μαρτυρία του, σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες παραφυάδες της (και με τις οποίες ήδη έχουμε ενασχοληθεί), καταδεικνύουν (και αυτές) έλλειψη αντικειμενικότητας του μάρτυρα σε αυτά που κατέθεσε έναντι του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5). Παρόμοιο έλλειμμα όμως (με ανάστροφη ωστόσο στόχευση), επέδειξε ο μάρτυς και σε σχέση με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), όταν δήλωνε με βεβαιότητα πως οι επιταγές που δόθηκαν στην ΑΛΚΗ από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), δεν αποτελούσαν προϊόν εκβιασμού του τελευταίου από τον εν λόγω κατηγορούμενο διότι («… οι επιταγές ήταν αποτέλεσμα της δέσμευσης του ίδιου του Νίκου Λίλλη διαχρονικά για επίλυση προβλημάτων του σωματείου, του προέδρου του σωματείου, για επίλυση προβλημάτων του σωματείου, αν κάποιος τώρα θέλει να το παρουσιάσει ότι εκβιάζεται ή είναι προσωπικά δικά του λεφτά ή δεν ξέρω εγώ τι. Ο καθένας μπορεί να βγάλει συμπεράσματα»), με αιωρούμενο ωστόσο το ερώτημα πώς είναι που ο μάρτυς μπορούσε να τοποθετηθεί τόσο αυστηρά και κάθετα επί της πτυχής αυτής δίχως να έχει πρωτογενή γνώση των πραγμάτων, είτε αυτά ήθελαν αντικριστεί μέσα από το φακό που πρότεινε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) στη μαρτυρία του είτε μέσα από το πρίσμα που εισηγήθηκε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), μαζί με τους Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και Γεώργιο Τσακιστό (ΜΥ22). Τούτη η σπουδή του μάρτυρα να θέσει τα πράγματα σε μια υπερασπιστική τάξη ώστε να δημιουργήσει την πρώτη ύλη για προβολή εισηγήσεων εκ μέρους των κατηγορουμένων 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) και 8 (Αντώνη Ιωακείμ), πως εκλείπει ουσιαστικά το αντικείμενο του εκβιασμού διότι, ό,τι και να έλαβε χώραν σε σχέση με την αποπληρωμή των καλούμενων ως δανείων φίλων της ΑΛΚΗΣ, έγιναν με την πλήρη συναίνεση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και μάλιστα στη βάση προεκλογικών του δεσμεύσεων, δείχνει και τούτο, το προκατασκευασμένο της εκδοχής του, ιδωμένης ασφαλώς της μαρτυρίας του στο σύνολο της. Υπάρχει όμως ακόμη μια πτυχή της μαρτυρίας του μάρτυρα που μας δημιούργησε πολύ αρνητική εντύπωση, όχι μόνο ως εκ του τρόπου με τον οποίο εκφράστηκε (κατά την κυρίως εξέταση του από τον κ. Θωμά), αλλά και ως εκ της αιτιολογίας που τη συνόδευσε. Πιο συγκεκριμένα, είπε ο μάρτυς πως ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ) δεν ήθελε «… να έχει οποιανδήποτε σχέση με τον κύριο Φαντούση» (εννοώντας τον Βλαδίμηρο Φαντούση [ΜΚ21]) και ότι «… τους λόγους μου τους εκμυστηρεύτηκε και μπορώ να τους αναφέρω νοουμένου ότι έχω την άδεια του» (εννοώντας την άδεια του κατηγορούμενου 8 [Αντώνη Ιωακείμ]). Ο μάρτυς ανέφερε λοιπόν ότι σύμφωνα με τα όσα του είχε αναφέρει ο εν λόγω κατηγορούμενος «… η γυναίκα του κυρίου Φαντούση, είχε χάσει ένα δακτυλίδι ακριβό, κάπου σε κάποιο εστιατόριο, σε κάποια πισινά, δεν ξέρω πού ήταν και απευθύνθηκε στον Αντώνη, για να του ξαναφτιάξει το ίδιο. Ένα δακτυλίδι που όπως μου είχε αναφέρει τότε, ήταν γύρω στις €10.000. Και ποτέ δεν αποπλήρωσε αυτή την υποχρέωση του προς τον κύριο Ιωακείμ». Οι αναφορές αυτές του μάρτυρα και ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκαν κατά τη μαρτυρία, παρέπεμπαν (πολύ έντονα), σε μια σκαρφισμένη, θα μπορούσαμε να πούμε τοποθέτηση που καθόλου δεν εντυπωσίασε ως, έστω, αληθοφανής. Τουναντίον, στόχευε στο να πλήξει προσχηματικώς την αξιοπιστία του Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21), χωρίς να δίνεται η ευκαιρία στον τελευταίο να αντικρούσει όλα όσα ο μάρτυς ανέφερε επί του ζητήματος, μια και κανείς από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων δεν υπέβαλε στον Βλαδίμηρο Φαντούση (ΜΚ21), οτιδήποτε σε σχέση με τη συζητούμενη αυτή εκδοχή. Κάτι παρόμοιο έγινε και σε σχέση με τους πολλά προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Χαράλαμπου Χρίστου (ΜΥ19) - όπως και του Γιώργου Στυλιανού (ΜΥ20) - (οι οποίοι φανερώς είναι που δείχνουν σε εκ των υστέρων ευκαιριακά εφευρήματα στη βάση ίσως σχετικών νύξεων που είχε εκφράσει ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5] κατά τη μαρτυρία του), περί πληρωμής ποσών σε μέλη και φίλους της ΑΛΚΗΣ και έκδοση συναφών αποδείξεων και βεβαιώσεων. Οι ισχυρισμοί αυτοί (και προπαντός οι ούτω καλούμενες αποδείξεις και βεβαιώσεις), ουδέποτε τέθηκαν στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) κατά την αντεξέταση του έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία να τοποθετηθεί σχετικώς.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Χαράλαμπου Χρίστου (ΜΥ19).
Ο Γιώργος Στυλιανού (ΜΥ20), παρουσίασε την εικόνα ατόμου που ως στόχο είχε την πάση θυσία προάσπιση των χειρισμών της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας - κάτι που από μόνο του δεν είναι ασφαλώς αθέμιτο - γεγονός ωστόσο που τον οδήγησε, στην πορεία των πραγμάτων (και αυτό διότι επέλεξε την οδό της αναλήθειας), να περιπέσει σε αντιφάσεις και ανακολουθίες αλλά και στην προώθηση αβάσιμων εκδοχών, όπως είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε κατά τη ζωντανή παράθεση της μαρτυρίας του. Κατ΄ αρχάς, η συνεργασία του με τις ανακριτικές αρχές δεν ήταν και η πλέον ιδανική και τούτο το λέμε όχι επειδή η έλλειψη της όποιας αυτής συνεργασίας από μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει απαρεγκλίτως και στην εξαγωγή αρνητικών συμπερασμάτων σε σχέση με την αξιοπιστία του, αλλά διότι καταδεικνύει, ακριβώς, αυτό που προαναφέραμε ως προς την απώτερη σκοπιμότητα της μαρτυρίας του, της οποίας επάλληλη προοπτική ήταν και η επιφορά αθέμιτων πληγμάτων στους ανακριτικούς χειρισμούς που αφορούσαν στο πρόσωπο του. Αρνήθηκε ο μάρτυς πως εξέφρασε ποτέ προς τους ανακριτές τη θέση ότι για να έδινε την κατάθεση του ήθελε να γνωρίζει εκ των προτέρων το περιεχόμενο των ερωτήσεων που τούτοι θα του έθεταν. Δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην μεμπτή στάση μια τέτοια θέση στην περίπτωση που ο μάρτυς παραδεχόταν ότι έτσι είναι που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Εκείνο που είναι μεμπτό ήταν η επιδίωξη του μάρτυρα να δικαιολογήσει την παρουσία του στην Αστυνομία την 1.10.13, λόγω της δήθεν επιμονής των ανακριτών να τους παραθέσει στοιχεία περί άλλων θεμάτων τα οποία δεν αναφέρονταν ρητώς στο έτοιμο κείμενο της γραπτής δήλωσης που είχε ετοιμάσει και όχι διότι (ως η υποβολή της Κατηγορούσας Αρχής), ο μάρτυς μετέβη στην Αστυνομία θέτοντας όρο, ή έστω εκφράζοντας επιθυμία, για αποκάλυψη σε αυτόν, των ερωτήσεων που έπρεπε να απαντήσει στην κατάθεση του. Επιχείρησε να υποστηρίξει ο μάρτυς πως παρέδωσε τη γραπτή του δήλωση προς την Αστυνομία την 1.10.13 και ότι ο εντεταλμένος ανακριτής επέμεινε όπως ο μάρτυς τού απαντούσε προφορικώς περί κάποιων ζητημάτων που είχαν σχέση με την υπόθεση, με τη στάση αυτή του ανακριτή να προσκρούει στην απαρέσκεια του μάρτυρα και να τον οδηγεί τελικώς στην απόφαση του να μην παραδώσει τη γραπτή του δήλωση ως την κατάθεση του προς την Αστυνομία τη μέρα εκείνη. Παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω την αντίδραση του μάρτυρα κατά την αντεξέταση - στην απολύτως κατανοητή και συγκεκριμένη ερώτηση της κ. Παπαγαπίου («Ε. Και πότε πήγες κύριε Στυλιανού στην Αστυνομία;») - με την απάντηση αυτή, να διακρίνεται από γενικολογία, αοριστία και ανακολουθία, προσθέτοντας και τούτη, στην ευρύτερη αρνητική εικόνα που ο μάρτυς εξέπεμψε: («Α. 1η Οκτωβρίου στην οποία 1η του Οκτώβρη έδωσα τη δήλωση μου, τη γραπτή μου κατάθεση, επέμεναν να τους πω άλλα θέματα, εγώ είπα ότι έκλεια την κατάθεση μου, τη δήλωση μου με τη φράση "ό,τι έχω να το πω, θα το πω στο Δικαστήριο υπό την όποια μου ιδιότητα" και αυτό ήταν όλο. Επέμενε ο ανακριτής και μου λέει "ξέρεις, δεν θέλω τίποτε από εσένα, θέλω απλά να μου πεις πού πήγαν τα λεφτά". "Ποια λεφτά;" του λέω. Εν τω μεταξύ αυτά δεν ήταν στη μορφή κατάθεσης, ήταν στην κουβέντα μεταξύ μας. Μου λέει "το ποσό των 234 χιλιάδων". Του λέω "κοίταξε, αυτά είναι γραμμένα, δεν τα έχω μπροστά μου, δεν μπορώ να πω οτιδήποτε προφορικό γιατί δε θέλω να κάνω ζημιά. Είναι γραμμένα, είναι κάπου γραμμένα" και μου λέει "εντάξει, έλα αύριο μαζί με τη δήλωση σου, την κατάθεση σου και φέρτα αυτά"…»). Παρά λοιπόν τη σχετικώς μακρά αυτή απάντηση, ο μάρτυς δεν εξήγησε για ποιο λόγο είναι που δεν παρέδωσε την κατάθεση/δήλωση του στους ανακριτές την 1.10.13 (μια και την είχε ήδη στα χέρια ενώ βρισκόταν στα γραφεία τους) και τη στιγμή που στη γραπτή αυτή κατάθεση/δήλωση προέβαινε ήδη σε αναφορά (στην έκταση που επιθυμούσε ο μάρτυς), στο ποσό των €234.000. Ταυτοχρόνως, ποσώς μπορεί να παραβλεφθεί και το ότι πουθενά δεν αναφέρει στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο ΝΙ (επί της οποίας επισυνάπτεται η υπό αναφορά γραπτή του δακτυλογραφημένη δήλωση), τα περί μετάβασης του στην Αστυνομία την προηγουμένη (δηλαδή την 1.10.13) και τα όσα υποτίθεται διαμείφθηκαν με τον ανακριτή ή τους ανακριτές, όπως ο μάρτυς τα εξέθεσε κατά την αντεξέταση. Υπάρχουν όμως και περισσότερα που θα μπορούσαν να λεχθούν αναφορικά με την αναξιοπιστία του μάρτυρα αυτού, όπως για παράδειγμα τα περί των γενικών και αόριστων τοποθετήσεων του αναφορικώς με την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας (με την επίδικη κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 2.1.12 [βλ. Τεκμήριο 566], να κατατίθεται από τον Χαράλαμπο Χρίστου [ΜΥ19], κατά την κυρίως εξέταση του), αλλά και τα περί του τρόπου με τον οποίο λάμβανε χώραν η απόσυρση μετρητών από το λογαριασμό αυτό προς αποπληρωμή μελών και φίλων της ΑΛΚΗΣ που είχαν στο παρελθόν δανείσει το σωματείο ή υποστεί ανάλογη οικονομική ζημιά προς όφελος του. Ο μάρτυς (που υπενθυμίζουμε, κατέθεσε ως Ταμίας της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας από το 2006), προσπάθησε να εξηγήσει αναφορικά με τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό, τους χειρισμούς στους οποίους προέβη αποδίδοντας σε αυτούς (μέσω απαντήσεων που σχεδόν ποτέ δεν ήσαν άμεσες και χαρακτηρίζονταν από τάσεις υπεκφυγής), είτε στο ότι οι φερόμενοι παράγοντες ή φίλοι της ΑΛΚΗΣ που θα αποπληρώνονταν από την κατ’ ισχυρισμόν Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών «…είχαν δώσει τα λεφτά σε λίρες», είτε στο ότι «το ποσό το οποίο υπήρχε κοντά μας, το υπόλοιπο, στην Επιτροπή, δεν ήταν ικανοποιητικό για να μπορέσουν να εξοφληθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και ο Πάμπος ο Χρίστου, σαν υπεύθυνος της Επιτροπή[ς], διαπραγματεύτηκε μαζί τους και έδωσε ουσιαστικά πιο λίγο στον καθένα απ’ ότι τους έπαιρνε», είτε σε «… πρακτικούς λόγους» (ορολογία που χρησιμοποίησε και ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19)), είτε επειδή «… σαν ταμίας εγώ, στο cash flow, λόγω λειτουργίας του λογαριασμού του ΑΚΕΛ, είχα μετρητά στο δικό μου ταμείο, τα οποία αντί να αποσύρω από το λογαριασμό, έδωσα από το ταμείο μου», ή διότι (και αυτός ήταν ένας από τους πρακτικούς λόγους που προέβαλε ο μάρτυς), ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19) δεν μπορούσε να υπογράφει για το ΑΚΕΛ. Βεβαίως, σε σχέση με τη τελευταία αυτή τοποθέτηση του μάρτυρα - και το λέμε αυτό για να καταδείξουμε την έλλειψη συνέπειας στην προβαλλόμενη εκδοχή και τίποτε περισσότερο - ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), αναφερόμενος στο ζήτημα της δυνατότητας έκδοσης επιταγών, δεν είπε ποτέ στο ότι δεν μπορούσε να υπογράφει τραπεζικές επιταγές της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας (ως περιέγραψε ο Γιώργος Στυλιανού [ΜΥ20]), ισχυριζόμενος πως η επιλογή της πληρωμής σε μετρητά ήταν απλούστατα πιο βολική («…ήταν πολύ πιο βολικό από τ[ο] να κάθομαι και να εκδίδω επιταγές»), προσθέτοντας μάλιστα ως περαιτέρω λόγους για το χειρισμό αυτό, το ότι (υποτίθεται) πλήρωναν σε μετρητά διότι οι πληρωτές είχαν και αυτοί πληρώσει σε μετρητά και ότι η μέθοδος αυτή ήταν και πολύ πιο πρακτική («[μ]ετρητά μας τα παρέδωσε κυρία Παπαγαπίου, μετρητά τα επιστρέφαμε πρώτον. Δεύτερον ήταν πολύ πιο πρακτικό, ήταν να πιάσω τις 100 χιλιάδες που έπρεπε να παν σε διάφορα άτομα να τις περάσω σε ένα λογαριασμό δικό μου. Να έχω εγώ την οποιαδήποτε αμφισβήτηση και υπόνοια, ότι δεν έκανα σωστή χρήση των λεφτών, ενώ εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι έφυγαν 234 και χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και το τελευταίο [sic] σεντ κυρία Παπαγαπίου»). Περιττό να σημειώσουμε (και τούτο έχει τη δική του σημασία στο σύνολο της αξιολογικής εντύπωσης που προκύπτει για τον μάρτυρα), πως από τη στιγμή που στο μυαλό του εντάχθηκε ως επιλογή η πιθανότητα έκδοσης επιταγών, αντί καταβολής μετρητών στους (φερόμενους) παραλήπτες - δίχως όμως η πιθανότητα αυτή να δύναται να μετουσιωθεί (κατά τον μάρτυρα) σε πραγματικότητα λόγω του ότι ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), δεν μπορούσε να υπογράφει τις συγκεκριμένες επιταγές - για ποιο λόγο είναι που δεν εξέδιδε ο ίδιος ο Γιώργος Στυλιανού (ΜΥ20) τις εν λόγω επιταγές επ΄ ονόματι των κατ’ ισχυρισμόν παραληπτών (κάτι που μπορούσε πολύ εύκολα να έπραττε όπως έκανε στην περίπτωση του Τάκη Χρίστου στην οποία αναφέρθηκε κατά την αντεξέταση), δίνοντας επακολούθως τις επιταγές προς τον Χαράλαμπο Χρίστου (ΜΥ19), προς διανομή. Ομοίως - με αποκλειστική στόχευση την κατάδειξη ασυνέπειας στη σχετική εκδοχή - σημειώνουμε πως ο μάρτυς επικαλέστηκε κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου, πως ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19) τού είχε πει ότι «… τούτα όλα τα λεφτά, σχεδόν 1 εκατομμύριο για να αποπληρωθούν τα δάνεια των παλιών παραγόντων της ΑΛΚΗΣ…» δόθηκαν «… από τα έσοδα του Σωματείου … για να εξοφληθούν οι λογαριασμοί» (η υπογράμμιση είναι δική μας), εκδοχή όμως που αντιβαίνει σε εκείνη που προώθησε ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19), ο οποίος ήταν απόλυτος πως ούτε γνώριζε αλλά ούτε και τον ενδιέφερε η προέλευση των χρημάτων αυτών (άρα κατά τα συμφραζόμενα, δεν μπορούσε να ξέρει αν προέρχονταν από έσοδα του σωματείου) και ότι του ήταν αρκετό πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), υλοποιούσε απλώς τις υποσχέσεις και δεσμεύσεις που είχε δώσει προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα άλλο μέρος της μαρτυρίας τού μάρτυρα που μας απασχόλησε όχι μόνο σε ό,τι αφορά στον τρόπο που εκδηλώθηκε κατά την αντεξέταση αλλά και στο τι εκφράζει ως ουσία, ήταν και η θέση του περί ανυπαρξίας προσυνεννόησης με κάποια Χρυστάλλα Αντωνίου, συνάδελφο του στην Επαρχιακή Επιτροπή του ΑΚΕΛ Λάρνακας, όπως μας είπε. Αφέθηκε να νοηθεί προς τον μάρτυρα από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, πως η δακτυλογραφημένη δήλωση που επισυνάπτεται στη γραπτή κατάθεση του μάρτυρα προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΝΙ, είναι σχεδόν ταυτόσημη σε ύφος και περιεχόμενο με τη γραπτή δήλωση - Τεκμήριο 568, της υπό αναφορά Χρυστάλλας Αντωνίου. Ο μάρτυς απέρριψε τη θέση, λέγοντας ότι «Εγώ είμαι άτομο ξεχωριστό, η Αντωνίου Χρυστάλλα άτομο ξεχωριστό. Κάναμε που μια δήλωση στην Αστυνομία στη βάση της κατάθεσης μας, τίποτε άλλο», αναγνωρίζοντας συγχρόνως την υπογραφή της συναδέλφου του επί του Τεκμηρίου 568. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για το ζήτημα της ομοιότητας μεταξύ των δύο αυτών γραπτών δηλώσεων. Το περιεχόμενο τους, πλην ελαχίστων διαφοροποιήσεων και προσθηκών, είναι σχεδόν το ίδιο (σε προκλητικό μάλιστα βαθμό εάν αναλογιστεί κανείς την άρνηση του μάρτυρα περί του αντιθέτου) και τούτο ακοπίαστα είναι που εξάγεται από μια απλή σύγκριση μεταξύ των δύο εγγράφων, δίχως εννοείται να υπεισέρχεται στα της εντύπωσης μας ζήτημα έλλειψης αντίστοιχης πραγματογνωμοσύνης από μέρους μας αφού αυτά που λέμε προκύπτουν ως παρατήρηση επί πραγματικής μαρτυρίας, η οπτική εξέταση της οποίας πόρρω απέχει από το να είναι δυσεπίτευκτη, έτσι που να καθιστά ανεπίτρεπτη τη δικαστική της αποτίμηση άνευ εξειδικευμένης μαρτυρίας (βλ. R v Higgins, The Times, 16 February (1989)). Η γενικότερη τούτη στάση του μάρτυρα - και επί αυτού του ζητήματος - διακρινόταν από μια πολύ προσεγμένη, σχεδόν εξεζητημένη, προσπάθεια απότμησης του από οτιδήποτε θα μπορούσε να του καταλογιστεί ως συντονισμένη ενέργεια με την υπό αναφορά συνάδελφο του στην προσπάθεια του να πείσει περί της πρόθυμης συνεργασίας του με τις ανακριτικές αρχές. Μερίμνησε όμως ο μάρτυς να θυμίσει, σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης του, περί της δυναμικής που κατά την άποψη του χαρακτήριζε τόσο τη δική του δήλωση όσο και τη δήλωση της Χρυστάλλας Αντωνίου, χρησιμοποιώντας μάλιστα προς τούτο, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, προσδιορίζοντας τη δήλωση αυτή ως «… τη δήλωση μας».
Με υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Γιώργου Στυλιανού (ΜΥ20).
Ο Αλέξης Μαύρος (ΜΥ21), ανέφερε αρχικώς ότι οι ανακριτές της υπόθεσης είχαν δει όλα τα «… ηλεκτρονικά αρχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση …», πλην όμως, όπως είπε «… θα μπορούσα και επιστημονικά να το αποδείξω εάν είχα στην κατοχή μου συγκεκριμένο αντίγραφο». Δήλωσε πως ο τρόπος δικανικής εξέτασης που ακολουθήθηκε και έτυχε περιγραφής από την Μαργαρίτα Λουκά (ΜΚ23) στην Έκθεση της - Έγγραφο Λ1 «… είναι κάτι παραπάνω από σύμφωνος…» με τα ορθά πρότυπα και ότι «είναι standard διαδικασίες που ακολουθούνται παγκόσμια για την εξέταση ηλεκτρονικών τεκμηρίων και ακολουθήθηκαν πολύ σωστά και κατά γράμμα». Όμως, σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης, ο μάρτυς ανέφερε πως μπορούσε να τοποθετηθεί για το κατά πόσο «… οι ανακριτές τα άνοιξαν πράγματι και είδαν αυτά τα αρχεία ή απλά παράλειψαν να το κάνουν», μόνο εάν είχε στην κατοχή του το συγκεκριμένο αρχείο (στο οποίο γινόταν εν προκειμένω η αναφορά), υπονοώντας (σε αντίθεση με την προηγούμενη του τοποθέτηση), πως εάν δεν προέβαινε στην εξέταση που δήλωσε ότι επιθυμούσε να προβεί, η προηγούμενη άποψη που είχε εκφράσει για το ότι οι ανακριτές της υπόθεσης είχαν δει όλα τα επίδικα ηλεκτρονικά αρχεία, δεν θα ήταν ορθή. Θεωρούμε πως η θέση του μάρτυρα - πέραν από ασυνεπής και αντίρροπη σε κάποιο βαθμό με τα όσα προηγουμένως είχε συναφώς δηλώσει - προτάχθηκε και προωθήθηκε από αυτόν με σκοπό την αποκλειστική δημιουργία εντυπώσεων και τούτο κατέστη πασιφανές από τον τρόπο που παρέθετε γενικώς τη μαρτυρία του. Άλλο χαρακτηριστικό της μαρτυρίας του ήταν και η διατύπωση απόλυτων και γενικευμένων τοποθετήσεων δίχως παροχή ιδιαίτερων (ή και καθόλου) εξηγήσεων από μέρους του ως προς τη γνώμη που εξέφραζε. Τούτο, το παρατηρήσαμε και σε σχέση με προβαλλόμενα ως ουσιώδη ζητήματα επί των οποίων είχε κληθεί να καταθέσει, όπως για παράδειγμα για το ότι - με αναφορά στο Τεκμήριο 571 - η αναφορά «author» (δημιουργός) υποδηλοί ότι, το εκεί αναφερόμενο αρχείο («KYRIX») «…ξεκάθαρα…έχει δημιουργηθεί από άλλο ηλεκτρονικό υπολογιστή», ή πως (σε σχέση με τη διατύπωση στο εν λόγω τεκμήριο, της αναφοράς «last saved by»), τούτη να «… σημαίνει ότι έγινε saved τελευταία φορά από το χρήστη του συγκεκριμένου κομπιούτερ, χωρίς όμως να αλλοιωθεί το περιεχόμενο του. Και όταν λέω το περιεχόμενο του, μιλώ αποκλειστικά το περιεχόμενο του. Μπορεί να αλλοιώθηκε ο τίτλος του, όμως όχι το περιεχόμενο του», δίχως και πάλι να επεξηγεί την προβαλλόμενη διάκριση μήτε και βεβαίως να διευκρινίζει τι ακριβώς είναι που εννοούσε όταν αναφερόταν σε αλλοίωση τίτλου, αν δηλαδή, η αναφορά αφορούσε στον τίτλο του εγγράφου ή (όπως ανέφερε αλλού στη μαρτυρία του), στον τίτλο του αρχείου περί του οποίου κατέθετε. Όπως και να έχουν τα πράγματα, θεωρούμε ότι ο μάρτυς θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο ακριβής και επεξηγηματικός στην ορολογία που χρησιμοποιούσε, προς αποφυγή όχι μόνο παρανοήσεων αλλά και υποστήριξης των απόψεων που εξέφραζε, με το γεγονός ότι δεν ετοίμασε και γραπτή έκθεση της εξέτασης που διενήργησε, να επιτείνει, παρά να αμβλύνει, τις προκύπτουσες δυσχέρειες. Επιπλέον, ποσώς παραβλέπουμε ότι ο μάρτυς ανέφερε εν σχέσει με τη δημιουργία του υπό συζήτηση αρχείου («KYRIX»), πως «επίσης καταγράφεται ότι σαν company εκτός από user, σαν company που έγινε created το συγκεκριμένο αρχείο η λέξη "grizli 777" ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει ότι δεν είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής το Τεκμήριο που δημιούργησε το συγκεκριμένο αρχείο», με την αναφορά του να σχετίζεται με το Τεκμήριο 573 και όχι με το Τεκμήριο 571 και δίχως, κατά ακολουθίαν, να επιτυγχάνεται διά των λεχθέντων του ταύτιση της άποψης του αυτής (σε ό,τι αφορά στο Τεκμήριο 573), με εκείνα που είχε πει εν σχέσει με το Τεκμήριο 571 και το αρχείο «KYRIX». Χωρίς επιπροσθέτως η εξειδίκευση του να εξηγεί ικανοποιητικώς ή και καθόλου την απόλυτη θέση που εξέφρασε, ως προαναφέραμε, για το ότι η αναφορά «author» στο Τεκμήριο 571, εναργώς είναι που δείχνει πως το υπό αναφορά αρχείο δημιουργήθηκε από διαφορετικό ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η αποτυχία αυτή του μάρτυρα να τεκμηριώνει σαφώς και καθαρώς τις απόψεις που παρέθετε - και υπάρχουν αρκετές στα πρακτικά - αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ως εργαλείο εξαγωγής συναφών συμπερασμάτων την προβαλλόμενη ως επιστημονική βάση επί της οποίας φερόμενα στηρίχθηκε ο μάρτυς για να αναπτύξει τις απόψεις και συνειρμούς του. Ανέφερε επίσης ο μάρτυς - και δόμησε πάνω στη βάση αυτή αρκετή επιχειρηματολογία - πως η Αστυνομία κατά τις έρευνες της λειτούργησε «…με τον δεύτερο τρόπο», αναφερόμενος σε προηγούμενη απάντηση που είχε δώσει σε ερώτηση του κ. Στεφάνου («Ε. Εγώ θέλω να μου πεις στην πράξη πώς γίνεται η εξέταση των εγγράφων αυτών από τους ανακριτές, όταν εντοπιστούν από την ανάλυση, η οποία όπως λέγεται είναι η access data FTK μετά την ανάλυση δηλαδή από αυτό το σύστημα»), στην οποία είχε αναφέρει πως «…Υπάρχουν 2 επικρατέστερες περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιώντας το λογισμικό FTK που διαθέτει η Αστυνομία και αφού εντοπιστούν τα αρχεία που πιθανώς να ενδιαφέρουν τους ανακριτές, με τη χρήση του συγκεκριμένου λογισμικού, μαζί με τον αναλυτή ο ανακριτής βλέπει όλα τα αρχεία. Εάν κάποιο αρχείο τον ενδιαφέρει του ζητά να του εντοπίσει παραπάνω πληροφορίες, όπως πότε δημιουργήθηκε, πότε αλλοιώθηκε, από πού προήλθε, ποιος το έκανε, γενικά. Στην άλλη περίπτωση, τούτο συνηθίζεται όταν τα αρχεία εν πάρα πολλά μεγάλος ο αριθμός, γίνονται export που το συγκεκριμένο πρόγραμμα που τον αναλυτή, σε ένα άλλο ηλεκτρονικό αρχείο ή σε ένα CD, ένα DVD και ως συνήθως στην παρουσία του αναλυτή ο ανακριτής μελετά το περιεχόμενο, για να δει κάτι που τον ενδιαφέρει. Συνήθως υπάρχουν 2 ή 3 οθόνες στα κομπιούτερ μας, η μια δείχνει τη λίστα με τα αρχεία και η δεύτερη δείχνει το περιεχόμενο του καθενός, δηλαδή επιλέγεις, βλέπεις το περιεχόμενο. Εάν υπάρχει και μια τρίτη οθόνη, παλιά συνέβαινε αυτό το πράγμα, βλέπεις τα metal data. Στην πρώτη βλέπεις τη λίστα με τα αρχεία, στη δεύτερη το περιεχόμενο του αρχείου που διάλεξες και την τρίτη την ημερομηνία που κατασκευάστηκε, την ημερομηνία που αλλοιώθηκε, την προέλευση του, γενικά τις πληροφορίες … [οι ανακριτές σε αυτή την περίπτωση λειτούργησαν με] … βάση το L1 με τον δεύτερο τρόπο». Όμως, σε άλλο στάδιο της κυρίως εξέτασης, ο μάρτυς παρουσιάστηκε αβέβαιος ως προς το αν οι ανακριτές ακολούθησαν πράγματι τη δεύτερη αυτή διαδικασία. Αυτή η ανακολουθία, δεν μπορεί να αγνοηθεί δεδομένης της σημασίας που ο μάρτυς απέδωσε ως πραγματογνώμονας στην επιλογή της δεύτερης διαδικασίας από την Αστυνομία. Υπάρχουν όμως και άλλα. Ο μάρτυς ανέφερε «… ότι άμα σου στείλει στο email σου μια απόδειξη σαν draft να το πούμε, σαν template … μπορείς να την τροποποιήσεις και να την αποθηκεύσεις ανάλογα με τα δεδομένα που χρειάζεσαι, όμως θα αλλάξει το revision number». Του υποβλήθηκε από την κ. Παπαγαπίου πως «δεν θα την αποθηκεύσεις, θα κάνεις την αλλαγή κύριε και όταν κάνεις την αλλαγή και ετοιμάσεις τη δική σου απόδειξη, τότε την κάνεις save, γι’ αυτό δε βλέπεις αλλαγές ..», με τον μάρτυρα να δηλώνει, ατέγκτως, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, χωρίς όμως και πάλι να επεξηγεί τη γνώμη του και ιδιαίτερα, πως είναι που τούτη συνάδει με προηγούμενη τοποθέτηση του κατά την κυρίως εξέταση όταν εξηγούσε το νόημα του όρου «revision number» αναδεικνύοντας το ζήτημα της αποθήκευσης των στοιχείων ως σημαντικό στη μόρφωση της άποψης του και λέγοντας πως «… Κάθε φορά που κάμνουμε μια αλλαγή πάνω σε ένα Word document συγκεκριμένα, καταγράφεται ως revision number, δηλαδή κάνουμε μια αλλαγή, κάνουμε το save, ξανακάνουμε κάποια αλλαγή, ξανακάνουμε το save. Όταν λέμε αλλαγή, μιλούμε για προσθαφαίρεση οτιδήποτε, καταγράφεται ως revision number». Δεν έχουμε καμιά απολύτως δυσκολία να πούμε πως ο μάρτυς λειτούργησε, στην παρούσα περίπτωση, αντίθετα με τα όσα η σχετική νομολογία - όπως την έχουμε ήδη παραθέσει αλλού στην ετυμηγορία μας - καθορίζει σε σχέση με τα καθήκοντα και ρόλο των πραγματογνωμόνων ως μαρτύρων στη δικαστική διαδικασία.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε υπογραμμίσει πιο πάνω), απορρίπτουμε τη μαρτυρία και εκδοχή του Αλέξη Μαύρου (ΜΥ21).
Ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22), προώθησε τη θέση ότι ουδέποτε ήταν παρών με τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), σε συνάντηση με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία το Νοέμβριο 2012, όπου ο τελευταίος εκβίασε, κατά τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής, τον επίσης παρόντα στη συνάντηση Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Είπε ο μάρτυς πως για πρώτη φορά είχε πληροφορηθεί περί της ύπαρξης ενός τέτοιου ισχυρισμού, από τα ΜΜΕ και ότι ακολούθως, έτυχε περαιτέρω σχετικής πληροφόρησης από τον υπό αναφορά κατηγορούμενο. Ισχυρίστηκε πως όταν πρωτοάκουσε τα περί συμμετοχής του στην υπό αναφορά συνάντηση δεν έδωσε σημασία διότι αυτά που του λέχθηκαν αποτελούσαν, για τον ίδιο, ψέμα και ότι έδωσε σημασία σε τούτα μόνο όταν τον ενημέρωσε συναφώς ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος). Απαντώντας στις ερωτήσεις που αφορούσαν στην ενότητα αυτή (περί της παρουσίας δηλαδή του μάρτυρα στη συνάντηση με την οποία τώρα ενασχολούμαστε), κατέστη φανερό από τον τρόπο που απαντούσε - όπως και στις αρκετές εκείνες περιπτώσεις που ισχυριζόταν κατά τη μαρτυρία του ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ονόματα αναφορικώς με διάφορες πτυχές περί των οποίων κατέθετε - πως δεν ήθελε να πει την αλήθεια (ή έστω όλη την αλήθεια) και ότι αυτοσκοπός του ήταν να υποβαθμίσει την εμβέλεια και σημασία της επίδικης πληροφόρησης με στόχο να πλήξει (υστερόβουλα και άδικα), τη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), μια και είχε μάθει από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), ότι ήταν ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) που προέτασσε την υπό αναφορά κατηγορία. Μας είπε ο μάρτυς ότι εκπλάγηκε όταν πληροφορήθηκε από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) περί της φερόμενης αυτής συνάντησης («ήταν μεγάλη έκπληξη»), όμως όσο και αν προσπάθησε να δικαιολογήσει την απουσία μιας ευλόγως αναμενόμενης αντίδρασης από μέρους του στα όσα του καταλόγιζαν τα ΜΜΕ (πριν μιλήσει με τον υπό αναφορά κατηγορούμενο) και όσο και αν επιχείρησε να μεταδώσει πως τα όσα του είχε πει ο τελευταίος αποτελούσαν την πρώτη επίσημη και τεκμηριωμένη θέση που είχε ακούσει επί του ζητήματος, εξού και η αντίδραση του πλέον («αυτή ήταν η κουβέντα που μου είπε, η ενημέρωση η πρώτη, η επίσημη και τεκμηριωμένη…»), δεν το κατόρθωσε αφού η περιγραφή της φερόμενης έκπληξης του ήταν αδικαιολόγητη, υπό οποιοδήποτε πρίσμα και αν ήθελεν ιδωθεί, δεδομένης ακριβώς της προγενέστερης πληροφόρησης που είχε από δημοσιογράφους (έστω και αν δεν τους θυμόταν), αλλά και της λεπτομερέστερης γνώσης που στο μεταξύ απέκτησε περί των διαδιδόμενων («σας είπα ότι τα γνώριζα αυτά από πριν…οι εφημερίδες τα ράδια, οι τηλεοράσεις, ο κόσμος όλος το άκουγε και το συζητούσε»). Τόσο μεγάλη μάλιστα ήταν η έκπληξη του μάρτυρα σε όσα του ανήγγειλε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), που του προξένησαν και κάποιας μορφής θυμό («είπα ήταν έκπληξη και πιθανόν να είπα και κάποιο χαρακτηριστικό επίθετο πιθανόν»). Δήλωσε επίσης, σε αντίθεση υπενθυμίζουμε, με τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) - και το αναφέρουμε αυτό αποκλειστικώς για να καταδείξουμε το ανακόλουθο των προβαλλόμενων εκδοχών - ότι συζήτησε το ζήτημα αυτό με τον τελευταίο περί το Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2013. Ωστόσο, σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης, ο Γεώργιος Τσακιστός (ΜΥ22) είπε πως ποτέ δεν είχε συζητήσει με τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), τα περί της κατ’ ισχυρισμόν επίδικης συνάντησης και τα όσα υποτίθεται διαμείφθηκαν εκεί, επειδή «…ούτε είχαμε κάποιο λόγο να το συζητήσουμε, ούτε ξέρουμε τι ειπώθηκαν μεταξύ τους, ούτε τίποτε. Ούτε γνωρίζω τίποτε». Έκδηλη λοιπόν η αναντιστοιχία και σαφής η προσπάθεια του μάρτυρα να παραπλανήσει. Υπάρχει όμως και μια περαιτέρω πτυχή που απασχόλησε σε σχέση με τη γενικότερη στάση του μάρτυρα να αποποιηθεί κάθε ευθύνης και να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει ενοχοποιητική μαρτυρία για τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και κατ’ επέκτασιν, για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους μια και τυχόν παραδοχή του σε αυτά που του ανέφερε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) επί του ζητήματος, ενδεχομένως να θεμελίωνε την αξιοπιστία του τελευταίου ως μάρτυρα της αλήθειας ή έστω να συνέτεινε προς αυτή την κατεύθυνση. Τούτη λοιπόν η πτυχή στην οποία αναφερόμαστε, αφορά στον τρόπο με τον οποίο ο μάρτυς τοποθετήθηκε περί του περιεχομένου της πληροφόρησης που έτυχε (όπως ισχυρίστηκε), από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) αναφορικώς με την επίδικη συνάντηση. Ο μάρτυς κλήθηκε αρκετές φορές από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση να αναφέρει επακριβώς τα όσα λέχθηκαν κατά τη συνομιλία του με τον υπό αναφορά κατηγορούμενο (όταν ο τελευταίος τον είχε πληροφορήσει για τα δρώμενα), με τον μάρτυρα να ισχυρίζεται ότι το μόνο που του είχε πει ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) για το συγκεκριμένο θέμα ήταν πως «…μια από τις κατηγορίες είναι ότι ήσουν παρών εσύ και ο κύριος Γεωργιάδης στο γραφείο μου και ότι εκβιάσαμε…ότι εκβίαζα εγώ στην παρουσία σας, τον κύριο Λίλλη». Σε ερώτηση που ακολούθησε, ο μάρτυς επέμεινε πως ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν του είχε πει οτιδήποτε άλλο περί του ζητήματος και ότι δεν είχε συναντηθεί αργότερα «…κατ’ ιδίαν με τον κύριο Βενιζέλο», για να συζητήσουν το θέμα και πως «δεν κουβεντιάσαμε τίποτε άλλο». Προέταξε επίσης ότι δεν είχε ρωτήσει τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) για ποια χρήματα είναι που ισχυριζόταν ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ότι εκβιαζόταν από τον εν λόγω κατηγορούμενο διότι «…ήταν ήδη γνωστό στις εφημερίδες το θέμα τούτο». Παρ’ όλη όμως την προηγούμενη απόλυτη τοποθέτηση του μάρτυρα σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο των συνομιλιών που είχε με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), προσέθεσε μεταγενέστερα στην αντεξέταση του λεπτομέρειες που αφορούσαν στο αντικείμενο του κατ’ ισχυρισμόν εκβιασμού λέγοντας ότι έγινε αναφορά προς τούτο σε εξόφληση χρεών της ΑΛΚΗΣ («όταν με επήρε ο κύριος Ζαννέτου τηλέφωνο, μου είπε ότι κατηγορούμαι ότι σε μια…στο γραφείο μου ήσουν παρών με τον κύριο Γεωργιάδη και ότι στην παρουσία σας, τη λέξη, το επίθετο, δεν θυμούμαι τώρα, δεν την θυμούμαι, εκβίαζα και ότι στην παρουσία τη δική σας να εξοφλήσει χρέη της ΑΛΚΗΣ»). Όταν η κ. Παπαγαπίου έθεσε προς τον μάρτυρα την αναδεικνυόμενη ανακολουθία, τούτος διαφοροποίησε την εκδοχή του διατεινόμενος πως αυτά που είπε πως του είχε πει ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), πιθανώς και να μην του τα είχε πει («Πιθανόν να μου το είπε. Αλλά ήταν ήδη γνωστό σε εμένα, οι εφημερίδες τα ράδια, οι τηλεοράσεις, ο κόσμος όλος το άκουγε και το συζητούσε»). Δεν χρειάζεται, θεωρούμε, να επεκταθούμε περισσότερο επί άλλων αναφορών του μάρτυρα, μια και τα πράγματα μιλούν από μόνα τους σε σχέση με τα ελατήρια και βλέψεις της μαρτυρίας του.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22).
Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), καθ΄ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του επιχειρούσε αποστασιοποίηση από το ζήτημα της εξόφλησης των υπό συζήτηση χρεών μελών της ΑΛΚΗΣ και ειδικότερα, από καθετί που σχετιζόταν με την ούτως ονομαζόμενη Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών που υποτίθεται πως είχε συσταθεί για το σκοπό αυτό. Οι τοποθετήσεις του επί αυτής της πτυχής, με τον τρόπο που εκφράζονταν, παρέπεμπαν σαφώς σε άτομο του οποίου η μεθοδολογία αποσκοπούσε σε απόκρυψη της αλήθειας επί θεμάτων που ο ίδιος γνώριζε καλώς. Δεν αρνήθηκε ότι γινόντουσαν προσπάθειες εξόφλησης των παλαιών αυτών χρεών, πλην όμως – και σε κάποια σύμπνοια με τη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ, στην οποία δηλώνει πως δεν είχε καμιά ανάμειξη στην εξόφληση τους - προέταξε αλλού στη μαρτυρία του πως δεν είχε πληροφορηθεί ποτέ περί της δημιουργίας της εν λόγω επιτροπής, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «… δεν πληροφορήθηκα ποτέ μου έτσι πράγμα … δεν ξέρω αν είχε επιτροπές ή όχι, δεν με αφορούσε εμένα». Η όλη του αντιμετώπιση έναντι του ζητήματος ήταν, το λιγότερο, αφύσικη κατά την ανάπτυξη της από τον μάρτυρα αλλά και ασύμβατη έτσι και αλλιώς προς την ουσία που η μαρτυρία του εξέφραζε δεδομένων των προσπαθειών και του ενδιαφέροντος που έλεγε πως επεδείκνυε για τα οικονομικά της ΑΛΚΗΣ. Έφθασε δε σε σημείο να ισχυριστεί πως ως εκτελεστικός σύμβουλος της ΑΛΚΗΣ και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου και παρόλο που συνέδραμε ενεργώς στην αγοραπωλησία λαχείων και στην προσφορά δώρων «… για να βγάλουν λαχεία», ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει ποιο ήταν το επιδιωκόμενο ποσό που έπρεπε να καλυφθεί από την ΑΛΚΗ διά των ενεργειών αυτών, ισχυριζόμενος πως η έκφανση αυτή των πραγμάτων δεν τον αφορούσε, αφού «… χρωστούσαν τα πλάσματα δικό τους πρόβλημα δεν ήταν δικό μου πρόβλημα». Δεν έχουμε κανένα δισταγμό στο να αποτυπώσουμε πως η προσπάθεια του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) να απομακρυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο από την λεγόμενη Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών ήταν προσχεδιασμένη ώστε να αντιταχθεί στην εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής πως τούτος συνδεόταν με την παραλαβή και παράδοση επιταγών από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) προς την ΑΛΚΗ για σκοπούς εξόφλησης αντίστοιχων δανείων, όπως σχετικώς είχε αναφέρει ο τελευταίος κατά τη μαρτυρία του (ανεξαρτήτως του κατά πόσο τα δάνεια και χρέη αυτά συνδέονταν ή δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε επιτροπή ή ομάδα ατόμων). Κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε επιπροσθέτως - αν και τούτο δεν αφορά απευθείας στην αξιοπιστία του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), αλλά στη σταθερότητα της εκδοχής που προώθησε - πως ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19) που κλήθηκε από τον κ. Στεφάνου, είπε κατά την κυρίως εξέταση του από τον κ. Θωμά (ο οποίος άρχισε ήδη να αντιπροσωπεύει κατά το χρόνο εκείνο τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) μετά την αποχώρηση του κ. Μούσκου στις 23.9.14), πως ο εν λόγω κατηγορούμενος «… γνώριζε την ύπαρξη της επιτροπής αυτής, γνώριζε την ύπαρξη της …». Δοσμένη επομένως και καθαρή η αντίφαση στην προβαλλόμενη υπερασπιστική θέση, όπως ομοίως σαφής και αναντίρρητη είναι και η προκύπτουσα αντίθεση από τα όσα ανέφερε και ο Γεώργιος Στυλιανού (ΜΥ20), ο οποίος επίσης κλήθηκε από τον κ. Στεφάνου, όταν κατά την κυρίως εξέταση από τον κ. Θωμά δήλωσε πως αν και ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), δεν κατείχε οργανική θέση στην Επιτροπή Εξόφλησης Χρεών, εντούτοις «… γνώριζε για την Επιτροπή, βοήθησε αρκετές φορές ο Αντώνης την Επιτροπή είτε με την αγορά λαχείων είτε κάποια φορ[ά] νομίζω έβαλε δώρο από το κατάστημα του για την κλήρωση». Υπάρχουν όμως και άλλα που αφορούν στην αξιοπιστία του υπό αναφορά κατηγορούμενου. Για παράδειγμα, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ένα άτομο που δεν μπορούσε να το εμπιστευτεί το ΑΚΕΛ, όχι μόνο διότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος ή στέλεχος του εν λόγω πολιτικού κόμματος (δίχως συμμετοχή σε επιτροπές ή κομματικές δραστηριότητες), αλλά και επειδή η σύζυγος του «…ανήκει στον αντίθετο πολιτικό χώρο με το ΑΚΕΛ και επομένως από αυτό φαίνεται το ψέμα του Λίλλη ότι με εμπιστευόταν το ΑΚΕΛ». Μολοντούτο, όπως παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ) στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ (και στην ίδια παράγραφο όπου ανέπτυξε τις θέσεις και συλλογισμούς που συζητούμε τώρα), «… στις τελευταίες δημοτικές εκλογές ήμουν στο ψηφοδέλτιο του ΑΚΕΛ Αριστερά Νέες Δυνάμεις μετά από πρόταση που μου έγινε ως εξωκομματικός υποψήφιος αλλά δεν εκλέγηκα». Στα σίγουρα, η θέση αυτή αναδύει μια εγγενή αντιφατικότητα και οξύμωρη λογική - για ποιο λόγο εξάλλου να τοποθετηθεί στο ψηφοδέλτιο του κόμματος αυτού τη στιγμή που κριτήριο εμπιστοσύνης του ΑΚΕΛ προς το πρόσωπο του, αποτελούσε το γεγονός πως η σύζυγος του ανήκει σε αντίθετη πολιτική παράταξη (και διατυπώνουμε τους συνειρμούς μας στη βάση της λογικής που ο ίδιος ανέπτυξε) - κάτι που καθαρά είναι που καταδεικνύει και ενισχύει τη συνειδητή προσπάθεια του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), ευκρινή και σε άλλες πτυχές της μαρτυρίας του επί διαφορετικών ζητημάτων, για αποκοπή κάθε σύνδεσης του με τον κομματικό μηχανισμό του ΑΚΕΛ, μόνο και μόνο επειδή ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - αλλά και άλλοι μάρτυρες, όπως οι Βλαδίμηρος Φαντούσης (ΜΚ21) και Βάσος Κυριάκου (ΜΚ26) - είχε εκφράσει (κατά τον εν λόγω κατηγορούμενο), μια περί του αντιθέτου άποψη, όσο και αν τούτη θα μπορούσε να καταταχθεί ως σχετική στο πλαίσιο της εκδοχής που προωθεί η Κατηγορούσα Αρχή. Πασιφανής επομένως και από αυτή την οπτική, η προσπάθεια του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), να αλλοιώσει τη λογική που απορρέει από πράγματα δοσμένα και αναντίλεκτα, ως ο ίδιος τα παραθέτει. Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), είχε αναφέρει σε κάποιο στάδιο της αντεξέτασης του, πως πλήρωσε στην ΑΛΚΗ κατά «… τα 3 χρόνια που ήμουν τζιαμέ …» (ενώ υπηρετούσε ως εκτελεστικός σύμβουλος του σωματείου), ένα ποσό της τάξης των €6.000-€7.000, συνδράμοντας τοιουτοτρόπως οικονομικώς στο βαθμό που του επέτρεπαν οι δυνατότητες του («…Τούτα έβαλα τα εγώ, τούτα μπορούσα, τούτα έβαλα»). Όμως, αργότερα στην αντεξέταση άλλαξε πλεύση ξεχνώντας ίσως τα περί της προηγούμενης αναφοράς του και ισχυριζόμενος αυτή τη φορά πως καθόλου δεν βοήθησε οικονομικώς την ΑΛΚΗ, προτάσσοντας μάλιστα προς τούτο, με λόγο δεικτικό και απόλυτο, ότι «… εγώ ούτε ένα ευρώ δεν έβαλα στην ΑΛΚΗ …». Δεν χρειάζεται να αναλώσουμε περισσότερο χρόνο σε ανάλυση της αντίφασης αυτής μια και θεωρούμε ότι αυταπόδεικτα είναι που πλήττει την αξιοπιστία του εν λόγω κατηγορούμενου. Υπάρχουν όμως και άλλα. Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), δεν ήταν καθόλου πειστικός στην αναφορά του κατά την κυρίως εξέταση (αλλά και κατά την αντεξέταση), πως οι αναφορές του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) προς τον ίδιο, σε σχέση με την αγορά τουρκοκυπριακού τεμαχίου γης στη Δρομολαξιά, έγινε το 2009 και όχι το 2008, όπως είχε δηλώσει στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία στις 30.7.13, ως το Τεκμήριο 300. Η εκδοχή του αυτή - παρατεθείσα με τρόπο που καθαρώς είναι που παρέπεμπε σε αναλήθεια του καταθέτοντος - δεν αποτέλεσε αντικείμενο διορθωτικής ή διευκρινιστικής ενέργειας ή παρέμβασης του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) στο πλαίσιο των μεταγενέστερων γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία στις 2.10.13, ως το Τεκμήριο 615 και στις 9.10.13, ως το Τεκμήριο 252, όπου, μ’ όλο που είχε την ευκαιρία, ως εκ της φύσεως των ανακριτικών ερωτήσεων που του υποβάλλονταν να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 300, ότι περί τα τέλη 2010 και αρχές 2011, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τον είχε ενημερώσει ότι υπήρχε εκδηλωμένο ενδιαφέρον από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για αγορά του επίδικου ακινήτου και ανέγερση εντός αυτού γραφείων και πως είχε επίσης ομοίως ενημερωθεί από το ίδιο πρόσωπο για την υπό αναφορά επένδυση μεταγενέστερα της 25.2.11. Προχώρησε μάλιστα ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ) να τονίσει, αμέσως μετά τη συζητούμενη τούτη αναφορά στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 300, ότι «… δεν συμμετείχα σε καμιά διαπραγμάτευση ή συνεδρίαση ή διαβούλευση που να έχει σχέση με την πιο πάνω συμφωνία». Εντούτοις, στις 12.11.09, απέστειλε ως Διευθυντής της Glarisano Enterprises Ltd, επιστολή προς τον Πρόεδρο των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ως το Τεκμήριο 14(77), στην οποία αναφερόταν σε συνάντηση που είχαν τα δύο μέρη στις 23.10.09, στα γραφεία της ΑΤΗΚ στη Λευκωσία, κατά την οποία έλαβε χώραν «… μια προκαταρκτική παρουσίαση του έργου της εταιρίας μας AERO CENTER …». Ευλόγως είναι που ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) κατά την αντεξέταση, να εξηγήσει γιατί είναι που δεν ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 300, τα περί συμμετοχής του σε συναντήσεις με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (ως περιγράφεται στο Τεκμήριο 14(77)) και επέλεξε να δηλώσει ακριβώς το αντίθετο. Η απάντηση του - το μακροσκελές περιεχόμενο της οποίας καθιστά χωρίς ιδιαίτερη σημασία την εδώ αυτούσια παράθεση της - αποτελεί παράδειγμα σύμφυρσης τοποθετήσεων, γενικολογιών και αοριστολογιών που ποσώς, εννοείται, απάντησαν στο αντεξεταστικό ερώτημα. Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), προέταξε κατά την απάντηση αυτή (και ανάμεσα σε άλλα), έλλειψη μνήμης από μέρους του ως προς το τι ακριβώς είναι που συνέβη σε σχέση με την πτυχή που συζητούμε («… ύστερα που 4 χρόνια αντιλαμβάνεστε. Μπορώ να θυμηθώ τώρα εγώ τα γεγονότα;»), αλλά και κάποιο δικηγορικό λάθος που φαίνεται ότι οδήγησε σε (λαθεμένη και ανακριβή) περιγραφή του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), ως διευθυντή της Glarisano Enterprises Ltd στην αναφερόμενη επιστολή - Τεκμήριο 14(77), αντί ως γραμματέα (και σε αυτή την πτυχή θα επανέλθουμε). Η προκύπτουσα απόκλιση μεταξύ των απαντήσεων του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) στην προφορική του μαρτυρία συγκρινόμενων τούτων με τους αντίστοιχους ισχυρισμούς στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 300, είναι τόσο καταφανής και στερημένη, ακόμη και ψηγμάτων πειστικότητας, που καθιστά περιττή την περαιτέρω ενασχόληση με το σημείο αυτό. Τούτου δοθέντος, επανερχόμαστε στο ζήτημα της ιδιότητας με την οποία υπογράφτηκε η υπό αναφορά επιστολή - Τεκμήριο 14(77) και στη συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα κατά τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ). Ο τελευταίος, ανέφερε στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ, πως υπέγραψε την εν λόγω επιστολή όταν του το ζήτησε ο Μάριος Πολυβίου χωρίς όμως ο εν λόγω κατηγορούμενος να προσέξει ότι κάτω από το όνομα του διατυπωνόταν η ιδιότητα του διευθυντή της Glarisano Enterprises Ltd («… αλλά εκείνο τον καιρό εγώ δεν πρόσεξα ότι έγραφε διευθυντής εφόσον εγώ τότε ήμουν γραμματέας της εταιρίας σύμφωνα με τα μητρώα του Εφόρου Εταιρειών»). Επεξέτεινε δε την αιτιολόγηση του επί του ζητήματος στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ, λέγοντας πως θυμήθηκε περί της σημειωθείσας ασυμφωνίας, μετά που έλαβε τα επίδικα έγγραφα από την Αστυνομία και ότι υπέγραψε την εν λόγω επιστολή παρόλο που ήταν γραμματέας και όχι διευθυντής, επειδή «… ο Πολυβίου με έβαλε να υπογράψω εμένα επειδή τότε δεν είχαμε πιστοποιητικό από τον έφορο εταιρειών που να δείχνει τον Λίλλη διευθυντή». Κατά την αντεξέταση, επανήλθε στην πρώτη εκδοχή που ανέφερε στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ, λέγοντας πως είχε υπογράψει την επίδικη επιστολή λόγω λάθους, μια και δεν είχε προσέξει πως έθετε την υπογραφή του ως διευθυντής και όχι ως γραμματέας κάτι που κάλλιστα μπορούσε να δικαιολογηθεί, όπως υπονόησε, στη βάση ότι «… στο κάτω-κάτω εγώ είμαι χρυσοχόος, εγώ δεν είμαι, δεν κατέχω έτσι πράγματα. Ναι μεν τέλειωσα το σχολείο, αλλά η δουλειά μου είναι χρυσοχόος. Έκανε την επιστολή ο υπεύθυνος που ανέλαβε, τον άνθρωπο που βάλαμε υπεύθυνο να αναλάβει να κάνει αυτό το πράγμα, έγραψε "Αντώνης Ιωακείμ", δεν είδα το "Διευθυντής" και υπόγραψα μια επιστολή. Εάν είναι έγκλημα γιατί δεν το πρόσεξα, πιστώστε με και εμένα ένα καλόπιστο λάθος, όπως πιστώσατε άλλους». Λίγο αργότερα - πάλι κατά την αντεξέταση εννοείται - επέστρεψε στη δεύτερη εκδοχή που είχε διατυπώσει στη γραπτή του δήλωση - Έγγραφο ΞΣΤ, τονίζοντας πως «… ένας αξιωματούχος υπήρχε τότε να υπογράψει. Κανονικά έπρεπε να γράψει γραμματέας, αφού ήμουν γραμματέας. Ο Μάριος που ήταν η δουλειά του ο Πολυβίου, έπρεπε να γράψει γραμματέας, όχι Διευθυντής. Πως θα κάναμε διευθυντή, αφού εγώ ήμουν γραμματέας» (η υπογράμμιση είναι δική μας). Ανεξαρτήτως του αν θα μπορούσε κανείς να παρενθέσει, πως η τελευταία αυτή (υπογραμμισμένη) αναφορά του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), καταδεικνύει μια σαφώς συντονισμένη ενέργεια μεταξύ του ιδίου και του Μάριου Πολυβίου (πάντοτε κατά την εκδοχή του πρώτου) - και πέραν της αντιμαχίας μεταξύ των θέσεων αυτών - ο εν λόγω κατηγορούμενος επανήλθε και πάλι σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης στην πρώτη εκδοχή, διατεινόμενος πως δεν είχε προσέξει κατά την υπογραφή της επιστολής - Τεκμήριο 14(77), την αναγραφόμενη ιδιότητα κάτω από το όνομα του, τονίζοντας εμφαντικώς και θέλοντας προφανώς να μειώσει τη σημασία του πράγματος, πως «… [μ]ια επιστολή η γέριμη και δεν την πρόσεξα». Κρίνουμε πως δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε περισσότερο πάνω σε αυτό, αφού τα όσα παραθέσαμε, μιλούν αφ’ εαυτών περί της αξιοπιστίας του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), για ό,τι εδώ συζητούμε. Προχωρούμε σε άλλα, για να πούμε πως ο τελευταίος, για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Wadnic Trading Ltd, ισχυρίστηκε πως είχε επενδύσει ποσό ύψους €300.000 με αποτέλεσμα να λάβει ποσοστό 25% επί των μετοχών της εν λόγω εταιρείας. Μια άλλη προσέγγιση του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) η οποία, με τον τρόπο που εκφράστηκε και υποστηρίχθηκε από αυτόν κατά τη μαρτυρία του, μας προξένησε και τούτη κακή εντύπωση περί της αξιοπιστίας του, ήταν και η αγωνιώδης προσπάθεια του να παρουσιάσει τον εαυτό του ως επηρεασθέντα σε τέτοιο μεγάλο βαθμό μέχρι την εκχώρηση - Τεκμήριο 39, ώστε να του προξενηθεί και μεγάλη οικονομική απώλεια. Η κ. Παπαγαπίου, αντεξέτασε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και στόχευση τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) και επί αυτού του ζητήματος, προσδοκώντας σε συγκεκριμένη και καθαρή απάντηση. Τούτο όμως δεν έγινε ούτε και αυτή τη φορά. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, οι απαντήσεις του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), ήσαν ακόμη πιο δεικτικές της προαπόφασης του να ακολουθήσει το δρόμο της επιλεκτικής αναλήθειας σε ό,τι είναι που θεωρούσε πως θα μπορούσε να τον προστατεύσει (όπως και άλλους ενδεχομένως κατηγορούμενους), από τα όσα του αποδίδονται. Ρωτήθηκε λοιπόν από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, να δηλώσει εάν όντως υπέστη οποιαδήποτε ζημιά μέχρι να γίνει η επίδικη εκχώρηση, επεξηγώντας με τη μεγαλύτερη δυνατόν σαφήνεια, την ουσία του ερωτήματος της: «… Δηλαδή έχασες οποιαδήποτε χρήματα από αυτή τη δουλειά που έκανες; Λέεις με τόσο πόνο η οικογένεια σου κτλ. Σου λέω, έχασες έστω και ένα σεντ, να πεις στο Δικαστήριο, έβαλες έστω και σεντ από την τσέπη σου; Ζήμιωσες οτιδήποτε;». Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), απάντησε πως έχασε «…πολλά κυρία Παπαγαπίου, πάρα πολλά», αποφεύγοντας καταδήλως να προσδιορίσει τη φύση και έκταση της απώλειας αυτής. Πολύ σωστά η κ. Παπαγαπίου - ως εκ του περιεχομένου της απάντησης του αντεξεταζόμενου - επανήλθε ζητώντας από αυτόν να πει πόσα λεφτά είναι που έχασε, ως ισχυρίζεται («Ε. Πες μου πόσα λεφτά έχασες»). Το τι ακολούθησε ως απάντηση - και το λέμε αυτό μετρώντας πολύ προσεκτικά τις εκφράσεις μας - αποτελεί κλασσικό παράδειγμα υπεκφυγής, η οποία ασφαλώς (και εξ ορισμού), άφησε το υποβληθέν ερώτημα αναπάντητο. Παραθέτουμε τις σχετικές ερωταποκρίσεις, χωρίς άλλα σχόλια, ώστε να αναδειχθεί ακόμη πιο παραστατικά το τι περιγράφουμε: «Α. Έχασα 10 χρόνια που τη ζωή μου. Και η μάνα μου και η οικογένεια μου χάσαμε 10 χρόνια που τη ζωή μας, γιατί εξίκκον σου, εξίκκον σου ειλικρινά που πήγα να κάνω μια δουλειά με ένα άνθρωπο και έφθασα στο σημείο που έφθασα. Εξίκκον σου. Και να μου λαλεί δεν έχασα. Έχασα 10 χρόνια που τη ζωή μου και εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου και η μάνα μου. Αλλά ο Λίλλης τι έβαλε και έπιασε 16 εκατομμύρια 800 χιλιάδες, τουλάχιστον τούτα που άκουσα δαμέ; Δηλαδή του Λίλλη δηλαδή εν λλία του; Πώς το θέτετε, πώς το εξηγείτε δηλαδή; Πες ο Αντώνης εντάξει, ο Λίλλης; Με τη συμμετοχή τη δική μου που έβαλα τα λεφτά μου κάτω; Τες προσπάθειες μου, την εμπιστοσύνη; Τα 16 εκατομμύρια 800 χιλιάδες εν λλία του;». Οι ερωτήσεις και απαντήσεις επί του συζητούμενου θέματος συνεχίστηκαν, με τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) να επιμένει να μην απαντά επί των τεθέντων, ακολουθώντας την προσφιλή του τακτική να αντιστρέφει τα ερωτήματα, με τρόπο υποτίθεται ρητορικό και να προτάσσει, την ίδια στιγμή, τις δικές του (χειρότερες) προσωπικές περιστάσεις και (λιγότερα) οφέλη έναντι εκείνων του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5). Στα πολλά, η προσπάθεια της κ. Παπαγαπίου οδήγησε σε παραδοχή του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), πως τελικώς, όχι μόνο δεν ζημιώθηκε οικονομικώς αλλά εξασφάλισε μάλιστα και καθαρό κέρδος ύψους €540.000. Δεν θα προσθέσουμε άλλα στα όσα αξιολογικώς αυτονόητα είναι που προκύπτουν από τις θέσεις αυτές του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), παρά μόνο θα αρκεστούμε στο να μεταφέρουμε εδώ αυτούσιες τις ερωτήσεις και απαντήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, ώστε να αποδώσουμε πιο ζωντανά τις αντανακλάσεις των συναφώς διαμειφθέντων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), κατά την αντεξέταση επί του αναλυόμενου σημείου: («Ε... έστω και εάν δεν πήρες εσύ αυτά που θεωρείς ότι έπρεπε να πάρεις, έβγαλες κέρδος που τούτη την ιστορία, που το ταμείο συντάξεων. Α. Επένδυσα κυρία Παπαγαπίου και είπα οι υποσχέσεις ήταν 2.5 εκατομμύρια, πέσαμε στο 1 εκατομμύριο 175, πήγαμε στις 900 χιλιάδες και τελικά τα λεφτά που έπιασα εγώ ήταν 540 χιλιάδες καθαρά. Ε. Είναι και πολλά σου κύριε Ιωακείμ. Α. Φαντάσου πόσα είναι του Λίλλη δηλαδή. Άμα είναι πολλά μου οι 500, φαντάσου ο Λίλλης που δεν έκανε τίποτε, φαντάσου ο Λίλλης που δεν έβαλε τίποτε, έβαλε 5 χιλιάδες προκαταβολή λίρες, 5 χιλιάδες, είπε το και ο Ζένιος δαμέ, ο συνέταιρος του, άμα έβαλε 5 χιλιάδες λίρες που έδωσε προκαταβολή και έπιασε 16800 και 3 της Glarisano, 20 εκατομμύρια, εντάξει, εν πολλά μου»). Δεν χρειάζονται άλλα.
’Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ).
Θα ενασχοληθούμε τώρα με την ανάλυση του περιεχομένου της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά), την οποία, υπενθυμίζουμε, παραθέτουμε αυτούσια σε προηγούμενο σημείο της ετυμηγορίας μας. Διατείνεται ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) στην εν λόγω ανώμοτη δήλωση, πως εξαπατήθηκε από τους ανακριτές που του έλαβαν τη γραπτή κατάθεση ημερομηνίας 13.9.13, ως το Τεκμήριο 231, επειδή ενώ τον θεωρούσαν ύποπτο (όπως όλους τους εμπλεκόμενους στην Polleson Holdings Ltd), δεν τον προειδοποίησαν για τούτο - βάσει του Δικαστικού Κανόνα 2, ως εξειδικεύθηκε στην αγόρευση του κ. Στεφάνου - ώστε να συμβουλευθεί δικηγόρο και να ασκήσει δεόντως τα δικαιώματα του, με άμεσο παρεπόμενο, να οδηγηθεί σε αποδοχή γεγονότων περί των οποίων δεν ήταν απολύτως σίγουρος.
Διαφωνούμε.
Τίποτε απ’ όσα βρίσκονταν εν γνώσει και στην κατοχή των ανακριτών κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο (στις 13.9.13), δικαιολογούσε αντικειμενικώς - διότι τούτο είναι εν προκειμένω το κριτήριο κατά το σκεπτικό αποφάσεων όπως οι R v Williams (2012) ΕWCA Crim 264, Michael v Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2006) 2 ΑΑΔ 411, Δημοκρατία v Αβρααμίδου και Άλλων (2004) 2 ΑΑΔ 51 και The Republic v Pierides (1971) 2 CLR 181 - την εύλογη εξαγωγή ανακριτικού συμπεράσματος περί ύπαρξης μαρτυρίας δημιουργούσας εύλογες υποψίες διάπραξης ποινικού αδικήματος από τον υπό αναφορά κατηγορούμενο, πόσω δε μάλλον, των ποινικών αδικημάτων που διερευνούνταν τότε από την ανακριτική ομάδα.
Δεν μπορούμε να μη θίξουμε στο συζητούμενο τούτο πλαίσιο, πως ο Σταύρος Αντωνίου (ΜΚ12), ο οποίος έλαβε την υπό αναφορά γραπτή κατάθεση - Τεκμήριο 231 από τον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά), δεν αντεξετάστηκε επί του αναλυόμενου θέματος και δη, για το κατά πόσο η μέθοδος με την οποία ενήργησε απτόταν της ύπαρξης οποιασδήποτε υποκειμενικής ή αντικειμενικής υποψίας περί των γεγονότων και περιστάσεων που μπορούσαν δυνητικώς να οδηγήσουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, ή ακόμη, για το τι ο ίδιος ο μάρτυς είναι που θεωρούσε ως υποκειμενική ή αντικειμενική υποψία στα πράγματα.
Δεν διαφεύγει επίσης την προσοχή πως αντεξεταζόμενος ο Χριστόφορος Μαυρομμάτης (ΜΚ28) επί του θέματος, εξήγησε πως οι ανακριτές δεν είχαν εις χείρας τη στιγμή που λαμβανόταν η γραπτή κατάθεση - Τεκμήριο 231 από τον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά) κάτι που να θεωρείτο ως δικαιολογητικό ένταξης του ως υπόπτου για το τι είναι που απασχολούσε και πως, οι όποιες υποψίες μπορούσαν ενδεχομένως να συναχθούν ότι υπήρχαν, δεν ήσαν παρά υποκειμενικές «… υποψίες δικές μας» και κατ’ επέκτασιν, εκπίπτουσες των παραμέτρων που καθορίζουν τα πράγματα, δίχως ποτέ, εννοείται, η θέση αυτή του μάρτυρα να καθορίζει και τη δικαστική κρίση επί του θέματος.
Επομένως, τίποτε το ανακριτικώς ή νομικώς αξιοκατάκριτο προκύπτει κατά την ταπεινή μας αντίληψη απ’ όσα αναφέρθηκαν στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά), στη βάση που μόλις αναπτύξαμε.
Επανερχόμαστε στο περιεχόμενο της συζητούμενης ανώμοτης δήλωσης, λέγοντας ευθύς εξαρχής πως - αναλύοντας και αποτιμώντας το περιεχόμενο της (με τον τρόπο που έχουμε ήδη προαναφέρει) - αυτοϋπενθυμιστήκαμε ότι τούτο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μαρτυρία (Εφραιμίδου v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 134/13, ημ. 2.5.14), αν και συνεξετάζεται κατά την αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Κοφτερός v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 187/10, ημ. 20.2.12).
Επί της ουσίας των πραγμάτων, η θέση του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά) στην ανώμοτη του δήλωση πως ούτε γνώριζε αλλά ούτε και περιήλθε ποτέ στην αντίληψη του ότι η Polleson Holdings Ltd είχε εισπράξει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που να αποτελεί έσοδο από τέλεση παράνομης πράξης, διαφθοράς ή εκβιασμού, δεν υπέχει πειστικής αξίας (όπως ορθώς υπέδειξε και η κ. Παπαγαπίου στη γραπτή της αγόρευση) και αυτό επειδή, εντασσόμενη στο σύνολο της μαρτυρίας που δόθηκε και κρίθηκε ως αξιόπιστη, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να οδηγήσει σε αντίστοιχα συμπεράσματα. Στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 231, ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς) αναφέρθηκε σε ενημέρωση που είχε από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) αναφορικώς με ενδιαφέρον που επέδειξε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) για να συμμετάσχει στα επενδυτικά σχέδια με τον Τουρκοκύπριο Μεχμέτ Αλί Χιλμί. Σε αργότερο στάδιο, ως επίσης ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος 4 (Γιάννης Σουρουλλάς), του υποδείχθηκε από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), η συμφωνία - Τεκμήριο 66 που θα υπογραφόταν με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) να ζητά από τον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά), συμβουλή ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, με τον τελευταίο να συναινεί τελικώς και τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), να την υπογράφει, μετά από συμβουλή του τελευταίου.
Σε σχέση με τις περιπτώσεις εκείνες όπου αποφανθήκαμε πως οι κατηγορούμενοι είπαν ψέματα είτε εντός είτε εκτός Δικαστηρίου (και παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις της Κατηγορούσας Αρχής), κρίνουμε ότι κανένα από τα ψέματα αυτά δεν θα μπορούσε να σταχυολογηθεί ως περιστατική μαρτυρία εναντίον τους, διότι σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις δεν ικανοποιούνται αθροιστικώς οι αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομολογία, όπως τούτη αναλύεται στο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2014, παρ. F1.21 - F1.26 και στις υποθέσεις R v Lucas (1981) 2 All ER 1008, 1011-1012 και Τσεκούρα ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 180/10, ημ. 11.10.12, μεταξύ άλλων πολλών.
Το ότι απορρίψαμε τις εκδοχές των κατηγορουμένων, δεν συνιστά στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, ενισχυτικό της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής, όπως ούτε και το ότι οι κατηγορούμενοι είπαν ψέματα, αποδεικνύει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής η οποία εξακολουθεί να έχει το βάρος απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων των επίδικων εγκλημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, 268-269).
Προτού προχωρήσουμε με τις αγορεύσεις των μερών, θεωρούμε κατάλληλο το στάδιο για να υπομνήσουμε τα περί της μέγιστης αναγκαιότητας για προσεκτική αποτίμηση της μαρτυρίας του συνεργού Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), έχοντας υπόψη τα συναφώς αναφερθέντα (ανάμεσα σε πληθώρα άλλων τέτοιων αποφάσεων), στις υποθέσεις Petrosyan v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90, 96-97, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 653-660, Ευαγγέλου ν Αστυνομίας (Αρ 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24, 33-41, Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης (1993) 2 ΑΑΔ 231, 247-249 και Zacharia v The Republic (1962) CLR 52, 60-64).
Αναζητήσαμε ενισχυτική μαρτυρία εκείνης του συνεργού Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), έχοντας πάντοτε κατά νουν τα όσα προηγουμένως αναφέραμε και αναπτύξαμε ως προς τον τρόπο προσέγγισης τέτοιας φύσης μαρτυρίας.
Παρομοίως, προσεγγίσαμε και τη μαρτυρία των Θεόδωρου Βαττή (ΜΚ18), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21) και Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26), ως μαρτύρων με δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν (βάσει του συνόλου της μαρτυρίας τους), κατά τα λεχθέντα στη Mousoulides v The Republic (1983) 2 CLR 336, 340, αλλά και στις R v Cundell (2009) EWCA Crim 2072, R v Muncaster (1999) Crim LR 409 και R v Makanjuola (1995) 3 All ER 730.
Ενισχυτική μαρτυρία - και το καταγράφουμε δίκην αυτοπροειδοποίησης - είναι η ανεξάρτητη και αξιόπιστη εκείνη μαρτυρία, κάθε μορφής, που είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και αποδεκτή κατά το δίκαιο, τείνουσα να εδραιώσει ή επιβεβαιώσει άλλη αξιόπιστη μαρτυρία στην ίδια υπόθεση. Το είδος της ενίσχυσης που απαιτείται, δεν είναι επιβεβαίωση με ανεξάρτητη μαρτυρία ολόκληρης της αφήγησης του συνεργού, γιατί σε τέτοια περίπτωση, η μαρτυρία του θα ήταν άχρηστη. Εκείνο που χρειάζεται, είναι κάποια ανεξάρτητη μαρτυρία που να θίγει τον κατηγορούμενο, τείνοντας να τον συνδέσει με το επίδικο αδίκημα, μαρτυρία δηλαδή, άμεση ή περιστατική, που να τον εμπλέκει και που να επιβεβαιώνει σε κάποιο ουσιώδες σημείο, όχι μόνο τη μαρτυρία του συνεργού ότι διαπράχθηκε το αδίκημα, αλλά και πως το αδίκημα αυτό το διέπραξε ο κατηγορούμενος (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Saad και Άλλος ν Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 106, 116-121). Εννοείται, πως στην κάθε αρμόζουσα περίπτωση, ο κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί χωρίς προγενέστερη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας από το Δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογίαν, ΜΚ v Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 14/13 ημ. 20.3.14, Beckett v Ramsdale (1881-1885) All ER Rep 931), ασχέτως αν αυτή η μαρτυρία υπάρχει (βλ. κατ’ αναλογίαν, Neica v Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 102/11, ημ. 24.9.12), εκτός και αν το Δικαστήριο, είναι αναγκασμένο να πράξει διαφορετικά δυνάμει ρητής νομοθετικής επιταγής, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Με την ίδια λογική, δεν αποτελεί σφάλμα η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, έστω και αν το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταδικάσει και χωρίς αυτή, αφού τούτη η μαρτυρία μπορεί να ενδυναμώσει το ήδη αξιόπιστο της δικαστικής κρίσης (βλ. κατ’ αναλογίαν, Brierley v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 101/11, ημ. 19.7.12). Μήτε και η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, συνεπάγεται ύπαρξη εγγενών ή ενδόμυχων αμφιβολιών στη σκέψη του Δικαστηρίου ως προς την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου (βλ. κατ’ αναλογίαν, Χρυσάνθου v Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221, 259).
Στην προκειμένη περίπτωση και αφού ιχνηλατήσαμε και ξεψαχνίσαμε την ενώπιον μας αξιόπιστη μαρτυρία, καταλήξαμε πως καμιά έκφανση της δεν πληροί τις νομολογιακές προϋποθέσεις για κατάταξη της ως ενισχυτικής, ιδιαίτερα ως εκ του γεγονότος ότι μέρος της μαρτυρίας αυτής που θα μπορούσε δυνητικώς να καταταχθεί ως ενισχυτική ένεκα του περιεχομένου της, δεν θεωρείται, αυστηρώς, ως ανεξάρτητη του μάρτυρα τού οποίου η μαρτυρία επιθυμείται όπως ενισχυθεί.
Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι εάν, δεδομένης της απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας, είμαστε διατεθειμένοι να βασιστούμε στη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), έτσι ώστε να καταλήξουμε στα ευρήματα μας (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-658, Ιωάννου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 14, 19-20).
Είχαμε συνέχεια στο μυαλό και υπενθυμίζαμε εαυτόν, πως μάρτυρες όπως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θεωρούνται ως κατά τεκμήριο σπιλωμένοι (βλ. V Gattie και M Krishnamachariar, Wills´ Principles of Circumstantial Evidence, Butterworth & Co, 7η Έκδ., 1937, σελ. 29), με τη μαρτυρία τους να υπόκειται σε επηρεασμό από τη σχέση τους με το έγκλημα, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνο για το Δικαστήριο να βασιστεί επί αυτής και να καταδικάσει δίχως ενισχυτική μαρτυρία.
Αυτοϋπενθυμιστήκαμε συν τω χρόνω και αυτοκαθοδηγηθήκαμε πως η προσέγγιση της αξιοπιστίας των συνεργών-μαρτύρων πρέπει να γίνεται με την αναγκαία και ύψιστη υπό τις περιστάσεις επιφύλαξη, περίσκεψη και προσοχή.
Έτσι είναι που λειτουργήσαμε.
Αφού εξετάσαμε το περιεχόμενο της μαρτυρίας των υπό συζήτηση μαρτύρων και πάνω από όλα εκείνη του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - χωρίς ασφαλώς υποβιβασμό της σημασίας των υπολοίπων - και έχοντας αδιαλείπτως στο μυαλό τις συζητούμενες αρχές και αυτοπροειδοποιήσεις, αξιολογώντας ατομικώς και συνολικώς τη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), σε αντιπαραβολή εκείνης των άλλων αξιόπιστων μαρτύρων και του υπόλοιπου μαρτυρικού υλικού και λαμβάνοντας υπόψη την πολύ καλή εντύπωση που μας δημιούργησε κατά τη μαρτυρία του - και προπαντός τη δύναμη και εμβέλεια της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), καταλήξαμε πως μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή χωρίς ενίσχυση, με απόλυτη ασφάλεια.
Αποδεχόμαστε πλήρως τη μαρτυρία και εκδοχή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5).
Το ίδιο, και τη μαρτυρία των Θεόδωρου Βαττή (ΜΚ18), Βλαδίμηρου Φαντούση (ΜΚ21) και Βάσου Κυριάκου (ΜΚ26).
Ακολουθεί αναφορά σε κάποια άλλα ζητήματα που ήγειραν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι κατά τις αγορεύσεις.
Αναλύουμε πιο κάτω, τα ουσιωδέστερα από αυτά.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), αναφερόμενος, ανάμεσα σε άλλα, στο περιεχόμενο της έκθεσης (υπομνήματος), του πελάτη του προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (βλ. Τεκμήριο 3Α), καθώς και στο ευρύτερο ζήτημα των πρόσθετων τετραγωνικών μέτρων, υπεστήριξε πως καμιά από τις εισηγήσεις της Κατηγορούσας Αρχής δεν θα μπορούσε στη λογική τάξη των πραγμάτων να ευσταθήσει, στο βαθμό τουλάχιστον που τούτες αφορούν στην εμπλοκή του υπό αναφορά κατηγορούμενου σε ό,τι είναι που του καταλογίζεται με το κατηγορητήριο.
Δεν συμφωνούμε.
Έχουμε ήδη τοποθετηθεί περί της αξιοπιστίας του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), απορρίπτοντας προς τούτο το σύνολο της μαρτυρίας και εκδοχών του.
Αυτό το γεγονός, από μόνο του, αρκεί στο να οδηγήσει και σε απόρριψη των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου.
Παρά ταύτα, θα ενασχοληθούμε με κάποιες από τις εγερθείσες πτυχές, συζητώντας σε κάποια μεγαλύτερη έκταση μερικές από τις απόψεις που εξέφρασε ο δικηγόρος επί των ζητημάτων που προαναφέραμε, με τα όσα λέμε να αποτελούν αντιστοίχως και εύρημα μας.
Όπως υπέδειξε ο Πέτρος Χ’’ Αντωνίου (ΜΚ1), η συνομολόγηση της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12, στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στην έκθεση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Τούτο έγινε - χωρίς να ακολουθηθεί η συνήθης πρακτική - στο πλαίσιο έκτακτης συνεδρίας των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στις 20.3.12, δίχως η σχετική εισήγηση να παραπεμφθεί πρώτα στη Συμβουλευτική Επιτροπή Επενδύσεων όπου, το πιο πιθανό, ήταν η εν λόγω έκθεση να τύγχανε εξονυχιστικής ανάλυσης και διήθησης από τους εντεταλμένους τεχνοκράτες. Κατηγορηματικός ήταν εξάλλου ο Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19), όταν υπεδείκνυε πως τα μόνα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του ιδίου και των συναδέλφων του για να αποφασίσουν περί της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12 ήταν η Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) η οποία και αποτέλεσε τη βάση με την οποία αποφάσισαν το ζήτημα. Ο καθοριστικός ρόλος του εν λόγω κατηγορούμενου για το ζήτημα επιβεβαιώθηκε μάλιστα, χωρίς να αμφισβητηθεί, όχι μόνο από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), αλλά και από τα άλλα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ που κατέθεσαν στο Δικαστήριο. Αναδεικνύεται με απόλυτη ενάργεια, η αντικειμενική σημασία που η Έκθεση αυτή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), θα μπορούσε να έχει κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους - και είχε, ως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων - στη λήψη της σχετικής απόφασης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Άλλωστε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), υπέδειξε πως το όλο ζήτημα είχε ανατεθεί σε αυτόν από τους συναδέλφους του και ότι ουσιαστικά είχε αναλάβει να τους καθοδηγήσει προς τούτο ώστε να λάβουν την ορθή υπό τις περιστάσεις επιζητούμενη απόφαση. Παραμένοντας στα της έκθεσης του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), σημειώνουμε πως - και τούτο συνάγεται κατά την άποψη μας με καθαρότητα από τη σχετική ανάλυση στην οποία προβήκαμε αξιολογώντας τη μαρτυρία του - η παράμετρος του 48% ουδέποτε είχε τεθεί ενώπιον του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ προς ανάλυση ή απόφανση μια και αποτελούσε, ασφαλώς, επινόηση του εν λόγω κατηγορούμενου που σκοπό είχε να παραπλανήσει και να εκτρέψει το Δικαστήριο από την ανεύρεση της αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι αναφορές και θέσεις του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για τη συμπερίληψη του 48% στη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α και τα κατά την εκδοχή του δραματικά παρεπόμενα τούτου για το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, δεν φαίνεται - ως υπεδείχθη και από τον Χαράλαμπο Ματθαίου (ΜΚ31) - να εδράζονται επί πολεοδομικών όρων, ορισμών και δεδομένων, μήτε όμως και επί αρχιτεκτονικών όρων, ορισμών και δεδομένων, καθώς εισηγήθηκε και ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), του οποίου οι θέσεις για το ζήτημα, επίσης διίστανται εκείνων του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Δεν μπορεί επίσης να παραγνωριστούν για ό,τι συζητούμε και οι τοποθετήσεις της Βασιλικής Πάλμα (ΜΚ27), οι οποίες ανατρέπουν τα περί δήθεν ανησυχιών του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), πως το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ίσως να περιέπιπτε υπό την ομηρία της Wadnic Trading Ltd, σε περίπτωση που η τελευταία δεν προχωρούσε στη μεταβίβαση των επίδικων μονάδων και εκβίαζε για εξασφάλιση υπέρογκων ποσών για το μέρος εκείνο του ακινήτου επί του οποίου θα επεκτείνονταν οι μονάδες αυτές. Ως εξήγησε η μάρτυς στη βάση της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α, ήταν τελικώς αδιάφορο το ποσοστό που αναγραφόταν εκεί αφού αντικείμενο της συμφωνίας αποτελούσαν οι τέσσερεις μονάδες. Ο λόγος που αναγράφηκε το συγκεκριμένο ποσοστό έγκειτο στο ότι δεν ήταν δυνατό από τη συμφωνία, όπως τούτη παρουσιάστηκε αρχικώς για σκοπούς κατάθεσης στο Κτηματολόγιο, να προσδιοριστούν οι τέσσερεις αυτές μονάδες. Η συγκεκριμένη συμφωνία, εξήγησε η μάρτυς, είχε σαν αντικείμενο, ακολουθούσε και αφορούσε τις τέσσερεις μονάδες. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα, μετά την αποπεράτωση τους, το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (καθ’ όλα δικαιωματικώς), να αξιώσει από το αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο την τιτλοποίηση τους επ’ ονόματι του, πέραν και ανεξαρτήτως από την αναγραφή ή όχι οποιουδήποτε ποσοστού. Εκτός του γεγονότος ότι οι εισηγήσεις του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για κάλυψη των επιπρόσθετων εξόδων (ως ο ίδιος τα προσδιόρισε και καθόρισε στην Έκθεση του - Τεκμήριο 3Α) με δεδομένη, προγενέστερη διαβεβαίωση της Wadnic Trading Ltd (στην οποία και ο κατηγορούμενος 2 [Χαράλαμπος Τσουρής] ήταν παρών), ότι το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ δεν θα επιβαρυνόταν με περαιτέρω έξοδα που δυνατόν να προέκυπταν ένεκα επιβολής νέων όρων από την αρμόδια αρχή κατά την έγκριση της ανάπτυξης και της παραχώρησης τής σχετικής πολεοδομικής άδειας, προκαλούν από μόνες τους δυσμενή εντύπωση (έκπληξη εξέφρασε προς τούτο και ο Πέτρος Χ’’ Αντωνίου [ΜΚ1] στη μαρτυρία του), αυτή η εντύπωση, επιτείνεται από το γεγονός πως, ενώ ο συνάδελφος του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ, δικηγόρος Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19), υπεδείκνυε κατά το στάδιο παρουσίασης της Έκθεσης - Τεκμήριο 3Α, από τον εν λόγω κατηγορούμενο στις 20.3.12, ότι κάποιες πρόνοιες της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α, ήταν δυνατόν να διασφάλιζαν τα συμφέροντα του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ο εν λόγω κατηγορούμενος επικαλούμενος την εμπειρία του επέμενε στη δική του θεώρηση όπως την είχε αναπτύξει στην έκθεση του. Ουδόλως προβληματίστηκε ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) από τη θέση του (νομικού και συναδέλφου του) Λοΐζου Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19) και καθόλου δεν εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο λήψης νομικής συμβουλής (για ό,τι είναι που συζητείτο τη στιγμή εκείνη), από τον εξωτερικό νομικό σύμβουλο της ΑΤΗΚ, όπως τέθηκε ως εισήγηση από τον εν λόγω μάρτυρα. Έντονοι επίσης προβληματισμοί εγείρονται και από την προκύπτουσα διαπίστωση πως ουδέποτε είχε ζητηθεί από την ΑΤΗΚ ή το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, οποιαδήποτε πληροφορία για το κόστος που προέκυπτε από τη βύθιση του έργου ή κάποια άλλη πληροφόρηση ή διευκρίνιση σε σχέση με τα αφορώντα αρχιτεκτονικά σχέδια από τον σχεδιαστή και επιβλέποντα αρχιτέκτονα του έργου, Γιώργο Σολωμού (ΜΚ10). Πέραν τούτου, στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), προτάσσει πως κατά το στάδιο της αδειοδότησης του έργου Aero Center, είχαν τεθεί όροι που εν τέλει οδήγησαν και σε αντίστοιχες τροποποιήσεις. Ενόψει των τροποποιήσεων αυτών, μας είπε, προέκυψε ανάγκη για περαιτέρω βύθιση των κτηρίων, με αποτέλεσμα εκτός της αύξησης των τετραγωνικών μέτρων που είχε αγοράσει το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, να ανακύπτει και ζήτημα αύξησης του κόστους κατασκευής αφού πλέον επιβαλλόταν να δημιουργηθούν τοίχοι αντιστήριξης - οι οποίοι, προσθέτουμε, κατά τον Γιώργο Σολωμού (ΜΚ10), δεν ήσαν αναγκαίοι «… λόγω του ότι έχουμε δημιουργήσει πρανές και κεκλιμένα εδάφη και χαμηλούς τοίχους αντιστήριξης» - και να λάβουν χώραν άλλες βοηθητικές εργασίες και εκσκαφές προς δημιουργία, φέρ’ ειπείν, νέας εισόδου στο επίπεδο των χώρων στάθμευσης, με το αναμενόμενο για όλα αυτά κόστος να προσδιορίζεται στις €500.000, κατ΄ ανώτατο όριο. Ελέγχεται (για να πούμε το λιγότερο), ως ανακριβής η αναφορά του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, πως είχε τεθεί ως όρος από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, η περαιτέρω βύθιση των κτηρίων στο Aero Center. Τόσο ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10) όσο και ο Χαράλαμπος Ματθαίου [ΜΚ31] (που είχε εξετάσει τη σχετική αίτηση), δήλωσαν ότι η περαιτέρω βύθιση του έργου ουδέποτε αποτέλεσε πολεοδομική αναγκαιότητα, επιβληθείσα μάλιστα από το αρμόδιο τμήμα. Προς τούτο, ο Χαράλαμπος Ματθαίου (ΜΚ31), ανέφερε ότι η σχετική παρέκκλιση από το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εγκριθεί πριν καν λάβει χώραν η επιπλέον αυτή βύθιση. Καθίσταται επομένως διαυγές πως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ καθοδηγήθηκαν λανθασμένα και στην ουσία, υποκινήθηκαν παρανόμως (καθώς βρίσκουμε), από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), να λάβουν την τελική τους απόφαση, λόγω ακριβώς του περιεχομένου της Έκθεσης - Τεκμήριο 3Α. Ενώ στην επιστολή - Τεκμήριο 49 (η οποία και αποτέλεσε τη βάση των διεκδικήσεων της Wadnic Trading Ltd από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ), δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) αύξηση του κόστους κατασκευής του έργου, εντούτοις στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, ο εν λόγω κατηγορούμενος αναδεικνύει από μόνος του τις αξιώσεις αυτές, τις οποίες και προσδιορίζει κατά προσέγγιση, προβάλλοντας συνάμα και τη θέση πως τούτες θα έπρεπε να ικανοποιηθούν από την ΑΤΗΚ, για τους λόγους που εκεί παραθέτει. Επανερχόμαστε στο ζήτημα των τοίχων αντιστήριξης και των επιπρόσθετων εκσκαφών (όπως είπαμε πως θα πράξουμε πιο πάνω), για να υπογραμμίσουμε πως ο αρχιτέκτονας του έργου Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), είχε ξεκαθαρίσει ότι η πρόσθετη βύθιση αφορούσε αποκλειστικώς σε εργασίες επιπλέον εκσκαφών σε κάποια σημεία του επίδικου ακινήτου, δίχως ποτέ να προκύπτει αναγκαιότητα εκτέλεσης εργασιών τού είδους και έκτασης που προσδιόρισε ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α. Αναφορικώς με το κόστος εκσκαφής της περαιτέρω βύθισης, ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10) το εκτίμησε πως θα ανερχόταν μεταξύ €2.000-€4.000, χαρακτηρίζοντας το και ως πολύ χαμηλό, προσθέτοντας ταυτοχρόνως πως δεν είχε καν ζητηθεί η πληρωμή του κόστους αυτού από τον εργολάβο Στέλιο Κουννά (ΜΚ9). Όντως, ο τελευταίος καταθέτοντας ενώπιον μας, υπέδειξε πως η απαίτηση του προς την Wadnic Trading Ltd, αφορούσε στην καθυστέρηση κάποιων πληρωμών και ότι το ζήτημα των περαιτέρω μέτρων και της κάλυψης των εξόδων κατασκευής τους, αποτέλεσε ζήτημα που προέκυψε στη συνέχεια. Τούτα όμως τα επιπρόσθετα μέτρα (ως προσδιορίζονται στη συμπληρωματική συμφωνία μεταξύ εργολάβου και Wadnic Trading Ltd [Τεκμήριο 53]), καμιά σχέση είχαν με τα επιπρόσθετα μέτρα που περιγράφει ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, ως δημιουργηθέντα, δηλαδή, συνεπεία και της βύθισης. Δραστηριοποιούμενος ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), στον τομέα των κατασκευών επί σειρά ετών (όπως εξήγησε στη μαρτυρία του), επιστράτευσε την εμπειρία του αυτή για να καταλήξει στην εισήγηση πως ένα ποσό της τάξης των €500.000, θα έπρεπε να καταβληθεί από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ακριβώς, για σκοπούς ανέγερσης των υπό αναφορά τοίχων αντιστήριξης και επιτέλεσης των άλλων βοηθητικών εργασιών που εισηγήθηκε ως εκ της περαιτέρω βύθισης των κτηρίων. Αν και δεν αμφισβητήθηκε στη γενική διάσταση του πράγματος η ιδιότητα και ικανότητα του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), να προβαίνει σε ανάλογους υπολογισμούς κόστους εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών, εκείνο που προκαλεί εντύπωση επιρρώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής περί προσχεδιασμένης και προειλημμένης απόφασης από μέρους του τελευταίου - και την οποία απόφαση, εκ των πραγμάτων, ο υπό αναφορά κατηγορούμενος όφειλε με κάποιο τρόπο να δικαιολογήσει υπερασπιστικώς - είναι και η προχειρότητα με την οποία φαίνεται να κατέληξε στο κόστος των συγκεκριμένων εργασιών. Ούτε στο πλαίσιο της Έκθεσης - Τεκμήριο 3Α, μήτε όμως και κατά τη μαρτυρία του ενώπιον μας (και παρά την πρόκληση που δέχθηκε προς τούτο από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση), ήταν σε θέση ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) να υποδείξει οτιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την κατάληξη του αναφορικώς με το κονδύλι των €500.000. Η επίκληση, κατά γενικό και ισοπεδωτικό τρόπο, της εμπειρίας του, ποσώς διαφοροποιεί το γεγονός πως ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει το ύψος του υπό αναφορά ποσού ως αναγκαίου για την εκτέλεση των συζητούμενων εργασιών. Ως έχει ήδη σημειωθεί, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας διαφάνηκε ότι τέτοιες εργασίες ως αποτέλεσμα της περαιτέρω βύθισης του έργου και για τη συμπλήρωση του, δεν ήσαν αναγκαίες. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που δεν υπήρξε καν αρχιτεκτονικός σχεδιασμός από την πλευρά του αρχιτέκτονα του έργου Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10), στη βάση του οποίου θα μπορούσαν να αντληθούν πληροφορίες αναγκαίες για την εκ των προτέρων κοστολόγηση των εργασιών από έναν έμπειρο και ικανό προς τούτο μελετητή, όπως παρουσίασε τον εαυτό του ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής). Ουδέποτε υπήρξε αξίωση από τον Στέλιο Κουννά (ΜΚ9) ή την Wadnic Trading Ltd, για το προτεινόμενο κόστος των €500.000. Ο μόνος που είχε εντοπίσει την αναγκαιότητα των πρόσθετων εργασιών ήταν ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής). Περιττό δε να πούμε - κατά παρένθεση - πως η αναξιόπιστη μαρτυρία του επιμετρητή Ευθύμιου Ανδρέου (ΜΥ8), ουδόλως πέτυχε να θεμελιώσει (έτσι και αλλιώς), την ορθότητα των εδώ αναλυόμενων υπολογισμών του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), για όλους τους λόγους που με λεπτομέρεια παραθέσαμε κατά την αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα. Μια άλλη έκφανση προς την οποία έστρεψε την προσοχή των συναδέλφων του και μελών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) διά της Έκθεσης - Τεκμήριο 3Α, αποτέλεσε και το γεγονός πως οι εν λόγω τροποποιήσεις (σύμφωνα με τον ίδιο πάντοτε), οδήγησαν αναγκαστικώς και στην αύξηση των συνολικών τετραγωνικών μέτρων που είχε αγοράσει το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Αποτελεί πραγματικότητα πως μέσω της επιστολής που έστειλε η Wadnic Trading Ltd στις 7.12.11 προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - Τεκμήριο 49, προβάλλεται απαίτηση για κάλυψη του κόστους κατασκευής 3244.2 επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων, που όπως αποτυπώνεται στην επιστολή, αποτελεί τη «… διαφορά στα τετραγωνικά μέτρα μεταξύ των προσχεδίων και των τελικών σχεδίων όπως αυτά εγκρίθηκαν από τις αρμόδιες αρχές». Εκείνο που εδώ ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή και το οποίο έθιξε σε κάποια έκταση και ο κ. Θωμά στην αγόρευση του - είναι το κατά πόσο, ως εισηγείτο η Wadnic Trading Ltd, δημιουργήθηκαν, τωόντι, επιπρόσθετα τετραγωνικά μέτρα εξ αφορμής των κατ’ ισχυρισμόν επιπρόσθετων όρων που είχαν επιβληθεί από τις αρμόδιες αρχές. Βεβαίως (και το έχουμε ήδη υποδείξει), δεν τέθηκαν από οποιαδήποτε πολεοδομική ή άλλη αρχή, όροι βύθισης του έργου, ή ακόμη όροι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στις τροποποιήσεις που περιγράφει και προσδιορίζει ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α. Ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), υπήρξε κατηγορηματικός στο ότι η βύθιση των κτηρίων κατά 90 επιπλέον εκατοστά, συνιστούσε καθαρά δική του πρωτοβουλία η οποία ουδόλως αλλοίωσε το κτηριακό εμβαδόν. Τόνισε περαιτέρω ο εν λόγω μάρτυς, πως τα αρχιτεκτονικά του σχέδια καθόλου δεν είχαν αλλάξει «… από τα αρχικά μέχρι τα ολοκληρωμένα στην πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής» και ότι ποτέ δεν χρειάστηκε να δημιουργηθούν νέοι είσοδοι στο επίπεδο του χώρου στάθμευσης. Όταν ο μάρτυς κλήθηκε να σχολιάσει και εξηγήσει το περιεχόμενο της επιστολής του ημερομηνίας 29.11.11 - Τεκμήριο 222 (που επισυνάπτεται και στην επιστολή της Wadnic Trading Ltd - Τεκμήριο 49), αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε ετοιμαστεί και παραδοθεί προς τους εκπροσώπους της εν λόγω εταιρείας η επιστολή - Τεκμήριο 222, επεξήγησε πως τα εκεί αποτυπωμένα εμβαδά (τα οποία είχε υπολογίσει ο ίδιος), εμπεριέχονταν από την αρχή στα σχέδια και ότι τούτα «… είναι από τα εμβαδά που υπολογίζει η Πολεοδομική Αρχή από τα 6640 μη δομήσιμα εμβαδά που προκύπτουν λόγω του κατασκευαστικού». Αίσθηση προκαλεί και η παραδοχή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), πως αναλαμβάνοντας να εξετάσει το όλο ζήτημα εκ μέρους του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και να συντάξει στο τέλος την Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, δεν θεώρησε σκόπιμο και χρήσιμο να αναζητήσει τα προσχέδια περί των οποίων γινόταν λόγος στην παράγραφο 3 της επιστολής που απέστειλε η Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 49, για να δυνηθεί να τα αντιπαραβάλει με εκείνα που τελικώς είχαν εγκριθεί από τις αρμόδιες πολεοδομικές και άλλες αρχές, αλλά και για να ελέγξει, κατά το ελάχιστον, την ορθότητα των εκεί προβαλλόμενων ισχυρισμών και αξιώσεων της εν λόγω εταιρείας. Το εγχείρημα του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), να προωθήσει τη θέση, πως ούτως ή άλλως, είχε πάντα κατά νουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Νίκου Λυσιώτη τα οποία ήσαν επισυνημμένα στο επιχειρηματικό σχέδιο (Business Plan) - Τεκμήριο 15, όταν εξέταζε το ζήτημα (προβαίνοντας και σε ανάλογες συγκρίσεις), ήταν ατυχές. Πέραν του ότι η διαφορετικότητα μεταξύ των αρχιτεκτονικών αυτών σχεδίων προκύπτει εξόφθαλμα - με αποτέλεσμα (αν έτσι είχε η κατάσταση πραγμάτων), ο εν λόγω κατηγορούμενος να όφειλε ως έμπειρος τεχνοκράτης-αρχιτέκτονας να αναζητήσει εξηγήσεις και διευκρινίσεις από τον αρχιτέκτονα του έργου - δεν διαλανθάνει την προσοχή και το γεγονός ότι είχε ήδη προηγηθεί συνάντηση την 1.11.11 για το θέμα κατά την οποία ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10), παρουσίασε τα αρχιτεκτονικά του σχέδια σε σχέση με τα συζητούμενα και ως αυτά είχαν εγκριθεί και ενσωματωθεί στις χορηγηθείσες άδειες. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε πως στην κατάθεση του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, ως το Τεκμήριο 333, ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), πέραν του ότι ήταν σαφέστατος πως όταν είχε υποβληθεί από την Wadnic Trading Ltd, η πρόταση για αγορά των κτηρίων, σε αντίθεση με τη χρηματοδότηση τους, εκείνος που εμφανίστηκε ως αρχιτέκτονας του έργου ήταν ο Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10) και κανείς άλλος. Συνάγεται ακόμη από το περιεχόμενο της κατάθεσης του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, πως αυτά που είχε υπόψη και συνέκρινε ήταν, ακριβώς, τα σχέδια του Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10), με τον οποίο είχε επαφές και συζητήσεις πολύ πριν την απαίτηση της Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 49. Πέραν αυτού, δεν μπορεί να αγνοηθεί πως, δεδομένης της παραδοχής του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), ότι στα σχέδια που επισυνάπτονταν στο επιχειρηματικό σχέδιο (Business Plan) - Τεκμήριο 15, δεν γινόταν αναφορά σε υψόμετρα, εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε ο υπό αναφορά κατηγορούμενος να προέβαινε και σε σύγκριση των σχεδίων αυτών με τα τελικά σχέδια του Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10) για το ζήτημα της βύθισης και των συνεπόμενων της. Ως τέθηκε δε κατά τη μαρτυρία, χωρίς να αμφισβητηθεί, τα σχέδια του Νίκου Λυσιώτη στο επιχειρηματικό σχέδιο (Business Plan) - Τεκμήριο 15, δεν βρίσκονταν στη δέουσα εκείνη κατάσταση που θα επέτρεπε την κατάθεση τους στην Πολεοδομία. Ενόψει τούτων, διερωτάται κανείς πώς ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), δίχως μελέτη των προσχεδίων, κατέληξε σε υιοθέτηση των θέσεων της Wadnic Trading Ltd, πως προέκυπτε διαφορά μεταξύ των προσχεδίων και των τελικών αρχιτεκτονικών σχεδίων. Η επισήμανση του, ότι εμπιστεύθηκε τις επισυνημμένες αρχιτεκτονικές μετρήσεις στην επιστολή - Τεκμήριο 49, καθόλου δεν μετριάζει τις προκύπτουσες δυσμενείς εντυπώσεις και τούτο ως εκ της γενικότητας και αόριστης υφής που χαρακτηρίζει την αναφορά του. Εκτός όμως του ζητήματος της μη ύπαρξης επιπρόσθετων μέτρων, ως πραγματικού πλέον γεγονότος και της εισήγησης του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) περί αναγκαιότητας αγοράς τους, απασχολεί και το θέμα του υπολογισμού των «επιπρόσθετων» μέτρων. Ενώ ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής) φαίνεται στη σελίδα 3 της Έκθεσης - Τεκμήριο 3Α, να ομοφωνεί με τις τοποθετήσεις του Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10) σε ό,τι αφορά στην ανυπαρξία επιπρόσθετων μέτρων στους χώρους στάθμευσης - θέση που εκ των πραγμάτων αναιρεί και την τοποθέτηση του πως δήθεν συνέκρινε τα σχέδια της άδειας με τα αρχικά σχέδια του Νίκου Λυσιώτη που συνόδευαν αρχικώς το επιχειρηματικό σχέδιο [Business Plan] (Τεκμήριο 15) - ακολούθως, παραπέμποντας στη συμφωνία (Τεκμήριο 4-4Α), αναφορικώς με τους καλυμμένους χώρους, ενσπείρει αμφιβολία περί του ζητήματος παραλείποντας να εξηγήσει με αρχιτεκτονικούς όρους το τι ακριβώς είναι που εννοούσε με τη μνεία σε καλυμμένους χώρους, όπως αυτός εξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου σε αντίθεση με το πώς λειτούργησαν για παράδειγμα σε σχέση με αυτό (και κατά τη μαρτυρία τους) οι Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10) και Χαράλαμπος Ματθαίου (ΜΚ31), οι θέσεις των οποίων γίνονται αποδεκτές. Πάντως, εξακολουθεί να παραμένει άξια απορίας η εισήγηση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), για αγορά 497 επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων (συγκεκριμένων μάλιστα) όταν, όχι μόνο ο αρχιτέκτονας του έργου Γιώργος Σολωμού (ΜΚ10) διαδηλώνει και εξηγεί για ποιο λόγο είναι που δεν διαφοροποιήθηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια - Τεκμήριο 4Α επί της συμφωνίας - Τεκμήριο 4 (ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα) και πως ουδέποτε προστέθηκαν τέτοια μέτρα, αλλά και ο εργολάβος του έργου Στέλιος Κουννάς (ΜΚ9), ο οποίος σε κάποια στιγμή φαίνεται να εγείρει σε βάρος της Wadnic Trading Ltd ζήτημα πρόσθετων μέτρων δίχως όμως να συμπεριλαμβάνει σε αυτά, τα μέτρα που ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), εισηγείται την αγορά. Το ζήτημα όμως δεν εξαντλείται εδώ. Ακόμη και ο τρόπος υπολογισμού της αξίας των επιπρόσθετων μέτρων από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), καταδεικνύει μια επιφανειακή προσέγγιση στα πράγματα κατά πολύ απομακρυσμένη από τους χειρισμούς στους οποίους ευλόγως αναμενόταν να προέβαινε ένας πραγματογνώμονας με την εμπειρία και ικανότητα του αφού κάποιες μεταβλητές, σημαντικές για τον καθορισμό της πραγματικής αξίας των συζητούμενων επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων κατά τον ουσιώδη χρόνο - όπως η ύπαρξη σοβαρής οικονομικής κρίσης στον τομέα των ακινήτων και η παρεπόμενη κάμψη στην αξία τους και το ότι μεγάλο μέρος της ανάπτυξης της περιοχής οφειλόταν, ακριβώς, στο έργο που είχε αγοράσει η ΑΤΗΚ - δεν φαίνεται να τον απασχόλησαν καθόλου ή έστω επαρκώς και τούτο όχι λόγω ανικανότητας ή εσφαλμένης κρίσης, αλλά ένεκα των αλλότριων και παράνομων στοχεύσεων τις οποίες ανέλαβε, δυστυχώς, να διεκπεραιώσει και να εξυπηρετήσει, προτάσσοντας ως ασπίδα την ιδιότητα του ως πραγματογνώμονα επί των ζητημάτων με τα οποία καταπιανόταν, νομιζόμενος πως η ασπίδα τούτη θα μπορούσε, στην περίπτωση που τα πράγματα εκτρέπονταν από τα προσδοκόμενα (όπως και έγινε), να του παρείχε πλήρη προστασία σε ό,τι ποινικώς κολάσιμο ή άλλο, ενδέχετο να του καταλογιστεί. Μια ακόμη ένδειξη των άνομων προθέσεων του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) - αλλά και του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) - αποτελεί εν προκειμένω και η αβασάνιστη, αποφαινόμαστε, απόρριψη των ενστάσεων του Στέλιου Αμερικάνου (ΜΚ22) κατά τη συνεδρίαση των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στις 10.1.11, ως εκφράζουσες (κατά την πλειοψηφία), υπερβολικές δήθεν ανησυχίες του μάρτυρα «… καθώς οι προϋποθέσεις που τέθηκαν στην απόφαση διασφαλίζουν πολύ ικανοποιητικά τα συμφέροντα του Ταμείου». Αν και κάποιας έκτασης, νομίζουμε πως η αυτούσια παράθεση των (εν πολλοίς προφητικών) θέσεων του Στέλιου Αμερικάνου [ΜΚ22] (όπως τούτες επισυνάπτονται στα πρακτικά της συνεδρίασης ως Παράρτημα Ε, εντός του Τεκμηρίου 3) - με τις οποίες συμφώνησε εις πίστην του και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19) - θα μπορούσε να αποδώσει πολύ πιο παραστατικά την προκύπτουσα εικόνα απ΄ ό,τι εμείς θα μπορούμε ποτέ να την αποτυπώσουμε εν είδει σύνοψης στην ετυμηγορία μας, με την ίδια επίδραση:
«2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΕ AERO CENTER
Η αρχική μου διαπίστωση είναι ότι δεν κατανοώ την εισήγηση της Επιτροπής, είναι αυτή που αναφέρεται στο τελευταίο πρακτικό ή ισχύουν και οι άλλες προϋποθέσεις που συζητήθηκαν κατά καιρούς. Επίσης νομίζω ότι τα μέλη των Διαχειριστών που δεν ήταν μέλη της διαχειριστικής δικαιούνται περισσότερο χρόνο για μελέτη του θέματος και βεβαίως πρέπει να έχουν στην κατοχή τους το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής και όχι αποσπασματική ενημέρωση. Εάν οι Διαχειριστές επιθυμούν παρά την πιο πάνω παράκληση μου να πάρουν απόφαση για το θέμα σήμερα τότε οι απόψεις μου έχουν ως εξής. Η επένδυση στο πιο πάνω έργο θα πρέπει να απορριφθεί για τους πιο κάτω λόγους: 1. Πρόκειται για τεμάχιο γής στο πουθενά και σε μια περιοχή που δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάπτυξη. 2. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως επιχειρηματικό σχέδιο της ιδιοκτήτριας εταιρείας το οποίο να επιβεβαιώνει την βιωσιμότητα του Έργου-είμαι βέβαιος ότι καμιά απολύτως Τράπεζα δεν θα χρηματοδοτούσε ποτέ ένα τέτοιο έργο. 3. Οι εκτιμήσεις της αξίας και της απόδοσης του Έργου βασίζονται σε υποθέσεις και σε καμία απολύτως πραγματικότητα. Σήμερα το ακίνητο είναι σε οικιστική ζώνη και λαμβάνεται ως δεδομένο ότι θα καταταχθεί σε εμπορική, δεν υπάρχει οδικό δίκτυο και το κυριότερο λαμβάνεται ως δεδομένο ότι θα ενοικιασθούν πλήρως και τα 4 κτήρια που θα αγορασθούν από την CYTA, δηλ. 6640τμ με ενοίκιο από 15 έως 18 Ευρώ! 4. Στο μέσο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης η οποία έχει πλήξει τον τομέα των ακινήτων λαμβάνεται ως δεδομένο η ενοικίαση 6640τ.μ. ενώ η πιο μεγάλη πιθανότητα είναι το αντίθετο. 5. Σε σχέση με το ύψος των ενοικίων λαμβάνονται υπόψη μη συγκρίσιμα στοιχεία πχ τα ενοίκια στο αεροδρόμιο και στην λεωφόρο Μακαρίου στην Λάρνακα. 6. Δεν υπάρχει καμία έρευνα αγοράς η οποία να καταδεικνύει ότι υπάρχει ζήτηση για γραφεία στην συγκεκριμένη περιοχή, μάλλον το αντίθετο επιβεβαιώνατε από τους εκτιμητές συνεπώς δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο Οργανισμός θα πρέπει να επενδύσει το Έργο. 7. Η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπάρχει μεγάλη προοπτική ανάπτυξης της περιοχής με αυξημένες ανάγκες για γραφειακούς χώρους δεν δικαιολογείται από καμιά ανεξάρτητη έρευνα ή πηγή, αντίθετα οι Εκτιμητές σημειώνουν ότι σήμερα υπάρχει μηδενική ζήτηση («είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθεί η ενοικιαστική αξία των ακινήτων διότι δεν υπάρχουν συγκριτικά ενοίκια στην γύρω και ευρύτερη περιοχή» και «η ζήτηση είναι σχετικά χαμηλή». 7. Το μέγεθος του Έργου είναι 9 μπλόκς, σύνολο 14.940 τμ γραφειακών χώρων, και σίγουρα θα υπάρχει υπερπροσφορά και ο ιδιοκτήτης θα προσπαθεί να ενοικιάσει τα δικά του κτήρια με δυνατότητα προσφοράς χαμηλότερων ενοικίων αφού, με την πληρωμή των Ευρώ 20εκ από την CYTA, έχει ήδη πολύ μεγάλο κέρδος. Η πληροφόρηση είναι ότι το ακίνητο αγοράσθηκε για Ευρώ 1.2εκ. Πώς θα εξασφαλισθεί ότι δεν θα προσφέρονταν ανταγωνιστικά τα 5 μπλόκ του ιδιοκτήτη? 8. Το ζήτημα δεν είναι να εγγυηθεί κάποιον την απόδοση για 2 χρόνια, αλλά ότι επενδύουμε σε ένα Έργο αμφίβολης αξίας και προοπτικής. 9. Δεν νοείται να πληρωθεί κανένα ποσό πριν ο Ιδιοκτήτης εξασφαλίσει την Πολεοδομική Άδεια για την ανέγερση του Έργου, και σε τέτοια περίπτωση δίνεται τραπεζική εγγύηση καλής εκτέλεσης του Έργου η οποία καλύπτει το σύνολο της προκαταβολής που δίνεται. Εμείς φαίνεται να πληρώνουμε 10εκ με την υποθήκευση του ακινήτου, ενός ακινήτου που σήμερα βρίσκεται σε οικιστική ζώνη και η αξία του οποίου χωρίς την αλλαγή της ζώνης δεν αξίζει πέραν του ποσού Ευρώ 2εκ. Στην ουσία χρηματοδοτούμε το Έργο χωρίς ο Ιδιοκτήτης να βάλει ένα Ευρώ. 10. Το ζήτημα των ενοικιαστών είναι πρωταρχικής σημασίας. Είναι ελάχιστης σημασίας η εγγύηση των ενοικίων εάν δεν έχουμε σοβαρούς μακρόχρονους ενοικιαστές, μετά τα 2 χρόνια δηλ, τι? Και βεβαίως η CYTA δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε και την δυνατότητα να βρίσκει ενοικιαστές … 11. Η ιδιοκτήτρια δεν φαίνεται να έχει τις γνώσεις και την εμπειρία να φέρει εις πέρας τέτοιου είδους έργο, δεν έχει κατασκευάσει τίποτε απολύτως προηγουμένως και προφανώς ιδρύθηκε για να αγοράσει και μοσχοπουλήσει το ακίνητο. Από πλευράς οικονομικής ευρωστίας δεν φαίνεται να έχει ελέγξει τίποτε. Έχει οικονομικές καταστάσεις αυτή η εταιρεία, τις οποίες μπορούμε να ελέγχουμε? Τίποτα παρόμοιο δεν έχει ζητηθεί από την εταιρεία. 12. Γιατί δεν ζητήθηκε εκτίμηση από το Κτηματολόγιο? Και ποια είναι η αξία του ακινήτου σήμερα χωρίς την αλλαγή της πολεοδομικής ζώνης, των παρεκκλίσεων κλπ 13. Είναι εκπληκτική η ευκολία με την οποία η Εταιρεία αποδέχεται να μας διαθέσει τα ακίνητα κατά Ευρώ 1000 το τ.μ πιο φθηνά από τον τιμοκατάλογο της, αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας βάζει σε υποψίες. 14. Σε σχέση με την μη ολοκλήρωση του οδικό δίκτυο ποια αξία μπορεί να έχει η διαβεβαίωση της Εταιρείας και το προβλεπόμενο καλύπτει τις ανάγκες μιας τέτοιας ανάπτυξης? Εν κατακλείδι το μέγεθος του κινδύνου που αναλαμβάνει το Ταμείο σ’ αυτή την επένδυση δεν είναι σε καμία περίπτωση αποδεκτό συγκρινόμενο με τις αναμενόμενες αποδόσεις. Τα χρήματα του ταμείου κινδυνεύουν να χαθούν ολοκληρωτικά εάν π.χ. δεν εξασφαλισθεί πολεοδομική άδεια ή δεν ολοκληρωθεί το Έργο και θα μας απομείνει για εξασφάλιση μία υποθήκη σε ένα ακίνητο με μόνη προοπτική να το φυτέψουμε σιτηρά! Ακόμα και εάν ολοκληρωθεί το Έργο είναι πολύ αμυδρές οι πιθανότητες να ενοικιαστή το σύνολο του με συνέπεια η αξία του να ελαχιστοποιηθεί και η απόδοση του να είναι ανύπαρκτη. Με λίγα λόγια το Έργο αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ευθύς εξ αρχής από τους Διαχειριστές ως μη πληρούν τα ελάχιστα εχέγγυα «νούσιμης» επενδυτικής απόφασης, που αφορά το Ταμείο συντάξεως των υπαλλήλων του Οργανισμού. Στέλιος Αμερικάνος, Μέλος Δ.Σ ΑΤΗΚ, Λευκωσία 10.1.2011».
Για τους πιο πάνω λόγους - και δίχως να επιβάλλεται η περαιτέρω ενασχόληση με τα όσα αυτοδήλως αναδύονται από το πιο πάνω απόσπασμα και τις περιστάσεις που οδήγησαν στη διατύπωση του - απορρίπτουμε όλες τις εισηγήσεις που προέταξε στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), εν σχέσει με την αξιοπιστία του τελευταίου και τον πραγματικό ρόλο που διαδραμάτισε στα πράγματα σε όλους τους κρίσιμους χρόνους.
Οι δικηγόροι Υπεράσπισης, ως ήδη έχουμε εντρυφήσει (απαντώντας σε κάποια εγερθέντα ζητήματα), προέβησαν και σε αναφορά ποικίλων πτυχών της αστυνομικής και ανακριτικής διερεύνησης χαρακτηρίζοντας την, κατ’ ουσίαν, ως πλημμελή αλλά και αλλοτρίως εσκεμμένη σε τέτοια έκταση και βαθμό μάλιστα, που όπως έχουμε ερμηνεύσει τις τοποθετήσεις κάποιων εκ των δικηγόρων, να μην υπάρχει άλλη επιλογή από την απόρριψη της υπόθεσης λόγω του προκύψαντος επηρεασμού των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη.
Οι εισηγήσεις των δικηγόρων κάλυψαν ένα πλατύ φάσμα ζητημάτων που σχετιζόταν, είτε με την αποτυχία των εντεταλμένων αστυνομικών ανακριτών να ανακρίνουν επαρκώς ή και καθόλου, άλλα άτομα πέραν των κατηγορουμένων που ενδεχομένως να εμπλέκονταν σε όσα τελικώς καταλογίστηκαν στους τελευταίους από την Κατηγορούσα Αρχή, όπως για παράδειγμα, τον πολλά αναφερόμενο καθ΄ όλη σχεδόν τη διάρκεια της δίκης (από τους δικηγόρους Υπεράσπισης, τους κατηγορούμενους και τους μάρτυρες που πλείστοι των τελευταίων κάλεσαν προς υπεράσπιση τους), Νίκο Κατσουρίδη και τον γιο του Αλέξανδρο Κατσουρίδη. Έγινε επίσης αναφορά πως παραβιάστηκαν τα εχέγγυα του σωστού ανακριτικού έργου όταν οι ανακριτές επέτρεψαν στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να προσκομίσει προετοιμασμένο δακτυλογραφημένο κείμενο της κατάθεσης του το οποίο ακολούθως ενσωματώθηκε στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, κάτι που, όπως αντιληφθήκαμε, προσέδωσε αδικαιολόγητη αξιοπιστία στην μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα αλλά και ανέδειξε περίτρανα όχι μόνο την προκατάληψη των ανακριτικών αρχών έναντι των κατηγορουμένων, αλλά χειρότερα, ενίσχυσε τη θέση πως ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός (συμπεριλαμβανομένου, ως αφέθηκε να νοηθεί, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), συνωμότησαν δολίως και κατά παρέκκλιση κάθε αρχής δικαίου και χρηστής διοίκησης στο να δημιουργήσουν μια ψευδή υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, ακόμη και για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες.
Αποκλίνουμε με όλες τις συναφείς εισηγήσεις της Υπεράσπισης.
Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας-ανακριτές έδωσαν επαρκείς και λεπτομερείς εξηγήσεις κατά τη μαρτυρία τους σε ό,τι είναι που προεβλήθη ως ανησυχία ή ψόγος από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων.
Καμιά απολύτως εισήγηση απ’ όσες ακούσαμε από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων - και στην ενότητα αυτή, εντάσσουμε και τα όσα προηγουμένως έχουμε αναφέρει επί του ζητήματος του εντοπισμού της καφετέριας στη Λευκωσία και τα περί λήψης συμπληρωματικής κατάθεσης από τον Θεόδωρο Βαττή (ΜΚ18) - δεν βρίσκει έρεισμα είτε στα πραγματικά γεγονότα είτε στο νόμο ή σε οποιοδήποτε συνδυασμό των δύο, σε βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί πως έπληξε καίρια και αθεράπευτα το καλώς νοούμενο ανακριτικό έργο και τα δικαιώματα οιουδήποτε εκ των κατηγορουμένων.
Εξηγούμε.
Κατ’ αρχάς, λειτούργησε άψογα το σύστημα συλλογής και αξιολόγησης πληροφοριών από τα αρμόδια κρατικά τμήματα, την Αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Επεκτείνουμε.
Απαρχή για τη διερεύνηση από τις ανακριτικές αρχές, των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας υπόθεσης - και θα πρέπει να πούμε πως συγκλίνουμε απολύτως με τις απόψεις που εκφράστηκαν εν προκειμένω από την ευπαίδευτη εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής στη γραπτή της αγόρευση - αποτέλεσε επιστολή του τέως Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πέτρου Κληρίδη προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας στις 11.7.13, ως το Τεκμήριο 328, στην οποία γινόταν αναφορά στη σύσταση Ερευνητικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με καταγγελίες που σχετίζονταν με την απαλλοτρίωση και αγοραπωλησία τουρκοκυπριακής περιουσίας στη Δρομολαξιά. Τονιζόταν επίσης στην επιστολή, πως η Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής Ελεονώρα Νικολαΐδου, ζητούσε όπως «… διερευνηθούν ζητήματα διακίνησης χρημάτων, τραπεζικοί λογαριασμοί, και άλλα συναφή ζητήματα …», επειδή ενδέχετο να προκύπτουν ποινικά προς τούτο αδικήματα. Απ’ όσα λοιπόν ανέφερε η Ελεονώρα Νικολαΐδου και επίρρωσε με συνοδευτικά έγγραφα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έκρινε πως δικαιολογείτο η διεξαγωγή αμέσως, σχετικής αστυνομικής ανάκρισης προς διερεύνηση «… των ποινικών αδικημάτων τα οποία προκύπτουν …», υπογραμμίζοντας και την αναγκαιότητα για την «… όσο το δυνατό πιο γρήγορη διερεύνηση της υπόθεσης». Αυθωρεί, μετά την αποστολή της επιστολής - Τεκμήριο 328 και την αυθημερόν παραλαβή της από τον τέως Αρχηγό Αστυνομίας Μιχαήλ Παπαγεωργίου, ζητήθηκε από τον Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας να αναθέσει σε έμπειρο αξιωματικό τη διερεύνηση της υπόθεσης ως οι οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κάτι που οδήγησε την επομένη 12.7.13, στον ορισμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου Χριστόφορου Μαυρομμάτη (ΜΚ28), ως υπεύθυνου ανακριτή της υπόθεσης. Επέκεινα, ο αστυνομικός και ανακριτικός μηχανισμός άρχισε να δρα προσηκόντως, με την ανάθεση επιμέρους ζητημάτων και εκφάνσεων που ενδιέφεραν σε εκείνο το στάδιο σε διάφορους αστυνομικούς και ανακριτές. Διαπιστώθηκε σε κάποια στιγμή και αποτελεί και εδώ αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως το επίδικο ακίνητο εντός του οποίου άρχισε να ανεγείρεται το έργο Aero Center είχε πωληθεί στις 10.4.07, από τον τουρκοκύπριο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά προς την Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 50. Ομοίως, αδιαμφισβήτητο είναι και το ότι τα συμβαλλόμενα αυτά μέρη συμφώνησαν διά συμπληρωματικής συμφωνίας ημερομηνίας 5.1.09, ως το Τεκμήριο 51, όπως το 70% του επίδικου ακινήτου μεταβιβαζόταν στην Wadnic Trading Ltd, με το υπόλοιπο 30%, να μεταβιβαζόταν όταν τούτο απαιτείτο από την υπό αναφορά εταιρεία. Διερευνήθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, η κατάσταση πραγμάτων που είχε οδηγήσει, ή που αφορούσε τέλος πάντων, στην έγκριση της πρότασης του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 21.10.09, για την αγοραπωλησία του επίδικου ακινήτου και την επακόλουθη μεταβίβαση του στις 31.3.10. Προέκυψε επίσης, πως το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - κάτι που επίσης αποτελεί εδώ κοινό έδαφος - υπέγραψε τη συμφωνία (Τεκμήριο 4-4Α) με την Wadnic Trading Ltd (διευθυντής της οποίας ήταν ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5]), για την αγορά τεσσάρων κτηριακών μονάδων, έναντι ποσού €19.600.000, πλέον ΦΠΑ ύψους €2.940.000. Αναντίλεκτο επίσης γεγονός (και γνωστό στους ανακριτές στο κατάλληλο στάδιο), ήταν και το ότι το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την τροποποιητική συμφωνία - Τεκμήριο 12, ημερομηνίας 19.4.12, αγόρασε κατ’ ουσίαν ολόκληρο το επίδικο ακίνητο από την Wadnic Trading Ltd. Κατά τις ανακριτικές έρευνες εκδόθηκαν και σειρά διαταγμάτων αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων, ως τα Τεκμήρια 209-214, που βοήθησαν στο να ιχνηλατηθεί η διαδρομή των χρημάτων που κατά τους κρίσιμους χρόνους απασχόλησαν ανακριτικώς ούτως ώστε να διαπιστωθεί το κατά πόσο υπήρξαν άτομα τα οποία χρηματίστηκαν σε σχέση με τη μεταβίβαση τής υπό αναφορά τουρκοκυπριακής περιουσίας. Η έρευνα και επακόλουθη ανάλυση των πραγμάτων, οδήγησε στη σύνταξη σχετικών αστυνομικών εκθέσεων, ως τα Έγγραφα Δ και Ε, το περιεχόμενο των οποίων έγινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παραδεκτό κατά τη δίκη. Παραλλήλως, με την εξέταση των τραπεζικών δεδομένων, η ανακριτική ομάδα έλαβε σωρεία καταθέσεων επί κάθε πτυχής που μπορούσε δυνητικώς και αντικειμενικώς να ενδιαφέρει, προχωρώντας προσέτι και σε εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας της οικίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), καθώς και των γραφείων της Wadnic Trading Ltd, ως τα Τεκμήρια 167-169.
Βλέπουμε επομένως πως η προσέγγιση που επιχειρήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, υπήρξε όχι μόνο ενδεδειγμένη αλλά και υποδειγματική, σε ό,τι είναι που αναδείχθηκε κατά τους επίδικους χρόνους ως συναφές και απτόμενο εκείνων που οδήγησαν στην εμπλοκή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας κατόπιν των συστάσεων της Ερευνητικής Επιτροπής.
Περαιτέρω, αποκλείστηκε αριθμός ατόμων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ως αξιοποίνως αναμεμειγμένα στα αδικήματα που εξετάζονταν, μετά από αναδίφηση και αποτίμηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων από μέρους των ανακριτικών αρχών.
Τα λέμε τούτα διότι η Υπεράσπιση εισηγήθηκε πως η κατ’ ισχυρισμόν, ανεπαρκής ανακριτική διερεύνηση αποστέρησε από τους κατηγορούμενους τη δυνατότητα να προτάξουν εκδοχές ή να αντιτάξουν τοποθετήσεις ενάντια εκείνων της Κατηγορούσας Αρχής ή ακόμη και να αμφισβητήσουν το καλόπιστο της δίωξης, με αποτέλεσμα την παραβίαση ανάλογων δικαιωμάτων των πελατών τους.
Δεν συγκλίνουμε με τους ισχυρισμούς αυτούς.
Δεν δικαιολογούνται από τα γεγονότα.
Οι ανακριτές προέβησαν στις κατάλληλες εξετάσεις και αξιολόγηση μαρτυρίας και πληροφοριών εντός του πλαισίου που επέτρεπαν οι εξουσίες τους, αποκλείοντας εμπλοκή, ή έστω πιθανότητα εμπλοκής (ακόμη και απομακρυσμένης), στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων ή άλλων συναφών με αυτά, ατόμων όπως οι Νίκος Κατσουρίδης, Αλέξανδρος Κατσουρίδης, Πάμπης Κυρίτσης, Νεοκλής Συλικιώτης και Βάσος Γεωργίου.
Ειδικότερα σε σχέση με τους Νίκο Κατσουρίδη και Αλέξανδρο Κατσουρίδη, παρενθέτουμε (αφού τούτο τέθηκε ως ζήτημα από την Υπεράσπιση), πως το όνομα τους, ιδιαίτερα του πρώτου, βρισκόταν (όπως είπαμε), στην προμετωπίδα των θέσεων των δικηγόρων των κατηγορουμένων σε ζητήματα που αφορούσαν σε πτυχές του ανακριτικού έργου και φερόμενες παραλείψεις του, δίχως ποτέ να προσδιοριστεί με σαφήνεια (αν και προκλήθηκαν σχετικώς από την Κατηγορούσα Αρχή), τι ακριβώς ήταν που καταλογιζόταν εναντίον του προσώπου αυτού (ή του γιου του), πέραν ασφαλώς της φιλικής ή και επιχειρηματικής σύνδεσης τους (αναλόγως της περίπτωσης), με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5).
Ούτε και ποτέ οι δικηγόροι των κατηγορουμένων προέβαλαν - και ήταν πολύ εύστοχη η τοποθέτηση της κ. Παπαγαπίου κατά τις αγορεύσεις - πώς οι όποιες παρατηρούμενες από τους συνηγόρους παραλείψεις, συνδέονταν με τον ανακριτικό χειρισμό που έτυχε ο Νίκος Κατσουρίδης, επηρέασαν δυσμενώς τα δικαιώματα των κατηγορουμένων σε ό,τι είναι που εκτυλίχθηκε τελικώς και μετουσιώθηκε ως δίωξη εναντίον τους, ή θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να τους αποσυνδέσουν από τα όσα στο τέλος τους καταγνώστηκαν.
Το ότι, γενικώς και αφηρημένως, οι ανακριτές θα μπορούσαν να επιχειρήσουν περαιτέρω εξετάσεις απτόμενες της προσωπικότητας και των ευρύτερων συναλλαγών (εάν υπήρξαν και όποιας φύσης και αν ήταν αυτές), του Νίκου Κατσουρίδη ή του γιου του, δεν αποτελούσε ούτε ανακριτική υποχρέωση μήτε και αίτιο για δικαστική επίπληξη στη βάση των στοιχείων που εξετάζονταν κατά τους κρίσιμους χρόνους.
Η ανακριτική διερεύνηση ουδόλως απεκάλυψε ή κατέδειξε οτιδήποτε το μεμπτό, ή έστω το συζητήσιμα ύποπτο, αναφορικώς με τον Νίκο Κατσουρίδη ή τον γιο του Αλέξανδρο Κατσουρίδη.
Ιδιαίτερα επικριτικός κατά του Νίκου Κατσουρίδη, ήταν ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ο οποίος με μισόλογα και υπονοούμενα - και δίχως ποτέ, παρόλο που κλήθηκε προς τούτο συγκεκριμένα από την κ. Παπαγαπίου, δεν κατόρθωσε να αρθρώσει έστω και ένα λόγο για τον οποίο ο Νίκος Κατσουρίδης θα έπρεπε, το λιγότερο, να είχε ανακριθεί, αν μη τι άλλον, σε ό,τι είναι που ο εν λόγω κατηγορούμενος τού καταλόγιζε. Χαρακτηριστικό είναι πως, όταν ρωτήθηκε από την κ. Παπαγαπίου ο εν λόγω κατηγορούμενος, εάν γνώριζε «… κανένα άλλο που απείλησε τον κύριο Λίλλη για να εξοφλήσει τα δάνεια; Μήπως ήταν ο κύριος Κατσουρίδης που τον απειλούσε να εξοφλήσει τα δάνεια;», απέφυγε να απαντήσει λέγοντας πως «εγώ δεν τον απείλησα πάντως», με την κ. Παπαγαπίου να επανέρχεται και να τον σπρώχνει να απαντήσει στο ερώτημα εάν, πράγματι, ήταν ο Νίκος Κατσουρίδης που απειλούσε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), για να παραδεχθεί τελικώς ο υπό αναφορά κατηγορούμενος πως «δεν γνωρίζω αυτό το θέμα».
Το ότι ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), προέταξε σε κάποιο στάδιο πως δεν μπορούσε να αποφανθεί ο ίδιος από ανακριτικής απόψεως για το κατά πόσο θα ήταν δικαιολογημένο ή όχι να ανακρινόταν ο Νίκος Κατσουρίδης (ή οποιοσδήποτε άλλος) - που ως θεωρητική θέση είναι ορθή - δεν αμβλύνει το εγχείρημα του εν λόγω κατηγορούμενου να στοχοποιήσει τον Νίκο Κατσουρίδη για ό,τι γενικόλογα, αόριστα και κατ’ εικασίαν είναι που άφησε να υπονοηθεί εναντίον του χαρακτήρα του και της προσωπικότητας του.
Μέρος του ανακριτικού έργου και χειρισμών, υπήρξε αναμφισβήτητα και η εξασφάλιση γραπτών καταθέσεων από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5).
Η Υπεράσπιση αμφισβήτησε και εδώ - όπως ήταν ευλόγως αναμενόμενο και δικαιωματικώς αναντίρρητο - το κάθε τι σχεδόν που αφορούσε στην ανακριτική διεργασία, εισηγούμενη πέραν των φερόμενα δικονομικών και διαδικαστικών παραβλέψεων, την ύπαρξη και ύποπτων συναλλαγών και κινήτρων από μέρους της Αστυνομίας και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Αξιολογήσαμε τις εισηγήσεις αυτές με περισσή προσοχή.
Διαφωνούμε με όλες.
Όλα όσα οδήγησαν στη λήψη των γρατπών καταθέσεων του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - Έγγραφα Η-Η3, ήσαν απολύτως νόμιμα και αποδεκτά, τόσο κατά δικονομίαν όσο και κατ’ ουσίαν, χωρίς κακόβουλα κίνητρα ή άλλα τινά, όπως υπέβαλαν σχετικώς περί του αντιθέτου οι δικηγόροι των κατηγορουμένων.
Μοναδικό ελατήριο των ανακριτικών αρχών (και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που οι συνήγοροι ενέταξαν και ταύτισαν με εκφάνσεις της ανακριτικής διεργασίας), ήταν η ορθή και δίκαιη διερεύνηση της υπόθεσης καθώς και η προσαγωγή, κατ’ ανακριτική κρίση, όλων των εμπλεκομένων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.
Όχι μόνο κατά τεκμήριο αλλά και κατά πραγματικότητα.
Εξηγούμε.
Σημειώνοντας, την ίδια στιγμή, πως μας βρίσκουν σε απόλυτη σύμπνοια οι τοποθετήσεις της κ. Παπαγαπίου, όπως τις ανέπτυξε στην αγόρευση της εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής.
Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) συνελήφθηκε στις 26.8.13 και αφέθηκε ελεύθερος στις 10.9.13, μετά που τέλεσε υπό κράτηση στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό. Στις 26.8.13, του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση, ως το Τεκμήριο 60, κατά την οποία δεν απάντησε σε οποιαδήποτε ερώτηση, πέραν μιας γενικής δήλωσης στην οποία προέβη στην Απάντηση 2, κατά την οποία τόνισε, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, το νομότυπο διεξαγωγής των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και τους λόγους για τους οποίους δεν εμπιστευόταν την ακολουθούμενη αστυνομική/ανακριτική διαδικασία. Λίγες μέρες μετά και δη, στις 2.9.13 ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), στο πλαίσιο δεύτερης ανακριτικής κατάθεσης που του λήφθηκε, ως το Τεκμήριο 61, ανέφερε (στο πλαίσιο της Απάντησης 1), πως μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο του, δεσμευόταν ότι με το τέλος της κράτησης του (και αφού αφηνόταν ελεύθερος), θα ετοίμαζε γραπτή δήλωση την οποία θα παρέδιδε προς την Αστυνομία θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της τελευταίας για τις όποιες απαιτούμενες διευκρινίσεις.
Αναδύεται επομένως από τη σειρά αυτή των γεγονότων, πως αποτελούσε σαφή πρόθεση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στις 2.9.13, να συνεργαστεί με την Αστυνομία, υπό το πλέγμα που εξήγησε, κατόπιν μάλιστα και συνεννόησης με τον δικηγόρο του.
Παρεμβάλλουμε, ότι δεν αντιληφθήκαμε να τέθηκε ποτέ με οποιαδήποτε πειστικότητα από τους δικηγόρους Υπεράσπισης, η θέση πως η ως άνω δήλωση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), στο πλαίσιο της ανακριτικής του κατάθεσης - Τεκμήριο 61, ήταν προκατασκευασμένη και απόρροια συμπαιγνίας με την Αστυνομία ώστε να διατυπωθεί κατά τον τρόπο που διατυπώθηκε, για να μπορεί κατοπινά το γεγονός αυτό να προταχθεί (αν και εφόσον χρειαζόταν), ως ασπίδα σε οποιαδήποτε σχετική εισήγηση περί στημένου ανακριτικού χειρισμού προς όφελος του Νίκου Λίλλη [ΜΚ5] (όπως νοήθηκε από κάποιους εκ των εν λόγω δικηγόρων).
Τίποτε το κατακριτέο προκύπτει από τα ανακριτικά τούτα συμβάντα.
Προχωρούμε σε άλλα.
Παρ΄ όλη την εκφρασθείσα πρόθεση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), να προχωρήσει με την ετοιμασία γραπτής δήλωσης σε σχέση με το τι φαίνεται να ενδιέφερε κατά τους ουσιώδεις χρόνους, η ανακριτική ομάδα συνέχισε το διερευνητικό της έργο, ζητώντας μάλιστα και ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησης του εν λόγω μάρτυρα, με το επόμενο στάδιο που ακολούθησε της απελευθέρωσης του τελευταίου στις 10.9.13, να αφορά στην αυθημερόν καταχώριση της ποινικής υπόθεσης 10771/13 εναντίον του ιδίου (ως κατηγορούμενου 2) και της εταιρείας του, Wadnic Trading Ltd (ως κατηγορούμενης 1), ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως το περιεχόμενο των κατηγορητηρίων - Τεκμήρια 59 και 59Α.
Ευλόγως θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς, για ποιο λόγο είναι που οι ανακριτές, όχι μόνο δεν προχώρησαν στο να αφήσουν ελεύθερο τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), μετά την εκδήλωση των προθέσεων του περί ετοιμασίας γραπτής δήλωσης στις 2.9.13 - έτσι ώστε να επιταχυνθεί και η διεργασία ετοιμασίας της εν λόγω κατάθεσης προς επίσπευση και του ανακριτικού έργου αλλά και των ευρύτερων στοχεύσεων της Αστυνομίας (αθέμιτων και αλλότριων ως ήταν κατά τους συζητούμενους ισχυρισμούς) - αλλά απεναντίας προχώρησαν σε ανανέωση της προσωποκράτησης του εν λόγω μάρτυρα, καταχωρώντας εναντίον του (αλλά και εναντίον της εταιρείας του), την ως άνω αναφερθείσα ποινική υπόθεση 10771/13 - Τεκμήρια 59 και 59Α.
Λογικώς, θα μπορούσε περαιτέρω να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) επελέχθη όπως κατηγορηθεί στην ποινική υπόθεση 10771/13 και δεν αποφασίστηκε από τους ανακριτές και την Κατηγορούσα Αρχή όπως χρησιμοποιηθεί εξαρχής ως μάρτυς κατηγορίας στην υπόθεση εκείνη, βάσει, πάντοτε, του σκεπτικού των δικηγόρων των κατηγορουμένων πως σκοπός των ανακριτών δεν ήταν η γνήσια λήψη μιας (μερικώς ή ολικώς) ενοχοποιητικής κατάθεσης από τον υπό αναφορά μάρτυρα, αλλά η προώθηση μιας προειλημμένης και καλώς σχεδιασμένης και προγραμματισμένης αθέμιτης συνδιαλλαγής μαζί του.
Ούτε και σε αυτή την περίπτωση υπεβλήθη κάτι από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων που θα μπορούσε να οδηγήσει τις σκέψεις αλλού.
Τα ίδια, κατ’ αναλογίαν, ισχύουν και για όσα ακούσαμε περί εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 10771/13 - Τεκμήρια 59 και 59Α, από το Επαρχιακό Δικαστήριο αντί από το Κακουργιοδικείο και για το ότι τούτος ο εισαγγελικός χειρισμός δεν αποτελεί παρά συστατικό του ευρύτερου πάρε-δώσε μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και ανακριτών/Κατηγορούσας Αρχής.
Ούτε και αυτό το επιχείρημα είναι βάσιμο.
Η Κατηγορούσα Αρχή προέβη στους ανάλογους χειρισμούς εν σχέσει με την ποινική υπόθεση 10771/13 - Τεκμήρια 59 και 59Α, μετά που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατέθεσε ενόρκως περί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης (στο βαθμό που ο ίδιος τα γνώριζε) και προφανώς, ύστερα από αποτίμηση του περιεχομένου της μαρτυρίας του από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, χωρίς ασφαλώς ποτέ να εννοείται με τούτο πως η όποια άποψη του τελευταίου περί αξιοπιστίας μέρους ή του συνόλου της μαρτυρίας του υπό αναφορά μάρτυρα (ή οποιουδήποτε άλλου), λήφθηκε υπόψη από εμάς σε οποιαδήποτε έκταση και βαθμό ως αποτελούσα ένδειξη αξιοπιστίας (ή αναξιοπιστίας) - αναλόγως της περίπτωσης - του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) ή οποιουδήποτε άλλου τέτοιου μάρτυρα.
Όλα αυτά ποσώς καταδείχνουν προς την κατεύθυνση που εισηγούνται οι δικηγόροι των κατηγορουμένων, δίχως και πάλι, να ενυπάρχουν αντικειμενικά και εύλογα ερείσματα προς διατύπωση συνειρμού, έστω, πως οι περιγραφόμενοι χειρισμοί δεν αποτελούσαν παρά ένα φτιαχτό σκηνικό από μέρους της Αστυνομίας και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ώστε προληπτικώς και για κάθε ενδεχόμενο, να δημιουργούνταν (με αυτοενισχυτική διάθεση), όλες εκείνες οι συνθήκες που ενδεχομένως να έπειθαν τον εύλογο και νοήμονα παρατηρητή πως τίποτα το μεμπτό δεν υπήρχε πίσω από την κατάθεση που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) θα ετοίμαζε σε μεταγενέστερο στάδιο, στο πλαίσιο μιας παράνομης, απαράδεκτης και ανήθικης συνεννόησης με τους αστυνομικούς ανακριτές και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με απώτερο σκοπό το διασυρμό και την κακόβουλη δίωξη αθώων φυσικών και νομικών προσώπων.
Άρα, ούτε και υπό αυτό το πρίσμα αναδύεται κάτι που ίσως να μπορούσε να αποτελέσει ψήγμα, έστω, ενίσχυσης των θέσεων που προέβαλαν σχετικώς οι ευπαίδευτοι συνήγοροι.
Υπάρχουν και άλλα.
Δύο περίπου μέρες μετά που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) αφέθηκε ελεύθερος, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον ανακριτή Λευτέρη Κυριάκου (ΜΚ24), επιβεβαιώνοντας εκ νέου την πρόθεση του να συνεργαστεί με την Αστυνομία, σημειώνοντας ταυτοχρόνως πως είχε μιλήσει συναφώς για το ζήτημα αυτό και με τον δικηγόρο του. Τούτη η εξέλιξη, οδήγησε τον Λευτέρη Κυριάκου (ΜΚ24), μετά από συνεννόηση που είχε με τον Χριστόφορο Μαυρομμάτη (ΜΚ28), να επιδιώξει επαφή με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) ώστε ο τελευταίος να τους πει αυτά που αληθώς γνώριζε. Είχε λεχθεί προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) από τον Λευτέρη Κυριάκου (ΜΚ24), ότι το καθήκον του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) δεν θα κατέπιπτε απλώς και μόνο ως εκ της παρουσίασης ή της παράθεσης μιας γραπτής κατάθεσης στην οποία θα προέβαινε στις όποιες συγκεκριμένες και συναφείς με το τι ενδιέφερε αναφορές, αλλά στο ότι θα έπρεπε να έλεγε όλη την αλήθεια ανεξαρτήτως ποιοι εμπλέκονταν στην υπόθεση που ήθελε να εξηγήσει και πως μόνο όταν αυτά που θα έλεγε θα επιβεβαιώνονταν ανακριτικώς ως αληθή, υπήρχε το ενδεχόμενο να προταθεί όπως μετατραπεί σε μάρτυρα κατηγορίας. Του είχε επίσης λεχθεί υπό μορφή παρότρυνσης, να επικοινωνούσε με τον δικηγόρο του διότι δεν μπορούσαν να δοθούν οποιεσδήποτε ανακριτικές εγγυήσεις προς την κατεύθυνση που συζητείτο.
Η ανακριτική ομάδα ενασκώντας σωστά τη διακριτική της ευχέρεια, αξιολόγησε και επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως το Έγγραφο Η (καθώς και τις επακόλουθες καταθέσεις) και κατ’ επέκτασιν λογική και θεμιτή θεωρείται πως ήταν η επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - και δεν κρίνουμε την απόφαση του τελευταίου από συνταγματικής απόψεως - για συμπερίληψη του μάρτυρα αυτού ως μάρτυρα κατηγορίας και όχι ως κατηγορούμενου στην παρούσα υπόθεση, μια και χωρίς τη δική του μαρτυρία (δεδομένης της απουσίας άλλων μαρτύρων ή μαρτυρίας τέτοιας ισχυράς εμβέλειας και περιεχομένου που θα μπορούσε να επέτρεπε ίσως άλλους χειρισμούς), οι πιθανότητες θετικής κατάληξης της δίωξης θα ήσαν σαφώς μικρότερες από εκείνες που υπήρχαν εν προκειμένω λόγω των εισαγγελικών χειρισμών.
Σε ό,τι τώρα αφορά στη δικονομική διάσταση των πραγμάτων αναφορικώς με τον τρόπο λήψης της γραπτής κατάθεσης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως το Έγγραφο Η, θα πρέπει να σημειώσουμε - σε απόκλιση των θέσεων της Υπεράσπισης - πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αστυνομία ήταν απολύτως επιτρεπτή, τόσο βάσει των αστυνομικών διατάξεων όσο και βάσει της σχετικής νομολογίας (βλ. κατ’ αναλογίαν, Turner v R (2003) EWCA Crim 3108, R v Knight (2003) EWCA Crim 1977).
Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ετοίμασε το περιεχόμενο του κειμένου που επιθυμούσε να μετατρέψει σε κατάθεση του και το υπέγραψε, όπως υπέγραψε πρεπόντως και τη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, επί της οποίας επισυνάφθηκε το δακτυλογραφημένο προετοιμασμένο κείμενο στο οποίο αναφερόμαστε.
Ας μη λησμονείται - και τούτο το λέμε για να καταδείξουμε πως, το τι περιγράφουμε, αποτελεί αποδεκτή ανακριτική πρακτική και οπωσδήποτε όχι ιδιώνυμη ανακριτική εφεύρεση για να βολέψει τις ανάγκες του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - πως όμοιος χειρισμός έλαβε χώραν (χωρίς παράπονα από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων) και στην περίπτωση της γραπτής κατάθεσης του Γιώργου Στυλιανού (ΜΥ20) προς την Αστυνομία - Έγγραφο ΝΙ, ο οποίος παρουσίασε με παρόμοιο τρόπο δακτυλογραφημένη δήλωση του που είχε προετοιμάσει εκτός αστυνομικού χώρου και μετατρέψει στην εξέλιξη των πραγμάτων ως μέρος της γραπτής κατάθεσης που του λήφθηκε από τους ανακριτές στις 2.10.13.
Παραμένοντας στο ζήτημα των συνθηκών καταγραφής της γραπτής κατάθεσης του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως το Έγγραφο Η και τα περί ύπαρξης συνδιαλλαγών και άλλων συναφών σε σχέση με αυτή - που ουδόλως ευσταθούν καθώς είπαμε - δεν μπορεί να μη σημειωθεί και η ανακολουθία που προέκυψε κατά τη μαρτυρία αλλά και κατά την επιχειρηματολογία των δικηγόρων σε σχέση με το ότι, από τη μια, υπήρχε παράπονο πως η κατάθεση αυτή αποτέλεσε προϊόν συναλλαγής, με τον τρόπο που περιγράψαμε και από την άλλη, παράπονο πως δεν τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις προς τον μάρτυρα μετά την παράδοση του εγγράφου αυτού προς την Αστυνομία.
Δεν καταλάβαμε ούτε και σε αυτή την περίπτωση τα περί μη υποβολής ερωτήσεων προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - μετά την προσκόμιση της γραπτής του δήλωσης προς την Αστυνομία κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους λήψης της γραπτής κατάθεσης (Έγγραφο Η) - να σκοπούσαν στο να καλύψουν νομοτυπικώς από μέρους του μάρτυρα και των ανακριτών την κατά τα άλλα (φερόμενα), στημένη και απόρροια αθέμιτης συνδιαλλαγής κατάθεση του.
Οι θέσεις αυτές που προέταξε η Υπεράσπιση (όπως και άλλες παράπλευρες), γίνεται κατανοητό πως αποτελούν περισσότερο, εκ των υστέρων εφευρήματα σε μια προσπάθεια να πλήξουν όχι μόνο την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - επιδίωξη ασφαλώς απολύτως θεμιτή εννοείται, ως ζήτημα αρχής - αλλά και το ανακριτικό έργο που ακολούθησε του γεγονότος αυτού, που και πάλι, ως ζήτημα αρχής, απόλυτο δικαίωμα είχε η Υπεράσπιση να το αμφισβητήσει, με δόρυ όμως την αλήθεια και τη λογική τάξη των πραγμάτων.
Περί αλήθειας λοιπόν ο λόγος.
Μια και ασχολούμαστε λοιπόν με τα περί της αλήθειας, θα πρέπει να πούμε, με αφορμή αντίστοιχες εισηγήσεις των δικηγόρων των κατηγορουμένων, πως τίποτε το παράτυπο ή το ηθικώς ανάρμοστο προκύπτει από την απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να παράσχει ασυλία δίωξης και να καλέσει στην παρούσα υπόθεση ως μάρτυρα κατηγορίας τον συνεργό Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και τούτο, ανεξαρτήτως του γεγονότος πως, ως τέτοιος συνεργός, ο μάρτυς είχε παραδεχθεί κατά τη μαρτυρία του τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται άμεσα με εκφάνσεις των εδώ επίδικων.
Ο χειρισμός αυτός δεν αποτελεί πρωτοτυπία.
Πρωτοτυπία θα αποτελούσε εάν δεν επιχειρείτο, υπό την επίφαση, μάλιστα, πως είναι απαράδεκτος και παράνομος ως ζήτημα αρχής.
Δεν είναι.
Ασυλία δίωξης συχνά είναι που παρέχεται (και για πολύ καλούς λόγους), σε συνεργούς εξαιρετικής σοβαρότητας μάλιστα εγκλημάτων, σε όλο τον κόσμο (βλ. κατ’ αναλογίαν, R v Smith (2009) 1 SCR 146, R v Chan Wai-Keung (1995) 1 HKLR 123, People v Manson (1976) 61 Cal App 3d 102).
Το ότι μάρτυς κατηγορίας καταθέτει ως συνεργός υφιστάμενων κατηγορουμένων, συνιστά αναμφιβόλως (και το έχουμε ήδη επισημάνει), λόγο για το Δικαστήριο να είναι εξαιρετικά προσεκτικό κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα-συνεργού, αυτοπροειδοποιούμενο καταλλήλως ως προς τις δυνητικές επιπτώσεις αποδοχής της μαρτυρίας αυτής.
Τούτο όμως δεν κατατάσσει εκ προοιμίου και αδηρίτως τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ως αναξιόπιστη.
Ζητούμενο αποτελεί, η ενθάρρυνση από μέρους της Αστυνομίας προς τέτοιους μάρτυρες, να αποσκοπεί αποκλειστικώς στην παράθεση της αλήθειας που οι τελευταίοι γνωρίζουν και τίποτε περισσότερο.
Ό,τι είναι μεμπτό και ασυγχώρητο - όπως άλλωστε υπέδειξε και το Εφετείο, διά του Πική, Π., στην κλασσική επί του θέματος, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων v Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 652 - είναι η παρότρυνση με υποσχέσεις και ανταλλάγματα προς συνεργούς μάρτυρες να πουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια, ή να παραποιήσουν τη μαρτυρία τους προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων.
Ακόμη και η νομολογία του ΕΔΑΔ, αναγνωρίζει την πιθανότητα δίκαιης καταδίκης κατηγορούμενου στη βάση μαρτυρίας συναυτουργού ή συνεργού που τυγχάνει ασυλίας, νοουμένου ότι η Υπεράσπιση πληροφορείται εγκαίρως περί της ασυλίας και των συνθηκών που την περιβάλλουν και ότι η μαρτυρία αυτή προσεγγίζεται και αιτιολογείται με λεπτομέρεια και προσοχή εφαρμοζόμενων των κατάλληλων δικαστικών αυτοπροειδοποιήσεων περί του ασφαλούς της καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, παρέχοντας έτσι στον κατηγορούμενο κάθε δυνατότητα επαρκούς αμφισβήτησης της μαρτυρίας αυτής κατά την ακροαματική διαδικασία (X v The United Kingdom (1976) 7 DR 115, 118).
Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση, τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή (σε σχέση με την έγκαιρη πληροφόρηση προς την Υπεράσπιση ως προς τους χειρισμούς που θα προέβαινε αναφορικώς με τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]), όσο και από το Δικαστήριο (σε σχέση με το ζήτημα των αυτοπροειδοποιήσεων).
Συναυτουργός ή συνεργός μπορεί και να μην κατηγορηθεί από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές για διάφορους λόγους που οφείλονται στην ενάσκηση της παρεχόμενης σε αυτές διακριτικής ευχέρειας, ένας από τους οποίους που μπορεί και να είναι η αδυναμία στοιχειοθέτησης των κατηγοριών δίχως τη μαρτυρία του μάρτυρα προς τον οποίο σκοπείται να δοθεί ασυλία.
Υπό το περιγραφόμενο πρίσμα, οφείλει κανείς να είναι πιο διαλλακτικός και προοδευτικός ως προς το πώς είναι που αποτιμά και διαχειρίζεται τα περί ύπαρξης συμφωνιών, συνδιαλλαγών ή ανταλλαγμάτων μεταξύ ανακρινομένων και ανακριτών (ή και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), ιδιαίτερα όταν η ανάκριση λαμβάνει χώραν επί συναινετικού επιπέδου και δεν προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη βούληση του ανακρινόμενου - όπως εδώ του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5).
Με σχολαστική πάντοτε ανακριτική προσοχή, έτσι ώστε να αποκλείεται ο κίνδυνος διαπόμπευσης αθώων και καταπάτησης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων.
Γι’ αυτό εξάλλου είναι που οι ανακριτές εξέτασαν στην προκειμένη περίπτωση πολύ προσεκτικά και λελογισμένα, κάθε στοιχείο που ανέφερε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) και το έκριναν ορθό και αληθές.
Σταθμίζοντας το μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία που προέκυψε από τη σχετική αστυνομική διερεύνηση.
Η ωφελιμιστική προσέγγιση που ακολούθησαν οι ανακριτές αλλά και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην παρούσα περίπτωση, ήταν απολύτως παραδεκτή κατά το δίκαιο, εντασσόμενη και τούτη στο γενικότερο πλαίσιο του πολέμου κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, αδικήματα που εκ προοιμίου και εκ της φύσεως τους παρουσιάζουν, όχι μόνο πολυπλοκότητα αλλά και υψηλό δείκτη δυσκολίας στην εξιχνίαση τους.
Πρέπει να μάθουν όσοι εμπλέκονται σε τέτοιου είδους αδικήματα, πως ο κάθε τους τωρινός συνεργάτης ή το κάθε άλλο πρόσωπο με το οποίο σήμερα διαπλέκονται προς εξασφάλιση ενδεχομένως και αμοιβαίων οφελών στο πλαίσιο εκτέλεσης κοινών ή μεμονωμένων άνομων σκοπών, αποτελούν ταυτοχρόνως και εν δυνάμει υποψήφιους μάρτυρες κατηγορίας εναντίον τους.
Δεν διαπιστώσαμε την παροχή οποιουδήποτε αθέμιτου ανταλλάγματος προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) για να πει την αλήθεια.
Είπε την αλήθεια από μόνος του.
Αυτή, ήταν η συνειδητή επιλογή του, στο πλαίσιο της απόφασης του να βοηθήσει στην απονομή της δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως προσωπικού κόστους ή προσώπων που εμπλέκονταν με τις αναφορές του («[σ]τις αναφορές μου δεν με ενδιάφερε τα υψηλά, τα χαμηλά, τα μέτρια [πρόσωπα], έλεγα ό,τι ήξερα»).
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατά την παράθεση της μαρτυρίας του στη δίκη εν σχέσει με την ενότητα που εξετάζουμε (και τα όσα αυτός είχε στο μυαλό από την αρχή των ανακρίσεων): «[ε]ίχα ανησυχίες ναι και είχα έγνοιες για πολλά πράγματα και για τον εαυτό μου γιατί τούτα τα πράγματα που θα έλεγα, που ήμουν αποφασισμένος να πω εδώ για τους ανθρώπους αυτούς που αντιμετωπίζουν αυτά τα αδικήματα στο Κακουργιοδικείο …».
Παραμένει αξιοπερίεργο - και το αναφέρουμε τούτο με κάθε ταπεινότητα και σεβασμό προς τις εισηγήσεις των δικηγόρων των κατηγορουμένων και αγγίξαμε το ζήτημα και αλλού προηγουμένως στην ετυμηγορία από μια πλατύτερη σκοπιά - για ποιο λόγο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), να αποφασίσει να εμπλέξει ψευδώς, κακοβούλως και δολίως, πλείστους των κατηγορουμένων σε μια υπόθεση-πλεκτάνη στην οποία οι τελευταίοι δεν είχαν, υποτίθεται, καμιά απολύτως σχέση. Προς τούτο, πολύ γλαφυρή υπήρξε η απάντηση του εν λόγω μάρτυρα σε αντεξεταστική ερώτηση του κ. Παπαϊωάννου (αναφορικώς με τον κατηγορούμενο 1 [Ευστάθιο Κιττή]), περί ισχυρισμού του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) για δωροδοκία του εν λόγω κατηγορούμενου το Δεκέμβριο 2009: «Α. Μάλιστα, ισχυρίστηκα. Επειδή ένα καλό πρωί με έπιασε μια σχιζοφρένεια και άρχισα να λαλώ ότι διώ λεφτά του κύριου Κιττή. Έπιασε με τούτη η σχιζοφρένεια. Επίσης όταν κάποιος ετοιμάζει λεφτά για να πάρει του οποιουδήποτε, τα ετοιμάζει το μήνα μόνο εκείνο που του τα έδωσε ή μπορεί και πριν; Αν θέλετε να με παρακολουθήσετε. Κύριε Παπαϊωάννου, μάζεψα τα λεφτά, έκαμα και μια μεγάλη ανάληψη 65.000 ευρώ, είχα και κάποια λεφτά σπίτι μου και τα έδωσα. Αυτή είναι η αλήθεια, ελπίζω να την ξέρετε, θα σας βοηθήσει. Αν δεν την ξέρετε μάθετε την τωρά».
Γιατί ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), να μπει στον κόπο να συλλάβει περίπλοκους σχεδιασμούς για κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς ως μέρος δωροδοκιών και άλλων τέτοιων, τη στιγμή που πολύ εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί την πληρωμή των ποσών αυτών σε κατ΄ ιδίαν συναντήσεις με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), όπως σε άλλες περιπτώσεις.
Γιατί ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), να εισέλθει σε μια διαδικασία προμελέτης και προγραμματισμού - σε συνεργασία μάλιστα με την Αστυνομία, ως διατείνεται η Υπεράσπιση - τριών συναντήσεων με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για σκοπούς δωροδοκίας του τελευταίου και όχι σε μία, με το ποσό του χρηματισμού να καταβάλλεται άπαξ.
Γιατί ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), να αναλάβει τον κίνδυνο να τοποθετήσει πέριξ του ιδίου και του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), τρίτα πρόσωπα (κομματικά στελέχη του ΑΚΕΛ), ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να προτάξει πως κατά τους ουσιώδεις χρόνους που εκβιάστηκε από τον υπό αναφορά κατηγορούμενο, οι δύο τους ήσαν μόνοι στο γραφείο του τελευταίου στη Λευκωσία.
Δεν εντοπίσαμε, θα πρέπει να πούμε, πως εκδοχή των κατηγορουμένων ήταν πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), συνέλαβε αυτό το φανταστικό σχέδιο καταδίωξης των κατηγορουμένων με την πρόταξη αληθοφανών λεπτομερειών έτσι ώστε να καταστήσει την εκδοχή του ακόμη πιο πιστευτή.
Το ίδιο βεβαίως και η Αστυνομία, η οποία κατά τις υπερασπιστικές εισηγήσεις, ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τη μηχανορραφία εναντίον των κατηγορουμένων.
Με στόχευση - διά της εκ προθέσεως σύμπραξης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - την πολιτική δίωξη (τουλάχιστον) του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), διότι σκοπός ήταν να εξισορροπηθούν κομματικές σκοπιμότητες με την προσαγωγή στο Δικαστήριο ίδιου αριθμού κατηγορουμένων από τη δεξιά και την αριστερή παράταξη αλλά και για να δημιουργηθεί πολιτικός θόρυβος γύρω από το όλο ζήτημα.
Με πολύ πιο απλή γλώσσα - και ασχέτως αν ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) αναφερόταν εξειδικευμένα στην αμφισβήτηση της εκδοχής του από τον κ. Παπαϊωάννου, κατά την τελευταία αντεξεταστική ερώτηση που του είχε υποβάλει περί πληρωμής €90.000 στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), σε καφετερία στη Λευκωσία - ο μάρτυς εξέφρασε την ουσία των πραγμάτων περί συνδιαλλαγών, μηχανορραφιών του με τους ανακριτές και άλλων τινών, λέγοντας πως «… αν ήταν στημένο ήταν να είναι στημένο που την αρχή και δεν θα είχα μικροπροβλήματα. Δεν υπήρχε έτσι ανάγκη κύριε Παπαϊωάννου. Ήρτα δαμέ είπα ένα σωρό πράματα, υπήρχε πρόβλημα να σας πω και τούτο το πράμα κύριε Παπαϊωάννου; Εγώ είναι τα γεγονότα που είπα στο Δικαστήριο, την αλήθεια και συνεχίζω να τη λέω».
Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι εντοπίζονται περιπτώσεις στη νομολογία (βλ. για παράδειγμα, Ιακωβίδης και Άλλος v Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 110), όπου ένας μάρτυς μηχανεύεται σενάρια με σκοπό να εμπλέξει τρίτα αθώα άτομα, στοχεύοντας είτε στην απαλλαγή του ιδίου από αυτά που ενδεχομένως να του καταλογιστούν είτε στην αποκόμιση οφελών πάσης φύσεως και μορφής.
Εδώ όμως, δεν προέκυψε κάτι που να δικαιολογεί οποιαδήποτε από τις προβληθείσες ανησυχίες των κατηγορουμένων - και θεωρούμε πως είμαστε πολύ επιεικείς με τη διατύπωση της άποψης μας αυτής.
Η μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) ήταν άθραυστη και ειλικρινής, απορρεύσασα, κρίνουμε, από την αποφασιστικότητα του να αναφέρει όλη την αλήθεια στους ανακριτές και στο Δικαστήριο.
Πριν κλείσουμε τη μεγάλη αυτή ενότητα περί των ανακρίσεων και των διωκτικών χειρισμών, οφείλουμε να πούμε πως τοποθετήσεις που αφορούν σε ισχυρισμούς πολιτικών διώξεων, δολιοτήτων, διαπλοκών και άλλων παρόμοιων από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - ενός ανεξάρτητου συνταγματικού θεσμού υψίστης πολιτειακής σημασίας (μαζί με το δικαστικό θεσμό), για τη διατήρηση της ευταξίας και του κράτους δικαίου στον τόπο μας - (αν και αποτελεί δικαίωμα του καθενός να τους υποβάλλει), δεν πρέπει να εκφράζονται με ελαφρότητα, χωρίς ουσιαστικώς πραγματική βάση και επίρρωση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν, κατ’ επανάληψιν, οι εκφραστές των θέσεων αυτών προκαλούνται ανοικτά από την Κατηγορούσα Αρχή στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας να εξειδικεύσουν και υποστηρίξουν με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και γεγονότα σε τι ακριβώς είναι που παραπέμπουν και εννοούν, επιλέγοντας, αντιθέτως οι τελευταίοι, να καταφεύγουν σε αοριστολογίες και ισοπεδωτικές τοποθετήσεις, υποσκάπτοντας θεσμούς και αξίες διότι διανοήθηκε η Πολιτεία τούτη να τους διώξει.
Αφήνουμε το ζήτημα ως εδώ.
Περαίνοντας - καθιστώντας το κάθε τι στο οποίο αναφέρθηκαν οι μάρτυρες ανακριτές ως εύρημα μας - πως το ανακριτικό και διωκτικό έργο υπήρξε δίκαιο, άμεμπτο και απολύτως ικανοποιητικό.
Όπως εξάλλου και η παρουσίαση της υπόθεσης από τους ευπαίδευτους εκπροσώπους της Κατηγορούσας Αρχής.
Η δικονομική συμπεριφορά των ευπαίδευτων εκπροσώπων της Κατηγορούσας Αρχής και των δικηγόρων Υπεράσπισης (συμπεριλαμβανομένου και του κ. Μούσκου, ο οποίος απεχώρησε σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας), υπήρξε τέτοια ώστε να συντείνει σε μεγάλο βαθμό στη συμπλήρωση της παρούσας υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα, τηρουμένης της περιπλοκότητας της υπόθεσης αλλά και της έκτασης που έλαβε η μαρτυρία.
Υπενθυμίζουμε πως η υπόθεση, στην παρούσα της μορφή, ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον μας στις 7.3.14.
Επανερχόμαστε.
Ο κ. Παπαϊωάννου εισηγήθηκε πως το άρθρο 4 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00 (που αφορά στις κατηγορίες 10, 11, 12, 23 και 24), είναι «… αντισυνταγματικό ως στερούμενο το ίδιο αντικειμενικής υπόστασης με έκδηλα στοιχεία αοριστίας και μη ευκρίνειας του ισχυριζόμενου ποινικού αδικήματος».
Διαφωνούμε.
Κατ΄ αρχάς, η Υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) που έθεσε το ζήτημα, είχε το βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, με τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο και κατά πάγια νομολογία (όπως, πιο πρόσφατα, η Παναγή v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 4/12, ημ. 23.11.12), ότι η νομοθετική τούτη πρόνοια είναι αντισυνταγματική.
Κρίνουμε, με κάθε σεβασμό, πως η τοποθέτηση δεν ήταν δεόντως στοιχειοθετημένη ώστε να ικανοποιεί τις σχετικές νομολογιακές προϋποθέσεις.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε πως η διατύπωση του άρθρου 4 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00 - με τη ρητή παραπομπή στο εν λόγω άρθρο, στο περιεχόμενο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (ως τούτη προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00 και εκτίθεται στα Μέρη Ι και ΙΙ του Πίνακα, που ακολουθεί την παράθεση του κειμένου του εν λόγω νόμου) - είναι απολύτως σαφές και ευκρινές ως προς το τι ακριβώς είναι που προσδιορίζει από απόψεως ποινικοποίησης των συμπεριφορών που καθορίζει και για τούτο, δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί κάποιος να αναφέρει.
Απορρίπτουμε τη σχετική εισήγηση.
Προχωρούμε αμέσως να διατυπώσουμε τα (επιπρόσθετα) ευρήματα και αποφάνσεις μας επί των επίδικων θεμάτων, λέγοντας ευθύς εξαρχής πως εύρημα μας αποτελεί και το περιεχόμενο της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας (όπως το συνοψίσαμε ανωτέρω και διατυπώνεται στα πρακτικά), καθώς και εκείνο που περιέχεται στα παραδεκτά γεγονότα που εγκρίθηκαν κατά τη δίκη.
Εύρημα μας αποτελεί και το περιεχόμενο της μαρτυρίας των μαρτύρων Υπεράσπισης που κρίναμε ως αξιόπιστους, υπό τις όποιες αιρέσεις και άλλες επιφυλάξεις εκφράσαμε κατά την αξιολόγηση.
Παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω τα υπόλοιπα ευρήματά μας.
Βρίσκουμε ότι κατά το έτος 2006, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ήταν ιδιοκτήτης - και το άτομο που τη διαχειριζόταν - την ARS Alliance Real Estate Ltd, που ουδέποτε ήταν εγγεγραμμένη στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (βλ. Τεκμήριο 654), με συνεταίρους, εκτός από τον ίδιο, τους Κυριάκο Ζένιο (ΜΚ7), Γιώργο Χασάπη και Φλώρο Βωνιάτη. Οι δραστηριότητες της υπό αναφορά εταιρείας αφορούσαν σε αγοραπωλησίες ακίνητης περιουσίας. Περί τον Μάρτιο-Απρίλιο 2007, ο Κυριάκος Ζένιος (ΜΚ7) ενημέρωσε τους υπόλοιπους συνεταίρους της ARS Alliance Real Estate Ltd, πως του είχε προταθεί από συγκεκριμένο πρόσωπο (κάποιον Αρτέμη), η αγορά ενός τουρκοκυπριακού τεμαχίου στη Δρομολαξιά για το οποίο ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης του (ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά) είχε το δικαίωμα πώλησης και ότι τον αντιπροσώπευε κάποιος Χαράλαμπος Λιοτατής που ήταν και ο εργοδότης του. Αφού οι συνέταιροι της εν λόγω εταιρείας έλεγξαν το τεμάχιο και αποφάσισαν ότι παρουσίαζε ενδιαφέρον ως αντικείμενο αγοράς, ζητήθηκε από τον Κυριάκο Ζένιο (ΜΚ7) να προχωρήσει σε διευθέτηση συνάντησης μεταξύ Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά και Χαράλαμπου Λιοτατή με σκοπό να συζητήσουν για τη τιμή αγοράς και για το αν πράγματι ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης μπορούσε νομίμως να προχωρήσει σε πώληση του ακινήτου. Στην εξέλιξη των πραγμάτων και των προσπαθειών για διαπίστωση του κατά πόσο η αγοραπωλησία μπορούσε νομίμως να προχωρήσει, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) γνώρισε τόσο τον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά όσο και τον Χαράλαμπο Λιοτατή. Ο τελευταίος, παρουσίασε έγγραφα τα οποία, όπως ανέφερε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και στους λοιπούς συνεταίρους, έδειχναν ξεκάθαρα πως ο υπό αναφορά τουρκοκύπριος μπορούσε νομίμως να προχωρήσει σε μεταβίβαση του προς πώληση ακινήτου. Τα έγγραφα αυτά αποτελούνταν από αποδείξεις των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο όνομα του Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά με εργοδότη, εταιρεία του Χαράλαμπου Λιοτατή, αποδείξεις μισθών και στοιχεία που αφορούσαν σε ενοικίαση διαμερίσματος για σκοπούς διαμονής από τον εν λόγω Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά. Όπως τους είχε εξηγήσει ο Χαράλαμπος Λιοτατής, τούτα τα στοιχεία έδειχναν πως πράγματι ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά ζούσε και εργαζόταν για περίοδο πέραν των έξι μηνών στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία και πως ήταν κάτοχος κυπριακής ταυτότητας. Τούτα τα είχε επιβεβαιώσει προσωπικώς και σε άπταιστα ελληνικά και ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά σε σχετική συνάντηση που είχαν περί τον Μάρτιο-Απρίλιο 2007, στα γραφεία εταιρείας του Γιώργου Χασάπη. Αποφασίστηκε ακολούθως (αλλά και μετά από κάποιες επιπρόσθετες έρευνες στις οποίες προέβη ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), βάσει των οποίων ο τελευταίος επιβεβαίωσε πως «… όταν κάποιος μένει για 6 μήνες στις ελεύθερες περιοχές τότε έχει το δικαίωμα να πουλήσει την περιουσία του σαν κανονικός νόμιμος Κύπριος πολίτης»), να προχωρήσουν στην αγορά του συγκεκριμένου τεμαχίου, έχοντας συμφωνήσει κιόλας τη τιμή αγοράς με τον τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη. Η συμφωνία για αγορά του τεμαχίου αυτού θα γινόταν μεταξύ του Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά και μιας καινούργιας εταιρείας, έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση του τεμαχίου, να υπάρχει η δυνατότητα πώλησης σε άλλο πιθανό αγοραστή. Οι συνέταιροι αποτάθηκαν στον δικηγόρο Γιώργο Χριστοφίδη, ο οποίος και προέβη στη σύσταση της Wadnic Trading Ltd. Ακολούθως, στις 10.4.07, υπογράφθηκε η συμφωνία αγοράς τού υπό αναφορά τεμαχίου μεταξύ Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά και Wadnic Trading Ltd, έναντι ποσού ΛΚ1.085.000, ως το Τεκμήριο 50. Παρότι η Wadnic Trading Ltd κατέβαλε προς τον πωλητή ποσό ΛΚ20.000, ως προκαταβολή δυνάμει της συμφωνίας πώλησης - Τεκμήριο 50 και μολονότι δεν φαινόταν πως υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την υλοποίηση του συνόλου της συμφωνίας και έγκρισης της αγοραπωλησίας από τις αρμόδιες αρχές, η διαδικασία έγκρισης δεν προχωρούσε με την αναμενόμενη ταχύτητα αν και ακολουθήθηκαν όλες οι νενομισμένες προς τούτο διαδικασίες, μεταξύ των οποίων ήταν και η προσκόμιση στο Κτηματολόγιο της σχετικής δήλωσης μεταβίβασης από τον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά προς την Wadnic Trading Ltd στις 19.4.07 η οποία αποστάληκε ακολούθως στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για τη σχετική έγκριση. Μετά την παρέλευση 6 περίπου μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης - Τεκμήριο 50, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αντιλαμβανόμενος και φοβούμενος πως «… κάτι εν παει καλά …», επικοινώνησε με τον Χαράλαμπο Λιοτατή εκφράζοντας προς αυτόν τις ανησυχίες του, με τον τελευταίο όμως να αποφεύγει και να μην τοποθετείται σαφώς σε αυτά που τον ρωτούσε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) επί του ζητήματος, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να πεισθεί πλέον πως ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά δεν διέμενε στις ελεύθερες περιοχές. Ως εκ τούτου, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) άρχισε μια προσπάθεια προώθησης της υπόθεσης μέσω άλλων καναλιών μια και η προκαταβολή είχε ήδη καταβληθεί από την Wadnic Trading Ltd (μαζί και με κάποια επιπρόσθετα χρήματα σε τρεις άλλες περιπτώσεις) και τα πράγματα έπρεπε να προχωρήσουν έτσι ώστε να υλοποιηθεί το σύνολο της συμφωνίας. Δυστυχώς όμως για τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Νεοκλής Συλικιώτης, είχε αποφασίσει πως δεν θα χορηγούσε άδεια για μεταβίβαση του αγορασθέντος ακινήτου αφού πέρανε, μετά από έρευνα της ΚΥΠ, ότι ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά δεν διέμενε στις ελεύθερες περιοχές. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ενημέρωσε περί των αρνητικών αυτών εξελίξεων τούς Κυριάκο Ζένιο (ΜΚ7), Γιώργο Χασάπη και Φλώρο Βωνιάτη. Ο τελευταίος, ανέφερε τότε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πως θα επικοινωνούσε με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), οικονομικό υπεύθυνο του ΑΚΕΛ καθώς και με τον Επαρχιακό Γραμματέα του ΑΚΕΛ Λάρνακας Χρίστο Αλέκου, σε μια προσπάθεια να εξεύρει στηρίγματα που ίσως βοηθούσαν σε κάποιους μεταγενέστερους χειρισμούς. Ακολούθως, ο Φλώρος Βωνιάτης έχοντας προφανώς προβεί στα διαβήματα αυτά, είπε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πως δεν έπρεπε να ανησυχεί και ότι εάν ο τελευταίος προέβαινε σε μια γενναία εισφορά προς το ΑΚΕΛ, η άδεια για μεταβίβαση του ακινήτου θα εγκρινόταν. Παρεμβάλλουμε, πως οι αναφορές αυτές του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο περιεχόμενο συνομιλιών του με τον Φλώρο Βωνιάτη - ο οποίος δεν κατέθεσε ως μάρτυς στη διαδικασία και με τις γραπτές του καταθέσεις προς την Αστυνομία να κατατίθενται κατά την αντεξέταση του Κώστα Κωνσταντίνου (ΜΚ8), ως Τεκμήρια 186-187 - διατυπώνονται απλώς και μόνο ως πρωτογενής μαρτυρία (και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους), ώστε να εξηγήσουν τις μεταγενέστερες ενέργειες και δράσεις του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), εν σχέσει με το ζήτημα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, στην ίδια παρένθεση, πως ο Φλώρος Βωνιάτης αν και παραδέχεται γνωριμία του με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και τον Χρίστο Αλέκου, δεν υποστηρίζει στη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 187, την εκδοχή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), χωρίς όμως ποτέ να κληθεί από οιονδήποτε των δικηγόρων των κατηγορουμένων να δώσει μαρτυρία και να αντεξεταστεί (εάν τούτο κρινόταν επιβεβλημένο από την Κατηγορούσα Αρχή). Επανερχόμαστε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) για να πούμε - στο ίδιο πλαίσιο προσέγγισης που έχουμε ήδη καθορίσει σε σχέση με την υπό αναφορά πρωτογενή μαρτυρία - πως ο τελευταίος είχε θυμώσει με τους προαναφερθέντες χειρισμούς του Φλώρου Βωνιάτη, εκφράζοντας του αντίθεση με τα περί εισφοράς στο ΑΚΕΛ, επειδή κατά τη γνώμη του ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά είχε δικαίωμα πώλησης της ακίνητης του περιουσίας αλλά και διότι, ως (αναπληρωτής) πρόεδρος της ΑΛΚΗΣ, ο μάρτυς είχε πάρα πολλές άλλες οικονομικές υποχρεώσεις για να μπει στη διεργασία των οικονομικών εισφορών. Του είχε επίσης πει ο Φλώρος Βωνιάτης πως θα έπρεπε (ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5]), να επικοινωνήσει με τον Βάσο Γεωργίου, που ήταν τότε ο πολιτικός προϊστάμενος της ΚΥΠ, καλώντας τον να ερευνήσει το όλο ζήτημα, κάτι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) έπραξε, με τον Βάσο Γεωργίου να προσφέρεται να βοηθήσει προς την κατεύθυνση που ενδιέφερε. Ο τελευταίος είχε εντούτοις αναφέρει προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ότι η πρώτη έκθεση της ΚΥΠ επί του θέματος ήταν αρνητική, υπό την έννοια ότι διαπιστώθηκε πως ο Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά δεν διέμενε στις ελεύθερες περιοχές κατά τρόπο που να του επέτρεπε να προχωρήσει με υλοποίηση της συμφωνίας. Ο Βάσος Γεωργίου είπε πως θα ερευνούσαν το θέμα περαιτέρω πλην όμως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μερίμνησε και εντόπισε αστυνομικούς (κάποιους από τους οποίους τους γνώριζε από προηγουμένως), οι οποίοι ήσαν επωμισμένοι με τον καταρτισμό εκθέσεων της ΚΥΠ, παρόμοιων με εκείνες που αφορούσαν στον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά, περιγράφοντας τους το πρόβλημα του και ζητώντας τη βοήθεια τους. Αυτοί, του είπαν πως γνώριζαν για το ενδιαφέρον του Βάσου Γεωργίου για το όλο θέμα και πως αυτό που μπορούσαν να κάνουν θα το έκαμναν, εντός όμως των αποδεκτών ορίων μια και όπως του είπε ένας εξ αυτών (ο Λευτέρης Κυριάκου), «… δεν μπορούμε να κόψουμε και το λαιμό μας, δεν μπορούμε να κάμουμε όργια, πρέπει να κινηθούμε μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας αλλά αν μπορούμε να κάμουμε κάτι το οποίο θα σε βοηθήσει εμείς εν να το κάμουμε, μεν ανησυχάς, είσαι φίλος μας και θα σε βοηθήσουμε». Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ενοχλημένος από τα όσα τεκταίνονταν, επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), με τον οποίο διατηρούσε εξαιρετικά καλές σχέσεις λόγω της εμπλοκής και των δύο στην ΑΛΚΗ. Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), λέγοντας του πως «δεν είναι σωστό να μεν σε βοηθήσουν, εσύ κάμνεις τόσα πράγματα για την Αλκή και νομίζω ότι εν σωστό τζιαι έχω τζιαι εγώ τη δύναμη να πείσω κάποιους ανθρώπους να βοηθήσουν στη μεταβίβαση τούτου του ακινήτου». Τόνισε επίσης προς τον τελευταίο, πως είχε τη δύναμη να επηρεάσει το ΑΚΕΛ για να γίνουν οι παρεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν ούτως ώστε «… να διασφαλιστεί η πράξη». Μετά από κάποιες επαφές που ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), είπε προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) πως είχε με τους Πάμπη Κυρίτση και Χρίστο Αλέκου, δήλωσε προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) πως ήταν αισιόδοξος ότι «… μπορούμε να το καταφέρουμε», λέγοντας του ωστόσο πως υπήρχαν και κάποιες ανησυχίες από μέρους των ατόμων με τα οποία είχε επικοινωνήσει ο εν λόγω κατηγορούμενος, μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), σε σχέση με την υλοποίηση των δημόσιων εξαγγελιών του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), όταν ο τελευταίος αναλάμβανε την προεδρία της ΑΛΚΗΣ (και ενώ το σωματείο βρισκόταν στη Β΄ Κατηγορία), περί εξόφλησης παλαιών χρεών του σωματείου (ύψους ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ), τα οποία επηρέαζαν πολλά άτομα, κάποια από τα οποία μάλιστα κατείχαν, κατά την περίοδο εκείνη, σημαντικές πολιτειακές θέσεις και εκκρεμούσαν εναντίον τους ακόμη και φυλακιστήρια. Παρενθέτουμε - διότι έχει τη δική του σημασία - πως σύμφωνα με τα Παραδεκτά Γεγονότα - Έγγραφο ΜΣΤ, στις 23.3.09 (πριν από την έγκριση της πώλησης του επίδικου ακινήτου προς την Wadnic Trading Ltd), η ιδιαιτέρα γραμματέας τού Πάμπη Κυρίτση (Γενικού Γραμματέα της Συντεχνίας ΠΕΟ), είχε τηλεφωνήσει προς την ιδιαίτερα γραμματέα του τότε Υπουργού Εσωτερικών Νεοκλή Συλικιώτη. Ως αποτέλεσμα της συνομιλίας αυτής, η ιδιαιτέρα γραμματέας του Υπουργού Εσωτερικών, ετοίμασε τη χειρόγραφη σημείωση - Τεκμήριο 248Β, επί της οποίας αναγράφεται «είναι η περίπτωση που ενδιαφέρεται ο κ. Κυρίτσης», την οποία και ακολούθως τοποθέτησε στο φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών με αριθμό 20.03.021.002.190, με θέμα «… τη Διαχείριση Τ/Κ περιουσιών, μεταβιβάσεις με ενδιαφερόμενα μέρη τους Mustafa Mehmet Moustafa και την εταιρεία Wadnic Trading Ltd στη Δρομολαξιά …». Επιστρέφουμε για να υπογραμμίσουμε πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ακούγοντας και σημειώνοντας προσεκτικά τα όσα του είπε ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), δήλωσε προς τον τελευταίο πως σκοπός του ήταν η εξυγίανση της ΑΛΚΗΣ και ότι θα διερευνούσε ποια δάνεια εκκρεμούσαν ώστε να άρχιζε σταδιακώς η εξόφληση τους, τονίζοντας του όμως ταυτοχρόνως πως στα εκκρεμούντα εντασσόταν και «… ένα δάνειο με υποθήκη το ίδιο το σωματείο …», εννοώντας ασφαλώς την ΑΛΚΗ. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δήλωσε την πρόθεση του να προχωρήσει με υλοποίηση των υπό αναφορά εξαγγελιών σε συνάντηση που είχε με τον Χρίστο Αλέκου η οποία έλαβε χώραν, ακριβώς, για πιστοποίηση των προθέσεων του πρώτου. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), είχε αναφέρει προς τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), ότι σκοπός της αγοράς του τουρκοκυπριακού τεμαχίου από τον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά ήταν η μετατροπή του εν λόγω ακινήτου σε ελληνοκυπριακό, κάτι που συνεπαγόταν έξοδα αλλά και καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος αγοράς που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν είχε τη δυνατότητα τη στιγμή εκείνη να καταβάλει και ότι θα έπρεπε, ένεκα τούτου, να συναπτόταν δάνειο έτσι ώστε να εξασφαλίζονταν τα απαιτούμενα λεφτά. Επρόκειτο περί ενός ακινήτου σε εξαιρετική τοποθεσία («… ήταν αυτό που λέμε φιλέτο»). Ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), από τη στιγμή που είχε γίνει η συνάντηση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) με τον Χρίστο Αλέκου, ζήτησε από τον πρώτο να του μεταβιβάσει το 25% της Wadnic Trading Ltd ώστε ο εν λόγω κατηγορούμενος να είναι σε θέση να ελέγχει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) ότι θα εκτελούσε αυτά που του ζητούνταν από το ΑΚΕΛ. Σε κάποια στιγμή εντός του 2008, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μαζί με τον Σοφούλη Σοφοκλέους (καλό φίλο και συνεργάτη του τελευταίου) και τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), επισκέφθηκαν τον Μάριο Πολυβίου με τον οποίο κατέληξαν σε συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών που αφορούσε στην τροχοδρόμηση, ανάπτυξη και ετοιμασία ενός επιχειρησιακού σχεδίου (Business Plan), με σκοπό την εξεύρεση επενδυτή για το έργο που σκοπείτο να αναπτυχθεί στο υπό αναφορά ακίνητο. Στις συζητήσεις που επακολούθησαν, εξετάστηκαν σενάρια για διάφορους πιθανούς επενδυτές, όπως οι Κυπριακές Αερογραμμές και οι εταιρείες Touch Blue και Assos Capital. Στην πορεία των πραγμάτων και παρόλο που εκδηλώθηκε κάποιο ενδιαφέρον από τους προρρηθέντες πιθανούς επενδυτές, ανέκυψε, περί τα τέλη 2009, ενδιαφέρον για χρηματοδότηση ή και αγορά του εν λόγω έργου από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Στο πλαίσιο αυτό, άρχισε η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της Glarisano Enterprises Ltd και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με απαρχή την επιστολή ημερομηνίας 12.11.09, ως το Τεκμήριο 14(77), την οποία υπέγραψε ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), διότι συμφωνήθηκε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πως «… ήταν πιο καλά να φαίνεται η υπογραφή του όταν θα παρουσιάζετουν στην CYTA», μια και ο εν λόγω κατηγορούμενος «… ήταν μεταξύ της εταιρείας και του ΑΚΕΛ, του κόμματος που χειρίζετουν το θέμα». Αρχές 2010 όταν είχαν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για το Aero Center, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) άρχισε να δέχεται πιέσεις για να εξοφλήσει κάποια χρέη της ΑΛΚΗΣ. Ο τελευταίος αντέδρασε αφού τότε, δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί η επίδικη συμφωνία με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, μήτε και ο ίδιος είχε εισπράξει οποιαδήποτε χρήματα συναφώς. Κατά το Φεβρουάριο 2010, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δέχθηκε εντονότατες πιέσεις για να εξοφλήσει δάνειο στη ΣΠΕ Συνεργασίας. Συναντήθηκε στη Λάρνακα μαζί με τον Χρίστο Αλέκου, τότε Επαρχιακό Γραμματέα του ΑΚΕΛ Λάρνακας, ο οποίος του είπε πως το δάνειο θα έπρεπε να εξοφληθεί αμέσως γιατί είχαν καταχωρισθεί προς τούτο αγωγές και φυλακιστήρια. Ο Χρίστος Αλέκου τον διαβεβαίωσε πως το έργο θα εγκρινόταν και ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θα έπαιρνε τα χρήματα από την ΑΤΗΚ, πράγμα για το οποίο, όπως του είχε αναφέρει ο Χρίστος Αλέκου, ο τελευταίος είχε διαβεβαιώσεις προς τούτο από το ΑΚΕΛ. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ανησυχούσε γιατί δεν ήταν βέβαιος πως το έργο θα εγκρινόταν ενώ ταυτοχρόνως ήταν επωμισμένος και με τα τρέχοντα έξοδα της ΑΛΚΗΣ. Τη μέρα εκείνη που είχε βρεθεί (στο Ψαρολίμανο) μαζί με τον Χρίστο Αλέκου, δεν ξεκαθάρισε στον τελευταίο τις προθέσεις του και ενώ αναχωρούσε απ’ εκεί, του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), οικονομικός υπεύθυνος του ΑΚΕΛ κατά τους χρόνους εκείνους. Ο τελευταίος, είπε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με έντονο ύφος, πως έπρεπε να εξοφλήσει το δάνειο της ΑΛΚΗΣ, διερωτώμενος ταυτοχρόνως ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) με ό,τι εκτυλισσόταν, αφού γνώριζε πως σε οποιοδήποτε ποσό και να κατέληγαν με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, θα συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό και όλα τα επιπλέον έξοδα, όπως και τα παλαιά χρέη της ΑΛΚΗΣ. Μετά από συζητήσεις που είχε με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) - τον οποίον ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) εκλάμβανε, καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, πως ενεργούσε εκ μέρους του ΑΚΕΛ και όχι επί προσωπικού επιπέδου, θεωρώντας τον συνάμα «… ένα σωστό, τίμιο και ακέραιο άνθρωπο» - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ξεκαθάρισε προς τον εν λόγω κατηγορούμενο πως στην τιμή που θα συμφωνούσαν με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, θα περιλαμβάνονταν (εκτός από το πραγματικό κόστος) και το κέρδος του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), αλλά και τα οφειλόμενα προς την ΑΛΚΗ (τα οποία κατά το χρόνο εκείνο ανέρχονταν σε περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ). Ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), συμφώνησε με όλα. Βάσει αυτής του της διαβεβαίωσης, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), εξόφλησε το συγκεκριμένο δάνειο περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2010, καταβάλλοντας ποσό €120.000, ενώ για το υπόλοιπο ποσό, είχαν καταλήξει μεταξύ τους σε συμφωνία διαφήμισης της ΣΠΕ Αλληλεγγύης και της ΑΛΚΗΣ. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), εξέδωσε επιταγή από τον προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Μετά από τούτα, σε επαφές που είχε με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) στο γραφείο του τελευταίου στη Λευκωσία, ο μάρτυς εξέφρασε τις ανησυχίες του για το κατά πόσο θα κατέληγαν σε συμφωνία με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) να τον διαβεβαιώνει πως ο μάρτυς δεν έπρεπε να ανησυχεί και πως ήταν δουλειά δική του εν λόγω κατηγορούμενου, ζητώντας του όμως, επανειλημμένως, ότι από τα χρήματα που θα λάμβανε ο μάρτυς από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, θα έπρεπε να εξοφλούσε τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ. Τον Ιούλιο 2010, η Glarisano Enterprises Ltd, με επιστολή που υπέγραψε ο Μάριος Πολυβίου ως οικονομικός διαχειριστής του έργου Aero Center (βλ. Τεκμήριο 15Ε), πληροφόρησε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ πως δεν υφίστατο πλέον ανάγκη για χρηματοδότηση του έργου από μέρους των τελευταίων και πως η Glarisano Enterprises Ltd, προσέφερε προς πώληση προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, τέσσερα κτήρια γραφειακών χώρων συνολικού εμβαδού 6.640 τετραγωνικών μέτρων στη τιμή των €3.000 ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλαδή για το συνολικό ποσό των €19.920.000, πλέον ΦΠΑ. Προσθέτουμε, πως εντός της ΑΤΗΚ παρατηρείτο κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους κάποια δυστοκία σε σχέση με την προοπτική έγκρισης της αναφερόμενης χρηματοδότησης λόγω δικαιολογημένων υπηρεσιακών παρεμβάσεων (διά αριθμού σχετικών εσωτερικών σημειωμάτων), της Διευθύντριας Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης της ΑΤΗΚ Μαρίας Δάμαλου (ΜΚ11). Επανερχόμαστε για να σημειώσουμε ότι στη συνέχεια, ακολούθησαν εντατικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Glarisano Enterprises Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ ως προς τους όρους πώλησης των αναφερόμενων γραφειακών χώρων και περί τα τέλη 2010 άρχισαν οι συζητήσεις γύρω από τη διαδικασία πώλησης των χώρων αυτών αφού στο μεταξύ είχε εξασφαλιστεί η άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου για μεταβίβαση του ακινήτου. Ταυτοχρόνως, προχωρούσαν ταχύτατα οι διαδικασίες ετοιμασίας των αρχιτεκτονικών σχεδίων, εξασφάλισης αδειών και εγκρίσεων από τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης άδειας παρέκκλισης για αλλαγή της αφορώσας πολεοδομικής ζώνης από οικιστική σε εμπορική. Το Φεβρουάριο 2011, ετοιμάστηκε εκ μέρους του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, συμφωνία αγοραπωλησίας η οποία, αφού ενεκρίθη και από τους δικηγόρους της Wadnic Trading Ltd, υπογράφθηκε από τους συμβαλλόμενους στις 25.2.11 στα Κεντρικά Γραφεία της ΑΤΗΚ στη Λευκωσία, ως τα Τεκμήρια 4-4Α, από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) εκ μέρους της Wadnic Trading Ltd και του Γιώργου Κουφάρη (ΜΚ4), ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με υπογραφείς μάρτυρες τούς Μάριο Πολυβίου και Πέτρο Χ’’ Αντωνίου (ΜΚ1). Η συμφωνία αυτή χαρτοσημάνθηκε και κατατέθηκε νομίμως στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας από τον Γιώργο Κουφάρη (ΜΚ4) τον Απρίλιο 2011. Αποτελούσε ρητό όρο (Ζ), της εν λόγω συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α, πως η Wadnic Trading Ltd θα προέβαινε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και θα υπέβαλλε όλες τις δέουσες αιτήσεις με δικά της έξοδα για εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής αλλά και όλων των άλλων εγκρίσεων και αδειών που απαιτούνταν από τις αρμόδιες αρχές για την ανάπτυξη του πωλούμενου ακινήτου και την ανέγερση του έργου Aero Center. Προνοείτο επίσης στην ίδια συμφωνία (στον όρο 3), πως οποιαδήποτε τροποποίηση ένεκα απαιτήσεων από τις αρμόδιες αρχές για έκδοση της άδειας οικοδομής θα επιβάρυνε την Wadnic Trading Ltd και όχι το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Οι διαδικασίες αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και τον Οκτώβριο 2011, οπόταν και εξασφαλίστηκαν όλες οι απαραίτητες άδειες. Ακολούθως, στις 3.11.11, η Wadnic Trading Ltd υποθήκευσε το σύνολο των 7/10 μεριδίων του επίδικου ακινήτου προς όφελος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για το ποσό των €12.000.000, ως το Τεκμήριο 9. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν η Wadnic Trading Ltd να εισπράξει την προκαταβολή ύψους €9.200.000. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α και μόλις λήφθηκε η υπό αναφορά προκαταβολή από την Wadnic Trading Ltd (στις 4.11.11), ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) τηλεφώνησε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και του ζήτησε να τον επισκεφθεί στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), το έπραξε περί το Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2011. Εκεί, στο γραφείο του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) και στην παρουσία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22), ο εν λόγω κατηγορούμενος με πιεστικό τρόπο, απείλησε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) πως θα έπρεπε να εξοφλήσει αμέσως και «μονοφατσιάς» τα δάνεια της ΑΛΚΗΣ για τα οποία ήσαν υπεύθυνοι κάποιοι παλιοί παράγοντες και στελέχη του ΑΚΕΛ, όπως τους είχε διαβεβαιώσει και υποσχεθεί ο μάρτυς σε προηγούμενο στάδιο. Βεβαίως - και έχει σημασία η παρένθεση - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ουδέποτε υποσχέθηκε τυφλή αποπληρωμή φερόμενων χρεών αγνώστων προσώπων, αλλά ακριβή εντοπισμό, ορθή διαχείριση και σταδιακή αποπληρωμή χρεών που αφορούσαν στο σωματείο της ΑΛΚΗΣ κατόπιν, σαφούς, πρώτα, διαπίστωσης του αντικειμένου και των προσώπων πίσω από τα δάνεια/χρέη αυτά. Έτσι είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), είχε αποφασίσει να συνδράμει (ανάμεσα σε άλλα που σκεφτόταν και προωθούσε κατά τις εξαγγελίες του), στην εξυγίανση των οικονομικών της ΑΛΚΗΣ. Συνεχίζουμε για να πούμε πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αντέδρασε στις απειλές του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), λέγοντας πως θα έπρεπε πρώτα να αρχίσει το έργο Aero Center και ότι αφότου γινόταν αυτό, θα προχωρούσε σε σταδιακή εξόφληση των υπό αναφορά χρεών. Με το άκουσμα της θέσης αυτής, ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), θύμωσε απειλώντας περαιτέρω τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) πως θα έπρεπε να εξοφλήσει αμέσως τα χρέη, επειδή μπορεί μεν να εγκρίθηκε το έργο Aero Center και να πληρώθηκε η προκαταβολή προς την Wadnic Trading Ltd με τη βοήθεια του ΑΚΕΛ, όμως με τον ίδιο τρόπο, μπορούσε να ληφθεί και απόφαση να μην πληρωθεί ο μάρτυς (η Wadnic Trading Ltd), άλλα λεφτά από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Μετά και από αυτή την επίθεση που δέχθηκε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) από τον υπό αναφορά κατηγορούμενο υπαναχώρησε και αποφάσισε να υποταχθεί στον εκβιασμό του, με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) να του λέγει μάλιστα πως θα ενημέρωνε ως εκ τούτου και την Επαρχιακή Επιτροπή του ΑΚΕΛ Λάρνακας για το πώς είναι που θα διευθετούνταν οι πληρωμές. Μετά από αυτό, ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), μετέβη στα γραφεία της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας και εξασφάλισε κατάλογο με ονόματα Συνεργατικών Εταιρειών και της Τράπεζας Κύπρου στο όνομα των οποίων έπρεπε να εκδοθούν οι επιταγές προς εξόφληση των χρεών. Ο κατάλογος αυτός δόθηκε από τον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ) στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), δίχως όμως ο τελευταίος να πληροφορείται ποτέ, ποια επιτέλους ήσαν τα άτομα αυτά που θα έπρεπε να πληρωθούν και για ποια δάνεια (και αν τα τελευταία αφορούσαν βεβαίως την ΑΛΚΗ). Κατόπιν τούτου - και ακριβώς λόγω της εκβίασης που δέχθηκε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), στην παρουσία των Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και Γεώργιου Τσακιστού (ΜΥ22) - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) αναγκάστηκε να εκδώσει επιταγή (bankers draft), ύψους €350.000 για την Τράπεζα Κύπρου (διά έκδοσης τριών διαφορετικών τραπεζικών επιταγών, ως το Παράρτημα 64 του Εγγράφου Ε), δύο άλλες τραπεζικές επιταγές με δικαιούχο το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ (ως τα Παραρτήματα 70 και 71 του Εγγράφου Ε), συνολικού ύψους €234.000 και κάποιες άλλες επιταγές για μικρότερα ποσά, με δικαιούχους άλλες Συνεργατικές Εταιρείες. Τις επιταγές αυτές, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τις παρέδωσε στον κατηγορούμενο 8 (Αντώνη Ιωακείμ), ο οποίος μερίμνησε με κάποιο τρόπο να τις δώσει στον Χαράλαμπο Χρίστου (ΜΥ19), ο οποίος είχε αναλάβει εκ μέρους της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας να εξοφλήσει τα παλαιά χρέη των παραγόντων της ΑΛΚΗΣ. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν γνώριζε κατά τους χρόνους εκείνους, ποιων τα χρέη είναι που είχαν εξοφληθεί (και αν είχαν εξοφληθεί), παρόλο που του είχε υποσχεθεί ο Χαράλαμπος Χρίστου (ΜΥ19) και ο Χρίστος Αλέκου, πως θα τον εφοδίαζαν με σχετικές αποδείξεις. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν ήξερε ότι οι δύο επιταγές συνολικού ύψους €234.000, που είχε εκδώσει για τους προαναφερθέντες σκοπούς, κατατέθηκαν τελικώς (ως τα Παραρτήματα 72 και 73, στο Έγγραφο Ε), στον τραπεζικό λογαριασμό της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας που τούτη διατηρούσε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ, ως το Τεκμήριο 566. Όχι μόνο αυτό, αλλά στην εξέλιξη των πραγμάτων, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) διαπίστωσε πως τα λεφτά που αναγκάστηκε να πληρώσει διά επιταγών λόγω του εκβιασμού που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) δεν είχαν χρησιμοποιηθεί (κατ’ ανάλογο μέρος), προς εξόφληση του χρέους βάσει του οποίου ήταν υποθηκευμένο το οίκημα της ΑΛΚΗΣ και για το οποίο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε ευθύς εξαρχής πολύ μεγάλη έγνοια για να αποπληρωθεί. Πολύ περιγραφικό επί της συζητούμενης πτυχής ήταν και το ξέσπασμα του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στην αντεξέταση του από τον κ. Στεφάνου, το οποίο παραθέτουμε όχι μόνο δίκην ευρήματος, αλλά και υπενθύμισης περί της γνησιότητας με την οποία ο μάρτυς κατέθεσε κατά τη δίκη: «… Κύριε Στεφάνου είναι ξεκάθαρο ότι τούτα τα πράγματα εξοφλήθηκαν μονοφατσιά, μόνο από τις επιταγές τούτο φαίνεται, αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο όμως παρόλο που δεν θέλετε να είστε στη θέση μου, ούτε τώρα ούτε πριν. Σας ρωτώ, υπήρχε κανένας λόγος μόλις επήρα την προκαταβολή να πιάσω να δώσω κάποιου άλλου τωρά τα τσιέκκια; Κάποιου τρίτου προσώπου που που μόνος του άρχισε να εξοφλά κάποια δάνεια τα οποία δεν ήταν ποτέ στα βιβλία της ΑΛΚΗΣ, δεν ήταν πότε σε κανέναν ισολογισμό της ΑΛΚΗΣ, δεν είχε ποτέ καμιά υποχρέωση η ΑΛΚΗ να τα εξοφλήσει, ήταν πάνω σε άτομα ...[Ό]λα αυτά έπρεπε να τα κάνω μόλις επήρα την προκαταβολή. Ήταν τόσο επείγον, ήταν θέμα μεγάλο για την ΑΛΚΗ να τα κάνει και για εμένα και τόσο μεγάλο ήταν κύριε Στεφάνου που δεν επήγα εγώ να τα εξοφλήσω, επήγαν άλλοι και το χειρότερο δεν ήρθαν ποτέ αποδείξεις για τούτα τα πράγματα. Ήταν εις γνώση μου λέτε, παρακολούθησα την παρένθεση που κάνατε, πέστε μου ποια ήταν υπόψη μου ήξερα ένα δάνειο του Κωστάκη του Νικολαίδη του πρώην πρώην προέδρου. Ήξερα για το δάνειο που ήταν του σωματείου αλλά εκείνο ως δια μαγείας δεν εξοφλήθηκε, εξοφλήθηκαν άλλα. Πέστε μου εσείς τι πελλάρα με έπιασε να πάω να εξοφλήσω αμάν αμάν τζίήνα τα πράγματα, όχι εγώ άλλος, τα οποία δεν είχαν καμιά απολύτως ουσιαστική δράση ή επίδραση σε εμένα στην ΑΛΚΗ και στη Wadnic. Πρέπει να πέλλανα εκείνη τη μέρα και άρχισα να βγάζω επιταγές … Για τούτο που λέγετουν παλιά, χρέη της ΑΛΚΗΣ με ρωτήσατε και πριν και τοποθετήθηκα για εκείνα που ήξερα και εγώ σας λέω ότι τα δάνεια που εξοφλήθηκαν τελικά μέχρις σήμερα που μιλούμε, δεν ξέρω ποια είναι. Έρχεται ο αστυνομικός και μου δείχνει κύριε … καλά εσείς Εντιμότατη θα ξέρατε ότι μπαίνοντας μια επιταγή μέσα στο λογαριασμό της επαρχιακής του ΑΚΕΛ της Λάρνακας, εξοφλώ δάνειο της ΑΛΚΗΣ. Πώς θα το ήξερα; Ποια δάνεια της ΑΛΚΗΣ; Είδα το μπροστά μου και ζαλίστηκα όταν μου το έδειξαν. Όταν μου δείχνουν ένα έγγραφο και λέει Νίκος Λίλλης λέει, μάλιστα τα πήρε cash, εδείχναν μου κατόπιν εορτής τώρα οι ανακριτές τι cash επιστρέψαν του χρήματα πού τα έβαλλε λαλεί στην ΑΛΚΗ. Τον καιρό που ήταν μέσα στην επιτροπή πριν 15 χρόνια, 20. Επιστρέψαν του χρήματα. Που τα δικά μου, που της εταιρείας μου, που εξοφλήθηκαν τα παλιά χρέη της ΑΛΚΗΣ, ακόμα διερωτάστε αν ήξερα και τι ήξερα; Ακόμα διερωτάστε; Δέστε τις επιταγές πρώτα, δέστε πού επήγαν; Τον τρόπο που επήγαν και θα καταλάβετε αν εγώ τούτα τα πράγματα θα τα έδιδα ή όχι και υπό ποιες συνθήκες. Θα καταλάβετε μόνος σας». Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε ακόμη μια πολύ δυσάρεστη συνάντηση με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), περί το Δεκέμβριο 2012 (μετά τη λήψη της προκαταβολής από την Wadnic Trading Ltd). Κατά την (τυχαία) αυτή συνάντηση στα γραφεία της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λάρνακας, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τον κατηγορούμενο 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο), ο οποίος τον έψεξε για το ότι δεν είχε πληρώσει «τις υπόλοιπες 100 000 που έπρεπε να δώσεις …», ρωτώντας τον γιατί δεν τις είχε πληρώσει. Τα υπόλοιπα τα περιγράφει ζωντανά ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατά την κυρίως εξέταση του, λέγοντας (με αναφορά στον εν λόγω κατηγορούμενο): «… "δεν αντρέπεστε; Έκαμα τόσα πράγματα, εξοφλήθηκαν τόσα δάνεια, εγώ ακόμα δεν έπιασα ούτε απόδειξη ούτε τίποτα …" δεν είναι μόνο τα λεφτά που έδωσα, έκαμα και κάποιες συμφωνίες. Επιπρόσθετα παρουσιάστηκαν αρκετά άλλα πράγματα για το σωματείο που έπρεπε να πηγαίνω να πληρώνω και μου ζήτησε αλλό 100.000 ευρώ και σκοτωθήκαμε …». Ακολούθως, ενεργοποιήθηκε συμφωνία της Wadnic Trading Ltd με την Κοινοπραξία Επιχειρήσεις Αδελφοί Στέλιου Κουννά Λίμιτεδ και Αγησιλάου και Κωνσταντίνου Οικοτεχνική Λτδ, ως το Τεκμήριο 52, το οποίο είχε ήδη υπογραφεί από την 7.5.11. Είχαν επίσης υπογραφεί διάφορες άλλες συμφωνίες που αφορούσαν στις υπόλοιπες εργασίες διεκπεραίωσης του έργου. Στην πορεία, προέκυψαν προβλήματα με τον εργολάβο του έργου σε σχέση με καθυστερημένες καταβολές ποσών αλλά και απαιτήσεις του τελευταίου για επιπλέον εργασίες. Εξαιτίας των προβλημάτων τούτων, παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην πρόοδο του έργου, με αποτέλεσμα να συνομολογηθεί συμπληρωματική συμφωνία με τον εργολάβο στις 27.7.12, η οποία προνοούσε για αύξηση του καταβλητέου ποσού από €6.508.756 σε €7.310.000 και την πληρωμή του τελευταίου, απευθείας από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ εκ μέρους της Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 53. Στις 19.4.12, μετά από σχετικές διαβουλεύσεις που έλαβαν χώραν μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, υπογράφθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων αυτών συμφωνία τροποποίησης και πώλησης, ως το Τεκμήριο 12, με βάση την οποία το υπόλοιπο 52% των 7/10 μεριδίων του επίδικου ακινήτου θα πωλείτο προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ έναντι ποσού €4.450.000. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και εισπράχθηκε το τίμημα πώλησης. Πριν από την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 25.2.11 - Τεκμήριο 4, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε ξεκινήσει φιλικότατη σχέση με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) - τους έφερε σε επαφή για το σκοπό αυτό ο Χριστάκης Γερασίμου, φίλος του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - πληροφορώντας τον στην εξέλιξη της γνωριμίας τους πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε εκδηλώσει και εταιρικό ενδιαφέρον για συνεργασία με την ΑΤΗΚ και ότι η εταιρεία του πρότεινε το επίδικο ακίνητο προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για σκοπούς επένδυσης. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) είχε πει στο πλαίσιο αυτό προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ότι πράγματι, το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ προέβαινε σε τέτοιου είδους επενδύσεις. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε συνεχείς συζητήσεις για το θέμα με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) και παρόλο που δεν λάμβανε μέρος στις συναντήσεις που περιέβαλαν το όλο πλέγμα των επαφών σε σχέση με την επένδυση αυτή ενημερωνόταν περί των εξελίξεων και από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Περί τις αρχές Δεκεμβρίου 2009, σε μια από τις συζητήσεις που είχε στο πλαίσιο συνάντησης του με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), ο τελευταίος του είπε πως ήσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν και ότι ο ίδιος είχε ενημερωθεί για το ενδιαφέρον υψηλά ιστάμενων ατόμων περί του συγκεκριμένου έργου και ότι γνώριζε πως «… μέσα από αυτό το έργο θα εξοφληθούν δάνεια και υποχρεώσεις ανθρώπων που πρέπει να εξοφληθούν, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα έτσι γίνεται, εν να χρειαστώ τζιαι εγώ κάποια λεφτά». Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ρώτησε τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), ποιο ήταν το ποσό για το οποίο μιλούσε, με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) να του λέγει πως, σε πρώτη φάση, το ποσό ήταν γύρω στις €100.000. Στη συζήτηση, κατέστη σαφές στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πως «… [οι] πρώτες 100.000 και οι δεύτερες 100.000 ήταν υπόψη μου για το πρώτο δίμηνο» (οι αναφορές σε ποσά αφορούν σε ευρώ) και προς τούτο, υπολόγισε το συνολικό ποσό των €200.000 στο ποσό της πρώτης συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α (το οποίο όντως συμπεριλήφθηκε εκεί). Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ρώτησε τότε τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) πώς είναι που δικαιολογείτο μια τέτοια πληρωμή τη στιγμή που «… ακόμα εν εξεκίνησε ας πούμε κάτι, δεν έγινε κάτι, δεν έχουμε κάτι δεδομένο …», με τον τελευταίο να του απαντά πως «… από τη στιγμή που θέλουν ούλλοι το έργο και είμαστε ούλλοι πάνω σε τούτη την υπόθεση να τη βοηθήσουμε, να είσαι βέβαιος ότι θα προχωρήσω με το έργο». Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ρώτησε επίσης τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) πόσα λεφτά θα έπρεπε να πληρώσει τελικώς «… για τούντα πράγματα, που πάντα έτσι γίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις …», με αυτόν να του λέγει «… όταν εν να πιάσεις και την προκαταβολή, άλλη καμιά εκατοστή». Πράγματι, το Δεκέμβριο 2009, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατέβαλε προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) ποσό ύψους €100.000 σε μετρητά, ως δωροδοκία. Το ποσό αυτό το συγκέντρωσε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) μετά από ανάληψη ποσού ύψους €65.000 που είχε προβεί στις 2.12.09, από κοινό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε με την σύζυγο του Κατερίνα Λίλλη στην Τράπεζα Κύπρου (ως τα Παραρτήματα 130-131 στο Έγγραφο Ε). Τούτη, η πρώτη δωροδοκία, έγινε στο γραφείο του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στη Λάρνακα μετά από εκεί επίσκεψη του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Το ποσό αυτό πληρώθηκε σε μετρητά διότι έτσι προτιμούσε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής). Μετά τη δωροδοκία αυτή - και περί τον Νοέμβριο 2011 - ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ζήτησε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ακόμη €100.000 ως δωροδοκία, στη βάση των προηγούμενων διαμειφθέντων μεταξύ τους. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είπε όμως στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), πως αυτή τη φορά δεν θα μπορούσε να τον πληρώσει σε μετρητά επειδή οι τράπεζες είχαν ήδη αρχίσει να του δημιουργούν προβλήματα ένεκα της εμπλοκής του στην ΑΛΚΗ και διότι σε πολλές περιπτώσεις έπρεπε να προβαίνει σε αναλήψεις μετρητών, κυρίως, για σκοπούς καταβολής μισθών των ποδοσφαιριστών του σωματείου. Όχι μόνο αυτό, αλλά υπήρχαν τότε και περιορισμοί από την Κεντρική Τράπεζα σε ό,τι αφορούσε στις χρηματικές αναλήψεις, με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να ενημερώνεται μάλιστα πως είχε φθάσει στα όρια του τότε επιτρεπτού και πως δεν θα μπορούσε πλέον να συνεχίσει να αποσύρει μετρητά στο βαθμό και έκταση που ήθελε. Ως εκ τούτου, στις 25.11.11, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) έκδωσε επιταγή της Wadnic Trading Ltd με αριθμό 8216224, για ποσό ύψους €100.000, με δικαιούχο τον ίδιο τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5] (ως το Παράρτημα 98 στο Έγγραφο Ε). Η επιταγή τούτη - στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής δωροδοκίας τού κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - δόθηκε προς τον πρώτο και κατατέθηκε στο λογαριασμό πελατών του εν λόγω κατηγορούμενου (και εις πλήρη γνώση του τελευταίου), εξαργυρωνόμενη κανονικώς, ως εμφαίνεται στα Παράρτημα 97 και 100 του Εγγράφου Ε. Σε χρόνο λιγότερο του ενός μηνός από τη μέρα εκείνη, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) κατά το οποίο ο τελευταίος τού είπε πως η όλη διαδικασία πληρωμής (της δεύτερης δωροδοκίας), ήταν λανθασμένη μια και η συναλλαγή αυτή θα μπορούσε να εντοπιστεί και να μην υπάρχει δικαιολογία για ποιο λόγο είναι που κατατέθηκαν τα λεφτά στο λογαριασμό πελατών του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Ως εκ τούτου, ο τελευταίος, ενεργώντας προληπτικώς και δολίως και με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη κάλυψη και απόκρυψη της παράνομης αυτής συνδιαλλαγής - και σε συνεννόηση με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - επέστρεψε προς τον τελευταίο το ποσό των €90.000, διά κατάθεσης στο λογαριασμό της Wadnic Trading Ltd (ως τα Παραρτήματα 99, 103, 104), κρατώντας το υπόλοιπο ποσό των €10.000, ως εγγύηση δήθεν («money held as guarantee») που σχετιζόταν με κάποια υποτιθέμενη πράξη που αφορούσε σε (προφορική) συμφωνία πελάτη του. Ακολούθως - και βάσει του ίδιου κοινού σχεδίου και προγραμματισμού - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) ανέλαβε να επιστρέψει προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) το ποσό των €90.000, σε μετρητά την ίδια μέρα ή την επομένη τής 22.12.11. Προς τούτο, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) στις 23.12.11, έκδωσε στο όνομα του επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό της ΑΛΚΗΣ (τον οποίο διατηρούσε η τελευταία στη ΣΠΕ Αλληλεγγύης), την οποία ακολούθως έδωσε στον υπάλληλο του Θεόδωρο Βαττή (ΜΚ18), ο οποίος με τη σειρά του μετέβη στο εν λόγω συνεργατικό ίδρυμα εξαργυρώνοντας την σε μετρητά και έχοντας την προηγουμένως οπισθογραφήσει (όπως και ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5]), ως τα Παραρτήματα 105 και 105Α του Εγγράφου Ε. Το ποσό αυτό, ο Θεόδωρος Βαττής (ΜΚ18) το παρέδωσε λίγο αργότερα στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ο οποίος το παρέδωσε το απόγευμα της ίδιας μέρας στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), σε (άγνωστη για τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]) καφετερία στη Λευκωσία, όπως περιέγραψε στη μαρτυρία του. Το σημείο παράδοσης τού ποσού της δωροδοκίας το είχε καθορίσει ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ο οποίος μάλιστα καθοδηγούσε τηλεφωνικώς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), έτσι ώστε ο τελευταίος να εντοπίσει την καφετερία που είχε προκαθορίσει ο εν λόγω κατηγορούμενος προς το σκοπό αυτό. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) μετέβη στην εν λόγω καφετερία από τη Λάρνακα με το αυτοκίνητο του, μαζί με τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26), ο οποίος γνώριζε καλώς για το ύψος του ποσού που θα παραδιδόταν από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), αφού είχε μετρήσει τα λεφτά ενόσω βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και μετά από παράκληση του τελευταίου - διαπιστώνοντας πως το ποσό αυτό ήταν ύψους €90.000, σε 180 χαρτονομίσματα των €500 «κολλαριστά», τοποθετημένα σε χακί φάκελο. Ο Βάσος Κυριάκου (ΜΚ26) δεν γνώριζε για τις παράνομες στοχεύσεις του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) κατά τους ουσιώδεις εκείνους χρόνους. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μετά που έφθασαν στην καφετερία που βρισκόταν πίσω από το κτήριο της Λαϊκής Τράπεζας στην είσοδο της Λευκωσίας, κατέβηκε από το αυτοκίνητο έχοντας τοποθετήσει το φάκελο σε αδιαφανή πλαστική σακούλα έτσι ώστε να μην είναι ορατός. Κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) και παρέμεινε μαζί του για περίπου 20 λεπτά. Ακολούθως, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) έδωσε την εν λόγω αδιαφανή σακούλα με τον χακί φάκελο εντός αυτής (με το ποσό των €90.000), στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) ο οποίος και παρέλαβε τη σακούλα με τα λεφτά στο χέρι. Ακολούθως, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) επέστρεψε βιαστικά στο αυτοκίνητο και αναχώρησε μαζί με τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) για τη Λάρνακα. Συμπληρώνουμε εδώ ως παρένθεση κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε σχέση με την πτυχή αυτή των πραγμάτων που αφορά στην ευρύτερη αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Το καλοκαίρι 2013 και μετά που ο Υπουργός Εσωτερικών Σωκράτης Χάσικος, άρχισε να μιλά δημοσίως για το θέμα της Δρομολαξιάς (και πράγματι υπήρξε σειρά τέτοιων δημοσιευμάτων στον Τύπο τον Ιούλιο 2013, ως το Τεκμήριο 357), ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) μαζί με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) προχώρησαν στη συνομολόγηση ψεύτικης συμφωνίας μεταξύ Leagros Investment Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 64, με βάση την οποία η πρώτη παραχωρούσε προς τη δεύτερη (δήθεν έναντι ανταλλάγματος ύψους €100.000), δικαίωμα αγοράς τεμαχίου γης στο χωριό Σοφτάδες της Επαρχίας Λάρνακας. Τούτη η εικονική συμφωνία έγινε ακριβώς για να καλύψει το ποσό των €100.000 που είχε κατατεθεί στο λογαριασμό πελατών του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), ως εκ του ισόποσου (δεύτερου) χρηματισμού του τελευταίου από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Μετά από τη δεύτερη δωροδοκία που περιγράψαμε πιο πάνω (και μεταγενέστερα της υπογραφής τής τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ζήτησε καταβολή ακόμη €100.000, για τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - ο οποίος υπολόγισε το ποσό αυτό ως προοπτική στο ποσό της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12 μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ συνυπολογίζοντας το καθώς έπρεπε - δωροδόκησε με το ποσό αυτό τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) το Μάιο 2012, σε καφετερία στη Λάρνακα. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν δωροδόκησε μόνο τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για όσα είναι που αφορούν στις επίδικες κατηγορίες που ο τελευταίος αντιμετωπίζει και που σχετίζονται ασφαλώς με την επένδυση στο Aero Center. Πριν από την υπογραφή της συμφωνίας (Τεκμήριο 4-4Α) - και περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2010 με αρχές Ιανουαρίου 2011 - ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), είχε ζητήσει να δει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Σε κάποια στιγμή, τον κάλεσε να μεταβεί στην οικία του στη Λευκωσία, κάτι που έγινε. Εκεί, ο εν λόγω κατηγορούμενος ανέφερε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πως ο τελευταίος θα έπρεπε να τον πλήρωνε (δωροδοκούσε), με ποσό ύψους €300.000, ειδάλλως θα δημιουργούνταν προβλήματα από τη συντεχνία που ο εν λόγω κατηγορούμενος εκπροσωπούσε (μετά ασφαλώς από δικές του παροτρύνσεις). Παρεμβάλλουμε - και τούτο έχει τη σημασία του - πως ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), ήταν ένας συνδικαλιστής που χαρακτηριζόταν από την ικανότητα τής κατά γράμμα εκτέλεσης των αποφάσεων που λαμβάνονταν κατά τις διεργασίες της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ. Είχε χαρίσματα συνδικαλιστικού ηγέτη και εν πολλοίς εμβολίαζε τις συνδικαλιστικές αποφάσεις σε γενικότερα θέματα. Αυτό ήταν γνωστό στους συνδικαλιστικούς κύκλους όπως γνωστό ήταν και το ότι ήταν μελετημένος και είχε τον τρόπο να απλοποιεί θέματα, να τα υποστηρίζει και να πείθει αυτούς που έπρεπε. Μόνιμος στόχος της ΟΗΟ ήταν η συμμετοχή στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και προς τούτο διεξήγαγε αγώνες, ιδιαίτερα μετά τα όσα δυσμενή προέκυψαν από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, επιδιώκοντας συμμετοχή των εργαζομένων στα διάφορα Ταμεία Συντάξεων. Μπορεί η ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ να μην είχε κατορθώσει συμμετοχή στο Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ βρισκόταν όμως πάντοτε σε εγρήγορση λόγω και των ευρύτερων ανησυχιών που υφίσταντο αναφορικώς με επενδυτικές κινήσεις που μπορούσαν να επιχειρηθούν με διαχρονικό γνώμονα και άξονα τη δυνατότητα συντεχνιακού ελέγχου των πραγμάτων και μετάκλησης ακόμη και πραγματογνωμόνων για μελέτη των εκάστοτε προτεινόμενων επενδύσεων και ελέγχου των δεδομένων που τις συναποτελούσαν έτσι ώστε να διασφαλίζονται στην κάθε περίπτωση τα δικαιώματα των εργαζομένων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι που ενεργούσε και εστίαζε την προσοχή η ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ αναφορικά με όσα άτπονταν στη διαχείριση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου) να πληροφορεί τη ΣΕΚ πως αντιπρόσωπος της ΕΠΟΕΤ περί του βιώσιμου και καλού της επένδυσης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων της ΑΤΗΚ στο Aero Center. Είχε, σε τελευταία ανάλυση, ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) και τη δυνατότητα και το περιθώριο να δημιουργήσει, εάν ήθελε, προσκόμματα σε ό,τι είναι που ενδιέφερε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και τα συμφέροντα που ο τελευταίος εκπροσωπούσε. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν μπορούσε προφανώς να γνωρίζει λεπτομέρειες περί των συνδικαλιστικών διεργασιών και άλλων καταστάσεων που υφίσταντο ως προς τους μηχανισμούς που θα έπρεπε ενδεχομένως να ενεργοποιηθούν σε περίπτωση που τα μέλη της συντεχνίας που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), μάθαιναν περί των δρώμενων και για διάφορους λόγους θα εξανίσταντο. Σημασία στα πράγματα έχει πως ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), παρουσίασε τον εαυτό του με τον τρόπο που περιέγραψε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) και έγινε απολύτως πιστευτός από τον τελευταίο σε όσα είναι που ο εν λόγω κατηγορούμενος επιχείρησε να του μεταδώσει και τα οποία, στη λογική τάξη που η αξιόπιστη ενώπιον μας μαρτυρία καταδεικνύει, θα μπορούσαν πράγματι να προξενήσουν προβλήματα στις βλέψεις του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και κατ’ επέκτασιν της Wadnic Trading Ltd, με όλα ασφαλώς τα δυνητικά συνεπακόλουθα και παρεπόμενα. Επανερχόμαστε στην απαίτηση του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) για χρηματισμό του από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), για να πούμε πως ο τελευταίος θεώρησε το ποσό των €300.000 που απαίτησε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) ως ψηλό και πως, από τη στιγμή που «… εν μια πράξη η οποία εν καλή …», δεν υπήρχε λόγος για τον μάρτυρα να πληρώσει οποιαδήποτε λεφτά προς τον υπό αναφορά κατηγορούμενο. Η αντίδραση του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) σε αυτή την άποψη του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ήταν σαφής και με απολύτως καθαρά τα μηνύματα που εξέπεμπε και τα οποία δεν ήσαν άλλα από το ότι η επένδυση αφορούσε στο Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θα έπρεπε να στάθμιζε πιο καλά τις καταστάσεις λαμβάνοντας υπόψη τη συντεχνιακή δύναμη που ο εν λόγω κατηγορούμενος προέτασσε ως δόρυ, ώστε να ωθήσει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να καταλάβει που έγερναν τα συμφέροντα του τελευταίου. Στα πολλά, Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) και κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), κατέληξαν στο ποσό των €250.000. Η τελική τούτη κατάληξη, έλαβε χώραν ύστερα από μερικές εβδομάδες και μετά που προηγήθηκαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου). Κατά τις διαβουλεύσεις μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και κατηγορούμενου (Ορέστη Βασιλείου), ο πρώτος πληροφόρησε τον τελευταίο πως δεν μπορούσε να του πληρώσει το ποσό του χρηματισμού σε μετρητά και πως θα του τα κατέβαλλε μετά που θα λάμβανε την προκαταβολή από την ΑΤΗΚ βάσει των προνοιών της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α. Είχε πει επίσης στον εν λόγω κατηγορούμενο, ότι δεν μπορούσε να του δώσει τα λεφτά νωρίτερα. Ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), είπε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να μιλήσει με τον Μάριο Πολυβίου, ώστε να βρεθεί κάποιος τρόπος και να συνταχθεί έγγραφο το οποίο θα υπογραφόταν από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), ώστε «… να είναι καλυπτικό …». Πράγματι, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), έδωσε σχετικές οδηγίες προς τον Μάριο Πολυβίου, με τον τελευταίο να επικοινωνεί με δικηγόρο και να μιλούν με τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), αρχίζοντας την προετοιμασία ενός προσχεδίου συμφωνίας και δη, το ψεύτικο, εικονικό και πλαστό Τεκμήριο 67, το οποίο τελικώς δεν υπογράφτηκε επειδή στο στάδιο εκείνο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν επιθυμούσε την υπογραφή του εγγράφου, μια και δεν θεωρούσε πως υπήρχε λόγος ανησυχίας για μια τέτοια ενέργεια τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μετά τη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α και την προκαταβολή που επακολούθησε προς την Wadnic Trading Ltd στις 4.11.11 (ύψους €9.200,000), περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2011-αρχές Ιανουαρίου 2012, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) εξέδωσε (και παρέδωσε προς τον κατηγορούμενο 3 [Ορέστη Βασιλείου]), μετά από απαίτηση του τελευταίου (μεταχρονολογημένη) επιταγή της Wadnic Trading Ltd, ύψους €150.000 με δικαιούχο την Polleson Holdings Ltd, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο, εξέδωσε ακόμη μια επιταγή ύψους €100.000 και πάλι προς όφελος της ίδιας εταιρείας, (βλ. Τεκμήριο 55), η οποία παραδόθηκε κατόπιν συνεννόησης με τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου) προς τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), από τον Μάριο Πολυβίου, δίχως, ο τελευταίος να γνωρίζει περί του παράνομου ανταλλάγματος που τούτη αντιπροσώπευε. Η εν λόγω επιταγή - Τεκμήριο 55, παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) στο γραφείο του Μάριου Πολυβίου και προς τούτο υπογράφθηκε και η σχετική απόδειξη - Τεκμήριο 58, με όλα όσα συζητήσαμε ασφαλώς σε σχέση με την πτυχή αυτή κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας να υφίστανται. Σε σχέση με τη (μεταχρονολογημένη) επιταγή ύψους €150.000, την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), τούτη δεν κατατέθηκε προς εξαργύρωση διότι κατά το χρόνο που παρουσιάστηκε δεν μπορούσε να τιμηθεί και ως εκ τούτου παρέμεινε απλήρωτη. Ως εκ τούτου, επιστράφηκε προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ο οποίος και την κατάστρεψε. Σε αντικατάσταση της εν λόγω επιταγής (η οποία ποτέ δεν εντοπίστηκε από τους ανακριτές ακριβώς επειδή καταστράφηκε από τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]), εκδόθηκαν από την Wadnic Trading Ltd διά της υπογραφής του τελευταίου, οι επίσης μεταχρονολογημένες επιταγές - Τεκμήρια 56 και 57, για το ποσό των €70.000 και €80.000, αντιστοίχως, προς όφελος της Polleson Holdings Ltd. Σε σχέση με τις δύο αυτές μεταχρονολογημένες επιταγές - Τεκμήρια 56 και 57, διευθετήθηκε νέα συνάντηση στο γραφείο του Μάριου Πολυβίου μεταξύ του τελευταίου, του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου). Η συνάντηση αυτή έλαβε χώραν περί τις αρχές Ιανουαρίου 2012 και κατά τη διάρκεια της ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) έδωσε τις δύο επιταγές - Τεκμήρια 56 και 57 στον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), χωρίς να υπογραφεί οποιοδήποτε έγγραφο μεταξύ τους. Η πράξη αυτή ήταν ασφαλώς παράνομη - εν γνώσει τόσο του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) όσο και του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου) και ισοδυναμεί με χρηματισμό και διαφθορά. Σε μεταγενέστερο στάδιο και ένα μήνα περίπου μετά την παραλαβή των χρημάτων για τη δεύτερη συμφωνία, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), κατέβαλε προς τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου) - ως δωροδοκία και πάλι - ποσό ύψους €200.000, το οποίο ο τελευταίος είχε ζητήσει από τον πρώτο στο πλαίσιο των μεταξύ τους παράνομων συνεννοήσεων και διαβουλεύσεων περί τις αρχές του 2012 και όταν συζητείτο με το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ η προοπτική υπογραφής της (εν τέλει συνομολογηθείσας) τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) προς τον κατηγορούμενο 3 (Ορέστη Βασιλείου), σε συνάντηση που έγινε πάλι στο γραφείο του Μάριου Πολυβίου στη Λάρνακα. Το ποσό αυτό, καταβλήθηκε σε μετρητά (μετά από επιθυμία του κατηγορούμενου 3 [Ορέστη Βασιλείου]), έχοντας τοποθετηθεί σε φάκελο από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5). Για να εξασφαλίσει το ποσό αυτό σε μετρητά, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) είχε υπογράψει δύο επιταγές, με εκδότη την Wadnic Trading Ltd. Η πρώτη, είχε εκδοθεί στις 20.4.12 και αφορούσε σε ποσό €120.000, με δικαιούχο τον Ανδρέα Πιερίδη, ιδιοκτήτη ανταλλακτηρίου στη Λάρνακα (βλ. Τεκμήριο 62). Η δεύτερη, εκδόθηκε στις 26.4.12, με δικαιούχο το ίδιο άτομο, ως το Τεκμήριο 63. Αμφότερες οι επιταγές, εξαργυρώθηκαν σε ευρώ στο υπό αναφορά ανταλλακτήριο του Ανδρέα Πιερίδη, στη Λάρνακα, με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να παροτρύνει τον τελευταίο πως, εάν ερωτάτο από την Αστυνομία σχετικώς, να έλεγε ότι τις επιταγές αυτές τις είχε μετατρέψει ο ίδιος σε στερλίνες και όχι σε ευρώ και πως τούτες οι επιταγές αφορούσαν σε πληρωμή ποδοσφαιριστών της ΑΛΚΗΣ. Στις αρχές του Καλοκαιριού 2013, όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται κάποια γεγονότα σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), με το οποίο ο τελευταίος του είπε ότι ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) είχε ετοιμάσει κάποιο έγγραφο το οποίο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) θα έπρεπε να υπέγραφε έτσι ώστε να είναι όλοι καλυμμένοι για τα χρήματα που ο τελευταίος τους είχε δώσει. Πράγματι, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μετέβη κατά τις αρχές του Καλοκαιριού 2013, στο σταθμό βενζίνης του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) στη Λάρνακα, όπου και υπέγραψε αυθημερόν δύο ψεύτικα και εικονικά έγγραφα τα οποία του είχε δώσει προς τούτο ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Το πρώτο έγγραφο, αφορούσε σε υποτιθέμενη συμφωνία ημερομηνίας 15.9.10, μεταξύ Polleson Holdings Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 66 και το δεύτερο, σε κατ’ ισχυρισμόν επιστολή της Wadnic Trading Ltd προς την Polleson Holdings Ltd, με ημερομηνία 1.9.11, ως το Τεκμήριο 65. Την εικονική (και πλαστή) συμφωνία - Τεκμήριο 66, την υπέγραψαν ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) διά την Polleson Holdings Ltd και ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) διά την Wadnic Trading Ltd, δίχως την παρουσία μαρτύρων. Οι δυο τους έθεσαν επίσης τη μονογραφή τους στην πρώτη σελίδα της συμφωνίας - Τεκμήριο 66, με τη μονογραφή του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), να αποτυπώνεται με τα αρχικά ΓΣ, του δε Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), να τίθεται δίπλα από τη μονογραφή του υπό αναφορά κατηγορούμενου. Την επιστολή - Τεκμήριο 65 (προς την Polleson Holdings Ltd), την υπέγραψε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), εκ μέρους της Wadnic Trading Ltd. Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), ενεργούσε καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους ως εκ των πραγμάτων διευθυντής της Polleson Holdings Ltd (de facto director), εκτελώντας στην πράξη τα καθήκοντα του εκ δικαίου εταιρικού διευθυντή (de jure director), αντιμετωπιζόμενος ως τέτοιος από τρίτους. Εκτελούσε καθήκοντα και λάμβανε αποφάσεις που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να εκτελεστούν μόνο από νομίμως διορισμένο εταιρικό διευθυντή. Συμμετείχε στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων που αφορούσαν στην Polleson Holdings Ltd, με τρόπο καθοριστικό και αποφασιστικό, έχοντας δυνατότητα ουσιαστικού επηρεασμού των λειτουργιών και δραστηριοτήτων της σε κάθε τους έκφανση - κατά τα πρότυπα (θα λέγαμε) των αντικειμενικών κριτηρίων που τίθενται προς διαπίστωση της ιδιότητας προσώπου ως εκ των πραγμάτων εταιρικού διευθυντή, στις Gemma Ltd v Davies (2008) 2 BCLC 281 και The Secretary of State for Trade and Industry v Holier and Others (2006) EWHC 1804 - μετατρεπόμενος έτσι σε κεντρικό εταιρικό νευρώνα της Polleson Holdings Ltd, κατά ανάλογο σκεπτικό εκείνου στη Mumtaz Properties Ltd and Others v Ahmed and Others (2011) EWCA Civ 610. Υπενθυμίζουμε προς τούτο πως, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, από τη 16.11.06, ως διευθύντρια της Polleson Holdings Ltd είχε διοριστεί η Φρόσω Χαραλάμπους (πεθερά του κατηγορούμενου 4 [Γιάννη Σουρουλλά]) και ως γραμματέας η Λυδία Βασιλείου (μητέρα του κατηγορούμενου 3 [Ορέστη Βασιλείου]), με τις δύο αυτές γυναίκες να αναλαμβάνουν τυπική κατοχή των θέσεων τούτων χωρίς να γνωρίζουν λεπτομέρειες των εργασιών της υπό αναφορά εταιρείας. Σημειώνουμε επίσης πως (προβαίνοντας σε δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος του), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) αυτοπροσδιορίστηκε ως αφανής ετερόρρυθμος μέτοχος (silent partner) στην Polleson Holdings Ltd, συμφωνώντας ταυτοχρόνως πως η σύσταση της τελευταίας είχε αποφασιστεί από το 2005 με σκοπό την αγορά τουρκοκυπριακών τεμαχίων στις ελεύθερες περιοχές, με τον καθένα από τους κατηγορούμενους 3 (Ορέστη Βασιλείου), 4 (Γιάννη Σουρουλλά) και 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) να δικαιούται στο 1/3 εταιρικό μερίδιο. Την ιδιότητα του αφανούς ετερόρρυθμου μετόχου απέδωσε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) και στους κατηγορούμενους 4 (Γιάννη Σουρουλλά) και 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), δίχως να αντεξετασθεί και αμφισβητηθεί συναφώς. Κατηγορηματικός υπήρξε ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) - (και πάλι εναντίον του συμφέροντος του) - πως υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του ιδίου και των κατηγορουμένων 4 (Γιάννη Σουρουλλά) και 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) «… ότι την εταιρεία την χειρίζεται ο κύριος Γρηγόρης Σουρουλλάς για τον απλούστατο λόγο [ότι] αυτός γνώριζε τον τομέα των κτηματομεσιτικών. Εμείς δε γνωρίζαμε εγώ δεν έχω ιδέα για κτηματομεσιτικά». Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), δίχως άλλο είναι που εξάγεται από την (κοινώς παραδεκτή και μη αμφισβητηθείσα) μαρτυρία, πως ήταν το πρόσωπο που χειριζόταν τα ζητήματα αγοράς ακινήτων εκ μέρους της Polleson Holdings Ltd από τους διάφορους τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες, προβαίνοντας προς τούτο στις σχετικές επαφές, έρευνες, συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις και επιλογές. Ήταν εκείνος που χειριζόταν τους λογαριασμούς της Polleson Holdings Ltd, προβαίνοντας ταυτοχρόνως σε διάφορες πληρωμές. Ήταν το πρόσωπο που δρομολόγησε την αίτηση για παραχώρηση άδειας μεταβίβασης επ’ ονόματι της Polleson Holdings Ltd, των ακινήτων που η τελευταία είχε αγοράσει από τον Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά. Ήταν εκείνος που είχε ετοιμάσει και αποστείλει την επιστολή ημερομηνίας 11.12.07 προς τον Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως το Τεκμήριο 126, για παγοποίηση της αίτησης παραχώρησης άδειας μεταβίβασης των αναφερόμενων ακινήτων στο όνομα της Polleson Holdings Ltd. Ήταν τέλος, το πρόσωπο που είχε υπογράψει εκ μέρους της Polleson Holdings Ltd τη φερόμενη συμφωνία ημερομηνίας 15.9.10 - Τεκμήριο 66 και (κατά παραδοχή του) την απόδειξη παραλαβής ημερομηνίας 15.11.11, ποσού €100.000 από την Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 58. Όλα αυτά που έχουμε αναφέρει - και με υπόψη τις σχετικές αρχές που διέπουν το ζήτημα που συζητούμε από αυστηρής ποινικής απόψεως (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2014, παρ. Α6.23-Α6.24) - οδηγούν στην κατάληξη πως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), ενεργούσε ως εκ των πραγμάτων διευθυντής (de facto director) τής Polleson Holdings Ltd, με τρόπο που θα μπορούσε να καταστήσει τον ίδιο αλλά και την υπό αναφορά εταιρεία (υπό τις περιστάσεις που περιγράψαμε), ως ποινικώς υπεύθυνους για κάποιες από τις κατηγορίες που τους καταλογίζονται στο κατηγορητήριο.
Εύρημα μας αποτελούν και τα όσα αναφέραμε αλλού στην ετυμηγορία μας περί των χειρισμών και συμπεριφοράς του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή).
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, προχωρούμε αμέσως για να τα εντάξουμε ακόμη πιο εξειδικευμένα στις λεπτομέρειες των επίδικων αδικημάτων.
Πράττοντας το τούτο ενδέχεται να προβούμε και σε περαιτέρω ευρήματα, στο βαθμό και έκταση που κρίνουμε πως τούτο επιβάλλεται υπό τις περιστάσεις.
Σε σχέση με την κατηγορία 1 (συνωμοσία για καταδολίευση), κρίνουμε πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Απριλίου 2012 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, συνωμότησε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, παρουσιάζοντας υπερτιμημένο το έργο Aero Center προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με τον τρόπο και υπό τις περιστάσεις που έχουμε περιγράψει.
Αναφορικώς με την κατηγορία 2 (συνωμοσία για καταδολίευση), αποφαινόμαστε πως το υπό αναφορά κακούργημα, με τον πολύ συγκεκριμένο και στοχευμένο τρόπο που αποτυπώνεται στο κατηγορητήριο, δεν έχει αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον των κατηγορουμένων 1 (Ευστάθιου Κιττή) και 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), κατά των οποίων αποκλειστικώς είναι που στρέφεται, με την κατάληξη μας αυτή να προκύπτει εναργώς από τα όσα εκτενώς έχουμε αναφέρει επί του ζητήματος κατά τη σχετική συζήτηση στην οποία προβήκαμε ανωτέρω.
Εν σχέσει με την κατηγορία 3 (απάτη), καταλήγουμε πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να την αποδείξει εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) στο απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης, πέτυχε όμως να την αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναντίον του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Αποδείχθηκε επαρκώς, πως ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά κακουργήματος βάσει του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με επινόημα, υποκίνησε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, όπως το τελευταίο καταβάλει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11 - Τεκμήριο 4-4Α, παρουσιάζοντας Έκθεση με ψευδή στοιχεία που ο ίδιος είχε ετοιμάσει (ως το Τεκμήριο 3Α), προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την οποία εισηγείτο ικανοποίηση του αιτήματος της Wadnic Trading Ltd (ως η επιστολή - Τεκμήριο 49), για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού, πέραν εκείνου που προνοούσε η συμφωνία - Τεκμήριο 4-4A, για πρόσθετα τετραγωνικά μέτρα που προέκυψαν μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας για το Aero Center (γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα), προτείνοντας και αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης στο οποίο ανεγειρόταν το εν λόγω έργο και παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο σε βάρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.
Σε ό,τι αφορά στην κατηγορία 4 (δεκασμός δημόσιου λειτουργού), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ήταν και λειτουργούσε ταυτοχρόνως υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, έλκε την ιδιότητα του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ως εκ του διορισμού του στη θέση του Πρόεδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ. Ήταν επομένως, δημόσιος υπάλληλος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 αλλά και δημόσιος λειτουργός βάσει του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και επιφορτισμένος με την εκτέλεση των καθηκόντων που επέβαλλε το λειτούργημα του. Υπό αυτή του την ιδιότητα, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Δεκέμβριο 2009 στην Επαρχία Λάρνακας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά κακουργήματος (ως τούτα διατυπώνονται στο άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, το χρηματικό ποσό των €100.000, σε μετρητά, ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που επέδειξε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ως Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, για ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας μεταξύ Wandic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.
Σε σχέση με την κατηγορία 5 (δεκασμός δημόσιου λειτουργού), υπό την ίδια ως άνω αναφερόμενη ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου και δημόσιου λειτουργού (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), στις 25.11.11 στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά αδικήματος (ως τούτα διατυπώνονται στο άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, την τραπεζική επιταγή με αριθμό 8216224 ημερομηνίας 25.11.11 για ποσό €100.000 (βλ. Παράρτημα 98 - στο Έγγραφο Ε), ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που επέδειξε ο εν λόγω κατηγορούμενος ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ως Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, προς ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ως ανωτέρω αναφέρεται.
Αναφορικώς με την κατηγορία 6 (δεκασμός δημόσιου λειτουργού), υπό την ίδια πιο πάνω αναφερόμενη ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου και δημόσιου λειτουργού (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Μάιο 2012 στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά κακουργήματος (ως τούτα αναφέρονται στο άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), με τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, το ποσό των €100.000 σε μετρητά, ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που επέδειξε ο υπό αναφορά κατηγορούμενος ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ως Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, προς ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας μεταξύ Wadnic Trading Ltd και Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ως ανωτέρω αναφέρεται.
Σε ό,τι αφορά στην κατηγορία 7 (δωροληψία για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Δεκέμβριο 2009 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου πλημμελήματος (ως τούτο διαγράφεται στο άρθρο 102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε από τον διευθυντή της Wadnic Trading Ltd, Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), χρηματικό ποσό ύψους €100.000, υπό τον ρητό όρο πως θα ευνοούσε την υπό αναφορά εταιρεία στην πρόταση που είχε υποβάλει προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με την επένδυση στο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 8 (δωροληψία για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) στις 25.11.11 στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου πλημμελήματος (ως προνοείται στο άρθρο 102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε από τον διευθυντή της Wadnic Trading Ltd Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), χρηματικό ποσό ύψους €100.000, υπό τον ρητό όρο πως θα ευνοούσε την υπό αναφορά εταιρεία στην πρόταση που είχε υποβάλει προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με την επένδυση στο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 9 (δωροληψία για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία κατά το Μάιο 2012 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου πλημμελήματος (ως τούτο προνοείται στο άρθρο 102 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), έλαβε από τον διευθυντή της Wadnic Trading Ltd Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), χρηματικό ποσό ύψους €100.000, υπό τον ρητό όρο πως θα ευνοούσε την υπό αναφορά εταιρεία στην πρόταση που είχε υποβάλει προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με την επένδυση στο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 10 (δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Δεκέμβριο 2009 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος αξιωματούχος, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος (ως τούτο περιγράφεται στο άρθρο 4(3) του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00), έλαβε παράτυπα πλεονέκτημα, ήτοι το χρηματικό ποσό των €100.000 προς όφελος του, ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 11 (δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), στις 25.11.11 στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος αξιωματούχος, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος (ως τούτο προνοείται στο άρθρο 4(3) του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00), απέκτησε παράτυπα πλεονέκτημα, ήτοι έλαβε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) την τραπεζική επιταγή με αριθμό 8216224, ημερομηνίας 25.11.11 για το ποσό των €100.000 προς όφελος του (βλ. Παράρτημα 98 - στο Έγγραφο Ε), ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 12 (δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), το Μάιο 2012 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν δημόσιος αξιωματούχος, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος βάσει του άρθρου 4(3) του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00, έλαβε παράτυπα πλεονέκτημα, δηλαδή το χρηματικό ποσό των €100.000 προς όφελος του, ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε ό,τι αφορά στην κατηγορία 13 (συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Δεκέμβριο 2009 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 2 του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που καθορίζεται στο άρθρο 3(α) του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, έλαβε για τον εαυτό του χρηματικό ποσό ύψους €100.000, κατά τρόπο που υποδηλώνει διαφθορά, ως αμοιβή για την τέλεση πράξης που σχετίζεται με υπόθεση δημόσιου οργανισμού του οποίου προήδρευε, δηλαδή της ΑΤΗΚ, για τη θετική στάση που θα τηρούσε στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 14 (συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), στις 25.11.11 στις Επαρχίες Λευκωσίας και Λάρνακας, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 2 του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος (ως τούτο καθορίζεται στο άρθρο 3(α) του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161), έλαβε (για τον εαυτό του) από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) την τραπεζική επιταγή με αριθμό 8216224, ημερομηνίας 25.11.11 για το χρηματικό ποσό ύψους €100.000, (βλ. Παράρτημα 98 - στο Έγγραφο Ε) κατά τρόπο που υποδηλώνει διαφθορά, ως αμοιβή για την τέλεση πράξης που σχετίζεται με υπόθεση δημόσιου οργανισμού του οποίου προήδρευε, δηλαδή της ΑΤΗΚ, για τη θετική στάση που θα τηρούσε στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Αναφορικώς με την κατηγορία 15 (συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία το Μάιο 2012 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 2 του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, δηλαδή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που καθορίζεται στο άρθρο 3(α) του Περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, έλαβε για τον εαυτό του χρηματικό ποσό ύψους €100.000, κατά τρόπο που υποδηλώνει διαφθορά, ως αμοιβή για την τέλεση πράξης που σχετίζεται με υπόθεση δημόσιου οργανισμού του οποίου προήδρευε, δηλαδή της ΑΤΗΚ, για τη θετική στάση που θα τηρούσε στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 16 (πλαστογραφία), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.13 και 25.8.13 στην Επαρχία Λευκωσίας - και με την απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης, σύμφωνα με το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 - κατάρτισε παρανόμως μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πλαστό έγγραφο συμφωνίας μεταξύ Leagros Investment Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 64, το οποίο εμφανιζόταν ως πραγματικό, ενώ δεν ήταν, μια και ήταν εικονικό και πλαστό, κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Αναφορικώς με την κατηγορία 17 (κυκλοφορία πλαστού εγγράφου), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), στις 17.9.13 στην Επαρχία Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, εν γνώσει του και με δόλιο τρόπο, έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, δηλαδή παρουσίασε στον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (ΜΚ34) το πλαστό συμφωνητικό έγγραφο - Τεκμήριο 64, με σκοπό να δικαιολογήσει την τραπεζική επιταγή με αριθμό 8216224, ημερομηνίας 25.11.11 για το χρηματικό ποσό των €100.000 (βλ. Παράρτημα 98 - στο Έγγραφο Ε), που είχε λάβει από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε ο εν λόγω κατηγορούμενος για την επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 18 (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Μαΐου 2012 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, απέκτησε παρανόμως - και με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος βάσει του άρθρου 4(1)(iii) του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/07) - το συνολικό ποσό των €300.000, ενώ γνώριζε (για όλους τους λόγους που έχουμε εξηγήσει προηγουμένως), ότι τούτο το ποσό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που περιγράφονται στις κατηγορίες 4-15 στο κατηγορητήριο.
Σε ό,τι αφορά στην κατηγορία 19 (δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό), ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), δηλαδή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου πλημμελήματος που περιγράφεται στο άρθρο 133 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατά την εκπλήρωση καθηκόντων τού λειτουργήματος του και κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης που επηρεάζει το κοινό, ισχυρίστηκε ενώπιον των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, διά της Έκθεσης που συνέταξε ως το Τεκμήριο 3Α, πως το υπό αναφορά Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ θα έπρεπε να καταβάλει επιπλέον χρηματικό ποσό στην Wadnic Trading Ltd, πέραν του συμβατικώς συμφωνηθέντος στη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α, ημερομηνίας 25.2.11, επειδή κατά τον ισχυρισμό του, προέκυψαν δήθεν, περαιτέρω τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του έργου Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 20 (εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις), αποφαινόμαστε πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να τη στοιχειοθετήσει στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή). Από την ενώπιον μας αξιόπιστη μαρτυρία, δεν μπορεί ευλόγως να συναχθεί και επακολούθως, να διατυπωθεί σαφές και δίκαιο εύρημα για υποκίνηση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), όπως η τελευταία πληρώσει στην Wadnic Trading Ltd το αναφερόμενο επιπρόσθετο χρηματικό ποσό στην υπό ανάλυση κατηγορία. Αναφορικώς με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), αποφαινόμαστε πως τούτος, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαρτίου 2012 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας (με ψευδείς παραστάσεις), ως τούτες ορίζονται στο άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και με σκοπό την καταδολίευση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, υποκίνησε τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - σε σύμπνοια με τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος, όπως τούτο καθορίζεται στο άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - να παραδώσει στην Wadnic Trading Ltd επιπλέον χρηματικό ποσό, πέραν εκείνου που προνοείτο στη συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11 - Τεκμήριο 4-4Α, διατεινόμενος πως είχαν προκύψει επιπλέον τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του έργου Aero Center μετά την έκδοση της σχετικής πολεοδομικής άδειας, κάτι ωστόσο που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Αναφορικώς με την κατηγορία 21 (εκβίαση), καταλήγουμε πως τούτη δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ). Για ό,τι αφορά στον υπό αναφορά κατηγορούμενο - εναντίον του οποίου η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να προσάψει μόνο την υπό αναφορά κατηγορία - θεωρούμε πως η σαφής τοποθέτηση του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) κατά την αντεξέταση του από τον κ. Μούσκο (που αντιπροσώπευε τότε τον υπό αναφορά κατηγορούμενο), αλλά και όλη η υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία που έχουμε δεχθεί και που σχετίζεται με τα συστατικά στοιχεία του συζητούμενου κακουργήματος, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει, αντικειμενικώς ορωμένων των πραγμάτων, σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα. Απάντησε λοιπόν ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), στην ερώτηση του κ. Μούσκου «Ε. Να σου το θέσω απλά. Κύριε, επιέσε σε ποτέ ο Ιωακείμ, να το πω χωρκάτικα, επίεσεν σε ποτέ ο κύριος Ιωακείμ με όλες τις συνθήκες που ακούσαμε σε αυτή τη μαρτυρία και τα καλά και τα κακά, είπε ποτέ αυτός ο άνθρωπος ανάφερε Νίκο, εάν δεν πληρώσεις τα παλιά χρέη της ΑΛΚΗΣ, εγώ εν να σου κάμω πράγμα εις το έργο Aero;», πως: «… θεωρώ ότι επειδή τώρα άκουσα και την κατηγορία του κυρίου Ιωακείμ, φυσικά δεν με αφορά τούτο το πράγμα εμένα. Θεωρώ ότι ήταν θα ήταν χρήσιμο να το αναπτύξω λίγο, έχω περιγράψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπήκε ο Αντώνης ο Ιωακείμ μέσα στην εταιρεία, επίσης το διάστημα της προκαταβολής, όταν πήραμε την προκαταβολή δηλαδή και όταν περιέγραψε τις πιέσεις που είχα να πληρώσω εκείνο το διάστημα τα λεφτά μονοφατσιά, είπε και πολλές φορές την λέξη ο Αντώνης ο Ιωακείμ είχε σχεδόν καθημερινή επαφή μαζί μου, πάντα εκείνο διάστημα και από ανέκαθεν ο Αντώνης ο Ιωακείμ εξέφραζε μου τις ανησυχίες, «ρε κουμπάρε, τούτοι θέλουν τα λεφτά θέλουν μονοφατσιά», ήξερε τις υποχρεώσεις, επήαινα εγώ «άμπα τζιαι κάμουν μας ξέρω εγώ». Τούτος ήταν ο τρόπος επικοινωνίας με τον Αντώνη, είπαμε να πούμε τις αλήθειες δαμέ. Εν ήρτε ο Αντώνης να με απειλήσει ή να με κάμει να νιώθω ότι είμαι κάτω από εκβιασμό, όχι δεν μου έκαμε ποτέ έτσι πράγμα ο Αντώνης, ήταν μέσα στην εταιρεία όμως, ο Αντώνης μεσολάβησε, ήρτε για τούτες τις επιταγές στο γραφείο τζιαι πήρεν τες. Τωρά πού τις πήρε δεν ξέρω. Ξέρω ότι υπήρχε η στάση του Αντώνη να πληρωθούν τούτες οι επιταγές, δηλαδή είπεν μου «έπρεπε να πληρωθούν τούτες οι επιταγές». Τώρα εάν τούτο το πράγμα, γιατί δεν θέλω να λαλώ πελλάρες, θεωρείται εκβιασμός ή πίεση, εν μια μορφή πίεσης, όμως δεν ήταν ούτε απειλή, ούτε εκβιασμός προς το άτομο μου απαντώντας στην ερώτηση του κύριου Μούσκου». Επομένως, το ζήτημα εμπλοκής του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ) στην κατηγορία της εκβίασης, τελειώνει με αυτά. Η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τη συζητούμενη τώρα κατηγορία 21 (εκβίαση) εναντίον του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας και προς τούτο καταλήγουμε πως ο εν λόγω κατηγορούμενος, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13.4.11 και Φεβρουαρίου 2012, στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος υπέρ άλλων προσώπων, εξανάγκασε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), να εξοφλήσει, φερόμενα δάνεια παλιών παραγόντων της ΑΛΚΗΣ, ύψους €650.000, απειλώντας τον πως, σε περίπτωση που δεν το έπραττε, θα έθετε προσκόμματα στην υλοποίηση της επένδυσης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για το έργο Aero Center. Το κατά πόσο ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος) ήταν σε θέση να εκπληρώσει την απειλή αυτή παραμένει ζήτημα αδιάφορο κατά το ανάλογο με το τι εδώ εφαρμόζεται σκεπτικό στην R v Lambert (2010) Crim LR 576, μολονότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), σαφώς είναι που εξέλαβε τον εκβιασμό αυτό ως πραγματικό και απολύτως υλοποιήσιμο. Καθαρώς είναι που προκύπτει από την αξιόπιστη μαρτυρία που δεχθήκαμε, ότι ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), γνώριζε πως το περιουσιακό όφελος που επεδίωξε και έλαβε με τον τρόπο που έχουμε περιγράψει, δεν αποτελούσε αντικείμενο νόμιμης απαίτησης εδραζόμενης σε νόμιμη αξίωση. Ένεκα της περιγραφόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου) προς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ως τώρα περιγράφουμε, η Wadnic Trading Ltd, διά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), εξέδωσε έξι συνολικώς τραπεζικές επιταγές (για το τι επιδίκως αφορά), συνολικού ποσού €650.000, δηλαδή την επιταγή με αριθμό 08216238, ημερομηνίας 16.12.11 προς το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας, για ποσό €11.000 (βλ. Παράρτημα 43 στο Έγγραφο Ε), την επιταγή με αριθμό 08216234, ημερομηνίας 14.12.11 προς τη ΣΠΕ Λειβαδιών, για ποσό €25.000 (βλ. Παράρτημα 48 στο Έγγραφο Ε), την επιταγή με αριθμό 08216237, ημερομηνίας 15.12.11 προς τη ΣΠΕ Ορμήδειας, για ποσό €30.000 (βλ. Παράρτημα 51 στο Έγγραφο Ε), την επιταγή (bankers draft) με αριθμό 699194, ημερομηνίας 29.1.12 προς Bank of Cyprus Public Company Ltd, για ποσό €350.000 (βλ. Παράρτημα 59 στο Έγγραφο Ε) και τις συναφείς με την υπό αναφορά τούτη τραπεζική επιταγή, επιταγές με αριθμό 08216233, ημερομηνίας 18.12.11 προς την Τράπεζα Κύπρου, για ποσό €100.000, (βλ. Παράρτημα 64 στο Έγγραφο Ε), την επιταγή με αριθμό 08216232, ημερομηνίας 23.12.11 προς την Τράπεζα Κύπρου, για ποσό €50.000 (βλ. Παράρτημα 64 στο Έγγραφο Ε) και την επιταγή με αριθμό 08216235, ημερομηνίας 24.12.11 προς την Τράπεζα Κύπρου, για ποσό €200.000 (βλ. Παράρτημα 64 στο Έγγραφο Ε). Η Wadnic Trading Ltd, διά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), εξέδωσε επίσης (στο ίδιο πλαίσιο και για τους ίδιους λόγους), την επιταγή με αριθμό 08216231, ημερομηνίας 12.12.11 προς ΣΤΕΚ (Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ), για ποσό €200.000 (βλ. Παράρτημα 70 στο Έγγραφο Ε) και την επιταγή με αριθμό 08216239, ημερομηνίας 17.12.11 προς ΣΤΕΚ (Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου Λτδ), για ποσό €34.000 (βλ. Παράρτημα 71 στο Έγγραφο Ε). Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ουδέποτε συγκατατέθηκε εκουσίως να πληρώσει τα υπό αναφορά χρηματικά ποσά και ποτέ δεν έπραξε οτιδήποτε που να νομιμοποιεί τις εν λόγω πληρωμές. Τα περί αποπληρωμής χρεών της ΑΛΚΗΣ αποτελούσαν προφάσεις του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου). Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν είχε απολύτως καμία πρόθεση κατά τους κρίσιμους για το αδίκημα χρόνους να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό με τη μέθοδο και τον τρόπο που συνέβη, με τα επίδικα ποσά να αποσπούνται από αυτόν (εν τη ευρεία εννοία του όρου), διά της εκβιαστικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), με αποτέλεσμα ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5] (και η Wadnic Trading Ltd), να υποστούν ανάλογη ζημιά στην περιουσία τους.
Σε σχέση με την κατηγορία 22 (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος), καταλήγουμε πως το υπό αναφορά κακούργημα (στη βάση της ανάλυσης της μαρτυρίας στην οποία έχουμε προβεί και των ευρημάτων μας), με τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο που αποτυπώνεται στο κατηγορητήριο, δεν έχει αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον των κατηγορουμένων 3 (Ορέστη Βασιλείου), 4 (Γιαννη Σουρουλλά), 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και 6 (Polleson Holdings Ltd), κατά των οποίων αποκλειστικώς είναι που στρέφεται. Η κατάληξη μας αυτή σε σχέση με τον κατηγορούμενο 4 (Γιάννη Σουρουλλά) αφορά - για να αποφεύγονται οι επαναλήψεις - και στις υπόλοιπες εναντίον του κατηγορίες, δηλαδή τις κατηγορίες 23, 25 και 27.
Σε σχέση με την κατηγορία 23 (δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 15.11.11 και 2.3.12 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην ΑΤΗΚ και ήταν Γενικός Γραμματέας της Συντεχνίας των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος βάσει του άρθρου 4(3) του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00, έλαβε από τη Wandic Trading Ltd, μετά από απαίτηση του το συνολικό ποσό των €250.000, προς όφελος του ιδίου και των κατηγορουμένων 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) και 6 (Polleson Holdings Ltd), ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει υπαλλήλους της ΑΤΗΚ να εναντιωθούν στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 24 (δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 20.4.12 και 15.5.12 στην Επαρχία Λάρνακας, ενώ κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην ΑΤΗΚ και ήταν Γενικός Γραμματέας της συντεχνίας των υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος βάσει του άρθρου 4(3) του Περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/00, έλαβε από τη Wandic Trading Ltd, μετά από απαίτηση του το συνολικό ποσό των €200.000, προς όφελος του ιδίου, ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει την υπό αναφορά συντεχνία να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.
Αναφορικώς με την κατηγορία 25 (εκβίαση), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13.4.11 και 2.3.12 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), να του παραδώσει χρηματικό ποσό ύψους €250.000, απειλώντας τον ότι σε περίπτωση που δεν το έπραττε, θα υποκινούσε τη συντεχνία υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, της οποίας ήταν Γενικός Γραμματέας, να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με το έργο Aero Center.
Παραμένοντας στην κατηγορία 25 (εκβίαση), αποφαινόμαστε πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να την αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον και του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), με τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο που διατυπώνεται στο κατηγορητήριο, μια και τούτο δεν δικαιολογείται βάσει της μαρτυρίας που έχουμε αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Σε σχέση με την κατηγορία 26 (εκβίαση), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 15.5.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να του δώσει ποσό ύψους €200.000, απειλώντας τον πως σε ενάντια περίπτωση, θα υποκινούσε τη συντεχνία υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, της οποίας ήταν Γενικός Γραμματέας, να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε σχέση με το έργο Aero Center.
Για ό,τι αφορά στην κατηγορία 27 (αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), οι κατηγορούμενοι 3 (Ορέστης Βασιλείου), 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) και 6 (Polleson Holdings Ltd), μεταξύ 15.11.11 και 2.3.12 στην Επαρχία Λάρνακας, απέκτησαν παρανόμως και με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4(1)(iii) του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/07) - αλλά και βάσει των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - το συνολικό ποσό των €250.000, ενώ γνώριζαν ως εξάγεται και συνάγεται από τη μαρτυρία που δεχθήκαμε ως αξιόπιστη αλλά και τα συνακόλουθα ευρήματα μας (ο μεν κατηγορούμενος 3 [Ορέστης Βασιλείου]), ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που περιγράφονται στις κατηγορίες 23 και 25, οι δε, κατηγορούμενοι 5 [Γρηγόρης Σουρουλλάς] και 6 (Polleson Holdings Ltd), ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος που περιγράφεται στην κατηγορία 23 στο κατηγορητήριο.
Αναφορικώς με την κατηγορία 28 (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 20.4.12 και 15.5.12 στην Επαρχία Λάρνακας, απέκτησε παρανόμως και με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4(1)(iii) του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/07), το ποσό των €200.000, ενώ γνώριζε ότι το ποσό αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που περιγράφονται στις κατηγορίες 24 και 26 στο κατηγορητήριο.
Συνοψίζουμε:
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), τις κατηγορίες 2, 3 και 20, στην κάθε μια από τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή επίσης απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), την κατηγορία 2, στην οποία ο υπό αναφορά κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου), την κατηγορία 22, στην οποία ο υπό αναφορά κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 4 (Γιάννη Σουρουλλά), τις κατηγορίες 22, 23, 25 και 27, στην κάθε μια από τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), τις κατηγορίες 22 και 25, στην κάθε μια από τις οποίες, ο υπό αναφορά κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον της κατηγορούμενης 6 (Polleson Holdings Ltd), την κατηγορία 22, στην οποία η υπό αναφορά κατηγορούμενη εταιρεία αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορούμενου 8 (Αντώνη Ιωακείμ), την κατηγορία 21, στην οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως ακολούθως:
Εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), τις κατηγορίες 1, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17 και 18.
Εναντίον του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), τις κατηγορίες 3, 19 και 20.
Εναντίον του κατηγορούμενου 3 (Ορέστη Βασιλείου), τις κατηγορίες 23, 24, 25, 26, 27 και 28.
Εναντίον του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), την κατηγορία 27.
Εναντίον της κατηγορούμενης 6 (Polleson Holdings Ltd), την κατηγορία 27.
Εναντίον του κατηγορούμενου 7 (Βενιζέλου Ζαννέτου), την κατηγορία 21.
Ένας έκαστος των κατηγορουμένων 1 (Ευστάθιος Κιττής), 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), 3 (Ορέστης Βασιλείου), 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) 6 (Polleson Holdings Ltd) και 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), καταδικάζεται στην κάθε μια από τις κατηγορίες που αποδείχθηκαν εναντίον τους, ως ανωτέρω διατυπώνεται.
(Υπ.)……………………………………..
Ν. Γ. Σάντης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.)……………………………………..
Α. Δαυίδ, Α.Ε.Δ.
(Υπ.)……………………………………..
Χρ. Φιλίππου, A.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφον
Πρωτοκολλητής