ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 1776/2021

Μεταξύ:

ΠΑΥΛΟΥ ΚΑȈΜΑΚΛΙΩΤΗ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

1. ANGELOS COSGROVE LTD

2. ΑΓΓΕΛΟΥ COSGROVE

Κατηγορούμενων

Ημερομηνία: 12.1.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ασημάκη

Για Κατηγορούμενους 1 και 2: κ. Χρίστου  

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Το Κατηγορητήριο

Οι Κατηγορούμενοι, αντιμετωπίζουν από κοινού τις κατηγορίες της απάτης (1η κατηγορία) και της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (2η κατηγορία) κατά παράβαση των άρθρων 300, 297, 298, και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων οι Κατηγορούμενοι κατά ή περί την 21.2.2019 στην Αραδίππου της Επαρχίας Λάρνακας χρησιμοποιώντας απατηλές ενέργειες και δόλια μέσα και συμπεριφορά παρουσιάζοντας ψευδή και αναληθή γεγονότα στον παραπονούμενο, ότι δηλαδή είχαν αγοράσει για λογαριασμό του κάλυμμα ασφάλειας της πισίνας από την εταιρεία PoolStar Ltd απέσπασαν από τον παραπονούμενο το ποσό των €7.000 παρουσιάζοντας του ψευδώς ότι με το ποσό αυτό θα πλήρωναν το κάλυμμα ασφάλειας για την πισίνα στην κατοικία του ενώ γνώριζαν ότι δεν το είχαν αγοράσει και/ή ούτε σκόπευαν να το αγοράσουν (1η κατηγορία) και για τον ίδιο λόγο στον ίδιο τόπο και χρόνο αλλά με ψευδείς παραστάσεις με σκοπό την καταδολίευση του παραπονούμενου απέσπασαν το πιο πάνω ποσό από τον παραπονούμενο (2η κατηγορία).

Η Μαρτυρία

Για την Κατηγορούσα Αρχή κατάθεσε ο ίδιος ο παραπονούμενος (ΜΚ1). Οι Κατηγορούμενοι κλήθηκαν σε απολογία και κατάθεσε ενόρκως ο Κατηγορούμενος 2. Δεν κλήθηκε άλλος μάρτυρας υπεράσπισης.

Ο ΜΚ1 υιοθέτησε και κατάθεσε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Α) συνοδευόμενη από διάφορα έγγραφα τα οποία κατάθεσε ως Τεκμήρια στο Δικαστήριο. Η εκδοχή του είναι απλή και έχει ως εξής:

Προσέγγισε τον Κατηγορούμενο 2 περί τις 20.2.2019 για να του κατασκευάσει μέσω της Κατηγορούμενης 1 πισίνα και προς τούτο υπόγραψαν συμφωνία (Τεκμήριο 1) στο υπό ανέγερση σπίτι του και σε διάφορες ημερομηνίες κατέβαλε διάφορα ποσά (Τεκμήρια 3-6). Στις 21.2.2019 κατέβαλε στον Κατηγορούμενο 2 το ποσό των €7.000 ως προκαταβολή για το κάλυμμα (cover) της πισίνας (Τεκμήριο 2) η αξία του οποίου ήταν €10.000. Στις 16.10.2019 κατόπιν δεύτερης συνάντησης μεταξύ του ιδίου, του Κατηγορούμενου 2 και ακόμη δυο ατόμων τερμάτισε την μεταξύ τους συμφωνία επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος από την δουλειά που γινόταν. Το πιο πάνω ποσό των €7.000 ήταν το πρώτο ποσό που κατέβαλε στον Κατηγορούμενο 2 διότι του έλεγε ότι έπρεπε να αγοραστεί το κάλυμμα εκείνη τη στιγμή γιατί ήταν σε καλύτερη τιμή και ότι θα το αποθήκευε μέχρι να τοποθετηθεί στην πισίνα. Σύμφωνα με τον ΜΚ1 επειδή του έλεγε αυτά τα πράγματα ο Κατηγορούμενος 2 και επειδή ήταν στην συμφωνία η αγορά καλύμματος τον έπεισε και δόλια του απέσπασε το πιο πάνω ποσό. Στην πορεία της συνεργασίας τους τον διαβεβαίωνε ότι είχε αγοραστεί το κάλυμμα από την εταιρεία PoolStar Ltd και ότι περίμεναν να ολοκληρωθεί η πισίνα για να τοποθετηθεί.

Περί τα μέσα Οκτωβρίου 2019 ο ΜΚ1 πήγε στην Λεμεσό σε κάποιο άλλο κατάστημα το οποίο διαπίστωσε πως βρισκόταν απέναντι από το κατάστημα της πιο πάνω εταιρείας. Έτσι επικοινώνησε με τον Κατηγορούμενο 2 και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε από τα λεγόμενα του τελευταίου ότι ουδέποτε αγοράστηκε το κάλυμμα. Τότε ήταν πλέον σίγουρος ότι ο Κατηγορούμενος 2 έλαβε το ποσό δόλια, εξαπατώντας τον ότι με αυτό θα αγόραζε το κάλυμμα και αποδέχθηκε το ψέμα του ο Κατηγορούμενος 2 σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν.

Στην αντεξέταση, του υποδείχθηκε ένα δελτίο παραγγελίας καλύμματος πισίνας ημερομηνίας 4.3.2019 της εταιρείας  PoolStar (Τεκμήριο 14) το οποίο δεν αναγνώρισε. Του υποβλήθηκε ότι παραγγέλθηκε το κάλυμμα και απάντησε ότι αυτό δεν το γνωρίζει. Ρωτήθηκε επίσης γιατί δεν τηλεφώνησε στην PoolStar να ρωτήσει αν παραγγέλθηκε το κάλυμμα και απάντησε ότι δεν έχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση με την εταιρεία εκείνη. Όταν του υποβλήθηκε ότι ουδέποτε υπήρξε δόλος αφού υπογράφηκε συμφωνία, ξεκίνησαν οι εργασίες και παραγγέλθηκε το κάλυμμα και αυτός είναι που τερμάτισε τη συμφωνία, ο ΜΚ1 διερωτήθηκε γιατί δεν του το είπε ο Κατηγορούμενος 2 ότι παραγγέλθηκε και διευκρίνισε ότι ζητά επιστροφή που πλήρωσε δηλαδή των €7.000.

Ο Κατηγορούμενος 2 αναφέρθηκε στην συμφωνία που είχε η Κατηγορούμενη 1 με τον ΜΚ1 για εργασίες στην κατοικία του ΜΚ1 και της συζύγου του. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο 2, ο ΜΚ1 τερμάτισε την συμφωνία και στο στάδιο τερματισμού όφειλε ακόμη χρήματα στην Κατηγορούμενη 1. Έλαβε το ποσό των €7.000 για το κάλυμμα της πισίνας το οποίο είχε παραγγείλει παρά του ότι συμβούλεψε τον ΜΚ1 να μην παραγγείλει το συγκεκριμένο σκέπαστρο. Το συνολικό κόστος του καλύμματος ανερχόταν σε €6.900 πλέον 19% Φ.Π.Α. δηλαδή €8.211. Εξήγησε ότι δεν κατασκευάστηκε και δεν παραδόθηκε το κάλυμμα λόγω τερματισμού της μεταξύ τους συμφωνίας. Παρήγγειλε νωρίς το κάλυμμα διότι ήθελε να εξασφαλίσει ότι θα ήταν έτοιμα όσα χρειαζόταν όταν μετά από ένα χρόνο ολοκληρώνονταν οι εργασίες. Ανάφερε επιπρόσθετα τι περιλαμβάνει το συγκεκριμένο κάλυμμα και γιατί δεν μπορούσε απλά να παραδοθεί. Δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να παραδοθεί σε ένα κουτί. Έπρεπε να μετρηθούν οι τελικές διαστάσεις της των ραγών και να κατασκευαστεί επί τόπου. Επίσης, ήταν η θέση του ότι την ημέρα που τερματίστηκε η συμφωνία δεν είχε τοποθετηθεί το μπετόν περιμετρικά της πισίνας ώστε να μπορούσαν να τοποθετηθούν οι ράγες για το κάλυμμα.

Στην αντεξέταση του ανάφερε ότι δεν παράλαβε ποτέ το κάλυμμα από την PollStar λόγω του τερματισμού της συμφωνίας και έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο του να προχωρήσει με αγωγή και να αποφασίσει το Δικαστήριο κατά πόσο πρέπει να επιστραφούν χρήματα ή όχι. Του υποβλήθηκε ότι ουδέποτε πλήρωσε στην PoolStar το ποσό των €7.000 και ότι χρησιμοποίησε το ποσό αυτό για άλλο λόγο και όχι για να παραγγείλει το κάλυμμα και ο Κατηγορούμενος 2 απάντησε ότι τα χρήματα που πλήρωνε ο ΜΚ1 πήγαιναν έναντι των εργασιών που γίνονταν.

Αξιολόγηση

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες. Ολόκληρη η μαρτυρία τους έχει καταγραφεί στα πρακτικά και έχει αποτιμηθεί στο σύνολο της. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, έχοντας εξετάσει και το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, έλαβα υπόψη την εικόνα τους στο Δικαστήριο αλλά εξέτασα επίσης την μαρτυρία τους και υπό το φως της ανθρώπινης πείρας και συμπεριφοράς, στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για να καταλήξει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία τους (βλ. Ζαβρού ν.  Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας  (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).

Αναφέρω ευθύς εξ΄ αρχής ότι οποιαδήποτε μαρτυρία αφορά σε εκτέλεση εργασιών, τιμολογήσεις, κακοτεχνίες ή και ερμηνεία της μεταξύ των διαδίκων συμφωνία έχει ληφθεί υπόψιν επικουρικά μόνο ως προς το ζητούμενο, δηλαδή την διάγνωση του κατά πόσο στοιχειοθετούνται τα αδικήματα τα οποία εξετάζονται βάση του κατηγορητηρίου.

Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την ενώπιον μου μαρτυρία.

Ο ΜΚ1 δεν μου έδωσε την εικόνα ατόμου που προσπάθησε να αποκρύψει την αλήθεια από το Δικαστήριο. Έδωσε στο Δικαστήριο την δική του εκδοχή γεγονότων την οποία πιστεύει ως αληθινή. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του δεν είναι αμφισβητούμενο εφόσον η πλευρά της υπεράσπισης αποδέχεται ότι υπογράφηκε συμφωνία (Τεκμήριο 1), ξεκίνησαν εργασίες στην οικία του ΜΚ1, η συμφωνία ακολούθως τερματίστηκε από τον ΜΚ1, ανταλλάχθηκαν επιστολές και ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ των διαδίκων και των δικηγόρων τους, καταβλήθηκε το ποσό των €7.000 ως προκαταβολή για το κάλυμμα, καταχωρήθηκε αγωγή εναντίον του ΜΚ1 από την Κατηγορούμενη 1 και υπάρχουν οικονομικές διαφορές μεταξύ τους. Ως προς αυτά τα ζητήματα η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται αποδεκτή. Δεν μπορώ να αποδεχθώ όμως τον ισχυρισμό του μάρτυρα ότι παραδέχθηκε σε αυτόν τηλεφωνικώς ο Κατηγορούμενος 2 ότι ουδέποτε παράγγειλε το κάλυμμα της πισίνας και αυτό γιατί υπάρχει δελτίο παραγγελίας του (Τεκμήριο 14). Δεν μπορεί να γίνει επίσης αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι πιέστηκε να καταβάλει προκαταβολικά ποσό για το κάλυμμα της πισίνας εφόσον ούτως ή άλλως είχε υποχρέωση από τη στιγμή που παρήγγειλε το κάλυμμα να πληρώσει. Αποδέχομαι όμως ότι ο Κατηγορούμενος 2 είπε στον ΜΚ1 ότι μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερη τιμή εάν γινόταν νωρίς η παραγγελία.

Ο Κατηγορούμενος επίσης δεν μου έδωσε την εικόνα ατόμου που δεν ήταν ειλικρινής. Η μαρτυρία του, παρουσίαζε λογική και συνοχή και την αποδέχομαι. Κρίνω ως λογική τη θέση του ότι δεδομένων των προδιαγραφών του συγκεκριμένου καλύμματος επέλεξε να το παραγγείλει νωρίς, πριν την ολοκλήρωση των εργασιών δηλαδή και ότι εάν γινόταν η παραγγελία ενωρίτερα θα εξασφαλιζόταν καλύτερη τιμή. Σε σχέση με την σύναψη συμφωνίας με τον Παραπονούμενο αυτή ήταν ούτως ή άλλως παραδεκτή και από τις δυο πλευρές. Ως προς το οικονομικό κομμάτι και τις διάφορες πληρωμές αλλά και το κατά πόσο χρησιμοποιήθηκαν οι €7.000 για άλλες εργασίες ή κατά πόσο όφειλε να παραδώσει το κάλυμμα, αυτά αφορούν, ενδεχομένως, προϊόν άλλης διαδικασίας. Υπενθυμίζω ότι εκκρεμεί αγωγή στο Ε.Δ. Λάρνακας για τις μεταξύ των διαδίκων διαφορές. Αν πρέπει να σχολιαστεί κάτι σε σχέση με την εν λόγω αγωγή είναι ότι ο Παραπονούμενος (εδώ) και Εναγόμενος στην αγωγή στα πλαίσια της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες απάτης ή ψευδών παραστάσεων.

 

 

 

Ευρήματα

Ως έχει προκύψει από την καταγραφή της μαρτυρίας και την πιο πάνω αξιολόγηση αποτέλεσαν μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω, τα οποία καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου:

Η υπογραφή της συμφωνίας Τεκμήριο 1.

Η έναρξη εκτέλεσης εργασιών στην οικία του ΜΚ1 από την Κατηγορούμενη 1.

Η καταβολή του ποσού των €7.000 ως προκαταβολή για το κάλυμμα της πισίνας.

Ο τερματισμός της συμφωνίας από πλευράς ΜΚ1.

Προκύπτει περαιτέρω ότι στις 4.3.2019 η εταιρεία PoolStar εξέδωσε το Τεκμήριο 14 που είναι το αποδεικτικό παραγγελίας του καλύμματος της πισίνας.

Ο Κατηγορούμενος 2 είπε στον ΜΚ1 ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει καλύτερη τιμή για το κάλυμμα εάν γινόταν νωρίς η παραγγελία.

Το κάλυμμα παραγγέλθηκε αλλά δεν παραλήφθηκε ποτέ και δεν παραδόθηκε στον ΜΚ1.

Στην συμφωνία Τεκμήριο 1 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η εγκατάσταση καλύμματος πισίνας.

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Σε σχέση με την κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι, το άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 διαλαμβάνει τα εξής:

«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

 

Και το άρθρο 298(1) του ίδιου Νόμου προβλέπει ότι:

 

«Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργοδικείου Λεμεσού στην υπόθεση Δημοκρατία ν Αντρέα Θ. Σοφοκλέους και Ευθυμίας Σοφοκλέους, Αρ. Υποθ. 3070/08, 27 Μαίου 2009 η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση (βλ. Σοφοκλέους Αντρέας Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 385) επεξηγεί την φύση του αδικήματος και είναι κατατοπιστικό:

 

«Αναφορικά με την ερμηνεία του όρου ‘ψευδής παράσταση’ παραπέμπομε στον τόμο 2 RUSSEL ON CRIME σ.σ. 1171 - 1184 όπου με αναφορά σε μία πληθώρα από αποφάσεις γίνεται εκτενής πάνω στο θέμα αυτό συζήτηση της οποίας τα κύρια σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για τη διάπραξη του αδικήματος μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:  (Η μετάφραση είναι του Δικαστηρίου).

 «Για να εμπίπτει η υπόθεση στα πλαίσια του Νόμου θα πρέπει να υπάρχει ψευδής παράσταση ότι ένα γεγονός υπάρχει ή υπήρξε.  Υπόσχεση ή παράσταση ότι θα εκπληρωθεί κάποια πράξη στο μέλλον δεν εμπίπτει στα πλαίσια του Νόμου.  .....  Χρειάζεται προσεκτική διατύπωση του κατηγορητηρίου ώστε να διατυπωθούν τα γεγονότα της ισχυριζόμενης παράστασης, γεγονότα που αφορούν το παρόν ή το παρελθόν κατά το χρόνο της παράστασης .....

 

 Δήλωση πρόθεσης για μελλοντική συμπεριφορά, είτε πρόκειται για παράσταση υπαρκτού γεγονότος είτε όχι, δεν αποτελεί ψευδή παράσταση με βάση τον Ποινικό Κώδικα.

 

Περαιτέρω, υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά για την οποία δεν υπάρχει πρόθεση τήρησης της, δεν αποτελεί από μόνη της ψευδή παράσταση (false pretence).  ......  Ψευδής παράσταση συνίσταται σε ψευδή παράσταση με λόγια ή γραπτώς ή με συμπεριφορά ότι κάποιο γεγονός υπάρχει ή υπήρχε.  .......  Υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά για την οποία δεν υπάρχει πρόθεση να τηρηθεί, δεν αποτελεί από μόνη της ψευδή παράσταση.

 

Όχι μόνο ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει προβεί σε δήλωση για την οποία δεν πιστεύει ότι είναι αληθής αλλά επιπρόσθετα η δήλωση θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα ψευδής ....

 

Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι όταν ο κατηγορούμενος (prisoner) προέβη στην ψευδή παράσταση, είχε πρόθεση με την εν λόγω ψευδή παράσταση να αποσπάσει τα εμπορεύματα, αντικείμενο του κατηγορητηρίου......∙ ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η παράσταση,  εφόσον αυτή λειτουργεί ώστε να πείσει τον ιδιοκτήτη να μεταβιβάσει το περιουσιακό στοιχείο στον παραβάτη(to transfer the property in the goods of the offender .)

 

Η Διωκτική Αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι τα αντικείμενα αποσπάσθησαν συνεπεία των ψευδών παραστάσεων που εκτίθενται στο κατηγορητήριο.

 

Όπου πρόσωπο προβαίνει σε παραστάσεις γεγονότος τις οποίες γνωρίζει ότι είναι αναληθείς με σκοπό να πείσει τρίτα άτομα να του καταθέσουν χρήματα τα οποία ο ίδιος γνωρίζει ότι δεν θα κατέθεταν αν δεν πίστευαν ότι οι δηλώσεις του είναι αληθείς και όπου το πρόσωπο αυτό πρόθεση έχει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά για διαφορετικό σκοπό από το σκοπό που ο ίδιος γνωρίζει ότι οι καταθέτες αντιλήφθησαν από τη δήλωση του ότι θα τα χρησιμοποιήσει, τότε έχουμε πρόθεση εξαπάτησης παρόλο που δυνατό να προτίθεται να δώσει πίσω τα χρήματα, αν έχει τέτοια δυνατότητα και παρόλο που δυνατό γνήσια να πιστεύει, και ακόμα να έχει καλό λόγο να πιστεύει ότι θα είναι σε θέση να τα δώσει πίσω. 

 

Η πρόθεση εξαπάτησης είναι αναγκαίο συστατικό για το αδίκημα της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις περιουσιακού στοιχείου (chattel) , χρημάτων ή αξιόγραφου αν και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συναχθεί από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Όπου αποσπώνται χρήματα με ψευδείς παραστάσεις υπάρχει εκ πρώτης όψεως πρόθεση εξαπάτησης».

 

 (Για τα πιο πάνω βλ. επίσης Archbold 35th ed. Σελ. 758-780, Police v. Kyzas (1982) 1 J.S.C. 202 και Police v. Petrou (1971) 12 J.S.C. 1524, όπου γίνεται αναφορά στη σχετική αγγλική νομολογία).»

 

Στην Ευθυμίου ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 τονίστηκαν τα εξής:

 

«.... η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης πως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch. D. 459, 483), "The state of a man's mind is as much a fact as the state of his digestion". Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.»

 

(βλ. επίσης Μαργαρίτα Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417, Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΣΙΕΓΓΕΡΗ κ.α. (2016) 2 Α.Α.Δ. 1335).

 

Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:

 

Η ύπαρξη μιας ψευδούς παράστασης, δηλαδή η παράσταση γεγονότος με λόγια ή έγγραφο ή συμπεριφορά, η οποία να είναι ψευδής στην πραγματικότητα.

 

Το πρόσωπο που προβαίνει στην παράσταση να γνωρίζει ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει στην αλήθεια της.

 

Η παράσταση να έχει γίνει με σκοπό καταδολίευσης.

 

Ως εκ του αποτελέσματος της παράστασης, ο Κατηγορούμενος να εξασφαλίσει ή να αποκτήσει από άλλο πρόσωπο οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

 

Αναφορικά με το στοιχείο της καταδολίευσης, στην Ευθυμίου (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Όσον αφορά την πρόθεση ή τον σκοπό της καταδολίευσης το στοιχείο αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενο αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ 289).

 

Η έννοια της πρόθεσης καταδολίευσης σύμφωνα με το σύγγραμμα Archbold σελ. 775 ανωτέρω όπως έχει δοθεί στα πλαίσια του αγγλικού Forgery Act 1913 στην υπόθεση Welham vD.P.P. [1960] 44 CrApp.R. 124 και μπορεί να ισχύσει και για το υπό εξέταση αδίκημα έχει ως εξής:

 

«'intend to defraud' means an intend to practice a fraud on someone and would therefore include an intend to deprive another person of a right, or to cause him to act in any way to his detriment or prejudice, or contrary to what would otherwise be his duty, notwithstanding that there was no intention to cause pecuniary or economic loss».»

 

Αναφορικά με την 1η κατηγορία, το άρθρο 300 του Κεφ. 154, προνοεί τα εξής:

«Όποιος με δόλιο τέχνασμα ή επινόημα αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν ή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη η οποία θα παραδιδόταν αν δεν χρησιμοποιείτο τέτοιο τέχνασμα ή επινόημα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

 

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου προκύπτει ότι για να αποδειχθεί το αδίκημα της απάτης, πρέπει να  υπάρχει δόλιο τέχνασμα ή επινόημα, απόκτηση από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή να υπάρχει υποκίνηση σε άλλον να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν, ή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη η οποία θα παραδιδόταν αν δεν χρησιμοποιείτο τέτοιο τέχνασμα ή επινόημα.

 

Κρίνω σκόπιμο να καταγράψω το τι προνοούσε το Αγγλικό κείμενο του Κεφ. 154 σε σχέση με αδίκημα της απάτης (cheating) ούτως ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητό τι σημαίνει δόλιο τέχνασμα ή επινόημα (fraudulent trick or device) εφόσον αυτό είναι το actus reus του αδικήματος:

 

«Cheating - Any person who by means of any fraudulent trick or device obtains from any other person anything capable of being stolen or induces any other person to deliver to any person money or goods or any greater sum of money or greater quantity of goods than he would have paid or delivered but for such trick or device, is guilty of a misdemeanour, and is liable to imprisonment for three years.

 

 

Ιστορικά, στο κοινοδίκαιο δεν υπήρξε ποτέ αδίκημα απόκτησης περιουσίας με εξαπάτηση ή ξεγέλασμα. Οι ποινικά κολάσιμες πράξεις που περιβάλλονταν από ανεντιμότητα (dishonesty) ήταν μόνο όσες αφορούσαν σε επέμβαση σε περιουσία και μάλιστα φυσική. Αναγνωρίστηκε όμως το αδίκημα της απάτης (cheating) όπου οι ανέντιμες (dishonest) ή δόλιες (fraudulent) πράξεις συνοδεύονταν από κάποιο τέχνασμα ή επινόηση και για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα έπρεπε να αποδειχθεί η χρήση του τεχνάσματος ή της επινόησης. Ψέματα και ψευδείς παραστάσεις από μόνα τους δεν στοιχειοθετούσαν το αδίκημα. (βλ. Smith and Hogan Criminal Law, 2η έκδοση σελ. 383, 394, Kenny's Outlines of Criminal Law, 19η έκδοση παρ.334-339).

 

Δεν στοιχειοθετείτο το πλημμέλημα της εξαπάτηση ιδιωτών με απλή επιβεβαίωση ή ψέματος ή όπου η εξαπάτηση γινόταν με χρήση κάποιων τεχνασμάτων (βλ. Russel on Crime, 10η έκδοση, 2ος Τόμος σελ. 1369). Στην υπόθεση R v. Nehuff (1706) Salk. 151 o Κατηγορούμενος δανείστηκε ένα χρηματικό ποσό από κάποια και υποσχέθηκε να της αποστείλει καλής ποιότητας ύφασμα και χρυσόσκονη ως ενέχυρο και δεν έστειλε χρυσόσκονη παρά μόνο κάτι υφάσματα μηδαμινής αξίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν ζήτημα να επιλύσει ποινικό δικαστήριο και ότι ήταν σφάλμα της Παραπονούμενης που επέδειξε τέτοια εμπιστοσύνη στον Κατηγορούμενο. Στην R v Lara (1796) 6 T.R. 565 ένας ζυθοποιός κατηγορήθηκε ότι με πρόθεση να εξαπατήσει και καταδολιεύσει τον παραπονούμενο για να του αποσπάσει χρήματα, πώλησε και παράδωσε σε αυτόν δεκαέξι γαλόνια είδους μπύρας και πληρώθηκε για δεκαοκτώ ενώ γνώριζε ότι παρέδωσε δεκαέξι. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την υπόθεση τόνισε ότι δεν προκύπτει αδίκημα αλλά ζημία ανακτήσιμη με αγωγή. Όπως χαρακτηριστικά διερωτήθηκε ο Δικαστής Holt C.J. στην R v Jones (1703) 1 Salk. 379: «Shall we indict one for making a fool of another? Let him bring his action. » Ως καταγράφεται περαιτέρω, στο σύγγραμμα Αrchbold Criminal Pleading Evidence and Practice 36η έλκδοση, παρ. 2001 το αδίκημα της απάτης απαντάται πιο συχνά σε υποθέσεις που αφορούσαν στημένα ζάρια, ζυγαριές, σημαδεμένες τράπουλες κλπ (βλ. επίσης Russel on Crime ανωτέρω).

 

Στο σύγγραμμαW.Hawkins, «A Treatise of the Pleas of the Crown», 8th ed, 1824, Vol.1, Criminal Offences, παρ. 318-319, αναφέρεται ότι η εξαπάτηση συνίσταται σε:

 

«...deceitful practices, in defrauding or endeavouring to defraud another of his own right by means of some artful device, contrary to the plain rules of common honesty»

 

 

Ταυτόχρονα, όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα:

 

«The deceitful receiving of money from one man to another's use, upon a false pretence of having a message and order to that purpose is not punishable by a criminal prosecution because it is accompanied with no manner of artful contrivance but wholly depends on a bare naked lie»

 

Δεν παύουν όμως από τα να είναι δυο ξεχωριστά αδικήματα με συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Δεν θα αποδειχθεί το αδίκημα της απάτης χωρίς την χρήση απτών τεχνασμάτων ή επινόησης σε κάποια δόλια εμπορική πρακτική ακόμη και αν υπάρξει παράσταση όσο ευφάνταστη αυτή κι αν είναι.

 

Στο σύγγραμμα Harris's Criminal Law, 1968, 21η έκδοση, σελ. 496 αναφέρεται ότι:

 

«The offence of cheating an individual differs from that of obtaining money by false pretences in that it cannot be constituted by a mere fraud or falsehood without the use of some token or device or contrivance. Thus it is not a common law cheat merely to make short delivery under a contract.but it is.to use false weights or measures or to put any false mark or description upon an article»  

 

Εξ’ ου και απαιτείται η υποκίνηση κάποιου να παραδώσει σε άλλον χρήματα ή αγαθά περισσότερα από εκείνα που θα παρέδιδε αν δεν χρησιμοποιείτο το τέχνασμα ή η επινόηση. Ο δόλος πρέπει να έρχεται σκοπίμως και εκ προθέσεως.

 

Για μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή αλλά και ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν το αδίκημα της απάτης και των ψευδών παραστάσεων παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Λ. Πασχαλίδη Ε.Δ. ως ήταν τότε, στην Αδάμου ν. Γεωργιάδη κ.α. Αρ. Υπ. 1987/13 Ε.Δ. Λεμεσού, ημερ. 7.9.2016).

 

Συνοψίζοντας, η διαφορά μεταξύ των δυο αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι για το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας χρειάζεται ψευδής παράσταση ενώ για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας χρήση απτών πανούργων τεχνασμάτων ή συσκευών.

 

Αδυνατώ να αντιληφθώ ποιο ήταν εκείνο το τέχνασμα ή επινόηση ή μαραφέτι (βλ. Αδάμου ανωτέρω) από πλευράς Κατηγορούμενων το οποίο θα τους εξασφάλιζε χρήματα τα οποία δεν θα λάμβαναν εάν δεν υποκινούσαν τον ΜΚ1 να τα πληρώσει. Τα μέρη στην υπό εξέταση περίπτωση κατάρτισαν μια συμφωνία. Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας παραγγέλθηκε εκ των πραγμάτων το κάλυμμα της πισίνας (Τεκμήριο 1). Εφόσον προνοείτο η εγκατάσταση καλύμματος στην συμφωνία και αυτό παραγγέλθηκε δεν μπορεί ο Παραπονούμενος να εξαπατήθηκε για να δώσει τα χρήματα διότι ούτως ή άλλως ήταν συμφωνημένο να πράξει αυτό. Η συμφωνία που κατάρτησαν προνοούσε την εκτέλεση διάφορων εργασιών οι οποίες ήταν κοινά αποδεκτό ότι διεξάγονταν και προχωρούσαν μέχρι που ο Παραπονούμενος τερμάτισε την συμφωνία. Συνεπώς δεν μπορεί να υπήρξε τέχνασμα ή συσκευή εφόσον όλα προνοούνταν εγγράφως σε συμφωνία. Σημειώνω επιπρόσθετα ότι ούτως ή άλλως ο Παραπονούμενος έπρεπε να καταβάλει χρήματα για το κάλυμμα. Ο Κατηγορούμενος 2 δεν αμφισβήτησε ότι είπε στον Παραπονούμενο πως αν πλήρωνε προκαταβολικά €7.000 θα μπορούσε να του εξασφαλίσει καλύτερη τιμή για το κάλυμμα. Στο Τεκμήριο 14 ανωτέρω φαίνεται ότι η αξία ήταν κάτω από τις €10.000 που υποστήριξε ο ΜΚ1 συμφώνησαν άρα χαμηλότερης αξίας. Η πρώτη κατηγορία θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Προχωρώντας στην 2η κατηγορία, δεν υπήρξε παράσταση η οποία εξ αρχής ήταν ψευδής. Στην ίδια την συμφωνία προνοείτο η εγκατάσταση του καλύμματος. Αν το σκέπαστρο δεν παραδόθηκε για τους λόγους που δεν παραδόθηκε είναι αδιάφορο για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, εφόσον οι λεπτομέρειες του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας που καθορίζουν και το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η οποιαδήποτε πιθανή ποινική ευθύνη των Κατηγορούμενων ξεκάθαρα θέτουν ως ψευδή παράσταση το γεγονός ότι δεν υπήρξε σκοπός να αγοραστεί. Συνεπώς και αυτή η κατηγορία πρέπει να απορριφθεί.

 

Είναι δεδομένο ότι υπάρχουν οικονομικές διαφορές μεταξύ των διαδίκων οι οποίες προκύπτουν από συμφωνία εκτέλεσης εργασιών. Η κάθε πλευρά διατείνεται ότι η άλλη οφείλει να καταβάλει κάποια χρηματικά ποσά. Είναι διάχυτη η αστική χροιά που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση. Κατά συνέπεια, η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής μπορεί να παρουσίασε μια υπόθεση, η οποία πιθανώς να μπορούσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια μιας αστικής διαδικασίας για οποιαδήποτε τυχόν οικονομική ζημιά υπέστη ο Παραπονούμενος, όμως όχι στο βαθμό που ένα ποινικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει σε καταδίκη των Κατηγορούμενων για την διάπραξη του αδικήματος που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι (βλ. Μαργαρίτα Ιωάννου ανωτέρω).

 

Ζήτημα Δίκαιης Δίκης

Εκ των θέσεων που πρόβαλε η υπεράσπιση, τόσο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας όσο και μέσω της αγόρευσης ήταν ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα των κατηγορούμενων να τύχουν δίκαιης δίκης, αφ’ ενός γιατί δεν προηγήθηκε καταγγελία στην Αστυνομία, αφ’ ετέρου γιατί στάλθηκαν στην υπεράσπιση διαφορετικές προτεινόμενες γραπτές δηλώσεις του μάρτυρα κατηγορίας με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση κατά την αντεξέταση του αφού ο κ. Χρίστου αντεξέταζε τον ΜΚ1 στη βάση δήλωσης άλλης που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, προτού αντιληφθεί την διαφορά.

 

Αν και η τύχη της παρούσας έχει ήδη προδιαγραφεί, θα προχωρήσω να εξετάσω τον ισχυρισμό.

Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη διασφαλίζεται ασφαλώς από το άρθρο 6 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το άρθρο 30 του Συντάγματος. Βασική αρχή που διέπει το άρθρο 6 ως υπέδειξε και το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Gregarevic v Croatia App. No. 58331/09, απόφαση 10.10.2012 είναι το δίκαιο (fairness) και τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε είδους ποινική υπόθεση ανεξαρτήτως αδικήματος (βλ. Negulescu v Romania App. No. 11230/12, απόφαση 16.2.2021). Η εφαρμογή του άρθρου 6 επίσης καλύπτει ή καλύτερα επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, από την διερεύνηση μέχρι την καταδίκη (βλ. Dementyev v. Russia App. No. 43095/05 απόφαση 28.2.2014).

Η ισοδυναμία στα όπλα παίζει εξ ίσου σημαντικό ρόλο στην διαδικασία και διασφαλίζει ότι κάθε πλευρά θα έχει την ίδια ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση της υπό συνθήκες που δεν θα την έθεταν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης (βλ. Ocalan v Turkey App. No. 46221/99 απόφαση 12.5.2005, Foucher  v. France App. No. 22209/93 απόφαση 18.3.1997,  Bulut v Austria App. No. 17358/90 απόφαση 22.2.1996). Το σημαντικό είναι να δίδεται η ευκαιρία στα μέρη να έχουν γνώση και να μπορούν να σχολιάσουν κάθε τεκμήριο το οποίο υπάρχει πρόθεση να χρησιμοποιηθεί στο Δικαστήριο και το οποίο δύναται να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου (βλ. Brandstetter v Austria App. No. 13468/87 απόφαση 28.8.1991). Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να προβεί σε εύρημα ότι με την μη αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού υπήρξε προκατάληψη καθότι η περίπτωση μπορεί να δεικνύει παράβαση του άρθρου 6 ακόμη και στην απουσία προκατάληψης (βλ. ECHR Guidelines on Article 6, August 2022 σελ. 34).

Το κατά πόσο μια δίκη υπήρξε δίκαιη, αποτιμάται στο τέλος της διαδικασίας όπου και αξιολογείται στο σύνολο της (βλ. Παπάνδρεα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 45/14 απόφαση 5.10.2016, Κυπρίζογλου κ.α. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 53/17 κ.α. απόφαση 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465). Το βάρος απόδειξης φέρει ο κατηγορούμενος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε η υπεράσπιση του και οι ισχυρισμοί για παράβαση των δικαιωμάτων του δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά (βλ. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 505).

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το δικαίωμα του παραπονούμενου να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική υπόθεση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η διαφορά έγκειται στο ότι αφ’ ης στιγμής ένας ιδιώτης επιλέγει να προχωρήσει με καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης θέτοντας τον εαυτό του ως κατηγορούσα αρχή οφείλει να παρουσιάσει την υπόθεση του καλόπιστα ως θα όφειλε και η Αστυνομία σε περίπτωση που η υπόθεση καταχωρείτο από τις αστυνομικές αρχές.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ύπαρξης άλλης δήλωσης παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά ημερομηνίας 26.10.2023:

«Ε. Επί της ευκαιρίας μπορεί να μην διαβάζω καλά ελληνικά εγώ, “επισκέφθηκε το κατάστημα της PoolStar…εκ μέρους του”. Από την τελευταία παράγραφο κύριε Πρόεδρε, τελευταία σελίδα ρώτησα. Ρωτήσετε σαν το κατάστημα ήταν κλειστό, ποιον ρωτήσετε; Πως γίνεται τούτο το πράγμα επί της ευκαιρίας;

Α. Επί της ευκαιρίας τηλεφώνησα εδώ λέεις επί ευκαιρίας και μετά λες “επί ευκαιρίας…μου αγοράστηκε”. Δεν ξέρω αν διαβάζετε κάτι άλλο έτο τούτο.

Ε. Αλλάξετε το τρίτη φορά δηλαδή Ok, εντάξει, δεν το κατάλαβα. Συγνώμη. Επειδή στείλαν μου κύριε Πρόεδρε ένα email με μια γραπτή δήλωση, στείλαν μου δεύτερο email με άλλη γραπτή δήλωση και η γραπτή δήλωση η οποία κατέθεσαν είναι τρίτη γραπτή δήλωση. Εντάξει.

……….

Δικαστήριο: Κύριε Χρίστου, λέτε ότι λάβατε διαφορετικές καταθέσεις. Μια κατάθεση έχει ενώπιον του το Δικαστήριο. Τούτη που κατατέθηκε, τούτην ήθελαν να καταθέσουν. Αν αμφισβητείται, θα αντεξετάσετε, δεν χρειάζεται να κατατεθεί τούτο».

(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

Δεν ήταν ομολογουμένως η καλύτερη δυνατή διαδικασία που ακολουθήθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής. Προϋπόθετε όμως και από πλευράς υπεράσπισης στα πλαίσια ετοιμασίας της να γινόταν κάποιου είδους ξεκαθάρισμα του τι υπήρχε στην κατοχή της. Σημασία είχε το γεγονός ότι, παρά του σφάλματος που προέκυψε δεν περιορίστηκε από το Δικαστήριο με οποιοδήποτε τρόπο η αντεξέταση ούτε τέθηκε οποιοδήποτε αίτημα προς το Δικαστήριο για να υποβληθούν κάποιες θέσεις ή να τεθούν ερωτήσεις εκ νέου προς το μάρτυρα. Αντίθετα, με τον τρόπο που εξελίχθηκε η αντεξέταση δεν αντιλήφθηκα να έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση. Αντίθετα, ευθύς εξ αρχής διαφάνηκε η γραμμή υπεράσπισης και η αντεξέταση ήταν στοχευμένη ως προς την υπερασπιστική γραμμή των Κατηγορούμεων. Σημειώνω παρενθετικά ότι προτού αρχίσει η αντεξέταση και κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης είχα δώσει κάποιο χρόνο ούτως ώστε να επιθεωρηθούν και έγγραφα από πλευράς υπεράσπισης. Ως εκ τούτου δεν θεωρώ ότι επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα των Κατηγορούμενων σε δίκαιη δίκη.

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Τα έξοδα της διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος των Κατηγορούμενων ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                        

                                                                    (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Προσ Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητή


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο