EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

                                                                                                   Αρ. Υπόθεσης: 227/2020

 

                           Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας

                                                                                                   Κατηγορούσα Αρχή

                                                                                                                                                                                                                            ν

                                       Πολύκαρπος Ιωάννου  

                                                                                                   Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 29 Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

  Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους

Για τον Κατηγορούμενο: κα. Ε. Παρασκευά  

Κατηγορούμενος: Παρών

 

                                                               AΠΟΦΑΣΗ

      Δύο είναι οι κατηγορίες που προσάπτονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενο, ηλικίας 74 ετών[1]. Αυτές αφορούν στα αδικήματα της δημόσιας εξύβρισης[2] και της κοινής επίθεσης[3]. Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος την 4.8.19 στην Οδό Σαλαμίνος στην Επαρχία Λευκωσίας, εξύβρισε τον Θεοφάνη Μιχαήλ με τη φράση «πιάσε τους σκύλους σου πεζεβέγκη γαμώ τη μάνα σου να μεν σου δημιουργήσω πρόβλημα», με τέτοιο τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο σε επίθεση, ενώ την ίδια ημέρα και ώρα, του επιτέθηκε παράνομα. Κατέθεσαν προς απόδειξη της υπόθεσης, δύο μάρτυρες εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής. Ο κατηγορούμενος, κληθείς σε απολογία έδωσε μαρτυρία ενόρκως, καλώντας ακόμη ένα μάρτυρα προς υπεράσπιση του.

 

 

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

       Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ1), ο Αστυφύλακας 3278. Στην κατάθεση του Τεκμήριο 1 αναφέρει ότι την 27.9.2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον παραπονούμενο ο οποίος ανέφερε ότι δέχθηκε επίθεση από τον Κατηγορούμενο. Την 30.10.19 κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο για τα επί του κατηγορητηρίου αδικήματα. Η απάντηση του κατηγορούμενου ήταν ακόλουθη:

 

«Όλα αυτά είναι ψέματα. Η καταγγελία του συγκεκριμένου είναι σκόπιμη για να χρησιμοποιηθεί ως αντίμετρο στην καταγγελία που έκαμα για την επίθεση που δέχθηκα. Η καταγγελία του έγινε μετά από 2 μήνες, αφού τον εντόπισε η Αστυνομία και ανακρίθηκε σε σχέση με το παράπονό μου. Είναι φανερό ότι προέβη στην καταγγελία για να είναι ως ελαφρυντικό για το παράπονo μου. Επίσης να σημειωθεί ότι ο άντρας αυτός στις 23.9.2019 όταν συναντηθήκαμε στα γραφεία του ΤΑΕ Λευκωσίας μου είπε ότι δεν είχε πρόθεση να μου κάνει κακό και μου εισηγήθηκε να με αποζημιώσει και να αποσύρω την καταγγελία μου από την Αστυνομία».

Κατατέθηκαν στη διαδικασία ως Τεκμήρια 2 και 3 αντίστοιχα, η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου και η γραπτή καταγγελία που του αποδόθηκε. Η ανακριτική κατάθεση του παραπονούμενου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 στη διαδικασία. Κύρια θέση της υπεράσπισης ήταν ότι, κακώς κατηγορήθηκε το ενώπιον του Δικαστηρίου πρόσωπο μετά την πάροδο 2 (και πλέον μηνών) από το φερόμενο περιστατικό, με μόνη μαρτυρία εναντίον του, αυτήν του παραπονούμενου, γιατί η εν λόγω μαρτυρία, δεν είναι γνήσια. Ο ΜΚ1 απάντησε ότι αποτελεί καθήκον της αστυνομίας όπως, παρά τον όποιον διαρρεύσαντα χρόνο, διερευνήσει οποιοδήποτε παράπονο κοινοποιηθεί στις αρχές. Ρωτήθηκε κατά πόσον διερεύνησε τους ισχυρισμούς αμφότερων εμπλεκομένων ότι υπήρχαν στη σκηνή αυτόπτες μάρτυρες, με τον ΜΚ2 να απαντά ότι, αναζήτησε τον μάρτυρα στον οποίο έκανε αναφορά ο κατηγορούμενος ως να ήταν παρών στο περιστατικό, λαμβάνοντας από αυτόν, κατάθεση.  Ρωτήθηκε επισταμένα ο μάρτυρας γιατί δεν συμπεριλήφθηκε ο αυτόπτης μάρτυρας, ως μάρτυρας κατηγορίας επί του κατηγορητηρίου, με τον ΜΚ1 να απαντά ότι «…η μαρτυρία ενός και μόνο ατόμου είναι ικανοποιητική, για να καταδικαστεί κάποιος, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία του είναι αξιόπιστη. Επομένως, δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο να γίνει από πλευράς ανακρίσεων. Με μια μαρτυρία μπορεί να προχωρήσει ο φάκελος». Φανερώθηκε δια της αντεξετάσεως του μάρτυρα ότι εναντίον του νυν παραπονούμενου εκκρεμεί αντίστοιχη ποινική υπόθεση για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης που φέρεται ο ίδιος να επέφερε στον ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενο, στα πλαίσια της υπό εκδίκασης συμπλοκής. Συμφώνησε ο μάρτυρας με την κα. Παρασκευά ότι, όταν ο κατηγορούμενος στην παρούσα προέβη (αυθημερόν), σε καταγγελία για το επίμαχο συμβάν, δεν γνώριζε τα στοιχεία του παραπονούμενου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην εντοπίζεται προ του μηνός Οκτωβρίου 2019, ήτοι μετά από πάροδο δύο και πλέον μηνών. Είναι γεγονός δήλωσε ο μάρτυρας ότι ο παραπονούμενος, με το που ενημερώθηκε για την καταγγελία που εκκρεμούσε εναντίον του, εξέφρασε την επιθυμία όπως αντίστοιχα καταγγείλει τα όσα έλαβαν χώρα την επίδικη ημέρα. Σε ερώτηση της υπεράσπισης κατά πόσον ο παραπονούμενος επισκέφθηκε ιατρό για τα κατ΄ισχυρισμόν τραύματα που του επέφερε ο κατηγορούμενος, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Τον χώρο του ισχυριζόμενου αδικήματος επισκέφθηκε, δήλωσε, ο οποίος είναι υπαίθριος χώρος πλησίον του «πάρκου» με το οδόστρωμα να αποτελείται από χώμα.

 

     ΜΚ2, ο παραπονούμενος. Στην κατάθεση του Τεκμήριο 4, περιγράφει τα γεγονότα ως ακολούθως. Τη συγκεκριμένη ημέρα έπαιρνε για περίπατο, δύο σκύλους. Αμφότερους είχε δεμένους με περιλαίμιο και λουρί. Ο ένας σκύλος ήταν ιδιοκτησίας του, ενώ ο άλλος αποτελεί σκύλο οικογενειακού του φίλου, τον οποίον φιλοξενούσε.  Πέρασε από «το πάρκο των σκύλων» κοντά στην πύλη Αμμοχώστου, δίπλα από το χώρο στάθμευσης  της εταιρείας «Travel Express». Ένας κύριος εκεί, τάιζε πολλούς αδέσποτους γάτους. Οι σκύλοι άρχισαν να γαβγίζουν. Ο κύριος (κατηγορούμενος), εκστόμισε τα όσα καταγράφονται στις Λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας. Ο ίδιος απάντησε: «Σταμάτα να με βρίζεις γιατί εννά ξαπολύσω τους σιήλους να φαν τους κάττους σου». Προχώρησε, για να εισέλθει εντός του πάρκου, όταν ένιωσε κτυπήματα από πέτρες στην πλάτη και στο κεφάλι του. Γυρνώντας προς τα πίσω, είδε τον κατηγορούμενο να κρατά στο χέρι του μία χοντρή βέργα και να του ρίχνει πέτρες. Πρόσεξε ότι στο σημείο ήταν δύο οδηγοί της προαναφερθείσας εταιρείας ταξί, οι οποίοι βρίσκονταν σε απόσταση 2 μέτρων από τους ίδιους. Για να καλύψει το πρόσωπό του από τις πέτρες που δεχόταν, άφησε τα λουριά. Οι σκύλοι έτρεξαν προς το πάρκο. 

 

 

Ο κατηγορούμενος συνέχισε να τον πλησιάζει ρίχνοντας του πέτρες. Ο ίδιος τον παρακάλεσε να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος τον κτύπησε με την βέργα πάνω στον δεξιό αγκώνα, στο λαιμό και στον κορμό. Από τα χτυπήματα έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος. Ενώ βρισκόταν στο έδαφος, ο κατηγορούμενος τον ξαναχτύπησε στον κορμό και τον κλώτσησε. Ο παραπονούμενος του έπιασε τη βέργα την οποία «γύρισε πάνω του (στον κατηγορούμενο) κτυπώντας τον μία, δύο φορές στο χέρι και στον κορμό». Ακολούθως, έριξε το ξύλο στο έδαφος λέγοντας του «να σταματήσει για να πάνε σπίτι τους». Ο κατηγορούμενος έπιασε τη βέργα από το έδαφος, κτυπώντας τον ξανά στα χέρια και στον κορμό. Ο παραπονούμενος τον έσπρωξε απωθώντας τον, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να πέσει στο έδαφος. Ο παραπονούμενος βρέθηκε πάνω από τον κατηγορούμενο κρατώντας του τα χέρια. Οι οδηγοί τράβηξαν τον παραπονούμενο από πάνω του. Ο κατηγορούμενος αφού σηκώθηκε έσπρωξε εκ νέου τον παραπονούμενο, με τους οδηγούς να συγκρατούν τον πρώτο για να μην του επιτεθεί εκ νέου. Ο ΜΚ2 στη συνέχεια αποχώρησε από το μέρος μαζί με τους σκύλους. Ερωτηθείς αν γνωρίζει τον κατηγορούμενο, απάντησε ότι τον βλέπει τακτικά «στη γειτονιά» όμως δεν συνομίλησαν ποτέ ξανά στο παρελθόν. Οι σκύλοι είναι διασταύρωση, μεσαίου μεγέθους και ομοιάζουν με λαμπρατόρ.

 

Κατά την κυρίως εξέταση ανέφερε ότι ποτέ δεν έδωσε εντολή στους σκύλους όπως επιτεθούν του παραπονούμενου, μήτε ανέφερε ποτέ την λέξη «attack». Ο σκύλος που είναι πλέον ιδιοκτησίας του, ήταν μέχρι πρότινος, αδέσποτος και συνεπώς είναι αδύνατον να γνωρίζει μια τέτοια οδηγία, ενώ ο σκύλος που φιλοξενούσε δεν έχει λάβει κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση. Με δεδομένο ότι μένει σε διαμέρισμα με μικρά παιδιά, είναι φύση αδύνατον οι σκύλοι να γνωρίζουν τέτοιες εντολές. Επέμενε ότι ποτέ δεν εξύβρισε ο ίδιος τον κατηγορούμενο. Ενημερωθείς ότι ο κατηγορούμενος από το συμβάν υπέστη  κάταγμα στον αγκώνα του αριστερού του χεριού αλλά και στον σπόνδυλο, ο μάρτυρας απάντησε ότι τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν σε αυτοάμυνα και καμία πρόθεση είχε όπως προκαλέσει στον κατηγορούμενο τον όποιο τραυματισμό. Πρόθεση του ήταν όπως σταματήσει ο κατηγορούμενος από το να τον κτυπά.

 

Ο λόγος που δεν κατήγγειλε ο ίδιος το περιστατικό ήταν γιατί «ο κατηγορούμενος είναι ηλικιωμένος και ο ίδιος ήθελε να το ξεχάσει και να μην δώσει συνέχεια». Δεν επιθυμούσε όπως εξεταστεί σε σχέση με τα τραύματα του, γιατί αυτά περιορίζονταν σε μώλωπες. Η συμβία του η οποία είναι εργοθεραπεύτρια τον περιέθαλψε. Αναγνώρισε τα γυαλιά ηλίου που απώλεσε εκείνη την ημέρα ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία, ως Τεκμήριο 5. Αντεξετασθείς ως προς το γιατί δεν κατήγγειλε ο ίδιος το περιστατικό ο ΜΚ2 αποκρίθηκε:  

 

«Εντιμότατη, μετά από δύο μήνες, ήρθε η αστυνομία στο σπίτι μου και εννοείται από τη  στιγμή που ο κατηγορούμενος ήθελε να με κατηγορήσει για κάτι που δεν έχω κάνει, εννοείται ότι ήθελα να κάμω και εγώ καταγγελία». 

Περιέγραψε στο Δικαστήριο τη διαδρομή που ακολούθησε, δηλώνοντας ότι τους σκύλους έπαιρνε καθημερινά στο πάρκο των σκύλων, το οποίο φέρει δύο εισόδους. Η μία είσοδος είναι από το γήπεδο του «Ολυμπιακού στον Προμαχώνα» όπου βρίσκεται ο χώρος στάθμευσης των οχημάτων του Travel Express, ενώ η άλλη είσοδος είναι από την αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη». Στο πρώτο σημείο, βρίσκεται ένα μικρό λυόμενο κτίριο, το οποίο λειτουργεί ως γραφείο εξυπηρέτησης της προαναφερθείσας εταιρείας, ταξί. Το έδαφος στο χώρο αποτελείται από γρασίδι, αγριόχορτα και πέτρες. Οι πέτρες που του έριχνε ο κατηγορούμενος «ήταν, όλων των μεγεθών». Στην ερώτηση κατά πόσον ο ίδιος εξύβρισε (πρώτος) τον κατηγορούμενο με την φράση: «Πουστόγερο γιατί ταΐζεις του κάττους που είναι ξιμαρισμένοι;» ο ΜΚ2 απάντησε:

 

«Να σας πω την αλήθεια τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν πρωί, αποκλείεται να ασχολήθηκα. Είμαι φιλόζωος, έχω και εγώ γατιά και εκείνος άρχισε να λέει για τους σκύλους και δεν πρέπει να ασχολήθηκα εγώ μαζί του. Εγώ καθημερινά παίρνω τους σκύλους. Με γνωρίζουν και άτομα εκεί που φέρνουν και εκείνοι τους σκύλους τους και οι σκύλοι γνωρίζουν και τους χώρους. Άρα δεν έκαμα, δεν υπάρχει κάτι έτσι. Και να άρχισαν να γαβγίζουν, εν λογικό, ήταν αρκετοί για να γαβγίζουν. Τους είχα δεμένους. Δεν τον εξύβρισα τον κύριο».

Επανέλαβε ότι ποτέ δεν επιτέθηκε πρώτος στον κατηγορούμενο, είτε λεκτικά είτε σωματικά, ενώ αρνήθηκε τη θέση ότι οι σκύλοι επιτέθηκαν ή πλησίασαν τον κατηγορούμενο οιανδήποτε στιγμή. Αντίθετα δήλωσε, με το που άφησε τα λουριά, οι σκύλοι έτρεξαν προς το πάρκο και ο ίδιος αγχώθηκε ότι θα τους έχανε.

Από την επίθεση που δέχθηκε με τη βέργα, ο ίδιος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος. Τότε και μόνο ήταν που έπιασε τη βέργα από τα χέρια του κατηγορούμενου, κτυπώντας τον. Μάλιστα δήλωσε, αφού τον αφόπλισε, έριξε τη βέργα στο πάτωμα, παρακαλώντας τον κατηγορούμενο όπως «σταματήσουν για να πάνε σπίτι τους». Αντί όμως να σταματήσει ο κατηγορούμενος, προσπάθησε να τον κτυπήσει ξανά, εξ’ ου και τον έσπρωξε στο δάπεδο και βρέθηκε από πάνω του. Τα ονόματα των οδηγών ταξί ποτέ δεν ζήτησε όπως μάθει.   

 

Στη θέση της υπεράσπισης ότι και τον Ιούλιο του 2020 είχε αφήσει επίτηδες, ελεύθερο το σκύλο του με σκοπό να επιτεθεί (και πάλι) στον κατηγορούμενο και στους γάτους που αυτός τάιζε, ο μάρτυρας απάντησε ότι είναι πιθανόν να συνάντησε τον κατηγορούμενο προηγουμένως, αφού διαμένει κοντά στο Άγαλμα της Ελευθερίας, όμως, ποτέ δεν αφήνει ελεύθερο το σκύλο του, παρά μόνο εντός του ειδικά διαμορφωμένου πάρκου. Το λυόμενο δήλωσε, βρίσκεται επί ασφαλτοστρωμένου δρόμου, εκεί ακριβώς που ξεκινούν οι δύο είσοδοι του πάρκου. Παρά την ασφαλτόστρωση, στο χώρο υπάρχουν και νησίδες, εντός των οποίων υπάρχει χώμα και πέτρες. Οι νησίδες αυτές είναι τοποθετημένες περιμετρικά γύρω από τα τείχη. Η απόσταση μεταξύ του λυόμενου γραφείου από τα τείχη είναι περίπου 2 μέτρα. Η υπεράσπιση έθεσε στον μάρτυρα ότι: (α) ο κατηγορούμενος δεν είχε κανένα λόγο όπως ρίξει πέτρες στον ίδιο, (β) ότι δεν έφερε πέτρες στις τσέπες του ή στο σώμα του, (γ) ότι δεν διένυσε μια απόσταση πέντε (5) (κατά την υπεράσπιση), μέτρων, με σκοπό την περισυλλογή πετρών για να του τις ρίξει και (δ) ότι θα ήταν αδύνατον να ρίχνει πέτρες με το ένα χέρι, κρατώντας τη βέργα στο άλλο. Στις πιο πάνω θέσεις ο μάρτυρας απάντησε εμμένοντας στους ισχυρισμούς του περί πετροβολισμού, γεγονός το οποίο θα  μπορούσαν συμπλήρωσε, να επιβεβαιώσουν οι οδηγοί της ιδιωτικής εταιρείας ταξί. Στη θέση της κας. Παρασκευά ότι ο ίδιος, πρώτος, εξύβρισε τον κατηγορούμενο, ο μάρτυρας απάντησε ότι τη δεδομένη στιγμή το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να πάρει τους σκύλους βόλτα και «καμία πρόθεση να έρθει σε επαφή ή συνομιλία με άγνωστα πρόσωπα» δεν είχε. Ο λόγος που άφησε τα λουριά από τα χέρια του ήταν γιατί όφειλε να προστατεύσει τη σωματική του ακεραιότητα από τις πέτρες που του έριχνε ο κατηγορούμενος.

Υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι έφυγε από το χώρο αφήνοντας έναν άνθρωπο που έφερε την τριπλάσια ηλικία του αβοήθητο και κτυπημένο, στο έδαφος. Στη θέση αυτή ο παραπονούμενος απάντησε ότι παρόντες ήταν οι οδηγοί ταξί, άρα ο κατηγορούμενος δεν ήταν μόνος του στο χώρο, ενώ εξ΄όσων είδε πριν αποχωρήσει, ο κατηγορούμενος είχε σηκωθεί και περπατούσε «μια χαρά». Αρνήθηκε ότι προθυμοποιήθηκε να αποζημιώσει τον κατηγορούμενο με αντάλλαγμα την απόσυρση του παραπόνου όταν συναντήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό.

 

Μαρτυρία Υπεράσπισης

     Εκ διαμέτρου αντίθετες οι θέσεις του κατηγορούμενου στην κατάθεση του, Τεκμήριο 2, ως προς το πώς εκτυλίχθηκε το περιστατικό. Την επίδικη ημέρα μετέβηκε «στην τάφρο Ποδοκάτορο, που είναι το άνοιγμα του Κολοκασίδη». Εκεί υπάρχει το λυόμενο γραφείο της εταιρείας Travel Express,  στην οποία εργαζόταν για αριθμό ετών μέχρι την αφυπηρέτηση του. Μεταβαίνει καθημερινά στον εν λόγω χώρο φροντίζοντας αδέσποτους γάτους. Καθώς τάιζε τους γάτους πέρασε από δίπλα του ένας άγνωστος άντρας ο οποίος κρατούσε δύο σκύλους, χρώματος καφέ, από το λουρί. Ο παραπονούμενος τον εξύβρισε άνευ λόγου και αιτίας, λέγοντας του, «πουστόγερο γιατί ταΐζεις τους κάττους που εν ξιμαρισμένοι;». Ο ίδιος του αποκρίθηκε: «Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Πήγαινε στη δουλειά σου». Αμέσως ο άγνωστος, φώναξε τους σκύλους με το όνομά τους και άφησε τα λουριά.  Οι σκύλοι έτρεξαν κατά πάνω του, γαβγίζοντας. Ο ίδιος φοβήθηκε ότι θα τον δαγκώσουν. Έτρεξε προς το αυτοκίνητό του το οποίο είχε σταθμευμένο, πίσω από το λυόμενο. Από εκεί πήρε μια βέργα την οποίαν χρησιμοποιεί για περπάτημα, «όπως τη βέργα του βοσκού», ενός μέτρου περίπου, κουνώντας την στον αέρα και κτυπώντας την στο πάτωμα. Σκοπός του ήταν να αμυνθεί και να αποτρέψει τους σκύλους από το να τον δαγκώσουν. Ο παραπονούμενος έτρεξε κατά πάνω του αρπάζοντας την βέργα από τα χέρια του, κτυπώντας τον στο αριστερό του χέρι. Αμυνόμενος ο κατηγορούμενος, την άρπαξε από τα χέρια του παραπονούμενου. Οι δύο τους ήρθαν σε επαφή, με τον κατηγορούμενο να πέφτει στο έδαφος.

 

 

Ο παραπονούμενος έπεσε από πάνω του. Μαζί με τον παραπονούμενο ακολούθησαν και οι σκύλοι οι οποίοι επίσης βρέθηκαν πάνω του, πατώντας τον μεταξύ άλλων και στο στήθος, χωρίς όμως να τον δαγκώσουν. Στην προσπάθειά του να απωθήσει τον παραπονούμενο, τον έσπρωξε προς τα πίσω. Οι οδηγοί της εταιρείας τους χώρισαν, βοηθώντας τον κατηγορούμενο να σηκωθεί από το έδαφος. Ανακρινόμενος, ανέφερε ότι παρών στο συμβάν ήταν ο πρώην συνάδελφος του, Γιώργος Ταλιαδώρος. Εκείνος τους χώρισε. Το όνομα του άνδρα που τον χτύπησε δεν γνωρίζει, μπορεί όμως, αν τον δει, να τον αναγνωρίσει. Ο παραπονούμενος έφυγε πεζός με τους σκύλους από το μέρος, με τον κατηγορούμενο να μεταβαίνει αμέσως στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού για να καταγγείλει το γεγονός.

 

     Η κυρίως εξέταση του μάρτυρα αποτέλεσε μια επανάληψη των όσων καταγράφονται στην κατάθεση του. Τον παραπονούμενο, είδε ακόμη μια φορά περί τα τέλη Ιουλίου του 2019 κοντά στο Άγαλμα της Ελευθερίας. Και εκείνη τη φορά, ο παραπονούμενος άφησε ελεύθερο το σκύλο του, φωνάζοντας προς τον κατηγορούμενο -ο οποίος τάιζε τους αδέσποτους γάτους- : «Θα τους φάω όλους τους γάτους». Προηγουμένως δεν έτυχε να ξαναδεί τον παραπονούμενο. Δύο μήνες μετά το επίδικο περιστατικό, του ζητήθηκε από την αστυνομία όπως μεταβεί στο σταθμό για σκοπούς αναγνώρισης, ως και έπραξε. Την 23.9.19 αναγνώρισε τον παραπονούμενο ως το πρόσωπο που του επιτέθηκε. Ο παραπονούμενος στην εκεί συνάντηση τους, προσφέρθηκε να τον αποζημιώσει για τα τραύματα που υπέστη.  Ένεκα της επίθεσης που δέχθηκε, συνέχισε ο κατηγορούμενος, υπεβλήθη σε εγχείρηση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ενώ στην συνέχεια νοσηλεύτηκε για ενάμιση μήνα στο φυσικοθεραπευτήριο, «Αρήτη» μέχρι την αποκατάσταση του. Ερωτηθείς αν επιτέθηκε στον παραπονούμενο ρίχνοντας του πέτρες, απάντησε ότι το έδαφος στο χώρο που βρίσκεται το λυόμενο γραφείο αποτελείται από άσφαλτο, ενώ τον χώρο καθαρίζουν καθημερινά υπάλληλοι του Δημαρχείου. Η απόσταση μεταξύ γρασιδιού και λυόμενου γραφείου είναι περί τα πέντε μέτρα, ενώ η απόσταση μεταξύ λυόμενου μέχρι το ίδιο το πάρκο, είναι περί τα 700 μέτρα.

 

 

     Αντεξετασθείς απάντησε ότι παρόντες στο χώρο ήταν οι Ταλιαδώρος και Κυριάκος Κυριάκου ο οποίος όμως ήταν «μέσα στα τηλέφωνα». Ο Ταλιαδώρος ήταν περί το ένα μέτρο από τους ίδιους όταν ξεκίνησε το περιστατικό και σίγουρα πρέπει να είδε τον παραπονούμενο να αφήνει επίτηδες τους σκύλους του. Ερωτηθείς αν είναι δυνατόν ο πρώην συνάδελφος του να είδε την επίθεση, ως ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου, και να μην έπραξε οτιδήποτε, ο μάρτυρας απάντησε ότι στη σκηνή πλησίασε μόνο, όταν είδε τον ίδιο στο έδαφος και τον παραπονούμενο από πάνω του. Εξ’ όσων γνωρίζει, την ώρα που εκτυλίσσετο το γεγονός, ο Ταλιαδώρος φωνάχθηκε εντός του λυόμενου για να παραλάβει το δρομολόγιο, εξ’ου και δεν ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου. Ρωτήθηκε γιατί δεν μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του, «αφού φοβήθηκε τόσο πολύ από τους σκύλους» με τον μάρτυρα να απαντά ότι δεν το σκέφτηκε εκείνη την ώρα. Θεώρησε ευκολότερο να πιάσει την βέργα και να φοβίσει τους σκύλους, παρά να ανοίξει το αυτοκίνητο και να μπει μέσα, γιατί μια τέτοια κίνηση «θα τον καθυστερούσε». Ο ίδιος για να αμυνθεί έπιασε τη βέργα, την κουνούσε στον αέρα, την χτυπούσε στο πάτωμα και οι σκύλοι γάβγιζαν συνέχεια. Ο παραπονούμενος έτρεξε προς το μέρος του, έπιασε τη βέργα τον χτύπησε στον αριστερό του αγκώνα και ξεκίνησε, κρατώντας τη βέργα να απομακρύνεται. Ο ίδιος τον ακολούθησε και του είπε να του την επιστρέψει, αρπάζοντας την από το χέρι του, με τον παραπονούμενο να τον σπρώχνει στο έδαφος και να πέφτει από πάνω του. Τον ακινητοποίησε, κρατώντας του τα χέρια στο έδαφος, με τους σκύλους να είναι γύρω από το κεφάλι του.

 

Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι ο παραπονούμενος βρισκόταν σε κατάσταση αυτοάμυνας, απάντησε ότι «δεν γίνεται κάποιος να είναι σε αυτοάμυνα (παραπονούμενος), όταν ο ίδιος (κατηγορούμενος), βρισκόταν στο δάπεδο με τον παραπονούμενο από πάνω του». Γι’ αυτό άλλωστε, δήλωσε, αναγκάστηκε να επέμβει ο Ταλιαδώρος, γιατί ο παραπονούμενος δεν έφευγε από πάνω του. Στη θέση ότι, ο κατηγορούμενος δεν απειλείτο «από την στιγμή που ο παραπονούμενος έπιασε την βέργα και απομακρυνόταν», ο μάρτυρας απάντησε ότι, μοναδικός λόγος που πλησίασε τον παραπονούμενο ήταν γιατί επιθυμούσε την επιστροφή της περιουσίας του, όχι για να του επιτεθεί. Αμέσως ο παραπονούμενος τον έριξε στο έδαφος. Ποτέ δεν έριξε ο παραπονούμενος (ως ισχυρίζεται), τη βέργα στο πάτωμα λέγοντας του να «σταματήσουν». Στη θέση της κας. Χαραλάμπους ότι ο ίδιος εξύβρισε πρώτος τον παραπονούμενο ο μάρτυρας απάντησε:

«Είμαι 76 χρονών άνθρωπος και δεν έχω κανένα δικαίωμα να υβρίζω τον κάθε άνθρωπο, συνάνθρωπό μου με αυτές τις λέξεις που μου λέεις. Δεν έχω κανένα δικαίωμα, γιατί με πιάνει ο Νόμος».

 

Αν οι ισχυρισμοί του παραπονούμενου δήλωσε, ήταν αληθείς, δεν θα του πρότεινε την 23.9.19 να τον αποζημιώσει, με αντάλλαγμα την απόσυρση του παραπόνου του. Αν υπήρχε ίχνος αλήθειας στις θέσεις του, συνέχισε, θα πήγαινε και ο παραπονούμενος στην αστυνομία να καταγγείλει το περιστατικό, επιμένοντας ότι στο σημείο δεν υπάρχουν πέτρες. Το μόνο σημείο στο οποίο μπορεί να εντοπιστεί χώμα, είναι μεταξύ των τειχών και της σιδερένιας σωλήνας που τοποθετήθηκε από την Unesco η οποία συνεχίζει κατά μήκος των τειχών, χώρος ο οποίος επίσης καθαρίζεται από υπαλλήλους του Δημαρχείου.

      ΜΥ2 ο κ. Ταλιαδώρος. Με την κατηγορούμενο υπήρξαν συνάδελφοι στην εταιρεία Travel Express. Ο κατηγορούμενος αφυπηρέτησε το 2016. Έκτοτε, μεταβαίνει καθημερινά στο χώρο για να ταΐσει τους αδέσποτους γάτους που βρίσκονται εκεί. Ενώ ο ίδιος ήταν εντός του γραφείου, άκουσε φωνές. Βγαίνοντας έξω από το γραφείο είδε τον κατηγορούμενο με έναν άγνωστο να φωνάζουν δυνατά. Ο άγνωστος κρατούσε δύο σκύλους από τα λουριά τους. Όπως μιλούσαν, ο κύριος είπε στους σκύλους την λέξη «attack», αφήνοντας τα λουριά, κατευθυνόμενος μαζί με τους σκύλους, προς τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος πήγε στο πίσω μέρος του γραφείου επιστρέφοντας με ένα κομμάτι ξύλο, προσπαθώντας να απωθήσει τους σκύλους. Ο κύριος «έπιασε το ξύλο, εγύρισε το και κτύπησε του (κατηγορούμενου) στο χέρι του το αριστερό». Ο ίδιος παρακολουθούσε τι συνέβαινε όμως δεν επέμβηκε γιατί, δεν είχαν «πιαστεί στα χέρια».

 

 

 

 

 

Στο μεσοδιάστημα:

 

«..εφώναξε του ο Γραμματικός για να πιάσει τη λίστα να πάει γραμμή. Όταν βγήκε ξανά από το γραφείο είδε τον Πόλη (κατηγορούμενο), πας το γρασίδι χαμέ, ανάσκελα και ο άλλος εκάθετουν που πάνω του. Οι σκύλοι ήταν μαζί με τον άλλο, εφκαίναν τζαι τζείνοι πάνω στον Πόλη. Ο άλλος ετσίλλαν τον χαμέ και φώναζε του διάφορα, «Εννα σε σκοτώσω, πουστόγιερο» τζαι ξέρω εγώ, έτρεξα τζιαμέ, λαλώ του «Σήκου που πάνω του, φύε που δαμέ» δεν έφευκε. Πήγα που πίσω του και έπηα τον που πίσω και τράβηξα πίσω για να φύει που πάνω του».

 

Tο όλο περιστατικό «με την βέργα και τις φωνές» έλαβε χώρα πάνω στον ασφαλτοστρωμένο χώρο στάθμευσης του «Κολοκασίδη». Την δεύτερη φορά που βγήκε έξω, οι δύο άνδρες ήταν στο χώρο του γρασιδιού, περί τα 5-10 μέτρα πιο κάτω.

      Αντεξετασθείς, αρνήθηκε τις υποβολές της κατηγορούσας αρχής ότι ήταν απρόθυμος να δώσει κατάθεση, ενώ στη θέση ότι ο αστυνομικός είχε προθυμοποιηθεί όπως μεταβεί και σπίτι του ακόμη, για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης, ανέφερε ότι το εν λόγω διάστημα ξυπνούσε η ώρα 05:30 το πρωί και εργαζόταν μέχρι τις 20:00 το βράδυ.  Σε καμία περίπτωση δεν ήταν απρόθυμος, ειδικά από τη στιγμή που το επεισόδιο δήλωσε, αφορούσε πρώην συνάδελφο του. Αρνήθηκε επίσης τη θέση ότι «ο ίδιος στεκόταν απαθής», δηλώνοντας ότι, «όταν ο άγνωστος έπιασε τη βέργα, συνέχισαν να συνομιλούν και να συζητούν. Δεν είχε αντιληφθεί, ότι ο άγνωστος είχε κτυπήσει τόσο δυνατά τον Πόλη, σπάζοντας του το χέρι». Όταν μάλιστα του φώναξε ο Γραμματικός για «φύγει για να ξεκινήσει το δρομολόγιο, του είπε: «να τους προσέχει να μεν πιαστούν στα χέρια». Ο ίδιος δεν άκουσε τον κατηγορούμενο να βρίζει, μήτε και είδε αυτόν να ρίχνει πέτρες στον άγνωστο. Εν πάση περιπτώσει συνέχισε, στο σημείο όπου βρίσκονταν οι δύο άνδρες την δεδομένη στιγμή, ήτοι πίσω από το γραφείο, δεν υπάρχει μήτε χώμα, μήτε πέτρες, παρά μόνο άσφαλτος. Χώμα και γρασίδι υπάρχει μπροστά από το γραφείο, στα 15 μέτρα περίπου, κοντά στα τείχη, εκεί που βρίσκονται οι προβολείς.         

 

 

 

 

Νομική Πτυχή/Αξιολόγηση Μαρτυρίας

      Έχω ως γνώμονά μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγησή της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές, το Δικαστήριο επιζητεί την ανεύρεση άλλης, επί των γεγονότων, αξιόπιστης μαρτυρίας, ενώ ακριβώς επειδή η όλη υπόθεση εδράζεται επί δύο διιστάμενων εκδοχών, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση,:

 

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275[4].

 

       Την μαρτυρία του ΜΚ1 το Δικαστήριο αποδέχεται ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Αν και δεν τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας του, αυτή, ουδόλως διαφώτισε το Δικαστήριο ως προς τα γεγονότα. Η μαρτυρία του ΜΚ1 πέραν της γενικής εικόνας που παρουσίασε δεν ήταν τέτοια που να βοηθά το Δικαστήριο στην διαπίστωση οποιουδήποτε ευρήματος σε σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες. Τις ενέργειες που έπραξε σε σχέση με την διερεύνηση της υπόθεσης αποδέχομαι. Παρά τις υποβολές της υπεράσπισης ότι η αστυνομία διερεύνησε ένα παράπονο το οποίο ήταν κακόπιστο εν τη γενέσει του, ο ΜΚ1 εξήγησε ότι αποτελεί καθήκον των αρχών όπως διερευνήσουν οποιοδήποτε παράπονο τεθεί ενώπιον τους, παρά την όποιαν πάροδο χρόνου. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ότι έλαβε κατάθεση από τον κ. Ταλιαδώρο, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη εντός του ποινικού φακέλου υπ’ αριθμό ΛΕΦΤ/ΤΑΕΣ/480/19, η οποία αφορά στο παράπονο του κατηγορούμενου εναντίον του νυν παραπονούμενου.

     

      Η μαρτυρία του ΜΚ2 προβλημάτισε έντονα το Δικαστήριο. Από τη μία δήλωνε με βεβαιότητα ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα επίθεσης από τον κατηγορούμενο, από την άλλη αντεξετασθείς, δεν μπορούσε να δώσει μια σαφή απάντηση ως προς το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα και ποιο από τα δύο πρόσωπα, ήτοι κατηγορούμενος ή παραπονούμενος, ξεκίνησε τη φραστική αντιπαράθεση. Ρωτήθηκε από την κατηγορούσα αρχή κατά πόσον ο ίδιος εξύβρισε πρώτος τον κατηγορούμενο, όμως η απάντηση του μάρτυρα, ουδόλως άφησε το Δικαστήριο με την εντύπωση ότι ο παραπονούμενος ήταν μάρτυρας αληθείας. Η απάντηση του ότι, «αποκλείεται να ασχολήθηκα, γιατί ήταν πρωί» ή «δεν πρέπει να ασχολήθηκα», πόρρω απέχουν από το να αντανακλούν όσα ανέφερε ανακρινόμενος στις αστυνομικές αρχές. Εντύπωση δεν μπορεί παρά επίσης να προκαλέσει το γεγονός ότι, κληθείς να περιγράψει τα γεγονότα κατά την κυρίως εξέταση του, καμία αναφορά δεν έκανε στην κατ΄ισχυρισμόν εξύβριση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, ως αυτή αποδίδεται στον τελευταίο μέσω της πρώτης κατηγορίας, η εκστόμιση της οποίας υποτίθεται, αποτέλεσε και την απαρχή του όλου επεισοδίου, μήτε και ιδιαίτερη αναφορά ή λεπτομέρειες ήταν σε θέση να δώσει σε σχέση με τα φερόμενα τραύματα που υπέστη. Αντίθετα, η γενικότητα με την οποία απάντησε, πέραν της μίας φοράς κατά τη ζώσα μαρτυρία του επί του σημείου τείνει να καταδείξει ότι, ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για τις αρχικές αναφορές του. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν προτίθετο να καταγγείλει το περιστατικό, ως άφησε να νοηθεί, εγείρουν προβληματισμό στο κατά πόσον οι θέσεις του είναι στην ολότητα τους, επίπλαστες. Θα ανέμενε κανείς ότι ο νεαρός παραπονούμενος, ο οποίος αποχώρησε από το σημείο ως ανέφερε, «πονεμένος και πληγωμένος» δυνάμει των όσων βίωσε, πέφτοντας θύμα επίθεσης, θα ήταν σε θέση όπως διαφωτίσει το Δικαστήριο σε σχέση με τα τεκταινόμενα, όμως ο ίδιος, παρά την ευκαιρία που του δόθηκε, απαντούσε γενικά και υποθετικά.

 

Οξύμωρο κρίνεται επίσης το γεγονός ότι, ενώ τοποθετεί εαυτόν, κατά την έναρξη της λογομαχίας[5], επί του ασφαλτοστρωμένου χώρου, (θέση με την οποία συμπλέει επί του προκείμενου με την μαρτυρία του κατηγορούμενού και του ΜΥ1), επέμενε ότι ο κατηγορούμενος ενώ ήταν πλησίον του, επί της ασφάλτου, ξαφνικά, ξεκίνησε να του πετάει πέτρες. Δεν μπορεί όμως εδώ να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι, ο μοναδικός χώρος στον οποίο ενδέχετο να βρίσκονταν στο δάπεδο πέτρες, ήταν πλησίον των τειχών τα οποία ήταν σε μια απόσταση, τουλάχιστον 2 μέτρων (σύμφωνα με τον παραπονούμενο) από το σημείο που βρίσκονταν αμφότεροι. Με δεδομένο συνεπώς ότι ο παραπονούμενος «ήταν καθ’ οδόν» προς το πάρκο, προπορευόμενος, αυτό σημαίνει ότι, για να ευσταθεί ο ισχυρισμός του περί πετροβολισμού του από τον κατηγορούμενο, ο τελευταίος θα έπρεπε να είχε προσπεράσει τον παραπονούμενο για να πάρει τις πέτρες από το έδαφος, ενώ μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Η θέση του παραπονούμενου ότι τις πέτρες μπορεί να τις βρήκε κοντά στα τείχη, «από τα οποία μπορεί να πέφτουν», επιβεβαιώνουν της ως άνω Δικαστική συλλογιστική επί του προκείμενου, και φανερώνουν το αντιφατικό των θέσεων του κύριου μάρτυρα κατηγορίας. Η θέση του περιπλέον ότι, ο κατηγορούμενος εντελώς απρόκλητα, αισθάνθηκε την ανάγκη να μεταβεί στο όχημα του και να πάρει από αυτό μια βέργα και κρατώντας την να προχωράει προς τον παραπονούμενο, περιμαζεύοντας πέτρες (με το ένα του χέρι) από το έδαφος, ρίχνοντας αυτές και κτυπώντας τον ταυτόχρονα  με τη βέργα, όχι μόνο δεν πείθει αλλά δεν βρίσκει ούτε λογική στα δεδομένα της παρούσας.

 

Προβληματισμό επίσης δημιουργεί το γεγονός ότι ο ίδιος, παρά το τραυματικό της εμπειρίας που βίωσε, δεχόμενος κατ΄ισχυρισμόν ύβρις και επίθεση από τον κατηγορούμενο, ρίχνοντας τον στο έδαφος και τραυματίζοντας τον, ουδέποτε ένιωσε την ανάγκη είτε όπως επικοινωνήσει με την αστυνομία, καταγγέλλοντας το περιστατικό, είτε όπως φροντίσει να μάθει, είτε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ή έστω και μετά την πάροδο δύο μηνών, ήτοι όταν ενημερώθηκε ότι υπάρχει εναντίον του καταγγελία για τα όσα έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα, τα ονόματα των προσώπων που ήταν παρόντες στο περιστατικό και τα οποία, ως διατείνετο, θα ήταν σε θέση να επιβεβαιώσουν τις αναφορές του. Παρά βεβαίως το δικαίωμα που έχει έκαστος όπως μην καταγγείλει το όποιο περιστατικό, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί προβληματισμό το γεγονός ότι, εξέφρασε την επιθυμία για υποβολή παραπόνου, ευθύς μόλις κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τους φερόμενους (σοβαρούς) τραυματισμούς του κατηγορούμενου. Αν και δεν αποτελεί επίδικο γεγονός, δεν μπορεί παρά να σημειωθεί εντός των πλαισίων της ευρύτερης αξιολόγησης της αξιοπιστίας του μάρτυρα, η δυστοκία του όπως δώσει απαντήσεις σε ότι αφορούσε τους σκύλους και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, παραδεχόμενος τελικώς ότι, ακόμη και σήμερα (ήτοι μετά την πάροδο ετών) «φιλοξενεί» το σκύλο του οικογενειακού του φίλου, ενώ τον δικό του, δεν έχει ακόμη, εγγράψει, τιμώντας τις εκ του Νόμου, υποχρεώσεις του. Εξετάζοντας την μαρτυρία του παραπονούμενου συνολικά, το Δικαστήριο παραμένει με την εντύπωση ότι οι θέσεις του ήταν επίπλαστες και ως τέτοιες δεν αποτελούν στέρεο έδαφος για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Η μαρτυρία του παραπονούμενου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Εξετάζοντας την μαρτυρία του κατηγορούμενου και ΜΥ1 οφείλω να πω ότι αυτήν βρήκα πειστική και αξιόπιστη. Ο κατηγορούμενος άφησε το Δικαστήριο με πολύ καλές εντυπώσεις. Η ειλικρίνεια του όταν κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη ενώ το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία προσπάθεια εκ μέρους του όπως, είτε αποκρύψει γεγονότα, είτε αλλοιώσει αυτά. Επιπλέον, παρά την επίμονη αντεξέταση του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος στην αστυνομία προ τετραετίας, ενώ αντιθέτως, κάθε απάντηση του ενίσχυε και αντανακλούσε τις αρχικές του θέσεις, όταν αυτός ανακρινόταν, απαντώντας άμεσα στις ερωτήσεις της κατηγορούσας αρχής, χωρίς υπεκφυγές, σε ήρεμο ύφος και απευθυνόμενος πάντοτε προς το Δικαστήριο, με τις απαντήσεις του να είναι λογικοφανείς, συνεκτικές και ανταποκρινόμενες με το περιεχόμενο της κατάθεσης του. Η μαρτυρία του κατηγορούμενου ενισχύεται επίσης από την μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος ήταν παρών από την αρχή του όλου επεισοδίου, θέση η οποία επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον παραπονούμενο. Πλήρως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια κρίνω και την αναφορά του κατηγορούμενου ότι ο παραπονούμενος προσφέρθηκε να τον αποζημιώσει όταν συναντήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό την 23.9.19. Την μαρτυρία του κατηγορούμενου, αποδέχομαι στην ολότητα της ως πλήρως αξιόπιστη.

Το ίδιο αξιόπιστη κρίνω και την μαρτυρία του ΜΥ1. Σημειώνω ότι τη μαρτυρία αυτή το Δικαστήριο την προσέγγισε με προσοχή, έχοντας ως γνώμονα το γεγονός ότι ενδεχομένως η εν λόγω μαρτυρία να ήταν εμποτισμένη από άλλα κίνητρα, ήτοι την υποβοήθηση του κατηγορούμενου, με δεδομένο ότι οι δύο τους, υπήρξαν πρώην συνάδελφοι. Οι απαντήσεις όμως του μάρτυρος ήταν άμεσες, πηγαίες και δίδονταν χωρίς κανένα δισταγμό. Η όλη στάση του στο εδώλιο ήταν ειλικρινής, ενώ πλήρως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια βρήκα και την θέση του ότι το εν λόγω περιστατικό, δηλαδή τα όσα αποδίδονται στον κατηγορούμενο μέσω των κατηγοριών 1 και 2 δεν έλαβαν χώρα, κατά τον τρόπο που τα περιέγραψε ο παραπονούμενος στην παρούσα. Η μαρτυρία του ΜΥ1 ενισχύει την μαρτυρία του κατηγορούμενου ως προς τις αποστάσεις που υπήρχαν μεταξύ του χώρου στάθμευσης και των τειχών, της περιγραφής του ευρύτερου χώρου αλλά και στο πώς εκτυλίχθηκε το επεισόδιο στο βαθμό που ο ίδιος ήταν παρών. Ειλικρινή βρίσκω περαιτέρω την τοποθέτηση του ως προς τον λόγο που δεν έκρινε σκόπιμο να παρέμβει κατά τον λεκτικό διαπληκτισμό μεταξύ των παραγόντων της δίκης. 

Ευρήματα Δικαστηρίου

1.    Ο κατηγορούμενος την επίδικη ημέρα βρισκόταν στην τάφρο Ποδοκάτορο, πλησίον του λυόμενου υποστατικού της εταιρείας Travel Express, ταΐζοντας αδέσποτους γάτους.

2.    Ο παραπονούμενος περνούσε εκείνη την ώρα από το χώρο, κρατώντας δύο σκύλους από τα λουριά. Πλησιάζοντας τον κατηγορούμενο οι σκύλοι του παραπονούμενου γαύγιζαν. Ο παραπονούμενος εξέφρασε την αγανάκτηση του προς τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος ρώτησε πού είναι το πρόβλημα στο να ταΐζει τους γάτους, καλώντας τον παραπονούμενο να «πάει στη δουλειά του». Ο παραπονούμενος άφησε τους σκύλους από τα λουριά και κατευθύνθηκε προς τον κατηγορούμενο μαζί με τους σκύλους.

3.    Ο κατηγορούμενος έτρεξε μέχρι το αυτοκίνητο του, παίρνοντας μια βέργα, για να φοβίζει τους σκύλους και να αμυνθεί, φοβούμενος. Σε κανένα σημείο δεν κτύπησε ο κατηγορούμενος τον παραπονούμενο με τη βέργα.

4.    Ο παραπονούμενος πήρε τη βέργα από τα χέρια του κατηγορούμενου, κτυπώντας τον στο αριστερό χέρι. Ξεκίνησε, κρατώντας την βέργα να απομακρύνεται, πηγαίνοντας προς το πάρκο. Τα πιο πάνω εκτυλίχθηκαν επί του ασφαλτοστρωμένο χώρου πλησίον του χώρου στάθμευσης. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να ανακτήσει τη βέργα του, ακολουθώντας τον παραπονούμενο. Ο παραπονούμενος τον έσπρωξε, ρίχοντας τον κάτω. Κάθισε πάνω στον κατηγορούμενο, ακινητοποιώντας τον, κρατώντας του τα χέρια. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία ότι ο παραπονούμενος ήταν ο επιτιθέμενος και ότι ο κατηγορούμενος δεν κτύπησε τον πρώτο με τη βέργα, μήτε και εξύβρισε αυτόν σε οποιοδήποτε στάδιο.

5.    Ο κατηγορούμενος κατάφερε με τη βοήθεια των οδηγών να απεγκλωβιστεί, σπρώχνοντας τον παραπονούμενο προς τα πίσω. Το κατά πόσον η εν λόγω πράξη συνιστά επίθεση, θα εξεταστεί ευθύς κατωτέρω.

Νομική Πτυχή

Επίθεση διαπράττεται, όταν κατηγορούμενος, παράνομα (unlawfully), προκαλεί σε άλλο πρόσωπο φόβο άσκησης άμεσης βίας (assault) ή όπου ασκεί παράνομα βία σε άλλο πρόσωπο (battery) (βλ. Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574, 579). Το αδίκημα διαπράττεται είτε με πρόθεση ή απερίσκεπτα (βλ. R v. Burstow [1998] AC 147 H.L, R v. Venna [1975] 3 All E.R 788).

Αυτοάμυνα

Ως έχει καταγράψει ο αδελφός Δικαστής Ν.Π.Γεωργιάδης, Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν Μιχαηλίδης, Ποινική Υπόθεση 23400/2015, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ.22.10.21:

«Το άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα, καθιστά συγχωρητέα τη χρήση βίας προς αποτροπή μεγαλύτερου και ανεπανόρθωτου κακού σε άλλο πρόσωπο, το οποίο ο ασκών τη βία έχει υποχρέωση να προστατεύσει, νοουμένου ότι η βία, η οποία ασκείται, είναι εύλογη, υπό τις συνθήκες, και όχι δυσανάλογη προς το κακό το οποίο αποτρέπεται (βλ. Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574). Η χρήση βίας για σκοπούς αυτοάμυνας αναγνωρίζεται ως υπεράσπιση στο Κυπριακό Δίκαιο (βλ. Miliotis v The Police (1971) 2 CLR 292) η οποία εμπίπτει στον όρο κατάστασης ανάγκης (necessity) του άρθρου 17 του Κεφ. 154 (βλ. Maifoshis v Police (1978) 2 CLR 9, 11). Όπου εγείρεται η υπεράσπιση της αυτοάμυνας, το βάρος είναι στην Κατηγορούσα Αρχή να την αποκλείσει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. R v Williams (1984) 78 Cr App Rep 276 και Γιάλλουρου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ 320)».

Σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, όταν εγείρεται η πιο πάνω υπεράσπιση, το ζήτημα αφήνεται να αποφασιστεί στο τέλος από τους ενόρκους. Το όλο εγχείρημα συνεπώς αφορά σε αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, με δεδομένο ότι στην Δημοκρατία, ο Δικαστής είναι κριτής και επί των γεγονότων και επί των νομικών ζητημάτων της υπόθεσης. Εάν επομένως, το Δικαστήριο με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία, είναι σίγουρο ότι ο κατηγορούμενος είναι ο επιτιθέμενος και όχι αυτός που απειλήθηκε με επίθεση, τότε με την απόδειξη των υπολοίπων συστατικών του αδικήματος, δύναται να τον καταδικάσει. Εάν όμως, δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεχόταν (ή ότι ενδεχομένως δεχόταν) επίθεση ή ότι πίστευε ότι θα δεχθεί επίθεση, τότε πρέπει να εξετάσει αν η αντίδραση του ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογη. Αντίδραση που κρίνεται εύλογη οδηγεί σε αθώωση. Αντίδραση που δεν κρίνεται εύλογη ανατρέπει την υπεράσπιση της αυτοάμυνας, και στην απουσία άλλης αμφιβολίας, οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής του.

Aντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα:

«Όποιος, σε δηµόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δηµόσιος µε τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δηµόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο µε τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόµενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός µήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδοµήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που εξύβρισε (1η κατηγορία) και επιτέθηκε στον παραπονούμενο (2η κατηγορία) συμφώνως των λεπτομερειών που καταγράφονται στις κατηγορίες. Σε κάθε ποινική υπόθεση το βάρος απόδειξης είναι αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).

 

Η μαρτυρία του παραπονούμενου, επί της οποίας στηρίχθηκε η υπόθεση δεν μπορεί να  γίνει αποδεκτή για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Δυνάμει τούτου, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτή ώστε να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα ως προς το τι ακριβώς έγινε κατά τον επίδικο χρόνο και στη συνέχεια σε σχετικά συμπεράσματα. Δεν υπάρχει υπόβαθρο εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος είτε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο επιτιθέμενος είτε ότι εξύβρισε τον παραπονούμενο με την φράση που του αποδίδεται στην πρώτη κατηγορία. Αντίθετα, το Δικαστήριο είναι σίγουρο ότι ο παραπονούμενος ήταν ο επιτιθέμενος και ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε στα πλαίσια της αυτοάμυνας, προστατεύοντας τον εαυτό του από τον παραπονούμενο, σπρώχνοντας τον προς τα πίσω, για να απεγκλωβιστεί. Τα κατ΄ισχυρισμόν κτυπήματα που δέχθηκε ο παραπονούμενος δεν ήταν απότοκο της επίθεσης που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, αλλά αποτέλεσμα των δικών του παράνομων ενεργειών. Η αντίδραση του κατηγορούμενου, ήτοι η απώθηση του παραπονούμενου από πάνω του, ήταν υπό τις περιστάσεις, εύλογη. Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε όπως αποκλείσει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο κατηγορούμενος δεν ενεργούσε υπό καθεστώς αυτοάμυνας. Αντίδραση που κρίνεται εύλογη, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε αθώωση. Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία από πλευράς παραπονούμενου, δεν έπεισε ότι υπήρξε εξύβριση προς το πρόσωπο του, πόσο μάλλον δε πρόθεση για χρήση βίας από τον κατηγορούμενο (βλ. Πετρόπουλος, (ante). Αυτό, στα πλαίσια του τεκμηρίου της αθωότητας δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο υπέρ του κατηγορούμενου.

 

Με την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΚ1 η απόδειξη των κατηγοριών δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία που να αποδεικνύει στον απαιτούμενο από την νομολογία βαθμό ότι ο κατηγορούμενος εκστόμισε εναντίον του παραπονούμενου την φράση που καταγράφεται στα πρωτογενή γεγονότα της πρώτης κατηγορίας, ή ότι ο παραπονούμενος δέχθηκε επίθεση (βλ. Χρίστος Βοσκός ν Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ 510). Κρίνοντας την μαρτυρία του παραπονούμενου συνολικά, είναι αβέβαιο αν το συμβάν έγινε όπως το περιγράφει, ενώ η απόρριψη της μαρτυρίας του παραπονούμενου, κρίνει και την έκβαση της υπόθεσης, αφού είναι δεδομένη η αρχή ότι Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, δεν μπορεί μέσα από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του. (βλ. Γ.Ε ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246).

 

Δυνάμει όλων των πιο πάνω, και με γνώμονα ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει γίνει αποδεκτή, καταλήγω ότι η διάπραξη των αδικημάτων δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

                                                                          

                                                                           (Υπογρ.)……………………………….

                                                                           M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.

[3] Κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα.

[4] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).             

[5] Τόσο στην κατάθεση αλλά και στη ζώσα μαρτυρία του


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο