ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 12689/2023

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

Κ.Π.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 31.05.2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Παπανικολάου με κα. Στ. Πίπη

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Ανδρέου

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα, το οποίο έλαβε χώρα την 16.01.2022 και ώρα 14:00 στον δρόμο Αγίας Άννας – Ψευδά στην Επαρχία Λάρνακας.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 09.10.2023 ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [   ] και λόγω επικίνδυνης πράξης κατά την οδήγηση του, η οποία δεν ανάγεται σε υπαίτιο αμέλεια, χωρίς πρόθεση επέφερε τον θάνατο στον Α.Μ. από την Γαλλία. Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε την διάπραξη του αδικήματος και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

2.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τέσσερεις μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τους Λοχία 3501 Α.Κ. (ΜΚ1), Λοχία 466 Ε.Α. (ΜΚ2), Ν.Μ. (ΜΚ3) και Μ.Μ. (ΜΚ4). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο Κατηγορούμενος επέλεξε να δώσει ο ίδιος ενόρκως μαρτυρία, ενώ δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου και ήταν ο εξεταστής του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του ημερ. 14.09.2023, Τεκμήριο 1, και στην δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε τα εξής:

(α) Την 16.01.2022 και περί ώρα 14:15 πληροφορήθηκε για το επίδικο δυστύχημα και μετέβηκε στην σκηνή του δυστυχήματος για επιτόπιες εξετάσεις. Κατά την άφιξη του διαπίστωσε ότι εμπλεκόμενα πρόσωπα ήταν ο Κατηγορούμενος, ο οποίος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [            ], και ο πεζός Α.Μ. (εφεξής καλούμενος ως «ο πεζός» ή «το θύμα»). Όταν έφτασε στην σκηνή, ο πεζός είχε ήδη παραληφθεί από το ασθενοφόρο για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο και το όχημα του Κατηγορούμενου είχε ήδη μετακινηθεί από την τελική θέση του.

(β) Αφού έλαβε πληροφόρηση από τον Κατηγορούμενο για τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, ετοίμασε ένα πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος, ήτοι το Τεκμήριο 2, και τοποθέτησε τα ευρήματά του σε αυτό. Συγκεκριμένα, ο Κατηγορούμενος τού ανέφερε ότι αυτός οδηγούσε το επίδικο όχημα από Αγία Άννα προς Ψευδά και σε κάποιο σημείο του δρόμου συγκρούστηκε με τον πεζό, ο οποίος διασταύρωνε τον επίδικο δρόμο από τα αριστερά προς τα δεξιά ως η πορεία του οχήματος. Ακολούθως και στην βάση του Τεκμηρίου 2, ετοίμασε μεταγενέστερα το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής, το οποίο κατέθεσε ως Τεκμήριο 3.

(γ) Ο επίδικος δρόμος βρίσκεται εκτός κατοικημένης περιοχής με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ και πρόκειται για δρόμο με άσφαλτο καλής επιφάνειας, επίπεδο και διπλής κατεύθυνσης, ήτοι αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, οι οποίες διαχωρίζονται από συνεχή λευκή γραμμή και έχουν πλάτος 3,30 μέτρα έκαστη. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου -ως η πορεία του οχήματος του Κατηγορούμενου- υπάρχει χωμάτινη είσοδος, η οποία επιτρέπει την είσοδο και έξοδο οχημάτων. Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ο καιρός ήταν αίθριος και ο δρόμος στεγνός. Η ορατότητα του Κατηγορούμενου από το σημείο που θα μπορούσε να δει τον πεζό είναι 108 μέτρα.

(δ) Επί του σχεδιαγραφήματος τοποθέτησε με το γράμμα «Χ» το σημείο σύγκρουσης του επίδικου οχήματος με τον πεζό, ως η «περιοχή» που υποδείχθηκε από τον Κατηγορούμενο, ενώ ο ίδιος δεν εντόπισε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να υποδεικνύει το σημείο σύγκρουσης και ούτε εντόπισε οποιαδήποτε ίχνη φρένων του οχήματος στο οδόστρωμα. Στην αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν πρόκειται ουσιαστικά για «σημείο» σύγκρουσης, αλλά «περιοχή» σύγκρουσης, η οποία μπορεί να έχει ακτίνα περί το ένα μέτρο και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το σημείο σύγκρουσης να βρίσκεται ακριβώς στην μέση του δρόμου.

(ε) Ακολούθως, έλαβε φωτογραφίες από την σκηνή του δυστυχήματος, τις οποίες παρουσίασε και κατάθεσε ως Τεκμήριο 6. Την ίδια ημέρα το απόγευμα στον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου έλαβε από τον Κατηγορούμενο ανακριτική κατάθεση (βλ. Τεκμήριο 4) και στις 14.09.2023 κατηγόρησε γραπτώς τον Κατηγορούμενο (βλ. Τεκμήριο 5).

(στ) Την 15.05.2022 ο ΜΚ2 προχώρησε σε αναπαράσταση του επίδικου δυστυχήματος στην παρουσία του και έλαβε αριθμό φωτογραφιών από την σκηνή του δυστυχήματος.

(ζ) Στην αντεξέταση του ανέφερε ότι απέναντι από την χωμάτινη είσοδο υπάρχει ένα «άνοιγμα» στην δεξιά πλευρά του δρόμου ως η πορεία του επίδικου οχήματος. Κατά την αντεξέταση του, σημείωσε με κόκκινο χρώμα επί του Τεκμηρίου 3 την θέση του εν λόγω ανοίγματος όπως την θυμόταν ο ίδιος από μνήμης. Ανέφερε, επίσης, ότι για να διασταυρώσει κάποιος από την χωμάτινη είσοδο στα αριστερά προς το ανωτέρω άνοιγμα στα δεξιά θα έπρεπε να το πράξει διαγώνια, καθώς δεν είναι ακριβώς απέναντι και έχουν 4 με 5 μέτρα διαφορά. Παραδέχθηκε δε ότι δεν έχει προβεί σε ακριβείς μετρήσεις της χωμάτινης εισόδου και του απέναντι ανοίγματος και ότι το σημείο σύγκρουσης «Χ» επί του Τεκμηρίου 3 ενδεχομένως να διαφέρει με αυτό που υποδεικνύεται στις φωτογραφίες, Τεκμήριο 6, σε σχέση με την θέση της χωμάτινης εισόδου.

(η) Σε σχέση με την αναπαράσταση του δυστυχήματος από τον ΜΚ2, ανέφερε ότι ο ίδιος παρέδωσε τον φάκελο με όλα τα στοιχεία στον ΜΚ2, ο οποίος αφού έλαβε τις δικές του μετρήσεις και δεδομένα, ετοίμασε σχετική έκθεση. Κατά την αναπαράσταση, ο ΜΚ2 βρήκε κάποιον πεζό της ίδιας ηλικίας με το θύμα, αλλά δεν γνώριζε πως βρήκε ο ΜΚ2 τα χαρακτηριστικά του θύματος, καθώς ο ίδιος ο  ΜΚ1 δεν τα γνώριζε.

Ο ΜΚ2 είναι υπεύθυνος του κλάδου εξέτασης και αναπαράστασης τροχαίων δυστυχημάτων στο Αρχηγείο Αστυνομίας και κατέχει προσόντα εμπειρογνώμονα για την διερεύνηση, εξέταση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων (βλ. σελ.1 του Τεκμηρίου 7) και ετοίμασε σχετική έκθεση αναφορικά με τις συνθήκες του επίδικου δυστυχήματος, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 7 και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Στην δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε τα εξής:

(α) Στις 09.05.2022 έλαβε οδηγίες να συμμετάσχει στην ανακριτική ομάδα για την διερεύνηση του επίδικου δυστυχήματος και στις 15.05.2022 μετέβηκε μαζί με τον ΜΚ1 στην σκηνή του δυστυχήματος και έλαβε αριθμό φωτογραφιών.

(β) Αναφορικά με τον επίδικο δρόμο, διαπίστωσε ότι υπάρχει ασφάλτινο παγκέτο πλάτους 50 εκατοστών σε κάθε πλευρά και στην συνέχεια χωμάτινο παγκέτο. Στην αριστερή πλευρά -ως η πορεία του επίδικου οχήματος- υπάρχει αυλάκι κατά μήκος του δρόμου, εκτός από ένα σημείο όπου υπάρχει μια χωμάτινη είσοδος οχημάτων. Στην δεξιά πλευρά δεν υπάρχει αυλάκι, αλλά χωμάτινη προέκταση με ψηλά αγριόχορτα κατά μήκος του δρόμου, εκτός από ένα σημείο όπου υπάρχει χωμάτινη είσοδος στον συγκεκριμένο χώρο και βρίσκεται σχεδόν απέναντι από την άλλη χωμάτινη είσοδο στην αριστερή πλευρά του δρόμου.

(γ) Αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, ανέφερε ότι είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί με βεβαιότητα καθότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε σημάδι στον επίδικο δρόμο, όπως γδάρσιμο ή ίχνος σόλας παπουτσιού. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος στον ΜΚ1 θα πρέπει να θεωρηθεί ως «περιοχή επαφής» και όχι ως «σημείο επαφής». Λαμβάνοντας υπόψιν την ανωτέρω υπόδειξη του Κατηγορούμενου και την θέση της συζύγου και θυγατέρας του θύματος (ΜΚ3 και ΜΚ4) ότι είδαν το θύμα ξαπλωμένο στο κέντρο του δρόμου μετά την σύγκρουση, κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται σε περιοχή πέριξ του κέντρου του δρόμου.

(δ) Λαμβάνοντας υπόψιν το σημείο «Χ» που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος στον ΜΚ1, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το θύμα επιχείρησε να διασταυρώσει τον επίδικο δρόμο από την χωμάτινη είσοδο στα αριστερά προς την χωμάτινη είσοδο στα δεξιά, δηλαδή επιχείρησε να διασταυρώσει διαγώνια τον δρόμο. Από το σημείο που επιχείρησε το θύμα να διασταυρώσει τον δρόμο υπήρχε ορατότητα 108 μέτρων, ενώ η απόσταση μέχρι το σημείο «Χ» που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος είναι 6,40 μέτρα.

(ε) Αφού αναζήτησε κάποιο πρόσωπο με περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά του πεζού, εντόπισε στο καφενείο του χωριού Ψευδάς τον Ι.Χ., ηλικίας 70 ετών, ο οποίος διένυσε 5 φορές με γοργό βήμα την ανωτέρω απόσταση των 6,40 μέτρων. Ο ΜΚ2 διαπίστωσε ότι ο μέσος όρος του χρόνου κάλυψης της ανωτέρω απόστασης είναι 3,52 δευτερόλεπτα. Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψιν την θέση του Κατηγορούμενου ότι οδηγούσε με ταχύτητα 50ΧΑΩ -αφού δεν εντοπίστηκαν στοιχεία που να την αντικρούουν- κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο όχημα βρισκόταν σε απόσταση 48,85 μέτρων από τον πεζό, όταν αυτός άρχισε να διασταυρώνει τον δρόμο, και συνεπώς τα δύο ενεχόμενα πρόσωπα βρίσκονταν ο ένας εντός του οπτικού πεδίου του άλλου.

(στ) Την ίδια ημέρα επιθεώρησε το επίδικο όχημα, το οποίο βρισκόταν στο Τμήμα Τροχαίας Αρχηγείου, και διαπίστωσε ελαφριά μετατόπιση προς τα μέσα του αριστερού μπροστινού φαναριού και πολύ μικρό τσαλάκωμα στο πάνω μέρος και αριστερή πλευρά του μπροστινού καπό. Από τις ανωτέρω ζημιές, κατέληξε ότι το επίδικο όχημα επιβράδυνε και κτύπησε το θύμα με χαμηλή ταχύτητα. Πρόσθεσε δε ότι αν η ταχύτητα ήταν μεγαλύτερη των 50ΧΑΩ τότε είτε το σώμα του θύματος θα εκτινασσόταν πάνω στο καπό του οχήματος είτε θα απωθούσε το σώμα του πεζού προς τα εμπρός και θα περνούσε από πάνω του.

(ζ) Ακολούθως, προέβη σε αναπαράσταση της πορείας του επίδικου οχήματος με ταχύτητα 50ΧΑΩ στον επίδικο δρόμο και διαπίστωσε ότι αυτό χρειαζόταν 10,60 μέτρα να ακινητοποιηθεί με την χρήση φρένων πανικού. Λαμβάνοντας υπόψιν το ανωτέρω εύρημα, καθώς και τον χρόνο 1,5 δευτερολέπτων ως τον χρόνο αντίδρασης ενός οδηγού βάσει βιβλιογραφίας, κατέληξε ότι ο Κατηγορούμενος χρειαζόταν 31,42 μέτρα για να ακινητοποιήσει το όχημα του όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, δηλαδή τον πεζό να επιχειρεί να διασταυρώσει τον δρόμο. Δεδομένων των ανωτέρω, αλλά και του ανωτέρω ευρήματος του ότι το επίδικο όχημα βρισκόταν σε απόσταση 48,85 μέτρων από τον πεζό όταν αυτός άρχισε να διασταυρώνει τον επίδικο δρόμο, ο ΜΚ2 κατέληξε ότι ο Κατηγορούμενος είχε καθυστερημένη αντίδραση για 17,43 μέτρα, τα οποία μεταφράζονται σε 1,25 δευτερόλεπτα. Αν δε ληφθεί υπόψιν ότι το σημείο σύγκρουσης «Χ» ήταν προς το κέντρο του δρόμου, παρά στο σημείο που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος, τότε ο χρόνος της καθυστερημένης αντίδρασης του Κατηγορούμενου μειώνεται περισσότερο, καθώς μειώνεται η απόσταση που διένυσε το θύμα.

(η) Αφού αναφέρεται σε αποσπάσματα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καταλήγει ότι τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και το θύμα δεν ενήργησαν σύμφωνα με αυτόν προκειμένου να αποφευχθεί το επίδικο δυστύχημα, ενώ προβαίνει σε τελικό συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της αμελούς οδήγησης.

(θ) Στην αντεξέταση του ανέφερε ότι υπάρχει τεχνολογικά η δυνατότητα για το επίδικο όχημα να κινηθεί λοξώς δεξιά όταν βρίσκονται ταυτόχρονα σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος, τα οποία, λόγω του συστήματος ABS στα νέα μοντέλα αυτοκινήτων μετά το 2020, πολύ δύσκολα αφήνουν ίχνη τροχοπέδησης, καθότι το λάστιχο δεν προλαβαίνει να θερμανθεί. Σε σχέση με την διαγώνια πορεία του πεζού, ανέφερε ότι κατέληξε σε αυτό το εύρημα με βάση την δική του λογική και ιδιομορφίες του επίδικου δρόμου, και όχι στην βάση οποιασδήποτε μαρτυρίας. Επίσης, διευκρίνισε ότι την απόσταση 6,40 μέτρων από το σημείο «Χ» την μέτρησε από την αρχή της χωμάτινης εισόδου στα αριστερά και κατά την αντεξέταση του τοποθέτησε μια μπλε κουκκίδα επί του Τεκμηρίου 3, υποδεικνύοντας το σημείο από όπου μέτρησε την ανωτέρω απόσταση.

(ι) Σε σχέση με τον 70χρονο άνδρα, τον οποίο εντόπισε για να προβεί σε αναπαράσταση του δυστυχήματος σε σχέση με την πορεία του θύματος, ανέφερε ότι έλαβε πληροφορίες σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του θύματος από τον ΜΚ1. Παραδέχθηκε δε ότι το βάρος και το ύψος ενός προσώπου παίζει ρόλο στον χρόνο που χρειάζεται για να διανύσει κάποια απόσταση, ενώ ο χρόνος αυτός διαφοροποιείται αν το πρόσωπο αυτό τρέχει ή έχει κινητικά προβλήματα, αλλά τόνισε ότι η επιλογή του εν λόγω προσώπου έγινε από τον ίδιο εστιάζοντας στην ηλικία και την έλλειψη κινητικών προβλημάτων.

Η ΜΚ3 είναι η σύζυγος του θύματος και κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, την κατάθεση της ημερ. 24.01.2022 που έδωσε στην Αστυνομία, Τεκμήριο 9. Ανέφερε δε τα ακόλουθα στην δια ζώσης μαρτυρία της:

(α) Την 16.01.2022 πήγε μαζί με τον σύζυγο και την θυγατέρα της, ΜΚ4, για βόλτα στην ύπαιθρο και είχαν και τον σκύλο τους μαζί. Πήγαν στον επίδικο δρόμο μεταξύ των χωριών Ψευδά και Αγίας Άννας και στάθμευσαν στο δάσος για να πάνε περίπατο. Πρώτα βγήκαν από το αυτοκίνητο αυτή μαζί με την ΜΚ4 και τον σκύλο τους και διασταύρωσαν τον επίδικο δρόμο πηγαίνοντας προς το απέναντι χωράφι, ενώ ο σύζυγος της ήταν στο αυτοκίνητο. Ξαφνικά άκουσε ένα μεγάλο θόρυβο και γύρισε προς τον δρόμο και είδε τον σύζυγο της ξαπλωμένο στην μέση του δρόμου και να τον μετακινούν δύο άνδρες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Κατηγορούμενος, προς την δεξιά πλευρά του δρόμου, όπου βρισκόταν σταματημένο το επίδικο όχημα. Η ίδια δεν άκουσε φρένα οχήματος πριν την σύγκρουση, ενώ είχε γυρισμένη την πλάτη της προς τον δρόμο και δεν είδε το επίδικο δυστύχημα.

(β) Αμέσως μετά την σύγκρουση, έτρεξε μαζί με την ΜΚ4 προς τον σύζυγο της, ο οποίος είπε στην ΜΚ4 «έτρεχε, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πονάω το πόδι μου πάρα πολύ». Πρόσεξε εκεί στο σημείο δύο-τρεις άνδρες που έλεγαν «έτρεχε, έτρεχε, το είδαμε και πριν που μας προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα». Ο ένας από αυτούς, με το όνομα Γιώργος από την Τερσεφάνου, φώναξε «τον μετακινήσατε τον άνθρωπο, τον σπρώξατε και είναι στο καπό τα γυαλιά του!». Ο οδηγός του επίδικου οχήματος και ο φίλος του άρχισαν να τσακώνονται με το ανωτέρω πρόσωπο και ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες.

(γ) Ακολούθως, ήρθε ασθενοφόρο, το οποίο παρέλαβε τον σύζυγο της για να τον μεταφέρει στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Η ίδια ζητούσε από τον Κατηγορούμενο να της πει τα πλήρη στοιχεία του, αλλά αυτός αρνείτο να της τα δώσει και της ανέφερε ότι είναι αστυνομικός και ιδιοκτήτης του οχήματος είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και να μην ανησυχεί. Μετά κατέφθασε η Αστυνομία από τον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου και άρχισαν να διερευνούν την σκηνή και να ανακρίνουν τον Κατηγορούμενο.

(δ) Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος πήγε και της απολογήθηκε και της είπε ότι είδε τον σύζυγο της να διασταυρώνει στην μέση του δρόμου και ο ίδιος νόμιζε ότι θα σταματήσει, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει κάτι.

(ε) Το ανωτέρω πρόσωπο με το όνομα Γιώργος, επιβεβαίωσε στην ΜΚ3 ότι ο Κατηγορούμενος έτρεχε με το επίδικο όχημα μαζί με ένα άλλο αυτοκίνητο σαν να έκαναν «κόντρα» και τον προσπέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα λίγα δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση. Επίσης της είπε ότι ο Κατηγορούμενος και ο οδηγός του άλλου οχήματος μετακίνησαν τον σύζυγο της και θα το μαρτυρούσε στην Αστυνομία. Την επόμενη και μεθεπόμενη ημέρα του επίδικου δυστυχήματος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το ανωτέρω πρόσωπο, το οποίο της ανέφερε ότι δέχθηκε απειλές, αλλά δεν ανέφερε από ποιους και στην συνέχεια δεν της απαντούσε το τηλέφωνο ή το είχε απενεργοποιημένο.

(στ) Περιέγραψε τον σύζυγο της ως «πολύ ψηλό» και ότι δεν είχε οποιαδήποτε προβλήματα υγείας ή κινητικά προβλήματα πριν το επίδικο δυστύχημα.

Η ΜΚ4 είναι η θυγατέρα του θύματος και κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, την κατάθεση της ημερ. 24.01.2022 που έδωσε στην Αστυνομία, Τεκμήριο 14. Ανέφερε δε τα ακόλουθα στην δια ζώσης μαρτυρία της:

(α) Την 16.01.2022 πήγε μαζί με την μητέρα της, ΜΚ3, και τον πατέρα της στον δρόμο Αγίας Άννας – Ψευδά για να πάρουν βόλτα τον σκύλο τους στο δάσος. Ο πατέρας της στάθμευσε το αυτοκίνητο στο δάσος και η ίδια μαζί με την ΜΚ3 διασταύρωσαν τον επίδικο δρόμο μαζί με τον σκύλο. Ενώ βρισκόταν σε απόσταση 10 μέτρων περίπου από τον δρόμο και με την πλάτη γυρισμένη άκουσε ξαφνικά ένα δυνατό θόρυβο και έναν άντρα να φωνάζει. Αμέσως γύρισε προς τον δρόμο και είδε ένα όχημα να κινείται με την όπισθεν στην μέση των δύο λωρίδων και τον πατέρα της στο έδαφος μπροστά από το εν λόγω όχημα και στην μέση του δρόμου. Η ίδια δεν άκουσε φρένα οχήματος πριν την σύγκρουση.

(β) Μετά το επίδικο δυστύχημα και ενώ η ίδια έτρεξε αμέσως προς το μέρος που βρισκόταν ο πατέρας της, παρατήρησε δύο άνδρες να σέρνουν και μετακινούν τον πατέρα της από την μέση του δρόμου προς την άκρη του δρόμου. Όταν έφτασε στο σημείο που βρισκόταν ο πατέρας της, γονάτισε δίπλα του και τον ρώτησε τι έγινε και αυτός της ανέφερε επανειλημμένα «έτρεχαν, έκαναν ράλι, έτρεχαν». Μετά της ανέφερε ότι πονούσε πολύ στο κάτω μέρος του δεξιού ποδιού του και το ένιωθε σαν να είχε σπάσει και έκλαιγε από τον πόνο ενώ προσπαθούσε να το μετακινήσει.

(γ) Πρόσεξε κάποιους άνδρες γύρω από τον πατέρα της, με τους οποίους μίλησε η μητέρα της, αλλά όχι η ίδια. Ο οδηγός του επίδικου οχήματος και ένας φίλος του άρχισαν να τσακώνονται με ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Σε κάποιο σημείο, κάποιος από αυτούς της είπε να μην ξεχάσει τα γυαλιά του πατέρα της, τα οποία βρίσκονταν πάνω στο καπό του επίδικου οχήματος. Μετά αντιλήφθηκε ότι το επίδικο όχημα μετακινήθηκε από το σημείο που έγινε το ατύχημα και ήταν στην άκρη του δρόμου. Ο οδηγός του επίδικου οχήματος προσπαθούσε να την προσεγγίσει για να της απολογηθεί, αλλά αυτή δεν του μιλούσε και του έλεγε ότι έτρεχε.

(δ) Ακολούθως, κατέφθασε το ασθενοφόρο, το οποίο παρέλαβε τον πατέρα της και τον μετέφερε στο νοσοκομείο και μετέπειτα κατέφθασε η Αστυνομία για την εξέταση του επίδικου δυστυχήματος.

Ο Κατηγορούμενος υπηρετεί στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου και είναι τοποθετημένος στο Τμήμα Επιχειρήσεων. Υιοθέτησε την κατάθεση του ημερ. 16.01.2022 που έδωσε στην Αστυνομία, Τεκμήριο 4, και ανέφερε τα εξής στο Δικαστήριο:

(α) Την 16.01.2022 και περί ώρα 14:00 βρισκόταν σε εντεταλμένο καθήκον της ΥΚΑΝ και οδηγούσε το υπηρεσιακό όχημα με αρ. εγγραφής [ ] χωρίς επιβάτες στον δρόμο Αγίας Άννας – Ψευδά με κατεύθυνση προς Ψευδά και με ταχύτητα περί τα 50ΧΑΩ.

(β) Σε κάποιο σημείο του ανωτέρω δρόμου είδε στο αριστερό παγκέτο του δρόμου ένα πεζό, ο οποίος περπατούσε προς την ίδια κατεύθυνση με το όχημα του. Όταν βρισκόταν σε απόσταση 20 μέτρων από τον πεζό, ο πεζός μπήκε απότομα στον δρόμο για να διασταυρώσει χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του ή να δώσει οποιαδήποτε ένδειξη της πρόθεσης του να διασταυρώσει. Βλέποντας την ανωτέρω κίνηση του πεζού, αντέδρασε πατώντας τα φρένα του οχήματος και στρίβοντας ελαφρώς δεξιά για να τον αποφύγει και ακινητοποιήσει το όχημα του διαγώνια. Επειδή, όμως, ο πεζός έτρεξε αντί να σταματήσει, βρέθηκε μπροστά από το όχημα του, με αποτέλεσμα να τον ακουμπήσει ελαφρά με το μπροστινό μέρος του οχήματος και ο πεζός να πέσει στο έδαφος χωρίς να εκτιναχτεί.

(γ) Μετά το ατύχημα κατέβηκε αμέσως κάτω από το όχημα του και πήγε να δει αν είναι καλά ο πεζός. Ταυτόχρονα είδε ένα σκύλο να περιφερόταν ελεύθερος στο σημείο του δυστυχήματος και δύο γυναίκες να τρέχουν από το βάθος του δάσους στην δεξιά πλευρά του δρόμου προς το σημείο του δυστυχήματος και να προσπαθούν να πιάσουν τον σκύλο. Ο ίδιος αναφέρει ότι αργότερα διαφάνηκε ότι ο σκύλος ήταν του πεζού και είχε διαφύγει του ελέγχου του και οι δύο γυναίκες ήταν η σύζυγος και θυγατέρα του πεζού.

(δ) Ακολούθως μετακίνησε τον πεζό εκτός δρόμου και στο δεξί παγκέτο του δρόμου για την ασφάλεια του. Ο πεζός πονούσε το δεξί πόδι του και ο ίδιος κάλεσε ασθενοφόρο και ενημέρωσε τον υπεύθυνο του, Υπαστυνόμο Α.Μ.. Επίσης, προτού μεταβεί η Αστυνομία στο σημείο του δυστυχήματος για διερεύνηση, μετακίνησε το όχημα του από την τελική θέση του, ώστε να μην εμποδίζεται η κυκλοφορία των διερχόμενων οχημάτων.

(ε) Εξέφρασε την γνώμη και άποψη ότι ο σκύλος είχε διαφύγει του ελέγχου της οικογένειας και γι’ αυτό ο πεζός προσέτρεξε απότομα και απροειδοποίητα εντός του δρόμου για να πιάσει τον σκύλο του.

(στ) Στην αντεξέταση του ανέφερε ότι είδε τον μιλιοδείκτη του οχήματος του λίγο πριν το δυστύχημα, αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει τον χρόνο που τον είδε. Ούτε μπορούσε να καθορίσει την απόσταση από την οποία είχε δει για πρώτη φορά το θύμα να περπατά στην αριστερή άκρη του δρόμου. Όταν είδε τον πεζό στην άκρη του δρόμου, άφησε ασυναίσθητα το πόδι του από το γκάζι του οχήματος προκειμένου να είναι έτοιμος να σταματήσει το όχημα αν έμπαινε κάτι στην πορεία του.

(ζ) Ανέφερε, επίσης, κατά την αντεξέταση του, ότι στο Τεκμήριο 2 δεν υπέδειξε «σημείο σύγκρουσης» στον ΜΚ1, αλλά «περιοχή σύγκρουσης» και αυτή ήταν στο κέντρο του δρόμου. Όταν του υποδείχθηκε το σημείο «Χ» στο Τεκμήριο 2 ανέφερε ότι πρόκειται για πρόχειρο σχεδιαγράφημα, το οποίο «δεν αντικατοπτρίζει το τι βλέπεις ακριβώς με το μάτι». Πρόσθεσε δε ότι την δεδομένη στιγμή που υπέδειξε το σημείο «Χ» στον ΜΚ1 ήταν συναισθηματικά φορτισμένος και η έγνοια του ήταν η υγεία του πεζού και όχι που θα τοποθετούσε «ένα σημάδι» επί του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος. Παρά το ότι υπέγραψε το Τεκμήριο 2, ανέφερε ότι «δεν έκατσα να ελέγξω το σχέδιο αν ήταν επ’ ακριβώς εκεί που υπέδειξα το σημάδι το οποίο τοποθέτησε ο ανακριτής».

(η) Ανέφερε, επίσης, ότι δεν είδε οποιαδήποτε ζημιά ή κτύπημα στο όχημα του μετά το δυστύχημα και δεν μπορούσε να καθορίσει με ποιο μέρος του σώματος του κτύπησε τον πεζό πάνω στο μπροστινό καπό του οχήματος ή σε ποιο μέρος του οχήματος έγινε η σύγκρουση με τον πεζό. Μετά την σύγκρουση ο πεζός βρέθηκε μπροστά από το όχημα του και στην μέση του δρόμου, ενώ μετά ο ίδιος μετακίνησε τον πεζό προσεκτικά προς το δεξί παγκέτο του δρόμου, τραβώντας τον από τα ρούχα του με την βοήθεια άλλων παρευρισκόμενων. Ο λόγος που το έπραξε αυτό ήταν για ασφάλεια του πεζού.

(θ) Σε σχέση με την θέση του ότι ο πεζός εισήλθε απότομα στον δρόμο για να πιάσει τον σκύλο του, ανέφερε ότι ο ίδιος δεν είδε τον σκύλο πριν το δυστύχημα, αλλά τον είδε αμέσως μετά όταν κατέβηκε από το όχημα του.

3.     Παραδεκτά Γεγονότα

Προτού κλείσει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή, δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:

(α) Στις 16.01.2022 στον δρόμο Αγίας Άννας – Ψευδά στην Λάρνακα επεσυνέβη τροχαίο δυστύχημα με ενεχόμενο το όχημα [     ], το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, και τον πεζό Α.Μ. από την Γαλλία.

(β) Ο ανωτέρω πεζός μεταφέρθηκε μετά στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε η σοβαρότητα της κατάστασής του και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου εισήχθη σε χειρουργείο λόγω αιματώματος κρανίου και ακολούθως εισήλθε στην μονάδα εντατικής θεραπείας και μετά νοσηλεύτηκε στο Μέλαθρο Αγωνιστών ΕΟΚΑ και ακολούθως σε κλινική στην Λεμεσό, όπου απεβίωσε την 02.05.2022.

(γ) Ακολούθως, διενεργήθηκε νεκροτομή στην σορό του πεζού από τον Δρ. Ν.Χ. στην παρουσία του Αστυφύλακα 4853, ο οποίος έλαβε αριθμό φωτογραφιών, οι οποίες κατατέθηκαν εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 12. Ο Δρ. Ν.Χ. παρέδωσε τεκμήρια για τις ιστοπαθολογικές εξετάσεις στον Αστυφύλακα 4853 και μετά ο Αστυφύλακας 1154 Ν.Ι. μετέφερε και παρέδωσε τα εν λόγω τεκμήρια στο Ιστοπαθολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ως η σχετική κατάθεση του Αστυφύλακα 1154, η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 13.

(δ) Μετά το πέρας των ιστοπαθολογικών εξετάσεων, οι οποίες κατατέθηκαν εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 11, ο Δρ. Ν.Χ. ετοίμασε ιατροδικαστική έκθεση, η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 10. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, ο Δρ. Ν.Χ. κατέληξε ότι ο θάνατος του Α.Μ. οφείλεται σε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση μετά από τροχαίο ατύχημα.

Επίσης, κατατέθηκε εκ συμφώνου και για την αλήθεια του περιεχομένου της η κατάθεση ημερ. 16.06.2022 του Γ.Σ. στην Αστυνομία ως Τεκμήριο 15. Στην κατάθεση του, ο Γ.Σ. αναφέρει τα εξής:

(α) Την 16.01.2022 και περί ώρα 14:00 οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα του στον επίδικο δρόμο με κατεύθυνση προς Ψευδά. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε δύο οχήματα, τα οποία τον προσπέρασαν, ενώ ο ίδιος κινείτο με ταχύτητα 40ΧΑΩ περίπου. Ακολούθως, τα οχήματα χάθηκαν από το οπτικό πεδίο του επειδή ο δρόμος είχε στροφές, αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει την ταχύτητα τους.

(β) Μετά από δύο με τρία λεπτά είδε σε απόσταση 100 μέτρων από τον ίδιο τα δύο οχήματα που τον είχαν προσπεράσει. Το ένα όχημα, μάρκας Peugeot, βρισκόταν σταματημένο στην δεξιά πλευρά του δρόμου και το άλλο όχημα, μάρκας Seat Ibiza, βρισκόταν σταθμευμένο εκτός δρόμου σε χωράφι. Μπροστά από το όχημα Peugeot βρισκόταν ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στο δεξιό παγκέτο του δρόμου και δύο άνδρες να βρίσκονται από πάνω του. Ακολούθως, σταμάτησε το όχημα του και κατέβηκε για να βοηθήσει.

(γ) Όταν κατέβηκε παρατήρησε ότι στην σκηνή βρίσκονταν δύο άνδρες, δύο γυναίκες και ένας σκύλος, ο οποίος περιφερόταν ελεύθερος στην σκηνή χωρίς λουρί. Η μία γυναίκα, η οποία του είπε ότι ήταν η σύζυγος του τραυματία, βρισκόταν σε κατάσταση σοκ και ήταν συγχυσμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πρόσεξε, επίσης, ότι τα γυαλιά του τραυματία βρίσκονταν στο κάτω μέρος του ανεμοθώρακα του οχήματος και πάνω από τον αριστερό υαλοκαθαριστήρα.

(δ) Μετά ήρθε στην σκηνή το ασθενοφόρο και η Αστυνομία και ο ίδιος έφυγε από την σκηνή.

4.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Πέραν των ανωτέρω παραδεκτών γεγονότων, τα κατωτέρω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τις δύο πλευρές και συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Την 16.01.2022 και περί ώρα 14:00 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ] στον δρόμο Αγίας Άννας - Ψευδά με κατεύθυνση προς Ψευδά. Σε κάποιο σημείο του ανωτέρω δρόμου, το εν λόγω όχημα κτύπησε τον πεζό Α.Μ., ο οποίος διασταύρωνε τον επίδικο δρόμο από αριστερά προς δεξιά, ως η κατεύθυνση του Κατηγορούμενου.

(β) Ο επίδικος δρόμος βρίσκεται εκτός κατοικημένης περιοχής με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ και πρόκειται για δρόμο με άσφαλτο καλής επιφάνειας, επίπεδο και διπλής κατεύθυνσης, ήτοι αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, οι οποίες διαχωρίζονται από συνεχή λευκή γραμμή και έχουν πλάτος 3,30 μέτρα έκαστη. Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ο καιρός ήταν αίθριος και ο δρόμος στεγνός. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου υπάρχει χωμάτινη είσοδος, η οποία επιτρέπει την είσοδο και έξοδο οχημάτων. Είναι σε αυτή την είσοδο που είχε σταθμεύσει το όχημα του ο πεζός. Στην δεξιά πλευρά του δρόμου υπάρχει ένα χωμάτινο άνοιγμα, το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το οδόστρωμα. Η ανωτέρω χωμάτινη είσοδος και το άνοιγμα δεν είναι ακριβώς απέναντι το ένα από το άλλο, αλλά απέχουν 4 με 5 μέτρα.

(γ) Όταν ο ΜΚ1 έφτασε στην σκηνή του δυστυχήματος, ο πεζός είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο και ο Κατηγορούμενος είχε ήδη μετακινήσει το όχημα του από την τελική θέση του. Επίσης, δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να υποδεικνύουν το σημείο σύγκρουσης, όπως ίχνη φρένων ή γδάρσιμο στο οδόστρωμα ή ίχνη σόλας παπουτσιού.

(δ) Ο Κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που υπέδειξε στον ΜΚ1 το σημείο «Χ» επί του Τεκμηρίου 2.

(ε) Από το επίδικο δυστύχημα, το όχημα του Κατηγορούμενου υπέστη ένα πολύ μικρό τσαλάκωμα στο πάνω μέρος και αριστερή πλευρά του μπροστινού καπό, ενώ το αριστερό μπροστινό φανάρι του οχήματος μετατοπίστηκε ελαφρώς προς τα μέσα.

(στ) Κατά τον επίδικο χρόνο του δυστυχήματος, οι ΜΚ3 και ΜΚ4 βρίσκονταν στο δάσος στην δεξιά πλευρά του δρόμου και σε απόσταση 10-20 μέτρων περίπου από τον επίδικο δρόμο, με την πλάτη γυρισμένη προς τον δρόμο. Αμέσως μετά την σύγκρουση έτρεξαν στο σημείο του δυστυχήματος.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Η πραγματική μαρτυρία σε αυτές της φύσεως υποθέσεις έχει βαρύνουσα σημασία (βλ. Θεοφάνους ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160), αφού το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας, αλλά και σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307), καθότι τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα μπορούν εύκολα να κάμουν λάθος όπως οι αποστάσεις και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των διαδραματιζόμενων γεγονότων (βλ. Ιωαννίδου ν Γιαννή (1990) 2 ΑΑΔ 260). Τα συμπεράσματα, φυσικά, που μπορούν να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, η οποία αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό του Δικαστηρίου ως προς τα θέματα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά και τις δυνατότητες και ενδεχόμενες αντιδράσεις των οδηγών (βλ. Θεοδώρου ν Σάββα (2016) 1 ΑΑΔ 202). Άλλωστε, σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων το Δικαστήριο πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 221/2018) ημερ. 26/03/2019, ECLI:CY:AD:2019:B107).

Ο ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση και άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν το πρόσωπο που επισκέφθηκε την σκηνή του δυστυχήματος αμέσως μετά την επίδικη σύγκρουση και κατέγραψε την επί τόπου πραγματική μαρτυρία, η οποία, όμως, ήταν φτωχή και ουδέτερη, καθώς δεν εντόπισε στοιχεία που να υποδεικνύουν το σημείο σύγκρουσης, την πορεία και ταχύτητα του οχήματος του Κατηγορούμενου, την ακριβή πορεία του πεζού και κατά πόσο ο Κατηγορούμενος εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος του (βλ. Χαραλάμπους ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 153/2023) ημερ. 29.02.2024, Κονναρή ν Κυριάκου (1996) 1 ΑΑΔ 267 και Ευαγγέλου ν Γιαννακού (1992) 1 ΑΑΔ 1243). Όταν δε κατέφθασε στην σκηνή, το μεν όχημα του Κατηγορούμενου δεν βρισκόταν στην τελική θέση του, ο δε πεζός είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η πραγματική μαρτυρία που παρουσίασε ο ΜΚ1 περιορίζεται ουσιαστικά στην απεικόνιση της σκηνής της σύγκρουσης, των διαστάσεων του δρόμου και την ορατότητα του Κατηγορούμενου (βλ. Τεκμήρια 2, 3 και 6). Τα σημεία που κατέγραψε ο ΜΚ1 στο Τεκμήριο 2 σε σχέση με την πορεία των ενεχόμενων προσώπων και το σημείο σύγκρουσης ήταν στην βάση λεχθέντων, κυρίως, από τον Κατηγορούμενο και συνεπώς δεν συνιστούν πραγματική μαρτυρία, αλλά εξ ακοής μαρτυρία (βλ. Χαραλάμπους (ανωτέρω) και Βασιλείου v Γεωργίου (2002) 1 ΑΑΔ 409). Ο ΜΚ1 ήταν ειλικρινής και επεξηγηματικός στις απαντήσεις του και προσπάθησε να βοηθήσει το Δικαστήριο με την παρουσίαση της πραγματικής μαρτυρίας που εντόπισε στην σκηνή. Από την μαρτυρία του αποδέχομαι μόνο τα όσα προκύπτουν από την πραγματική μαρτυρία, με εξαίρεση τα κατωτέρω.

Σε σχέση με την τοποθέτηση της χωμάτινης εισόδου επί του σχεδιαγραφήματος, ο ΜΚ1 παραδέχθηκε ότι δεν πήρε σχετικές μετρήσεις για το πλάτος και την ακριβή τοποθέτηση αυτής. Παραδέχθηκε, μάλιστα, ότι το σημείο «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος διαφέρει από αυτό που υποδεικνύεται στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 6 σε σχέση με την τοποθέτηση της χωμάτινης εισόδου. Τούτο είναι όντως αντιληπτό και ευδιάκριτο, καθώς στις φωτογραφίες 1, 2 και 6 του Τεκμηρίου 6, οι οποίες απεικονίζουν ένα συνάδελφο του ΜΚ1 να υποδεικνύει το σημείο «Χ» με το δάκτυλο του επί του οδοστρώματος, φαίνεται ότι αυτό δεν βρίσκεται απέναντι από την χωμάτινη είσοδο. Συνεπώς, η τοποθέτηση της χωμάτινης εισόδου επί του σχεδιαγραφήματος, η οποία έγινε χωρίς οποιαδήποτε μέτρηση από το σταθερό σημείο και το σημείο «Χ» είναι λανθασμένη. Ενόψει των ανωτέρω, για την ακριβή θέση της χωμάτινης εισόδου στα αριστερά και του απέναντι ανοίγματος στα δεξιά, και ιδιαίτερα σε σχέση με το σημείο «Χ» το Δικαστήριο δεν αποδέχεται αυτές που καταγράφονται στα σχεδιαγραφήματα, Τεκμήρια 2 και 3, αλλά αυτές που απεικονίζονται στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 6 (βλ. σχετικά Χαραλάμπους (ανωτέρω) και Rushdi v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 74). Συγκεκριμένα, ως φαίνεται από τις φωτογραφίες 1, 2 και 6 του Τεκμηρίου 6, το σημείο «Χ» βρίσκεται μετά την αριστερή χωμάτινη είσοδο και απέναντι από το δεξί άνοιγμα στον επίδικο δρόμο.

Σε σχέση με το σημείο «Χ» που τοποθετήθηκε στα Τεκμήρια 2 και 3, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι τούτο υποδείχθηκε από τον Κατηγορούμενο όταν επισκέφθηκε την σκηνή του δυστυχήματος. Στην κατάθεση του ημερ. 14.09.2023, Τεκμήριο 1, ανέφερε ότι το σημείο «Χ» αφορά «περιοχή σύγκρουσης» -και όχι «σημείο σύγκρουσης»- η οποία του υποδείχθηκε από τον Κατηγορούμενο. Στο ευρετήριο του Τεκμηρίου 2, το οποίο ετοίμασε την ημέρα του δυστυχήματος, κατέγραψε το εξής «Χ: Σημείο Συγκρούσεως. Περιοχή που υποδείχθηκε από οδηγό [            ]». Στο συμμετρικό σχεδιαγράφημα, Τεκμήριο 3, το οποίο ετοίμασε μεταγενέστερα, κατέγραψε το σημείο «Χ» ως «Περιοχή Σύγκρουσης – Υποδείχθηκε από οδηγό [       ]». Το Δικαστήριο εύλογα διερωτάται γιατί ο ΜΚ1 δεν αποτύπωσε την περιοχή σύγκρουσης και το εύρος αυτής επί των σχεδιαγραφημάτων, αλλά επέλεξε να την αποτυπώσει ως σημείο, από το οποίο μάλιστα μέτρησε και την ακριβή απόσταση από την άκρη του δρόμου. Επίσης, στις φωτογραφίες υπ’ αριθμούς 1, 2 και 6 του Τεκμηρίου 6, τις οποίες έλαβε κατά την ημέρα του δυστυχήματος, απεικονίζουν τον συνάδελφο του να υποδεικνύει με το δάκτυλο του συγκεκριμένο σημείο επί του οδοστρώματος, το οποίο είναι αυτό που είχε υποδείξει ο Κατηγορούμενος στον ΜΚ1, και όχι κάποια ευρύτερη περιοχή. Στην αντεξέταση του δε, ανέφερε ότι ο λόγος που αναφέρεται σε «περιοχή» αντί σε «σημείο» είναι επειδή δεν είχε στοιχεία πραγματικής μαρτυρίας που να υποδηλώνουν το ακριβές σημείο σύγκρουσης. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι αυτή η περιοχή σύγκρουσης θα μπορούσε να έχει ακτίνα ενός μέτρου περίπου, χωρίς, όμως, να επεξηγεί σε ποια μαρτυρία στηρίζεται αυτό το εύρημα του. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1 σε σχέση με την περιοχή σύγκρουσης και το εύρος αυτής. Και τούτο γιατί δεν στηρίζεται ούτε στην πραγματική μαρτυρία, ούτε σε εξ ακοής μαρτυρία του Κατηγορούμενου. Αποδέχομαι, όμως, ότι ο Κατηγορούμενος υπέδειξε στον ΜΚ1 το σημείο «Χ» ως το σημείο που συγκρούστηκε με τον πεζό στον επίδικο δρόμο και καταγράφηκε στα Τεκμήρια 2 και 3 και υποδεικνύεται στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 6.

Τέλος, δεν αποδέχομαι την θέση του ΜΚ1 ότι ο πεζός διασταύρωσε διαγώνια τον δρόμο, ήτοι από την αριστερή χωμάτινη είσοδο προς το δεξιό άνοιγμα. Ουδεμία πραγματική ή άλλη μαρτυρία υπάρχει περί τούτου. Η θέση του ΜΚ1 αποτελεί απλή εικασία, αφού η μοναδική μαρτυρία που είχε για την πορεία του πεζού ήταν αυτή του Κατηγορούμενου, ο οποίος δεν ανέφερε για διαγώνια διασταύρωση του δρόμου από τον πεζό.

Ο ΜΚ2 είναι πραγματογνώμονας στην διερεύνηση, εξέταση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και ήταν αρκετά επεξηγηματικός και διαφωτιστικός στις απαντήσεις του. Επισκέφθηκε ο ίδιος και επιθεώρησε το σημείο του δυστυχήματος, το επίδικο όχημα και τις φωτογραφίες και καταθέσεις που έλαβε ο ΜΚ1. Επιβεβαίωσε την θέση του ΜΚ1 ότι είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί με βεβαιότητα οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης λόγω έλλειψης στοιχείων. Ούτε εντόπισε στοιχεία που να μπορούν να διαφωτίσουν ως προς την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο Κατηγορούμενος το επίδικο όχημα. Για την έκθεση του έλαβε ως δεδομένα τα όσα αναφέρθηκαν από τον Κατηγορούμενο σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, την ταχύτητα του και την πορεία των εμπλεκόμενων προσώπων. Σε σχέση, όμως, με την πορεία του πεζού, ο ΜΚ2 έλαβε ως δεδομένο ότι αυτός διασταύρωσε 6,40 μέτρα διαγώνια από την αρχή της χωμάτινης εισόδου προς το σημείο «Χ» που υπέδειξε ο Κατηγορούμενος, ενώ δεν υπάρχει σχετική μαρτυρία προς τούτο. Επεξήγησε δε ότι η ανωτέρω πορεία του πεζού είναι η μέγιστη που θα μπορούσε να διανύσει υπό τις περιστάσεις, καθώς σε περίπτωση που η απόσταση μετρηθεί από το μέσο ή τέλος της χωμάτινης εισόδου αντί την αρχή της ή μέχρι το κέντρο του δρόμου αντί μέχρι το σημείο «Χ» ή κάθετα αντί διαγώνια, τούτο θα αποβεί προς όφελος του Κατηγορούμενου αφού ο χρόνος που θα χρειαζόταν ο πεζός να διανύσει τέτοια απόσταση θα ήταν λιγότερος. Επίσης, παραδέχθηκε ότι η επιλογή προσώπου για την αναπαράσταση του δυστυχήματος έγινε χωρίς να λάβει υπόψιν το βάρος και το ύψος του πεζού, τα οποία είναι ικανά να διαφοροποιήσουν τον χρόνο κάλυψης της ανωτέρω απόστασης. Οι μόνες παράμετροι και χαρακτηριστικά που έλαβε υπόψιν είναι η ηλικία και η απουσία κινητικών προβλημάτων. Ως εκ τούτου, οι μετρήσεις και υπολογισμοί του ΜΚ2 σε σχέση με τον χρόνο που χρειάστηκε ο πεζός να διανύσει την απόσταση από την είσοδο του στον δρόμο μέχρι το σημείο σύγκρουσης δεν είναι αποδεκτοί για τον λόγο ότι βασίζονται σε ανύπαρκτα ή αβέβαια δεδομένα. Κατ’ επέκταση τούτου, δεν είναι αποδεκτοί και οι υπολογισμοί του σε σχέση με την απόσταση που είχε ο Κατηγορούμενος από τον πεζό όταν ο τελευταίος εισήλθε εντός του δρόμου και συνακόλουθα τον χρόνο που είχε ο Κατηγορούμενος για να σταματήσει το όχημα του.

Για σκοπούς πληρότητας το Δικαστήριο διασαφηνίζει ότι το έσχατο συμπέρασμα, στο οποίο προβαίνει ο ΜΚ2 στην έκθεση του, ήτοι ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αμελής βάσει του άρθρου 8 του Ν.86/1972, αγνοείται και δεν λαμβάνεται υπόψιν. Οι μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων και των πραγματογνωμόνων, δεν πρέπει να προβαίνουν σε έσχατο συμπέρασμα, καθώς η διακρίβωση των γεγονότων και η τελική ετυμηγορία είναι έργο του Δικαστηρίου και όχι των μαρτύρων (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390).

Από την μαρτυρία του ΜΚ2 αποδέχομαι τις ζημιές που εντόπισε στο όχημα του Κατηγορούμενου ως καταγράφονται ανωτέρω. Αποδέχομαι, επίσης, την μαρτυρία του σε σχέση με την εξήγηση του για την απουσία ιχνών τροχοπέδησης στο οδόστρωμα, όπου ο ΜΚ2 επεξήγησε ότι τούτο οφείλεται στην νέα τεχνολογία ABS, η οποία εγκαθίσταται στα καινούρια μηχανοκίνητα οχήματα από το 2020. Σε σχέση με την ταχύτητα του Κατηγορούμενου, το Δικαστήριο αποδέχεται την μαρτυρία του ΜΚ2, ο οποίος εξήγησε με σαφήνεια και στην βάση της πραγματικής μαρτυρίας, ήτοι της έκτασης και σημείων των ζημιών του οχήματος, ότι το επίδικο όχημα επιβράδυνε και κτύπησε τον πεζό με χαμηλή ταχύτητα. Επιβεβαίωσε την θέση του Κατηγορούμενου ότι η ταχύτητα του ήταν περί τα 50ΧΑΩ αναφέροντας ότι αν ήταν μεγαλύτερη το σώμα του πεζού είτε θα εκτινασσόταν πάνω στο καπό του οχήματος είτε θα απωθείτο προς τα εμπρός και το όχημα θα περνούσε από πάνω του. Σε σχέση με την απόσταση που χρειάζεται το επίδικο όχημα να ακινητοποιηθεί πλήρως όταν αυτό κινείται με ταχύτητα 50ΧΑΩ, αποδέχομαι την μαρτυρία και εύρημα του ΜΚ2 ότι απαιτούνται 10,60 μέτρα.

Η ΜΚ3 έδωσε την εντύπωση προσώπου που επιθυμεί δικαίωση για τον θάνατο του συζύγου της. Ήταν συναισθηματικά φορτισμένη στο εδώλιο του μάρτυρα, γεγονός το οποίο άλλωστε είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο. Η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση, η οποία ήταν μικρή σε έκταση και ήπιας μορφής, σε μια προσπάθεια του συνηγόρου του Κατηγορούμενου να σεβαστεί τον πόνο και θλίψη της μάρτυρος. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της σε όσα ανέφερε και είχε προσωπική γνώση γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Η ΜΚ3 παρέθεσε εξ ακοής μαρτυρία του Γ.Σ. και συγκεκριμένα ότι αυτός ανέφερε στην ίδια πως ο Κατηγορούμενος έτρεχε με το επίδικο όχημα μαζί με ένα άλλο αυτοκίνητο σαν να έκαναν «κόντρα» και τον προσπέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα λίγα δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση. Τις επόμενες ημέρες το εν λόγω πρόσωπο της ανέφερε ότι δέχθηκε απειλές για το επίδικο δυστύχημα και δεν επικοινώνησε ξανά μαζί της. Η ίδια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιες ήταν αυτές οι απειλές και από ποιον. Στην δε κατάθεση του, Τεκμήριο 15, η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου και για την αλήθεια του περιεχομένου της, ο Γ.Σ. δεν ανέφερε οτιδήποτε για ιλιγγιώδη ταχύτητα ή «κόντρα» αυτοκινήτων. Εκείνο που ανέφερε είναι ότι το όχημα του Κατηγορούμενου και ακόμα ένα άλλο όχημα τον προσπέρασαν μερικά λεπτά πριν το σημείο του δυστυχήματος, ενώ ο ίδιος οδηγούσε με ταχύτητα 40ΧΑΩ. Επίσης, ούτε ανέφερε ότι ο πεζός μετακινήθηκε από τον Κατηγορούμενο, αφού ο ίδιος στην κατάθεση του αναφέρει ότι όταν έφτασε στο σημείο του ατυχήματος, ο πεζός ήταν ήδη στην δεξιά άκρη του δρόμου. Παρά το γεγονός ότι ο Γ.Σ. ήταν μάρτυρας στην υπόθεση, η Κατηγορούσα Αρχή δεν τον παρουσίασε στο Δικαστήριο. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν θα αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην ανωτέρω εξ ακοής μαρτυρία της ΜΚ3 (βλ. άρθρο 27(2)(ε) και (ζ) του Περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9)).

Η ΜΚ4 ήταν επίσης συναισθηματικά φορτισμένη στο εδώλιο του μάρτυρα. Η δε αντεξέταση της ήταν περιορισμένη. Προέβη, όμως, σε μια θέση, η οποία αντιστρατεύεται την παραδεκτή κατάθεση του Γ.Σ., Τεκμήριο 15, η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου και για την αλήθεια του περιεχομένου της. Η ΜΚ4 ανέφερε ότι κρατούσε τον σκύλο της από το λουρί και το άφησε αμέσως μετά το δυστύχημα. Ο Γ.Σ., όμως, ανέφερε στην κατάθεση του ότι ο σκύλος περιφερόταν ελεύθερος και «δεν είχε λουρί». Έχει νομολογηθεί ότι σε περίπτωση που η προσκομισθείσα μαρτυρία συγκρούεται με τα παραδεκτά γεγονότα, τα παραδεκτά γεγονότα υπερισχύουν (βλ. Ασπρής v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 39/2022) ημερ. 04.04.2023, ECLI:CY:AD:2023:B129 και Αντρέα ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498). Δεν θεωρώ, όμως, ότι η ανωτέρω αντίφαση πλήττει συθέμελα την μαρτυρία της, την οποία και αποδέχομαι εκτός από το ανωτέρω μέρος της σε σχέση με τον σκύλο (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307).

Ο Κατηγορούμενος δεν έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε με νευρικότητα κατά την αντεξέταση και δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις, ενώ σε αρκετά σημεία απέφευγε να απαντήσει ευθέως στις υποβολές που του έγιναν. Και εξηγώ. Ενώ ήταν η αρχική θέση του ότι οδηγούσε με 50ΧΑΩ κατά τον επίδικο χρόνο, δεν θυμόταν πότε είχε δει τον μιλιοδείκτη του οχήματος του πριν το δυστύχημα και δεν μπορούσε να το καθορίσει ούτε χρονικά ούτε σε απόσταση από το δυστύχημα. Σε σχέση με το σημείο «Χ» που υπέδειξε στον ΜΚ1 και σημειώθηκε στο Τεκμήριο 2, το οποίο και υπέγραψε συμφωνώντας με αυτό, ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να το αναιρέσει στην αντεξέταση του αναφέροντας ότι την δεδομένη στιγμή ήταν συναισθηματικά φορτισμένος και δεν έλεγξε αν το σημείο που υπέδειξε επί τόπου ήταν σωστό με εκείνο που τοποθέτησε ο ΜΚ1 επί του Τεκμηρίου 2. Στην αντεξέταση του, ανέφερε ότι δεν υπέδειξε σημείο, αλλά περιοχή σύγκρουσης, και το σημείο που έγινε η σύγκρουση είναι στο κέντρο του δρόμου. Γιατί, όμως, υπέδειξε αμέσως μετά το δυστύχημα το σημείο «Χ» εντός της αντίθετης λωρίδας; Γιατί δεν υπέδειξε μια ευρύτερη περιοχή που να καλύπτει και το κέντρο του δρόμου; Αν δε θεωρηθεί περιοχή σύγκρουσης με κέντρο το σημείο «Χ», αυτό σημαίνει ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να ήταν ακόμα δεξιότερα προς το δεξί παγκέτο του δρόμου, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να προκύπτει από την όλη μαρτυρία του Κατηγορούμενου. Αντίθετα, η προσπάθεια του Κατηγορούμενου ήταν να ανασκευάσει την αρχική θέση και υπόδειξη του προκειμένου να «μετακινήσει» το σημείο «Χ» που ο ίδιος είχε υποδείξει προς το κέντρο του δρόμου. Επιπρόσθετα, ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να καθορίσει ποιο μέρος του σώματος του πεζού συγκρούστηκε το όχημα του ή ποιο μέρος του οχήματος του συγκρούστηκε με τον πεζό. Για τους ανωτέρω λόγους, η μαρτυρία του κρίνεται ως αναξιόπιστη και δεν την αποδέχομαι.

Όπως είναι νομολογιακά γνωστό και καθιερωμένο, το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης του Κατηγορούμενου και συνήθως μεγαλύτερη βαρύτητα αποδίδεται στο μέρος της κατάθεσης που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του Κατηγορούμενου (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 και Γιώρκας ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 27/2021) ημερ. 16/03/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο αποδίδει βαρύτητα στο μέρος της κατάθεσης του Κατηγορούμενου που τον τοποθετεί στην θέση του οδηγού του επίδικου οχήματος, το γεγονός ότι υπήρξε σύγκρουση του οχήματος με τον πεζό εντός του επίδικου δρόμου και το γεγονός ότι συμφώνησε με το Τεκμήριο 2, όπου υπέδειξε το σημείο «Χ».

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη του αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Αναφορικά με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, σχετικό είναι το άρθρο 210 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:

«Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»

Οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη» και «επικίνδυνη» συνιστούν τρεις διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος (βλ. Savencu v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 194/2019) ημερ. 09/07/2020, ECLI:CY:AD:2020:B236). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται στην παρούσα υπόθεση για «επικίνδυνη» πράξη. Παρά το ότι δεν εξειδικεύεται στις λεπτομέρειες ποια ήταν αυτή η πράξη, η Υπεράσπιση δεν ζήτησε περαιτέρω λεπτομέρειες από την Κατηγορούσα Αρχή (βλ. Murrel v Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 217). Στην απόφαση Savencu (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι για την επικίνδυνη οδήγηση απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιου σφάλματος (fault), έστω και στιγμιαίου, εκ μέρους του Κατηγορούμενου και μιας επικίνδυνης κατάστασης, την οποία προκάλεσε το ανωτέρω σφάλμα, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο το εν λόγω σφάλμα να αποτελεί την μόνη αιτία πρόκλησης της επικίνδυνης κατάστασης.

Σύμφωνα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και κρίθηκε ως αξιόπιστη, καταλήγω στα κατωτέρω ευρήματα:

Στις 16.01.2022 και περί ώρα 14:00 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ] στον δρόμο Αγίας Άννας – Ψευδά της Επαρχίας Λάρνακας με κατεύθυνση προς Ψευδά. Ο επίδικος δρόμος ευρίσκεται εκτός κατοικημένης περιοχής, είναι συνολικού πλάτους 6,60 μέτρων, ήτοι 3,30 μέτρα κάθε λωρίδα, με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο Κατηγορούμενος προσπέρασε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [         ], το οποίο οδηγούσε ο Γ.Σ. με ταχύτητα 40ΧΑΩ. Ακολούθως και μετά από μερικά λεπτά, ο Κατηγορούμενος χτύπησε τον πεζό Α.Μ., ο οποίος διασταύρωνε τον επίδικο δρόμο από αριστερά προς δεξιά (ως η κατεύθυνση του Κατηγορούμενου), με το αριστερό μπροστινό φανάρι του οχήματος του. Από την σύγκρουση υπήρξε μικρό τσαλάκωμα πάνω αριστερά στο μπροστινό καπό του οχήματος και τα γυαλιά που φορούσε ο πεζός έπεσαν πάνω στον αριστερό υαλοκαθαριστήρα του ανεμοθώρακα του οχήματος, ενώ ο πεζός έπεσε πάνω στο οδόστρωμα. Αμέσως μετά την σύγκρουση, ο Κατηγορούμενος μετακίνησε το όχημα του στην δεξιά άκρη του δρόμου και με την βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου μετακίνησε τον πεζό σέρνοντας τον στο δεξί παγκέτο του δρόμου. Κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, οι ΜΚ3 και ΜΚ4 βρίσκονταν στο δάσος στην δεξιά πλευρά του δρόμου και σε απόσταση 20 μέτρων περίπου με την πλάτη γυρισμένη προς τον δρόμο. Όταν άκουσαν την σύγκρουση, γύρισαν και είδαν τον πεζό ξαπλωμένο στην μέση του δρόμου και τον Κατηγορούμενο μαζί με ένα άλλο πρόσωπο να τον μετακινούν προς την δεξιά άκρη του δρόμου. Ακολούθως, έτρεξαν προς το σημείο του πεζού και μετά από μερικά λεπτά έφθασε στο σημείο και ο Γ.Σ., ο οποίος σταμάτησε και κατέβηκε από το όχημα του. Ο πεζός τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας και μετά από 3½ μήνες υπέκυψε στα τραύματα του.

Σε σχέση με την ταχύτητα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, προσφέρθηκε εξ ακοής μαρτυρία από τις ΜΚ3 και ΜΚ4 ότι ο πεζός και ο Γ.Σ. ανέφεραν σε αυτές ότι ο Κατηγορούμενος έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εκτός του ότι τέτοια μαρτυρία δεν προκύπτει από την παραδεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της κατάθεση του Γ.Σ., Τεκμήριο 15, για να καταλήξει σε εύρημα και προσδιορισμό της ταχύτητας του Κατηγορούμενου, το Δικαστήριο χρειάζεται μαρτυρία εμπειρογνώμονα (βλ. Ρεουλλά ν Ιωάννου (Πολιτική Έφεση 358/2013) ημερ. 17/02/2021, ECLI:CY:AD:2021:A45). Σύμφωνα δε με την μαρτυρία του ΜΚ2, εμπειρογνώμονα στην διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων, η ταχύτητα του Κατηγορούμενου -σύμφωνα με την πραγματική μαρτυρία και δη τις ζημιές του επίδικου οχήματος- δεν ήταν μεγάλη, αλλά εντός του ορίου ταχύτητας των 50ΧΑΩ. Τούτη ήταν και η θέση του Κατηγορούμενου σε σχέση με την ταχύτητα του και γι’ αυτό καταλήγω σε εύρημα ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε με ταχύτητα 50ΧΑΩ.

Σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης «Χ», τούτο υποδείχθηκε από τον Κατηγορούμενο και βρίσκεται σε κάθετη απόσταση 4,70 μέτρων από την αριστερή άκρη του δρόμου, 1,40 μέτρα δεξιά από την άσπρη γραμμή στο κέντρο του δρόμου που διαχωρίζει τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας και 1,90 μέτρα από την δεξιά άκρη του δρόμου. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία, η οποία να υποδεικνύει ποιο ήταν το ακριβές σημείο σύγκρουσης, αποτελεί αναπόδραστο γεγονός ότι το όχημα του Κατηγορούμενου κινήθηκε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Και τούτο διότι ακόμα και αν το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται μεταξύ του σημείου «Χ» και της άσπρης διαχωριστικής γραμμής, το επίδικο όχημα κτύπησε τον πεζό με το αριστερό μπροστινό φανάρι, που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του οχήματος βρισκόταν εντός της αντίθετης και δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας. Τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία τοποθετούν το όχημα και το σημείο σύγκρουσης μεταξύ της άσπρης διαχωριστικής γραμμής και του σημείου «Χ» στο σχεδιαγράφημα, αποτελούν από μόνα τους μαρτυρία για ύπαρξη αμέλειας και σφάλματος, εκτός αν ο Κατηγορούμενος δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις (βλ. Alhaboul v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 235/2017) ημερ. 13/05/2020, ECLI:CY:AD:2020:B152). Η δε θέση του οχήματος του Κατηγορούμενου εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας την στιγμή που ο πεζός διασταύρωνε τον δρόμο και βρισκόταν τουλάχιστον μέχρι το μέσο του δρόμου προκαλούν μια αναμφίβολα επικίνδυνη κατάσταση.

Η βασική γραμμή υπεράσπισης του Κατηγορούμενου είναι ότι ο πεζός εισήλθε απότομα εντός του δρόμου και έτρεξε, με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να πατήσει φρένα και κινηθεί λοξώς δεξιά για να τον αποφύγει. Αυτή είναι ουσιαστικά η «εξήγηση» που προβάλλει ο Κατηγορούμενος.

Στο σύγγραμμα Phipson on Evidence (11th edition, 1970), σελ.45, παρα.101, αναφέρονται τα εξής σχετικά, με παραπομπή στην αγγλική απόφαση R. v Gill (1963) 47 Cr.App.R. 166:

“In many cases, however, the accused’s defence will involve introducing new issues, for example, automatism, provocation, self-defence, duress, etc. Once there is any evidence to support such “explanations” the onus of disproving them rests upon the prosecution. “The accused either by cross-examination of the prosecution witnesses or by evidence called on his behalf or by a combination of the two must place before the court such material as makes [the defence] a live issue fit and proper to be left to the jury. But once he has succeeded in doing this [and thereby discharged his evidential burden] it is then for the Crown to destroy that defence in such a manner as to leave in the jury’s minds no reasonable doubt that the accused cannot be absolved on the grounds of the alleged [facts constituting the defence].”

Στο ανωτέρω σύγγραμμα γίνεται παραπομπή και στην αγγλική απόφαση R. v Wheeler (1968) 52 Cr. App. R. 28, όπου λέχθηκαν τα εξής:

“…in circumstances where the defendant puts forward a justification… it is very important and indeed quite essential that the jury should understand… that none of those issues of justification are properly to be regarded as defences … [and] that they are not defences in respect of which any onus rests upon the accused, but are matters which the prosecution must disprove as an essential part of the prosecution case before a verdict of guilty is justified.”

Παρόμοια λέχθηκαν και στην απόφαση Κυπρίζογλου κ.α. ν Δημοκρατίας (Ποινικές Εφέσεις 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017) ημερ. 15/12/2017 από το Ανώτατο Δικαστήριο:

«Κατά τ' άλλα, τηρούμενης πάντοτε της θεμελιακής αρχής περί «νομικού βάρους απόδειξης», όταν ένας κατηγορούμενος δεν τηρήσει δικαιωματικά στάση σιωπής και προβάλει ένα νέο ζήτημα στα πλαίσια της υπεράσπισης του, τότε έχει το «βάρος» (evidential burden of proof) να εγείρει το ζήτημα αυτό επαρκώς ως επίδικο (Attorney General's Ref. (No. 1 of 2004) [2004] 1 W.L.R. 2111), Παράλληλα, παραμένει, καθ'όλη τη διάρκεια, της δίκης, το νομικό βάρος, ήτοι το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορούμενου στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, υπό την έννοια ότι, εάν ο κατηγορούμενος στοιχειοθετήσει, σε βαθμό που θα μπορούσε να προκληθεί εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του, είτε με μαρτυρία που θα προσφέρει είτε και επί της μαρτυρίας της άλλης πλευράς, το εγειρόμενο από τον ίδιο ζήτημα, τότε η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αντικρούσει τον κατηγορούμενο και να αποδείξει, παρά τους ισχυρισμούς του, την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας

Τέλος, στην απόφαση Στυλιανού ν Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση 240/18) 25/02/2021, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Η μη προώθηση από την υπεράσπιση μιας εκδοχής πρωτοδίκως ή η απόρριψη της εξήγησης που προωθήθηκε, είναι μοιραία μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, στο βαθμό που παραμένει ακλόνητη από την υπεράσπιση, είναι επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορούμενου (Kafalos v. The Queen, 19 CLR 121).  Τούτο, ως απότοκο της θεμελιώδους αρχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που έχει το βάρος να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητα του.  Συνεπώς δεν απαιτείται η εκδοχή του κατηγορούμενου να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή.  Αρκεί, στο τέλος, να παραμένει από το σύνολο της μαρτυρίας, έστω και αν προέρχεται από την κατηγορούσα αρχή (R. v. Bullard [1957] A.C. 63), εύλογη, έστω και υποβόσκουσα, αμφιβολία (lurking doubt)»

Υποβάλλοντας τα ανωτέρω στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος είχε το αποδεικτικό βάρος να προσκομίσει μαρτυρία (evidential burden) ότι βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και κινήθηκε δεξιότερα και στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας λόγω της απότομης και απροειδοποίητης εισόδου του πεζού στον επίδικο δρόμο. Ο Κατηγορούμενος πρόβαλε αυτή την θέση ευθύς εξ’ αρχής στην κατάθεση του ημερ. 16.01.2022, Τεκμήριο 4, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι αυτό είναι λογικό και πιθανό επειδή η οικογένεια (ο πεζός, η ΜΚ3 και η ΜΚ4) είχε μαζί της ένα σκύλο, ο οποίος περιφερόταν ελεύθερος και χωρίς λουρί. Κρίνω, λοιπόν, ότι ο Κατηγορούμενος έχει ικανοποιήσει το αποδεικτικό βάρος και πλέον είναι στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να διαψεύσει (“disprove”) πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την εκδοχή και εξηγήσεις του Κατηγορούμενου.

Η Κατηγορούσα Αρχή δεν πρόσφερε καμία μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι ο Κατηγορούμενος κινείτο κατά μήκος της αντίθετης και δεξιάς λωρίδας πριν την σύγκρουση. Συνεπώς, δεν διέψευσε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι αυτός κινείτο στην αριστερή λωρίδα και κινήθηκε απότομα λοξώς δεξιά για να αποφύγει τον πεζό. Το ζήτημα, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Η υποχρέωση του Κατηγορούμενου να αντιληφθεί τον πεζό και το καθήκον του για λήψη προστατευτικών μέτρων εξακολουθούν να υφίστανται.

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, με βάση την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, το όχημα του Κατηγορούμενου ακινητοποιήθηκε κατά το δυστύχημα. Το όχημα δεν είναι δυνατό να ακινητοποιηθεί απλά και μόνο επειδή χτύπησε πάνω στον πεζό. Άλλωστε, η ΜΚ4 είδε αμέσως μετά την σύγκρουση τον πεζό να είναι ξαπλωμένο στην μέση του δρόμου μπροστά από το επίδικο όχημα. Ούτε πάνω στο όχημα ούτε κάτω από αυτό. Η μαρτυρία του ΜΚ2, δηλαδή του εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, εξηγεί την απουσία ιχνών τροχοπέδησης και την δυνατότητα του επίδικου οχήματος να κινηθεί δεξιά κατά το φρενάρισμα λόγω του συστήματος ABS, το οποίο είναι εγκατεστημένο στο όχημα. Άρα δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι κατά τον χρόνο της σύγκρουσης ο Κατηγορούμενος είχε πατήσει τα φρένα του οχήματος και κινηθεί δεξιότερα.

Στην απόφαση Murrel (ανωτέρω), λέχθηκε ότι το καθήκον του Κατηγορούμενου για λήψη αποτρεπτικών μέτρων γεννάται αφού εκδηλωθεί κίνδυνος στον δρόμο, για την αποφυγή του οποίου ο συνετός οδηγός πρέπει να δράσει. Η παρουσία πεζού στο έρεισμα του δρόμου ή το «παγκέτο» όπως το αποκάλεσαν οι μάρτυρες, δεν συνιστά από μόνο του κίνδυνο. Ο κίνδυνος μπορεί να προκύψει όταν ο πεζός επιχειρεί να διασταυρώσει τον δρόμο. Στην εν λόγω απόφαση Murrel, το Ανώτατο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν την (α) σύννομη ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα, (β) την απόσταση 2,90 μέτρων μεταξύ του σημείου σύγκρουσης και της αριστερής άκρης του δρόμου και (γ) την απόσταση 15,80 μέτρων που χώριζε το όχημα από τον πεζό, όταν ο τελευταίος εισήλθε στον δρόμο, έκρινε ότι δεν υπήρχε εξ αντικειμένου δυνατότητα αποτροπής της σύγκρουσης και απάλλαξε τον Κατηγορούμενο και από την κατηγορία της αμελούς οδήγησης. Όταν, όμως, υπάρχει η δυνατότητα αποτροπής και ο οδηγός δεν λαμβάνει έγκαιρα μέτρα έναντι του πεζού, τότε είναι αμελής και διαπράττει σφάλμα, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό το σφάλμα προκάλεσε μια επικίνδυνη κατάσταση (βλ. Γενικού Εισαγγελέα ν Χάρπα (Αρ.1) (2014) 2 ΑΑΔ 124 και Αργυρού ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 378).

Στην απόφαση Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 221/2018) ημερ. 26.03.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εκεί κατηγορούμενο στην βάση του άρθρου 210 του ΚΕΦ.154, καθώς παρέλειψε παντελώς να αντιληφθεί την ύπαρξη της πεζής, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ορατότητα και το όχημα στην απέναντι λωρίδα είχε ακινητοποιηθεί θέτοντας σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου και κάνοντας νόημα στην πεζή με τα φώτα της να διασταυρώσει. Ο εκεί κατηγορούμενος χτύπησε την πεζή χωρίς να την δει και σταμάτησε μετά την σύγκρουση λόγω του θορύβου που άκουσε. Το σφάλμα του να μην αντιληφθεί καν την ύπαρξη της πεζής, παρά τις ανωτέρω περιστάσεις, και να μην λάβει κανένα αποτρεπτικό μέτρο, κρίθηκε ότι προκάλεσε μια επικίνδυνη κατάσταση. Επίσης, στην απόφαση Αστυνομία ν Νικολάου (Ποινική Έφεση 217/2016) ημερ. 11.05.2017, ECLI:CY:AD:2017:B168, η οδήγηση σε ευθύ και χωρίς εμπόδια δρόμο αδιαφορώντας για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν τον δρόμο κρίθηκε ότι συνιστά συμπεριφορά, η οποία ανάγεται σε επικίνδυνη οδήγηση.

Στην παρούσα υπόθεση και σύμφωνα με την μαρτυρία της ΜΚ4, ο πεζός ήταν ξαπλωμένος στο οδόστρωμα και μπροστά από το επίδικο όχημα αμέσως μετά την σύγκρουση, γεγονός που επιμαρτυρεί την πλήρη ακινητοποίηση του επίδικου οχήματος κατά την σύγκρουση. Η δε θέση του σημείου «Χ» βρίσκεται 4 με 5 μέτρα από την αριστερή χωμάτινη είσοδο, στην οποία είχε σταθμεύσει το όχημα του ο πεζός, και απέναντι από το δεξί άνοιγμα, προς το οποίο κατευθυνόταν ο πεζός για να πάει στον χώρο που βρίσκονταν οι ΜΚ3 και ΜΚ4. Δεν υπάρχει ενώπιον μου μαρτυρία για την θέση του πεζού μετά το δυστύχημα, ήτοι αν ήταν μετά το σημείο «Χ» και κατ’ επέκταση αν συμπαρασύρθηκε για κάποια απόσταση ο πεζός. Αν ληφθεί υπόψιν και η επιστημονική μαρτυρία του ΜΚ2 ότι όταν το επίδικο όχημα κινείται με ταχύτητα 50ΧΑΩ χρειάζεται απόσταση 10,60 μέτρων για να ακινητοποιηθεί πλήρως, υπάρχει πολύ σοβαρό ενδεχόμενο ότι ο Κατηγορούμενος όντως αντιλήφθηκε την παρουσία του πεζού στον δρόμο και πάτησε τα φρένα πριν την επίδικη σύγκρουση. Συνεπώς, η παρούσα διακρίνεται από την απόφαση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), όπου ο εκεί κατηγορούμενος δεν είχε αντιληφθεί καθόλου την παρουσία της πεζής, παρά τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, και την παρέσυρε για 22 μέτρα και εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος μετά την σύγκρουση. Στην παρούσα υπόθεση, δεν είμαστε αντιμέτωποι με παρατεταμένη και συνεχή επικίνδυνη οδήγηση ή με συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μία εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, που ενέχει το στίγμα του εγωισμού ή της συνειδητής αδιαφορίας προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενώπιον μου αξιόπιστη μαρτυρία για την ακριβή απόσταση που είχε το επίδικο όχημα από τον πεζό όταν ο τελευταίος άρχισε να διασταυρώνει τον επίδικο δρόμο, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε μικροσκοπικές αναλύσεις (βλ. Κωνσταντίνου (ανωτέρω)). Άλλωστε, τα θέματα που έχουν να κάμουν με την οδική συμπεριφορά και ενεχόμενες αντιδράσεις οδηγών αντικρίζονται με βάση την γενική αντίληψη του Δικαστηρίου του Δικαστηρίου ως προ τα πράγματα, υπό το φως της κοινής λογικής (βλ. Νεοφύτου ν Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 120). Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος υπέδειξε το σημείο «Χ» εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και στην δια ζώσης μαρτυρία του αποδέχθηκε ότι βρίσκεται περίπου στο κέντρο του δρόμου. Αυτό σημαίνει ότι αν ο Κατηγορούμενος συνέχιζε να οδηγεί ευθεία και απέφευγε τον πεζό από αριστερά αντί να κινηθεί λοξώς δεξιά, δεν θα υφίστατο σύγκρουση. Δηλαδή, ακόμα και με βάση την εκδοχή του Κατηγορούμενου, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είχε τον χρόνο και την ευχέρεια να λάβει αποτρεπτικά μέτρα μέχρι ο πεζός να διανύσει την κάθετη απόσταση 4,70 μέτρων μέχρι το σημείο «Χ» ακινητοποιώντας το όχημα ή και αποφεύγοντας τον πεζό από αριστερά, δηλαδή διατηρώντας το επίδικο όχημα εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας. Συνεπώς, καταλήγω ότι η παράλειψη του Κατηγορούμενου να ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημα του προτού κτυπήσει τον πεζό ή και να αποφύγει τον πεζό από αριστερά αντί από δεξιά συνιστά σφάλμα, ήτοι πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας του ικανού και έμπειρου οδηγού. Η δε απότομη κίνηση του επίδικου οχήματος προς τα δεξιά -ως η θέση του ίδιου του Κατηγορούμενου- η οποία έθεσε ολόκληρο το μπροστινό μέρος του οχήματος εντός της δεξιάς λωρίδας (αφού η σύγκρουση με τον πεζό έγινε με το αριστερό φανάρι του οχήματος) συνιστά σφάλμα, το οποίο αναμφίβολα προκάλεσε μια επικίνδυνη κατάσταση. Παρά το ότι πρόκειται για στιγμιαίο σφάλμα κάτω από την αγωνία και την πίεση της στιγμής που υπαγόρευε άμεση αντίδραση επιλογής, τούτο δεν απαλλάσσει τον Κατηγορούμενο από την διάπραξη του αδικήματος κάτω από το άρθρο 210 του ΚΕΦ.154 (βλ. Χαραλάμπους (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν Ιωάννου (Ποινική Εφεση 221/2013) ημερ. 28.09.2015). Ούτε η θέση και εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι ο πεζός εισήλθε τρέχοντας στον δρόμο για να πιάσει τον σκύλο του, ο οποίος κυκλοφορούσε ελεύθερος και χωρίς λουρί, δύναται να απαλλάξει τον Κατηγορούμενο, καθώς το ανωτέρω σφάλμα του δεν πρέπει να είναι απαραίτητα η μοναδική αιτία πρόκλησης της επικίνδυνης κατάστασης.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι εξηγήσεις και εκδοχή του Κατηγορούμενου σε ότι αφορά τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος, παρά το ότι δεν διαψεύστηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή με πραγματική ή άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, δεν είναι ικανές να τον απαλλάξουν από την διάπραξη του αδικήματος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι (α) ο Κατηγορούμενος διέπραξε σφάλμα -έστω και στιγμιαία- να μην ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημα του και να κινηθεί λοξώς δεξιά και εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και (β) το ανωτέρω σφάλμα ήταν μια από τις αιτίες πρόκλησης της επικίνδυνης κατάστασης, η οποία επέφερε τον θάνατο στο θύμα (βλ. Τεκμήριο 10).

Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος από τον Κατηγορούμενο.

7.     Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο