ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 13754/2023

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 15.03.2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ευγενία Κουμπαρή

Για τον Κατηγορούμενο: Προσωπικά

Κατηγορούμενος παρών.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας, για το οποίο κατηγορείται ο Κατηγορούμενος ότι διέπραξε στις 09.09.2023 στην οδό Τάσσου Παπαδόπουλου στην Λάρνακα.

2.     Το Κατηγορητήριο

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 28.11.2023, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής [     ] με ταχύτητα 67 χιλιομέτρων ανά ώρα (ΧΑΩ) αντί 50ΧΑΩ που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε την διάπραξη του αδικήματος και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

3.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ένα μάρτυρα για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 3733 Κ.Π. (ΜΚ1). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο Κατηγορούμενος επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Ομάδα «Ζ» της Τροχαίας Λάρνακας τα τελευταία 3 έτη και προηγουμένως υπηρετούσε στην Τροχαία Λάρνακας για 5 έτη. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, την δήλωση του ημερ. 29.10.2023 επί της πρόσοψης του ανακριτικού του φακέλου του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Κατέθεσε, επίσης, και υιοθέτησε την κατάθεση του, Τεκμήριο 2. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε στην δια ζώσης μαρτυρία του, ο ΜΚ1 ανέφερε τα εξής:

(α) Την 09.09.2023 και ώρα 09:02 βρισκόταν στην οδό Τάσσου Παπαδόπουλου στην Λάρνακα και διενεργούσε έλεγχο ταχύτητας με το ταχύμετρο του με αρ. TS002570. Προτού χρησιμοποιήσει το ταχύμετρο κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο, προέβη στους τρεις απαραίτητους ελέγχους για την διαπίστωση της ορθότητας της λειτουργίας του ταχύμετρου και το επίδικο ταχύμετρο λειτουργούσε κανονικά.

(β) Σε απόσταση 309 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν εντόπισε με το ταχύμετρο του ότι το όχημα με αρ. εγγραφής [     ] κινείτο κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο με ταχύτητα 67ΧΑΩ αντί 50ΧΑΩ που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στον ανωτέρω δρόμο. Αφού το ανωτέρω όχημα πλησίασε σε απόσταση 200 μέτρων από τον ίδιο, ο ΜΚ1 εισήλθε στον δρόμο και έκαμε σήμα στον οδηγό του οχήματος να σταματήσει, αλλά ο οδηγός δεν τον αντιλήφθηκε και δεν σταμάτησε το όχημα του με κίνδυνο να του κτυπήσει. Στην προσπάθεια του να αποφύγει το όχημα, ο ΜΚ1 πετάχτηκε εκτός δρόμου, με αποτέλεσμα να του πέσει το ταχύμετρο στο έδαφος και να σβηστούν όλες οι ενδείξεις από αυτό.

(γ) Ο οδηγός του εν λόγω οχήματος σταμάτησε στην επόμενη πάροδο και σε απόσταση 25 με 30 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν ο ΜΚ1. Ακολούθως, ο ΜΚ1 προσέγγισε τον οδηγό, ο οποίος αντιδρούσε και φώναζε ότι δεν έτρεχε και δεν έδινε τα στοιχεία του. Κατόπιν έρευνας, ο ΜΚ1 εντόπισε τον αριθμό ταυτότητας του οδηγού και προχώρησε σε σχετική καταγγελία και έκδωσε σχετικό εξώδικο. Αν και αρχικά ο οδηγός δεν παραλάμβανε το εξώδικο, τελικά το έλαβε και αποχώρησε από το σημείο.

(δ) Στο Δικαστήριο ο ΜΚ1 αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως τον ανωτέρω οδηγό του επίδικου μηχανοκίνητου οχήματος κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο.

(ε) Κατά την αντεξέταση του, αρνήθηκε ότι ήταν κρυμμένος πίσω από κάποιο όχημα ή άλλο αντικείμενο και ανέφερε ότι έκαμε σήμα στον Κατηγορούμενο από απόσταση τουλάχιστον 200 μέτρων. Όταν δε του ζήτησε ο Κατηγορούμενος να δει την ένδειξη στο ταχύμετρο με την ταχύτητα που οδηγούσε, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι τούτο δεν ήταν εφικτό επειδή το ταχύμετρο είχε πέσει στο έδαφος και σβήστηκαν όλες οι ενδείξεις από αυτό. Παραδέχθηκε δε ότι κατάσχεσε προσωρινά τα κλειδιά του οχήματος του Κατηγορούμενου επειδή ο Κατηγορούμενος δεν τους έδινε τα στοιχεία του και είχε πρόθεση να φύγει, αφού το όχημα ήταν σε λειτουργία και ήταν αντιδραστικός. Αρνήθηκε, όμως, ότι έριξε τα κλειδιά στο έδαφος και είπε στον Κατηγορούμενο να φύγει χωρίς να του δώσει εξώδικο.

4.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Την 09.09.2023 και ώρα 09:02 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ] στην οδό Τάσσου Παπαδόπουλου στην Λάρνακα και του έγινε σήμα από τον ΜΚ1 να σταματήσει.

(β) Κατά την ανακοπή του οχήματος υπήρξε ένταση μεταξύ του Κατηγορούμενου και του ΜΚ1, ο οποίος δεν υπόδειξε στον Κατηγορούμενο την ένδειξη του ταχύμετρου με την ταχύτητα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος.

(γ) Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ήταν 50ΧΑΩ.

(δ) Ο ΜΚ1 προέβη στους σχετικούς ελέγχους στο ταχύμετρο προτού το χρησιμοποιήσει κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο και αυτό λειτουργούσε κανονικά.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Ο ΜΚ1 άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν σταθερός και σίγουρος στις απαντήσεις του και δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις. Αντίθετα, παρά την ένταση που υπήρξε με τον Κατηγορούμενο κατά την επίδικη καταγγελία, αλλά και κατά την διάρκεια της αντεξέτασης του, ο ίδιος διατήρησε την ηρεμία και σαφήνεια του στις απαντήσεις του. Επεξήγησε δε από την αρχή τον λόγο που δεν υπέδειξε την ένδειξη του ταχύμετρου στον Κατηγορούμενο, τον οποίο κατέγραψε και στην καταγγελία του, Τεκμήριο 1. Επίσης, ανέφερε εξ αρχής ότι υπήρξε ένταση με τον Κατηγορούμενο κατά την ανακοπή και δεν απέκρυψε από το Δικαστήριο το όλο επεισόδιο. Το γεγονός ότι δεν είχε αναφέρει στην κυρίως εξέταση του ότι προέβη σε κατάσχεση των κλειδιών του οχήματος του Κατηγορούμενου μέχρι να εντοπιστούν τα στοιχεία του Κατηγορούμενου και εκδώσει το εξώδικο δεν πλήττει την αξιοπιστία του. Αντίθετα, ενισχύει την φιλαλήθεια του σε σχέση με τα όσα αρνήθηκε ότι συνέβησαν κατά τις σχετικές υποβολές του Κατηγορούμενου στην αντεξέταση του. Ενόψει των ανωτέρω αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη του επίδικου αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Η σχετική νομοθετική πρόνοια είναι το άρθρο 6(3) του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:

«Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινος οδού με ταχύτητα μεγαλυτέραν του ανωτάτου ή μικροτέραν του κατωτάτου ορίου ταχύτητος όπερ έχει ορισθή υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή της επιφυλάξεως αυτού είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.»

Ο Κατηγορούμενος αρνείται ότι οδηγούσε με ταχύτητα 67ΧΑΩ και προώθησε, επίσης, ως γραμμές υπεράσπισης ότι δεν του υποδείχθηκε η ένδειξη του ταχύμετρου και ότι δεν του δόθηκε εξώδικο για να πληρώσει.

Αρχίζοντας από την πρώτη γραμμή υπεράσπισης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επίδειξη της ένδειξης του ταχύμετρου στον Κατηγορούμενο δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Επίσης, η μη επίδειξη του ταχύμετρου στον οδηγό, παρά το ότι είναι χρήσιμο για σκοπούς επιβεβαίωσης, είναι επουσιώδες ως προς την απόδειξη της ενοχής του Κατηγορούμενου ή ως προς την αξιοπιστία του ΜΚ1 (βλ. Πετράκης ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 455). Στην παρούσα περίπτωση, μάλιστα, ο ΜΚ1 ανέφερε και τον λόγο που δεν επιδείχθηκε η ένδειξη στο ταχύμετρο, ήτοι ότι το ταχύμετρο είχε πέσει στο έδαφος κατά την ανακοπή του οχήματος και σβήστηκαν όλες οι ενδείξεις. Ενόψει των ανωτέρω, η ανωτέρω γραμμή υπεράσπισης του Κατηγορούμενου απορρίπτεται από το Δικαστήριο.

Αναφορικά με την δεύτερη γραμμή υπεράσπισης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η έκδοση και παράδοση του εξώδικου στον οδηγό δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το εξώδικο παρέχει ευκαιρία και δικαίωμα στον παραβάτη να πληρώσει το εκάστοτε ποσό προκειμένου να αποφύγει την ποινική δίωξη στο Δικαστήριο. Επιπρόσθετα, τα άρθρα 5 και 9 του Περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου (Ν.47(I)/1997) δεν επιβάλλουν υποχρέωση στον αστυνομικό να εκδώσει εξώδικο, αλλά του δίδουν την δυνατότητα και διακριτική εξουσία να το πράξει. Σχετική είναι η φράση «δύναται» στις ανωτέρω πρόνοιες. Συνεπώς, δεν αποτελεί υπεράσπιση για τον Κατηγορούμενο η θέση -η οποία εν πάσει περιπτώσει δεν έγινε αποδεκτή από Δικαστήριο- ότι δεν εκδόθηκε εξώδικο πρόστιμο ή δεν παρέλαβε τέτοιο εξώδικο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Δημητρίου (2003) 2 ΑΑΔ 45).

Με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ1, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ1 διαπίστωσε την ταχύτητα των 67ΧΑΩ του επίδικου οχήματος χρησιμοποιώντας το ταχύμετρο του, το οποίο είχε ελέγξει προηγουμένως ότι λειτουργούσε ορθά. Η μέθοδος του ταχύμετρου για διαπίστωση παράβασης του ορίου ταχύτητας είναι τεχνικά και νομικά αποδεκτή με βάση την κειμένη νομοθεσία και νομολογία (βλ. Μεταξάς ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 560). Ενόψει των ανωτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το επίδικο μηχανοκίνητο όχημα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο με ταχύτητα 67ΧΑΩ αντί 50ΧΑΩ που ήταν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας.

7.     Κατάληξη

Συνοψίζοντας και για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ένοχο τον Κατηγορούμενο στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο