ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπ. 2390/23

Μεταξύ:

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

                                        ΘΑΣΟΣ ΚΟΝΤΟΝΙΚΟΛΑ

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 16.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Σαββίδου

Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Το Κατηγορητήριο

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες παράλειψης πληρωμής μεταξύ 11.2.2022 και 16.2.2023 εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο (1η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής πρόσθετου τέλους αναφορικά με τις εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων (2η κατηγορία), παράλειψης καταβολής εισφορών στο ταμείο ασφάλισης υγείας (3η κατηγορία) και παράλειψης καταβολής πρόσθετου τέλους αναφορικά με τις εισφορές στο ταμείο ασφάλισης υγείας για την περίοδο 7.1.2019 μέχρι 2.1.2022.

Η Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ένα μάρτυρα κατηγορίας, επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Επαρχιακού Γραφείου Λάρνακας (ΜΚ1), ο οποίος έδωσε μαρτυρία σχετικά με τα υπό εξέταση αδικήματα και κατάθεσε αριθμό εγγράφων στο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τον ΜΚ1, όταν υπάρχουν καθυστερημένες οφειλές γίνεται σύσταση από το τμήμα του για προώθηση υπόθεσης στο Δικαστήριο. Για να εγγραφεί κάποιος ως αυτοτελώς εργαζόμενος, προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία απασχόλησης και γίνεται η εγγραφή του κανονικά.

Σύμφωνα με τα αρχεία της υπηρεσίας κοινωνικών ασφαλίσεων, ο Κατηγορούμενος προέβη σε αίτηση και έγινε εγγραφή του ως αυτοτελώς εργαζόμενος στην επαγγελματική κατηγορία 10 που υπάγεται στο επάγγελμα που δήλωσε ως συγκολλητής (Τεκμήριο 1). Όταν είχε γίνει η εγγραφή του, το τεκμαρτό εισόδημα ήταν €433,38. Στο Τεκμήριο 1, είπε ο ΜΚ1, η αίτηση του Κατηγορούμενου έχει ημερομηνία έναρξης την 7.7.2008 και ημερομηνία λήξης την 5.2.2023 και είχε εγκριθεί. Κάθε αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να υποβάλει δήλωση μη απασχόλησης είτε για περίοδο ασθενείας είτε για περίοδο που δηλώνεται ότι δεν εργάζεται και μετά από σχετική εξέταση εγκρίνεται ή απορρίπτεται. Η τελευταία φορά που υπόβαλε αίτηση ο Κατηγορούμενος για δήλωση μη απασχόλησης ήταν για την περίοδο 4.8.2014 μέχρι 19.10.2014 η οποία είχε εγκριθεί (Τεκμήριο 1) και έκτοτε δεν έχει κάνει άλλη δήλωση μη απασχόλησης. Ο ΜΚ1 ακολούθως ανάφερε ότι με βάση κάποια δικαιολογητικά εισοδήματος, δικαιούται κάποιος να παρουσιαστεί στην υπηρεσία τους και να υποβάλει αίτηση που ονομάζεται πληρωμή με βάση πραγματικό εισόδημα και με αυτό τον τρόπο καθορίζεται το ποσό που πρέπει να πληρώνει. Πρόκειται για τύπο ένστασης και η τελευταία φορά που ο Κατηγορούμενος υπόβαλε ένσταση ήταν για την χρονική περίοδο του 2015, συγκεκριμένα 5.12.2015 και έκτοτε δεν υπόβαλε οποιαδήποτε άλλη (Τεκμήριο 2).

Ο ΜΚ1 κατάθεσε επίσης αντίγραφα των πινάκων για τις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες που αφορούν στις περιόδους 7.10.2019 με 5.1.2020 (Τεκμήριο 3). Με βάση τον σχετικό πίνακα (Κανονισμός 16), που αφορά στις επαγγελματικές κατηγορίες και ποσά ασφαλιστέων αποδοχών, αυτοτελώς εργαζομένων για την περίοδο 7.1.2019 με 5.1.2020, ο Κατηγορούμενος υπάγεται στην κατηγορία 10 και το τεκμαρτό εισόδημα για την εν λόγω περίοδο ήταν €376,49. Για την περίοδο 6.1.2020 με 3.1.2021 ήταν €378,19 και για την περίοδο 4.1.2021 με 2.1.2022 το ποσό ήταν €395,51. Σύμφωνα με τον ΜΚ1 στην πίσω σελίδα του κάθε πίνακα φαίνονται σχετικά τα τρίμηνα για το κάθε έτος και βάσει του εβδομαδιαίου εισοδήματος που αντιστοιχεί στην κάθε κατηγορία όπως είναι για τον Κατηγορούμενο η κατηγορία 10, προκύπτει και το αντίστοιο ποσό ανά τρίμηνο με βάσει το ποσοστό εισφοράς. Σε σχέση με το ΓΕ.ΣΥ. το ποσό του άρχισε να χρεώνεται από 1.3.2019 και συνυπολογίζεται μαζί με το ποσό εισφορών στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Από την 1.3.2019 μέχρι 21.5.2020 ήταν 2,5% και από 1.6.2020 μέχρι σήμερα είναι 4%. Ο Κατηγορούμενος έκανε αίτηση για σύνταξη στις 3.2.2021  (Τεκμήριο 4) και έχει εγκριθεί να λαμβάνει θεσμοθετημένη σύνταξη από 10.2.2021 σε ηλικία 63 ετών. Εάν και εφόσον εργάζεται υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές μέχρι το 65ο έτος ηλικίας του και ο Κατηγορούμενος εξακολοθούσε να απασχολείται μέχρι 5.2.2023 (Τεκμήριο 1). Σύμφωνα με την κατάσταση επιδικασμένων και τρέχουσων οφειλών (Τεκμήριο 5) και την κατάσταση οφειλών που αφορά την παρούσα υπόθεση (Τεκμήριο 6), ο Κατηγορούμενος οφείλει το ποσό των €14.283,55 και δεν έχει πληρώσει οποιοδήποτε ποσό έναντι του πιο πάνω ποσού μέχρι σήμερα.

Ο Κατηγορούμενος υπόβαλε την θέση ότι έπρεπε να τον είχαν ειδοποίησει όταν θα έπαιρνε σύνταξη για να σταματήσει και να διαγραφεί από τις κοινωνικές ασφαλίσεις και όχι να γίνει εκ των υστέρων διαδικασία, με τον ΜΚ1 να απαντά ότι κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος υποχρεούται να δηλώσει τερματισμό απασχόλησης και ο Κατηγορούμενος τον δήλωσε στις 5.2.2023 άρα γνώριζε ότι μέχρι την συγκεκριμένη ημερομηνία υπήρχαν οφειλές. Υπόβαλε επίσης την θέση ότι δεν γνώριζε για τις οφειλές και ο ΜΚ1 απάντησε ότι η υπηρεσία ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποτέλνει επιστολές ταχυδρομικώς αλλά θεωρεί ότι όταν κάποιος οφείλει το γνωρίζει.

Μετά που κλήθηκε σε απολογία ο Κατηγορούμενος επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής.

Αξιολόγηση

Παρακολούθησα με προσοχή τον μάρτυρα. Αξιολόγησα τη μαρτυρία του σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, έχοντας εξετάσει επίσης το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια και έλαβα υπόψη την εικόνα του στο Δικαστήριο (βλ. Ζαβρού ν.  Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v. Αστυνομίας  (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320). Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την μαρτυρία του ΜΚ1.

Ο ΜΚ1 που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ο μάρτυρας κρίνεται ειλικρινής, η μαρτυρία του παρουσίαζε λογική και συνοχή και γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της. Ο ΜΚ1 επεξήγησε λεπτομερώς στο Δικαστήριο πως υπολογίστηκε κάθε ποσό και κάθε πρόσθετο τέλος, παραπέμποντας παράλληλα στα Τεκμήρια που κατάθεσε στο Δικαστήριο. Σημειώνω ότι ουσιαστικά η μαρτυρία του ΜΚ1 παράμεινε στην πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη από τον Κατηγορούμενο εφόσον οι μόνες θέσεις που υποβλήθηκαν στον ΜΚ1 ήταν ότι έπρεπε να ενημερωνόταν ο Κατηγορούμενος και ότι δεν γνώριζε ότι υπήρχε οφειλή.

 

Ευρήματα

Στην βάση της πιο πάνω αξιολόγησης αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου τα πιο κάτω:

 

Ο Κατηγορούμενος προέβη σε αίτηση και έγινε εγγραφή του ως αυτοτελώς εργαζόμενος στην επαγγελματική κατηγορία 10 που υπάγεται στο επάγγελμα που δήλωσε ως συγκολλητής με ημερομηνία έναρξης την 7.7.2008 και ημερομηνία λήξης την 5.2.2023.

 

Ο Κατηγορούμενος υπόβαλε ένσταση - δήλωση μη απασχόλησης ήταν για την χρονική περίοδο του 2015, συγκεκριμένα 5.12.2015 και έκτοτε δεν υπόβαλε οποιαδήποτε άλλη.

 

Με βάση τον σχετικό πίνακα (Κανονισμός 16), που αφορά στις επαγγελματικές κατηγορίες και ποσά ασφαλιστέων αποδοχών, αυτοτελώς εργαζομένων για την περίοδο 7.1.2019 με 5.1.2020, ο Κατηγορούμενος υπάγεται στην κατηγορία 10 και το τεκμαρτό εισόδημα για την εν λόγω περίοδο ήταν €376,49. Για την περίοδο 6.1.2020 με 3.1.2021 ήταν €378,19 και για την περίοδο 4.1.2021 με 2.1.2022 το ποσό ήταν €395,51 με τα ανάλογα ποσοστά εισφοράς που καταγράφονται ανά τρίμηνο και ποσοστώνονται επί του τεκμαρτού εβδομαδιαίου εισοδήματος.

 

Το ποσό του ΓΕ.ΣΥ. άρχισε να χρεώνεται από 1.3.2019 και συνυπολογίζεται μαζί με το ποσό εισφορών στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Από την 1.3.2019 μέχρι 21.5.2020 ήταν 2,5% και από 1.6.2020 μέχρι σήμερα είναι 4%. Συνεπώς, η περίοδος που αναφέρεται στην 3η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι από 1.3.2019 και όχι από 7.1.2019 ως εντίμως ανάφερε ο ΜΚ1 στην κυρίως εξέταση του.

 

Ο Κατηγορούμενος υπόβαλε αίτηση για σύνταξη στις 3.2.2021  και έχει εγκριθεί να λαμβάνει θεσμοθετημένη σύνταξη από 10.2.2021 σε ηλικία 63 ετών.

 

Το ποσό των τρέχουσων οφειλών καταγράφεται λεπτομερώς ανά τρίμηνο στο Τεκμήριο 5 από το πρώτο τρίμηνο του 2019 μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και αφού προστεθεί προκύπτει το ποσό που καταγράφεται στο Τεκμήριο 6 και αναλογεί σε €9.330,32 (ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων) πλέον €2.519,16 (πρόσθετο τέλος) πλέον €1.916,59 (ταμείο ΓΕ.ΣΥ) πλέον €517,48 (πρόσθετο τέλος ΓΕ.ΣΥ) ήτοι συνολικό ποσό €14.283,55.

 

Ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι της πιο πάνω οφειλής.

 

Νομική Πτυχή

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων 59(Ι)/2010, οι αυτοτελώς εργαζόμενοι είναι πρόσωπα που ασφαλίζονται δυνάμει αυτού του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος υποχρεούται να καταβάλει εισφορά για κάθε περίοδο εισφοράς μέσα στην οποία απασχολήθηκε πέραν της εισφοράς που καταβάλλεται και από το Πάγειο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου:

« Το ποσό της εισφοράς που καταβάλλεται για την απασχόληση αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του -

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 14,5%, από το οποίο 11% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την 30η Μαΐου 1988,

(γ) 15,6%, από το οποίο 11,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 1993,

(δ) 16,9%, από το οποίο 12,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του μήνα εισφορών Απριλίου του 2009,

(ε) 19,2%, από το οποίο 14,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2014,

(στ) 20,5%, από το οποίο 15,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2019,

(ζ) 22,1%, από το οποίο 16,8% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(η) 23,7%, από το οποίο 18% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(θ) 25,4%, από το οποίο 19,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(ι) 26,7% από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039:

...»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Σύμφωνα με το άρθρο 85 του Νόμου:

85.-(1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά ή πρόσθετο τέλος είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400,00) ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση δε δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης αυτού για το ίδιο αδίκημα, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση καταδίκης σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο εργοδότης ή ο αυτοτελώς εργαζόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό των εισφορών ή του πρόσθετου τέλους που παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει και επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 25% του εν λόγω ποσού ή σε περίπτωση δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 50%, όπως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι, το ποσό του οφειλόμενου πρόσθετου τέλους υπολογίζεται κατά την ημέρα της καταδίκης.

(3) Σε κάθε καταδίκη για παράλειψη ή αμέλεια καταβολής εισφορών, μπορεί να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία για παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές τις οποίες ήταν υπόχρεος να καταβάλει δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικά με το ίδιο ή άλλο πρόσωπο το οποίο αυτός απασχολούσε για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την ημερομηνία του αδικήματος, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση:

Νοείται ότι, εάν η παράλειψη ή αμέλεια αυτή αποδειχτεί, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εργοδότη να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με το σύνολο των εισφορών που αυτός παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.

(4) Κάθε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως χρηματική ποινή.

(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται από εργοδότη ή αυτοτελώς εργαζόμενο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως πληρωμή που έγινε για την εξόφληση των εισφορών που δεν καταβλήθηκαν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 10, ο εργοδότης δεν δικαιούται να ζητήσει ή ανακτήσει από το μισθωτό τις εισφορές που καταβάλλονται από το μισθωτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(6) Κάθε πρόσωπο, που για να επιτύχει τη χορήγηση οποιασδήποτε παροχής ή άλλης πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο ή για άλλο σκοπό που σχετίζεται με τον παρόντα Νόμο-

(α) με γνώση του ή από αμέλεια προβαίνει σε ψευδή έκθεση ή ψευδείς παραστάσεις, ή

(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφου ή πληροφορίας, που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ως προς κάποιο ουσιώδες στοιχείο,

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(7) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (6), το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από την επιβολή οποιασδήποτε ποινής να διατάξει την επιστροφή στο Ταμείο του ποσού της παροχής ή της άλλης πληρωμής που καταβλήθηκε παράνομα.

(8) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, για την οποία δεν προβλέπεται ρητά ποινή σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται για κάθε αδίκημα σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμών του 2010: 

«4.-(1) Κάθε μισθωτός ή αυτοτελώς εργαζόμενος οφείλει να αποτείνεται για εγγραφή στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τη συμπλήρωση και υποβολή αίτησης στον καθορισμένο για το σκοπό αυτό τύπο.

 

(2) Η αίτηση για εγγραφή υποβάλλεται το αργότερο μέσα σ' ένα (1) μήνα από την έναρξη της απασχόλησης του μισθωτού ή του αυτοτελώς εργαζομένου, ανάλογα με την περίπτωση, και, σε περίπτωση μισθωτού, η αίτηση υποβάλλεται μέσω του εργοδότη του, ο οποίος είναι υπόχρεος να την υποβάλει εντός της προθεσμίας καταβολής των αντίστοιχων εισφορών για το μισθωτό.

 

...

 

16.-(1) Για σκοπούς καταβολής εισφορών, οι αυτοτελώς εργαζόμενοι κατατάσσονται, ανάλογα µε το επάγγελμα τους, σε µια από τις επαγγελματικές κατηγορίες που καθορίζονται στη στήλη (α) του Πίνακα Ι.

 

(2) Το κατώτατο εβδομαδιαίο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε επαγγελματική κατηγορία αυτοτελώς εργαζομένων είναι το γινόμενο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, επί το συντελεστή που καθορίζεται στην στήλη (β) του Πίνακα Ι, απέναντι από κάθε επαγγελματική κατηγορία.

 

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού 17, κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος καταβάλλει εισφορές πάνω στο κατώτατο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών που καθορίζεται σύμφωνα µε την παράγραφο (2) για την επαγγελματική κατηγορία στην οποία αυτός κατατάχθηκε.

 

17.-(1) Αυτοτελώς εργαζόμενος, ο οποίος κατόπιν υποβολής αίτησης στον καθορισμένο από το Διευθυντή τύπο, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία για το εισόδημα του, ικανοποιεί το Διευθυντή ότι οι αποδοχές του είναι χαμηλότερες από το κατώτατο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών της οικείας επαγγελματικής κατηγορίας, δικαιούται να καταβάλλει εισφορές πάνω στο ποσό των πραγματικών αποδοχών του.

 

 

18.-(1) Αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος αλλάζει επάγγελμα, που συνεπάγεται αλλαγή επαγγελματικής κατηγορίας, οφείλει να γνωστοποιήσει την αλλαγή αυτή μέσα σε τριάντα (30) ημέρες στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, µε τη συμπλήρωση και υποβολή του καθορισμένου για το σκοπό αυτό τύπου.

 

(2) Οι διατάξεις των Κανονισμών 16 και 17 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών και στην περίπτωση αλλαγής επαγγέλματος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (1).

 

19. Κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος που είναι υπόχρεος για καταβολή εισφορών, οφείλει να τις καταβάλλει στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ορίζει στην περίπτωσή του ο Διευθυντής, όχι αργότερα από την ημερομηνία που καθορίζεται στον Πίνακα ΙΙ, ανάλογα με το μήνα εισφορών για τον οποίο είναι καταβλητέες οι εισφορές.

 

...

 

21.-(1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος, ο οποίος παραλείπει να καταβάλει εισφορές μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στους παρόντες Κανονισμούς, είναι υπόχρεος να καταβάλει πρόσθετο τέλος σε ποσοστό 3% του ποσού των οφειλόμενων εισφορών για καθυστέρηση μέχρι ένα (1) μήνα και 3% για κάθε τέτοιο διάστημα περαιτέρω καθυστέρησης:

 

Νοείται ότι, σε καμιά περίπτωση το ποσοστό πρόσθετου τέλους δεν μπορεί να υπερβεί το 27% του ποσού των καθυστερούμενων εισφορών:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, καθόσον αφορά τις καθυστερημένες εισφορές για τους μήνες μέχρι και το τέλος του έτους 2013, οι οποίες θα εξοφληθούν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, δεν επιβάλλεται οποιοδήποτε πρόσθετο τέλος καθόσον αφορά τους μήνες καθυστέρησης του 2013, αλλά θα καταβάλλεται οποιοδήποτε πρόσθετο τέλος οφείλεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012:

 

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για οποιαδήποτε καθυστερημένη εισφορά, η οποία δεν εξοφλείται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, δεν θα τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση που εισάγει η πιο πάνω δεύτερη επιφύλαξη της παρούσας παραγράφου.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (1), στην περίπτωση αυτοτελώς εργαζομένου στην οποία τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 17, δεν καταβάλλεται κανένα πρόσθετο τέλος για εισφορές που οφείλονται αναφορικά με την τυχόν διαφορά μεταξύ του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίο δηλώνει ο αυτοτελώς εργαζόμενος και εκείνου που καθορίζεται στην απόφαση του Διευθυντή, πριν από την εκπνοή του δεύτερου ημερολογιακού μήνα από τη λήψη της απόφασης αυτής.

 

22. Κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος, που τερματίζει οριστικά την απασχόλησή του, οφείλει να γνωστοποιήσει τον τερματισμό στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το αργότερο μέχρι το τέλος του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την αναφερόμενη στον Πίνακα ΙΙ τριμηνιαία περίοδο μέσα στην οποία τερματίζεται η απασχόληση στον καθορισμένο από το Διευθυντή τύπο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19(1)(γ) του Περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου 89(Ι)/2001, αυτοτελώς εργαζόμενος υποχρεούται σε καταβολή 4% επί των αποδοχών του και οφείλει να καταβάλει εισφορές ταυτόχρονα ή διαδοχικά επί των αποδοχών του, επί του ποσού της σύνταξής του και επί του εισοδήματός του (άρθρο 19(3) του ίδιου Νόμου).

 

Τα εδάφια (7) και (8) του άρθρου 61 του πιο πάνω Νόμου προνοούν τα ακόλουθα:

«(7) Οποιοσδήποτε παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει εισφορά ή πρόσθετο τέλος που είναι καταβλητέα, δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρείς χιλιάδες τετρακόσια ευρώ ή φυλάκιση ενός έτους ή φυλάκιση έξι μηνών και, σε περίπτωση δεύτερης ή κατ' επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες τετρακόσια ευρώ ή σε φυλάκιση δύο ετών ή και στις δύο αυτές ποινές.

(8) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου που αρνήθηκε ή παράλειψε ή αμέλησε να καταβάλει εισφορά, το πρόσωπο αυτό, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με την εν λόγω εισφορά και επιπλέον ποσό ίσο με ποσοστό μη υπερβαίνον το 50% του ποσού της εισφοράς, όπως το δικαστήριο διατάζει.»

Ως προς την θέση την οποία υπόβαλε ο Κατηγορούμενος ότι δεν ενημερώθηκε εγκαίρως από την υπηρεσία κοινωνικών ασφαλίσεων, σημειώνω ότι δεν αποτελεί υπεράσπιση του για τα αδικήματα της υπό εξέταση υπόθεσης ούτε έχω εντοπίσει πουθενά στον Νόμο ή στους σχετικούς Κανονισμούς οτιδήποτε που να επιβάλλει υποχρέωση στην υπηρεσία κοινωνικών ασφαλίσεων, δηλαδή την κατήγορο, να πληροφορήσει οποιοδήποτε πρόσωπο υποκείμενο στις διατάξεις του άρθρου 3 του Νόμου, όπως είναι ο Κατηγορούμενος, για τις υποχρεώσεις του δυνάμει του Νόμου. Ο Κατηγορούμενος όφειλε να γνωρίζει καθότι άγνοια του Νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη εξήγηση της παράλειψης του να πληρώσει έγκαιρα τα ποσά που όφειλε να πληρώσει (βλ. Γερολέμου ν. Συνεργατική Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ. 818).

Επιπρόσθετα, ο Κατηγορούμενος ως προέκυψε από την ήδη αποδεχθείσα μαρτυρία, κατά καιρούς προέβαινε σε ενστάσεις / δηλώσεις μη απασχόλησης γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι γνώριζε επακριβώς ότι όφειλε να καταβάλλει τις εισφορές του, δεδομένου του ότι ο τερματισμός απασχόλησης του δηλώθηκε στις 5.2.2023. Ήταν συνεπώς εις γνώση του ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να πληρώνει εισφορές.

Σημειώνω περαιτέρω ότι πρόκειται για αδικήματα αυστηρής ευθύνης  και δεν απαιτείται η διάγνωση υποκειμενικής υπόστασης τους υπό την έννοια της ένοχης διάνοιας (βλ. Aestas Trading Ltd κ.α. ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Ποινική Έφεση αριθμός 78/2014 και 79/2014ημερ. 3.9.2015). Το αδίκημα συνίσταται στην παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών (βλ. Ιωάννου κ. α. ν Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 493) και εφόσον αυτές δεν έχουν καταβληθεί και έχοντας κατά νου τα ανωτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνω ότι ικανοποιούνται όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων ως αυτά καθορίζονται από το άρθρο 85 του Νόμου.

Αναφορικά με την 3η κατηγορία στην οποία έγινε λόγος ότι η εισφορά που αφορά το ΓΕ.ΣΥ θα έπρεπε να ίσχυε από 1.3.2019 και όχι από 7.1.2019 παρατηρώ ότι δεν μεταβάλλει την ευθύνη του Κατηγορούμενου για δυο λόγους. Πρώτο δεν αλλάζει η περίοδος εντός της οποίας υποχρεούτο ο Κατηγορούμενος να καταβάλει εισφορά ΓΕ.ΣΥ σύμφωνα με τον Πίνακα 2 των πιο πάνω Κανονισμών και δεύτερο, δεν αλλάζει το επιτόκιο του 4% και τριμηνία για να αλλάξει το ποσό.

Συνεπώς, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί στην προαναφερόμενη κατηγορία χωρίς ανάγκη τροποποίησης του κατηγορητηρίου στην βάση του άρθρου 85(1) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155.

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό. Συνεπώς, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1, 2, 3 και 4.

 

(Υπ.).....................................

                                                                                   Λ. Χαβιαράς, Προσ Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο