ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 22556/2022

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

ΓΙΑΣΟΥΜΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 08.02.2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Χριστίνα Προξένου

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Χριστόδουλος Ανδρέου

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά τροχαίο δυστύχημα, το οποίο έλαβε χώρα την 18.08.2022 και ώρα 01:30 στην Λεωφόρο Αμμοχώστου στην Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας.

 

2.     Το Κατηγορητήριο

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 07.12.2022 ο Κατηγορούμενος κατηγορείται για την διάπραξη του αδικήματος της αμελούς οδήγησης και πρόκλησης σωματικής βλάβης. Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε την διάπραξη του ανωτέρω αδικήματος και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

3.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 932 Α. Α. (ΜΚ1) και τον Ι.Α. (ΜΚ2). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο Κατηγορούμενος επέλεξε και έδωσε ο ίδιος ενόρκως μαρτυρία και κάλεσε ένα μάρτυρα, ήτοι τον Γ.Β. (ΜΥ1). Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον Αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του, Τεκμήριο 1, και ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

(α) Την 18.08.2022 και ώρα 01:40 μετέβηκε στην σκηνή της επίδικης τροχαίας οδικής σύγκρουσης, η οποία συνέβη νωρίτερα και περί ώρα 01:30 στην Λεωφόρο Αμμοχώστου στην Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας και παρά το περίπτερο «Ραουνάς».

(β) Κατά την άφιξη του στην σκηνή του δυστυχήματος, ο ΜΚ1 βρήκε στην τελική θέση τους τα δύο ενεχόμενα οχήματα, ήτοι το ελαφρύ φορτηγό με αρ. εγγραφής [         ], το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, και την μοτοσυκλέτα με αρ. εγγραφής [        ], την οποία οδηγούσε ο ΜΚ2. Παρόντες στην σκηνή ήταν οι ανωτέρω οδηγοί των δύο οχημάτων και ο ΜΥ1, ο οποίος ήταν συνοδηγός στο όχημα του Κατηγορούμενου. Ο ΜΚ2 ήταν τραυματίας στο έδαφος και μετά από λίγα λεπτά αφίχθηκε ασθενοφόρο, το οποίο παρέλαβε τον ΜΚ2 και τον μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας.

(γ) Διαπίστωσε ότι το όχημα, το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, έφερε ζημιές στον μπροστινό ανεμοθώρακα που θρυμματίστηκε, είχε σπάσει το μπροστινό αριστερό φανάρι, βαθούλωσε το μπροστινό καπό και μπροστινό αριστερό φτερό και στράβωσε ο μπροστινός αριστερός τροχός. Η δε μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο ΜΚ2, έφερε ζημιές στο μπροστινό μέρος της, όπου είχε σπάσει το τιμόνι και τα φανάρια. Δεν εντόπισε οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης στην σκηνή και δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε την μοτοσικλέτα ο ΜΚ2. Συμφώνησε, όμως, ότι ήταν σφοδρή η σύγκρουση.

(δ) Περιέγραψε τον επίδικο δρόμο, το πλάτος του, τον φωτισμό του, το ανώτατο όριο ταχύτητας του, καθώς επίσης και την ορατότητα των δύο οδηγών που ήταν πέραν των 80 μέτρων.

(ε) Ετοίμασε, στην παρουσία του Κατηγορούμενου, πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής της επίδικης τροχαίας σύγκρουσης, Τεκμήριο 2, στο οποίο σημείωσε το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων με το γράμμα «Χ», το οποίο είχε υποδειχθεί από τον Κατηγορούμενο και ο ΜΚ1 συμφώνησε με αυτό καθότι εκεί υπήρχαν σπασμένα κομμάτια από τα ενεχόμενα οχήματα. Ακολούθως, υπέδειξε το Τεκμήριο 2 στον Κατηγορούμενο, ο οποίος συμφώνησε με αυτό και το υπέγραψε.

(στ) Την 20.08.2022 ο ΜΚ1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, Τεκμήριο 4, αφού του επέδωσε και εξήγησε τα δικαιώματά του (βλ. Τεκμήριο 6). Ακολούθως, κατηγόρησε γραπτώς τον Κατηγορούμενο για το επίδικο αδίκημα και αυτός απάντησε ότι δεν παραδέχεται (βλ. Τεκμήριο 5).

(ζ) Στην βάση του Τεκμηρίου 2, ο ΜΚ1 ετοίμασε συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής της επίδικης τροχαίας σύγκρουσης, ήτοι το Τεκμήριο 3. Κατέθεσε, επίσης, την ιατρική αναφορά για τα τραύματα που υπέστη ο ΜΚ2 από το επίδικο δυστύχημα ως Τεκμήριο 7.

(η) Αμέσως μετά την σύγκρουση, ο ΜΚ2 εκσφενδονίστηκε από την μοτοσικλέτα και έπεσε στην άσφαλτο, ενώ το όχημα του Κατηγορούμενου μετακινήθηκε ελαφρώς λίγο μπροστά.

Ο ΜΚ2 είναι ο άλλος ενεχόμενος οδηγός, ήτοι το πρόσωπο που οδηγούσε την μοτοσικλέτα με αρ. εγγραφής [     ]. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του ημερ. 28.08.2022 που έδωσε στην Αστυνομία, Τεκμήριο 8, και ανέφερε τα ακόλουθα κατά την δια ζώσης μαρτυρία του:

(α) Είναι ο ιδιοκτήτης της επίδικης μοτοσικλέτας, την οποία οδηγούσε την 18.08.2022 και ώρα 01:30 στον επίδικο δρόμο με κατεύθυνση προς Ορόκλινη, φέροντας το κράνος του και έχοντας αναμμένα τα φώτα πορείας και με ταχύτητα περί τα 70 με 80ΧΑΩ.

(β) Σε κάποιο σημείο του ανωτέρω δρόμου και παρά το περίπτερο «Ραουνάς» είδε ξαφνικά ένα αυτοκίνητο, το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, να στρίβει δεξιά και να μπαίνει στην δική του λωρίδα κυκλοφορίας σε απόσταση τριών μέτρων από την μοτοσικλέτα. Επειδή, σύμφωνα με τον ΜΚ2, πήγαινε «καρφωτός» προς την μέση των πορτών του οχήματος, έβαλε το αριστερό χέρι του πάνω στον δεξί ώμο του και προτίμησε να στρίψει αριστερά για να συγκρουστεί με το μπροστινό καπό του οχήματος παρά με τον πάσσαλο στην μέση των πορτών. Από την σύγκρουση, η κεφαλή του χτύπησε στον ανεμοθώρακα του οχήματος και ο ίδιος εκσφενδονίστηκε από την μοτοσικλέτα και βρέθηκε στο έδαφος.

(γ) Κατά τον επίδικο χρόνο που έλαβε χώρα η σύγκρουση, δεν υπήρχαν άλλα οχήματα στον δρόμο, εκτός από κάποια οχήματα σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το σημείο της σύγκρουσης, τα οποία είδε μόνο τα φώτα τους ο ΜΚ2, καθώς έχει αστιγματισμό και βλέπει θαμπά.

(δ) Από το επίδικο δυστύχημα ο ΜΚ2 υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα στον καρπό του δεξιού χεριού του.

(ε) Κατά την αντεξέταση, ανέφερε ότι η ταχύτητα του ήταν 70ΧΑΩ και όχι 80ΧΑΩ διότι οδηγούσε με την 5η ή 6η ταχύτητα της μοτοσικλέτας (η οποία είναι και η μέγιστη) κατά τον επίδικο χρόνο και η μοτοσικλέτα ήταν στις 2.500 στροφές. Δεν είχε άδεια οδήγησης της συγκεκριμένης μοτοσικλέτας και απέρριψε την θέση ότι ευθύνεται ο ίδιος για το επίδικο δυστύχημα.

Ο Κατηγορούμενος αναγνώρισε την κατάθεση του, Τεκμήριο 4, που έδωσε στην Αστυνομία και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Ανέφερε δε τα εξής στο Δικαστήριο:

(α) Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο, ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ] με συνοδηγό τον Γ.Β. (ΜΥ1) και κατευθυνόταν από την Ορόκλινη προς Λάρνακα. Όταν έφτασε στο ύψος του περιπτέρου «Ραουνάς», το οποίο βρισκόταν στα δεξιά του σε σχέση με την πορεία του, ελάττωσε ταχύτητα και έκαμε σήμα με τον δείκτη του οχήματος του ότι προτίθεται να στρίψει δεξιά και αφού έλεγξε τον δρόμο της απέναντι κατεύθυνσης  ξεκίνησε να στρίβει δεξιά με σκοπό να σταθμεύσει έξω από το εν λόγω περίπτερο. Αφού εισήλθε στην λωρίδα κυκλοφορίας της αντίθετης κατεύθυνσης άκουσε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό θόρυβο στην αριστερή πλευρά του οχήματος του και άνοιξαν οι αερόσακοι του οχήματος. Κατέβηκε αμέσως από το όχημα του και είδε ένα πρόσωπο να βρίσκεται ξαπλωμένο στην άσφαλτο στην δεξιά πλευρά του οχήματος του και σε απόσταση 10 μέτρων από το όχημα του και μία μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στην αριστερή πλευρά του οχήματος του.

(β) Το ανωτέρω πρόσωπο που ήταν ξαπλωμένο στο έδαφος έφερε το κράνος του και είχε στις αισθήσεις του. Ανέφερε δε στον Κατηγορούμενο ότι πονούσε το χέρι του και ότι «έτρεχε» πολύ με την μοτοσικλέτα. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος ειδοποίησε την Αστυνομία και το ασθενοφόρο. Το ασθενοφόρο μετέφερε το ανωτέρω πρόσωπο στο νοσοκομείο, ενώ η Αστυνομία ετοίμασε στην παρουσία του το σχέδιο του δυστυχήματος, με το οποίο ο Κατηγορούμενος συμφώνησε υπογράφοντας το.

(γ) Την στιγμή της σύγκρουσης το όχημα του είχε ήδη εισέλθει κάθετα στην αντίθετη λωρίδα και προχώρησε προς το περίπτερο με το μισό όχημα να βρίσκεται εκτός της λωρίδας κυκλοφορίας, εξηγώντας ότι η πόρτα του οδηγού ήταν εκτός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας και εντός του χώρου μπροστά από το περίπτερο. Διαφώνησε ότι μετακινήθηκε το όχημα του μετά την σύγκρουση εξηγώντας ότι από την σύγκρουση γύρισε ο μπροστινός τροχός και κόπηκε ο άξονας και η βάση της μηχανής του οχήματος. Δεν απέκλεισε, όμως, το ενδεχόμενο να μετακινήθηκε λίγο προς το πλάι λόγω της σύγκρουσης. Σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, ανέφερε ότι αυτό ήταν εκτός του δρόμου και διαφώνησε με το σημείο «Χ» επί του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος, Τεκμήριο 2, εξηγώντας ότι δεν ήταν εκεί τα σπασμένα γυαλιά των φαναριών.

(δ) Στην αντεξέταση του, συμφώνησε ότι είχε ορατότητα πέραν των 80 μέτρων σε σχέση με τυχόν οχήματα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση και ανέφερε ότι δεν είδε την μοτοσικλέτα του ΜΚ2 καθότι αυτός έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα απορρίπτοντας την θέση ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε με ταχύτητα 70-80ΧΑΩ.

(ε) Μετά την σύγκρουση ήρθαν οι γονείς του ΜΚ2, οι οποίοι ανέφεραν στον Κατηγορούμενο και στην παρουσία του ΜΥ2 ότι περίμεναν αυτό το τηλεφώνημα εδώ και πολύ καιρό, ενώ ήρθαν και κάποια τρίτα πρόσωπα, τα οποία σταμάτησαν με το όχημα τους στην σκηνή του δυστυχήματος και ανέφεραν στον Κατηγορούμενο ότι ο ΜΚ2 είχε προσπεράσει προηγουμένως το όχημα τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν είχε, όμως, τα στοιχεία των εν λόγω προσώπων.

Ο ΜΥ1 αναγνώρισε και συμφώνησε με την κατάθεση του, Τεκμήριο 9, που έδωσε στην Αστυνομία και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Ανέφερε δε τα εξής στο Δικαστήριο:

(α) Είναι φίλος του Κατηγορούμενου και κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ήταν συνοδηγός στο όχημα, το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος. Όταν έφτασαν στο ύψος του περιπτέρου, ο Κατηγορούμενος ελάττωσε ταχύτητα και έκαμε σήμα με τον δείκτη του οχήματος του ότι προτίθεται να στρίψει δεξιά για να σταθμεύσει έξω από το περίπτερο. Αφού είδαν ότι ο δρόμος απέναντι ήταν καθαρός ο Κατηγορούμενος έστριψε δεξιά και ενώ το όχημα ήταν στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας άκουσαν ένα πολύ δυνατό κτύπημα και άνοιξαν οι αερόσακοι του οχήματος. Ο ΜΥ1 κατέβηκε από το όχημα και είδε μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στην αριστερή πλευρά του οχήματος και τον οδηγό της να είναι ξαπλωμένο στην δεξιά πλευρά του οχήματος και σε απόσταση 10 μέτρων περίπου. Ο ΜΥ1 κάλεσε τον αριθμό έκτακτης ανάγκης 112 και ζήτησε ασθενοφόρο και μετά μίλησε και με την Αστυνομία. Παρέμεινε στην σκηνή του δυστυχήματος μέχρι την αποχώρηση της Αστυνομίας.

(β) Κατά την επίδικη σύγκρουση, η ορατότητα τους ήταν γύρω στα 70-80 μέτρα και το όχημα του Κατηγορούμενου ήταν σε απόσταση 3-4 μέτρων από το περίπτερο και ήταν σχεδόν εκτός δρόμου για να σταθμεύσει. Μετά την σύγκρουση του, ήρθε η μητέρα του ΜΚ2 στην σκηνή και τους ανέφερε ότι έτσι που κάνει ο ΜΚ2 περίμενε να της τηλεφωνήσουν ένα βράδυ. Επίσης, ήρθαν και κάποια τρίτα πρόσωπα, τα οποία σταμάτησαν με το όχημα τους στην σκηνή του δυστυχήματος και τους είπαν ότι είδαν προηγουμένως τον ΜΚ2 να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.

4.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τις δύο πλευρές και συνεπώς αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου:

(α) Την 18.08.2022 και ώρα 01:30 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ], με συνοδηγό τον ΜΥ1, στην Λεωφόρο Αμμοχώστου στην Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας, με κατεύθυνση προς Λάρνακα, ενώ ο ΜΚ2 οδηγούσε την μοτοσικλέτα με αρ. εγγραφής [            ] με κατεύθυνση προς Ορόκλινη.

(β) Ο επίδικος δρόμος είναι άσφαλτος καλής επιφάνειας, πλάτους 7 μέτρων και βρίσκεται εντός κατοικημένης περιοχής με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ. Κατά τον επίδικο χρόνο ο καιρός ήταν αίθριος και το δυστύχημα έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ υπήρχαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες, οι οποίοι φώτιζαν τον δρόμο. Η δε ορατότητα των δύο ενεχόμενων οδηγών ήταν πέραν των 80 μέτρων. Στα δεξιά, σε σχέση με την κατεύθυνση του Κατηγορούμενου, υπήρχε ένα μεγάλο ασφάλτινο παγκέτο, το οποίο χρησιμοποιείται σαν χώρος στάθμευσης για τα περίπτερα, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε γραμμές για στάθμευση. Επίσης, υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο κατευθύνσεων.

(γ) Σε κάποιο σημείο του ανωτέρω δρόμου και παρά το περίπτερο «Ραουνάς», το οποίο βρισκόταν στα δεξιά του Κατηγορούμενου, ο Κατηγορούμενος έστριψε δεξιά για να σταθμεύσει το όχημα του σε χώρο έμπροσθεν του περιπτέρου που χρησιμοποιείται σαν χώρος στάθμευσης και είναι εκτός του επίδικου δρόμου. Κατά την ανωτέρω προσπάθεια του Κατηγορούμενου, ο ΜΚ2, ο οποίος ερχόταν με την μοτοσικλέτα του από την αντίθετη κατεύθυνση, συγκρούστηκε με το όχημα του Κατηγορούμενου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και μεταφερθεί στο νοσοκομείο.

(δ) Το όχημα του Κατηγορούμενου έφερε ζημιές στον μπροστινό ανεμοθώρακα που θρυμματίστηκε, είχε σπάσει το μπροστινό αριστερό φανάρι, βαθούλωσε το μπροστινό καπό και μπροστινό αριστερό φτερό και στράβωσε ο μπροστινός αριστερός τροχός. Η μοτοσικλέτα του ΜΚ2 έφερε ζημιές στο μπροστινό μέρος της, όπου είχε σπάσει το τιμόνι και τα φανάρια.

(ε) Δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης στην σκηνή και ο ΜΚ2 δεν χρησιμοποίησε τα φρένα της μοτοσικλέτας πριν την σύγκρουση.

(στ) Ο ΜΚ2 οδηγούσε καθ’ υπέρβασιν του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας στον επίδικο δρόμο και έφερε το κράνος του. Από την σύγκρουση ο ΜΚ2 υπέστη κατάγματα στο δεξί χέρι του, υπεβλήθη σε δύο χειρουργεία με τοποθέτηση πλατίνων και βιδών στο χέρι του, ενώ πρόσφατα υπεβλήθη σε τρίτο χειρουργείο για αφαίρεση των πλατίνων και των βιδών και τοποθέτηση μηχανισμού και σίδερο μέσα στο κόκαλο. Εξακολουθεί, όμως, να είναι περιορισμένη η κίνηση του καρπού του δεξιού χεριού του και ενδεχομένως να χρειαστεί και άλλη χειρουργική επέμβαση.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Η πραγματική μαρτυρία σε αυτές της φύσεως υποθέσεις έχει βαρύνουσα σημασία (βλ. Θεοφάνους ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160), αφού το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας, αλλά και σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307), καθότι τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα μπορούν εύκολα να κάμουν λάθος όπως οι αποστάσεις και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των διαδραματιζόμενων γεγονότων (βλ. Ιωαννίδου ν Γιαννή (1990) 2 ΑΑΔ 260). Τα συμπεράσματα, φυσικά, που μπορούν να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, η οποία αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό του Δικαστηρίου ως προς τα θέματα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά και τις δυνατότητες και ενδεχόμενες αντιδράσεις των οδηγών (βλ. Θεοδώρου ν Σάββα (2016) 1 ΑΑΔ 202). Άλλωστε, σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων το Δικαστήριο πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 221/2018) ημερ. 26/03/2019, ECLI:CY:AD:2019:B107).

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο σημειώνει ότι κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, κατατέθηκαν δύο δέσμες φωτογραφιών ως Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β. Τα εν λόγω τεκμήρια ουδέποτε κατατέθηκαν ως κανονικά τεκμήρια και ως εκ τούτου το περιεχόμενο τους δεν συνιστά μαρτυρία (βλ. Demeco ν Beckhoff (1988) 1 CLR 82 και Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν Πλoίου Arabella (2003) 1 ΑΑΔ 900), όπως επίσης και τα όσα αναφέρθηκαν από τους μάρτυρες επί του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων (βλ. Μελάς ν Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826).

Ο ΜΚ1 έκαμε γενικά καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Έλαβε τις αναγκαίες μετρήσεις και τις κατέγραψε στο σχεδιάγραφημα που ετοίμασε (βλ. Τεκμήρια 2 και 3), όπως και τις τελικές θέσεις των οχημάτων όπως τις βρήκε ο ίδιος στην σκηνή. Κατέγραψε επίσης με λεπτομέρεια τις ζημιές που υπέστηκαν τα δύο οχήματα, τις διαστάσεις των οχημάτων και την ορατότητα των δύο οδηγών.

Σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, όμως, η μαρτυρία του δεν ήταν ξεκάθαρη. Και εξηγώ. Ενώ βάσει των ζημιών των δύο οχημάτων η σύγκρουση έγινε στον μπροστινό αριστερό τροχό, φτερό και φανάρι του οχήματος του Κατηγορούμενου, το σημείο σύγκρουσης «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος, Τεκμήρια 2 και 3, σημειώθηκε στο πίσω μέρος του οχήματος. Στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι μετά την σύγκρουση το όχημα του Κατηγορούμενου μετακινήθηκε «ακόμα λίγο ελαφρώς μπροστά», κάτι το οποίο δεν ανέφερε στην κατάθεση του, Τεκμήριο 1, αλλά και ούτε έχει τεκμηριωθεί αυτό το εύρημα από την πραγματική μαρτυρία. Ιδιαίτερα δε αν λάβει κανείς υπόψιν ότι ο μπροστινός αριστερός τροχός του οχήματος του Κατηγορούμενου είχε στραβώσει και η φορά της μοτοσικλέτας του ΜΚ2 ήταν ως η κατεύθυνση της, δηλαδή κάθετη με την κατεύθυνση του οχήματος του Κατηγορούμενου προς το περίπτερο, η κοινή λογική και οι βασικοί κανόνες της φυσικής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την θέση του ΜΚ1, ήτοι ότι το όχημα του Κατηγορούμενου μετακινήθηκε λόγω της σύγκρουσης προς τα εμπρός, δηλαδή ως η πορεία του προς το περίπτερο. Επιπρόσθετα, στην κατάθεση του, Τεκμήριο 1, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος υπέδειξε στον ΜΚ1 το σημείο σύγκρουσης «Χ» επί του Τεκμηρίου 2 και ο ΜΚ1 συμφώνησε με αυτό επειδή εκεί υπήρχαν τα σπασμένα κομμάτια από τα ενεχόμενα οχήματα. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, όμως, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι τα σπασμένα γυαλιά και αντικείμενα από τα δύο οχήματα βρίσκονταν μπροστά και δίπλα από το όχημα του Κατηγορούμενου, δηλαδή στο σημείο των ζημιών του οχήματος. Η απάντηση του αυτή έρχεται σε αντίφαση με το σημείο σύγκρουσης «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος, καθώς και με την θέση του ότι μετακινήθηκε το όχημα του Κατηγορούμενου μετά την σύγκρουση. Η μετέπειτα ερώτηση και απάντηση του ΜΚ1 στην αντεξέταση είναι χαρακτηριστικές:

«Ε. Από τη στιγμή που τα θραύσματα βρίσκονται στον μπροστινό χώρο του οχήματος, πώς έχετε σημειώσει το σημείο σύγκρουσης στο πίσω μέρος;

Α. Βάσει των υποδείξεων του Παραπονούμενου και του Κατηγορούμενου.»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ΜΚ1 κατέληξε στο σημείο σύγκρουσης «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος βάσει των υποδείξεων των ενεχόμενων οδηγών και όχι με βάση την πραγματική μαρτυρία, δηλαδή στο σημείο όπου υπήρχαν τα θραύσματα από την σύγκρουση των δύο οχημάτων.

Τα ανωτέρω, όμως, δεν κλονίζουν και ούτε μολύνουν το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΚ1 και την πραγματική μαρτυρία που παρουσίασε, την οποία το Δικαστήριο αποδέχεται εκτός από το ανωτέρω μέρος της μαρτυρίας του αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης και ότι το όχημα του Κατηγορούμενου κινήθηκε προς τα εμπρός μετά την σύγκρουση (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307).

Ο ΜΚ2 δεν έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις, ενώ θέσεις και ισχυρισμοί του αντικρούονται τόσο με την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου όσο και με την κοινή λογική. Ο ΜΚ2 ανέφερε στην κατάθεση του ότι οδηγούσε την επίδικη μοτοσικλέτα με ταχύτητα περί τα 70 με 80ΧΑΩ. Στην δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε ότι η ταχύτητα του πρέπει να ήταν 70ΧΑΩ διότι οδηγούσε με την 5η ή 6η ταχύτητα της μοτοσικλέτας και ήταν στις 2.500 στροφές. Η εξήγηση του αυτή δεν πείθει το Δικαστήριο, καθώς η 6η ταχύτητα είναι η μέγιστη που διαθέτει η μοτοσικλέτα και ο Κατηγορούμενος δεν ήταν σίγουρος αν ήταν με την 5η ή 6η ενώ ήταν σίγουρος για τις στροφές. Ούτε η εξήγηση του ότι αν οδηγούσε με μεγαλύτερη ταχύτητα την μοτοσικλέτα ο ίδιος θα εκσφενδονιζόταν για μεγαλύτερη απόσταση από την σύγκρουση, καθώς τέτοια μαρτυρία απαιτεί εμπειρογνωμοσύνη, την οποία ο ΜΚ2 δεν ανέφερε ότι κατέχει.

Αντιφατική ήταν η μαρτυρία του ΜΚ2 και σε σχέση με την ορατότητα του. Αρχικά ανέφερε στην κυρίως εξέταση του ότι ο ίδιος έβλεπε το όχημα του Κατηγορούμενου σε απόσταση τριών μέτρων από τον ίδιο και άλλα οχήματα μέχρι και τα φώτα της Αστυνομίας, τα οποία είναι σε απόσταση δύο χιλιομέτρων. Στην αντεξέταση του δε, ο ΜΚ2 ανέφερε ότι είδε για πρώτη φορά το όχημα του Κατηγορούμενου σε απόσταση τριών μέτρων από τον ίδιο και δεν το είδε προηγουμένως, ενώ ανασκεύασε την προηγούμενη δήλωση του ότι είδε οχήματα στα φώτα της Αστυνομίας λέγοντας ότι είπε «μπορούσα να δω» και όχι ότι «έβλεπα». Όταν δε του υποβλήθηκε ότι η ορατότητα του ήταν 70 μέτρα, ο ΜΚ2 αρνήθηκε ότι είδε νωρίτερα από τα 3 μέτρα το όχημα του Κατηγορούμενου με την δικαιολογία ότι τα μάτια του ήταν στο οδόστρωμα γιατί μπορεί να είχε λάδια ή πέτρες στον επίδικο δρόμο. Η θέση του ότι είδε και αντιλήφθηκε το όχημα του Κατηγορούμενου όταν αυτό έστριψε δεξιά και σε απόσταση μόλις 3 μέτρων από τον ίδιο έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε στην κυρίως εξέταση του και συγκεκριμένα ότι: «Όπως πήγαινα έρκετουν το αυτοκίνητο, εκόντεψε μου σε κοντινή απόσταση και εν εκείνο που είπα δεν υπάρχει περίπτωση να στρίψει και έκλωσε». Επίσης, ο ΜΚ2 ισχυρίστηκε όταν είδε το όχημα του Κατηγορούμενου σε απόσταση 3 μέτρων, ο ίδιος πρόλαβε και έβαλε το αριστερό χέρι του πάνω στον δεξιό ώμο του, σκέφθηκε και έστριψε την μοτοσικλέτα προς τα αριστερά για να συγκρουστεί με το μπροστινό μέρος του οχήματος του Κατηγορούμενου, δηλαδή στο σημείο του οχήματος που όντως συγκρούστηκε, και φώναξε «τι κάμνεις ρε, εν να με σκοτώσεις». Εντούτοις, αν υποθέσουμε ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε με 70ΧΑΩ, ως η θέση του ιδίου, σημαίνει ότι διένυε 19.44 μέτρα το δευτερόλεπτο και συνεπώς αυτή η απόσταση των 3 μέτρων καλύφθηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ενόψει τούτων, είτε δεν ευσταθούν τα όσα αναφέρει ο ΜΚ2 είτε η απόσταση του από το όχημα του Κατηγορούμενου ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που ισχυρίζεται. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και για όλους τους ανωτέρω λόγους η μαρτυρία του δεν μπορεί να κριθεί ως αξιόπιστη και γι’ αυτό το Δικαστήριο την απορρίπτει και δεν την αποδέχεται.

Ούτε ο Κατηγορούμενος άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Υπέπεσε σε διάφορες αντιφάσεις, οι οποίες έχουν κλονίσει την μαρτυρία του. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, ενώ υπέδειξε στον ΜΚ1 το σημείο «Χ» επί του Τεκμηρίου 2, στην δια ζώσης μαρτυρία του διαφώνησε με αυτό και ανέφερε ότι η σύγκρουση έγινε εκτός του επίδικου δρόμου και συγκεκριμένα στον χώρο μπροστά από το περίπτερο που χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης. Στην κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμήριο 4, δεν υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός, αλλά αντίθετα αναφέρεται ότι συμφώνησε με το σχεδιαγράφημα της Αστυνομίας. Σε άλλο σημείο δε στην αντεξέταση του, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι η σύγκρουση έγινε στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, δηλαδή στην λωρίδα της κατευθύνσεως του ΜΚ2. Όσον αφορά την σχέση του με τον ΜΥ1, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι είναι φίλοι εδώ και 4 με 5 χρόνια, ενώ ο ΜΥ1 ανέφερε ότι έχουν φιλικές σχέσεις τα τελευταία 20 με 25 χρόνια. Πρόδηλα ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να αποκρύψει από το Δικαστήριο την μακρά φιλία του με τον ΜΥ1. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ως αναξιόπιστη την μαρτυρία του Κατηγορούμενου και δεν την αποδέχεται.

Ο ΜΥ1, από την άλλη, έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και έδωσε την εικόνα προσώπου που ήρθε να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο. Είναι πρόσωπο που έζησε την στιγμή της σύγκρουσης, αφού η μοτοσικλέτα συγκρούστηκε στην αριστερή πλευρά του οχήματος του Κατηγορούμενου και ο ΜΥ1 βρισκόταν στην θέση του συνοδηγού. Τα όσα ανέφερε τόσο στην κατάθεση του όσο και στην δια ζώσης μαρτυρία του συνάδουν μεταξύ τους, αλλά και με την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου. Στην αντεξέταση του παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις. Ως εκ τούτου, κρίνεται ως αξιόπιστη η μαρτυρία του και την αποδέχομαι. Όμως, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται και δεν αποδίδει οποιαδήποτε βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία του για δηλώσεις τρίτων προσώπων σε σχέση με την ταχύτητα του ΜΚ2 πριν την σύγκρουση, καθότι τα πρόσωπα αυτά παρέμειναν άγνωστα (βλ. άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9)).

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Αναφορικά με την κατηγορία της αμελούς οδήγησης και πρόκλησης σωματικής βλάβης, σχετικό είναι το άρθρο 8(1)(γ) του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:

«Οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, και προκαλεί σωματική βλάβη είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000).»

Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο με διαφορά, βέβαια, το βάρος απόδειξης (βλ. Σωκράτους ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1). Το καθήκον επιμέλειας (standard of care) οφείλεται έναντι οποιουδήποτε προσώπου που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις του οδηγού και το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με μέτρο τον μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό, ενώ η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας (βλ. Χαραλάμπους ν McGill (Πολ. Έφεση 38/2015) ημερ. 18/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A527). Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια. Ιδιαίτερα δε, όταν δύο οχήματα πλησιάζουν το ένα το άλλο από αντίθετη κατεύθυνση οι δύο οδηγοί έχουν καθήκον ο ένας έναντι του άλλου όπως προχωρήσουν με επιμέλεια και ασφάλεια και αποφύγουν την σύγκρουση (βλ. Αγαπίου ν Παναγιώτου (1990) 1 ΑΑΔ 595). Η κατανομή ευθύνης σε περιπτώσεις ατυχημάτων όπου τα οχήματα οδηγούνται από αντίθετη κατεύθυνση και ο ένας στρίβει δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του άλλου από την αντίθετη κατεύθυνση εξαρτάται πάντα από τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Κορέλλη ν Λουκά (1999) 1 ΑΑΔ 1755). Στις ποινικές υποθέσεις, όμως, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη του Κατηγορούμενου (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη ανωτέρω, καθώς και το περιεχόμενο της πραγματικής μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, τα κατωτέρω αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου:

(α) Από την έκταση και φύση των ζημιών που υπέστησαν τα δύο ενεχόμενα οχήματα, η επίδικη σύγκρουση ήταν σφοδρή. Το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων είναι στο σημείο που υπήρχαν τα θραύσματα των δύο οχήματων από την σύγκρουση και συγκεκριμένα δίπλα από την μπροστινή αριστερή πλευρά του οχήματος του Κατηγορούμενου (ως αυτό είναι τοποθετημένο στο σχεδιαγράφημα), και όχι στο σημείο «Χ», το οποίο βρίσκεται στο πίσω μέρος του οχήματος. Συνεπώς, το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται στα όρια της δεξιάς λωρίδας του επίδικου δρόμου με τον χώρο στάθμευσης έμπροσθεν του περιπτέρου. Επιπρόσθετα, η τελική θέση της μοτοσικλέτας, η οποία σημειώνεται ως «Β1» επί του σχεδιαγραφήματος και είναι δίπλα από την αριστερή μπροστινή πλευρά του οχήματος του Κατηγορούμενου και σε απόσταση 6.90 μέτρων από την άλλη άκρη του δρόμου (ήτοι μόλις 10 εκατοστά εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας) επιβεβαιώνει το ανωτέρω εύρημα.

(β) Αμέσως μετά την σύγκρουση, ο ΜΚ2 εκσφενδονίστηκε από την μοτοσικλέτα και έπεσε στην άσφαλτο και σε απόσταση 10 μέτρων δεξιά από το όχημα του Κατηγορούμενου, γεγονός που επιβεβαιώνει την σφοδρότητα της επίδικης σύγκρουσης.

(γ) Πριν στρίψει δεξιά ο Κατηγορούμενος για να διασχίσει την δεξιά λωρίδα και κατευθυνθεί προς τον χώρο στάθμευσης έμπροσθεν του περιπτέρου, ελάττωσε την ταχύτητα του οχήματος του, έδειξε με τον δείκτη του οχήματος την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και ακολούθως έστριψε δεξιά. Προτού διασχίσει ολόκληρη την δεξιά λωρίδα και εισέλθει ολόκληρο το όχημα του στον χώρο στάθμευσης έμπροσθεν του περιπτέρου, η μοτοσικλέτα του ΜΚ2 συγκρούστηκε με το όχημα του.

Η βασική γραμμή υπεράσπισης του Κατηγορούμενου είναι ότι ο ΜΚ2 ευθύνεται αποκλειστικά για την επίδικη τροχαία σύγκρουση λόγω της υπερβολικής και ιλιγγιώδους ταχύτητας με την οποία οδηγούσε την μοτοσικλέτα του. Αναφορικά με την ταχύτητα της μοτοσικλέτας, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα για να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα υπολογισμού της ταχύτητας της (βλ. Ρεουλλά ν Ιωάννου (Πολιτική Έφεση 358/2013) ημερ. 17/02/2021, ECLI:CY:AD:2021:A45). Σύμφωνα, όμως, με τα ανωτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε καθ’ υπέρβασιν του ορίου ταχύτητας και δεν χρησιμοποίησε τα φρένα της μοτοσικλέτας πριν την σύγκρουση, σε συνάρτηση με την πραγματική μαρτυρία, ήτοι τις ζημιές των ενεχόμενων οχημάτων, την εκσφενδόνιση του ΜΚ2 από την μοτοσικλέτα λόγω της σύγκρουσης και την απουσία ιχνών τροχοπέδησης, αλλά και την μαρτυρία του ΜΚ1 ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη και σφοδρή, το Δικαστήριο καταλήγει βασισμένο στην κοινή λογική και εμπειρία ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε όντως με μεγάλη ταχύτητα (βλ. Χρυσοστόμου ν Cameron (2010) 1 ΑΑΔ 1992, Χρίστου ν Χρίστου (2015) 1 ΑΑΔ 1527 και Nicolaides v Zachariades (1988) 1 CLR 168).

Η μεγάλη ταχύτητα, όμως, του ΜΚ2 δεν συνιστά από μόνη της αμελή οδήγηση, καθώς πρέπει να συνυπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες που να οδηγούν στην ύπαρξη αμέλειας (Μιχαήλ ν Κυριάκου (2004) 1 ΑΑΔ 1825 και Shakolas v Agathangelou (1983) 1 CLR 1007). Στην παρούσα υπόθεση, η σύγκρουση δεν έγινε αμέσως μόλις το όχημα του Κατηγορούμενου εισήλθε στην λωρίδα κυκλοφορίας του ΜΚ2, αλλά όταν το εν λόγω όχημα εισήλθε και σχεδόν διέσχισε κάθετα την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και το μισό όχημα περίπου εξήλθε εκτός του δρόμου. Τούτο σημαίνει ότι ο ΜΚ2 είχε περισσότερο χρόνο στην διάθεση του για να ακινητοποιήσει την μοτοσικλέτα ή να λάβει μέτρα αποφυγής του κινδύνου, αλλά παρέλειψε να το πράξει, καθώς δεν χρησιμοποίησε καν τα φρένα της μοτοσικλέτας (βλ. Δημητρίου ν Χαραλάμπους (1992) 1 ΑΑΔ 756 και Dieti v Loizides (1978) 1 CLR 233) ή και δεν εκμεταλλεύτηκε τον ελεύθερο χώρο πίσω από το όχημα του Κατηγορούμενου (βλ. Περικκέντη ν Κυπριανού (Πολιτική Έφεση 19/2014) ημερ. 28/06/2021, ECLI:CY:AD:2021:A286).

Το ανωτέρω εύρημα του Δικαστηρίου, όμως, δεν απαλλάσσει αυτόματα τον Κατηγορούμενο από οποιαδήποτε ευθύνη. Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, έστω και μικρός βαθμός αμέλειας εκ μέρους του Κατηγορούμενου είναι αρκετός για να οδηγήσει στην καταδίκη του. Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος είχε ορατότητα πέραν των 80 μέτρων. Το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο ΜΥ1, του οποίου η μαρτυρία κρίθηκε ως αξιόπιστη, είδαν ότι ήταν καθαρός ο δρόμος στην απέναντι λωρίδα δεν σημαίνει ότι πράγματι ο δρόμος ήταν καθαρός (βλ. Επιφανείου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 332). Άλλωστε, η πραγματική μαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη μαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη μη αποδοχή της (βλ. Φιντανάκης ν Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 695). Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος είχε ορατότητα πέραν των 80 μέτρων και συνεπώς η μοτοσικλέτα ήταν εντός του πεδίου ορατότητας του και ο Κατηγορούμενος όφειλε να έχει την δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα και να αντιληφθεί εγκαίρως την μοτοσικλέτα, παρά την μεγάλη ταχύτητα της, και ανάλογα με την περίπτωση να λάβει μέτρα για να αποφύγει τον κίνδυνο (βλ. Κωνσταντινίδου ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 221 και Φιντανάκης (ανωτέρω)). Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν είδε την μοτοσικλέτα του ΜΚ2 προτού στρίψει δεξιά καταδεικνύει την έλλειψη δέουσας προσοχής και παρατηρητικότητας από μέρους του.

Η απόφαση Περικκέντη (ανωτέρω) είχε παρόμοια γεγονότα με την παρούσα υπόθεση. Ο εφεσίβλητος είχε ορατότητα 100 μέτρων και έστριψε δεξιά ανακόπτοντας την πορεία της μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο εφεσείων με ταχύτητα 80ΧΑΩ αντί 50ΧΑΩ που ήταν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο καταμέρισε εξίσου την ευθύνη στους δύο ενεχόμενους οδηγούς αναφέροντας για τον εφεσίβλητο ότι «ενήργησε κατ' αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε τηρήσει τη δέουσα επόπτευση και παρακολούθηση του δρόμου ώστε, έχοντας ορατότητα 100 περίπου μέτρα να αντιληφθεί την εξ' αντιθέτου ερχόμενη μοτοσυκλέτα, ενέργεια η οποία δεν συνάδει με πράξη συνετού οδηγού» και για τον εφεσείοντα ότι «η ταχύτητα αυτή εκ των πραγμάτων δεν του επέτρεψε να ελιχθεί με ασφάλεια και να συνεχίσει την πορεία του, αφού υπήρχε ελεύθερος αρκετός χώρος διέλευσης του».

Ενόψει όλων των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο Κατηγορούμενος δεν εκπλήρωσε το καθήκον επιμέλειας του έναντι του ΜΚ2, ενώ η πιθανότητα κινδύνου πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος και σωματικής βλάβης στον ΜΚ2 ήταν εύλογα αναμενόμενη και αντιληπτή, παρά την συντρέχουσα αμέλεια του ΜΚ2. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε αμελώς το επίδικο μηχανοκίνητο όχημα του και προκάλεσε σωματική βλάβη στον ΜΚ2.

7.     Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο