ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπ. 3478/23

Μεταξύ:

E. C. LIMITED

Παραπονούμενη

-και-

 

                                     1.A. Z. F. LIMITED

                                     2.Α. Ζ.

Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 26.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Καλοπετρίτης

Για τον Κατηγορούμενο: κ.Βασιλέας με κ. Λαζάρου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Το Κατηγορητήριο

Ο Κατηγορούμενος 2 αντιμετωπίζει 5 κατηγορίες για συμμετοχή στη διάπραξη αδικήματος, συγκεκριμένα ότι υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 συμμετείχε στην διάπραξη του αδικήματος της παράλειψης καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή δόσεων κατά την ημερομηνία που είχε διαταχθεί να πληρώσει για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία και παρείχε συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 στην μη πληρωμή των μηνιαίων δόσεων και συγκεκριμένα των δόσεων που ήταν πληρωτέες την 1.12.2021 μέχρι 1.2.2023 ποσού €50 έκαστη κατά παράβαση του διατάγματος ημερομηνίας 14.10.2020 με το οποίο διατάχθηκε η Κατηγορούμενη 1 να καταβάλει μέσω του Κατηγορούμενου 2 (2η,4η,6η,8η,10η κατηγορίες).

 

Σημειώνω ότι στις 8.12.2023, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η Κατηγορούμενη 1 δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες που την αφορούσαν, της επιβλήθηκε ποινή και εκδόθηκε διάταγμα είσπραξης του ποσού των €750 που αφορά στις επίδικες μηνιαίες δόσεις, με αναστολή 4 μηνών.

 

Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση της η κατηγορούσα αρχή, κατάθεσε ο διευθυντής της παραπονούμενης εταιρείας, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ1). Ο μάρτυρας υιοθέτησε και κατάθεσε γραπτή δήλωση (Τεκμήριο 1). Σύμφωνα με την μαρτυρία του, η Κατηγορούμενη 1 μέσω του Κατηγορούμενου 2 ήταν πελάτης της παραπονούμενης και διατηρείτο σχετική κατάσταση λογαριασμού η οποία πιστωνόταν και χρεωνόταν αναλόγως των αγορών της Κατηγορούμενης 1 μέσω του Κατηγορούμενου 2. Στις 28.4.2014 καταχωρήθηκε η αγωγή […] εναντίον της Κατηγορούμενης 1 και στις 4.12.2015 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της παραπονούμενης και εναντίον της κατηγορούμενης 1 για ποσό €905,32 με τόκο προς 5,5% ετησίως από 28.4.2014 μέχρι 31.12.2014 και ακολούθως με τόκο 4% ετησίως από 1.1.2015 μέχρι εξοφλήσεως πλέον €470 έξοδα με τόκο 5,5% ετησίως επί ποσού €450 από 28.4.2014 μέχρι 31.12.2014 και ακολούθως με τόκο 4% ετησίως από 1.1.2015 μέχρι εξοφλήσεως πλέον ΦΠΑ (Τεκμήριο 2).

 

Στις 14.10.2020 κατόπιν αίτησης για πληρωμή του εξ’ αποφάσεως χρέους, ο Κατηγορούμενος 2 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας ως μοναδικός αξιωματούχος και άτομο που γνώριζε τις οικονομικές δυνατότητες της Κατηγορούμενης, αποδέχθηκε την εκ συμφώνου έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων (Τεκμήριο 3) ύψους €50 έκαστη με την πρώτη δόση να αρχίζει την 1.11.2020 και οι πληρωμές να συνεχίζονται την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μηνός μέχρι εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων, με 5 ημέρες χάρη πλέον €256,00 έξοδα συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων του διατάγματος, πλέον €30,00 έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α..

 

Ο Κατηγορούμενος 2, είπε ο ΜΚ1, είναι το μόνο πρόσωπο το οποίο χειρίζεται τα οικονομικά ζητήματα της Κατηγορούμενης 1 και είναι υπεύθυνος για τις πληρωμές της και ήταν ο ίδιος προσωπικά που αποδέχθηκε να εκδοθεί το πιο πάνω διάταγμα. Με την συνδρομή και συμμετοχή του Κατηγορούμενου 2, η Κατηγορούμενη 1 αρνήθηκε, αμέλησε και καθυστερεί την πληρωμή των δόσεων από 1.12.2021 μέχρι 1.2.2023. Το πιο πάνω διάταγμα δεν έχει τροποποιηθεί ή ακυρωθεί μέχρι σήμερα. Αιτήθηκε δε όπως ο Κατηγορούμενος 2 κριθεί ένοχος και όπως εκδοθεί εναντίον του διάταγμα είσπραξης και καταβολής των οφειλόμενων δόσεων. Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας αποδέχθηκε την θέση της υπεράσπισης ότι οι συναλλαγές μεταξύ της Παραπονούμενης  και του Κατηγορούμενου 2 γίνονταν στο όνομα της Κατηγορούμενης 1.  Ο ΜΚ1 ανάφερε επίσης σε σχετική ερώτηση ότι δεν γνωρίζει πως προέκυψαν οι επίδικες μηνιαίες δόσεις.

 

Ο Κατηγορούμενος 2 μετά που κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής.

 

Αξιολόγηση

Παρακολούθησα με προσοχή τον μάρτυρα. Αξιολόγησα τη μαρτυρία του σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, έχοντας εξετάσει επίσης το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια και έλαβα υπόψη την εικόνα του στο Δικαστήριο (βλ. Ζαβρού ν.  Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v. Αστυνομίας  (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την μαρτυρία του ΜΚ1.

Ο ΜΚ1 που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Η μαρτυρία του παρουσίαζε λογική και συνοχή και συνεπώς γίνεται αποδεκτή. Δεν διέλαθε της προσοχής μου ότι ο ΜΚ1 σε ερώτηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2 πως προέκυψαν οι επίδικες μηνιαίες δόσεις απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Δεν θεωρώ όμως ότι επηρεάζει την αξιοπιστία του ΜΚ1 εφόσον ακολούθως ο ΜΚ1 ανάφερε ότι δεν εξοφλήθηκε το εξ’ αποφάσεως χρέος. Η ειλικρίνεια του ΜΚ1 κατά τη γνώμη μου διαφάνηκε και από το γεγονός ότι αναφέρθηκε στις προηγούμενες πληρωμές από πλευράς της Κατηγορούμενης 1 και ενδεχομένως να υπήρξε κάποια σύγχυση όταν έδιδε την πιο πάνω απάντηση του. Σε κάθε περίπτωση εκείνο το οποίο εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης είναι η οποιαδήποτε ευθύνη από πλευράς Κατηγορούμενου 2 στην διάπραξη των αδικημάτων από την Κατηγορούμενη 1 η οποία τονίζω ότι δήλωσε παραδοχή και αποδέχθηκε την έκδοση διατάγματος για είσπραξη των καθυστερημένων δόσεων ύψους €750. Ο ΜΚ1 επίσης είχε αναφέρει κατόπιν σχετικής ερώτησης ότι όντως ο Κατηγορούμενος 2 έκανε συναλλαγές με την Παραπονούμενη εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1 και όχι προσωπικά. Η μαρτυρία του ΜΚ1 όμως ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι το μόνο πρόσωπο το οποίο χειρίζεται τα οικονομικά ζητήματα της Κατηγορούμενης 1 και είναι υπεύθυνος για τις πληρωμές της και ήταν ο ίδιος προσωπικά που αποδέχθηκε να εκδοθεί το πιο πάνω διάταγμα παράμεινε αναντίλεκτη εφόσον ο ΜΚ1 δεν αντεξετάστηκε επί τούτου.

 

Ευρήματα

Προτού προχωρήσω στην καταγραφή των ευρημάτων σημειώνω ότι προέκυψαν ως μη αμφισβητούμενα τα πιο κάτω, τα οποία καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου

 

Στις 28.4.2014 καταχωρήθηκε η αγωγή […] εναντίον της Κατηγορούμενης 1 και στις 4.12.2015 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της παραπονούμενης και εναντίον της κατηγορούμενης 1 (το ποσό της απόφασης καταγράφεται ανωτέρω).

 

Στις 14.10.2020 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα μηνιαίων δόσεων για ποσό €50 έκαστη δόση (ως καταγράφεται ανωτέρω).

 

Καθίστανται περαιτέρω ευρήματα τα πιο κάτω:

 

Οι δόσεις 1.12.2021 μέχρι 1.2.2023 που είναι οι επίδικες δεν έχουν μέχρι σήμερα πληρωθεί και αντιστοιχούν σε ποσό €750.

 

Το σχετικό διάταγμα μηνιαίων δόσεων δεν έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί ή ακυρωθεί.

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482).  Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Παρά την παραδοχή της Κατηγορούμενης 1 στις κατηγορίες που αφορούν στο ουσιαστικό αδίκημα της παράλειψης πληρωμής δόσεων, κρίνω σκόπιμο όπως για σκοπούς της παρούσας απόφασης γίνει αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή.

 

 

Στην υπόθεση Νικολάου ν. CΙTΙ Principle Investment (2016) 2(Β) Α.Α.Δ 1346 αποφασίστηκε ότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης Νόμου, στοιχειοθετείται με προσαγωγή μαρτυρίας ότι ο κατηγορούμενος: α) είναι εκ Δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης, με πιστωτή τον παραπονούμενο, β) ότι δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του, γ) ότι αποδέχθηκε να εξοφλήσει το χρέος με μηνιαίες δόσεις, δ) παρέλειψε να καταβάλει οποιανδήποτε δόση κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου, Ποινική ‘Εφεση (2014) 2Α Α.Α.Δ 108, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι εκείνο που ενδιαφέρει σε αυτού του είδους υποθέσεις, δεν είναι το συνολικό ποσό τoυ χρέους κατά τη ημερομηνία της ακρόασης της ποινικής υπόθεσης, αλλά κατά πόσον οι επίδικες δόσεις κατά τον ουσιώδη χρόνο είχαν καταβληθεί ή όχι διότι αυτό είναι που δημιουργεί το αδίκημα (βλ. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Ξιαρή (2014) 2 Α.Α.Δ. 445). Το ουσιώδες σε αυτή την περίπτωση συνεπώς δεν είναι η εξακρίβωση του χρέους, αφού το χρέος προκύπτει από την Δικαστική απόφαση. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην υπόθεση Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ ν. Παρδάλη Ποιν. Εφ. 153/15, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B427.

Ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας. Το βάρος απόδειξης δε του εν λόγω ισχυρισμού βρίσκεται επί των ώμων του κατηγορούμενου, βάρος το οποίο οφείλει να αποσείσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Νικολάου, ανωτέρω). 

 

Από την αποδεχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και από τα μετέπειτα σχετικά ευρήματα διαπιστώνεται ότι η Κατηγορούμενη 1 είναι η εξ’ αποφάσεως οφειλέτης εφόσον εκδόθηκε απόφαση εναντίον της στις 4.12.2015 στα πλαίσια της αγωγής […]  του Ε.Δ. Λάρνακας. Ο Κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του διευθυντή της Κατηγορούμενης 1 διατάχθηκε να πληρώσει το εξ’ αποφάσεως χρέος δια μηνιαίων δόσεων στις 14.10.2020 κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου. Μέχρι σήμερα δεν καταβλήθηκε οποιαδήποτε δόση έναντι του εξ’ αποφάσεως χρέους και δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή στο διάταγμα μηνιαίων δόσεων και ουδείς προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για ακύρωση του.

 

Υπενθυμίζω ότι η Κατηγορούμενη 1 που είναι η εξ αποφάσεως οφειλέτιδα δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες και εκτέθηκε ως γεγονός ότι οι επίδικες μηνιαίες δόσεις εξακολουθούν να είναι απλήρωτες. Στην πιο πάνω βάση, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές οποιεσδήποτε υποβολές περί εξόφλησης και ισχυρισμοί περί μη απόδειξης οφειλόμενου ποσού εφόσον τόσο η Κατηγορούμενη 1 όσο και ο Κατηγορούμενος 2 εκπροσωπούνται μάλιστα από τον ίδιο συνήγορο και δεν αμφισβητήθηκε κατά την έκθεση γεγονότων ότι οι επίδικες δόσεις είναι απλήρωτες και ότι αυτές αντιστοιχούν στο ποσό των €750 ως το ανάφερε ο ΜΚ1. Αντίθετα, εκδόθηκε διάταγμα είσπραξης τους χωρίς ένσταση, ενώ ζητήθηκε και τετράμηνη αναστολή για την πληρωμή τους. Ως προς τον Κατηγορούμενο 2, είναι θεωρώ ευνόητο από το λεκτικό του διατάγματος μηνιαίων δόσεων ότι, διατάχθηκε η πληρωμή του εξ’ αποφάσεως χρέους υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1. Επιχειρήθηκε στην αντεξέταση του ΜΚ1 να τεθεί η θέση ότι οι συναλλαγές μεταξύ παραπονούμενης και Κατηγορούμενου 2 αφορούσαν στην Κατηγορούμενη 1. Κάτι τέτοιο ουδέποτε τέθηκε σε αμφισβήτηση από πλευράς του ΜΚ1, αντίθετα συμφώνησε.

 

Εκείνο που προβάλλει η πλευρά της Παραπονούμενης είναι ότι ο Κατηγορούμενος 2 ως ο μοναδικός αξιωματούχος της Κατηγορούμενης 1, το άτομο πίσω από όλες τις συναλλαγές της και το άτομο που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεχόμενο εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1 διάταγμα πληρωμής με δόσεις, συνεπώς το άτομο που ήταν σε θέση να ενημερώσει το Δικαστήριο αναφορικά με την οικονομική δυνατότητα της Κατηγορούμενης 1 να πληρώσει, είναι συνεργός της ή συμμέτοχος της στην διάπραξη των επίδικων αδικημάτων. Οι πιο πάνω θέσεις δεν έχουν αντικρουστεί με οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς Κατηγορούμενου 2.

 

Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αφορά στην παροχή συνδρομής στην διάπραξη αδικήματος. Η ιδιότητα του διευθυντή ή αξιωματούχου από μόνη της δεν είναι ικανή για καταδίκη του Κατηγορούμενου ως συνεργού αλλά χρειάζεται μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την συμμετοχή ή συμπεριφορά η οποία να στοιχειοθετεί την συνέργεια και θα πρέπει να καλύπτει χρονικά όλο το διάστημα παροχής συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος ή στην παράλειψη που συνεισφέρει στην δημιουργία του αδικήματος. Το στοιχείο της γνώσης στις πλείστες των περιπτώσεων δεν στοιχειοθετείται με άμεση μαρτυρία καθότι συνήθως ανάγεται στην πνευματική λειτουργία ενός κατηγορούμενου και η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να το αποδείξει με τεκμηρίωση γεγονότων ή στοιχείων καθώς και περιστατικών που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση και που αυτά θα αποδεικνύουν το στοιχείο της γνώσης, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (βλ. Terezian v. Θεοδώρου, Ποινική Έφεση Αρ. 198/2015, ημερομηνίας 2.12.2016 Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, Παυλόπουλος ν Scopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Ιωαννίδη ν Gastop Boutique Ltd κ.α. Ποινική Έφεση 161/2014, ημερομηνίας 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδης, Ποινική Έφεση Αρ. 102/2014, ημερομηνίας 23.10.2015).

 

Στην υπόθεση METRON (CYPRUS) LTD v. Κάνιου Ποιν. Εφ. 64/15, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Στην υπόθεση Vrontis Builders ltd και M&H Steel Constructions Ltd, Ποιν. εφ. 296/14 ημερ. 15.4.2016 επιβεβαιώθηκε η νομολογιακή αρχή της σημασίας της εθελοτυφλίας για να καταδείξει γνώση.

 

Στη δε υπόθεση Ιωαννίδη ν. Gastop Boutique Ltd κ.ά. Ποιν. εφ. 161/14, 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

"Το άρθρο 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα, δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε η εφεσίβλητη 2 ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, από την εφεσίβλητη 1, δεν προνοεί ρητά για συγκεκριμένη ένοχη διάνοια του συνεργού.    Η νομολογία όμως, αγγλική και κυπριακή, δείχνει ότι ο συνεργός θα πρέπει να γνωρίζει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα.   Συμφωνούμε με τη θέση που εκφράστηκε στην Παυλόπουλος (ανωτέρω) ότι ακόμα και όταν το κύριο αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης, για τη διάπραξη του αδικήματος της συνέργειας στο αδίκημα, είναι απαραίτητη η υποκειμενική υπόσταση, ένοχη διάνοια (mens rea).   

 

Όμως δεν φαίνεται να επιβάλλεται η ανάγκη απόδειξης πρόθεσης, εκ μέρους του συνεργού, για διάπραξη του κύριου αδικήματος, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση πρόθεση μή πληρωμής της επιταγής, όπως το έθεσε το  πρωτόδικο δικαστήριο.  Είναι αρκετό, κατά την κρίση μας, εάν ο συνεργός γνώριζε τα γεγονότα που συνέθεταν το κύριο αδίκημα, της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής στην προκείμενη περίπτωση, και ήταν αδιάφορος ή απερίσκεπτος αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο όταν παρουσιάζετο στην Τράπεζα για πληρωμή (reckless).»

 

Ο κ. Βασιλέας παράπεμψε το Δικαστήριο σε απόφαση που εξέδωσε η αδελφός δικαστής Χρ. Πεκρή Ε.Δ. στα πλαίσια της υπόθεσης 3794/2020 η οποία αφορούσε και πάλι παράλειψη καταβολής δόσεων δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου για αποπληρωμή εξ’ αποφάσεως χρέους δια μηνιαίων δόσεων. Αν και το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από άλλες πρωτόδικες αποφάσεις εάν πρέπει να σχολιαστεί κάτι, αυτό είναι ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την πιο πάνω στο ουσιώδη ζήτημα ότι στην εκεί διαδικασία ενώπιον της αδελφού Δικαστή δεν είχε προσκομιστεί καμία μαρτυρία σε σχέση με την συμμετοχή και συνδρομή του διευθυντή της εταιρείας. Ως χαρακτηριστικά αναφέρει στην απόφαση της, η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον της ήταν η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση διατάγματος είσπραξης των καθυστερημένων δόσεων. Σε αντίθεση με την ενώπιον μου διαδικασία όπου όχι μόνο τέθηκε μαρτυρία, ως καταγράφεται ανωτέρω, δεν έχει αντικρουστεί με οποιοδήποτε τρόπο με αποτέλεσμα να μην μπορώ να οδηγηθώ σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα.  

 

Κατά συνέπεια, κρίνω ότι έχουν στοιχειοθετηθεί οι κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου 2 ο οποίος ως διαφαίνεται από τα ενώπιον μου γεγονότα ήταν και είναι το πρόσωπο το οποίο είχε και έχει άμεση και πραγματική γνώση των οικονομικών της Κατηγορούμενης 1 αλλά και το πρόσωπο το οποίο ασκούσε και ήλεγχε την οικονομική της διαχείριση όταν αποδεχόταν την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων αντιπροσωπεύοντας την και μέχρι σήμερα δεν έχει διαφοροποιηθεί η κατάσταση αυτή. Συνεπώς είναι η απραξία του η οποία συνιστά την παροχή συνδρομής προς την Κατηγορούμενη 1 και συνεισφέρει στην μην πληρωμή των μηνιαίων δόσεων.

 

 

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο Κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 2, 4, 6, 8 και 10 που αντιμετωπίζει.

                                                             

 

                                                                      (Υπ.)...................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Προσ Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο