ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6108/2024

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

EKATERINA VLADIMIROVNA UMNOVA

Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 31.05.2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Στέλλα Πίπη

Για τον Κατηγορούμενη: Προσωπικά

Κατηγορούμενη παρούσα.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε στις 28.05.2024 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 49Α του Περί Άδειας Οδήγησης Νόμου (Ν.94(Ι)/2001) και αφορά το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος έχοντας αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή που υπερβαίνει το καθορισθέν όριο, για το οποίο κατηγορείται η Κατηγορούμενη ότι διέπραξε την 27.05.2024.

2.     Το Κατηγορητήριο

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η Κατηγορούμενη κατηγορείται ότι την 27.05.2024 και ώρα 19:45 στην οδό Ελευθερίας στο Μενεού της Επαρχίας Λάρνακας οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [     ], ενώ η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της ήταν 168mg/100ml αντί 22mg/100ml που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Η Κατηγορούμενη αρνήθηκε την διάπραξη του ανωτέρω αδικήματος και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την αμέσως επόμενη ημέρα, ήτοι στις 29.08.2024.

3.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ένα μάρτυρα για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 2602 Γ.Σ. (ΜΚ1), ενώ η Κατηγορούμενη επέλεξε να δώσει ενόρκως μαρτυρία και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και παραθέτω κατωτέρω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον Αστυνομικό Σταθμό Κιτίου. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, την κατάθεση του ημερ. 27.05.2024, Τεκμήριο 1. Σύμφωνα με την δια ζώσης μαρτυρία του, ο ΜΚ1 ανέφερε τα εξής:

(α) Την 27.05.2024 λήφθηκε πληροφορία από άγνωστο πρόσωπο ότι το όχημα με αρ. εγγραφής [            ] οδηγείτο από κάποια γυναίκα στον δρόμο Μενεού-Περβόλια με επικίνδυνο τρόπο. Ακολούθως, και περί ώρα 19:45 μετέβηκε στην περιοχή μαζί με ένα συνάδελφο του και εντόπισε το ανωτέρω όχημα στην οδό Ελευθερίας στο Μενεού να είναι σταματημένο με τα κλειδιά του οχήματος πάνω στην μίζα και στην θέση του οδηγού να βρίσκεται η Κατηγορούμενη. Αφού πλησίασε και συνομίλησε με την Κατηγορούμενη, αυτή του είπε ότι ήθελε να πάει στο σπίτι της στα Περβόλια.

(β) Επειδή η Κατηγορούμενη μύριζε έντονα οινόπνευμα και τραύλιζε, της ζήτησε να του δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο, ο οποίος έδειξε ότι η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της Κατηγορούμενης ήταν 174mg/100ml (βλ.Τεκμήριο 5). Ακολούθως, την πληροφόρησε για το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης και την μετέφερε στην Τροχαία Λάρνακας για την διενέργεια τελικής εξέτασης αλκοόλης. Περί ώρα 20:46 η Κατηγορούμενη υποβλήθηκε σε τελική εξέταση αλκοόλης παρέχοντας δύο ικανοποιητικά δείγματα αλκοόλης και τα αποτελέσματα ήταν 168mg/100ml και 170mg/100ml (βλ. Τεκμήριο 4). Αφού την πληροφόρησε για το αποτέλεσμα της τελικής εξέτασης, την συνέλαβε και μετάφερε στα κρατητήρια της Κοφίνου.

(γ) Το σημείο που εντόπισε την Κατηγορούμενη με το όχημα της απέχει 10 λεπτά περίπου με το αυτοκίνητο από τον τόπο διαμονής της Κατηγορούμενης. Επειδή η Κατηγορούμενη του είπε ότι ήθελε να πάει στο σπίτι της στα Περβόλια, αφαίρεσε τα κλειδιά του οχήματος από την μίζα.

(δ) Οι συσκευές με τις οποίες έγινε ο έλεγχος αλκοόλης στην Κατηγορούμενη πληρούν τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας και είναι δεόντως πιστοποιημένες (βλ. Τεκμήρια 2 και 3).

(ε) Στην αντεξέταση του, ανέφερε ότι όταν πλησίασε το όχημα της Κατηγορούμενης, αυτή καθόταν στην θέση του οδηγού, και όταν του είπε τα στοιχεία της, αυτή μετά άνοιξε την πόρτα και έβγαλε τα πόδια της έξω, χωρίς να φοράει τα σαντάλια της, και του έδειχνε τα πόδια της.

Η Κατηγορούμενη ανέφερε τα εξής στην δια ζώσης μαρτυρία της:

(α) Αν και παραδέχθηκε ότι όντως βρισκόταν εντός του επίδικου οχήματος κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο, αρνήθηκε ότι το οδηγούσε.

(β) Στην αντεξέταση της ανέφερε ότι την πήρε ο σύζυγος της στο συγκεκριμένο σημείο για να ακούσει δυνατά μουσική, επειδή στο σπίτι της κάνει παράπονα η γειτόνισσα της για την μουσική, και μετά ο σύζυγος της έφυγε από το σημείο με τα πόδια.

(γ) Ακολούθως, ανέφερε ότι η ίδια είχε πάει σε ένα κατάστημα και επειδή κρατούσε τα κλειδιά του οχήματος και είδε το όχημα στο σημείο που το άφησε ο σύζυγος της, άνοιξε το επίδικο όχημα και μπήκε μέσα για να ακούσει μουσική. Εξήγησε δε ότι ο σύζυγος της είχε αφήσει το όχημα στο επίδικο σημείο και μετά ήρθε σπίτι, όπου η Κατηγορούμενη πήρε τα κλειδιά του οχήματος και πήγε στο εν λόγω κατάστημα. Ο λόγος δε που ο σύζυγος της άφησε το επίδικο όχημα σε εκείνο το σημείο αντί να το σταθμεύσει στο σπίτι τους, η Κατηγορούμενη ανέφερε ότι ο σύζυγος της δεν σταθμεύει το όχημα κοντά στο σπίτι τους για να μην μπαίνει μέσα η ίδια και να ακούει μουσική.

4.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Την 27.05.2024 η Κατηγορούμενη βρισκόταν στην θέση του οδηγού του μηχανοκίνητου οχήματος με αρ. εγγραφής [     ], το οποίο ήταν σταματημένο στην οδό Ελευθερίας στο Μενεού της Επαρχίας Λάρνακας και τα κλειδιά του οχήματος ήταν στην μίζα.

(β) Κατόπιν διενέργειας σχετικού ελέγχου της Κατηγορούμενης από τον ΜΚ1, κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της ήταν 168mg/ml (βλ. Τεκμήριο 4). Οι δε συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν για την ανίχνευση της αναλογίας αλκοόλης στην εκπνοή της, τόσο κατά την προκαταρκτική εξέταση, όσο και κατά την τελική εξέταση, πληρούν τα σχετικά πρότυπα και λειτουργούσαν κανονικά (βλ. Τεκμήρια 3 και 4).

(γ) Κατά τον επίδικο χρόνο, ο τόπος διαμονής της Κατηγορούμενης ήταν στα Περβόλια, ο οποίος απέχει 10 λεπτά περίπου με το αυτοκίνητο.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Ο ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν σταθερός και σαφής στις απαντήσεις του και δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέταση του. Ανέφερε με ειλικρίνεια για τα όσα είχε προσωπική γνώση για την παρούσα υπόθεση.

Σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία άγνωστου προσώπου, το οποίο είδε το επίδικο όχημα να οδηγείται κατά τρόπο επικίνδυνο, το Δικαστήριο οφείλει να την αξιολογήσει σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9). Ο ΜΚ1 δεν ανέφερε ποιο ήταν αυτό το πρόσωπο και ούτε γνώριζε ποιος ήταν, καθώς θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Η άγνωστη ταυτότητα του προσώπου αυτού, όμως, στερεί από την Κατηγορούμενη το δικαίωμα να το κλητεύσει δυνάμει του άρθρου 26(1) του ΚΕΦ.9. Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τις αρχές και κριτήρια του άρθρου 27 του ΚΕΦ.9, καθώς επίσης και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια, όπως την εξυπηρέτηση των προϋποθέσεων της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης (βλ. Assad ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 164/2016) ημερ. 6/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B447), κρίνω ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή την εξ ακοής μαρτυρία.

Ως εκ τούτου, από την μαρτυρία του ΜΚ1 αποδέχομαι μόνο τα όσα ανέφερε και είχε ιδίαν γνώση.

Η Κατηγορούμενη, από την άλλη, απαντούσε με νευρικότητα και δεν άφησε καθόλου καλή εικόνα στο Δικαστήριο. Η εκδοχή της δεν έπεισε το Δικαστήριο, ενώ υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη ανέφερε αρχικά ότι την πήρε ο σύζυγος της στο εν λόγω σημείο για να ακούσει μουσική δυνατά και ο σύζυγος της έφυγε με τα πόδια. Μετά πρόβαλε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, ήτοι ότι ο σύζυγος της είχε αφήσει στο επίδικο σημείο το όχημα και μετά πήγε σπίτι και ακολούθως η Κατηγορούμενη πήρε τα κλειδιά του οχήματος για να πάει σε ένα κατάστημα, όπου είδε το επίδικο όχημα και αποφάσισε να το ανοίξει και να μπει μέσα για να ακούσει μουσική. Μάλιστα, ανέφερε ότι ο σύζυγος της συνηθίζει να αφήνει το όχημα του μακριά από το σπίτι και να περπατά, έτσι ώστε να μην μπαίνει η Κατηγορούμενη μέσα στο όχημα και να ακούει μουσική. Οι ανωτέρω θέσεις και αντιφατικοί ισχυρισμοί της Κατηγορούμενης δεν πείθουν το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία τους, καθώς πάσχει η όλη ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας της. Ως εκ τούτου, δεν την αποδέχομαι.

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον η Κατηγορούμενη αρνείται την διάπραξη του αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, η Κατηγορούμενη δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί της είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Σχετικό με την κατηγορία που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη είναι το άρθρο 5 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου (Ν.174/1986) ως έχει τροποποιηθεί:

«(1) Κάθε πρόσωπο που οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει οποιοδήποτε όχημα σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο έχοντας καταναλώσει τόση ποσότητα αλκοόλης σε οποιαδήποτε μορφή, ώστε η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα του να υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχο αδικήματος.

(2) Το όριο στην αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) Για όλες τις περιπτώσεις, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου, 22 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου (microgrammes) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) εκπνοής ή 50 χιλιοστά του γραμμαρίου (milligrams) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) αίματος»

Στην παρούσα υπόθεση, εκείνο που αμφισβητεί η Κατηγορούμενη είναι ότι δεν οδηγούσε το επίδικο όχημα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο. Αυτό είναι και το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του.

Στο σύγγραμμα Wilkinsons Road Traffic Offences, Vol.1 (23rd edition, 2007), para.1.103 αναφέρονται τα εξής σχετικά με το κατά πόσο ένα πρόσωπο θεωρείται ότι οδηγεί ένα όχημα:

“(1) Whether a person is “driving or attempting to drive” is a question of fact.

(2) It is far easier to find as a fact that a motorist is driving if he is still at the wheel, more difficult if he has dismounted.

(3) The overriding principle, whether or not he is at the wheel, is whether he is doing something connected with driving.

[…] The vehicle does not have to be in motion; there will always be a brief interval of time after the vehicle has been brought to rest and before the motorist has completed all those operations necessarily connected with driving, such as applying the handbrake, switching off the ignition and securing the vehicle, during which must still be considered to be driving.”

Ο ΜΚ1 δεν είχε προσωπική γνώση ότι η Κατηγορούμενη οδήγησε το επίδικο όχημα, αφού ο ίδιος εντόπισε το όχημα να είναι σταματημένο στην οδό Ελευθερίας στο Μενεού. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του, η Κατηγορούμενη βρισκόταν στην θέση του οδηγού, με τα κλειδιά να βρίσκονται στην μίζα του οχήματος, ενώ το όχημα βρισκόταν σε απόσταση 10 λεπτών από τον τόπο διαμονής της και η ίδια ήθελε να πάει σε αυτόν. Δεν υπάρχει μαρτυρία, όμως, ότι η μηχανή του οχήματος ήταν σε λειτουργία ή ότι το όχημα κινήθηκε ή ότι το χειρόφρενο ήταν κατεβασμένο ή κάποια άλλη πράξη της Κατηγορούμενης που να συνδέεται με την οδήγηση του οχήματος.

Από την άλλη, όμως, η ανωτέρω περιστατική μαρτυρία, σε συνδυασμό με την επιθυμία της Κατηγορούμενης να πάει στο σπίτι της, ως την εξέφρασε στον ΜΚ1, αποκαλύπτει ότι η Κατηγορούμενη είχε πρόθεση να οδηγήσει το επίδικο όχημα κατά τον επίδικο χρόνο. Στο σύγγραμμα Wilkinsons Road Traffic Offences (23rd edition, 2007) Vol.1 para.1.106, όπου μνημονεύεται η ιρλανδική απόφαση The State (Prendergast) v Porter [1961] 1 Ir. Jur. Rep. 15, αναφέρονται τα εξής:

“A drunken person went to the front of a car and turned the starting handle; he then opened the offside door, leaned inside and appeared to touch the dashboard instruments. He returned to the starting handle and then sat in the driver’s seat; the engine was heard to turn over, but failed to start. The court found that he had the immediate intention of driving and it was that this was an attempt to drive.”

Ερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι το κίνητρο και επιθυμία της Κατηγορούμενης να πάει στο σπίτι της, το οποίο απέχει 10 λεπτά από το σημείο που την εντόπισε ο ΜΚ1, και οι προπαρασκευαστικές πράξεις της να καθίσει στην θέση του οδηγού και να έχει τα κλειδιά του οχήματος στην μίζα, καταδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η Κατηγορούμενη είχε όντως πρόθεση να οδηγήσει το επίδικο όχημα και αποκλείουν οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα (βλ. Σάββα ν Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 258 και Τσεκούρας ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563).

Ενόψει των ανωτέρω, αν και η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η Κατηγορούμενη οδήγησε το επίδικο όχημα, από την ενώπιον μου μαρτυρία έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η Κατηγορούμενη αποπειράθηκε να οδηγήσει το επίδικο όχημα κατά τον επίδικο χρόνο που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο, ήτοι 168mg/100ml αντί 22mg/100ml.

Παρά το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη κατηγορείται στην παρούσα υπόθεση για οδήγηση, έχοντας υπόψιν μου ότι το άρθρο 5(1) του Ν.174/1986 καθιστά ως ποινικό αδίκημα και την απόπειρα οδήγησης, κρίνω ότι δεν απαιτείται η τροποποίηση του κατηγορητηρίου για να καταδικαστεί η Κατηγορούμενη για το αδίκημα της απόπειρας οδήγησης έχοντας αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της που υπερβαίνει το καθορισθέν όριο (βλ. άρθρο 85(2)(3) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155)).

7.     Κατάληξη

Συνοψίζοντας και για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ένοχη την Κατηγορούμενη για το αδίκημα της απόπειρας οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος έχοντας αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή της που υπερβαίνει το καθορισθέν εκ του Νόμου όριο, ήτοι 168mg/100ml αντί 22mg/100ml.

 

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο