ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 5233/2023

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

                                                                                      Κατηγορούσα Αρχή

και

Βαρνάβας Σοφοκλέους

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 10.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου   

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Ν. Σάββα  

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες. Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 294 του Ποινικού Κώδικα και η 2η το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Στην παρούσα υπόθεση δόθηκε η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τη συνοπτική εκδίκασή της δυνάμει του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 15.6.2022 μεταξύ των ωρών 04:10 έως 04:30 στις Αγγλισίδες της Επαρχίας Λάρνακας διέρρηξε και εισήλθε εντός του πρατηρίου καυσίμων ΕΚΟ και έκλεψε από μέσα την ταμειακή μηχανή αξίας €500,00 η οποία περιείχε το ποσό των €360,00 σε διάφορα κέρματα και χαρτονομίσματα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εσκεμμένα και παράνομα προξένησε ζημιά στο γυαλί της αλουμινένιας πόρτας του πρατηρίου καυσίμων ΕΚΟ αξίας €300,00.

 

Κατόπιν αιτήματος τoυ δικηγόρου του κατηγορούμενου και με τη συγκατάθεση του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς ποινής και οι υποθέσεις 13612/2023 του Ε.Δ. Λευκωσίας και 22102/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού στις οποίες περιλαμβάνονται 3 κατηγορίες σε καθεμιά. Η 1η υπόθεση αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κλοπής, της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς και η 2η τα αδικήματα της μεταφοράς επιθετικού όπλου και της κατοχής και μεταφοράς αντικειμένου κατασκευασμένου για την εκτόξευση επικίνδυνου υγρού ή αερίου ή χημικής ουσίας ή παρόμοιου υλικού.  

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 15.6.2022 και ώρα 04:30 λήφθηκε πληροφορία στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου ότι ακούστηκε θόρυβος από σπάσιμο γυαλιών στο πρατήριο καυσίμων ΕΚΟ στις Αγγλισίδες. Στο μέρος μετέβηκε ο Μ.Κ.3 όπου διαπίστωσε ότι το γυαλί της αλουμινένιας πόρτας της κύριας εισόδου ήταν σπασμένο. Στο μέρος ειδοποιήθηκε ο γιος της ιδιοκτήτριας, ο Μ.Κ.2, όπου από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι είχε κλαπεί η ταμειακή μηχανή. Το μέρος επισκέφθηκε ο Μ.Κ.4 ο οποίος είναι δακτυλοσκόπος φωτογράφος του Τ.Α.Ε. Λάρνακας και περισυνέλλεξε διάφορα τεκμήρια. Ανάμεσα στα τεκμήρια ήταν και κηλίδες αίματος. Τα τεκμήρια στάλθηκαν στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας και από έκθεση που έκανε ο Μ.Κ.7 απομονώθηκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στον νόμο και του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, πληροφορήθηκε για τα αδικήματα που διερευνούνταν εναντίον του και αρνήθηκε τις κατηγορίες.

 

Ως γεγονότα στην υπόθεση 13612/23 Ε.Δ. Λευκωσίας παρακαλώ αναφέρθηκαν τα εξής: στις 24.8.2022 ο Μ.Κ.1 μετέβηκε σε φυτώριο στην περιοχή του Στροβόλου όπου στάθμευσε το όχημα του. Σε κάποια στιγμή ενώ βρισκόταν εντός του φυτωρίου αντιλήφθηκε ότι κλάπηκε το όχημα του.  Το όχημα βρέθηκε στη Λάρνακα και από εξετάσεις που έγιναν μέσω του Ινστιτούτου Γενετικής ανιχνεύτηκε το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου.

 

Όσον αφορά τα γεγονότα στην υπόθεση 22102/2022 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 9.5.2022 ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στον  26ο δρόμο στα Πολεμίδια ανακόπηκε από την Αστυνομία και σε έρευνα που του έγινε ανευρέθηκαν τα τεκμήρια που αναφέρονται στην κατηγορία 1 και 2.

 

Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 4 προηγούμενες καταδίκες. Η 1η είναι η υπόθεση 4878/2019 του Ε.Δ. Λεμεσού στην οποία στις 7.6.2019 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στις 6.8.2018. Τα αδικήματα ήταν διάρρηξη κτιρίου με σκοπό την κλοπή και στην ως άνω υπόθεση λήφθηκαν υπόψη ακόμα οι υποθέσεις 12978/2018 και 15029/2018 που αφορούσαν διαρρήξεις και οι υποθέσεις 15028/2018, 3167/2019,19863/2018 και 2907/2017. Η 2η προηγούμενη καταδίκη αφορά στην υπόθεση 3757/2020 στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της κλεπταποδοχής. Η 3η είναι στην υπόθεση 412/2022 στην οποία για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β που διαπράχθηκε στις 15.2.2021 του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €400,00 και η 4η είναι η υπόθεση 16657/2022 με ημερομηνία διάπραξης αδικήματος τις 28.7.2022 στην οποία οι υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη είναι μεταγενέστερες.

 

Ο κατηγορούμενος σήμερα είναι κατάδικος στην υπόθεση 16657/2022 στην οποία στις 11.11.2022 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών.  

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου κατά την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής αναφέρθηκε στην άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου τόσο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου όσο και ενώπιον των 2 άλλων Δικαστηρίων. Σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου ανέφερε ότι σε πολύ μικρή ηλικία 4 με 5 χρονών, πήγε στον Καναδά μαζί με την οικογένειά του και μεγάλωσε εκεί. Νυμφεύθηκε στον Καναδά και έχει 2 παιδιά τα οποία διαμένουν στην εν λόγω χώρα, ηλικίας 15 και 14 ετών, αλλά με τη σύζυγό του χώρισε κατά το έτος 2015. Λόγω κάποιων περιστατικών τα οποία συνέβησαν στον Καναδά ο κατηγορούμενος απελάθηκε και επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο του 2015.

 

Μοναδική οικογένεια του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία ήταν ο παππούς του, ο οποίος αντιμετώπιζε πάρα πολλά ιατρικά προβλήματα καθώς και οικονομικά προβλήματα επειδή ήταν χαμηλοσυνταξιούχος. Ο κατηγορούμενος διέμενε μαζί του και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον βοηθά αναζητώντας εργασία αλλά δυστυχώς έμπλεξε με κακές παρέες. Ξεκίνησε σιγά ‑ σιγά τη διάπραξη κάποιων μικρών ποινικών αδικημάτων μέχρι που αυτή η συμπεριφορά του τον οδήγησε στη φυλακή.

Γύρω στον Μάιο του 2020 μέσα σε μια εβδομάδα απεβίωσε τόσο ο παππούς του, όσο και ο αδελφός του, ο οποίος βρισκόταν στον Καναδά και ήταν μια πραγματικά τραγική περίοδος για τον κατηγορούμενο ο οποίος ξαφνικά έμεινε εντελώς μόνος του. Ο παππούς του ενοικίαζε ένα υποστατικό για το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει το ενοίκιο ο κατηγορούμενος. Αναγκάστηκε να τον φιλοξενήσουν κάποια άλλα άτομα, τα οποία αυτά άτομα στην ουσία επηρέασαν πολύ αρνητικά τον κατηγορούμενο με συνέπεια ξανά τη διάπραξη άλλων αδικημάτων και ξανά να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης.

 

Τον τελευταίο χρόνο ο κατηγορούμενος γνώρισε μια κοπέλα, η οποία ήταν και αυτή κατάδικος και η οποία αποφυλακίστηκε τον περασμένο Αύγουστο. Η εν λόγω κοπέλα τον επισκέπτεται συνέχεια και έχουν συνάψει μια πάρα πολύ καλή σχέση. Αυτή η κοπέλα είναι διατεθειμένη να βοηθήσει τον κατηγορούμενο να επανενταχθεί στην κοινωνία, είναι έτοιμη να τον φιλοξενήσει να μείνει μαζί της μόλις αποφυλακιστεί και έτσι ο κατηγορούμενος θα ξεκινήσει μια καινούρια ζωή.

 

Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα οι δικηγόροι των διαδίκων ανέφεραν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής (1η κατηγορία) είναι πολύ σοβαρά. Αυτό προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή αλλά και από τη σχετική νομολογία. Για το εν λόγω αδίκημα προνοείται από το άρθρο 294 του Ποινικού Κώδικα ανώτατη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων ενώ για το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης (2η κατηγορία) το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 2 ετών ή ποινή προστίμου μη υπερβαίνουσα τις ΛΚ.1.500 (περίπου €2.500) ή και τις 2 αυτές ποινές.

 

Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ειδικότερα πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα επειδή προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128).

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη για καθένα από αυτά μέγιστη ποινή. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος δεν αποκατέστησε την οικονομική απώλεια την οποία προκάλεσε στους ιδιοκτήτες της περιουσίας που ήταν θύματα της εγκληματικής του δράσης παρά το γεγονός ότι το ύψος της ζημιάς δεν ήταν υψηλό. 

 

Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την άμεση παραδοχή του. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».

 

Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι οι προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνεται ο κατηγορούμενος τείνουν να μειώσουν σε κάποιο βαθμό την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.  

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι η παραδοχή του κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις πως δεν δύναται να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών στις κατάλληλες περιπτώσεις. Οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις οποίες και επιβάλλω είναι οι ακόλουθες:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και περαιτέρω το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο και μερικές από τις προηγούμενες καταδίκες του αφορούν αδικήματα παρόμοια ή και ομοειδή με τα επίδικα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Λόγω των κρίνω ότι δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.

 

Ως αναφέρθηκε πιο πάνω ο κατηγορούμενος εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης 18 μηνών η οποία του επιβλήθηκε στην υπόθεση 16657/2022 στις 11.11.2022. Έχοντας τούτο υπόψη μου καθώς επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προχωρώ να εξετάσω τα θέματα που προκύπτουν λόγω του γεγονότος ότι στον κατηγορούμενο ο οποίος ως ανέφερα πιο πάνω εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και στην παρούσα υπόθεση.

 

Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορίζει ότι: «Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

 Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι ισχύει η γενική αρχή της διαδοχικότητας της ποινής. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 απόκλιση από την ως άνω αρχή δικαιολογείται από την αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle).    

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας ανωτέρω λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να ισχύσει ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 για επιβολή διαδοχικών ποινών ή κατά πόσο η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί κατ’ απόκλιση από τον ως άνω κανόνα.

 

Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει, και ο χρόνος διάπραξής τους (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331).

 

Εν προκειμένω τα αδικήματα της παρούσας ποινικής υπόθεσης και της υπόθεσης 16657/2022 αφορούν μεν στο ίδιο είδος αξιόποινης συμπεριφοράς εκ μέρους του κατηγορούμενου στρέφονται όμως εναντίον διαφορετικών προσώπων και διαπράχθηκαν σε διαφορετικό χρόνο. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι στην παρούσα ναι μεν υπάρχει ομοειδής αξιόποινη συμπεριφορά με αυτή των ως άνω υποθέσεων όμως δεν υπάρχει συνάφεια γεγονότων. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, R v. Jamienson & Jamienson [2008] EWCA Crim 2761, Sentencing Council, Offences Taken into Consideration and Totality, Definitive Guideline, 2012).

 

Οπόταν το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει αφορά το κατά πόσο η συνολική ποινή που προκύπτει τελικά για τον κατηγορούμενο σε περίπτωση που η ποινή που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση διαταχθεί να εκτιθεί διαδοχικά, ως η γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155, με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 16657/2022 θα είναι δίκαιη και ανάλογη με τη συνολική ποινική του ευθύνη, «just and proportionate», κατά την ορολογία του Sentencing Council.

 

Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).

 

Στην πιο πάνω υπόθεση Ευσταθίου λέχθηκε ότι «ένα ποινικό δικαστήριο θα πρέπει πρώτιστα να αναλογίζεται το ορθό ποινικό μέτρο σε κάθε κατηγορία και μετά να εξετάζει το ενδεχόμενο της επιβολής διαδοχικότητας των ποινών. Έχοντας πάντοτε υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στη Μιχαήλ (ανωτέρω), με αναφορά στην Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική. (Σχετικό είναι και το «Definitive Guideline» (ανωτέρω), ιδιαίτερα η σελ. 6.)».

 

Έχοντας υπόψη μου ότι σε περίπτωση που επιβληθεί διαδοχική ποινή στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος θα υπόκειται στην ουσία σε συνολική ποινή φυλάκισης 28 μηνών (ήτοι 18 μήνες στην υπόθεση 16657/2022 και 10 μήνες στην παρούσα) κρίνω πως αυτή θα είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα αδικήματα που διέπραξε.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση όπου η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατ’ απόκλιση από τη γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 και να διατάξει όπως η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 16657/2022.

 

Συνακόλουθα η έκτιση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 16657/2022.

 

Στην παρούσα υπόθεση λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής οι υποθέσεις 13612/2023 του Ε.Δ. Λευκωσίας και 22102/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο