ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2292/2024

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

BENEDICTE LONGANGE TOKOL  

                                                                             Κατηγορούμενη

Ημερομηνία: 19.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου    

Κατηγορούμενη: Αυτοπροσώπως

ΠΟΙΝΗ

Η κατηγορούμενη παραδέχθηκε τις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει. Συγκεκριμένα παραδέχθηκε ότι διέπραξε το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και ότι εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς να παρουσιαστεί στον Διευθυντή του Τμήματος Μεταναστεύσεως κατά παράβαση του άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούμενη αυτή στις 20.2.2024 και περί ώρα 15:40 παρουσιάστηκε για διαβατηριακό έλεγχο στο Αεροδρόμιο Λάρνακας με σκοπό να αναχωρήσει για Βερολίνο. Παρουσίασε στον επί καθήκοντι αστυνομικό Μ.Κ.3 μια βελγική ταυτότητα με στοιχεία κατόχου ως καταγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας. Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο ηγέρθησαν υποψίες στον Μ.Κ.3 καθώς το πρόσωπο που απεικονιζόταν στο εν λόγω έγγραφο είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά της κατηγορουμένης. Η κατηγορούμενη οδηγήθηκε στα γραφεία του αερολιμένα όπου ανακρινόμενη προφορικά παραδέχθηκε ότι η εν λόγω ταυτότητα δεν ήταν δική της. Ανέφερε τα πραγματικά της στοιχεία και ότι τη βελγική ταυτότητα της την έδωσε ένα παιδί για να ταξιδέψει στο Βερολίνο. Από έλεγχο που έγινε μέσω του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διαπιστώθηκε ότι η κατηγορούμενη δεν είναι αιτήτρια ασύλου. Συνελήφθηκε την ίδια ώρα για το αυτόφωρο αδίκημα της πλαστοπροσωπίας και στις 22.2.2024 προέβηκε σε θεληματική κατάθεση στην οποία παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων και μεταξύ άλλων ανέφερε ότι πέρασε από τις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας στις ελεύθερες με αυτοκίνητο που οδηγούσε άνδρας αγνώστων στοιχείων ο οποίος την ώρα του ελέγχου της είπε να κρυφτεί για να μην φαίνεται. Όσον αφορά τη βελγική ταυτότητα την προμηθεύτηκε, ως ανέφερε, στις 14.2.2024 από αγνώστων στοιχείων άνδρα, ο οποίος της ανέφερε ότι ήθελε να τη βοηθήσει να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να εργαστεί. Η κατηγορούμενη είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου.  

 

Η κατηγορούμενη όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε τα ακόλουθα: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη σε όλους και στις αρχές και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν γνώριζα πόσο κακό ήταν αυτό που έκανα. Ειλικρινά απολογούμαι, δεν έχω διαπράξει ξανά κανένα αδίκημα στη ζωή μου. Το άτομο που βρισκόταν μαζί μου πριν να έρθω στις ελεύθερες περιοχές με κακοποιούσε σεξουαλικά και γι' αυτό ήθελα να φύγω και ζητώ συγγνώμη ξανά». Η κατηγορούμενη ανέφερε ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε σχετικά με την ίδια. Είναι ηλικίας 25 ετών με καταγωγή από το Κονγκό.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Επιπλέον λαμβάνει υπόψη του πως σε αδικήματα στα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα η προβλεπόμενη ποινή είναι ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και οι δύο αυτές ποινές.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα χωρίς όμως να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής ούτε να έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου και αυτό επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022, λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.

 

Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της.

 

Για το αδίκημα της εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία στο οποίο το πρόσωπο που εισήλθε στη Δημοκρατία παρέλειψε να παρουσιαστεί στον Διευθυντή του Τμήματος Μεταναστεύσεως κατά παράβαση του άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, προβλέπεται φυλάκιση για χρονικό διάστημα πoυ δεv υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή πρόστιμο πoυ δεv υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (περίπου €1.708) ή και οι δύο αυτές ποινές.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν προκύπτουν μόνο από τις προβλεπόμενες για αυτά τα αδικήματα ποινές αλλά έχουν επίσης τονισθεί και από τη σχετική νομολογία. Ενδεικτικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».

 

Στην υπόθεση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 που αφορούσε στο αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη άδειας παραμονής κατά παράβαση του άρθρου 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 έγινε αναφορά στην υπόθεση Gaby Toufic Atallah ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94 στην οποία αναφέρθηκε ότι: 

 

«οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές».

 

Στην ως άνω απόφαση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 1 μηνός που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.  

 

Εξετάζοντας ποιο είδος ποινής είναι κατάλληλο να επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση, συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως προκύπτουν από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή και τη σχετική νομολογία καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα λόγω της ανησυχητικής έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η επιβολή ποινής φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω υπόψη μου προς όφελος της κατηγορούμενης το νεαρό της ηλικίας της, είναι 25 ετών, σε συνδυασμό με το λευκό της ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή της, η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας που φανερώνει και τη μεταμέλειά της. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις οποίες και επιβάλλω είναι οι ακόλουθες:

 

·           Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών

·           Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στην κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε.

 

Το θέμα αυτό ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά της κατηγορούμενης δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της σοβαρότητας των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις της κατηγορούμενης, η παραδοχή της και το λευκό της ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που η κατηγορούμενη τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 23.2.2024.

                                                         

(Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο