ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1119/2024

Μεταξύ:

Αστυνομικού Διευθυντή Λάρνακας

                                                                                      Κατηγορούσα Αρχή

και

Χριστόδουλος Χριστοδούλου

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 22.2.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου

Κατηγορούμενος: Αυτοπροσώπως

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι στις 27.1.2024 και ώρα 02:00 στην οδό [ ] 78 στην Αραδίππου κατά τη διάρκεια της νύκτας διέρρηξε και εισήλθε στην οικία του Α. Ξιούρουππα και έκλεψε το ποσό των €200,00 κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 27.1.2024 και ώρα 02:45 καταγγέλθηκε στον Αστ. Σταθμό Αραδίππου από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ότι ενώ βρισκόντουσαν στην οικία τους άκουσαν θόρυβο στο ισόγειο της οικίας τους και γαυγίσματα από τα κατοικίδιά τους. Μετά από έλεγχο διαπίστωσαν ότι η αλουμινένια πόρτα του υπνοδωματίου ήταν ανοικτή και έλειπαν τα κλειδιά τα οποία ήταν τοποθετημένα στην κλειδαριά εσωτερικά της πόρτας. Διαπίστωσαν επίσης ότι έλειπε το πορτοφόλι της Μ.Κ.2 στο οποίο υπήρχε το ποσό των €200,00.

 

Τον χώρο επισκέφθηκαν μέλη της Αστυνομίας και από εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι ο δράστης πέτυχε είσοδο από την προαναφερθείσα πόρτα η οποία ήταν κλειστή αλλά ξεκλείδωτη. Από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που διέθετε κατάστημα απέναντι από την κατοικία των παραπονουμένων διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο δράστης τον οποίο αναγνώρισε ο Μ.Κ.1 αφού διαμένει απέναντι από αυτούς. Όταν τον είδε να περιφέρεται έξω από το σπίτι τους τον ρώτησε εάν αυτός ευθύνεται για τη διάρρηξη και κλοπή και μετέβηκαν μαζί με τον κατηγορούμενο σε χώρο στάθμευσης πλησίον της εκκλησίας του Απ. Λουκά δίπλα από την κατοικία του κατηγορούμενου. Σε ένα κάδο απορριμμάτων εντοπίστηκαν τα κλειδιά και το πορτοφόλι με όσα αντικείμενα βρίσκονταν εντός αυτού εκτός από το χρηματικό ποσό των €200,00. Εναντίον του κατηγορούμενου εξασφαλίστηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης και όταν αυτός συνελήφθηκε και του επεστήθηκε η προσοχή του στον νόμο απάντησε «δεν έκλεψα τίποτα εγώ». Στη συνέχεια όταν του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση.

 

Ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες. Στην υπόθεση 4777/2020 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 4.2.2022 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της απόδρασης από νόμιμη κράτηση που διέπραξε στις 7.5.2020. Στην υπόθεση 4604/2022 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 5.7.2022 του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 24 μηνών σε 3 κατηγορίες για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπή και 18 μηνών σε 2 κατηγορίες για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος που διέπραξε στις 20.11.2019. Στην υπόθεση 4604/2022 λήφθηκε υπόψη και η υπόθεση 4603/2022 του Ε.Δ. Λάρνακας που επίσης αφορούσε κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπή, διάρρηξη κτιρίου και κλοπή και κακόβουλη ζημιά για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στις 4.5.2022.

 

Ο κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε στις 26.7.2023 όταν του απονεμήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον όρο ότι εντός 3 ετών από την αποφυλάκισή του δεν θα διέπραττε οποιοδήποτε αδίκημα. Το υπόλοιπο της ποινής για το οποίο του απονεμήθηκε Προεδρική χάρη είναι 146 ημέρες.        

 

Ο κατηγορούμενος όταν του δόθηκε ο λόγος ανέφερε πως υιοθετεί το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε σε σχέση με τον ίδιο. Σύμφωνα με αυτή πρόκειται για άτομο ηλικίας 25 ετών που διαμένει μαζί με τον πατέρα του και τα 3 αδέλφια του, 2 εκ των οποίων είναι έγγαμα και έχουν 6 παιδιά. Είναι χρήστης ναρκωτικών και λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Αναφορικά με το επίδικο περιστατικό ανέφερε πως ο ίδιος την επίδικη ημέρα ανέφερε από μόνος του στον παραπονούμενο ότι ήταν το πρόσωπο που πήρε τα χρήματα από το πορτοφόλι επειδή τα είχε ανάγκη και αυτός τον συγχώρησε, τον κέρασε καφέ και συμφιλιώθηκε μαζί του.

 

Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν. 

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός είναι πάρα πολύ σοβαρό. Αυτό προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή αλλά και από τη σχετική νομολογία. Για το αδίκημα τούτο προνοείται από το άρθρο 292(α) του Ποινικού Κώδικα ποινή φυλάκισης 10 ετών.

 

Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ειδικότερα πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128).

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη για αυτό μέγιστη ποινή και από τη σχετική νομολογία.

 

Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου που είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Επίσης η αποζημίωση του θύματος της εγκληματικής συμπεριφοράς λαμβάνεται υπόψη σαν στοιχείο μετάνοιας. Εξυπηρετεί τα συμφέροντα του θύματος. Πρέπει να ενθαρρύνεται μέσα από την μείωση της ποινής».

 

Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι οι 2 προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνεται ο κατηγορούμενος στις οποίες περιλαμβάνονται αδικήματα διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός όπως και στην παρούσα υπόθεση τείνουν να μειώσουν σε σημαντικό βαθμό την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί. 

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος καθώς επίσης και τις 2 προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου στις οποίες ως προανέφερα περιλαμβάνονται αδικήματα διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός κρίνω ότι αυτά δεν αφήνουν άλλη επιλογή στο Δικαστήριο εκτός από την επιβολή ποινής φυλάκισης.

 

Κρίνω ότι η ποινή που θα έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση λαμβανομένων υπόψη όλων όσων ανέφερα πιο πάνω είναι η ποινή φυλάκισης 24 μηνών.

 

Έχοντας υπόψη μου ότι στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε στις 4.2.2022 ποινή φυλάκισης 30 ημερών με τριετή αναστολή στην υπόθεση 4777/2020 Ε.Δ. Λάρνακας προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου 95/1972 οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

«4.-(1) Οσάκις, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, πρόσωπο διέπραξε αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και είτε κατεδικάσθη υπό Δικαστηρίου όπερ δυνάμει του εδαφίου (4) κέκτηται αρμοδιότητα να λάβη μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν είτε μεταγενεστέρως εμφανίζεται ή προσάγεται ενώπιον τοιούτου Δικαστηρίου, τότε, εκτός εάν εν τω μεταξύ η ποινή έχει εκτελεσθή, το Δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν του και λαμβάνει εν των ακολούθων μέτρων-

(α) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής δι' ην περίοδον αύτη επεβλήθη·

(β) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής διά περίοδον μικροτέραν εκείνης ήτις επεβλήθη·

(γ) διατάσσει την τροποποίησιν του αρχικού διατάγματος διά της αντικαταστάσεως της εν αυτώ οριζομένης περιόδου διά περιόδου μη υπερβαινούσης τα δύο έτη από της ημέρας της τοιαύτης τροποποιήσεως·

(δ) ουδέν μέτρον λαμβάνει εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν,

και το Δικαστήριον εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εκτός εάν είναι της γνώμης ότι τούτο θα ήτο άδικον λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων αίτινες εμεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υφ' ας ετελέσθη το νέον αδίκημα, και εν τοιαύτη περιπτώσει το Δικαστήριον εν τη αποφάσει αυτού αναφέρει τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του.

(2) Οσάκις το Δικαστήριον διατάσση ότι η ανασταλείσα ποινή δέον να εκτελεσθή, μετά ή άνευ τροποποιήσεως της αρχικής αυτής περιόδου, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως η εκτέλεσις χωρήση αμέσως ή όπως η περίοδος της φυλακίσεως αρχίση μετά την έκτισιν της ποινής της επιβληθείσης υπό του αυτού ή ετέρου Δικαστηρίου.

(3) .… ».

 

Έχοντας υπόψη μου τις ως άνω πρόνοιες του άρθρου 4(1) του Ν. 95/1972 κρίνω ότι από το εν λόγω εδάφιο προκύπτει πως το Δικαστήριο που κέκτηται αρμοδιότητα να εξετάσει θέμα ανασταλείσας ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σε κάποιο κατηγορούμενο κατά κανόνα διατάσσει την εκτέλεσή της για όσο διάστημα αυτή επιβλήθηκε εκτός εάν κρίνει ότι μια τέτοια διαταγή θα ήταν άδικη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το νέον αδίκημα και σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην εκδώσει μια τέτοια διαταγή.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον που Δικαστηρίου που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια διαταγή θα ήταν άδικη και συνεπώς κρίνω πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος να εκδοθεί διαταγή περί μη ενεργοποίησής της. Συνακόλουθα διατάσσω την εκτέλεση της ως άνω ανασταλείσας ποινής φυλάκισης 30 ημερών για όλη την περίοδο για την οποία επιβλήθηκε και η εκτέλεσή της να αρχίσει μετά την έκτιση της ποινής που θα επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση.

 

Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι στον κατηγορούμενο χορηγήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ότι το επίδικο αδίκημα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκε εντός της περιόδου των 3 ετών από την αποφυλάκισή του κατά παράβαση των όρων που του τέθηκαν με την εν λόγω χάρη καθώς επίσης και τις αρχές και τα θέματα που τέθηκαν με τις υποθέσεις Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356 και Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 63/2022, ημερ. 26.10.2022 κρίνω ότι είναι αναγκαίο στο παρόν στάδιο να εξεταστεί το θέμα της συνολικότητας της ποινής.

 

Στην ως άνω υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).».

 

Επίσης στην ως άνω υπόθεση Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η καταδίκη επομένως της εφεσείουσας και η επιβολή σ' αυτήν της ποινής φυλάκισης κατά την 14.1.2009 με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της αναστολής έκτισης της προηγούμενης ποινής που είχε δοθεί με την Προεδρική απόφαση, και συνακόλουθα η εφεσείουσα μετά την έκτιση της εξάμηνης ποινής φυλάκισης που είναι εδώ αντικείμενο της έφεσης, θα υποχρεούται να εκτίσει διαδοχικά και την υπολοιπόμενη ποινή του 1 έτους, 6 μηνών και 15 ημερών από την προηγούμενή της καταδίκη. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η εφεσείουσα προσέφυγε στο Εφετείο, επικαλούμενη κατά κύριο λόγο το ότι τα γεγονότα που αφορούσαν στην ύπαρξη της Προεδρικής αναστολής και στην αυτόματη ενεργοποίηση της υποχρέωσης έκτισης του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής που της είχε επιβληθεί, δεν είχαν τεθεί δυστυχώς υπόψη του πρωτόδικου ποινικού Δικαστηρίου. Εάν δε το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του ότι επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης, αυτό θα είχε το πιο πάνω σοβαρό επακόλουθο, ίσως να απέφευγε να επιβάλει μια τέτοια ποινή, ή ενδεχόμενα να ανέστελλε την έκτισή της, έτσι ώστε η συνολική τιμωρία της να μην ήταν τελικά υπερβολική.

Στην υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, στην οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσίβλητης, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ασχοληθεί με θέμα παρόμοιο όπως αυτό που εγείρεται στην παρούσα έφεση. Και εκεί τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου κάποια γεγονότα που προσέδιδαν μια εικόνα διαφορετική από εκείνη την οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, μέσα στην περίοδο των 3 ετών που είχε ανασταλεί με Προεδρική απόφαση η ποινή 4ετούς φυλάκισης που εξέτιε ο εφεσείων για αδίκημα ένοπλης ληστείας, αυτός διέπραξε το αδίκημα της κατοχής ηρωίνης για το οποίο καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Όμως επιπρόσθετα, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του, που ήταν περίπου 14 μήνες, ενεργοποιήθηκε αυτόματα και επομένως μετά την έκτιση της δίμηνης φυλάκισής του, ο εφεσείων θα έπρεπε να υπηρετήσει και την υπόλοιπη ποινή του. Το Εφετείο αναφέρθηκε στη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία όταν το Δικαστήριο επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται ανασταλείσα ποινή διαδοχικά, έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των ποινών δεν είναι υπερβολικό με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει δε των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης εκείνης, της μικρής ποσότητας ηρωίνης, του ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης υπό θεραπεία αποτοξίνωσης κλπ., το Εφετείο αντικατέστησε την ποινή φυλάκισης με ποινή προστίμου, οπότε και δεν ετίθετο θέμα ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής. Σχολιάζοντας δε την παράλειψη γνωστοποίησης των γεγονότων που σχετίζονταν με την ανασταλείσα ποινή προς το εκδικάζον Δικαστήριο, το Εφετείο επισήμανε ότι τόσο η υπεράσπιση όσο και η κατηγορούσα αρχή είχαν καθήκον να τα αναφέρουν ώστε να ληφθούν και αυτά υπόψη.

 

Παρόμοια με την ανωτέρω ήταν η προσέγγιση του Εφετείου και στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στη σελίδα 158 του τόμου των Αποφάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο μη γνωρίζοντας τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης, επέβαλε την ποινή στον εφεσείοντα και αυτομάτως προκάλεσε την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με τους όρους του προεδρικού εντάλματος. Οπότε, δικαίως ο εφεσείων επαραπονείτο ότι δεν είχε τεθεί το θέμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η συνεκτίμηση του οποίου ενδεχόμενα να οδηγούσε το Δικαστήριο σε άλλη σκέψη. Τελικά το Εφετείο αντικατέστησε την εφεσιβληθείσα ποινή 6μηνης φυλάκισης με εγγύηση £500 για 3 έτη αφού όμως έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι είχε ήδη παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το χρόνο τέλεσης των νέων αδικημάτων.

 

Στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327 και πάλι το Εφετείο απέδωσε ικανή σημασία στο γεγονός πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το γεγονός ότι με την επιβολή φυλάκισης θα ενεργοποιείτο αυτόματα και η ανασταλείσα με προεδρικό ένταλμα ποινή, το υπόλοιπο της οποίας ήταν 9 μήνες και 23 ημέρες. Λαμβάνοντας και αυτό υπόψη, το Εφετείο μείωσε την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση, έτσι ώστε το σύνολο επιβληθείσας και ενεργοποιηθείσας ποινής να μην ήταν υπερβολικό.

 

Για παρόμοιους λόγους όπως και στις προαναφερθείσες αποφάσεις, το Εφετείο στην πρόσφατη απόφασή του την οποία εξέδωσε στη Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243, διέταξε την αναστολή έκτισης επιβληθείσας ποινής 14μηνης φυλάκισης, η επιβολή της οποίας θα είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση άλλης ποινής 3 περίπου ετών η οποία είχε ανασταλεί με προεδρικό ένταλμα. Έλαβε όμως σοβαρά υπόψη του το Εφετείο στην κατάληξή του αυτή, το ότι είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διάπραξης του νέου αδικήματος και της επιβολής ποινής, καθώς επίσης έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα άλλαξαν ουσιωδώς υπέρ του. Τονίζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, το Εφετείο ανέστειλε την έκτιση της ποινής έτσι ώστε να μην είχε ως συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής που είχε ανασταλεί με προεδρική απόφαση.».

 

Τέλος στην ως άνω υπόθεση Φραντζίδης ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αναμφίβολα το γεγονός ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης η περίοδος φυλάκισης των 361 ημερών θα ενεργοποιείτο αυτόματα, ήταν παράμετρος που θα έπρεπε να είχε αντίχτυπο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο (Σωτηριάδου, 361-3 και Χρίστου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.151/2020, ημερ. 18.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B207).  Επομένως, ό,τι ενδιαφέρει είναι η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη συνέπεια της αυτόματης ενεργοποίησης στην περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης που, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

    Ακόμα και έτσι, η ποινή της φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη. Η φύση του αδικήματος και το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών που ο Εφεσείων κατείχε, δεν άφηναν άλλη επιλογή. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις καταστροφικές συνέπειες που επιφέρει η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, κυρίως από νεαρά πρόσωπα και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, παραθέτοντας περικοπή από την Ismen Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.79/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110.

    Ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα θα μπορούσαν να συνδράμουν ώστε να επιλεγεί άλλου είδους ποινή. Το ποινικό του μητρώο αρχίζει από το 2000. Φυλακίστηκε τέσσερις φορές, σε αντίστοιχο αριθμό υποθέσεων, που αφορούσαν διαρρήξεις, σε δύο από τις οποίες είχαν ληφθεί υπόψη αριθμός άλλων υποθέσεων, κυρίως διαρρήξεις. Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2001, σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2004, σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων το 2007 και σε φυλάκιση επίσης τεσσάρων χρόνων το 2010. Η φυλάκιση των πέντε χρόνων που τώρα εκτίει, δεν συνιστά προηγούμενη καταδίκη σε σχέση με την εφεσιβαλλόμενη ποινή. Ορθά λοιπόν σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιείκεια που θα μπορούσε διαφορετικά να επιδειχτεί, είχε περιοριστεί σε ουσιαστικό βαθμό. Και όση συμπάθεια και αν δικαιολογείται για τα όσα βίωσε ο Εφεσείων στην παιδική του ηλικία, δεν θα μπορούσαν, στις περιστάσεις της υπόθεσης, να δικαιολογήσουν άλλη ποινή.

    …

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής που επέβαλε. Κρίνουμε ότι ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια και η κατάληξη του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί ώστε να δοθεί μια περαιτέρω ευκαιρία στον καταδικασθέντα για αναμόρφωση εκτός των φυλακών, με το ενδεχόμενο της ενεργοποίησης σε περίπτωση παραβίασης των όρων της αναστολής συνήθως να επενεργεί ανασταλτικά για τη διάπραξη νέου αδικήματος. Το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα κάθε άλλο παρά συνηγορούσε υπέρ της αναστολής. Περαιτέρω, ακόμα μια φορά στο παρελθόν είχε λάβει Προεδρική χάρη και αδικοπράγησε επιστρέφοντας στη φυλακή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης δυόμισι μήνες μετά που του απονεμήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

     Ως προς το ζήτημα κατά πόσο η ποινή θα ήταν διαδοχική ή θα συνέτρεχε με την ποινή φυλάκισης που εξέτιε ο Εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη σχετική νομολογία και την εφάρμοσε. Διαπίστωσε ότι τα αδικήματα στα οποία είχε επιβάλει ποινές δεν αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας ενέργειας σε σχέση με το αδίκημα του εμπρησμού για το οποίο ο Εφεσείων ήταν στη φυλακή, καταλήγοντας ότι η ποινή που επέβαλε δεν δικαιολογείτο να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

    Η συνολικότητα της ποινής είναι θεμελιακή αρχή που εφαρμόζεται κατά την επιβολή ποινής.  Υπαγορεύει ότι η τιμωρία δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του καταδικασθέντα. Όχι μόνο στα πλαίσια της υπόθεσης που εκδικάζεται, αλλά και με αναφορά σε υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη ή που έχει ήδη καταδικαστεί και του επιβλήθηκε ή και εκτίει ποινή (Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 447-8). Ωστόσο, παράμετρος που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται είναι ότι η ποινή που θα επιβληθεί, δεν πρέπει να είναι τέτοια που να δημιουργεί στον κατηγορούμενο το αίσθημα ότι δεν τιμωρήθηκε για την αδικοπραξία του και γενικότερα την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να αδικοπραγεί χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.  Ότι εφόσον έχει αδικοπραγήσει, θα είναι δυνατόν άλλες αδικοπραγίες του, έστω μικρότερης σοβαρότητας, να απορροφηθούν από την σοβαρότερη εξαλείφοντας κάθε συνέπεια.

    Η ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του, ήταν απρόσβλητη. Έλαβε υπόψη του τα γεγονότα της υπόθεσης, την καθυστέρηση και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες. Ορθά αποφάσισε να επιβάλει ποινή φυλάκισης και ορθά έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να την αναστείλει, αλλά ούτε και να διατάξει να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή που θα επέβαλλε έτσι ώστε για τις επίδικες αδικοπραξίες του ο Εφεσείων να εκτίσει ποινή φυλάκισης για ακόμα ένα χρόνο. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι με την αυτόματη ενεργοποίηση, θα εξέτιε ποινή φυλάκισης για ακόμα δύο χρόνια. Η περίοδος των 361 ημερών αφορούσε παρελθούσα συμπεριφορά του, όμως είχε ευεργετηθεί με την αναστολή της και η ποινή για τις επίδικες αδικοπραξίες προκαλούσε την ενεργοποίηση της. Η ενεργοποίηση ήταν συνέπεια της επιβληθείσας ποινής, που έτσι επιτεινόταν ως προς τις επιβαρυντικές συνέπειες της για τον Εφεσείοντα.

Υπό τις περιστάσεις, η επέμβαση του Εφετείου καθίσταται επιβεβλημένη. Η επιβληθείσα ποινή στην κατηγορία 2 μειώνεται σε έξι μήνες φυλάκιση, συντρέχουσα με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις άλλες δύο κατηγορίες και που θα εκτιθεί διαδοχικά προς την ποινή που εκτίει ο Εφεσείων, όπως διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε αυτή την έκταση ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει, ενώ οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.». 

 

Το θέμα της συνολικότητας της ποινής εξετάστηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Λαμβάνοντας αφενός υπόψη μου ότι ενεργοποιήθηκε η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 30 ημερών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην υπόθεση 4777/2020 του Ε.Δ. Λάρνακας καθώς επίσης ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης στην παρούσα υπόθεση αυτός θα κληθεί μετά την έκτισή της να εκτίσει και την ποινή των 146 ημερών για την οποία του απονεμήθηκε Προεδρική χάρη και αφετέρου τις αρχές που διέπουν το θέμα της συνολικότητας της ποινής κρίνω πως υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται να του επιβληθεί ποινή μικρότερης χρονικής διάρκειας από αυτή που θα ήταν η αρμόζουσα σε περίπτωση που δεν θα καλείτο να εκτίσει διαδοχικά με την ποινή που θα του επιβληθεί στην παρούσα και τις ποινές των 30 και 146 ημερών αντίστοιχα που ανέφερα πιο πάνω.

 

Συνακόλουθα επιβάλλω στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες καθώς επίσης ότι παρόλο που έλαβε Προεδρική χάρη αδικοπράγησε εκ νέου και μάλιστα πολύ σύντομα μετά την αποφυλάκισή του δυνάμει της εν λόγω χάρης και περαιτέρω ότι έπραξε τούτο εντός της περιόδου της τριετούς αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης 30 ημερών που του επιβλήθηκε στις 4.2.2022 στην υπόθεση 4777/2020 Ε.Δ. Λάρνακας κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης στην παρούσα υπόθεση δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 31.1.2024.

 

Μετά την έκτισή της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος να εκτίσει και ολόκληρη την ποινή φυλάκισης 30 ημερών που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 4777/2020 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 4.2.2022 η εκτέλεση της οποίας είχε ανασταλεί για περίοδο 3 ετών.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο