ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3451/2024

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.  GAUTHIER OKOMBA KINIONGO

2.  JULDA NAKAHOSA KANDALA

                                                                             Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 26.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου

Κατηγορούμενοι: Παρόντες

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 8 κατηγορίες. Ο 1ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μόνος του τις κατηγορίες 1 έως 3 και από κοινού με τη 2η κατηγορούμενη τις κατηγορίες 7 και 8 ενώ η 2η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει μόνη της και τις κατηγορίες 4 έως 6. Τελικά οι κατηγορίες 3, 6 και 7 αναστάλθηκαν και οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν τις 3 κατηγορίες που καθένας τους αντιμετωπίζει ήτοι ο 1ος κατηγορούμενος τις κατηγορίες 1, 2 και 8 και η 2η κατηγορούμενη τις κατηγορίες 4, 5 και 8.

 

Οι κατηγορίες 1 και 4 αφορούν αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, οι κατηγορίες 2 και 5 το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1 και 3) και η 8η κατηγορία το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση των άρθρων 360 και 372 του Ποινικού Κώδικα.  

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τους κατηγορούμενους αυτοί στις 19.3.2024 και ώρα 10:15 παρουσιάστηκαν για διαβατηριακό έλεγχο στον Αερολιμένα Λάρνακας όπου παρουσίασαν στον Μ.Κ.1 δύο πορτογαλικά δελτία ταυτότητας με στοιχεία ως αυτά αναγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 και 4. Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο που διεξήγαγε ο Μ.Κ.1 του εγέρθηκαν υποψίες για τη γνησιότητα των ως άνω ταξιδιωτικών εγγράφων και οδηγήθηκαν στο γραφείο αναχωρήσεων όπου από εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι τα ως άνω έγγραφα ήταν εξ’ ολοκλήρου πλαστά. Οι κατηγορούμενοι ανακρινόμενοι δήλωσαν ότι σκοπός τους ήταν να μεταβούν στη Γαλλία αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.  

 

Οι κατηγορούμενοι όταν έλαβαν τον λόγο εξέφρασαν την απολογία τους και υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για καθένα από αυτούς. Η 2η κατηγορούμενη ανέφερε επίσης ότι έχει 1 αδελφό ο οποίος δεν αναφέρεται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και ότι δεν αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονα με τον 1ο κατηγορούμενο που είναι ο φίλος της αλλά ετεροχρονισμένα. Ο 1ος κατηγορούμενος είναι ηλικίας 29 και η 2η ηλικίας 24 ετών και αμφότεροι κατάγονται από το Κόνγκο.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες κάθε κατηγορούμενου. Επιπλέον λαμβάνει υπόψη του πως σε αδικήματα στα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα το άρθρο 335 του εν λόγω Νόμου προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων ενώ για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα η προβλεπόμενη ποινή είναι ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και οι δύο αυτές ποινές. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω τα επίδικα αδικήματα είναι σοβαρά.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών κάθε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.

 

Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.

 

Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Στην υπόθεση KHAKNEGAD v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα που είχε λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν της άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022 λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε την επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.

 

Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της. 

 

Αναφορικά με την επιβολή ποινής σε αδικήματα συνομωσίας στην υπόθεση Κουλουντή ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 870 αναφέρθηκε ότι «Δραττόμεθα της ευκαιρίας να τονίσουμε, σε σχέση με την επιβολή ποινής επί αδικημάτων συνωμοσίας όταν συντρέχουν με τα αδικήματα για τα οποία υλοποιήθηκε η συμφωνία, όπως εν προκειμένω, ότι η πρακτική, αν μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, να επιβάλλεται ποινή και στις δύο κατηγορίες, δεν είναι ενδεδειγμένη, καθότι η υλοποίηση της συμφωνίας προς διάπραξη αδικήματος απορροφάται με την ίδια τη διάπραξη του αδικήματος που αφορά η συνωμοσία».

 

Έχοντας υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω απόφαση καθώς επίσης ότι στην παρούσα περίπτωση η υλοποίηση της συμφωνίας προς διάπραξη του αδικήματος της πλαστοπροσωπίας που αφορά η 8η κατηγορία απορροφήθηκε με την ίδια τη διάπραξη του αδικήματος της πλαστοπροσωπίας κρίνω ότι δικαιολογείται να μην επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή στην 8η κατηγορία.   

 

Εξετάζοντας ποιο είδος ποινής είναι κατάλληλο να επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση, συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή και τη σχετική νομολογία καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η επιβολή ποινής φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω υπόψη μου προς όφελος καθενός από τους κατηγορούμενους την ηλικία της, είναι 29 και 25 ετών αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το λευκό τους ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή τους, η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος φανερώνει και τη μεταμέλειά τους. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες επιβάλλω στους κατηγορούμενους τις ακόλουθες ποινές:

 

Στον 1ο κατηγορούμενο:

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών

 

Στη 2η κατηγορούμενη:

·      Στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών

·      Στη 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν σε καθένα από τους κατηγορούμενους να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στους κατηγορούμενους ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής επιβληθείσας ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023, έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021, στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία ενός καταδικασθέντος.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά των κατηγορουμένων δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της σοβαρότητας των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, τη σχετική νομολογία και την ανησυχητική έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους, επενεργούν προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων, η παραδοχή τους και το λευκό τους ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε καθένα από τους κατηγορούμενους να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι τελούν υπό κράτηση ήτοι από τις 26.3.2024.

  

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο