ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 8995/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.     Κ. Ν.

2.     Π. Α.   

                                                                             Κατηγορουμένων

Ημερομηνία: 9.7.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή  

Για τον Κατηγορούμενο αρ. 1: κ. Βρ. Χατζηχάννας   

Κατηγορούμενος αρ. 1: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες. Η 1η κατηγορία αφορά από κοινού και τους 2 κατηγορούμενους ενώ η 2η μόνο τον 1ο κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι δήλωσαν μη παραδοχή και ο 2ος κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Οι κατηγορίες τις οποίες ο 1ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει είναι οι ακόλουθες:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Κοινή επίθεση, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1), 4(1)(2)(ι β) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(1)/2004 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Οι κατηγορούμενοι στις 5/9/2021 και περί ώρα 0830 στην οδού της Επαρχίας Λάρνακας επιτέθηκαν στην Ελένη Χριστοφή από την Οδού.  

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Απειλή κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως προστέθηκε από το Νόμο 56(1)/2011.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο 1ος κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία προκάλεσε τρόμο στην πρώην νύμφη του Ε. Χ. από την Οδού, απειλώντας την ότι με παράνομη πράξη θα της κάνει κακό λέγοντας της «Τώρα κακομάζαλη μου, εννά δεις τι να σου κάνω». 

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 3 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Ε. Χ. η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 27.7.2020 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 1 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: κατάγεται από τη Ρουμανία και τα τελευταία 26 χρόνια βρίσκεται στην Κύπρο. Το 1994 παντρεύτηκε τον Μ. Μ. με τον οποίο απέκτησε 2 παιδιά, τον Ανδρέα ηλικίας 20 ετών και τον Αλέξανδρο ηλικίας 16 ετών. Από τον Νοέμβριο του 2018 είναι σε διάσταση με τον σύζυγό της και αποτάθηκε για έκδοση διαζυγίου. Επειδή μετά την αίτηση διαζυγίου ο σύζυγός της δημιουργούσε προβλήματα αποτάθηκε στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος περιοριστικών μέτρων. Στις 5.4.2019 εκδόθηκε διάταγμα το οποίο εξακολουθεί να ισχύει.

 

Στις 27.7.2020 και περί ώρα 17:55 έφυγε από το σπίτι της περπατητή και ενώ βρισκόταν στον δρόμο κοντά στο κοιμητήριο του Αγ. Γεωργίου στη Λάρνακα ο πρώην άντρας της την προσέγγισε με το αυτοκίνητό του και αφού σταμάτησε και κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου του άρχισε να τη βρίζει λέγοντάς της «την πούτσισες ρα πουτάνα, τόσο καιρό σε παρακολουθώ έπρεπε να σε σκοτώσω τότε που είχα την ευκαιρία». Αυτή δεν του είπε οτιδήποτε και συνέχισε να περπατά.

 

Αυτός έφυγε από το μέρος και μετά από 1 λεπτό επέστρεψε και αφού σταμάτησε πάλι το αυτοκίνητό του δίπλα της την έβρισε λέγοντάς της «είσαι μια πουτάνα, να πάεις να γαμηθείς με όποιον θέλεις». Αυτή συνέχισε να περπατά χωρίς να του πει οτιδήποτε και αυτός πάλι έφυγε από το μέρος. Ξεκίνησε να πάει στο σπίτι της και ο Μάρκος πέρασε ακόμα 2 φορές από κοντά της με το αυτοκίνητό του χωρίς να της πει οτιδήποτε.

 

Σε ερωτήσεις που της τέθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής της η Μ.Κ.1 κατέθεσε ως τεκμήριο 2 αντίγραφο του Διατάγματος του Ε.Δ. Λάρνακας ημερ. 5.4.2019 το οποίο εκδόθηκε στην αγωγή με αρ. 385/2019.

 

Κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.1 της υποβλήθηκε ότι το Διάταγμα ημερ. 5.4.2019 δεν ισχύει μέχρι σήμερα και αυτή απάντησε «τότε δεν με ενημέρωσαν ότι δεν ισχύει αυτό το διάταγμα μέχρι σήμερα». Όταν της υποβλήθηκε πως το διάταγμα ημερ. 5.4.2019 δεν ισχύει ως έχει στο έγγραφο το οποίο κατέθεσε απάντησε ότι ο δικηγόρος της τής είπε πως ισχύει μέχρι να παρθεί μια απόφαση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο Α. Μ. είναι ο μικρότερος υιός της του οποίου το πρόγραμμα δεν γνωρίζει όπως δεν γνωρίζει κατά πόσο αυτός την επίδικη ημέρα και ώρα είχε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τελούσε σε διάσταση από τον πρώην σύζυγό της από το 2018 και πως δεν ήταν δική της επιλογή να μην έχει επικοινωνία με τον υιό της Α. Όταν στη συνέχεια της υποβλήθηκε ότι κατά την επίδικη ημέρα και ώρα ο υιός της ήταν με τον πατέρα του ο οποίος τον μετέφερε σε γυμναστήριο στη Λεωφ. Φανερωμένης απάντησε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα ο κατηγορούμενος ήταν εκεί που βρισκόταν και η ίδια και έγινε ό,τι έγινε. Όταν ρωτήθηκε εάν γνωρίζει κατά πόσο ο γιος της κλήθηκε στην αστυνομία για να δώσει κατάθεση απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Όταν τις υποβλήθηκε ότι όσα αναγράφονται στην κατάθεσή της είναι ψευδή απάντησε πως όσα αναγράφονται σε αυτή είναι αληθή.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Αστ. 3930 Γ. Σταύρου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 3 και στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων. Στις 27.7.2020 προσήλθε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων η Ε. Τ. και κατήγγειλε ότι την ίδια ημέρα και ώρα 17:55 ενώ περπατούσε στον δρόμο ο εν διαστάσει σύζυγός της Μ. Μ. την προσέγγισε με το αυτοκίνητό του και την εξύβρισε και την απείλησε με διάφορες φράσεις. Επίσης του παρουσίασε διάταγμα του Ε.Δ. Λάρνακας για περιοριστικά μέτρα εναντίον του ημερ. 5.4.2019.

 

Στις 28.8.2020 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Μ. Μι. και ακολούθως την ίδια ημέρα τον κατηγόρησε γραπτώς, του επέστησε την προσοχή του στον νόμο και έδωσε μια απάντηση την οποία κατέγραψε. Κατέθεσε ως τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα τις καταθέσεις του Μ. Μ. ημερ. 28.8.2020.

 

Στην κατάθεση του κατηγορούμενου, τεκμήριο 4, αναγράφονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: στις 27.7.2020 και περί ώρα 17:10 έλαβε μήνυμα από τον γιο του Α. με το οποίο του ζήτησε όπως η ώρα 17:45 τον παραλάβει από το σπίτι και να τον μεταφέρει σε γυμναστήριο στη Λεωφ. Φανερωμένης. Έπραξε ότι του ζήτησε ο γιος του και η ώρα 17:50 τον είχε αφήσει στο εν λόγω γυμναστήριο. Ακολούθως κατευθύνθηκε προς το κέντρο της Λάρνακας και ώρα 18:00 συναντήθηκε με τον διευθυντή του ξενοδοχείου «Samirana Boutique Hotel» κ. Χ. ως ήταν προγραμματισμένο. Η συνάντηση είχε διάρκεια περίπου μια με μιάσιμη ώρα. Οι ισχυρισμοί της Ε. είναι ψέματα και το κάνει καθαρά για εκδικητικούς λόγους επειδή εκείνες τις ημέρες οι δικηγόροι του της είχαν αποστείλει επιστολές για λεφτά που όφειλε σε εκείνον και την εταιρεία του. Είναι γνώστης του διατάγματος που υπήρχε εναντίον του για περιοριστικά μέτρα και λόγω τούτου δεν θα διακινδύνευε να την προσεγγίσει.

 

Στην κατάθεσή του τεκμήριο 5 όταν ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε «δεν παραδέχομαι».    

 

Ο Μ.Κ.2 κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης έλαβε κατάθεση από τον Α. Μ. και από κάποιον Χ. Χ. που ήταν διευθυντής του ξενοδοχείου «Samirana Boutique Hotel». Οι εν λόγω καταθέσεις ήταν ημερ. 20.9.2020 και 8.9.2020 και κατατέθηκαν ως τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα. Συμφώνησε πως ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης στην κατάθεσή του τεκμήριο 6 ανέφερε πως την επίδικη ημέρα και ώρα 17:45 ο πατέρας του τον μετέφερε σε γυμναστήριο στη Λεωφ. Φανερωμένης καθώς επίσης ότι ο Χ. στη δική του κατάθεση ανέφερε πως την επίδικη ημέρα είχε συνάντηση στο γραφείο του με τον κατηγορούμενο διάρκειας από τις 18:00 έως τις 19:00. Ισχυρίστηκε ότι παρά το γεγονός ότι η θέση της παραπονούμενης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τις θέσεις του Α. Μ. και του Χ. Χ. δεν διερεύνησε περαιτέρω το θέμα και κατηγόρησε τον κατηγορούμενο βασιζόμενος στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε κατά πόσο διερεύνησε αν πράγματι έγινε συνάντηση στο ξενοδοχείο ως ήταν η θέση του Χ. απάντησε ότι ο τελευταίος ρωτήθηκε εάν υπήρχε εγκατεστημένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και απάντησε αρνητικά.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε η Πρωτοκολλητής του Ε.Δ. Λάρνακας Φ. Λάρκου η οποία ισχυρίστηκε ότι είναι υπεύθυνη για το Τμήμα Αγωγών. Ισχυρίστηκε ότι η αγωγή 385/2019, τον φάκελο της οποίας είχε μαζί της, καταχωρήθηκε στις 4.4.2019 από την Ε. Τ. εναντίον του Μ. Μ. και αφορούσε αποζημιώσεις για επίθεση. Στην εν λόγω αγωγή εκδόθηκε διάταγμα στις 5.4.2019 με το οποίο απαγορεύθηκε στον καθ’ ου η αίτηση να απειλεί ή να παρακολουθεί ή να παρενοχλεί την αιτήτρια είτε διά τηλεφώνου είτε διά φυσικής παρουσίας. Αναγνώρισε ότι το τεκμήριο 2 είναι το ως άνω διάταγμα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το εν λόγω διάταγμα επιδόθηκε στις 8.4.2019 και τελικά, αφού στο μεταξύ ορίστηκε σε διάφορες ενδιάμεσες ημερομηνίες, στις 19.8.2019 εκδόθηκε απόφαση με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί απόλυτο. Έκτοτε παρέμεινε σε ισχύ χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή.    

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.3 όταν ρωτήθηκε κατά πόσο το διάταγμα ημερ. 19.8.2019 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ισχυρίστηκε ότι στον φάκελο δεν υπάρχει επίδοση. Όταν επίσης ρωτήθηκε κατά πόσο υποβλήθηκε αίτηση παρακοής διατάγματος στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής απάντησε αρνητικά.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής.

 

Στη συνέχεια όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις οι δικηγόροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις τους. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Η Μ.Κ.1 μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κρίνω ότι οι κρίσιμοι για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμοί της δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδικη ημέρα τη συνάντησε στον δρόμο και αφού σταμάτησε δίπλα της τής είπε όσα ισχυρίστηκε ότι της είπε δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέτασή της και ως εκ τούτου γίνονται αποδεκτοί. Κρίνω περαιτέρω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της είχαν λογική και συνοχή και γίνονται αποδεκτοί και για τον επιπλέον αυτό λόγο. Κρίνω ότι προχώρησε στην επίδικη καταγγελία την επίδικη ημέρα επειδή πράγματι ο κατηγορούμενος διέπραξε όσα του καταλογίζει και πως δεν είχε οποιοδήποτε άλλο λόγο να τον καταγγείλει εκτός από την ως άνω συμπεριφορά του κατηγορούμενου.

 

Δεν μου διαφεύγει ότι η Μ.Κ.1 κατά την αντεξέτασή της ισχυρίστηκε ότι το επίδικο επεισόδιο έλαβε χώρα γύρω στις 3 με 4 αντί η ώρα 17:55 που αναγράφεται στην κατάθεσή της, κρίνω όμως ότι αυτό δεν αποτελεί λόγο να μην γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της ως καταγράφεται στην κατάθεσή της η οποία δόθηκε την επίδικη ημέρα του συμβάντος όταν και είχε πρόσφατα όσα συνέβησαν τότε. Κρίνω περαιτέρω ότι η απάντησή της ότι δεν γνώριζε το πρόγραμμα που ο γιος της Α. είχε την επίδικη ημέρα ή κατά πόσο το επίδικο διάταγμα ημερ. 5.4.2019 ήταν προσωρινό ή απόλυτο δεν πλήττουν την κατά τα λοιπά καλή και αξιόπιστη εντύπωση που αποκόμισα για τους ισχυρισμούς της επειδή τούτα τα θέματα δεν αφορούν γεγονότα για τα οποία είχε προσωπική γνώση και δεν ήταν λογικό να αναμενόταν να τα γνωρίζει.

 

Ο Μ.Κ.2 ομοίως μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη. Ο εν λόγω μάρτυρας κατά τη μαρτυρία του αναφέρθηκε κατά βάση στις ενέργειες στις οποίες καθηκόντως προέβηκε κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας που υπέβαλε η Μ.Κ.1 και ουδέποτε του υποβλήθηκε ότι όσα ισχυρίστηκε δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κρίνω πως οι ισχυρισμοί του δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέτασή του και τους αποδέχομαι ως ειλικρινείς, βάσιμους και ανταποκρινόμενους στην αλήθεια.

 

Ομοίως καλή εντύπωση ως μάρτυρας μου έκανε και η Μ.Κ.3 της οποίας αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία της προήλθε από όσα είχε υπόψη της από τον φάκελο της αγωγής τον οποίο κατείχε κατά την άσκηση των καθηκόντων της, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή της και συνακόλουθα την αποδέχομαι ως βάσιμη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.

 

Σχετικά με τις καταθέσεις των κατηγορουμένων το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο των γραπτών τους καταθέσεων οι οποίες βρίσκονται ενώπιόν του. Θεμελιακή επί του θέματος είναι η υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, στην οποία υιοθετηθήκαν οι αρχές της αγγλικής υπόθεσης Findlay Duncan 73 Cnm. App R. 359. Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Λέχθηκε επίσης πως μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης, το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Στην εν λόγω υπόθεση εξηγήθηκε επίσης ότι το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Λοΐζος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255, έγινε αναφορά στην Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) (πιο πάνω) και επίσης αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: «Ο λόγος της Κωνσταντίνου περιορίζεται στην αποδεικτική αξία κατάθεσης του κατηγορουμένου στις αστυνομικές αρχές, στην οποία, περιέχεται ομολογία του εγκλήματος. Σε συμφωνία με την αγγλική απόφαση Dunkan 73 Cr. App. Rep. 359 το Εφετείο διαπίστωσε ότι το σύνολο της κατάθεσης συνιστά μαρτυρία και όχι μόνο το μέρος το οποίο περιορίζεται στην ομολογία».

 

Ως προανέφερα ο κατηγορούμενος ως είναι δικαίωμά του επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής. Έχω υπόψη μου το περιεχόμενο της κατάθεσής του τεκμήριο 4. Κρίνω πως δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε αξία στον ισχυρισμό του ότι λίγες ημέρες πριν το επίδικο συμβάν οι δικηγόροι του είχαν στείλει στην Μ.Κ.1 επιστολή με την οποία της ζητούσαν τα λεφτά που εκείνη όφειλε στον ίδιο και στην εταιρεία του επειδή ο εν λόγω ισχυρισμός δεν  τέθηκε στη Μ.Κ.1 κατά την αντεξέτασή της για να της δοθεί η δυνατότητα να τον σχολιάσει. Περαιτέρω ο εν λόγω ισχυρισμός του δεν υποβλήθηκε ούτε στη βάσανο της αντεξέτασης για να κριθεί η βασιμότητά του. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω ισχυρισμοί του δεν βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία.

 

Ομοίως και για τους ίδιους ως άνω λόγους κρίνω ότι δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα ούτε στον ισχυρισμό του ότι από τη στιγμή που γνώριζε για την ύπαρξη του επίδικου διατάγματος δεν θα διακινδύνευε να προσεγγίσει την Μ.Κ.1. Τέλος ο ισχυρισμός του ότι είναι γνώστης του επίδικου διατάγματος κρίνω πως ναι μεν είναι εις βάρος των συμφερόντων του και δεν είναι λογικό να τον αποδεχόταν εάν δεν ήταν αληθής, κρίνω όμως ότι δεν μπορεί να είναι επιβοηθητικός για το επίδικο θέμα της επίδοσης.

 

Έχοντας υπόψη μου την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω καθώς επίσης και τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με την παρούσα υπόθεση: η Μ.Κ.1 ήταν παντρεμένη με τον γιο του κατηγορούμενου. ….

 

Ο κατηγορούμενος στις 27.7.2020 και περί ώρα 17:55 στον δρόμο κοντά στο κοιμητήριο του Αγ. Γεωργίου στη Λάρνακα ευρισκόμενος στο αυτοκίνητό του προσέγγισε τη Μ.Κ.1, σταμάτησε δίπλα της και αφού κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου του της είπε «την πούτσισες ρα πουτάνα» και «τόσο καιρό σε παρακολουθώ έπρεπε να σε σκοτώσω από τότε που είχα την ευκαιρία». Στη συνέχεια απομακρύνθηκε από κοντά της και σε 1 λεπτό την πλησίασε και σταμάτησε εκ νέου το αυτοκίνητό του δίπλα της και της είπε «είσαι μια πουτανίτσα να πάεις να γαμηθείς με όποιον θέλεις». Η Μ.Κ.1 συνέχισε να περπατά χωρίς να του πει οτιδήποτε και τότε ο κατηγορούμενος έφυγε από το μέρος. Ξεκίνησε να πάει προς το σπίτι της και ο κατηγορούμενος πέρασε ακόμα 2 φορές από κοντά της χωρίς όμως να τις πει οτιδήποτε άλλο.

 

Στις 27.7.2020 ο Μ.Κ.2 ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων της Α.Δ.Ε. Λάρνακας μεταξύ των ωρών 19:40 – 21:00 έλαβε κατάθεση από τη Μ.Κ.1. Στις 20.8.2020 έλαβε κατάθεση από τον κατηγορούμενο και στη συνέχεια τον κατήγγειλε γραπτώς και ο κατηγορούμενος απάντησε «δεν παραδέχομαι».

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και να είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Η 1η κατηγορία εδράζεται στα άρθρα 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000. Το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη έχει ως ακολούθως: «Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Για τη στοιχειοθέτηση αυτού του αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθούν δύο στοιχεία ως ακολούθως: α) ότι υπήρξε επίθεση εναντίον άλλου προσώπου και β) ότι προκλήθηκε στο πρόσωπο αυτό πραγματική σωματική βλάβη από την εν λόγω επίθεση.

 

Στο άρθρο 2 του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «μέλος της οικογένειας» σημαίνει:

 

(α) άντρα και γυναίκα που

(i) έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι, ή

(ii) συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο·

(β) γονείς των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)

(γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)

 

Στο άρθρο 3(1) του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του».

 

Στο άρθρο 3(4) του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές».

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή με μεγάλη αδιαφορία (recklessly) να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο, τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 

Η μεγάλη αδιαφορία στην οποία μπορεί να στοιχειοθετηθεί εναλλακτικά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης στο αδίκημα, έχει περιγραφεί στη νομολογία του κοινοδικαίου ότι καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

 

Πραγματική σωματική βλάβη, περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό (συμπεριλαμβανομένης και υστερικής νευρικής κατάστασης) που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Στην υπόθεση Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56, επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 (βλ. επίσης R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529. 534 και Αστυνομία v. Ιωάννου (1989) 2 Α.Α.Δ. 61). Δεν χρειάζεται το τραύμα να είναι σοβαρό ή μόνιμου χαρακτήρα.

 

Η 2η κατηγορία εδράζεται στο άρθρο 91A του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 το οποίο έχει ως ακολούθως: «Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 41/2021, ημερ. 28.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B369 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Προκύπτει συνεπώς ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή (άσκησης) βίας ή (τέλεσης) παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά προσώπου β) που του προκαλεί τρόμο ή ανησυχία.

 

Το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού (βλ.  Ν. Νετζίηπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13η οποία αφορούσε το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 154 είναι σχετικό:

 

«Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP v. Ramos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence» όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.

  

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.»

 

Σ' ό,τι αφορά την ένοχη διάνοια παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Sweet vParsley [1970] A.C. 132 σελίδα 148:

 

«Ι dealt with this matter at some length in Warner's case [1969] 2 A.C. 256.  On reconsideration I see no reason to alter anything which I there said. But I thing that some amplification is necessary. Our first duty is to consider the words of the Act: if they show a clear intention to create an absolute offence that is an end of the matter. But such cases are very rare. Sometimes the words of the section which creates a particular offence make it clear that mens rea is required in one form or another. Such cases are quite frequent. But in a very large number of cases there is no clear indication either way. In such cases there has for centuries been a presumption that Parliament did not intend to make criminals of persons who were in no way blameworthy in what they did. That means that whenever a section is silent as to mens rea there is a presumption that, in order to give effect to the will of Parliament, we must read in words appropriate to require mens rea."».

 

Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τη νομική πτυχή του θέματος ως τα ανέφερα πιο πάνω διαπιστώνω πως όταν ο κατηγορούμενος στις 27.7.2020 και ώρα 17:55 σταμάτησε το αυτοκίνητό του δίπλα από τη Μ.Κ.1 η οποία περπατούσε σε δημόσιο μέρος και συγκεκριμένα σε δρόμο δίπλα από το κοιμητήριο του Αγ. Γεωργίου στη Λάρνακα και μετά που κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου του της είπε τη φράση «τόσο καιρό σε παρακολουθώ έπρεπε να σε σκοτώσω από τότε που είχα την ευκαιρία» η εκστόμιση της πιο πάνω φράσης αντικειμενικά μπορούσε να προκαλέσει στη Μ.Κ.1 τρόμο ή ανησυχία. Κρίνω πως η ως άνω φράση δεν αποτελούσε κενή απειλή αλλά αντιθέτως στοιχειοθετούσε πρόθεση του κατηγορούμενου να εκφοβίσει τη Μ.Κ.1 αφού αντικειμενικά η εν λόγω φράση μπορούσε να της προκαλέσει τρόμο ή ανησυχία αφού με αυτή ο κατηγορούμενος στην ουσία της είπε πως θα την σκοτώσει όπως κάλλιστα μπορούσε να είχε πράξει τούτο και στο παρελθόν. Συνακόλουθα κρίνω ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της απειλής.

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών 1 και 2 και συνακόλουθα ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε αυτές ενώ αθωώνεται στην 3η κατηγορία.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο