ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 5830/2023

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

HRISOSTOMOS MILENOV STOYANOV

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 26.6.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου μαζί με κ. Δ. Μαντζούρα

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Γιάγκου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟINΗ

Ο κατηγορούμενος κατόπιν παραδοχής του κρίθηκε ένοχος στις 3 κατηγορίες της παρούσας υπόθεσης που αφορούν στα αδικήματα της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ κατά παράβαση των προνοιών του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004 και στο αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των επίδικων κατηγοριών ο κατηγορούμενος στις 11 – 12.11.2020 στα Λειβάδια της Επαρχίας Λάρνακας είχε στην κατοχή του χωρίς άδεια και μετέφερε πυροβόλο όπλο και συγκεκριμένα το ΔΟΚΟ με αριθμό L4913 καθώς επίσης έκλεψε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ] αξίας €2.000, το ως άνω ΔΟΚΟ αξίας €200,00, το χρηματικό ποσό των €120,00 και κλειδιά οχήματος ιδιοκτησίας του Αναστάση Αναστάση από τα Λειβάδια.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έδωσε γραπτώς τη συγκατάθεσή του δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για τη συνοπτική εκδίκαση των αδικημάτων που αφορούν οι κατηγορίες 1 και 2 της παρούσας υπόθεσης.

 

Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ότι στις 12.11.2020 και ώρα 7:45 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης από τον Μ.Κ.1 ότι μεταξύ των ημερομηνιών 11 και 12.11.2020 και των ωρών 16:00 – 06:00 αντίστοιχα κλάπηκε το όχημά του με αριθμούς εγγραφής [ ], το οποίο είχε σταθμευμένο έξω από την οικία του στα Λιβάδια.

 

Το μέρος επισκέφθηκε ο Μ.Κ.13 όπου από εξετάσεις που διενεργήθηκαν και μετά από έλεγχο του ιδιοκτήτη διαπιστώθηκε ότι εντός του οχήματος μέσα σε θήκη βρισκόταν αποσυναρμολογημένο πυροβόλο όπλο, τύπου ΔΟΚΟ, ιδιοκτησίας του Μ.Κ.1. Στις 28.1.2021 το όχημα εντοπίστηκε να οδηγείται από τον κατηγορούμενο στην περιοχή Λακατάμιας και αφού τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση, ανακόπηκε και από έρευνα που έγινε διαφάνηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο οδηγός του. Μεταξύ των ωρών 19:32 έως 19:55 στην παρουσία του κατηγορούμενου ο Μ.Κ.2 ερεύνησε το εν λόγω όχημα και κατά την έρευνα εντοπίστηκε στο πάτωμα του συνοδηγού το πυροβόλο όπλο ΔΟΚΟ. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων και προέβηκε σε θεληματική κατάθεση. Επίσης έκανε υποδείξεις σκηνών από όπου έκλεψε το όχημα και πού το οδήγησε. Όταν κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε «παραδέχομαι τα όλα».

 

Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες. Η 1η καταδίκη αφορά στην υπόθεση με αρ. 416/2021 του Ε.Δ. Λευκωσίας. Στην εν λόγω υπόθεση που αφορά αδικήματα κλοπής και παράνομης κατοχής περιουσίας που διαπράχθηκαν στις 11.1.2021 στις 31.5.2021 του επιβλήθηκε μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Στην εν λόγω υπόθεση λήφθηκαν υπόψη ακόμη 2 υποθέσεις, η 14895/2020 Ε.Δ. Λεμεσού η οποία αφορούσε το αδίκημα της κλεπταποδοχής και η 1060/2021 επίσης του Ε.Δ. Λεμεσού που αφορούσε το αδίκημα της κλοπής.

 

Η 2η καταδίκη αφορά στην υπόθεση 22495/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες διάρρηξης, κλοπής και κλεπταποδοχής και στις 16.2.2023 του επιβλήθηκε μέγιστη ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών για αδικήματα που διέπραξε στις 28.11.2020. Σε αυτήν την υπόθεση λήφθηκαν υπόψη η υπόθεση 15143/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού που αφορούσε αδικήματα κλοπής, η 19456/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού που αφορούσε το αδίκημα της κλοπής και τέλος η υπόθεση 2546/2021 του Ε.Δ. Λεμεσού, η οποία επίσης αφορούσε το αδίκημα της κλοπής. Στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε ποινή στην ως άνω υπόθεση στις 16.2.2023.

 

Η 3η καταδίκη του κατηγορούμενου αφορά στην υπόθεση 6889/2023 του Ε.Δ. Λευκωσίας όπου στις 8.6.2023 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 1 μηνός για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου το οποίο διαπράχθηκε στις 28.1.2021. Ο κατηγορούμενος σήμερα είναι κατάδικος στη βάση της ποινής φυλάκισης 2 ½ ετών που του επιβλήθηκε στην ως άνω υπόθεση 22495/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού.

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε ότι οι προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου είναι παραδεχτές και εξέφρασε επίσης την απολογία του τελευταίου. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για τον κατηγορούμενο και αναφέρθηκε στις δύσκολες οικογενειακές και προσωπικές του συνθήκες. Σύμφωνα με όσα περιέχονται στην ως άνω έκθεση ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 29 ετών και κατάγεται από τη Βουλγαρία. Βρίσκεται στην Κύπρο από την ηλικία των 9. Από την ηλικία των 13 ετών κάνει χρήση ουσιών αλλά από τις 16.2.2023 που βρίσκεται στη φυλακή είναι «καθαρός». Έχει ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα στις Κεντρικές Φυλακές και βρίσκεται σε ειδική πτέρυγα στην οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

 

Ανέφερε επίσης ότι η απολογία του κατηγορούμενου προκύπτει τόσο από την παραδοχή του όσο και από τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές. Ανέφερε πως αυτό που ζητά ο κατηγορούμενος είναι τη μέγιστη δυνατή επιείκεια και την ευκαιρία να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο καθότι τα επίδικα αδικήματα τα διέπραξε σε ένα χρονικό διάστημα στη ζωή του κατά το οποίο ήταν ουσιοεξαρτημένος. 

 

Το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έχει καθήκον του να λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Επιπλέον, σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών κάθε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Το άρθρο 51(1) του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004 προνοεί ότι «Πρόσωπο, το οποίο αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του, παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι, εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ποινή σε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα δύο χιλιάδες επτακόσια δέκα πέντε ευρώ (€42,715) ή και στις δύο αυτές ποινές και οποιαδήποτε όπλα σχετικά με τα οποία διαπράχθηκε αδίκημα κατάσχονται και δημεύονται ή καταστρέφονται με τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού». Από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή προκύπτει πως τα αδικήματα των κατηγορών 1 και 2 είναι πάρα πολύ σοβαρά.

 

Για το αδίκημα της κλοπής το άρθρο 262 του Κεφ. 154 προνοεί ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ειδικότερα πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα επειδή προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128).

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή καθώς επίσης την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου και το γεγονός ότι το κλαπέν αυτοκίνητο μαζί με το ΔΟΚΟ τελικά επιστράφηκαν στον ιδιοκτήτη τους. Αυτό βεβαίως δεν έγινε με την πρωτοβουλία του κατηγορούμενου αλλά λόγω του γεγονότος ότι εντοπίστηκε από την Αστυνομία. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι το πυροβόλο όπλο κατηγορίας ΔΟΚΟ που παράνομα κατείχε και μετέφερε χωρίς άδεια ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο αυτοκίνητο το οποίο αυτός είχε κλέψει και δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή σε άλλη παράνομη ενέργεια.   

 

Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι τα επίδικα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν σε χρόνο προγενέστερο από τα αδικήματα των 3 ως άνω υποθέσεων οι οποίες αναφέρθηκαν ως προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου κρίνω ότι αυτός πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόσωπο με λευκό ποινικό μητρώο.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη προβλεπόμενη κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων από επιρρεπείς συμπολίτες μας δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

 

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που λαμβάνω υπόψη μου για σκοπούς μετριασμού της ποινής την παραδοχή του κατηγορούμενου, το λευκό του ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν πριν από περίπου 3 ½ χρόνια κρίνω εντούτοις ότι τα πιο πάνω δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών στις κατάλληλες περιπτώσεις. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις οποίες και επιβάλλω είναι οι ακόλουθες:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών

·      Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε. Κρίνω πως υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης όπως τις ανέφερα πιο πάνω τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης θα εξουδετέρωνε σημαντικά την απαξία συμπεριφορών όπως αυτή του κατηγορούμενου. Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της σοβαρότητάς των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον μου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Ως αναφέρθηκε πιο πάνω ο κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών που του επιβλήθηκε στις 16.2.2023 στην υπόθεση 22495/2022 από το Ε.Δ. Λεμεσού. Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορίζει ότι: «Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

 Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι ισχύει η γενική αρχή της διαδοχικότητας της ποινής. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 απόκλιση από την ως άνω αρχή δικαιολογείται από την αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle).    

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας ανωτέρω λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να ισχύσει ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 για επιβολή διαδοχικών ποινών ή κατά πόσο η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί κατ’ απόκλιση από τον ως άνω κανόνα.

 

Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει και ο χρόνος διάπραξής τους (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331). Εν προκειμένω, ένα από τα αδικήματα της παρούσας ποινικής υπόθεσης (κλοπή – 3η κατηγορία) και τα αδικήματα της υπόθεσης 22459/2022 Ε.Δ. Λεμεσού αφορούν μεν στο ίδιο είδος αξιόποινης συμπεριφοράς εκ μέρους του κατηγορούμενου αλλά όμως στρέφονται εναντίον διαφορετικών προσώπων. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, R v. Jamienson & Jamienson [2008] EWCA Crim 2761, Sentencing Council, Offences Taken into Consideration and Totality, Definitive Guideline, 2012).

 

Οπόταν το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει αφορά το κατά πόσο η συνολική ποινή που προκύπτει τελικά για τον κατηγορούμενο σε περίπτωση που η ποινή που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση διαταχθεί να εκτιθεί διαδοχικά με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 22459/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού θα είναι δίκαιη και ανάλογη με τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου, «just and proportionate», κατά την ορολογία του Sentencing Council.

 

Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).

 

Έχοντας υπόψη μου ότι η παρούσα υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε στις 20.6.2023 αναγράφει ως διεύθυνση του κατηγορούμενου τις Κεντρικές Φυλακές και ως εκ τούτου θα μπορούσε να του είχε επιδοθεί σύντομα μετά την καταχώρισή της και να είχε ληφθεί υπόψη στην υπόθεση 9998/2021 του Ε.Δ. Λάρνακας όταν το παρόν Δικαστήριο στις 27.9.2023 επέβαλε ποινή στον κατηγορούμενο καθώς επίσης ότι σε περίπτωση που επιβληθεί διαδοχική ποινή στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος θα υπόκειται στην ουσία σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών κρίνω πως τέτοια ποινή θα είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα αδικήματα που αυτός διέπραξε. Κρίνω πως το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατ’ απόκλιση από την γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 και να διατάξει όπως η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 22495/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού την οποία σήμερα εκτίει.

 

Συνακόλουθα οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση να συντρέχουν με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 22495/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο