ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 7990/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

ILIAS TARASOV

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 21.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή

Κατηγορούμενος: Αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει 2 κατηγορίες για τις οποίες δήλωσε μη παραδοχή. Οι κατηγορίες είναι οι ακόλουθες:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και Νόμος 166/87.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος στις 2/3/2020 στη Λεωφ. Γ. Κρανιδιώτη στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας επιτέθηκε κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή του Αστ.3555 Μ. Μιχαήλ της Τροχαίας Λάρνακας.

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Άρνηση παροχής στοιχείων προσώπου που του ζητήθηκε από μέλος της Αστυνομίας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 28(1)(2)(3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Αρ. 73(1)/04.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, ενώ του ζητήθηκε από τον Αστ. 3555 Μ. Μιχαήλ της Τροχαίας Λάρνακας να του παρουσιάσει την άδεια οδηγού ή άλλο νόμιμο έγγραφο αυτός δεν συμμορφώθηκε και αρνήθηκε να δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του στο ως άνω μέλος της Αστυνομίας.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη της υπόθεσής της κάλεσε 2 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Λοχ. 381 Λ. Κυριάκου ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασής του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην ΑΔΕ Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στην Τροχαία Λάρνακας. Στις 2.3.2020 και περί ώρα 18:20 ενώ βρισκόταν στα κτίρια της Τροχαίας αντιλήφθηκε από το παράθυρο τον Αστ. 3555 και τον Αστ. 86 να συζητούν με ένα νεαρό ο οποίος βρισκόταν δίπλα από ένα αυτοκίνητο εντός του χώρου του πρατηρίου καυσίμων που βρίσκεται απέναντι από την Τροχαία. Ρώτησε τι συμβαίνει και του απάντησαν ότι τον είδε ο Αστ. 3555 που κρατούσε το κινητό και προς τη μεριά των κτιρίων της Τροχαίας και έβγαζε φωτογραφίες ή τραβούσε βίντεο και τους είπε να τον ελέγξουν. Πήγε εκεί και ο νεαρός δεν έδινε τα στοιχεία του, δεν άνοιγε το αυτοκίνητό του για να ερευνηθεί ούτε δεχόταν να ερευνηθεί ο ίδιος και είχε πέσει στην άσφαλτο και φώναζε ότι οι αστυνομικοί τον αγγίξανε και προκαλούσε ανησυχία. Τον πληροφόρησε ότι είναι υπό σύλληψη για το αδίκημα της ανησυχίας και αφού του τοποθέτησε χειροπέδες του εξήγησε τα δικαιώματά του και αυτός απάντησε ότι φωτογράφιζε τα αυτοκίνητα που έβγαιναν από τον δρόμο δίπλα από την Τροχαία και δεν έδειχναν με τον δείκτη τους. Του έκανε σωματική έρευνα και συγκατατέθηκε να ερευνηθεί και το όχημά του εντός του οποίου είχε κινητό τηλέφωνο και την άδεια οδήγησής του από την οποία διαπίστωσε ότι είναι ο ELIAS TARASOV ARC [ ]. Στη συνέχεια ο συλληφθείς μεταφέρθηκε στο Τμήμα Τροχαίας όπου υποβλήθηκε σε αλκοτέστ και ναρκοτέστ με αρνητικά αποτελέσματα. Αφού πληροφορήθηκε ότι θα καταγγελθεί για το αδίκημα της ανησυχίας και του επιστήθηκε η προσοχή του στον νόμο απάντησε «εξεκίνησα να πάω στον Βερεσιέ». Στη συνέχεια του είπε σε αυτόν ότι είναι ελεύθερος αλλά εκείνος ήθελε να πάει σε γιατρό και έτσι έδωσε οδηγίες στους Αστ. 4309 και 3694 και τον μετέφεραν στις Α’ Βοήθειες του νοσοκομείου Λάρνακας. 

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον κατηγορούμενο ο Μ.Κ.1 ρωτήθηκε ποιο ήταν το αδίκημα που αυτός διέπραξε όταν βρισκόταν απέναντι στο βενζινάδικο μέσα στο αυτοκίνητό του και απάντησε ότι το αδίκημα για το οποίο συνελήφθηκε ήταν αυτό της ανησυχίας το οποίο προκλήθηκε όταν έπεσε στην άσφαλτο και φώναζε.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Αστ. 3555 Μ. Μιχαήλ ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 2.3.2020 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 2 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην ΑΔΕ Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στην Τροχαία Λάρνακας. Στις 2.3.2020 και ώρα 18:10 βρισκόταν εντός του τμήματος Τροχαίας Λάρνακας και πρόσεξε πως στο απέναντι πρατήριο καυσίμων είχε σταθμεύσει ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός του κρατούσε κινητό τηλέφωνο το οποίο ήταν γυρισμένο προς τα κτίρια της Τροχαίας. Μαζί με τον Αστ. 86 εξήλθε από την Τροχαία και κατευθύνθηκε προς το εν λόγω αυτοκίνητο. Το άτομο που κρατούσε το τηλέφωνο εξήλθε από τη θέση του οδηγού και ξεκίνησε να απομακρύνεται. Του φώναξε να σταματήσει και τον εν λόγω πρόσωπο πράγματι σταμάτησε. Τον ρώτησε ποιος είναι και του ζήτησε ταυτότητα αλλά εκείνος αρνείτο να του πει τα στοιχεία του. Το εν λόγω πρόσωπο προσπάθησε να σηκώσει το δεξί του χέρι και αμέσως του το έπιασε αφού υπέθεσε ότι θα του επιτιθόταν. Μόλις κατάλαβε ότι δεν θα το έκανε του άφησε το χέρι. Του ζήτησε ξανά τα στοιχεία του αλλά το εν λόγω πρόσωπο δεν του απαντούσε σε καμιά ερώτηση. Του ζήτησε να ανοίξει το όχημά του για έλεγχο αλλά αυτός αρνήθηκε και προχώρησε και κάθισε σε ένα παγκάκι στην είσοδο του πρατηρίου. Στο μέρος έφθασαν και άλλα μέλη της Τροχαίας και ο Λοχ. 381 ζήτησε από το εν λόγω πρόσωπο να του δώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και να σηκωθεί πάνω για να τον ερευνήσει αλλά αυτός έπεσε στο έδαφος και έλεγε ότι δεν είναι καλά, χωρίς να έχει οποιαδήποτε συμπτώματα και φώναζε «οι αστυνομικοί με αγγίζουν» και προκαλούσε ανησυχία. Τότε ο Λοχ. 381 τον πληροφόρησε ότι είναι υπό σύλληψη για το αδίκημα της ανησυχίας. Αφού του τοποθέτησαν χειροπέδες συγκατατέθηκε να ερευνηθεί το όχημά του και ανέφερε πως τα στοιχεία του είναι μέσα σε αυτό. Όταν το όχημά του ερευνήθηκε στην παρουσία του διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον Ηλία Ταρασόβ, ARC: [ ], ημερ. γενν. [ ].1990. Ακολούθως ο Ταρασόβ και το όχημά του μεταφέρθηκαν στην Τροχαία όπου του δόθηκαν τα δικαιώματα συλληφθέντα και υποβλήθηκε σε έλεγχο αλκοτέστ και ναρκοτέστ με αρνητικά αποτελέσματα. Τον πληροφόρησε ότι θα καταγγελθεί για το αδίκημα της ανησυχίας και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο απάντησε «εξεκίνησα να πάω στον Βερεσιέ». Ακολούθως ενημέρωσε το Τμήμα Μικροπαραβάσεων για τα περαιτέρω.       

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι κατά το επίδικο περιστατικό φορούσε την αστυνομική του στολή και είχε μεταβεί στο πρατήριο καυσίμων που βρίσκεται απέναντι από το τμήμα Τροχαίας Λάρνακας όπου είδε τον κατηγορούμενο να κάθεται στη θέση του οδηγού ενός οχήματος. Αρνήθηκε υποβολή ότι οι αστυνομικοί πέταξαν τον κατηγορούμενο έξω από το όχημά του και ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος έπεσε μόνος του στο έδαφος και ξεκίνησε να φωνάζει.  

 

Στη συνέχεια όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Κατά την κυρίως εξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι την επίδικη ημέρα είχε πρόβλημα με τον θώρακά του και επειδή δεν είχε δυνάμεις για να ετοιμάσει κάτι για να φάει μετέβηκε σε ταχυφαγείο και αγόρασε κάτι έτοιμο. Στη συνέχεια φεύγοντας από το εν λόγω ταχυφαγείο μετέβηκε σε ένα κοντινό πρατήριο καυσίμων και σταμάτησε εκεί για να γευματίσει. Όταν γευμάτισε βγήκε από το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς τον κάδο απορριμμάτων για να πετάξει τα σκουπίδια και ένιωσε ότι κάποιος τον άρπαξε πολύ έντονα από τον ώμο φωνάζοντάς του «ρε, τι κάμνεις δαμέ;». Γύρισε πίσω και τον ρώτησε «γιατί με τραβάτε» και το εν λόγω πρόσωπο του είπε «πρόσεχε, θα πω ότι με έσπρωξες». Το εν λόγω πρόσωπο το οποίο φορούσε μια μπλε μπλούζα η οποία δεν είχε σήμα της αστυνομίας του είπε «δώσε μου τα χαρτιά σου, να δούμε ποιος είσαι, άνοιξε το αυτοκίνητο». Τον ρώτησε ποιον νόμο επικαλείται και του ζητά αυτά και εκείνος του όρμησε και τον έριξε κάτω από το παγκάκι στο οποίο καθόταν και του πέρασε χειροπέδες. Στη συνέχεια τον τραβούσαν σαν να είναι εγκληματίας και τον πέρασαν από τον πολυσύχναστο δρόμο με κίνδυνο να τους κτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο και τον μετέφεραν στον σταθμό όπου του ζήτησαν να τους δώσει δείγμα για αλκοτέστ και ναρκοτέστ. Παρόλο που δέχθηκε να δώσει δείγμα του έλαβαν δείγμα σάλιου και του έκαναν μόνο ναρκοτέστ.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε ο Μ.Κ.2 του φώναξε και του ζήτησε να σταματήσει αλλά ότι τον άρπαξε από τον ώμο και του είπε «ρε τι κάμνεις δαμέ». Ισχυρίστηκε επίσης πως όταν του ζήτησαν να ανοίξει το αυτοκίνητο αυτός τους ρώτησε σύμφωνα με ποιον νόμο του ζητούν να κάνει τούτο. Όταν ρωτήθηκε τι απάντησε όταν τον ρώτησαν ποιος είναι ανέφερε πως δεν ήθελε καθόλου να τους μιλήσει και ήθελε να τηρήσει σιωπή. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο τα εν λόγω πρόσωπα φορούσαν αστυνομική στολή απάντησε ότι οι αστυνομικοί πρέπει να εφοδιαστούν με κάμερες οι οποίες να είναι μονίμως πάνω τους για να καταγράφονται όλα όσα συμβαίνουν. Απάντησε επίσης ότι πρέπει να βιντεογραφείται και η λήψη κατάθεσης από κάποιο πρόσωπο για να μπορεί το Δικαστήριο να έχει μια εικόνα του προσώπου που δίνει κατάθεση. Όταν του υποβλήθηκε ότι σήκωσε το δεξί του χέρι απάντησε πως θα ήταν ορθότερο αντί να του υποβάλλονται τέτοιες θέσεις να παρουσιάζονταν οι κάμερες ασφαλείας από το πρατήριο καυσίμων για να έβλεπε το Δικαστήριο τι έγινε. Όταν του υποβλήθηκε πως μόνος του έπεσε στο έδαφος και φώναζε προκαλώντας ανησυχία ανέφερε επί λέξη «μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε, δεν προσκομίσατε κανένα βίντεο ντοκουμέντο». Τέλος ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε του δόθηκαν τα δικαιώματά του και ανέφερε πως οι αστυνομικοί πρέπει να έχουν κάμερες πάνω τους για να φέγγει η αλήθεια και όσοι από αυτούς μεγάλωσαν και βαριούνται να υπηρετούν να φύγουν για να έρθει η νεολαία η οποία θέλει να υπηρετεί τον κόσμο.         

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι με την αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κατηγορούμενου ο οποίος κάλεσε το Δικαστήριο να τον αθωώσει.

 

Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ο Μ.Κ.1 μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη αφού δεν κλονίστηκε κατά τη μακρά αντεξέτασή του. Έχοντας υπόψη μου αφενός πως στη γραπτή κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν περιέχεται ισχυρισμός ότι είδε τον κατηγορούμενο να επιτίθεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον Αστ. 3555 Μ. Μιχαήλ και αφετέρου πως όταν ο κατηγορούμενος κατά την αντεξέτασή του τον ρώτησε αν γνωρίζει τι έκανε στον ίδιο ο κ. Μιχαήλ, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνώριζε για το περιστατικό, κρίνω ότι η μαρτυρία του επί του ως άνω επίδικου θέματος που αφορά η 1η κατηγορία δεν μπορεί να είναι επιβοηθητική για το Δικαστήριο αφού αυτός δεν είχε ιδία γνώση για το τι διαδραματίστηκε.

 

Ο Μ.Κ.2 επίσης μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του είχε λογική και συνοχή, δεν κλονίστηκε κατά τη μακρά αντεξέτασή του και την αποδέχομαι ως ειλικρινή. Αναφορικά με το κρίσιμο για την 1η κατηγορία θέμα του κατά πόσο ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε, έχοντας υπόψη μου τον ισχυρισμό του ως άνω μάρτυρα που περιλαμβάνεται στη γραπτή του κατάθεση ότι «αυτός (δηλαδή ο κατηγορούμενος) προσπάθησε να σηκώσει το δεξί του χέρι και αμέσως του το έπιασα αφού υπέθεσα ότι θα μου επιτιθόταν. Μόλις κατάλαβα ότι δεν θα το έκανε του άφησα το χέρι» τον οποίο επανέλαβε και σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την κυρίως εξέτασή του όπου απάντησε λέγοντας «ενώ στεκόμουν απέναντι σήκωσε το δεξί του χέρι και αμέσως έπιασά του το» κρίνω πως από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε επιτέθηκε στον εν λόγω μάρτυρα.

Ο κατηγορούμενος δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας αφού πολλοί από τους ισχυρισμούς του ήταν άσχετοι με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης και όσα ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή του δεν είχαν υποβληθεί στους μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέτασή τους.   

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Το άρθρο 244(β) του Ποινικού Κώδικα προνοεί τα ακόλουθα:

«244. Όποιος

(α) …

(β) επιτίθεται ή αντιστέκεται ή εσκεμμένα παρεμποδίζει όργανο τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του ή άλλο που παρέχει συνδρομή σε τέτοιο όργανο τήρησης της τάξης ή

(γ) …

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων».

 

Από τον πιο πάνω ορισμό προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του ως άνω αδικήματος είναι τα ακόλουθα: (α) επίθεση ή αντίσταση ή εσκεμμένη παρεμπόδιση, (β) αστυνομικού (γ) κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του ή όταν αυτός παρέχει συνδρομή σε άλλο όργανο τήρησης της τάξης.

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή με μεγάλη αδιαφορία (recklessly) να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο, τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 

Η μεγάλη αδιαφορία στην οποία μπορεί να στοιχειοθετηθεί εναλλακτικά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης στο αδίκημα, έχει περιγραφεί στη νομολογία του κοινοδικαίου ότι καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

Το άρθρο 28 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«28(1) Οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας

(α) δύναται να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου και ιδιαίτερα όταν

(i) το βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή

(ii) εύλογα υποψιάζεται ότι αυτό προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο ή

(iii) το βλέπει να έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο για το οποίο απαιτείται άδεια βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου την οποία και δύναται να απαιτήσει να του παρουσιάσει, ή

(β) δύναται να ανακόπτει και ερευνά οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου.

(2) Πρόσωπο που παραλείπει να παρουσιάσει άδεια που ζητείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, εκτός αν δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του και διαφορετικά ικανοποιήσει το μέλος της Αστυνομίας ότι θα ανταποκριθεί δεόντως σε οποιαδήποτε κλήση ή άλλη διαδικασία η οποία δυνατό να εγερθεί εναντίον του.

(3) Πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας, που τον καλεί να σταματήσει οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ή το οποίο παρεμποδίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του που ασκείται βάσει των διατάξεων του εδαφίου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας δύναται να συλλάβει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο χωρίς ένταλμα και δύναται να φροντίσει όπως οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο που βρέθηκε από αυτόν ότι χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου μεταφερθεί στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό ή σε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέρος και να κρατηθεί εκεί, μέχρις ότου αφεθεί ελεύθερο από τον υπεύθυνο του αστυνομικού αυτού σταθμού:

Νοείται ότι καμιά τέτοια σύλληψη δεν ενεργείται, αν το πρόσωπο αυτό δώσει το όνομα και διεύθυνσή του και ικανοποιήσει το μέλος αυτό της Αστυνομίας, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού». (Η υπογράμμιση τέθηκε από το Δικαστήριο).

 

Το άρθρο 88 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ορίζει ότι « … καμιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί (α) Ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ (€854) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος, (β) … ».

 

Από τον φάκελο της υπόθεσης φαίνεται πως το κατηγορητήριο στην παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε στις 26.11.2020 και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των επίδικων κατηγοριών κρίσιμος χρόνος είναι η ημερομηνία 2.3.2020. Από τα πιο πάνω προκύπτει πως όταν καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο στην παρούσα υπόθεση το αδίκημα της 2ης κατηγορίας, που εδράζεται στο άρθρο 28 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 για το οποίο προνοείται ποινή φυλάκισης 1 μηνός ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και οι δύο αυτές ποινές, είχε ήδη παραγραφεί, αφού το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε μετά την πάροδο 6 μηνών από την κατ’ ισχυρισμό ημέρα διάπραξης του επίδικου αδικήματος. Συνεπώς λόγω της παραγραφής του αδικήματος της 2ης κατηγορίας η οποία επήλθε με την εκπρόθεσμη καταχώρηση του κατηγορητηρίου ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται στη 2η κατηγορία.

 

Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου πως για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω έκρινα πως δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το επίδικο περιστατικό σήκωσε το δεξί του χέρι με σκοπό να κτυπήσει τον Μ.Κ.2 κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το συστατικό στοιχείο της επίθεσης του αδικήματος της 1ης κατηγορίας και συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί στην εν λόγω κατηγορία.

 

Λόγω των πιο πάνω ο κατηγορούμενος αθωώνεται στην 1η και απαλλάσσεται στη 2η κατηγορία.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο