ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 4772/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

και

Α.Β.

                                                                                 Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 29.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Χρίστου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει τις οποίες παραθέτω πιο κάτω αυτούσιες:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Παρενόχληση και σεξουαλική παρενόχληση, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 7, 8, 9, 10, 12 και 30(1) του περί της Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002 υπ’ αριθμό 205(1)/2002 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 191(1)/2004, 40(1)/2006, 176(1)/2007 και 39(1)/2009.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 14/01/2019 – 12/2/2019 συμπεριλαμβανομένων στο εργοστάσιο με την ονομασία ΦΕΡΕΤΟΠΟΙΙΑ ΠΕΙΖΑΤΕ ΛΤΔ στην Αραδίππου της Επαρχίας Λάρνακας σαν εργοδότης της Γ.Δ. από τη Ρουμανία σε ώρες εργασίας την παρενοχλούσε σεξουαλικά με τις φράσεις να τη γλείψεις από κάτω μέχρι πάνω, να τελειώσει τρεις φορές και μετά να την γαμήσει, baby, αγάπη και της επέδειξε στο ηλεκτρονικό υπολογιστή του γυναίκα που έδειχνε το στήθος της.

                                                                          

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και Νόμος 166/87.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε κατά της Γ.Δ. από τη Ρουμανία ήτοι της έπιασε το χέρι με σκοπό να το βάλει στα γεννητικά του όργανα.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών κάλεσε 3 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Αστ. 4925 Χ. Νικολαΐδου η οποία κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 5.3.2019 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 1 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένη στον Αστ. Σταθμό Αραδίππου. Στις 5.3.2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Α.Β. αφού προηγουμένως τον πληροφόρησε για την υπό διερεύνηση υπόθεση και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο.

 

Σε ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή της κατέθεσε ως τεκμήριο 2 την κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 5.3.2019 και ως τεκμήριο 3 αντίγραφο της επιστολής του Τμήματος Εργασίας ημερ. 14.6.2019.

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.1 όταν της υποβλήθηκε ότι είναι η ανακρίτρια της υπόθεσης και ως εκ τούτου γνωρίζει τον ανακριτικό φάκελο ισχυρίστηκε ότι έχει γνώση μόνο των ενεργειών στις οποίες προέβηκε η ίδια μέχρι ενός χρονικού σημείου επειδή στη συνέχεια μετατέθηκε και ανέλαβε άλλος συνάδελφός της την υπόθεση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε μεταβεί στον επίδικο χώρο ενός εργοστασίου αλλά δεν θυμόταν κατά πόσο εντός και εκτός του εν λόγω εργοστασίου υπήρχαν εγκατεστημένες κάμερες. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν θυμόταν ούτε κατά πόσο στον χώρο του γραφείου υπήρχε οθόνη στην οποία να απεικονίζονταν οι κάμερες του εργοστασίου. Ισχυρίστηκε πως σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι εκεί υπήρχε εγκατεστημένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης θα λάμβανε το υλικό του και παραδέχθηκε ότι δεν έλεγξε τον υπολογιστή που υπήρχε στο γραφείο ούτε αναζήτησε τη φωτογραφία με τη γυναίκα που έδειχνε το στήθος της την οποία η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι της υπέδειξε ο κατηγορούμενος. Όταν τέλος της υποβλήθηκε ότι έλαβε κατάθεση και από κάποιον Αντώνη Πιτσιάλη ισχυρίστηκε ότι αυτή λήφθηκε από τον συνάδελφό της Λοχ. 795.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε η Γ.Δ. η οποία ως μέρος της κυρίως εξέτασής της υιοθέτησε τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 13.2.2019 στα ρουμάνικα η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 5 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: κατάγεται από τη Ρουμανία και βρίσκεται στην Κύπρο από το 2005. Έκτοτε εργάστηκε σε διάφορες δουλειές σε ξενοδοχείο, εστιατόριο, τυπογραφείο και μίνι μάρκετ. Από τον Αύγουστο του 2012 σταμάτησε να εργάζεται επειδή είχε μείνει έγκυος. Στις 11.1.2019 της τηλεφώνησαν από το Γραφείο Εργασίας και της είπαν ότι υπάρχει μια δουλειά στο εργοστάσιο «Πεϊζατέ». Είδε τη δουλειά και μίλησε με τον μάστρο τον Α.Β. Δέχθηκε να ξεκινήσει να εργάζεται από τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου από η ώρα 07:30 έως τις 16:30. Εργάστηκε στο εν λόγω εργοστάσιο από τις 14.1.2019 έως τις 12.2.2019. Μαζί της εργάζονταν ακόμα 5 υπάλληλοι.  

 

Από τη 2η ημέρα που ξεκίνησε να εργάζεται εκεί ο Α.Β. στην παρουσία όλων των υπαλλήλων της είπε ότι θέλει να τη γλύψει από πάνω μέχρι κάτω ώσπου να τελειώσει 3 φορές και μετά να τη γαμήσει. Αυτό το άκουσαν όλοι οι υπάλληλοι και ένας από αυτούς ο Κώστας της είπε ότι αυτά είναι τα αστεία και το λεξιλόγιό του. Το πιο πάνω περιστατικό έγινε στις 16.1.2019. Σχεδόν καθημερινά ο κατηγορούμενος της έβγαζε τη γλώσσα του σαν να ήθελε να τη γλείψει και ταυτόχρονα έβαζε το χέρι του στα γεννητικά του όργανα. Κάποιες φορές ήταν παρόντες και οι άλλοι υπάλληλοι και η κόρη του η Δώρα ενώ κάποιες άλλες φορές ήταν μόνοι τους. Όταν ο μάστρος απευθυνόταν σε αυτή δεν τη φώναζε με το όνομά της αλλά την αποκαλούσε «baby» ή «αγάπη μου».

 

Τις τελευταίες ημέρες ο Α.Β. τη φώναξε 2 φορές στο γραφείο του όταν οι υπόλοιποι είχαν σχολάσει και της έδειξε στον υπολογιστή του γυναίκα που έδειχνε το στήθος της και τη ρώτησε εάν της αρέσει αυτή η δουλειά. Στη συνέχεια την ίδια ημέρα όταν τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της τη ρώτησε εάν ήθελε να έχει σχέση με άντρες για 2 με 3 ώρες την ημέρα και αυτή του απάντησε ότι δέχεται να βρεθεί με κάποιον μόνο εάν είναι κάτι σοβαρό.

 

Τη Δευτέρα όταν τελείωσε από την εργασία της και καθάριζε τα ρούχα της με τον κομπρεσόρο ο Α.Β. ήρθε από πίσω της και έπιασε τον κομπρεσόρο για να τη βοηθήσει και έπιασε το αριστερό της χέρι για να το βάλει στο πέος του. Αυτή κατάλαβε τι θα έκανε και τράβηξε το χέρι της. Την ίδια ημέρα όπως τη μετέφερε στο σπίτι της με το αυτοκίνητο της είπε πως είπε στην κόρη του Μαρία ότι θέλει να τη γαμήσει και ότι η κόρη του τού απάντησε «κάμε ό,τι θέλεις μπαμπά». Όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο της είπε να του τηλεφωνήσει τα μεσάνυκτα. Αργά τη νύκτα αυτή τηλεφώνησε στην Αστυνομία στον τηλεφωνικό αριθμό 112 και μίλησε με κάποιον αστυνομικό ο οποίος της είπε να το καταγγείλει και στο Γραφείο Εργασίας.

 

Την Τρίτη πήγε κανονικά στη δουλειά της και η ώρα τρεισήμισι περίπου είπε στην κόρη του κατηγορούμενου Δώρα ότι τηλεφώνησε στο Γραφείο Εργασίας και τους είπε για τη συμπεριφορά του εργοδότη της και πώς της μιλά. Η ώρα 4 ο Α.Β. ήρθε στον πάγκο της και της είπε να φύγει. Όταν τον ρώτησε εάν θα ξανάρθει αύριο αυτός της απάντησε αρνητικά. Κατατέθηκε επίσης ως τεκμήριο 6 η πιστή μετάφραση του τεκμήριο 5 στα ελληνικά.

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.2 συμφώνησε με υποβολή ότι αισθανόταν άσχημα με όσα ο κατηγορούμενος της έλεγε και με αυτό που ισχυρίστηκε ότι της έκανε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι παρόλο που δεν επιθυμούσε αυτό που γινόταν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται στον κατηγορούμενο αλλά εκείνος την απέλυσε και διαφώνησε με υποβολή πως απολύθηκε επειδή δημιουργούσε προβλήματα στην επιχείρηση του κατηγορούμενου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι στις 12.2.2019 είχε πάει κανονικά στην εργασία της και πως όταν πληροφορήθηκε ότι είχε απολυθεί ρώτησε κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται εκεί. Στη συνέχεια αρνήθηκε υποβολή πως ουδέποτε ο κατηγορούμενος της έδειξε μια φωτογραφία γυναίκας με γυμνό στήθος στην οθόνη του υπολογιστή του και πως ουδέποτε της έπιασε το χέρι για να το τοποθετήσει στο πέος του. Όταν της υποβλήθηκε πως σε περίπτωση που πράγματι είχαν συμβεί όσα καταλογίζει στον κατηγορούμενο θα σταματούσε από την εργασία της ισχυρίστηκε πως δεν μπορούσε να το πράξει επειδή είχε ανάγκη για λεφτά.

 

Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο στο εργοστάσιο υπήρχαν κάμερες ισχυρίστηκε ότι αυτές είχαν τοποθετηθεί 2 ημέρες πριν την απόλυσή της αλλά δεν λειτουργούσαν. Τέλος όταν της υποβλήθηκε πως κατήγγειλε τον κατηγορούμενο στην Αστυνομία στις 13.2.2019 επειδή την προηγούμενη ημέρα εκείνος την είχε απολύσει λόγω της άσχημης συμπεριφοράς της ισχυρίστηκε ότι την απέλυσε επειδή τηλεφώνησε τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και τον κατήγγειλε.

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Αντώνης Πιτσιάλης ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασής του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 11.10.2019 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 7 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: κατά τον μήνα Ιανουάριο ή Φεβρουάριο άρχισε να εργάζεται στο εργοστάσιο του Α.Β. μαζί με τη Γ.Δ. από τη Ρουμανία και την Μπέβερλυ από την Αγγλία. Εργάστηκε εκεί για 3 ημέρες και μετά αποχώρησε για λόγος υγείας. Την 1η ημέρα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος άκουσε τον Α.Β. που είπε στη Γ.Δ. να τη χαρτώσει με τον Βούλγαρο που ήταν επίσης υπάλληλος στο εργοστάσιο. Την 3η ημέρα της είπε επίσης κατά τη διάρκεια του διαλείμματος «έλα να σε γαμήσω» ή «εν να σε γαμήσω». Μόλις το άκουσε αυτό ξαφνιάστηκε ενώ η Γ.Δ. δεν απάντησε στον κατηγορούμενο οτιδήποτε και συνεχίστηκε η κουβέντα χωρίς να λεχθεί οτιδήποτε και όταν τελείωσε το διάλειμμα επέστρεψε πίσω στην εργασία του.

 

Ο Μ.Κ.3 κατά την αντεξέτασή του όταν ρωτήθηκε τι σημαίνει η φράση «χωρίς να λεχθεί» που αναφέρει στην κατάθεσή του εξήγησε ότι σημαίνει πως κανένας δεν ρώτησε τον κατηγορούμενο «γιατί είπε έτσι». Ισχυρίστηκε επίσης ότι την κατάθεσή του την έγραψε ο αστυνομικός και παρόλο που ο ίδιος του είχε πει ότι ο κατηγορούμενος περηφανευόταν πως «εγύρισε τον κόσμο και εν να γαμήσει και την ίδια» εκείνος παρέλειψε να καταγράψει την εν λόγω φράση. Όταν τέλος του υποβλήθηκε ότι εκδικητικά προς τον κατηγορούμενο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο επειδή ο τελευταίος του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του όταν εργαζόταν στο εργοστάσιο αρνήθηκε την εν λόγω υποβολή. Ομοίως έπραξε και όταν του υποβλήθηκε πως είχε συνεννοηθεί με την παραπονούμενη για την κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου.  

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Κατά την κυρίως εξέτασή του ο κατηγορούμενος υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 5.3.2019 η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο 2 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: στις 17.1.2019 εργοδότησαν στο εργοστάσιο τη Γ.Δ. μέσω του Γραφείου Εργασίας αρχικά σε δοκιμαστική βάση και επειδή ήταν πολύ καλή στην εργασία της στη συνέχεια την κράτησαν. Κατά τη διάρκεια της εργασίας της αυτή δεν δημιούργησε πρόβλημα εκτός από το ότι κατηγορούσε τον πατέρα του παιδιού της και άλλα πρόσωπα με τα οποία είχε πρόβλημα. Σε μια περίπτωση αυτή μιλούσε με αισχρόλογα και ο ίδιος της είπε πως δεν ήθελε να κάμει οτιδήποτε μαζί της «γιατί μετά θα γαμήσω την δουλειά μου» όπως επί λέξει αναγράφεται. Ουδέποτε της μίλησε με σεξουαλικά λόγια ή υπονοούμενα.

 

Τη Δευτέρα 11.2.2019 η ώρα 16:30 που θα σχόλαγαν οι υπόλοιποι υπάλληλοι είδε τη Γ.Δ. να κρατά 1 πιστολάκι του αέρα και να προσπαθεί να καθαριστεί από τη σκόνη. Χωρίς να της πει οτιδήποτε εκείνη του ζήτησε να της φυσήξει με τον αέρα για να καθαρίσει. Έπιασε το πιστολάκι και την καθάρισε στο πίσω μέρος του κορμιού της για κάποια δευτερόλεπτα χωρίς να την αγγίξει οπουδήποτε στο σώμα της.

 

Στις 12.2.2019 ήρθε κανονικά στη δουλειά της και κάποια στιγμή είπε στην κόρη του όταν ο ίδιος απουσίαζε ότι ενώ την καθάριζε με το πιστολάκι του αέρα την προηγούμενη μέρα έπιασε το χέρι της και το έβαλε στα γεννητικά του όργανα. Όταν επέστρεψε στο εργοστάσιο η κόρη του τού ανέφερε όσα η Γ.Δ. της είχε πει προηγουμένως. Αμέσως κάλεσαν όλους τους υπαλλήλους και τους ανέφερε για το περιστατικό αυτό καθώς και για κάποιο άλλο κατά το οποίο εκείνη ισχυρίστηκε πως κάποιος άλλος υπάλληλος την είχε σπρώξει και τους ζήτησε να πουν εάν οποιοσδήποτε γνώριζε κάτι σχετικό. Αυτοί απάντησαν αρνητικά και τότε αυτή νευρίασε και πήρε τα πράγματά της να φύγει. Καθώς έφευγε της είπε ότι δεν θα ξαναεργαστεί εκεί εξαιτίας των ψεμάτων που τους έλεγε και αυτή του είπε με απειλητικό ύφος «θα τα πούμε στα Δικαστήρια». Την ίδια ημέρα έμαθε από το Γραφείο Μικροπαραβάσεων ότι έκαμε καταγγελία στην Αστυνομία. Την αμέσως επόμενη ημέρα πήγαν στο Γραφείο Εργασίας και διευθέτησαν την απόλυσή της.

 

Στην κατάθεσή του επισύναψε τα γραπτά μηνύματα που του έστειλε η παραπονούμενη στο κινητό του τηλέφωνο από τις 14 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου καθώς και το έντυπο στο οποίο φαίνεται το χρονικό διάστημα που αυτή εργάστηκε στο εργοστάσιο. Πιστεύει ότι η καταγγελία έγινε εκδικητικά για την απόλυσή της λόγω των ψεμάτων που τους έλεγε συνέχεια.

 

Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το εργοστάσιο έχει έκταση 486 τ.μ. που αποτελείται από 1 γραφείο και το υπόλοιπο είναι ενιαίος χώρος. Ισχυρίστηκε επίσης ότι στο εργοστάσιο υπήρχαν εγκατεστημένες 4 κάμερες που κατέγραφαν ό,τι συνέβαινε ανά πάσα στιγμή. Στη συνέχεια όταν του ζητήθηκε να δει το τεκμήριο 1 προς αναγνώριση ανέφερε ότι σε αυτό απεικονίζεται η μεγάλη οθόνη που υπάρχει στο γραφείο στην οποία παρουσιάζεται η καταγραφή όλων των καμερών που υπάρχουν στο εργοστάσιο. Στη συνέχεια το εν λόγω έγγραφο σημειώθηκε ως τεκμήριο 8.

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι η παραπονούμενη κατά την εργοδότησή της είχε ένα σύστημα να παρενοχλεί τους υπαλλήλους για το οποίο της έκαναν επανειλημμένα παρατήρηση. Μετά από πολλές παρατηρήσεις αναγκάστηκαν να την απολύσουν.      

 

Κατά την αντεξέταση του κατηγορούμενου του υποβλήθηκε διαδοχικά ότι κατά τη περίοδο που αναγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας παρενόχλησε σεξουαλικά τη Μ.Κ.2, ότι της επιτέθηκε άσεμνα και ότι όσα πρόβαλε στο Δικαστήριο αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις ως άνω υποβολές.

 

Δηλώθηκε τέλος ως παραδεκτό μεταξύ των διαδίκων γεγονός ότι κατά τον επίδικο χρόνο στο εργοστάσιο υπήρχαν κάμερες και λειτουργούσαν κανονικά.

                

Ακολούθως όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο.

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου από την άλλη παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις και εισηγήσεις του και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Εισηγήθηκε επίσης ότι λόγω της πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από τη Μ.Κ.1 η οποία παρέλειψε να λάβει υλικό από τις κάμερες ασφαλείας και τον υπολογιστή του κατηγορούμενου, παρόλο που αυτός είχε επιστήσει την προσοχή των αρχών τόσο στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης όσο και στη διαθεσιμότητα του υπολογιστή του, επηρεάστηκαν ουσιωδώς τα δικαιώματα του κατηγορούμενου θέτοντάς τον σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής «αφού τον εξανάγκασε να βρίσκεται απέναντι σε 3 ΜΚ με προφορικές τοποθετήσεις, χωρίς να δύναται να τις τεκμηριώσει με συμπαγές μαρτυρικό υλικό που θα μπορούσε να ελεχθεί, εάν δεν επιδεικνύετο η πλημμελής και αδιάφορη στάση της Μ.Κ.1».  

 

Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο.

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ξεκινώντας την αξιολόγηση των μαρτύρων από τη Μ.Κ.1 κρίνω ότι η εν λόγω μάρτυρας ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τους ισχυρισμούς της. Η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της και την αποδέχομαι ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία της αφορά τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που της ανατέθηκε μέχρι του χρονικού σημείου που λόγω μετάθεσής της ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης άλλος συνάδελφός της. Η μαρτυρία της περιορίστηκε στην επίσκεψή της στο επίδικο εργοστάσιο και στη λήψη καταθέσεων από τη Μ.Κ.2 και τον κατηγορούμενο.   

 

Η Μ.Κ.2 μου έκανε εξαιρετική εντύπωση ως μάρτυρας και κρίνω ότι η μαρτυρία της η οποία είχε λογική και συνοχή δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της και αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για να στηριχθεί σε αυτή το Δικαστήριο. Η εν λόγω μάρτυρας περιέγραψε με ειλικρίνεια όσα ο κατηγορούμενος της έλεγε και τη συμπεριφορά που επεδείκνυε απέναντί της.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της για το περιστατικό που έγινε με το πιστολάκι του αέρα στις 11.2.2019 δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο που της έριχνε αέρα ευρισκόμενος πίσω της τής άρπαξε το αριστερό της χέρι για να το τοποθετήσει στο πέος του, έχοντας υπόψη μου ότι και ο κατηγορούμενος στην κατάθεσή του παραδέχεται ότι πράγματι βρισκόταν από πίσω της και της φύσηξε αέρα, κρίνω ότι αυτή η παραδοχή του κατηγορούμενου επιβεβαιώνει τον ως άνω ισχυρισμό της παραπονούμενης.

 

Κρίνω επίσης πως το γεγονός ότι η Μ.Κ.2 στις 12.2.2019 ημέρα Τρίτη μετέβηκε στην εργασία της δεν υποδηλώνει ότι δεν συνέβηκε το περιστατικό της προηγούμενης ημέρας όταν ο κατηγορούμενος ευρισκόμενος από πίσω της πήρε το αριστερό της χέρι για να το βάλει στο πέος του. Η παρουσία της στον χώρο εργασίας της εκείνη την ημέρα δικαιολογείται από την οικονομική ανάγκη που είχε ως αυτή προκύπτει από τον ισχυρισμό της ότι ήταν άνεργη από τον Αύγουστο του 2012 όταν είχε μείνει έγκυος μέχρι που προσλήφθηκε για εργασία στο επίδικο εργοστάσιο, ισχυρισμός ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή της.  

 

Δεν μου διαφεύγει ότι η παραπονούμενη κατά την αντεξέτασή της σε μια ερώτηση που της τέθηκε έδειξε εκνευρισμό και σε μια άλλη ερώτηση μίλησε ειρωνικά προς τον δικηγόρο του κατηγορούμενου λέγοντάς του ότι λέει όσα λέει επειδή ο κατηγορούμενος είναι ο πελάτης του  κρίνω όμως ότι τα πιο πάνω δεν φανερώνουν διάθεσή της να πει ψέματα ούτε κλόνισαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον ευθύ, σαφή και ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο περιέγραψε όλα όσα έλαβαν χώρα κατά τους επίδικους χρόνους.     

 

Αναφορικά με τον Μ.Κ.3 κρίνω ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή επειδή στερείται σταθερότητας και συνακόλουθα και πειστικότητας. Ισχυρίστηκε ότι στην κατάθεσή του την οποία έγραψε κάποιος αστυνομικός και του τη διάβασε το εν λόγω πρόσωπο παρέλειψε να καταγράψει όλα όσα του ανέφερε. Περαιτέρω η φράση που ισχυρίστηκε ότι άκουσε τον κατηγορούμενο να λέει στη Μ.Κ.2 διαφέρει ουσιωδώς από όσα καταλογίζονται στον κατηγορούμενο και αναγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας.

 

Ο κατηγορούμενος δεν μου έχει κάνει καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Ο ισχυρισμός του ότι απέλυσε τη Μ.Κ.2 λόγω των ψεμάτων που τους έλεγε έρχεται σε αντίθεση με όσα καταγράφονται στο έντυπο το οποίο επισύναψε στην κατάθεσή του στο οποίο αναγράφεται πως αυτή απολύθηκε επειδή δημιουργούσε προβλήματα στο εργοστάσιο με τα προσωπικά της και επειδή τους αποκαλούσε άτομα του υπόκοσμου λόγω της εργασίας τους που ήταν η κατασκευή φέρετρων. Επίσης στην κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι η Μ.Κ.2 είχε σύστημα να παρενοχλεί τους άλλους υπαλλήλους και για αυτό της έκαναν πολλές παρατηρήσεις και στο τέλος αναγκάστηκαν να την απολύσουν. Κρίνω συνεπώς πως οι ως άνω ισχυρισμοί του δεν πείθουν για τη βασιμότητά τους λόγω των διαφορετικών εκδοχών που προέβαλε και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

 

Κρίνω επίσης ότι σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του κατηγορούμενου κατά την κυρίως εξέτασή του αναλώθηκε σε θέματα άσχετα με τα επίδικα γεγονός το οποίο δεικνύει την κακή ποιότητα της μαρτυρίας του. Αναφέρω ενδεικτικά τον ισχυρισμό του πως κατά την εργοδότηση της Μ.Κ.2 διαπίστωσαν ότι αυτή γνώριζε τον Μ.Κ.3 και κάποιον άλλο υπάλληλο ονόματι Προκόπης Καρεκλάς ή ότι τους έλεγε τι έκαμνε στη γειτονιά της με τον μπακάλη ή κάποιον Ανδρέα. Κρίνω ότι τα πιο πάνω αποδεικνύουν πως η μαρτυρία του ήταν επιτηδευμένη και δεν αφορούσε τα επίδικα θέματα αλλά αντιθέτως στόχευε να στρέψει αλλού την προσοχή του Δικαστηρίου. 

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε, όσα δηλώθηκαν ως κοινώς παραδεκτά γεγονότα μεταξύ των διαδίκων καθώς και όσα προκύπτουν από τη μαρτυρία που αποδέχθηκα ως αξιόπιστη για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα συμπεράσματα αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης: η Μ.Κ.2 στις 14.1.2019 ημέρα Δευτέρα εργοδοτήθηκε στο εργοστάσιο ιδιοκτησίας της κόρης του κατηγορούμενου Δώρας. Στις 16.1.2019 ο κατηγορούμενος στην παρουσία και άλλων 5 υπαλλήλων του εργοστασίου ανέφερε στην κατηγορούμενη πως θέλει να τη γλύψει από πάνω μέχρι κάτω ώσπου να τελειώσει 3 φορές και μετά να τη γαμήσει. Επίσης κατά την εργοδότησή της Μ.Κ.2 αντί να τη φωνάζει με το όνομά της την προσφωνούσε με τις λέξεις «baby» και «αγάπη μου» καθώς επίσης τη φώναξε 2 φορές στο γραφείο του όταν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είχαν σχολάσει και της έδειξε στον υπολογιστή του μια γυναίκα που έδειχνε το στήθος της.

 

Στις 11.2.2019 και ώρα 16:30 όταν η παραπονούμενη θα σχόλαγε και κρατούσε ένα πιστολάκι αέρα για να καθαριστεί ο κατηγορούμενος την πλησίασε από πίσω, έπιασε το πιστολάκι για να τη βοηθήσει να ξεσκονίσει τα ρούχα της και έπιασε επίσης και το αριστερό της χέρι για να το βάλει στο πέος του. Η παραπονούμενη κατάλαβε τι θα έκανε ο κατηγορούμενος και τράβηξε το χέρι της. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η Μ.Κ.2 τηλεφώνησε στο 112 και κατάγγειλε το περιστατικό. Η Μ.Κ.2 στις 12.2.2019 μετέβηκε στην εργασία της και κατά η ώρα τρεισήμισι ανέφερε στην κόρη του κατηγορούμενου Δώρα τι είχε κάνει ο πατέρας της την προηγούμενη ημέρα και ότι η ίδια τηλεφώνησε στο Γραφείο Εργασίας. Η υπηρεσία της Μ.Κ.2 στο εργοστάσιο τερματίστηκε στις 12.2.2019.          

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Έχοντας υπόψη μου τη θέση του κατηγορούμενου ότι η διερεύνηση της υπόθεσης εκ μέρους της Μ.Κ.1 υπήρξε πλημμελής παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη ως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. κρίνω ότι δικαιολογείται να εξεταστεί πρώτα η ως άνω εισήγηση.

 

Το κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη δεν εξετάζεται αφηρημένα (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας (in concreto). Στην υπόθεση, Hossam Taleb Yaacoub ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 72/2012 ημερ. 19 Μαρτίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:D992, λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς».

 

Το δικαίωμα δίκαιης δίκης επεκτείνεται και στο ανακριτικό στάδιο (Ibrahim a.o. v United Kingdom Application No 50541/08, 50571/08, 5057/08 and 40351/09 ημερ. 13.9.2016 [Grand Chamber], παρ. 254, 255). Για να υπάρξει επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω παραλείψεων των ανακριτικών αρχών, οι παραλείψεις θα πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, θέτοντας τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, το δε βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου (Νικολάου ν Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, Ζωδιάτης ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 236/17, ημερ. 9.7.2018, και Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 5/20, ημερ. 30.7.2021). Συμφώνως της απόφασης στην Ibrahim (ανωτέρω) το κατά πόσο υπήρξε επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης, κρίνεται υπό το φως του συνόλου της ποινικής διαδικασίας (βλ. παρ. 191-196), θέση η οποία αντανακλάται και στη δική μας νομολογία.

 

Στην αγγλική απόφαση R v Bolton Justices, ex parte Scally [1991] 2 All ER 619, 635 λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 635 τα οποία κρίνω ότι τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

“First, the offence with which they are concerned is one where the ascertainment of the material facts is entirely dependent on the procedures undertaken by the police, in conjunction with the doctor whom they procure to take the blood test. If those procedures, over which the defendant has no control, are not properly carried out, a defendant who is in fact innocent may appear, on the basis of apparently incontrovertible evidence, to be guilty. Indeed, as the present cases, in which pleas of guilty were tendered, show, the results of the analysis are, quite rightly, ordinarily accepted as conclusive.”

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει πως για να υπάρξει αδικία σε βάρος ενός κατηγορούμενου ή δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του λόγω παράλειψης συλλογής ουσιώδους μαρτυρίας από την Αστυνομία, η οποία ενδεχομένως θα ήταν αθωωτική ή υποστηρικτική για αυτόν, θα πρέπει η διακρίβωση αυτών των ουσιωδών γεγονότων να εξαρτάται αποκλειστικά από τη διερεύνηση και τους χειρισμούς της Αστυνομίας επί των οποίων ο κατηγορούμενος δεν έχει κανένα έλεγχο. Αν η μαρτυρία αυτή, όμως, είναι στη γνώση και στον έλεγχο του κατηγορούμενου, δεν μπορεί αυτός να παραπονείται ότι η Αστυνομία παρέλειψε να τη λάβει και να την παρουσιάσει.  

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος παραπονείται ότι η Μ.Κ.1 δεν έλεγξε το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπήρχε εγκατεστημένο στο επίδικο εργοστάσιο. Σύμφωνα με την κατάθεση του κατηγορούμενου ιδιοκτήτρια της επιχείρησης είναι η κόρη του Θεοδώρα. Διαπιστώνω ότι ο κατηγορούμενος στην κατάθεσή του ημερ. 5.3.2019 προς τη Μ.Κ.1 ουδεμία σχετική αναφορά έκανε ούτε είχε επιστήσει την προσοχή της ούτε στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης ούτε και στη διαθεσιμότητα του υπολογιστή του.  

 

Από το πιο πάνω προκύπτει ότι το εν λόγω υλικό δεν ήταν στον αποκλειστικό έλεγχο της Αστυνομίας αλλά στην κατοχή της κόρης του κατηγορούμενου. Η λήψη του εν λόγω υλικού δεν εξαρτάτο αποκλειστικά από τους χειρισμούς της Αστυνομίας αλλά βρισκόταν υπό τον έλεγχο της κόρης του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να καλούσε την κόρη του να το παρουσιάσει ή ακόμα να το παρουσίαζε ο ίδιος. Παρέλειψε όμως να πράξει είτε το ένα είτε το άλλο και συνεπώς δεν δικαιολογείται να προβάλλει τη θέση ότι υπέστη αδικία λόγω της μη συλλογής του ως άνω υλικού από τη Μ.Κ.1.

 

Λόγω του πιο πάνω κρίνω ότι δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε αδικία στον κατηγορούμενο από τη μη λήψη του ως άνω υλικού. Καταλήγω, λοιπόν, ότι η Μ.Κ.1 δεν παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία ήταν αποκλειστικά στον δικό της έλεγχο και ενδεχομένως να ήταν αθωωτική ή υποστηρικτική για τον κατηγορούμενο.

 

Κρίνω συνακόλουθα πως η ως άνω θέση του πως υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης κατά το ανακριτικό στάδιο και πως εκ τούτου παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη δεν είναι βάσιμη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω.

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων.  

 

Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου 205(I)/2002 ο οποίος αφορά την 1η κατηγορία δίδονται οι κάτωθι ορισμοί:

 

«παρενόχληση» σημαίνει ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά σχετιζόμενη με το φύλο ενός προσώπου, η οποία έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον»

 

«σεξουαλική παρενόχληση» σημαίνει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως, που εκφράζεται λόγω ή έργω και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον, κατά την απασχόληση ή την επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση ή κατά την πρόσβαση σε απασχόληση ή επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση».

 

Το άρθρο 12(1) του Περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου 205(I)/2002 το οποίο αφορά η 1η κατηγορία προνοεί τα ακόλουθα:

 

«12(1) Απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη, οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, είτε μεμονωμένη είτε επαναλαμβανόμενη, η οποία συνιστά παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ή αποτελεί άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση λόγω της, με οποιονδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης, σε σχέση με τα ρυθμιζόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αποκρούει τέτοια πράξη ή συμπεριφορά ή υποκύπτει σ’ αυτήν δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ως βάση για οποιαδήποτε απόφαση που θα θίγει το πρόσωπο αυτό».

 

Το άρθρο 30(1) του ως άνω νόμου 205(Ι)/2002 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Όποιος εκ προθέσεως παραβαίνει κάποια από τις διατάξεις των άρθρων 7 έως 12 και 17 του παρόντος Νόμου, θα είναι ένοχος αδικήματος και θα τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι δέκα χιλιάδες ευρώ (€10,000) ή με φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή και με τις δύο ποινές, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλες διατάξεις.»

 

Το άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα προνοεί πως «Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται εναντίον γυναίκας, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια».

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω καθώς και τα ευρήματα στα οποία κατέληξα μετά την αξιολόγηση της ενώπιόν μου μαρτυρίας κρίνω ότι η φράση που ο κατηγορούμενος εκστόμισε προς τη Μ.Κ.2 στον χώρο εργασίας της ως αυτή περιγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας καθώς επίσης και το γεγονός ότι της έδειξε στον υπολογιστή του γυναίκα η οποία έδειχνε το στήθος της καθώς επίσης και το γεγονός ότι 2 φορές την προσφώνησε με τις λέξεις «baby» και «αγάπη μου» δημιούργησαν ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό και επιθετικό περιβάλλον προς τη Μ.Κ.2 κατά την απασχόληση της και συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση.

 

Κρίνω επίσης ότι η ενέργεια του κατηγορούμενου να πιάσει το χέρι της Μ.Κ.2 για να το τοποθετήσει στο πέος του συνιστά άσεμνη επίθεση εναντίον της.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορούμενου και στις 2 επίδικες κατηγορίες.

 

Συνακόλουθα ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 και 2 τις οποίες αντιμετωπίζει.

(Υπ.) ………………………...

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο/Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο