ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 12494/2023

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 28.5.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή

Για τον Κατηγορούμενο: κα Ε. Λαζαρίδου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟINΗ

Ο κατηγορούμενος κατόπιν παραδοχής του κρίθηκε ένοχος στις 3 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει. Αυτές αφορούν το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) και το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 20.9.2023 και μεταξύ των ωρών 16:00 – 18:00 σε υπό ανέγερση οικοδομή στην οδό Πότη 4 στον Συνοικισμό Τσιακκιλερό στη Λάρνακα έκλεψε διάφορα καλώδια από τους κεντρικούς διακόπτες, 1 πιεστικό νερού και διάφορα κομμάτια αλουμινίων συνολικής αξίας €1.000.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εσκεμμένα και κακόβουλα προκάλεσε ζημιά σε 24 πρόνοιες κλιματιστικών στην υδραυλική εγκατάσταση αφού αφαίρεσε 8 μπρούντζινα μάνιφορ καθώς επίσης και στις πρίζες συνολικής αξίας €8.750.

 

Τέλος σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εισήλθε παράνομα στην πιο πάνω αναφερόμενη υπό ανέγερση οικοδομή με σκοπό να διαπράξει το ποινικό αδίκημα της κλοπής.

 

Η δικηγόρος υπεράσπισης αιτήθηκε και η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής συγκατατέθηκε όπως ληφθούν υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής και οι υποθέσεις 7024/2023 και 13525/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας τις οποίες επίσης αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Στην υπόθεση 7024/2023 περιλαμβάνονται 3 κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης και αντίστασης για ματαίωση νόμιμης σύλληψης και στην υπόθεση 13525/2023 περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κλοπής και κλοπή.    

 

Η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ως γεγονότα στην παρούσα υπόθεση τα ακόλουθα: στις 20.9.2023 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου από οικοδόμο ο οποίος κατασκευάζει πολυκατοικίες στην οδό Πότη στο Τσιακκιλερό ότι εντόπισε εντός περιφραγμένου χώρου του εργοταξίου 1 πρόσωπο να μεταφέρει χάλκινες σωλήνες κλιματιστικών και να τις πετά στην αυλή διπλανής πολυκατοικίας. Αστυφύλακας μετέβηκε στο εργοτάξιο όπου εντόπισε και αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στον περιφραγμένο χώρο του εργοταξίου. Μετά από εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκαν διάφορες ζημιές σε χαλκοσωλήνες, σε κλιματιστικά και στην υδραυλική εγκατάσταση. Οι ζημιές ήταν οι ακόλουθες: κόπηκαν 24 παροχές κλιματιστικών και από την υδραυλική εγκατάσταση αφαιρέθηκαν 8 μπρούτζινα μάνιφορ καθώς και διάφορα καλώδια από κεντρικούς διακόπτες. Η συνολική ζημιά ήταν αξίας €8.750 και κλάπηκαν όλα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας συνολικής αξίας 1000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή αφού εντοπίστηκε στο μέρος. Δεν υπήρξε αποζημίωση για τις ως άνω ζημιές.

 

Ως γεγονότα της υπόθεσης 7024/2023 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 29.6.2023 και ώρα 11:30 αστυφύλακες του Σταθμού Ορόκλινης σταμάτησαν για έλεγχο όχημα το οποίο είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να διαφύγει από τα μέλη της αστυνομίας, έσπρωξε τον Αστυφύλακα 2696 και του επιτέθηκε δαγκώνοντάς τον στον δεξί αντίχειρα. 

 

Ως γεγονότα της υπόθεσης 13525/2023 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 8.11.2022 λήφθηκε πληροφορία στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου ότι πρόσωπα αφαίρεσαν και έκλεψαν θερμοσίφωνα από ταράτσα σε ακατοίκητη κατοικία στο Τσιακκιλερό.  Εντοπίστηκε βίντεο στο οποίο απεικονίζεται ο κατηγορούμενος να διαπράττει το αδίκημα της κλοπής ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας δηλαδή έκλεψε 1 μπόιλερ αξίας €250,00. Ο κατηγορούμενος αναγνωρίστηκε ως ένας εκ των 2 δραστών οι οποίοι διέπραξαν το αδίκημα της κλοπής και παραδέχθηκε ότι συνωμότησε με άλλο πρόσωπο να διαπράξουν το πιο πάνω αδίκημα.

 

Η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες. Στην υπόθεση  1864/2020 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 15.4.2021 του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 μηνών για το αδίκημα της κοινής επίθεσης με βάση τον περί βίας στην οικογένεια νόμο, 5 μηνών για το αδίκημα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη και ποινή φυλάκισης 2 μηνών για το αδίκημα της απειλής.

 

Στην υπόθεση 511/2023 του Ε.Δ. Λάρνακος στις 2.3.2023 του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών σε 5 κατηγορίες.

 

Στην υπόθεσης 2616/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 20.3.2023 του επιβλήθηκε ποινή προστίμου 200 ευρώ για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α.

 

Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος έχει μεταγενέστερες καταδίκες για αυτό και σήμερα είναι κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές. Στις 12.4.2024 του επιβλήθηκε από το Ε.Δ. Αμμοχώστου ποινή φυλάκισης 5 μηνών στην υπόθεση 3592/2023 για αδικήματα κλοπών και διατάχθηκε όπως η εν λόγω ποινή συντρέχει με την ποινή φυλάκισης 12 μηνών που του επέβαλε το Ε.Δ. Λάρνακας στις 21.12.2023 στην υπόθεση 13062/2023 για αδικήματα διάρρηξης κτιρίου και κλοπής. 

 

Η δικηγόρος του κατηγορούμενου όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος απολογείται για τα αδικήματα που έχει διαπράξει. Εισηγήθηκε όπως οποιαδήποτε ποινή του επιβληθεί να συντρέχει με την ποινή φυλάκισης 1 έτους που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας στις 29.12.2023 επειδή τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν την ίδια χρονική περίοδο με τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε στην εν λόγω υπόθεση. Εισηγήθηκε επίσης ότι 2 από τις υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς ποινής στην παρούσα υπόθεση θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη στην ως άνω υπόθεση και πως λόγω τούτου δικαιολογείται να διαταχθεί η ποινή που θα επιβληθεί στην παρούσα να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην ως άνω υπόθεση.

 

Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος από τον Μάρτιο στερείται και το δικαίωμα του να μεταβεί στις ανοικτές φυλακές λόγω του ότι υπήρχαν αυτές οι υποθέσεις σε εκκρεμότητα και ζήτησε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή του όσο και τις συνθήκες που διέπουν τις παρούσες υποθέσεις οι οποίες είναι πανομοιότυπες με τις άλλες και εισηγήθηκε όπως η ποινή που θα επιβληθεί στην παρούσα να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στις 29.12.2023.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής της κατάλληλης ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση έχει καθήκον να λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Επιπλέον, σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Για το αδίκημα της κλοπής το άρθρο 262 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 3 ετών, για το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 2 χρόνων ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, περίπου €2.500, ή και τις δύο αυτές ποινές και τέλος για το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος το άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα προνοεί επίσης ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.  

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή για καθένα από τα επίδικα αδικήματα καθώς επίσης την παραδοχή του κατηγορούμενου η οποία παρόλο που δεν ήταν άμεση δεν παύει από να αποτελεί ένα σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου την αξία της περιουσίας ο κατηγορούμενος έκλεψε και έβλαψε και τη μη αποζημίωση των θυμάτων της έκνομης δράσης του.

 

Στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου:  «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).  Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι άτομο με λευκό ποινικό μητρώο κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων από επιρρεπείς συμπολίτες μας δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που λαμβάνω υπόψη μου για σκοπούς μετριασμού της ποινής την παραδοχή του κατηγορούμενου η οποία ως προανέφερα δεν ήταν άμεση κρίνω εντούτοις ότι αυτή δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών στις κατάλληλες περιπτώσεις. Η παραδοχή του μπορεί να επηρεάσει το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω επιβάλλω στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών

·      Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς επίσης το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες οι οποίες αποδεικνύουν ότι δεν σέβεται τη νομιμότητα αλλά αντιθέτως έχει ροπή προς την παρανομία και περαιτέρω ότι στην παρούσα λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής ακόμα 2 υποθέσεις οι οποίες και αυτές επιβεβαιώνουν τη ροπή του προς την παρανομία δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω πως υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης όπως τις ανέφερα πιο πάνω τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης θα εξουδετέρωνε σημαντικά την απαξία συμπεριφορών όπως αυτή του κατηγορούμενου. Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της σοβαρότητάς των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον μου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Ως αναφέρθηκε πιο πάνω ο κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης 12 μηνών που του επιβλήθηκε στις 23.12.2023 στην υπόθεση 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας. Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορίζει ότι: «Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

 Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι ισχύει η γενική αρχή της διαδοχικότητας της ποινής. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 απόκλιση από την ως άνω αρχή δικαιολογείται από την αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle).    

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας ανωτέρω λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να ισχύσει ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 για επιβολή διαδοχικών ποινών ή κατά πόσο η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να ασκηθεί κατ’ απόκλιση από τον ως άνω κανόνα.

 

Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει και ο χρόνος διάπραξής τους (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331). Εν προκειμένω, το αδίκημα της παρούσας ποινικής υπόθεσης και τα αδικήματα της υπόθεσης 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας αφορούν μεν στο ίδιο είδος αξιόποινης συμπεριφοράς εκ μέρους του κατηγορούμενου αλλά στρέφονται όμως εναντίον διαφορετικών προσώπων. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, R v. Jamienson & Jamienson [2008] EWCA Crim 2761, Sentencing Council, Offences Taken into Consideration and Totality, Definitive Guideline, 2012).

 

Οπόταν το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει αφορά το κατά πόσο η συνολική ποινή που προκύπτει τελικά για τον κατηγορούμενο σε περίπτωση που η ποινή που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση διαταχθεί να εκτιθεί διαδοχικά με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 13062/2023 Ε.Δ. Λάρνακας θα είναι δίκαιη και ανάλογη με τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου, «just and proportionate», κατά την ορολογία του Sentencing Council.

 

Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).

 

Έχοντας υπόψη μου ότι η παρούσα υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε στις 3.10.2023 και επιδόθηκε αυθημερόν στον κατηγορούμενο θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη τόσο στην υπόθεση 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας όσο και στην υπόθεση 3592/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου κατά την επιβολή ποινής καθώς επίσης ότι σε περίπτωση που επιβληθεί διαδοχική ποινή στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος θα υπόκειται στην ουσία σε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών κρίνω πως αυτή θα είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς τα αδικήματα που διέπραξε. Κρίνω πως το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής φυλάκισης 2 ετών.  

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατ’ απόκλιση από την γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 και να διατάξει όπως η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας.

 

Συνακόλουθα η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση με ανώτατη αυτή των 12 μηνών να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 13062/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας.

 

Για σκοπούς ποινής στην παρούσα λήφθηκαν υπόψη και οι υποθέσεις 7024/2023 και 13525/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο