ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 7392/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Χρυσόστομου Καρούσιου

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 14.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Γιακουμεττή

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Χ. Σκορδής

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 29.10.2017 στη Λάρνακα εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι πλαστογραφημένη ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής της εταιρείας «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ» για το ποσό των €1.500 κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία) και ότι κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία αποπειράθηκε διά ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολιεύσεως να αποσπάσει από την Άννα Ηλία το χρηματικό ποσό των €1.838,85 παρουσιάζοντας την πλαστογραφημένη ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εν γνώσει του ότι αυτή ήταν πλαστή κατά παράβαση των άρθρων 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία).

 

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις εν λόγω κατηγορίες και η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 5 μάρτυρες.

 

Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Αστ. 4667 Α. Ανδρέου η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή της κατάθεση στην οποία αναγράφονται οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Η μάρτυρας κατέθεσε επίσης τα τεκμήρια 2 έως 13.

 

Κατά τη σύντομη αντεξέτασή της η Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι έλαβε κατάθεση από τον κατηγορούμενο ο οποίος ήταν συνεργάσιμος. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η αναγραφή στην κατάθεσή της ότι η απόδειξη της εταιρείας «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ», τεκμήριο 6, ήταν για το ποσό των €1.150 οφείλεται σε αβλεψία και ότι το ποσό που αναγράφεται στην εν λόγω απόδειξη είναι €1.500.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο κ. Παντελής Θεοφάνους ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 14 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 1.3.2019 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: μεταξύ των ετών 2009 έως 2013 είχε την εταιρεία P.A.M. Alumin Ltd η οποία ασχολείτο με αλουμίνια. Το έτος 2010 είχε πελάτισσα την κα Άννα Ηλία η οποία του ζήτησε να της κατασκευάσει μια αλουμινένια πόρτα. Για την εν λόγω πόρτα εκείνη τον πλήρωσε σε μετρητά το ποσό των €1.150 και αυτός στις 5.11.2010 εξέδωσε και της παρέδωσε το σχετικό τιμολόγιο και την απόδειξη εξόφλησης. Οι αποδείξεις που εξέδιδε η εταιρεία του ήταν πάντα στο χέρι με διπλότυπο και ποτέ στον υπολογιστή.

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του αναγνώρισε ότι το τεκμήριο 3 είναι το τιμολόγιο και η απόδειξη που παρέδωσε στην κα Άννα Ηλία. Όταν του επιδείχθηκε το τεκμήριο 8 απάντησε ότι ουδέποτε εξέδωσε την εν λόγω απόδειξη και ισχυρίστηκε επίσης ότι η εταιρεία του δεν εξέδιδε τέτοιες αποδείξεις.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.2 όταν του ζητήθηκε να εξετάσει το τεκμήριο 8 και να πει κατά πόσο η υπογραφή που φαίνεται σε αυτό είναι δική του ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή στο εν λόγω τεκμήριο δεν είναι δική του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι για την κατασκευή της πόρτας πληρώθηκε από την κα Άννα Ηλία και όχι από τον κατηγορούμενο.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο κ. Γιάννης Κουής ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 15 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 19.2.2019 στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι επιμετρητής και είναι εγγεγραμμένος στους καταλόγους πραγματογνωμόνων του Ε.Τ.Ε.Κ. Στα πλαίσια της αγωγής 872/2012 μεταξύ της Άννας Ηλία και του Χρυσόστομου Καρούσιου επιλέγηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. ως πραγματογνώμονας. Στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας οι προαναφερθέντες του παρέδωσαν διάφορα έγγραφα. Στην έκθεση που ετοίμασε αποδέχθηκε ότι η κα Άννα Ηλία πλήρωσε τον αλουμινά. Αναφορικά με την απόδειξη του Περατικού ο ίδιος αξιολόγησε τα υλικά και τα εργατικά για την τοποθέτηση της μόνωσης στο ποσό των €286,00 πλέον Φ.Π.Α. ενώ στο τιμολόγιο για τα υλικά μόνο αναγράφεται το ποσό των €601,45 πλέον Φ.Π.Α.

 

Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασής του όταν του επιδείχθηκαν τα τεκμήρια 3 και 8 ισχυρίστηκε ότι αυτά τα είχε ενώπιόν του στα πλαίσια της διαδικασίας που διορίστηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. Τα εν λόγω τεκμήρια αφορούσαν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την κατασκευή της αλουμινένιας πόρτας και τελικά αποφάσισε στα πλαίσια της ως άνω οικονομικής διαφοράς να αποδεχθεί το τεκμήριο 3 το οποίο φαινόταν πιο πειστικό.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.3 ισχυρίστηκε ότι δεν εξέτασε το νομικό πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ της Ηλία και του Καρούσιου και περιορίστηκε μόνο στην οικονομική πτυχή του θέματος. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η υπόθεση του ανατέθηκε τον Αύγουστο του 2017 και ότι τα μέρη του παρέδωσαν τις αποδείξεις τους τον Οκτώβριο του 2017.

 

Προτού παρουσιαστεί ο επόμενος μάρτυρας οι δικηγόροι των διαδίκων δήλωσαν ότι η παραλαβή και διακίνηση όλων των τεκμηρίων έγινε νομότυπα. Επίσης κατατέθηκε ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της και σημειώθηκε ως τεκμήριο 16 η Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του Λοχ. 837 Γ. Χρυσάνθου ημερ. 16.4.2020. Σε αυτή αναγράφεται ότι ανέλαβε να εξετάσει την αμφισβητούμενη υπογραφή που αφορά την απόδειξη πληρωμής «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ» (τεκμήριο 8) και να τη συγκρίνει με τα δείγματα γραφής και υπογραφής που αποδίδονται στους Χρυσόστομο Καρούσιου και Παντελή Θεοφάνους. Διαπίστωσε ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή στην απόδειξη πληρωμής είναι περιορισμένης έκτασης γραφική παράσταση χωρίς ιδιαίτερη τεχνική στον τρόπο σχηματισμού της η οποία σχηματίζεται με 2 γραφικές κινήσεις. Η έλλειψη έκτασης και τεχνικής στην αμφισβητούμενη υπογραφή κάνει επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπέγραψε. Κατέληξε στην «ΥΠΟΨΙΑ», όπως καταγράφει επί λέξει στην Έκθεσή του, ότι αυτή είναι δυνατόν να έγινε από τον Παντελή Θεοφάνους καθώς επίσης στο συμπέρασμα ότι ο Χρυσόστομος Καρούσιος δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτή.

 

              

Ως Μ.Κ.4 παρουσιάστηκε ο κ. Μάριος Μαρκίδης του οποίου, ως δηλώθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων, δεν αμφισβητούνται ούτε τα προσόντα του ούτε η εμπειρογνωμοσύνη του. Ο εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι εργάζεται ως γραφολόγος από το 1990 και διετέλεσε υπεύθυνος του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας καθώς επίσης και διευθυντής της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Κατέθεσε ως τεκμήριο 17 την έκθεση ημερ. 28.4.2018 την οποία ετοίμασε. Σε αυτή αναγράφεται ότι του ανατέθηκε η γραφολογική διερεύνηση της γνησιότητας της υπογραφής που φαίνεται σε φωτοαντίγραφο απόδειξης της εταιρείας «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ» ημερ. 4.11.2010 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή που παρουσιάζεται σε αυτό δεν είναι γνήσια υπογραφή του Παντελή Θεοφάνους.

 

Κατά τη σύντομη αντεξέτασή του ο  Μ.Κ.4 ισχυρίστηκε ότι από το 2013 εργάζεται ως ιδιώτης γραφολόγος και ότι τον διόρισε η παραπονούμενη Άννα Ηλία. Ισχυρίστηκε ότι η εξέτασή του διενεργήθηκε μόνο στη βάση φωτοτυπιών. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα γενικά γραφολογικά γνωρίσματα όπως το σημείο έναρξης και κατάληξης της κάθε ανεξάρτητης γραφικής κίνησης, η σχέση και η αναλογία μεταξύ των γραφικών κινήσεων ή η σχέση και αναλογία μιας υπογραφής με οριζόντια νοητή ή υπαρκτή γραμμή είναι γραφολογικά στοιχεία τα οποία δεν αλλοιώνονται με τη φωτοτύπιση σε βαθμό που να μην είναι αναγνωρίσιμα.

 

Στην επίδικη περίπτωση βασίστηκε στα εν λόγω γενικά γραφολογικά γνωρίσματα και δεδομένου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που ήταν αναγκαίες για σκοπούς εξέτασης ενός φωτοαντιγράφου προχώρησε στη γραφολογική σύγκριση της συγκεκριμένης αμφισβητούμενης υπογραφής στη βάση των γενικών γραφολογικών γνωρισμάτων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι αξιολογώντας τα 16 δείγματα υπογραφής του Παντελή Θεοφάνους τα οποία καλύπτουν μια χρονική περίοδο 8 ετών και συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους αυτά παρουσιάζουν συνέπεια στη γενική τους μορφή και εικόνα και στην τεχνική σχηματισμού τους, στοιχεία τα οποία διαφοροποιούνται στην αμφισβητούμενη υπογραφή, και για αυτό είναι βέβαιος ότι η υπογραφή δεν ανήκει στον Παντελή Θεοφάνους.             

 

Ως Μ.Κ.5 παρουσιάστηκε η κα Άννα Ηλία η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της κατέθεσε τις γραπτές της καταθέσεις ημερ. 17.12.2018 και 9.2.2019 ως τεκμήρια 18 και 19 αντίστοιχα. Στο τεκμήριο 18 αναγράφεται ότι περί το έτος 2010 ανέθεσε στον κατηγορούμενο κάποιες εργασίες επιδιόρθωσης στην οικία της. Τελικά υπήρξε οικονομική διαφορά μεταξύ τους η οποία οδηγήθηκε στα Δικαστήρια. Διορίστηκε εμπειρογνώμονας από το Ε.Τ.Ε.Κ. ο οποίος κατά την εξέταση της υπόθεσης που του ανατέθηκε έλαβε στοιχεία και από τις 2 πλευρές. Στα έγγραφα που του παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο περιέχονταν μια απόδειξη της εταιρείας «Peratikos» και μια απόδειξη από τον Παντελή Θεοφάνους για την κατασκευή μιας αλουμινένιας πόρτας για το ποσό των €1.500 την οποία όμως πόρτα είχε η ίδια πληρώσει €1.150 και έλαβε σχετική απόδειξη. Στο τεκμήριο 19 αναγράφονται τα έγγραφα τα οποία παρέδωσε στην αστυνομία τα οποία είναι σχετικά με την αγωγή 872/2012.

 

Σε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής της αναγνώρισε ότι το τεκμήριο 3 είναι το τιμολόγιο και η απόδειξη που της έδωσε ο Παντελής Θεοφάνους. Τα τεκμήρια 7 και 8 είναι αυτά τα οποία εντόπισε στον φάκελο του Ε.Τ.Ε.Κ.   

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.5 ισχυρίστηκε ότι πλήρωσε η ίδια με μετρητά τον Παντελή Θεοφάνους για την κατασκευή της αλουμινένιας πόρτας και εκείνος της έδωσε τα έγγραφα του τεκμήριου 3.      

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και του εξήγησε τα δικαιώματά του ο κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.

 

Ο κατηγορούμενος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε την ανακριτική του κατάθεση ημερ. 13.10.2019 η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο 11 στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: περί το 2010 ανέλαβε κάποιες δουλειές στην οικία της κ. Άννας Ηλία από τις οποίες προέκυψε μια οικονομική διαφορά μεταξύ τους η οποία οδηγήθηκε στο Δικαστήριο. Διορίστηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. ο κ. Γιάννης Κουής για να κοστολογήσει τις εργασίες του στον οποίο απέστειλε έγγραφα και αποδείξεις πληρωμής που αφορούσαν την εν λόγω διαφορά. Παρέδωσε στον κ. Κουή μια απόδειξη της εταιρείας «Peratikos» με αξία προϊόντων €688,85 και μια απόδειξη από τον Παντελή Θεοφάνους για κατασκευές αλουμινίου. Ισχυρίστηκε ότι τις εν λόγω αποδείξεις τις έλαβε αντίστοιχα από μια κοπέλα από το γραφείο της ως άνω εταιρείας και από τον ίδιο τον Παντελή Θεοφάνους.

 

Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του ισχυρίστηκε ότι το τεκμήριο 8 του το έδωσε ο Παντελής Θεοφάνους όταν τον πλήρωσε.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος έδωσε την απόδειξη της εταιρείας «Peratikos» καθώς και την απόδειξη του Παντελή Θεοφάνους στον κ. Κουή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ίδιος πλήρωσε τον Παντελή Θεοφάνους για την κατασκευή της πόρτας της Άννας Ηλία.   

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου από την άλλη παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις και εισηγήσεις του και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Σε σχέση με τους μάρτυρες πραγματογνώμονες σημειώνω ότι το πρωταρχικό τους καθήκον είναι να παρουσιάσουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Σαρρής ν. Καλλέγιας κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 958 και Μαλαός Ανδρέας κ.ά ν. Χριστιάνας Χρίστου κ.ά, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αιτιολογήσει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 1η έκδοση, σελ 584. Το δε ζήτημα του ποιος αποτελεί πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Evangelou & another v. Ambizas & another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Η Μ.Κ.1 ως προανέφερα ήταν η εξετάστρια της υπόθεσης η οποία περιέγραψε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η αντεξέτασή της περιορίστηκε σε γενικής φύσεως ερωτήσεις και με αυτή ουδόλως αμφισβητήθηκαν οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η εν λόγω μάρτυρας μου έκανε εξαιρετική εντύπωση και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη.

 

Ο Μ.Κ.2 επίσης μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και αποδέχομαι τη μαρτυρία του. Κρίνω ότι η μαρτυρία του ήταν αντικειμενική και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του και την αποδέχομαι ως ειλικρινή. Δεν είχε κανένα λόγο να θέλει να βοηθήσει οποιοδήποτε με τη μαρτυρία του. Είδε και αναγνώρισε ότι το τεκμήριο 3 είναι το τιμολόγιο και η απόδειξη που ο ίδιος εξέδωσε για μια αλουμινένια πόρτα που κατασκεύασε για την Άννα Ηλία η οποία τον πλήρωσε με μετρητά για την εν λόγω πόρτα. Ανέφερε ότι η εταιρεία του δεν εξέδιδε ηλεκτρονικές αποδείξεις πληρωμής αλλά μόνο με διπλότυπο, ισχυρισμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από το τεκμήριο 3, που είναι μια τέτοια απόδειξη που έχει τυπωμένη την επωνυμία της εταιρείας του. Αποδέχομαι ως ειλικρινή τον ισχυρισμό του ότι το τεκμήριο 8 που είναι ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής δεν εκδόθηκε από την εταιρεία του αφού σε αυτή, πέραν των άλλων, δεν αναγράφεται η επωνυμία της εταιρείας του «P.A.M. Alumin Ltd» αλλά η φράση «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ».

 

Ο Μ.Κ.3 επίσης μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του είχε λογική και συνοχή και την αποδέχομαι ως αξιόπιστη. Η εμπλοκή του με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση περιορίζεται στο ότι η Μ.Κ.5 και ο κατηγορούμενος του απέστειλαν διάφορα έγγραφα στα πλαίσια της εργασίας για την οποία διορίστηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ. Ο ισχυρισμός του ότι ο κατηγορούμενος, μεταξύ των άλλων εγγράφων, του απέστειλε και τα τεκμήρια 7 και 8 επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτός αφού δεν αμφισβητήθηκε.

 

Σε σχέση με τον Μ.Κ.4 κρίνω ότι η μαρτυρία του ήταν εμπεριστατωμένη και την αποδέχομαι ως ειλικρινή. Κρίνω πως από τα στοιχεία τα οποία παρέθεσε στο Δικαστήριο αναφορικά με τα επαγγελματικά του προσόντα, τα οποία ως δηλώθηκε δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο, προκύπτει πως πράγματι είναι μάρτυρας εμπειρογνώμονας. Κρίνω επίσης πως παρέθεσε με επιστημονικό και κατανοητό τρόπο τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε για να διαπιστώσει κατά πόσο η υπογραφή που φέρεται στο τεκμήριο 8 να τέθηκε από τον Μ.Κ.2 και αποδέχομαι ως βάσιμο τον ισχυρισμό του ότι από τις εξετάσεις στις οποίες προέβηκε διαπίστωσε ότι η υπογραφή στο εν λόγω τεκμήριο δεν αποτελεί γνήσια υπογραφή του Μ.Κ.2. Έχοντας υπόψη μου ότι στο τεκμήριο 16 που κατατέθηκε ως παραδεκτό ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του αναγράφεται πως η έλλειψη έκτασης και τεχνικής στην αμφισβητούμενη υπογραφή κάνει επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που την υπέγραψε κρίνω πως η αποδοχή της μαρτυρίας του μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτή.

 

 

Ομοίως καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας μου έκανε και η Μ.Κ.5. Κρίνω πως η μαρτυρία της είχε λογική και συνοχή και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της. Ο ισχυρισμός της ότι η ίδια πλήρωσε στον Παντελή Θεοφάνους το ποσό των €1.150 για την κατασκευή μιας αλουμινένιας πόρτας και ότι η ίδια του κατέβαλε σε μετρητά το εν λόγω ποσό είναι λογικός και επιβεβαιώνεται και από το τεκμήριο 3 το οποίο ο Μ.Κ.2 αναγνώρισε ότι είναι αυτό το οποίο ο ίδιος εξέδωσε και της παρέδωσε. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως ειλικρινή.

 

Τέλος ο κατηγορούμενος δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κρίνω ότι η μαρτυρία του δεν είναι λογική και στερείται πειστικότητας. Κρίνω επίσης ότι η μαρτυρία του ήταν επιτηδευμένη και με αυτή στόχευσε να πείσει για τους αβάσιμους ισχυρισμούς του. Ισχυρίστηκε ότι το τεκμήριο 8 είναι η απόδειξη που του εξέδωσε ο Μ.Κ.2 όταν τον πλήρωσε για την αλουμινένια πόρτα που κατασκεύασε για την Μ.Κ.5. Όμως ο Μ.Κ.2, που φέρεται κατά τον ισχυρισμό του να εξέδωσε το εν λόγω τεκμήριο, και που υπό τις περιστάσεις ήταν ο μόνος που μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τον εν λόγω ισχυρισμό του, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε έπραξε κάτι τέτοιο.

 

Αντιθέτως ο εν λόγω μάρτυρας αναγνώρισε ότι σχετικό είναι το τεκμήριο 3 το οποίο ο ίδιος εξέδωσε και παράδωσε στην Μ.Κ.5 όταν αυτή τον πλήρωσε σε μετρητά το ποσό των €1.150 για την κατασκευή της εν λόγω αλουμινένιας πόρτας. Κρίνω πως ήταν λογικά αναμενόμενο ότι σε περίπτωση που ο ως άνω ισχυρισμός του κατηγορούμενου ήταν αληθής ο Μ.Κ.2 θα επιβεβαίωνε τον εν λόγω ισχυρισμό του, κάτι το οποίο όχι μόνο δεν παρέλειψε να πράξει αλλά αντιθέτως ο εν λόγω μάρτυρας ήταν απόλυτος ότι ουδέποτε έπραξε κάτι τέτοιο.

 

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που δηλώθηκε ως παραδεκτή μεταξύ των διαδίκων, τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καθώς επίσης και όσα προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως την ανέφερα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης: η Μ.Κ.5 περί το έτος 2010 ανέθεσε στον κατηγορούμενο κάποιες εργασίες επιδιόρθωσης στην οικία της. Τελικά υπήρξε οικονομική διαφορά μεταξύ τους η οποία οδηγήθηκε στα Δικαστήρια και ο κατηγορούμενος καταχώρησε την αγωγή 872/2012 του Ε.Δ. Λάρνακας εναντίον της Μ.Κ.5. Στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής ο Μ.Κ.3 που είναι επιμετρητής ποσοτήτων διορίστηκε ως εμπειρογνώμονας από το Ε.Τ.Ε.Κ. Κατά την εξέταση της υπόθεσης που του ανατέθηκε ο Μ.Κ.3 έλαβε στοιχεία και από τις 2 πλευρές. Στα έγγραφα που του παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο περιέχονταν μια απόδειξη της εταιρείας «Peratikos» και μια ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής της «ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ» για το ποσό των €1.500. Την κατασκευή της εν λόγω πόρτας είχε πληρώσει η Μ.Κ.5 με μετρητά ποσού €1.150 και έλαβε σχετική απόδειξη. Όταν η Μ.Κ.5 έλαβε γνώση για την ύπαρξη απόδειξης πληρωμής του ποσού των €1.500 που ο κατηγορούμενος παρέδωσε στον Μ.Κ.3, στις 23.4.2018 ζήτησε από τον Μ.Κ.4 που είναι ιδιώτης γραφολόγος να διενεργήσει γραφολογική έρευνα για να διαπιστώσει τη γνησιότητα της υπογραφής που φαίνεται στην ως άνω απόδειξη και συγκεκριμένα κατά πόσο αυτή είναι γνήσια υπογραφή του Μ.Κ.2. Αυτός στη συνέχεια προέβηκε σε σχετικές εξετάσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω υπογραφή δεν ανήκει στον Μ.Κ.2. Στη συνέχεια η Μ.Κ.5 στις 17.12.2018 κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία. Στις 25.10.2019 ο Λοχ. 837 Γ. Χρυσάνθου της ΥΠ.ΕΓ.Ε. εξέτασε κατά πόσο η υπογραφή στην απόδειξη πληρωμής της «ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ» για το ποσό των €1.500 μπορούσε να συνδεθεί με τον κατηγορούμενο ή τον Παντελή Θεοφάνους. Διαπίστωσε ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή στην απόδειξη πληρωμής είναι περιορισμένης έκτασης γραφική παράσταση χωρίς ιδιαίτερη τεχνική στον τρόπο σχηματισμού της η οποία σχηματίζεται με 2 γραφικές κινήσεις. Διαπίστωσε επίσης ότι η έλλειψη έκτασης και τεχνικής στην αμφισβητούμενη υπογραφή κάνει επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπέγραψε.

       

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος πλαστογραφεί έγγραφο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος το οποίο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά, είναι κακούργημα, αυτός δε υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστατικών της πλαστογραφίας ή της φύσης του πλαστογραφημένου, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή».        

 

Το άρθρο 339 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος».

 

Έχοντας υπόψη μου το λεκτικό των ως άνω άρθρων κρίνω ότι τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου είναι τα ακόλουθα: (α) η θέση σε κυκλοφορία, (β) ενός πλαστού εγγράφου, (γ) εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτό είναι πλαστό και (δ) η θέση του εν λόγω πλαστού εγγράφου σε κυκλοφορία να γίνεται με δόλιο τρόπο.

 

Όσον αφορά το στοιχείο της γνώσης και του δόλου στις υποθέσεις Αδάμου Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301 λέχθηκε ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία αλλά μπορεί να συμπεραίνονται από τα ίδια τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Χρίστος Χριστοδουλίδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 49 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης. Μπορεί να συμπεραίνεται, και κατά κανόνα αναδύεται, μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, 48).

Στην καθοδηγητική επί του θέματος απόφαση Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 λέχθηκαν τα εξής:

«Επειδή βέβαια το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση. Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωσή του».

 

Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματά μου σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση καθώς επίσης και τη νομική πτυχή της υπόθεσης κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι το τεκμήριο 8 ήταν πλαστό αφού αφενός η εταιρεία του Μ.Κ.2 «P.A.M. Alumin Ltd» δεν εξέδιδε ηλεκτρονικές αποδείξεις πληρωμής αλλά χειρόγραφες σε διπλότυπο και αφετέρου επειδή ουδέποτε υπογράφηκε από τον Μ.Κ.2. Το εν λόγω έγγραφο ουδέποτε δόθηκε στον κατηγορούμενο από τον Μ.Κ.2 αλλά αντιθέτως βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου και δόθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο στον Μ.Κ.3 γεγονός το οποίο οδηγεί αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος όταν το παρέδιδε στον Μ.Κ.3, θέτοντάς το δηλαδή με αυτόν τον τρόπο σε κυκλοφορία, γνώριζε ταυτόχρονα πως το εν λόγω έγγραφο ήταν πλαστό. Κρίνω επίσης πως αποδείχθηκε και ότι ο κατηγορούμενος δολίως έθεσε σε κυκλοφορία το ως άνω πλαστό έγγραφο αφού σκοπός του όταν έπραξε τούτο ήταν να εξασφαλίσει το ποσό των €1.500 που αναγράφεται σε αυτό σε βάρος της Μ.Κ.5 με την οποία είχε οικονομικές διαφορές οι οποίες οδήγησαν στην εκ μέρους του καταχώρηση και σχετικής αγωγής εναντίον της στο Ε.Δ. Λάρνακας.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 1ης κατηγορίας και συνακόλουθα ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε αυτή.

 

Αναφορικά με τη 2η κατηγορία σχετικά είναι τα άρθρα 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:

 

«297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.

298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

366. Όποιος προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη, αλλά δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.

Είναι αδιάφορο, εκτός καθόσον αφορά στην ποινή, κατά πόσο ο υπαίτιος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του.

Είναι αδιάφορο ότι, λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατος.».

Το άρθρο 366 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Όποιος προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη, αλλά δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.

Είναι αδιάφορο, εκτός καθόσον αφορά στην ποινή, κατά πόσο ο υπαίτιος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του.

Είναι αδιάφορο ότι, λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατος».

 

Από το λεκτικό των ως άνω άρθρων συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος είναι τα ακόλουθα: 1) η παράσταση γεγονότος με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής, 2) η γνώση του προσώπου το οποίο προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή, 3) η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό την καταδολίευση και 4) ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης το πρόσωπο το οποίο προέβηκε σε αυτή να εξασφάλισε ή να απέκτησε από άλλο πρόσωπο οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

 

Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Δεν είναι απαραίτητο η ψευδής παράσταση να γίνεται με λόγια. Η συμπεριφορά και η πράξη του δράστη χωρίς προφορική ή γραπτή παράσταση είναι αρκετή. Από την άλλη η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε. Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής.

 

Η ερμηνεία του όρου «ψευδής παράσταση» δόθηκε από τον Δικαστή Buckey στην υπόθεση Re London and Globe Finance Corporation Ltd (1903) 1 Ch. 368, 370 και έχει ως εξής:

 

«To induce a man to believe that a thing is true which is false and which the person practicing the deceit knows or believes to be false».

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000, παρά. 5.6, σελ. 328, είναι αρκετό ο κατηγορούμενος με λόγια ή με συμπεριφορά να προκάλεσε στο μυαλό του θύματος μια ψεύτικη προσδοκία. Οι παραστάσεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς αλλά απαιτείται όπως ο κατηγορούμενος όταν προέβαινε σε αυτές να γνώριζε ότι ήταν ψευδείς ή να μην πίστευε στο αληθές τους.

 

Το βάρος απόδειξης των ψευδών παραστάσεων βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο.

 

Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 65 η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος με γραπτή συμφωνία συμφώνησε την αγορά διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από τον σχετικό Νόμο.

 

Από την άλλη η απλή παράβαση σύμβασης παρά τις υποσχέσεις του κατηγορουμένου για εκπλήρωση των συμφωνηθέντων δεν αποτελεί ψευδή παράσταση εντός της έννοιας του άρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα.

 

Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό ψευδούς παράστασης. Δηλαδή θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς στο να αποξενωθεί από την περιουσία του.

 

Σχετική είναι η υπόθεση R. v. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132, όπου αποφασίστηκε πως η απόδειξη ότι η ψευδής παράσταση όντως ενήργησε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε δεν χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να προσφέρεται με άμεση μαρτυρία εφόσον τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε η κατ’ ισχυρισμό ψευδής παράσταση να εμφανίζεται σαν ο μόνος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να προβληθεί ως ο αποφασιστικός παράγοντας για την τέλεση της πράξης.

 

Είναι αρκετό για την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος είτε για τον εαυτό του είτε για κάποιο άλλο πρόσωπο κατόρθωσε ως αποτέλεσμα των ψευδών του παραστάσεων να αποσπάσει παράνομα οτιδήποτε μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής είτε αυτό είναι χρήματα ή άλλο αντικείμενο το οποίο πρέπει να περιγράφεται με ικανοποιητικό τρόπο στο κατηγορητήριο (R. v. Smith (1950) 2 All E.R. 679).

Η πρόθεση καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Η πρόθεση δεν είναι πάντοτε δεκτική θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ανευρίσκεται συνήθως ως εξυπακουόμενο γεγονός από τα γεγονότα της υπόθεσης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς τότε η πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται εκ πρώτης όψεως (R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121). H χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων για απόκτηση χρημάτων παρά το ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση (R. v. Kritz (1949) 2 All E.R).

 

Στην υπόθεση R. v. Williams (1836) 7 C. AND P. σελ. 354, λέχθηκε πως όπου ο κατήγορος αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψευδούς αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψης μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση. Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης (Police v. Petrou alias Yiatros (1971) 12 J.S.C. 1524).

 

Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 αποφασίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης για στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης ανάγεται σε εξ αρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει κατά τον χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αυτή η υποκειμενική συμπεριφορά μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν στο τέλος της ημέρας την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.

Στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του και παρέδωσε στον Μ.Κ.3 το τεκμήριο 8 που αφορούσε απόδειξη που φερόταν να είχε εκδοθεί από την εταιρεία «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ» γνωρίζοντας ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν είχε εκδοθεί από αυτή. Πρόθεσή του κατηγορούμενου όταν παρέδιδε στον Μ.Κ.3 το εν λόγω τεκμήριο και ταυτόχρονα του παριστούσε ψευδώς ότι αυτό ήταν γνήσιο ήταν να εξασφαλίσει δολίως από την Άννα Ηλία το συνολικό ποσό των €1.838,50. Ως ανέφερε ο Μ.Κ.3 δεν αποδέχθηκε τα εν λόγω ποσά, συνακόλουθα η πραγμάτωση της πρόθεσης του κατηγορούμενου να τα εξασφαλίσει αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 2ης κατηγορίας.

 

Συνεπώς ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1 και 2.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο