ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3562/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Α.Β.

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 12.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Χρ. Κ. Φελλάς

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει. Οι κατηγορίες είναι οι ακόλουθες:

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Απειλή κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως προστέθηκε από το Νόμο 56(1)/2011.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος στις 28/3/2021 και περί ώρα 1130 στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας προκάλεσε τρόμο στην πρώην σύζυγο του Γ.Δ. από τη Λάρνακα, απειλώντας την ότι με παράνομη πράξη θα της κάνει κακό λέγοντας της «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω» και «εννά σε καταστρέψω».  

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Συμπεριφορά με την οποία προκαλείται άμεσα ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(3)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου Αρ. 119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(1)/2004.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία με την συμπεριφορά του προκάλεσε ψυχική βλάβη στον ανήλικο υιό του Ε.Ζ., 13 χρονών, με το να απειλήσει την Γ.Δ. στην παρουσία του.   

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 4 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Γ.Δ. η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 28.3.2021 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 1 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: διαμένει στη Λάρνακα μαζί με τον σύζυγό της και τα 3 παιδιά της, τον Ε.Ζ., τον Η.Θ. και τον Ψ ηλικίας 13 και 9 ετών και 8 μηνών αντίστοιχα. Με τον κατηγορούμενο με τον οποίο χώρισε το 2015 απέκτησε τα 2 πρώτα της παιδιά.

 

Στις 28.3.2021 η ώρα 11:30 ήταν μαζί με τον υιό της Ε.Ζ. όταν κτύπησε το τηλέφωνό του. Μόλις ο Ε.Ζ. άκουσε ότι ήταν ο παπάς του, έβαλε το τηλέφωνο σε ανοικτή ακρόαση και αυτός τον ρώτησε «τι κάμνεις;». Ο Ε.Ζ. του απάντησε ότι είναι καλά και του ζήτησε να μην τον ξαναενοχλήσει. Τότε ο κατηγορούμενος του είπε να προσέξει πως του μιλά και άρχισε να τον εξυβρίζει με τις λέξεις «άχρηστε», «μαλακισμένε» και «κοτσιρόσιηλλε». Τότε η ίδια πήρε το τηλέφωνο και του είπε να προσέξει πως μιλά στο μωρό και ο κατηγορούμενος άρχισε να την εξυβρίζει λέγοντάς της «ρα πουτάνα» και την απείλησε με τις φράσεις «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω», «εννά σε καταστρέψω» και συνέχισε να της λέει βρομόλογα. Αυτή του είπε να σταματήσει και του έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μ.Κ.1 φοβήθηκε πολύ και για αυτό επισκέφθηκε την Αστυνομία.

 

Σε ερωτήσεις που της τέθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής της η Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε τηλεφωνήσει από άγνωστο αριθμό. Ο γιος της δεν ήθελε ποτέ να έχει επαφές με τον πατέρα του επειδή εκείνος ήταν πάντα επιθετικός απέναντί του. Όταν άκουσε τη φωνή του κατηγορούμενου τον αναγνώρισε και από τις απειλές που της είπε τόσο η ίδια όσο και ο γιος της φοβήθηκαν και η μόνη λύση ήταν να μεταβεί στην Αστυνομία.

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.1 αναγνώρισε το έγγραφο το οποίο της επιδείχθηκε και το οποίο στη συνέχεια σημειώθηκε ως τεκμήριο 2. Συμφώνησε με υποβολή ότι στο τεκμήριο 2 ανέφερε πως δεν ήθελε να μαρτυρήσει εναντίον του πρώην συζύγου της αλλά επειδή αυτός πρόσφατα τηλεφωνούσε και είχε διαφωνίες με τον γιο τους τον Ε.Ζ. επέλεξε τελικά να καταθέσει εναντίον του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ανήλικος γιος τους μετά το επίδικο περιστατικό παραπέμφθηκε σε παιδοψυχολόγο ο οποίος διαπίστωσε ότι ήταν πληγωμένος και φοβισμένος. Στη συνέχεια αρνήθηκε υποβολή ότι ο μοναδικός λόγος που έκανε την καταγγελία ήταν για να εκβιάσει τον κατηγορούμενο να της καταβάλει τις απλήρωτες διατροφές για τις οποίες εκείνος κρατήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι παρά το γεγονός ότι χώρισε με τον κατηγορούμενο το 2015 εξακολουθεί να αναγνωρίζει τη φωνή του λόγω του γεγονότος ότι ήταν παντρεμένοι για αρκετά χρόνια. Στη συνέχεια αρνήθηκε υποβολές ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε την απείλησε και ότι ο ανήλικος δεν έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση επειδή ουδέποτε συνέβησαν όσα ισχυρίζεται.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε η Αστ. 4458 Μικαέλλα Παναγή η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε τη γραπτή της κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 4 και στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένη στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων. Στις 28.3.2022 προσήλθε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων η Γ.Δ. μαζί με τον ανήλικο γιο της Ε.Ζ. και κατήγγειλε ότι ο πρώην σύζυγός της Α.Β. την ίδια ημέρα και περί ώρα 11:30 πήρε τηλέφωνο τον Ε.Ζ. για να του μιλήσει. Όταν ο ανήλικος του ανέφερε ότι δεν ήθελε πλέον να επικοινωνεί μαζί του ο πατέρας του τον εξύβρισε με διάφορες φράσεις και ανέφερε πως θα κάνει κακό στον ίδιο και στη μητέρα του.

 

Η Μ.Κ.2 κατά την αντεξέτασή της ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει αν λήφθηκε οπτικοακουστική κατάθεση από τον ανήλικο ούτε αν ενημερώθηκε το ΣΠΑΒΟ σχετικά με την καταγγελία. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν θυμόταν αν η παραπονούμενη και ο ανήλικος της ανέφεραν τις εκφράσεις και τις βρισιές.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Αστ. 2644 Λοΐζος Μολέσκης ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 3.4.2021 η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 5 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια του Τ.Α.Ε. Στις 3.4.2021 μεταξύ των ωρών 10:40 έως 11:10 στην οδό Α.Α. 41 στη Λάρνακα έλαβε κατάθεση από τον Α.Β. αφού τον πληροφόρησε για την υπόθεση που διερευνούσε και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο. Την ίδια ημέρα μεταξύ των ωρών 11:15 έως 11:25 τον κατηγόρησε γραπτώς για τα αδικήματα που διέπραξε στις 28.3.2021 στη Λάρνακα εναντίον της συζύγου του Γ.Δ. και του ανήλικου γιου τους Ε.Ζ.

 

Σε ερωτήσεις που του τέθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του κατέθεσε ως τεκμήρια 6, 7 και 8 αντίστοιχα το ημερολόγιο ενεργείας του Αστ. Σταθμού Πόλεως Λάρνακας, την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 3.4.2021 και τη γραπτή καταγγελία που απήγγειλε στον κατηγορούμενο την ίδια ως άνω ημερομηνία.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.3 ισχυρίστηκε ότι ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης και πως την κατάθεση από την Γ.Δ. την έλαβε η συνάδελφός του ονόματι Μικαέλλα που υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Συμφώνησε ότι το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό έγινε στις 28.3.2021 ως το αναφέρει ο ίδιος στην κατάθεσή του και όχι το 2022 ως το αναφέρει η Μ.Κ.2 στη δική της κατάθεση. Ισχυρίστηκε πως δεν γνωρίζει για ποιο λόγο δεν λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από τον ανήλικο. Δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε ποια εταιρεία τηλεπικοινωνιών ανήκε ο αριθμός τηλεφώνου από τον οποίο η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον ανήλικο καθώς επίσης δεν θυμόταν εάν είχε ελέγξει κατά πόσο ο εν λόγω αριθμός ανήκε στον κατηγορούμενο. Στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε γιατί στην ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου, τεκμήριο 7, δεν υπάρχει υπογραφή στην πιστοποίηση ισχυρίστηκε πως λόγω κεκτημένης ταχύτητας ξέχασε να υπογράψει και τέλος ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω πιστοποίηση αφορά την επίδικη υπόθεση.

 

Ως Μ.Κ.4 παρουσιάστηκε η Σοφία Κότσαπα της οποίας η εμπειρογνωμοσύνη δεν αμφισβητήθηκε. Η εν λόγω μάρτυρας κατά την κυρίως εξέτασή της ισχυρίστηκε ότι είναι κλινική ψυχολόγος και κατέθεσε τα τεκμήρια 9 και 10. Ισχυρίστηκε πως όταν αξιολόγησε τον Ε.Ζ. υπήρχε μια συμπτωματολογία που ενέπιπτε μέσα στη διάγνωση του μετατραυματικού στρες. Ο ανήλικος αναφέρθηκε σε διάφορα περιστατικά που είχαν συμβεί με τον πατέρα του και αφορούσαν είτε τον ίδιο, είτε τη μητέρα του είτε ακόμα και κάποιο άλλο μέλος της ευρύτερης οικογένειας τα οποία εκλάμβανε ως τραυματικά και υπήρχε αναφορά σε εκείνα τα περιστατικά τόσο κατά τη διάρκεια που συμβίωνε με τον πατέρα του όσο και μετά. Εκείνα τα περιστατικά του είχαν δημιουργήσει μια συγκεκριμένη συμπτωματολογία που εμπίπτει στα πλαίσια διαταραχής μετατραυματικού στρες.

 

Ανέφερε ως χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης διαταραχής το ότι το άτομο βιώνει ένα γεγονός ή επαναλαμβανόμενα γεγονότα τα οποία εκλαμβάνει ως απειλητικά ως προς τη δική του σωματική ακεραιότητα ή των οικείων του. Συγκεκριμένα στον Ε.Ζ. υπήρχε ανασφάλεια, αρνείτο να συναντά τον πατέρα του και απέφευγε οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του.

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.4 ισχυρίστηκε πως εκείνα που της είπε ο ανήλικος είναι αυτά τα οποία κατέγραψε στην έκθεσή της, τεκμήριο 10, και ότι είναι πολύ συχνό φαινόμενο να μην επαναλαμβάνονται αυτολεξεί τα λόγια αλλά το νόημα να παραμένει το ίδιο. Ισχυρίστηκε ότι τη συγκεκριμένη αναφορά ανεξαρτήτως εάν ειπώθηκε είτε με τον ένα τρόπο είτε αλλιώς το παιδί τη βίωσε ως απειλή και του δημιούργησε ξανά συναισθήματα αναστάτωσης και ανασφάλειας και ανησυχία πως θα ζήσει εκ νέου όσα έζησε στο παρελθόν επειδή η απειλή προερχόταν από ένα άτομο από το οποίο υπήρχαν προηγούμενα τραυματικά βιώματα και ως εκ τούτου την εξέλαβε ως πραγματική.

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι καθήκον της είναι να αξιολογήσει τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού και όχι να καταγράψει και να μεταφέρει αυτολεξεί την αναφορά του. Ισχυρίστηκε πως ο ανήλικος αναφέρθηκε σε προηγούμενα περιστατικά αλλά και στο επίδικο το οποίο η ίδια κατέγραψε.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής.

Στη συνέχεια όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις οι δικηγόροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις τους. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.

 

Σε σχέση με τους μάρτυρες πραγματογνώμονες σημειώνω ότι το πρωταρχικό τους καθήκον είναι να παρουσιάσουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Σαρρής ν. Καλλέγιας κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 958 και Μαλαός Ανδρέας κ.ά. ν. Χριστιάνας Χρίστου κ.ά., (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αιτιολογήσει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ 584. Το δε ζήτημα του ποιος αποτελεί πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Evangelou & another v. Ambizas & another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Η Μ.Κ.1 μου έκανε εξαιρετική εντύπωση και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη. Η παρουσία της στο Δικαστήριο ήταν αυτή ενός ήρεμου και συνετού προσώπου χωρίς ίχνος εμπάθειας ή εχθρικής διάθεσης προς τον κατηγορούμενο. Κρίνω ως λογικό και αποδέχομαι τον ισχυρισμό της πως στις 28.3.2021 ο κατηγορούμενος είχε τηλεφωνήσει στον ανήλικο γιο της Ε.Ζ. και αυτή αναγνώρισε τη φωνή του αφού λόγω του γεγονότος ότι ήταν σύζυγός του για πολλά χρόνια και ζούσαν μαζί ήταν σε θέση να γνωρίζει και στη συγκεκριμένη περίπτωση να αναγνωρίσει τη φωνή του. Αποδέχομαι επίσης τον ισχυρισμό της πως ήταν παρούσα στις 28.3.2021 όταν ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον γιο τους Ε.Ζ. και μετά που η ίδια επενέβηκε να του κάνει παρατήρηση όταν τον άκουσε να βρίζει τον ανήλικο γιο τους εκείνος της είπε «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω» και «εννά σε καταστρέψω». Κρίνω επίσης ότι το γεγονός ότι αρχικά υπέγραψε το τεκμήριο 2 στο οποίο δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου στην παρούσα υπόθεση και τελικά όμως έπραξε το αντίθετο δεν υποδηλώνει ότι όσα ισχυρίστηκε ενόρκως δεν έλαβαν χώρα αλλά το αντίθετο αφού για να επιδιώξει ο κατηγορούμενος να εξασφαλίσει τη «σιωπή», κατά κάποιο τρόπο, εκ μέρους της σημαίνει ότι όσα θα έλεγε δεν θα ήταν υπέρ του.

 

Η Μ.Κ.2 επίσης μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας αφού η μαρτυρία της η οποία είχε λογική και συνοχή δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της. Το γεγονός ότι στην κατάθεσή της κατέγραψε πως το επίδικο περιστατικό διαδραματίστηκε το έτος 2022 αντί το έτος 2021 κρίνω πως αποτελεί μια απλή απροσεξία η οποία δεν είναι ικανή να πλήξει την κατά τα λοιπά λογική και με συνοχή μαρτυρία της. Η ίδια όμως δεν ήταν παρούσα στο επίδικο περιστατικό και συνεπώς η μαρτυρία της δεν μπορεί να είναι επιβοηθητική ως προς το πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα στις 28.3.2021.

 

Στρεφόμενος στη μαρτυρία του Μ.Κ.3 κρίνω ότι και αυτή ήταν τυπική υπό την έννοια ότι ο μάρτυρας δεν είχε ιδία γνώση του πως εξελίχθηκαν τα επίδικα γεγονότα αφού η εμπλοκή του περιορίστηκε στο να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για τα δικαιώματά του ως ύποπτο πρόσωπο κατά τον επίδικο χρόνο και να λάβει από εκείνον τις καταθέσεις του, τεκμήρια 7 και 8. Κρίνω ότι η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του και την αποδέχομαι ως ειλικρινή.

 

Κρίνω ότι η αδυναμία του να απαντήσει σε ποια εταιρεία τηλεπικοινωνιών ανήκε ο αριθμός τηλεφώνου από τον οποίο ο ανήλικος Ε.Ζ. δέχθηκε τηλεφώνημα κατά την επίδικη ημέρα καθώς και η παράλειψή του να ελέγξει κατά πόσο ο εν λόγω τηλεφωνικός αριθμός ανήκε στον κατηγορούμενο δεν ήταν ενέργειες τις οποίες όφειλε απαραίτητα να διενεργούσε αφού στην παρούσα υπόθεση κάτι τέτοιο δεν ήταν αναγκαίο επειδή ως εξεταστής της υπόθεσης είχε τον ισχυρισμό της Μ.Κ.1 ότι αναγνώρισε κατά το επίδικο περιστατικό τη φωνή του κατηγορούμενου. Συνεπώς τα πιο πάνω κρίνω ότι δεν πλήττουν την καλή εικόνα της παρουσίας του στο Δικαστήριο και της ποιότητας της μαρτυρίας του.

 

Κρίνω επίσης ότι η παράλειψή του να υπογράψει την πιστοποίηση στην 1η σελίδα της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου, τεκμήριο 7, δεν σημαίνει ότι τον πληροφόρησε για άλλη υπόθεση αντί για την επίδικη αφού στο εν λόγω τεκμήριο υπάρχει η υπογραφή του κατηγορούμενου και σε αυτή φαίνονται όσα καταγράφηκαν σε αυτή από τα οποία προκύπτει πως αναφέρεται στην παρούσα υπόθεση. 

 

Η Μ.Κ.4, της οποίας ως προανέφερα δεν αμφισβητήθηκε η εμπειρογνωμοσύνη της και την οποία αποδέχομαι ως μάρτυρα πραγματογνώμονα για τα θέματα τα οποία κατέθεσε, μου έκανε εξαιρετική εντύπωση ως μάρτυρας. Επεξήγησε με απλό αλλά συνάμα εμπεριστατωμένο τρόπο όσα αποκόμισε από τις 3 συναντήσεις που είχε με τον ανήλικο. Επεξήγησε επίσης με απλό, σταθερό, σαφή και λογικό τρόπο πώς κατέληξε με επιστημονικό τρόπο στο συμπέρασμα ότι ο ανήλικος υπέστη μετατραυματικό στρες όταν στις 28.3.2021 άκουσε ο ίδιος τον κατηγορούμενο πατέρα του να λέει στη μητέρα του μέσω τηλεφώνου τις φράσεις «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω» και «εννά σε καταστρέψω».   

 

Σχετικά με τις καταθέσεις των κατηγορουμένων το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο των γραπτών τους καταθέσεων οι οποίες βρίσκονται ενώπιόν του. Θεμελιακή επί του θέματος είναι η υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, στην οποία υιοθετηθήκαν οι αρχές της αγγλικής υπόθεσης Findlay Duncan 73 Cnm. App R. 359. Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Λέχθηκε επίσης πως μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης, το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Στην εν λόγω υπόθεση εξηγήθηκε επίσης ότι το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.

Στην υπόθεση Λοΐζος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255, έγινε αναφορά στην Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) (πιο πάνω) και επίσης αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: «Ο λόγος της Κωνσταντίνου περιορίζεται στην αποδεικτική αξία κατάθεσης του κατηγορουμένου στις αστυνομικές αρχές, στην οποία, περιέχεται ομολογία του εγκλήματος. Σε συμφωνία με την αγγλική απόφαση Dunkan 73 Cr. App. Rep. 359 το Εφετείο διαπίστωσε ότι το σύνολο της κατάθεσης συνιστά μαρτυρία και όχι μόνο το μέρος το οποίο περιορίζεται στην ομολογία».  

 

Στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος στη γραπτή του κατάθεση, τεκμήριο 7, παραδέχεται ότι την επίδικη ημέρα είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ανήλικο γιο του Ε.Ζ. αφού ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: «όχι, δεν τον εξύβρισα, του είπα μόνο ότι είμαι ο παπάς του και θέλω να με σέβεται» και «δηλώνω πως τα λόγια που είπα ήταν ότι δεν θέλω να μιλώ μαζί της και ούτε καμιά επαφή μαζί της και ότι δεν μιλούσα στην ίδια αλλά κάλεσα τον γιο μου για να μην την ακούσω». Αποδέχομαι ως ειλικρινείς και ανταποκρινόμενους στην αλήθεια τους ως άνω ισχυρισμούς του αφού δεν θα ήταν λογικό να προέβαινε σε αυτούς εάν δεν ήταν αληθείς. Από τα πιο άνω προκύπτει ότι στις 28.3.2021 ο κατηγορούμενος είχε τηλεφωνήσει στον γιο του Ε.Ζ.   

 

Έχοντας υπόψη μου την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα: ο κατηγορούμενος με την πρώην σύζυγό του Μ.Κ.1 απέκτησαν 2 παιδιά τον Ε.Ζ. και τον Η.Θ., ηλικίας 13 και 9 ετών αντίστοιχα, κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο. Στις 28.3.2021 και περί ώρα 11:30 η Μ.Κ.1 ήταν μαζί με τον υιό της Ε.Ζ. όταν κτύπησε το τηλέφωνό του. Μόλις ο Ε.Ζ. άκουσε ότι ήταν ο πατέρας του, έβαλε το τηλέφωνο σε ανοικτή ακρόαση και αυτός τον ρώτησε «τι κάμνεις;». Ο Ε.Ζ. του απάντησε ότι είναι καλά και του ζήτησε να μην τον ξαναενοχλήσει. Τότε ο κατηγορούμενος του είπε να προσέξει πως του μιλά και άρχισε να τον εξυβρίζει με τις λέξεις «άχρηστε», «μαλακισμένε» και «κοτσιρόσιηλλε». Τότε η Μ.Κ.1 πήρε το τηλέφωνο και του είπε να προσέξει πως μιλά στο μωρό και ο κατηγορούμενος άρχισε να την εξυβρίζει λέγοντάς της «ρα πουτάνα» και της είπε «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω», «εννά σε καταστρέψω» και συνέχισε να της λέει βρομόλογα. Αυτή του είπε να σταματήσει και του έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μ.Κ.1 φοβήθηκε πολύ και για αυτό στη συνέχεια την ίδια ημέρα επισκέφθηκε την Αστυνομία όπου και έδωσε κατάθεση.

 

Ο Μ.Κ.3 στις 3.4.2021 έλαβε από τον κατηγορούμενο ανακριτική κατάθεση στην οποία μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι δεν εξύβρισε τον γιο του αλλά του είπε μόνο ότι είναι ο παπάς του και θέλει να τον σέβεται και δήλωσε πως τα λόγια που είπε ήταν ότι δεν θέλει να μιλώ μαζί της Μ.Κ.1 ούτε να έχει καμιά επαφή μαζί της και ότι δεν μιλούσε σε εκείνη αλλά κάλεσε τον γιο του για να μην την ακούσει.

 

Στη συνέχεια ο ανήλικος είχε 3 συναντήσεις με την Μ.Κ.4 που είναι Κλινική Ψυχολόγος για τη ψυχολογική αξιολόγησή του. Αυτή διαπίστωσε ότι ο ανήλικος παρουσίαζε συμπτωματολογία που εμπίπτει στα πλαίσια διαταραχής μετατραυματικού στρες και ότι τη συγκεκριμένη αναφορά του κατηγορούμενου προς τη μητέρα του που έλαβε χώρα στις 28.3.2021 ο ίδιος την βίωσε ως απειλή και του δημιούργησε ξανά συναισθήματα αναστάτωσης και ανασφάλειας και ανησυχία πως θα ζήσει εκ νέου όσα έζησε στο παρελθόν επειδή η απειλή προερχόταν από τον πατέρα του από τον οποίο υπήρχαν προηγούμενα τραυματικά βιώματα και ως εκ τούτου την εξέλαβε ως πραγματική.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Η 1η κατηγορία εδράζεται στο άρθρο 91A του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 το οποίο έχει ως ακολούθως: «Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Από το λεκτικό του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος είναι: α) η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας από κάποιο πρόσωπο σε κάποιο άλλο β) μέσω απειλής άσκησης βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης.

 

Η 2η κατηγορία εδράζεται στα άρθρα 2, 3(1)(3)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000.

 

Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

 

«ανήλικο πρόσωπο» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του

«βία» σημαίνει τη βία όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του παρόντος Νόμου·

«μέλος της οικογένειας» σημαίνει

(α) άντρα και γυναίκα που—

(i) …

(ii) …

(β) …

(γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

(δ) … »

 

Το άρθρο 3 του Ν.119(Ι)/2000 ορίζει τα ακόλουθα:

 

«3(1) Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του.

(2) Ανεξάρτητα από την ερμηνεία του όρου "βία" με βάση το εδάφιο (1) στην πιο πάνω έννοια εμπίπτουν και τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 4(2) και 5 του παρόντος Νόμου ως επίσης και το αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα.

(3) Πράξη ή συμπεριφορά η οποία συνιστά βία, με βάση τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου αυτού, ή αδίκημα, με βάση τα άρθρα 174, 175 και 177 του Ποινικού Κώδικα όταν διαπράττεται στην παρουσία ανήλικου μέλους της οικογένειας, θεωρείται βία η οποία ασκείται εναντίον του εν λόγω ανηλίκου εφόσον δύναται να προκαλέσει σ' αυτό ψυχική βλάβη. Η εν λόγω πράξη ή συμπεριφορά συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με βάση το εδάφιο (4) του άρθρου αυτού.

(4) Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές».

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συμπεριφοράς με την οποία προκαλείται άμεσα ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας είναι τα ακόλουθα: α) η άσκηση βίας, β) με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, γ) σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας και δ) από άλλο μέλος της οικογένειας.   

 

Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τη νομική πτυχή του θέματος ως τα ανέφερα πιο πάνω κρίνω ότι ο κατηγορούμενος στις 28.3.2021 όταν είπε μέσω τηλεφώνου στη Μ.Κ.1 τις φράσεις «τζιαμέ που εννά σε κόψω εννά σε σκοτώσω» και «εννά σε καταστρέψω» οι οποίες αποτελούν απειλή άσκησης βίας με παράνομη πράξη και ήταν ικανές να της προκαλέσουν και πράγματι της προκάλεσαν τρόμο και ανησυχία διέπραξε το ποινικό αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα και συνακόλουθα κρίνεται ένοχος στην 1η κατηγορία.

 

Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ο πατέρας του Ε.Ζ. είπε τα πιο πάνω στην παρουσία του ανήλικου ο οποίος τα άκουσε, επέδειξε συμπεριφορά η οποία προκάλεσε στον ανήλικο ψυχική βλάβη υπό την έννοια ότι ο ανήλικος ο οποίος παρουσίαζε διαταραχή μετατραυματικού στρες βίωσε αυτά ως απειλή και του δημιουργήθηκαν ξανά συναισθήματα αναστάτωσης και ανασφάλειας και ανησυχία πως θα ζήσει εκ νέου όσα έζησε στο παρελθόν διέπραξε έτσι αδίκημα κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(3)(4) του Ν.119(Ι)/2000 και συνακόλουθα κρίνεται ένοχος στη 2η κατηγορία.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε στον απαιτούμενο για ποινική υπόθεση βαθμό τα επίδικα αδικήματα και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 και 2.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο/Πρωτοκολλητής        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο