ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 7392/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Χρυσόστομου Καρούσιου

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 28.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Χ. Σκορδής

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος κατόπιν ακρόασης κρίθηκε ένοχος επί τω ότι στις 29.10.2017 στη Λάρνακα εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι πλαστογραφημένη ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής στην οποία αναγραφόταν «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ» για το ποσό των €1.500 με σκοπό να εξασφαλίσει το εν λόγω ποσό σε βάρος της Άννας Ηλία κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία).

 

Κρίθηκε επίσης ένοχος επί τω ότι κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία αποπειράθηκε διά ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολιεύσεως να αποσπάσει από την ως άνω Άννα Ηλία το χρηματικό ποσό των €1.838,85 παρουσιάζοντας το ως άνω πλαστό έγγραφο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εν γνώσει του ότι αυτό ήταν πλαστό κατά παράβαση των άρθρων 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου η Μ.Κ.5 περί το έτος 2010 ανέθεσε στον κατηγορούμενο κάποιες εργασίες επιδιόρθωσης στην οικία της. Τελικά υπήρξε οικονομική διαφορά μεταξύ τους η οποία οδηγήθηκε στα Δικαστήρια όταν ο κατηγορούμενος καταχώρησε την αγωγή 872/2012 του Ε.Δ. Λάρνακας εναντίον της Μ.Κ.5. Στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής ο Μ.Κ.3 που είναι επιμετρητής ποσοτήτων διορίστηκε ως εμπειρογνώμονας από το Ε.Τ.Ε.Κ. Κατά την εξέταση της υπόθεσης που του ανατέθηκε ο Μ.Κ.3 έλαβε στοιχεία και από τις 2 πλευρές. Στα έγγραφα που του παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο περιλαμβανόταν μια απόδειξη της εταιρείας «Peratikos» και μια ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής της «ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ» για την κατασκευή μιας αλουμινένιας πόρτας για το ποσό των €1.500. Την κατασκευή της εν λόγω πόρτας είχε πληρώσει η Μ.Κ.5 με μετρητά ποσού €1.150 και έλαβε σχετική απόδειξη. Η ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη πληρωμής στην οποία αναγράφεται «ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ» για το ποσό των €1.500 είναι πλαστή.

 

Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. 

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου παρέδωσε γραπτό κείμενο με τις θέσεις και εισηγήσεις του. Ως μετριαστικούς παράγοντες ανέφερε το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του. Είναι 61 ετών, νυμφευμένος και πατέρας 3 ενήλικων τέκνων ηλικίας 32, 30 και 22 ετών αντίστοιχα, 2 εκ των οποίων διαμένουν με τον κατηγορούμενο και τη μητέρα τους. Η σύζυγός του κατηγορούμενου δεν εργάζεται. Ο κατηγορούμενος εργαζόταν ως οικοδόμος μέχρι το 2019 όταν λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει έπαψε πλέον να εργάζεται ως οικοδόμος. Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου αναγνώρισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο σε περίπτωση που προσανατολίζεται στην επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας να διατάξει την αναστολή της.  

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.

 

Το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος πλαστογραφεί έγγραφο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος το οποίο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά, είναι κακούργημα, αυτός δε υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστατικών της πλαστογραφίας ή της φύσης του πλαστογραφημένου, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή».        

 

Το άρθρο 339 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος».

 

Αναφορικά με την προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της απόπειρας απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις που αφορά η 2η κατηγορία σχετικά είναι τα άρθρα 298 και 367 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 298 προνοεί ότι:

 

«298.(1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

 

Το άρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα προνοεί πως «Όποιος αποπειράται να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος πλημμελήματος εκτός αν προνοείται διαφορετικά».

 

Το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προνοεί πως «Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές».

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.

 

Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε σε κατηγορούμενους σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.

 

Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Στην πιο πάνω υπόθεση William v. Αστυνομίας αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.

 

Ως ελαφρυντικούς παράγοντες στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του καθώς επίσης και το είδος του πλαστού εγγράφου που έθεσε σε κυκλοφορία το οποίο ήταν ένα ιδιωτικό έγγραφο. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι το εν λόγω έγγραφο δεν χρησιμοποιήθηκε για καταδολίευση των αρχών.

 

Εξετάζοντας ποιο είδος ποινής είναι κατάλληλο να επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση, συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή και τη σχετική νομολογία καθώς επίσης και το γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή  περίπου 6½ χρόνια μετά από τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η επιβολή χρηματικής ποινής.

 

Στο άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα αναφέρονται τα ακόλουθα τα οποία είναι σχετικά με την προβλεπόμενη ποινή που δύναται να επιβληθεί στην 1η κατηγορία: «Εκτός της περίπτωσης του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, αν κάποιο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με την ποινή της φυλάκισης διά βίου ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το Δικαστήριο που εκδικάζει δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί τέτοιας ποινής, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο το Δικαστήριο αυτό έχει εξουσία να επιβάλει».

 

Λόγω των πιο πάνω επιβάλλω στον κατηγορούμενο ποινή προστίμου €1.000,00 στην 1η κατηγορία και ποινή προστίμου €750,00 στη 2η κατηγορία.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο