ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2679/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Παναγιώτης Πλουτάρχου  

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 15.5.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή  

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Π. Χατζηπαναγιώτου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει. Η 1η αφορά το αδίκημα της κλοπής από ενοικιαστή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 271 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η 2η το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι μεταξύ των ημερομηνιών 1.9.2015 – 31.10.2019 συμπεριλαμβανομένων στην οδό [ ] στο Αλεθρικό της Επαρχίας Λάρνακας ενώ ήταν ενοικιαστής οικίας που ανήκει στον Ιωάννη Χ΄Γεωργίου έκλεψε από αυτό διάφορα έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές και εργαλεία, συνολικής αξίας περίπου €40.000 ιδιοκτησία του πιο πάνω προσώπου.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας κατηγορείται ότι κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εσκεμμένα και παράνομα προξένησε στην ηλεκτρική εγκατάσταση της οικίας του Ιωάννη Χ΄Γεωργίου ζημιά άγνωστης αξίας.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 3 μάρτυρες.

 

Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Αναπληρωτής Λοχίας 2008 Η. Παπαλλή ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 19.3.2020 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον Περιφερειακό Αστ. Σταθμό Κοφίνου. Στις 31.10.2019 έλαβε καταγγελία από τον Ιωάννη Χ΄Γεωργίου ιδιοκτήτη ενοικιαζόμενης κατοικίας στο Αλεθρικό σύμφωνα με την οποία ο ενοικιαστής της εν λόγω κατοικίας Παναγιώτης Πλουτάρχου έκλεψε όλα τα αντικείμενα από το σπίτι του και επίσης του έκαμε πολλές ζημιές πριν αποχωρήσει. Την ίδια ημέρα η Αστ. 304 Λεοντίου μετέβη μαζί με τον παραπονούμενο στην ως άνω οικία και έλαβε φωτογραφίες. Στις 2.11.2019 έλαβε γραπτή κατάθεση από τον παραπονούμενο και στις 8.12.2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Παναγιώτη Πλουτάρχου ο οποίος αρνήθηκε ότι προκάλεσε ζημιά στο σπίτι του παραπονούμενου ή έκλεψε οτιδήποτε. Στη συνέχεια διενήργησε έρευνα στην οικία του Πλουτάρχου χωρίς να εντοπίσει οτιδήποτε. Τέλος την ίδια ημέρα κατηγόρησε γραπτώς τον Πλουτάρχου για τα αδικήματα της κλοπής περιουσίας και πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς άγνωστης αξίας και αυτός απάντησε «Δεν παραδέχομαι τίποτε». Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης τα τεκμήρια 2 έως 6.   

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε πως ο παραπονούμενος είχε καταγγείλει στην Αστυνομία ότι εναντίον του κατηγορούμενου είχε εκδοθεί διάταγμα έξωσης από το Ε.Δ. Λάρνακας και αυτός αρνείτο να φύγει από την οικία. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο παραπονούμενος είχε κάνει μια συνολική αναφορά για μπιμπελό, τραπεζάκια και air conditions αλλά όταν του ζητήθηκε να τους παρουσιάσει σχετική λίστα δεν το έπραξε. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι έδωσε μια κατάθεση στην οποία έκανε αναφορά σε περίπου αξία των αντικειμένων. Ισχυρίστηκε ότι οι φωτογραφίες οι οποίες κατατέθηκαν ως τεκμήριο 2 λήφθηκαν από αστυνομικούς μετά που ο παραπονούμενος έκανε την καταγγελία του. Ζήτησαν επανειλημμένα από τον παραπονούμενο να τους παρουσιάσει λίστα με την περιουσία αλλά δεν το έπραξε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν πήραν ειδικό για να τους πει εάν όντως προκλήθηκε βλάβη στην ηλεκτρική εγκατάσταση αλλά ήταν εμφανές πως υπήρχε κακόβουλη βλάβη στις πρίζες οι οποίες ήταν σπασμένες και βγαλμένες από τον τοίχο. Ισχυρίστηκε τέλος πως ο παραπονούμενος αναφέρει στην κατάθεσή του ότι τα κλειδιά της επίδικης κατοικίας τα παρέλαβε στο Δικαστήριο και πως δεν αναζήτησε μαρτυρία από τη γειτονιά κατά πόσο μετακινήθηκαν αντικείμενα από την οικία επειδή δεν υπάρχουν γειτονικά της σπίτια.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Ιωάννης Χ΄Γεωργίου ο οποίος κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 2.11.2019 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 7 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: μένει μόνιμα στο Λονδίνο και την επίδικη οικία την αγόρασε το 2000. Την επίπλωσε πλήρως και ερχόταν κάθε χρόνο για πολύ λίγο λόγω των δουλειών τους στο Λονδίνο και το Μαρόκο. Το 2015 ενοικίασε την εν λόγω οικία στον Παναγιώτη Πλουτάρχου για 1 έτος με μηνιαίο ενοίκιο €500,00. Το 2017 όταν ήρθε στην Κύπρο μίλησε με τον ενοικιαστή και του είπε ότι το 2018 θα ήθελε το σπίτι και του ζήτησε να βρει άλλο για να ενοικιάσει. Αυτός του υποσχέθηκε πως σε 6 μήνες θα έφευγε αλλά μετά την πάροδο των 6 μηνών πρόβαλλε δικαιολογίες ότι δεν βρίσκει σπίτι λόγω ακρίβειας. Το 2018 όταν ήρθε στην Κύπρο τον συνάντησε και του εξήγησε ότι ήθελε το σπίτι για να το ανακαινίσει και τον ενημέρωσε πως είχε έτοιμους μηχανικούς και εργολάβους για να ξεκινήσουν δουλειά. Ο κατηγορούμενος του υποσχέθηκε ότι θα βρει άλλο σπίτι να ενοικιάσει. Το 2018 ο κατηγορούμενος δεν του είχε πληρώσει 1 μηνιαίο ενοίκιο και του είπε πως θα το καλύψει λίγο λίγο. Από τον Ιανουάριο του 2019 ο κατηγορούμενος δεν του κατέβαλε οποιοδήποτε ενοίκιο.

 

Επειδή διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν έβρισκε άλλο σπίτι να ενοικιάσει και συνεχώς τον κορόιδευε ενημέρωσε τον δικηγόρο του να ασκήσει όλα τα νόμιμα μέτρα ώστε να του επιστρέψει το σπίτι του. Στις 31.10.2019 μετά από πολλές προσπάθειες ο δικηγόρος του έκδωσε διάταγμα έξωσης και έτσι την ίδια ημέρα μετέβηκε στο Ε.Δ. Λάρνακας όπου παρέλαβε τα κλειδιά του σπιτιού και στη συνέχεια πήγε απευθείας στο Αλεθρικό.

 

Όταν μπήκε μαζί με τη σύζυγό του στο σπίτι έπαθαν σοκ. Το σπίτι ήταν εντελώς άδειο με μεγάλες καταστροφές. Ο κατηγορούμενος δεν του άφησε τίποτε εκτός από ακαθαρσίες. Από το σπίτι έλειπαν όλα τα έπιπλα, οι ηλεκτρικές συσκευές ακόμα και οι λάμπες από τα δωμάτια και το κυρίως σπίτι.

 

Επίσης στο σπίτι υπήρχαν πολλές ζημιές και η μεγαλύτερη από αυτές ήταν στην ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού. Φαίνονταν κομμένα σύρματα σε όλο το σπίτι, στην κεντρική θέρμανση και στα ηλεκτρικά της καγκελόπορτας της εισόδου. Υπήρχαν επίσης ζημιές στο πάτωμα και στους τοίχους. Ισχυρίστηκε τέλος ότι «δεν φτάνει που μου χρωστά €5.250 ενοίκια, δεν φτάνει που μου έκλεψε όλα μου τα πράγματα, έκαμε μου καταστροφές κακόβουλα χωρίς αμφιβολία. Τις φυσικές φθορές μπορώ να τις καταλάβω εν κάτι φυσιολογικό. Ο Παναγιώτης όμως ενήργησε με μίσος».  

Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης τα τεκμήρια 8 έως 10. Το τεκμήριο 8 είναι μια δέσμη από 46 φωτογραφίες τις οποίες ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι δείχνουν το σπίτι του πριν το ενοικιάσει το 2015, το τεκμήριο 9 είναι μια χειρόγραφη λίστα με την περιουσία που υπάρχει ισχυρισμός ότι κλάπηκε και το τεκμήριο 10 είναι αντίγραφο μιας επιστολής ημερ. 2.10.2019 με τίτλο «ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΤΗ ΙΣΟΓΕΙΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟ ΑΛΕΘΡΙΚΟ» της LUXAHOMES BUILDINGS CONSTRUCTIONS LTD.  

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι το επίδικο σπίτι το αγόρασε το 2000 από κάποιον Άγγλο, ήταν μερικώς επιπλωμένο και στη συνέχεια έφερε ο ίδιος τα δικά του έπιπλα από την Αγγλία και το επίπλωσε. Μέχρι το 2015 που το ενοικίασαν στον κατηγορούμενο ο ίδιος διέμενε σε αυτό περίπου μια εβδομάδα με 10 μέρες ετησίως ενώ η σύζυγός του με τα παιδιά τους διέμεναν περισσότερο καιρό. Ισχυρίστηκε ότι ήθελε το σπίτι του για να το ανακαινίσει καθώς επίσης ότι μερικά από τα πράγματα που βρίσκονταν σε αυτό θα τα πετούσε.

 

Στη συνέχεια συμφώνησε με υποβολές ότι έκανε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου για παρακοή διατάγματος επειδή δεν του επέτρεπε να μπει στο σπίτι του παρόλο που εξασφάλισε διάταγμα για έξωσή του και ότι έκαμε καταγγελία για πλαστογραφία στο συμβόλαιο με το οποίο ο κατηγορούμενος ενοικίασε την επίδικη κατοικία. Συμφώνησε επίσης με άλλη υποβολή ότι γύρω στις 10 με 11 Οκτωβρίου 2019 λίγες μέρες πριν τις 31.10.2019 που έλαβε τα κλειδιά του σπιτιού μετέβηκε στην Α.Η.Κ. και αφού «έγραψε» το ρεύμα στον εαυτό του προχώρησε σε διακοπή της ηλεκτροδότησης της επίδικης κατοικίας.  

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Σωκράτης Γεωργίου ο οποίος κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 27.1.2020 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 11 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι σύγαμπρος του  Γιαννάκη Χ΄Γεωργίου ο οποίος πριν από περίπου 20 χρόνια αγόρασε 1 σπίτι στο Αλεθρικό. Ήταν παρών όταν ο σύγαμπρός του υπέγραψε τα έγγραφα με τα οποία έβαλε ως ενοικιαστή στο εν λόγω σπίτι τον Παναγιώτη Πλουτάρχου. Το σπίτι αυτό ήταν πλήρως επιπλωμένο και είχε τα πάντα. Όταν ο σύγαμπρός του κατάφερε να βγάλει τον ενοικιαστή από το εν λόγω σπίτι και μπήκε σε αυτό διαπίστωσε ότι όλα τα πράγματα είχαν κλαπεί και είχε και πολλές ζημιές.  

 

Ο Μ.Κ.3 κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι είδε σε τι κατάσταση βρισκόταν το επίδικο σπίτι την ημέρα που ο σύγαμπρός του κατάφερε να λάβει την κατοχή του. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο του τηλεφώνησε κάποιος για να δώσει κατάθεση ή εάν το έπραξε κατόπιν προτροπής του σύγαμπρού του απάντησε ότι πέρασαν 3 χρόνια καθώς επίσης ότι είναι ηλικίας 80 ετών και πως για να δώσει κατάθεση μάλλον κάποιος του τηλεφώνησε να πάει και μάλλον ήταν από την Αστυνομία. Όταν ευθύς αμέσως ρωτήθηκε ευθέως εάν δεν θυμάται αν είναι η Αστυνομία απάντησε «δεν θυμάμαι». Ισχυρίστηκε επίσης ότι από την ημέρα που του είπαν πως ο σύγαμπρός του θέλει να το ανακαινίσει ο κατηγορούμενος σταμάτησε να του πληρώνει ενοίκιο με αποτέλεσμα να του χρωστά €5.500. Ισχυρίστηκε ότι θυμόταν τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο σπίτι πριν να ενοικιαστεί καθώς επίσης και ότι όλα έλειπαν όταν αυτό ξενοικιάστηκε. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο σύγαμπρός του ζήτησε να γράψουν στο συμβόλαιο τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο σπίτι απάντησε επί λέξει «μπορεί πάνω στο γραμμάτιο που κάναμε να τα βάλαμε πάνω, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι». Ισχυρίστηκε επίσης ότι είδε πως έλειπαν air condition από τον τοίχο τα οποία έβγαλε ο κατηγορούμενος τον αριθμό των οποίων όμως δεν είχε μετρήσει.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και του εξήγησε τα δικαιώματά του ο κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.

 

Ο κατηγορούμενος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε την ανακριτική του κατάθεση ημερ. 8.12.2019 η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο 4 στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: την 1.9.2015 ενοικίασε το σπίτι στην οδό [ ] 11 στο Αλεθρικό το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο και σε άθλια κατάσταση. Σε αυτό βρίσκονταν 1 καναπές, 1 ψυγείο, 1 πλυντήριο πιάτων και 5 air conditions. Το σπίτι το είχε ενοικιάσει μέσω του Σωκράτη ο οποίος είναι ο σύγαμπρος του ιδιοκτήτη του Γιαννάκη Χ’ Γεωργίου ο οποίος του είπε πως μπορεί να χρησιμοποιήσει ό,τι θέλει και τα υπόλοιπα να τα πετάξει. Τις συσκευές όταν «έκρουσαν» όπως ανέφερε επί λέξει τις πέταξε. Πριν από 2 χρόνια είχε χαλάσει η ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού και επειδή η καγκελόπορτα βραχυκύκλωνε κάλεσε ηλεκτρολόγο ο οποίος την εξουδετέρωσε. Όταν μπήκε στο σπίτι σε αυτό υπήρχαν 5 air conditions και όταν 1 από αυτά κάηκε τοποθέτησε δικό του το οποίο πήρε μαζί του όταν έφυγε στις 31.10.2019. Στο σπίτι τοποθέτησε δικές του λάμπες φωτισμού τις οποίες αφαίρεσε όταν έφυγε. Στο σπίτι δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, υπήρχε όμως 1 παλιό κρεβάτι το οποίο του είπε να το πετάξει, όπως και έκανε. Πέταξε επίσης όλα τα μπιμπελό, τα τραπεζάκια και τις καρέκλες.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν έφυγε από το σπίτι το οποίο ενοικίαζε επειδή η οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να πράξει τούτο άμεσα επειδή τότε είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς με τετραπλό bypass. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ιδιοκτήτης της κατοικίας στην παρουσία του Σωκράτη του είπε να πετάξει όσα αντικείμενα υπήρχαν στο σπίτι τα οποία δεν ήθελε και αυτό έκανε.  

Στη συνέχεια κατατέθηκε ως τεκμήριο 12 ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του το αντίγραφο της απόφασης του Ε.Δ. Λάρνακας που εκδόθηκε στην αγωγή 292/2019 καθώς και τα τεκμήρια 13 και 14. 

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του δικηγόρου του κατηγορούμενου ο οποίος κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Σε σχέση με τους μάρτυρες πραγματογνώμονες σημειώνω ότι το πρωταρχικό τους καθήκον είναι να παρουσιάσουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Σαρρής ν. Καλλέγιας κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 958 και Μαλαός Ανδρέας κ.ά ν. Χριστιάνας Χρίστου κ.ά, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αιτιολογήσει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 1η έκδοση, σελ 584. Το δε ζήτημα του ποιος αποτελεί πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Evangelou & another v. Ambizas & another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ο Μ.Κ.1 ως προανέφερα ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης ο οποίος περιέγραψε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης ο ίδιος δεν επισκέφθηκε την επίδικη κατοικία. Ο εν λόγω μάρτυρας μου έκανε καλή εντύπωση και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη η οποία κρίνω πως δεν μπορεί να είναι διαφωτιστική ως προς τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης.

 

Ο Μ.Κ.2 είναι ο ιδιοκτήτης της επίδικης κατοικίας την οποία αγόρασε το 2000 από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της. Οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την ιδιοκτησία της επίδικης κατοικίας, την ενοικίασή της προς τον κατηγορούμενο και ότι διαδοχικά κατά τα έτη 2017 και 2018 μίλησε με τον κατηγορούμενο στον οποίο ανέφερε πως επιθυμούσε να του παραδώσει την κατοικία του για να την ανακαινίσει δεν αμφισβητήθηκαν και συνεπώς γίνονται αποδεκτοί. Για τον ίδιο λόγο ομοίως γίνονται αποδεκτοί και οι ισχυρισμοί του πως ενημέρωσε τον κατηγορούμενο πως είχε μηχανικούς και εργολάβους έτοιμους για να ξεκινούσαν την ανακαίνιση.

 

Σε σχέση όμως με τους ισχυρισμούς του οι οποίοι καταλογίζουν στον κατηγορούμενο τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων κρίνω ότι αυτοί εμφορούνταν από εκδικητικά προς τον κατηγορούμενο κίνητρα ο οποίος κατακρατούσε την επίδικη κατοικία και δεν του την επέστρεφε ως αρχικά είχε δηλώσει ότι θα έκανε για να προχωρούσε στις εργασίες ανακαίνισής της ως είχε προγραμματίσει να πράξει, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.  

 

Δεν έχω αμφιβολία ότι ο Μ.Κ.2 είχε κάθε λόγο να νιώθει έντονα δυσφορία επειδή ο κατηγορούμενος δεν του παρέδωσε έγκαιρα την κατοικία του την οποία ενοικίαζε παρά τις υποσχέσεις που του έδωσε κατά τα έτη 2017 και 2018 ότι αυτό θα έπραττε και παρόλο που στη συνέχεια εκδόθηκε και σχετική δικαστική απόφαση σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος όφειλε να πράξει τούτο μέχρι τις 30.9.2019. Κρίνω όμως ότι αυτή η εντελώς απαράδεκτη συμπεριφορά του κατηγορούμενου η οποία δεικνύει έναν εγωιστή ο οποίος δεν σέβεται ούτε τις δικαστικές αποφάσεις ούτε τα δικαιώματα των συμπολιτών του δεν επέτρεπε στον Μ.Κ.2 να δώσει συνέχεια στο θέμα μετά που έλαβε την κατοχή της επίδικης κατοικίας ούτε να προχωρούσε στην επίδικη καταγγελία η οποία εμφορείται από εκδικητικά κίνητρα, χαρακτηρίζεται από υπερβολή και στερείται πειστικότητας.     

 

Κρίνω ότι αποκαλυπτικές της διάθεσης του Μ.Κ.2 να προκαλέσει πρόβλημα στον κατηγορούμενο και να του «ανταποδώσει» την ταλαιπωρία που εκείνος του προκάλεσε αρνούμενος να του παραδώσει την επίδικη κατοικία ως του είχε υποσχεθεί περί τα έτη 2017 και 2018 είναι οι επανειλημμένες καταγγελίες του στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου εναντίον του  κατηγορούμενου όταν αυτός δεν συμμορφώθηκε έγκαιρα με διάταγμα έξωσης που είχε εκδοθεί εναντίον του.

Κρίνω περαιτέρω πως αποκαλυπτικό των ως άνω διαθέσεων του Μ.Κ.2 ήταν επίσης και το γεγονός ότι περί τις 10 με 11 Οκτωβρίου 2019 μεταβίβασε τον λογαριασμό ρεύματος της επίδικης κατοικίας στο όνομά του αφού ήταν ο ιδιοκτήτης της και η διακοπή στη συνέχεια της ηλεκτροδότησής της παρόλο που σε αυτή εξακολουθούσε τότε να διαμένει ο κατηγορούμενος. Κρίνω πως ο Μ.Κ.2 έπραξε τα πιο πάνω ακριβώς για να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να την εγκαταλείψει αφού αυτός μέχρι τότε δεν είχε συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση η οποία τον διέτασσε να παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή της επίδικης κατοικίας στον Μ.Κ.2.

 

Κρίνω ακόμα πως αυτή η συμπεριφορά του Μ.Κ.2 αποτελεί αυτοδικία και πέραν της διάθεσής του να προκαλέσει πρόβλημα στον κατηγορούμενο φανερώνει επίσης και τη δική του αδιαφορία για την τήρηση της νομιμότητας αφού αντί να αναμένει την ολοκλήρωση των νομικών μέτρων που έλαβε εναντίον του κατηγορούμενου για την ανάκτηση της κατοχής της επίδικης οικίας, ουσιαστικά την εκβίασε, αποκόπτοντας την ηλεκτροδότησή της ενώ σε αυτή εξακολουθούσε μέχρι τότε να διαμένει ο κατηγορούμενος.       

 

Κρίνω ότι ο Μ.Κ.2 προχώρησε εκδικητικά στην καταγγελία που αποτέλεσε τη βάση για την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης εναντίον του κατηγορούμενου επειδή ο τελευταίος δεν έφυγε από την επίδικη κατοικία ούτε κατά τον χρόνο που αρχικά του είχε υποσχεθεί ούτε στη συνέχεια κατά τον χρόνο που προέβλεπε η σχετική δικαστική απόφαση και όχι γιατί ο κατηγορούμενος πράγματι έπραξε όσα του καταλογίζει.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω τα οποία κρίνω πως αποκαλύπτουν τους πραγματικούς λόγους  που ώθησαν τον Μ.Κ.2 εκδικητικά να καταγγείλει τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων κρίνω περαιτέρω ότι και η μαρτυρία του αναφορικά με τα αντικείμενα που είναι επίδικα στην 1η κατηγορία αφ’ εαυτής παρουσιάζει εγγενείς ελλείψεις και αδυναμίες, στερείται πειστικότητας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και για τους πιο κάτω επιπλέον λόγους.

 

Ενδεικτικά αναφέρω ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την αξία των αντικειμένων που ισχυρίστηκε ότι του έκλεψε ο κατηγορούμενος αλλά περιορίστηκε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Κρίνω πως δεν είναι λογικό να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ότι ο κατηγορούμενος του έκλεψε περιουσία αξίας €40.000 χωρίς να προσκομίσει ουδεμία μαρτυρία αναφορικά με την αξία καθενός ξεχωριστά από τα επίδικα αντικείμενα.

 

Κρίνω περαιτέρω πως τα ίδια ισχύουν και αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ο κατηγορούμενος του προκάλεσε ζημιά στην ηλεκτρική εγκατάσταση της επίδικης οικίας του ο οποίος ομοίως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Ο ισχυρισμός του Μ.Κ.1 ότι οι πρίζες ήταν σπασμένες και βγαλμένες από τον τοίχο φανερώνει επιπλέον ότι η απουσία τους δεν αποτελούσε ζημιά ολόκληρη της ηλεκτρικής εγκατάστασης της επίδικης κατοικίας αλλά περιοριζόταν μόνο στις εν λόγω πρίζες, ο αριθμός και η αξία των οποίων όμως τελικά παρέμειναν αδιευκρίνιστα.

 

Αναφορικά με τον Μ.Κ.3 κρίνω πως η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή επειδή στερείται θετικότητας και συνακόλουθα δεν είναι πειστική. Ο εν λόγω μάρτυρας σε αρκετές ερωτήσεις οι οποίες του τέθηκαν κατά την αντεξέτασή του απαντούσε πως δεν θυμόταν. Σε σχέση δε με τους ισχυρισμούς του πως ο κατηγορούμενος έκλεψε όσα αντικείμενα υπήρχαν στην επίδικη κατοικία κρίνω ότι αυτοί στερούνται πειστικότητας και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί επειδή δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ένα προς ένα τα εν λόγω αντικείμενα και αρκέστηκε σε ένα γενικό ισχυρισμό. 

Σε σχέση με τον κατηγορούμενο κρίνω πως η ετσιθελική συμπεριφορά του και η απαράδεκτη επιμονή του να εξακολουθήσει να παραμένει στην οικία που ενοικίαζε από τον Μ.Κ.2 παρά τις αρχικές υποσχέσεις του προς αυτόν και στη συνέχεια παρά την απόφαση του Δικαστηρίου στην έκδοση της οποίας συγκατατέθηκε και η οποία τον διέτασσε να την παραδώσει στον ιδιοκτήτη της δεικνύουν έναν εγωιστή ο οποίος δεν τιμά τις υποσχέσεις του και δεν σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις ούτε και τα δικαιώματα των συνανθρώπων του.

 

Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η παρελκυστική συμπεριφορά του κατηγορούμενου να μην παραδώσει έγκαιρα την κατοχή της επίδικης οικίας στον ιδιοκτήτη της και η παράλειψή του να σεβαστεί τη δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε εναντίον του με τη δική του συγκατάθεση στην αγωγή με αρ. 292/2019 του Ε.Δ. Λάρνακας ήταν η αιτία που οδήγησε τον Μ.Κ.2 να τον καταγγείλει στην Αστυνομία, παρόλο που για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω έκρινα ήδη ότι και αυτός ενήργησε εκδικητικά προς τον κατηγορούμενο και πως όσα ισχυρίστηκε ήταν υπερβολικά και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

 

Παρά όμως τα πιο πάνω κρίνω ότι ο ισχυρισμός του πως όταν ενοικίασε την επίδικη κατοικία σε αυτή υπήρχαν μόνο τα αντικείμενα τα οποία αναφέρει στην κατάθεσή του και για τα οποία ο Μ.Κ.2 του έδωσε την άδειά του να τα πετάξει όταν χαλούσαν είναι λογικός και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτός. Κρίνω ότι στην εν λόγω κατοικία η οποία αγοράστηκε το έτος 2000 από κάποιο άλλο πρόσωπο και στην οποία πριν την ενοικιάσει ο κατηγορούμενος το 2015 από τον Μ.Κ.2 και στην οποία εκείνος και η οικογένειά του διέμεναν για λίγες μόνο ημέρες κάθε έτος δεν θα υπήρχαν όλα αυτά τα αντικείμενα που ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε και ήταν πιθανό, αφού αυτά ήταν και κάποιας ηλικίας και μεταχειρισμένα, να μην είχαν οποιαδήποτε χρησιμότητα για αυτόν και έδωσε την άδειά του στον κατηγορούμενο να τα πετάξει.

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που δηλώθηκε ως παραδεκτή μεταξύ των διαδίκων, τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καθώς επίσης και όσα προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως την ανέφερα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης: ο Μ.Κ.2 είναι ο ιδιοκτήτης της επίδικης κατοικίας στην οδό Κοντής Λαξιάς 11 στο Αλεθρικό. Η εν λόγω κατοικία αγοράστηκε από τον Μ.Κ.2 το 2000 από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της και σε αυτή διέμεναν μόνο μερικές ημέρες κάθε χρόνο αφού δραστηριοποιείτο επαγγελματικά στην Αγγλία και το Μαρόκο. Την εν λόγω κατοικία ο Μ.Κ.2 την ενοικίασε στον κατηγορούμενο την 1.9.2015 για περίοδο ενός έτους. Ο κατηγορούμενος συνέχισε όμως με την αποδοχή του Μ.Κ.2 να παραμένει σε αυτή και μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης.

 

Αρχικά ο Μ.Κ.2 περί το έτος 2017 και στη συνέχεια και το 2018 ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι ήθελε να του παραδώσει την επίδικη κατοικία για να την ανακαινίσει για να διαμένει σε αυτή. Ο κατηγορούμενος του υποσχέθηκε ότι θα του την παρέδιδε αλλά τελικά δεν τήρησε την εν λόγω υπόσχεσή του. Ο Μ.Κ.2 είχε όμως ήδη από το έτος 2018 μεριμνήσει να λάβει προσφορές από μηχανικούς και εργολάβους για να ξεκινούσαν τις εργασίες ανακαίνισης. Έτσι ο Μ.Κ.2 αφού ο κατηγορούμενος δεν του παρέδωσε την κατοικία ως του είχε υποσχεθεί το 2019 καταχώρησε εναντίον του κατηγορούμενου την αγωγή 292/2019 του Ε.Δ. Λάρνακας στην οποία στις 24.4.2019 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος διατάχθηκε να παραδώσει την επίδικη κατοικία στον Μ.Κ.2 μέχρι τις 30.9.2019.

 

Ο κατηγορούμενος όμως δεν συμμορφώθηκε ούτε με την ως άνω απόφαση και έτσι ο Μ.Κ.2 στις 10.10.2019 για να εκβιάσει τη συμμόρφωση του κατηγορούμενου με αυτή μετέφερε στο όνομά του τον λογαριασμό ρεύματος της επίδικης κατοικίας και προχώρησε στη διακοπή της ηλεκτροδότησής της. Όταν τελικά στις 31.10.2019 ο κατηγορούμενος παρέδωσε τα κλειδιά της επίδικης κατοικίας στον Μ.Κ.2 αυτός κατήγγειλε στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου πως ο κατηγορούμενος του έκλεψε περιουσία αξίας €40.000 που βρισκόταν σε αυτή και ότι του προκάλεσε κακόβουλη βλάβη στην ηλεκτρική εγκατάσταση της εν λόγω κατοικίας του άγνωστης αξίας.

       

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της 1ης κατηγορίας σχετικά είναι τα άρθρα 255 και 271 του Ποινικού Κώδικα τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

 

271. Αν αυτό που κλάπηκε είναι προσάρτημα σε ακίνητο ή κινητό που ενοικιάστηκε στον υπαίτιο για χρήση μαζί με την ενοικιασμένη κατοικία ή δωμάτιο, η αξία του υπερβαίνει τις πέντε λίρες, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, αναφέρθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής είναι τα ακόλουθα: α) ο κατηγορούμενος να απέκτησε κατοχή και να αποκόμισε περιουσία, β) αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή αν η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, ο κατηγορούμενος στη συνέχεια να την ιδιοποιήθηκε χωρίς τέτοια συγκατάθεση, γ) ο κατηγορούμενος να ενέργησε με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, δ) η περιουσία να είναι τέτοια που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής και ε) ο κατηγορούμενος να είχε κατά τον χρόνο της απόκτησης κατοχής την πρόθεση να αποστερήσει την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της μόνιμα ή παρόλο ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο που η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του, να προχώρησε αργότερα στον δόλιο σφετερισμό της περιουσίας.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης που αφορά η 2η κατηγορία σχετικό είναι το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκείται δυνάμει του άρθρου αυτού, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η ισχυριζόμενη άσκηση ειλικρινούς αξίωσης δικαιώματος ήταν και εύλογη υπό τις περιστάσεις».

 

Στην παρούσα υπόθεση έχοντας για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω απορρίψει τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 αναφορικά με όσα καταλογίζουν στον κατηγορούμενο ότι διέπραξε, κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος ενώ ήταν ενοικιαστής της επίδικης κατοικίας στην οδό Κοντής Λαξιάς 11 στο Αλεθρικό έκλεψε από αυτή τα έπιπλα, τις συσκευές και τα εργαλεία που αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας.

 

Ομοίως κρίνω ότι απέτυχε να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος εσκεμμένα και παράνομα προξένησε ζημιά στην ηλεκτρική εγκατάσταση της επίδικης κατοικίας ως αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας.

Λόγω των πιο πάνω ο κατηγορούμενος αθωώνεται στις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.    

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο