ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6896/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Μ. Ι.  

                                                                             Κατηγορούμενης

Ημερομηνία: 16.1.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου  

Για την Κατηγορούμενη: κ. Γ. Εφφέ  

Κατηγορούμενη: Παρούσα

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες στις οποίες η κατηγορούμενη δήλωσε μη παραδοχή και τις οποίες παραθέτω αυτούσιες πιο κάτω:

 

   ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου Αρ. 119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Η κατηγορούμενη στις 2/3/2021 και ώρα 1515 στην [ ] της Επαρχίας Λάρνακας επιτέθηκε και κτύπησε τον πατέρα της Κ. Ι. από την [ ] με αποτέλεσμα να του προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη.

 

 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Η κατηγορούμενη στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία ευρισκόμενος σε δημόσιο μέρος εξύβρισε τον πατέρα του Κ. Ι. από τη Λάρνακα με τη φράση «είσαι πελλός» με τέτοιο τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών κάλεσε 2 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 κλήθηκε ο κ. Κ. Ι. ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 2.3.2021 η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 και στην οποία περιέχονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: διαμένει σε σπίτι σε χωράφι στην [ ] το οποίο βρίσκεται εντός των Βρετανικών βάσεων και έχει 5 παιδιά τα οποία εδώ και χρόνια έχουν πολλά προβλήματα τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο για περιουσιακά θέματα. Στις 2.3.2021 η ώρα 15:15 μετέβη με το αυτοκίνητό του στο άλλο του σπίτι για να παραλάβει την αλληλογραφία του και πάρκαρε το αυτοκίνητό πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι. Μόλις άνοιξε την πόρτα και προσπαθούσε να κατέβει είδε ξαφνικά την κόρη του Μ. η οποία διαμένει στο διπλανό σπίτι να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου. Κατέβηκε και ξεκίνησε να περπατά προς το γραμματοκιβώτιο και πριν φτάσει σε αυτό η κόρη του άρχισε να του φωνάζει για τα περιουσιακά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία 13 χρόνια. Επειδή ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει συνέχεια κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του για να φύγει. Όταν άνοιξε την πόρτα και προσπαθούσε να μπει στο αυτοκίνητο η κόρη του έτρεξε προς το μέρος του και τραβούσε με δύναμη την πόρτα και ο ίδιος αδυνατούσε να μπει μέσα και να την κλείσει. Όσο αυτός τραβούσε την πόρτα το ίδιο έκανε και η κόρη του εμποδίζοντάς τον να φύγει. Η κόρη του καθώς τραβούσε την πόρτα τον έγδαρε με τα νύχια της στο δεξί του χέρι λίγο κάτω από τον καρπό και του φώναζε «είσαι πελλός». Στη συνέχεια αυτός κατόρθωσε να κλείσει την πόρτα και ξεκίνησε να φύγει. Αρχικά μετέβηκε στον Αστ. Σταθμό Ορόκλινης για να καταγγείλει το περιστατικό και ακολούθως στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου εξετάστηκε από κάποιο γιατρό ο οποίος του είπε ότι είναι γδάρσιμο το οποίο του έπλυνε και για το οποίο του τοποθέτησε γάζα.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι κατά το έτος 2021 είχε καταχωρήσει την αγωγή 853/2021 του Ε.Δ. Λάρνακας εναντίον της κατηγορούμενης στα πλαίσια της οποίας είχε καταχωρήσει και μια μονομερή αίτηση ημερ. 13.7.2021 η οποία μαζί με την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει και τα άλλα τεκμήρια που είναι επισυνημμένα σε αυτή κατατέθηκε ως τεκμήριο 2. Ισχυρίστηκε πως στην κατάθεσή του είπε πως όταν πήγαινε προς το γραμματοκιβώτιο για να παραλάβει τα γράμματα η κατηγορούμενη του έκανε επίθεση και γύρισε πίσω στο αυτοκίνητό του χωρίς τελικά να τα παραλάβει. Όταν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του η κατηγορούμενη τραβούσε την πόρτα και αυτός αδυνατούσε να την κλείσει και όταν τελικά κατόρθωσε να κλείσει την πόρτα έφυγε από το μέρος. Όταν του υποβλήθηκε ότι άλλα λέει προφορικά στο Δικαστήριο και άλλα στην ένορκη δήλωση του τεκμηρίου 2 αρνήθηκε κάτι τέτοιο και ισχυρίστηκε πως λέει τα ίδια. Όμοια ήταν η θέση του όταν τέλος του υποβλήθηκε ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα όσα αναφέρει στην κατάθεσή του.  

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Αστ. 3895 Στ. Χριστοδούλου ο οποίος υπηρετεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας και ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια του Τ.Α.Ε. Λάρνακας. Ο Μ.Κ.2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του την κατάθεσή του ημερ. 4.3.2021 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: στις 3.3.2021 έλαβε αρχικά ανακριτική κατάθεση από την κα Μ. Ι. αφού προηγουμένως την πληροφόρησε για την υπόθεση που διερευνούσε και στη συνέχεια την κατηγόρησε γραπτώς για τα αδικήματα που διερευνούσε εναντίον της. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ως τεκμήριο 4 τη βεβαίωση πληροφόρησης και παραλαβής έγγραφων δικαιωμάτων υπόπτων/κατηγορουμένων που υπέγραψε η κατηγορούμενη. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 5 την κατάθεση που της έλαβε και τέλος ως τεκμήριο 6 τη γραπτή κατηγορία που της απήγγειλε.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι ήταν το πρόσωπο το οποίο έλαβε τις καταθέσεις από τον παραπονούμενο και την κατηγορούμενη. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν έγινε η επίθεση που ισχυρίστηκε ο παραπονούμενος ότι υπέστη ούτε και τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι εκδορές στο χέρι του. Ανέφερε ότι με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του συμπλήρωσε τον φάκελο της υπόθεσης και δεν έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να διερευνήσει τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης ότι ο πατέρας της προέβηκε στην επίδικη καταγγελία επειδή είχαν μεταξύ τους οικονομικές διαφορές.

 

Στη συνέχεια οι δικηγόροι των διαδίκων δήλωσαν ως παραδεκτό μεταξύ τους γεγονός ότι: «ο παραπονούμενος Κώστας Ιωάννου εξετάστηκε στις 2.3.2021 και ώρα 16:25 από τον Δρα Γιάγκο Λαβράνο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας και διαπιστώθηκε ότι έφερε εκχύμωση και εκδορά ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός χωρίς ενεργό αιμορραγία. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο τρόπος που προκλήθηκε και ποιος το προκάλεσε».

 

Όταν στη συνέχεια το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση η κατηγορούμενη επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε την ανακριτική της κατάθεση ημερ. 3.3.2021 η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο 5 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: στις 2.3.2021 βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της όταν είδε τον πατέρα της απότομα μπροστά της και όταν τον ρώτησε τι θέλει αυτός της απάντησε «γιατί εν υπογράφετε, θέλετε να με κάνετε υπό σας;» και αυτή του απάντησε ότι το μόνο που θέλουν είναι τα δικαιώματά τους. Αρνήθηκε ότι τον ακούμπησε ή τον εξύβρισε και ισχυρίστηκε ότι του είπε να φύγει από το σπίτι της γιατί δεν δικαιούται να την ενοχλεί κάθε λίγο. Αυτός μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε και η ίδια μπήκε στο σπίτι της και δεν τον είδε όταν μπήκε στο αυτοκίνητό του για να φύγει επειδή βρισκόταν στην κουζίνα της.  

 

Κατά την αντεξέτασή της η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι είδε ξαφνικά μπροστά της τον πατέρα της να βρίσκεται στην αυλή της πίσω από την κουζίνα της. Στη συνέχεια όταν αυτός έφυγε από την αυλή της η ίδια δεν τον ακολούθησε και ο υιός της που βρισκόταν μαζί της στο σπίτι της είπε ότι το όχημά του παραπονούμενου ήταν σταθμευμένο πάνω στο πεζοδρόμιο έξω από την οικία της. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα περιουσιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ίδια και τα αδέλφια της με τον παραπονούμενο και στον διαχωρισμό ενός κτήματος συνιδιοκτησίας όλων τους που ο πατέρας τους επιχείρησε μονομερώς να επιτύχει. Ισχυρίστηκε επίσης πως την επίδικη ημέρα όταν είδε τον πατέρα της δεν βγήκε έξω από το σπίτι της, δεν τον πλησίασε ούτε του φώναξε.     

 

Οι δικηγόροι κατά τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν ο καθένας της θέσεις της πλευράς που εκπροσωπεί. Ο κ. Κούμουρου εισηγήθηκε πως από τη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα επίδικα αδικήματα και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει την κατηγορούμενη ένοχη στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.

 

Ο κ. Εφφέ από την άλλη εισηγήθηκε ότι ο Μ.Κ.1 είναι αναξιόπιστος και διαφάνηκε από τη μαρτυρία ότι περιέπεσε σε αντιφάσεις. Εισηγήθηκε επίσης πως η ένορκη δήλωση του παραπονούμενου η οποία περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 2 αποτελεί προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωσή του αφού σε εκείνη περιγράφει εντελώς διαφορετικά το επίδικο περιστατικό σε σχέση με την περιγραφή που έδωσε με την κατάθεσή του στην αστυνομία, τεκμήριο 1. Εισηγήθηκε επίσης ότι οι ισχυρισμοί της κατηγορούμενης δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέτασή της και η ίδια δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις. Εισηγήθηκε επίσης πως το γεγονός ότι η κατηγορούμενη κατέθετε με έντονο τρόπο ή ότι σε κάποια σημεία της κατάθεσής της διακρίνεται κάποια υπερβολή αυτά δεν αφορούν ουσιώδη ζητήματα και αποδίδονται στα συναισθήματα που της δημιουργήθηκαν λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τον πατέρα της για πάρα πολλά χρόνια. Εισηγήθηκε ακόμα πως το γεγονός το οποίο δηλώθηκε εκ συμφώνου αναφέρει ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκε στο χέρι του παραπονούμενου η εκχύμωση και η εκδορά ούτε ο χρόνος που έγινε και συνεπώς κατά την εισήγησή του το ως άνω παραδεκτό γεγονός δεν έχει καμία αποδεικτική αξία. Εισηγήθηκε τέλος ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. 

 

Έχω υπόψη μου τις θέσεις και εισηγήσεις των δικηγόρων των διαδίκων και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο.

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527).

 

Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ο Μ.Κ.1 μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κρίνω ότι η μαρτυρία του είχε λογική και συνοχή, κατά την αντεξέτασή του παρέμεινε σταθερός στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του που περιέχονται στην κατάθεσή του και δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις. Η εισήγηση του κ. Εφφέ πως όσα καταγράφονται στην ένορκή του δήλωση, τεκμήριο 2, αποτελούν προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωση του μάρτυρα αναφορικά με το επίδικο περιστατικό ως το περιγράφει στην κατάθεσή του τεκμήριο 1 με όλο τον σεβασμό προς την ως άνω εισήγηση κρίνω ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και εξηγώ: ο κ. Εφφέ ανέδειξε ως αντίφαση το γεγονός ότι στο τεκμήριο 1 και συγκεκριμένα στις γραμμές 14 έως 25 ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι κατέβηκε από το όχημά του, περπάτησε λίγη απόσταση, στη συνέχεια υπήρξε λογομαχία με την κατηγορούμενη και στη συνέχεια επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και η κατηγορούμενη τραβούσε την πόρτα και δεν τον άφηνε να μπει σε αυτό ενώ στην ένορκή του δήλωση ισχυρίστηκε πως μόλις αυτός κατέβηκε από το αυτοκίνητό του η κατηγορούμενη του επιτέθηκε, άρα δεν περπάτησε λίγη απόσταση ούτε υπήρξε μεταξύ τους λογομαχία για τα περιουσιακά ούτε ότι τραβούσε την πόρτα επίμονα ούτε ότι κτύπησε το αυτοκίνητο όταν αυτός ήταν έξω από αυτό. Κρίνω ότι τα πιο πάνω δεν έχουν τη διάσταση που ο κ. Εφφέ εισηγήθηκε αλλά αποτελούν περιγραφή του ίδιου περιστατικού. Το γεγονός ότι στην μια περίπτωση ο παραπονούμενος δεν ανέφερε ότι η κατηγορούμενη περπάτησε προς το μέρος του και μετά του επιτέθηκε δεν αποτελεί κατά την κρίση μου ουσιώδη παράλειψη που να καθιστά τη μαρτυρία του αναξιόπιστη. Κρίνω σε κάθε περίπτωση πως η μη πανομοιότυπη περιγραφή του ίδιου συμβάντος σε 2 διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν αποτελεί ένδειξη αναλήθειας εκ μέρους του μάρτυρα αλλά το αντίθετο αφού στην ουσία ο ισχυρισμός του παραπονούμενου ότι υπέστη επίθεση δεν διαφοροποιήθηκε επειδή παρέλειψε να αναφέρει ότι η κατηγορούμενη προτού του επιτεθεί περπάτησε προς αυτό.

 

Κρίνω περαιτέρω πως το γεγονός ότι την ίδια ημέρα που ο παραπονούμενος κατήγγειλε ότι η θυγατέρα του τού επιτέθηκε διαπιστώθηκε επίσης ότι έφερε εκχύμωση και εκδορά ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός, το οποίο δηλώθηκε ως παραδεκτό μεταξύ των διαδίκων γεγονός, αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο που ενδυναμώνει τον ισχυρισμό του πως αυτά του τα προκάλεσε η κατηγορούμενη. Επίσης λαμβάνω υπόψη μου ότι ουδέποτε υποβλήθηκε στον παραπονούμενο ότι ο ίδιος προκάλεσε τον ως άνω τραυματισμό του ούτε και προσκομίσθηκε οποιαδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρία από την κατηγορούμενη ότι ο πατέρας της αυτοτραυματίστηκε.   

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 αφορούσε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε ως ο εξεταστής της υπόθεσης όταν ο Μ.Κ.1 του υπέβαλε το παράπονό του και στη συνέχεια όταν έλαβε καταθέσεις από αυτόν και την κατηγορούμενη. Κρίνω ότι η μαρτυρία του ήταν ειλικρινής και την αποδέχομαι ως αξιόπιστη δεν μπορεί όμως να είναι διαφωτιστική για το τι πράγματι έλαβε χώρα κατά τον επίδικο χρόνο μεταξύ του Μ.Κ.1 και της κατηγορούμενης αφού αυτός δεν ήταν παρών στον επίδικο χώρο και ήταν αντικειμενικά αδύνατο να είχε ιδία γνώση πώς πράγματι διαδραματίστηκε το επίδικο περιστατικό.

 

Η κατηγορούμενη δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας επειδή η εκδοχή της δεν συνάδει με το πως πράγματι εξελίχθηκαν τα γεγονότα την επίδικη ημέρα και κρίνω πως η μαρτυρία της αποτελεί ακροσφαλές υπόβαθρο για να στηριχθεί σε αυτή το Δικαστήριο για να καταλήξει σε ευρήματα. Κρίνω πως σε περίπτωση που το επίδικο περιστατικό είχε διαδραματιστεί διαφορετικά από ό,τι ισχυρίστηκε ο παραπονούμενος και ιδίως σε περίπτωση που ο τελευταίος ψευδώς είχε καταγγείλει την κόρη του ότι του επιτέθηκε και τον εξύβρισε θα ήταν λογικά αναμενόμενο πως όταν αυτή πληροφορήθηκε για την εν λόγω καταγγελία του θα προέβαινε και η ίδια σε καταγγελία εναντίον του ότι προχώρησε σε καταγγελία για κάποιο κατά φαντασία αδίκημα ήτοι ότι την κατήγγειλε ψευδώς ότι του επιτέθηκε και ότι τον εξύβρισε. Αντ’ αυτού όμως η κατηγορούμενη όταν πληροφορήθηκε από τον Μ.Κ.2 για την καταγγελία που υπέβαλε εναντίον της ο πατέρας της  αρκέστηκε να αρνηθεί ότι συνέβηκε το επίδικο περιστατικό και έδωσε τη δική της εκδοχή ως προς το πώς εξελίχθηκε το επίδικο περιστατικό αλλά σε καμία περίπτωση δεν προχώρησε σε καταγγελία εναντίον του ότι την κατήγγειλε για 1 κατά φαντασία αδίκημα. Ομοίως ούτε στις 13.7.2021 όταν ο παραπονούμενος καταχώρησε εναντίον της την επίδικη αίτηση η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 2 η κατηγορούμενη προχώρησε σε καταγγελία εναντίον του αλλά αρκέστηκε να αρνηθεί ότι συνέβηκε το επίδικο περιστατικό και περιορίστηκε να δώσει τη δική της εκδοχή ως προς το πώς εξελίχθηκε τούτο.

 

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω καθώς και όσα δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα μεταξύ των διαδίκων καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα: Στις 2.3.2021 η ώρα 15:15 ο Μ.Κ.1 μετέβη με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του στην Πύλα το οποίο είναι δίπλα από το σπίτι στο οποίο διαμένει η κατηγορούμενη κόρη του για να παραλάβει την αλληλογραφία του και πάρκαρε το αυτοκίνητό του πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά από το εν λόγω σπίτι. Μόλις άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και προσπαθούσε να κατέβει από αυτό είδε ξαφνικά την κατηγορούμενη να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του.

 

Κατέβηκε και ξεκίνησε να περπατά προς το γραμματοκιβώτιο και πριν φτάσει σε αυτό η κόρη του άρχισε να του φωνάζει για τα περιουσιακά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία 13 χρόνια. Επειδή ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει συνέχεια κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του για να φύγει. Όταν άνοιξε την πόρτα και προσπαθούσε να μπει στο αυτοκίνητο η κόρη του έτρεξε προς το μέρος του και τραβούσε με δύναμη την πόρτα και ο ίδιος αδυνατούσε να μπει μέσα και να την κλείσει. Όσο αυτός τραβούσε την πόρτα το ίδιο έκανε και η κόρη του εμποδίζοντάς τον να φύγει. Η κατηγορούμενη καθώς τραβούσε την πόρτα τον έγδαρε με τα νύχια της στο δεξί του χέρι λίγο κάτω από τον καρπό και του εφώναζε «είσαι πελλός». Στη συνέχεια αυτός κατόρθωσε να κλείσει την πόρτα και ξεκίνησε να φύγει. Αρχικά μετέβηκε στον Αστ. Σταθμό Ορόκλινης για να καταγγείλει το περιστατικό και ακολούθως στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου εξετάστηκε από τον Δρα Γιάγκο Λαβράνο και διαπιστώθηκε ότι έφερε εκχύμωση και εκδορά ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός χωρίς ενεργό αιμορραγία. 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Η 1η κατηγορία εδράζεται στα άρθρα 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000. Το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη έχει ως ακολούθως: «Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Για τη στοιχειοθέτηση αυτού του αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθούν δύο στοιχεία ως ακολούθως: α) ότι υπήρξε επίθεση εναντίον άλλου προσώπου και β) ότι προκλήθηκε στο πρόσωπο αυτό πραγματική σωματική βλάβη από την εν λόγω επίθεση.

 

Στο άρθρο 2 του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «μέλος της οικογένειας» σημαίνει:

 

(α) άντρα και γυναίκα που

(i) έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι, ή

(ii) συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο·

(β) γονείς των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)

(γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)

 

Στο άρθρο 3(1) του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του».

 

Στο άρθρο 3(4) του Νόμου 119(Ι)/2000 ορίζεται ότι «Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές».

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή με μεγάλη αδιαφορία (recklessly) να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο, τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 

Η μεγάλη αδιαφορία στην οποία μπορεί να στοιχειοθετηθεί εναλλακτικά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης στο αδίκημα, έχει περιγραφεί στη νομολογία του κοινοδικαίου ότι καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

 

Πραγματική σωματική βλάβη, περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό (συμπεριλαμβανομένης και υστερικής νευρικής κατάστασης) που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Στην υπόθεση Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56, επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 (βλ. επίσης R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529. 534 και Αστυνομία v. Ιωάννου (1989) 2 Α.Α.Δ. 61). Δεν χρειάζεται το τραύμα να είναι σοβαρό ή μόνιμου χαρακτήρα.

 

Το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης που αφορά η 2η κατηγορία προβλέπεται στο άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και έχει ως ακολούθως: «Όποιος σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουσθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει παρευρισκόμενο πρόσωπο σε επίθεση είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές».

 

Από το κείμενο του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης είναι: α) η εξύβριση άλλου προσώπου, β) σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τρόπο που είναι ενδεχόμενο να ακουσθεί σε δημόσιο χώρο και γ) κατά τρόπο που είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο σε επίθεση.

 

Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Όπως αναφέρεται στην Αγγλική υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 ALL ER 1297: "An ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears it".

 

Επίσης στην Bolster ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 89, λέχθηκε ότι η εξύβριση στοιχειοθετείται όταν το χρησιμοποιηθέν υπό συνθήκες αντιπαράθεσης λεκτικό δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως μη υβριστικό. Επομένως, η ακριβής λεκτική απόδοση των εκφρασθέντων στερείται οιασδήποτε ουσιώδους σημασίας. Στις λέξεις που εκστομίζονται πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Δεν χρειάζεται απόδειξη στοιχείου πραγματικής πρόκλησης οποιουδήποτε παρευρισκομένου να επιτεθεί. Είναι αρκετό ότι όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Το κριτήριο είναι και πάλι αντικειμενικό, δηλαδή κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί (Γενικός Εισαγγελέας ν. Natalia Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503 και Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98).

 

Όσον αφορά την έννοια του δημόσιου χώρου, αυτή καθορίζεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα ως ακολούθως: «δημόσιος χώρος ή δημόσιο υποστατικό περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτήριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης όπου το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής καθώς και κτήριο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση».

 

Έχοντας υπόψη μου τα ως άνω ευρήματά μου και τη νομική πτυχή του θέματος ως την παρέθεσα πιο πάνω προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων.

 

Σε σχέση με την 1η κατηγορία κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη αφού αποδείχθηκε ότι στις 2.3.2021 η ώρα 15:15 η κατηγορούμενη στην Πύλα με πρόθεση παράνομα επιτέθηκε στον πατέρα της Κ. Ι. και του προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη ήτοι εκχύμωση και εκδορά ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός χωρίς ενεργό αιμορραγία. Η κατηγορούμενη προκάλεσε στον πατέρα της την ως άνω σωματική βλάβη γδέρνοντας τον με τα νύχια της στο δεξί του χέρι λίγο κάτω από τον καρπό όταν αυτός τραβούσε την πόρτα του αυτοκινήτου του για να την κλείσει και η κατηγορούμενη την τραβούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Αναφορικά με τη 2η κατηγορία κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος αφού απέδειξε πως η κατηγορούμενη σε δημόσιο χώρο ήτοι σε σπίτι του πατέρα της στην Πύλα στις 2.3.2021 και ώρα 15:15 εξύβρισε τον πατέρα της Κώστα Ιωάννου λέγοντάς του τη φράση «είσαι πελλός» η οποία έχει υβριστικό περιεχόμενο και περαιτέρω πως ήταν ενδεχόμενο από την ως άνω εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο.   

 

Λόγω των πιο πάνω η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1 και 2 τις οποίες αντιμετωπίζει.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο