ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 927/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.    TOMOTHEE FAMI

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 11.3.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου

Κατηγορούμενος 2: Αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται συνολικά 5 κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1 και 2 αφορούν τον 1ο κατηγορούμενο και οι κατηγορίες 3 έως 5 τον 2ο. Η ποινική δίωξη εναντίον του 1ου κατηγορούμενου αναστάλθηκε ενώ εναντίον του 2ου κατηγορούμενου ο οποίος δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες που τον αφορούν η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση.

 

Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο 1ος κατηγορούμενος είναι οι ακόλουθες: πρόσληψη αλλοδαπού σε υπηρεσία και παράλειψη ειδοποιήσεως του Λειτουργού Καταγραφής περί της τοιαύτης πρόσληψης κατά παράβαση του άρθρου 20 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και του Καν. 38 της Κ.Δ.Π. 242/1972 (3η κατηγορία), παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση των άρθρων 2, 14Β(1) και 19 του Κεφ. 105 και της Κ.Δ.Π. 242/1972 (4η κατηγορία) και παροχή συνδρομής σε αλλοδαπό να παραβεί τους όρους άδειας εισόδου κατά παράβαση των άρθρων 2, 19(1)(ι)(κ) του Κεφ. 105 και των Καν. 2, 9(1)(β)(4) και 11 της Κ.Δ.Π. 242/1972 (5η κατηγορία).

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε μόνο 1 μάρτυρα και συγκεκριμένα την Αστ. 3389 Μ. Δημητρίου η οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή της κατάθεση στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: εργάζεται στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων και στις 14.11.2020 επέδωσε στον Ανδρέα Ανδρέου το έντυπο με τα δικαιώματα υπόπτου/κατηγορουμένου και στη συνέχεια, αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού έλαβε από αυτόν ανακριτική κατάθεση. Στην εν λόγω κατάθεση ο κατηγορούμενος αναφέρει ότι δεν εργοδοτούσε τον αλλοδαπό Fami Timothee. Ακολούθως τον κατηγόρησε γραπτώς και κατέγραψε την απάντηση την οποία αυτός έδωσε.

 

Η Μ.Κ.1 κατά την κυρίως εξέτασή της κατέθεσε επίσης και τα τεκμήρια 2 έως 7. Το τεκμήριο 2 είναι η κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 14.11.2020, το τεκμήριο 3 είναι η κατάθεση του Αστ. 2060 Ο. Παπακώστα ημερ. 13.11.2020, το τεκμήριο 4 είναι η κατάθεση του Λοχ. 381 Λ. Κυριάκου ημερ. 13.11.2020, το τεκμήριο 5 είναι η κατάθεση του Fami Timothee ημερ. 14.11.2020, το τεκμήριο 6 είναι το έντυπο με τα δικαιώματα υπόπτου/κατηγορουμένου και τέλος το τεκμήριο 7 είναι η κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 14.11.2020. 

 

Η Μ.Κ.1 δεν αντεξετάστηκε.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του ο τελευταίος επέλεξε να τηρήσει σιωπή. Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα επίδικα αδικήματα ενώ ο κατηγορούμενος ανέφερε επί λέξει «δεν θα πω τίποτε».

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Στην παρούσα υπόθεση η μοναδική μάρτυρας που προσέφερε προφορικά μαρτυρία για την υπόθεση δεν αντεξετάστηκε συνεπώς οι ισχυρισμοί της γίνονται αποδεκτοί. Η Μ.Κ.1 δεν ήταν παρούσα στον επίδικο χώρο κατά τον επίδικο χρόνο και λόγω αυτού του γεγονότος δεν είχε προσωπική γνώση όσων έλαβαν χώρα κατά το επίδικο περιστατικό. Συνεπώς κρίνω ότι η μαρτυρία της δεν μπορεί να είναι επιβοηθητική για το πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.

 

Λόγω του γεγονότος ότι ουδείς άλλος ο οποίος είχε προσωπική γνώση των όσων έλαβαν χώρα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να προσφέρει μαρτυρία και να αντεξεταστεί είναι προφανές ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής θα κριθεί από την αξιολόγηση της εξ ακοής μαρτυρίας που παρουσιάστηκε στην οποία θα κάνω αναφορά πιο κάτω.

 

Αναφορικά με την εξ ακοής μαρτυρία το άρθρο 24(1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ορίζει ότι «εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής».

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας σχετικό είναι το άρθρο 27 του Κεφ. 9 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται

(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ) κατά  πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε».

 

Στη γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου, τεκμήριο 2, περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: ο κατηγορούμενος ασχολείται με μεταλλικές κατασκευές σε διάφορους τόπους και κυβερνητικά κτίρια. Μεταξύ άλλων κατασκεύασε και τις μεταλλικές κατασκευές στον χώρο φιλοξενίας αιτητών πολιτικού ασύλου στην Κοφίνου όπου εκεί γνώρισε και τον Fami από το Καμερούν ο οποίος του ζήτησε να εργαστεί κοντά του. Επειδή δεν γνώριζε αν ο αλλοδαπός μπορούσε να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη εργασία του είπε πως θα τον πάρει μαζί του μια φορά για να δει τι ακριβώς κάνει και αν μπορεί να ανταποκριθεί στην εργασία να τον εγγράψει νόμιμα και μετά να αρχίσει να εργάζεται μαζί του. Στις 13.11.2020 συνάντησε τον Fami και τον πήρε μαζί του στην Τροχαία Λάρνακας για να δει τη δουλειά στην οποία απασχολείτο ο κατηγορούμενος και να του πει αν μπορεί να εργαστεί μαζί του. Δεν τον έβαλε μαζί του εντός της Τροχαίας όπου εργαζόταν αλλά τον άφησε εκτός του Τμήματος για να μην έχει οποιοδήποτε πρόβλημα παρόλο που γνώριζε ότι ήταν νόμιμος στη Δημοκρατία. Όταν άφησε τον αλλοδαπό έξω από το Τμήμα της Τροχαίας κάποιος αστυνομικός τον ρώτησε εάν ο αλλοδαπός που βρισκόταν εκεί ήταν μαζί του και του απάντησε πως ήταν μαζί του και ότι τον είχε φέρει για να δει τη δουλειά του αλλά ουδέποτε τον εργοδότησε.    

 

Στην κατάθεση του Αστ. 2060 Παπακώστα, τεκμήριο 3, περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: στις 13.11.2020 έλεγξε από τα αρχεία της Υ.Α.Μ. το καθεστώς παραμονής του αλλοδαπού Fami Timothee μετά από υπόδειξη του Λοχ. 381 Λ. Κυριάκου σχετικά με υπό διερεύνηση υπόθεση παράνομης απασχόλησης και διαπίστωσε ότι στις 11.10.2019 ο εν λόγω αλλοδαπός αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία και στις 30.10.2019 υπέβαλε αίτηση για άσυλο η οποία τελεί υπό εξέταση.

 

Στην κατάθεση του Λοχ. 381 Κυριάκου, τεκμήριο 4, περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι τοποθετημένος στην Τροχαία Λάρνακας και στις 13.11.2020 και περί ώρα 11:25 αντιλήφθηκε έξω από την περίφραξη της Τροχαίας ένα άνδρα αφρικανικής καταγωγής. Κατευθυνόμενος προς αυτόν για να τον ελέγξει συνάντησε τον κατηγορούμενο που ασχολείτο με την τοποθέτηση τσίγκων περιμετρικά της Τροχαίας ο οποίος του ανέφερε ότι ο αλλοδαπός είναι υπάλληλός του και ότι τον έφερε για να τον βοηθήσει. Όταν τον ρώτησε εάν είναι «γραμμένος» αυτός του απάντησε αρνητικά. Πληροφόρησε τον κατηγορούμενο για το αδίκημα το οποίο διέπραξε και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο και ο κατηγορούμενος του απάντησε «να του πω να φύει». Στη συνέχεια οδήγησε τον αλλοδαπό εντός της Τροχαίας και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον Fami Timothee, αιτητή πολιτικού ασύλου του οποίου η αίτηση εκκρεμεί. Τον ρώτησε τι έκανε εκεί και αυτός του απάντησε «I am working with Andreas». Τον ρώτησε επίσης αν μιλά καλά αγγλικά και εκείνος του είπε γαλλικά. Στη συνέχεια ο αλλοδαπός μεταφέρθηκε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων για διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Στην κατάθεση του Timothee Fami, τεκμήριο 5, από την οποία προκύπτει πως κατηγορήθηκε ότι στις 13.11.2020 εργαζόταν ως υπάλληλος στο συνεργείο τοποθέτησης τσίγκων με υπεύθυνο τον Ανδρέα Ανδρέου χωρίς να έχει εξασφαλίσει άδεια από τον Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και ότι είχε παραβιάσει τους όρους παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ως αιτητής ασύλου εργαζόμενος παράνομα, αναγράφεται ότι αυτός έδωσε την ακόλουθη απάντηση «δεν παραδέχομαι, καθόμουν έξω από την Αστυνομία».

 

Έχοντας υπόψη μου ότι ο αλλοδαπός Timothee Fami φέρεται σύμφωνα με την κατάθεση του Λοχ. 381, τεκμήριο 4, να του απάντησε σε σχετική ερώτηση που του υπέβαλε ο τελευταίος με τη φράση «I am working with Andreas» και στη συνέχεια αργότερα όταν κατηγορήθηκε γραπτώς πως παράνομα εργάστηκε ως υπάλληλος του κατηγορούμενου απάντησε «δεν παραδέχομαι, καθόμουν έξω από την Αστυνομία» κρίνω πως λόγω των 2 ως άνω εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων που φέρεται να προέβαλε αναφορικά με την εργοδότησή του στην από τον κατηγορούμενο κρίνω πως δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην ως άνω εξ ακοής μαρτυρία του.

 

Στον ισχυρισμό του Λοχ. 381 ως αυτός καταγράφεται στην κατάθεσή του ότι σε σχετική ερώτηση που υπέβαλε στον κατηγορούμενο ο τελευταίος του απάντησε πως ο αλλοδαπός είναι υπάλληλός του και τον έφερε για να τον βοηθήσει κρίνω ομοίως πως δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα λόγω του γεγονότος ότι δεν δόθηκε οποιοσδήποτε λόγος γιατί ο εν λόγω μάρτυρας δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει τον ως άνω ισχυρισμό του.

 

Αναφορικά τέλος με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι ουδέποτε εργοδότησε τον ως άνω αλλοδαπό και ότι την επίδικη ημέρα τον είχε μεταφέρει μαζί του απλώς και μόνο για να δει τις εργασίες με τις οποίες ασχολείτο και να του έλεγε κατά πόσο ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εργασίας εάν τον εργοδοτούσε κρίνω ότι αυτός είναι αληθής και γίνεται αποδεκτός. Ο ως άνω ισχυρισμός του κατηγορούμενου επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του Λοχ. 381 στην οποία αναγράφεται ότι αυτός είδε τον αλλοδαπό να βρίσκεται εκτός της περίφραξης του χώρου της Τροχαίας Λάρνακας όπου βρισκόταν ο κατηγορούμενος και τοποθετούσε τσίγκους και να κοιτάζει προς τα μέσα χωρίς όμως ο αλλοδαπός να κάνει οτιδήποτε το οποίο θα οδηγούσε σε συμπέρασμα ότι αυτός εργαζόταν.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Στην παρούσα υπόθεση και έχοντας υπόψη μου όλα όσα ανέφερα πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή δεν κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα τα οποία του καταλογίζει.

 

Λόγω των πιο πάνω ο κατηγορούμενος αθωώνεται στις κατηγορίες 3, 4 και 5. 

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής  

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο