ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 5715/2020

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

VADIM URAKOV

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 24.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Λ. Λουκά με κα Β. Χριστοφόρου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 10 κατηγορίες οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν ως ακολούθως: οι κατηγορίες 1, 4 και 7 αφορούν το αδίκημα της πλαστογραφίας εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα και συγκεκριμένα των 3 επιταγών της Τράπεζας Κύπρου οι οποίες αναφέρονται σε καθεμιά από τις ως άνω κατηγορίες ποσού €7.000, €7.500 και €12.000 αντίστοιχα, οι κατηγορίες 2, 5 και 8 αφορούν το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα ήτοι των επιταγών που αναφέρονται στις κατηγορίες 1, 4 και 7 αντίστοιχα, οι κατηγορίες 3, 6 και 9 αφορούν το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα και τέλος η 10η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα και συγκεκριμένα των επιταγών που αναφέρονται στις κατηγορίες 1, 4 και 7.

 

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ως χρόνος διάπραξης των αδικημάτων των κατηγοριών 1 έως 3 ορίζεται η περίοδος από 1.1.2016 έως τις 15.4.2018, στις κατηγορίες 4 έως 6 η περίοδος από 1.1.2016 έως τις 20.4.2018 και στις υπόλοιπες η περίοδος από 1.1.2016 έως τις 28.2.2017.

 

Επειδή οι λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 έως 9 μοιάζουν μεταξύ τους και διαφέρουν μόνο στον αριθμό των επιταγών και στα ποσά που αναφέρονται σε αυτές κρίνω ότι αρκεί να παραθέσω μόνο τις 3 πρώτες καθώς και την τελευταία οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. κατηγορίας 1

Πλαστογραφία εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και Νόμος 166/87

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 1/1/2016 – 16/4/2018, συμπεριλαμβανομένων σε ημερομηνία άγνωστη για την κατηγορούσα αρχή στην Πύλα της Επαρχίας Λάρνακας, με σκοπό καταδολίευσης πλαστογράφησε έγγραφο, ήτοι την κλοπιμαία επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αριθμό [ ], δηλαδή υπόγραψε ως εκδότης της χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. κατηγορίας 2

Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και Νόμος 166/87

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρονται στην πρώτη κατηγορία εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι την πλαστογραφημένη επιταγή που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. κατηγορίας 3

Πλαστογραφία εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και Νόμος 166/87

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία δια ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολιεύσεως απέσπασε από τον Ηρακλή Μανδρίτη από την Πύλα, το χρηματικό ποσό των 7.000 ευρώ ψευδείς παραστάσεις συνισταμένας εις το ότι εξόφλησε το χρέος του πληρώνοντας με την επιταγή που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία ενώ γνώριζε ότι αυτή ήταν κλοπιμαία και πλαστογραφημένη.

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. κατηγορίας 10

Κλοπή, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, Νόμος 166/87

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 1/1/2016 – 28/2/2017, συμπεριλαμβανομένων σε ημερομηνία άγνωστη για την κατηγορούσα αρχή στην Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας έκλεψε τις επιταγές της Τράπεζας Κύπρου με αριθμούς [ ], [ ] και [ ], ιδιοκτησία της εταιρείας SMARTSTEP ENTERPRISES.

 

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες και η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 4 μάρτυρες.

 

Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Λοχ. 3501 Α. Κυριάκου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή του κατάθεση στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον Αστ. Σταθμό Ορόκλινης. Στις 5.7.2017 έλαβε καταγγελία από τον Ηράκλη Μανδρίτη ότι περί τα μέσα του 2016 ο κατηγορούμενος τον οποίο γνώριζε του παρουσίασε 3 επιταγές της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd τις οποίες θα του έδιδε ως εξασφάλιση για λεφτά τα οποία θα του δάνειζε. Ο κατηγορούμενος στην παρουσία του συμπλήρωσε και υπέγραψε τις εν λόγω επιταγές αναφέροντάς του ότι είναι ο διευθυντής της ως άνω εταιρείας. Οι εν λόγω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και όταν στις 28.2.2017 η 1η επιταγή παρουσιάστηκε στην τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκε απλήρωτη με την ένδειξη «η υπογραφή του εκδότη διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας». Την ίδια ημέρα έλαβε αντίγραφα των 3 επιταγών της Τράπεζας Κύπρου και δείγμα υπογραφής από τον Μανδρίτη. Στις 19.7.2017 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο καθώς και δείγμα υπογραφής. Στις 25.9.2017 παρέλαβε τις ως άνω επιταγές από τον Μανδρίτη και στις 28.11.2017 παρέδωσε στον Αστ. 2777 Τ. Λεμονιάτη τα ως άνω τεκμήρια που είχε λάβει για να τα μεταφέρει στο εργαστήριο γραφολογίας του Αρχηγείου Αστυνομίας. Ο μάρτυρας στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε τα τεκμήρια 2 έως 18.

 

Κατά τη σύντομη αντεξέτασή του ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι το τεκμήριο 8 που έλαβε από το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών αφορά την εταιρεία SmartStep Consultants Ltd και οι επίδικες επιταγές που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια 10, 11 και 12 αντίστοιχα έχουν ως εκδότη τους την εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd.

 

Προτού κληθεί ο επόμενος μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής δηλώθηκε πως η έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΥΠ.ΕΓ.Ε. ημερ. 10.1.2018 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 19 κατατέθηκε ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της. Σε αυτή περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: ο Λοχ. 837 Γ. Χρυσάνθου στις 28.11.2017 παρέλαβε από τον Αστ. 2777 Τ. Λεμονιάτη στο Εργαστήριο Γραφολογίας της ΥΠ.ΕΓ.Ε. τα εξής τεκμήρια: (1) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 28.2.2017 με αμφισβητούμενη γραφή συμπλήρωσης και υπογραφή εκδότη στο μπροστινό μέρος και αμφισβητούμενη υπογραφή δικαιούχου στο πίσω μέρος (Σημ.1), (2) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 15.4.2018 με αμφισβητούμενη γραφή συμπλήρωσης και υπογραφή εκδότη (Σημ.2), (3) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 20.4.2018 με αμφισβητούμενη γραφή συμπλήρωσης και υπογραφή εκδότη (Σημ.3), (4) τριάντα φωτοαντίγραφα επιταγής με δείγμα γραφής και υπογραφής που αποδίδεται στον Ηρακλή Μανδρίτη (Σημ.4.1. – 4.30) και (5) τριάντα φωτοαντίγραφα επιταγής με δείγμα γραφής και υπογραφής που αποδίδεται στον VADIM URAKOV (Σημ. 5.1. – 5.30).

 

Η αιτούμενη εξέταση ήταν η εξέταση της αμφισβητούμενης γραφής συμπλήρωσης και υπογραφών στις 3 επιταγές της Τράπεζας Κύπρου και σύγκρισή τους με τα δείγματα γραφής και υπογραφής των προσώπων που υποβλήθηκαν.

 

Τα αποτελέσματα της εξέτασης ήταν τα ακόλουθα:

(1) η αμφισβητούμενη υπογραφή δικαιούχου στο πίσω μέρος της επιταγής (Σημ.1) είναι γραμμένη ολογράφως. Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη υπογραφή, τη γραφή «Ηράκλης Μανδρίδης» στη θέση «ΠΛΗΡΩΣΤΕ» στην επιταγή (Σημ.1), καθώς και τη γραφή του ποσού ολογράφως στη θέση «ΕΥΡΩ» και στις 3 επιταγές (Σημ.1 – 3) με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΤΗ παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του έγιναν από αυτόν.

 

(2) η αμφισβητούμενη γραφή του ποσού αριθμητικώς στη θέση «€» στις επιταγές [ ] (Σημ.2) και [ ] (Σημ.3) καθώς και η γραφή στη θέση «ΗΜΕΡ.» στην επιταγή [ ] (Σημ.1) είναι ποσοτικά περιορισμένη γραφή αριθμών. Παρόλο τούτο, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΜΑΝΔΡΙΤΗ (Σημ. 4.1 – 4.30), παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους, που δημιουργούν την ΥΠΟΨΙΑ ότι δυνατό η πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή αριθμών να έγινε από αυτόν.

 

Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον VADIM URAKOV (Σημ.5.1. – 5.30), παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του αυτός δεν μπορεί να συνδεθεί.

 

Η αμφισβητούμενη γραφή του ποσού αριθμητικώς (12.000,00) στη θέση «€»  στην επιταγή (Σημ.1), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον VADIM URAKOV (Σημ.5.1. – 5.30), παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους που δημιουργούν την ΥΠΟΨΙΑ ότι δυνατό η πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή να έγινε από αυτόν.

 

Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΔΗ (Σημ.4.1 – 4.30) παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του αυτός δεν μπορεί να συνδεθεί.

 

Όσον αφορά την αμφισβητούμενη γραφή αριθμών στη θέση «ΗΜΕΡ» στις επιταγές (Σημ.2 και Σημ.3), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στους ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΤΗ (Σημ.4.1. – 4.30) και VADIM URAKOV (Σημ.5.1 – 5.30), παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του ουδείς από αυτούς μπορεί να συνδεθεί.

 

(3) Οι αμφισβητούμενες υπογραφές εκδότη και στις 3 επιταγές κατά τη γνώμη του έγιναν από τον VADIM URAKOV.         

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε η κα Παναγιώτα Στυλιανού η οποία κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 17.1.2019 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 20 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: εργάζεται στην Astrobank στο Τμήμα Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Αναφορικά με την επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ] (τεκμήριο 12) αυτή κατατέθηκε στην τράπεζά της στις 28.2.2017 και ακολούθως αποστάλθηκε ηλεκτρονικά στην Τράπεζα Κύπρου για έλεγχο. Στις 3.3.2017 επιστράφηκε για τον λόγο ότι η «υπογραφή του εκδότη της επιταγής διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας». Ο λογαριασμός του πελάτη χρεώθηκε και η επιταγή επιστράφηκε στον πελάτη.     

 

Κατά την αντεξέτασή της Μ.Κ.2 κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2 προς αναγνώριση αντίγραφο της επιταγής της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ] ημερ. 28.2.2017 και αντίγραφο της κατάστασης του λογαριασμού επί του οποίου εκδόθηκε η ως άνω επιταγή.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Ηρακλής Μαντρίτης ο οποίος κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 5.7.2017 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 21 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: γνωρίζει τον κατηγορούμενο με τον οποίο συνεργάστηκαν επαγγελματικά και η συνεργασία τους ήταν άψογη. Αρκετές φορές στήριξε οικονομικά τον κατηγορούμενο με χρήματα τα οποία του επέστρεφε. Αρχικά του δάνειζε λεφτά χωρίς κάποια εξασφάλιση αλλά τον τελευταίο καιρό επειδή του ζήτησε μεγάλα ποσά του ζήτησε εξασφαλίσεις μήπως και κάτι πήγαινε λάθος. Περί τα μέσα του 2016 ο κατηγορούμενος του παρουσίασε φύλλα επιταγών της Τράπεζας Κύπρου με εκδότη την εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd τις οποίες ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε και υπέγραψε μπροστά του αναφέροντάς του ότι είναι ο διευθυντής της εταιρείας που αναγράφεται στις εν λόγω επιταγές.

Οι επιταγές είχαν αριθμούς [ ], [ ] και [ ] και σε αυτές ο κατηγορούμενος τοποθέτησε μεταχρονολογημένη ημερομηνία και τις υπέγραψε στη θέση του εκδότη για τα ποσά των €7.000, €7.500 και €12.000 αντίστοιχα. Επειδή ο κατηγορούμενος καθυστερούσε να του επιστρέψει τα χρήματα βρίσκοντας διάφορες προφάσεις στις 28.2.2017 κατέθεσε την επιταγή με αριθμό [ ] στην Τράπεζα Πειραιώς η οποία επιστράφηκε απλήρωτη με σφραγίδα της τράπεζας με την ένδειξη «η υπογραφή του εκδότη διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας». Αμέσως επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο απαιτώντας να του επιστραφεί το ποσό που του δάνεισε και αυτός του ανέφερε μεταξύ άλλων ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει τις επιταγές που του έδωσε. Ως εκ τούτου από τις αρχές Μαρτίου 2017 μέχρι και την ημέρα που έδωσε την κατάθεσή του ήταν σε διαπραγματεύσεις για να βρουν λύσεις αποπληρωμής του χρέους όμως ο κατηγορούμενος επανερχόταν με δικαιολογίες και προφάσεις και έτσι αναγκάστηκε να καταγγείλει το γεγονός στην Αστυνομία. Ισχυρίστηκε τέλος σε σχετική ερώτηση ότι οι 3 επιταγές τις οποίες αναφέρει στην κατάθεσή του είναι τα τεκμήρια 10 έως 12.

 

Ο Μ.Κ.3 όταν ρωτήθηκε κατά την αντεξέτασή του πότε υπογράφηκαν οι ως άνω επιταγές ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε στις ημερομηνίες που αναφέρονται στην κατάθεσή του όταν ο κατηγορούμενος χρειάστηκε τα λεφτά. Όταν του υποβλήθηκε ότι υπογράφηκαν στις 15.4.2016 απάντησε πως είναι δύσκολο να θυμηθεί. Ισχυρίστηκε ότι είναι διευθυντής ξενοδοχείου και ο δηλωμένος μισθός του, ως ανέφερε επί λέξει, είναι €1.000 μηνιαίως. Ισχυρίστηκε ότι δάνεισε στον κατηγορούμενο το ποσό των €27.500 σε μετρητά και αυτός ξεκίνησε σιγά σιγά να του δίνει κάτι. Όταν του υποβλήθηκε ότι στον κατηγορούμενο δάνεισε μόνο το ποσό των €8.000 με τόκο προς 23% μηνιαίως αρνήθηκε την εν λόγω υποβολή. Ισχυρίστηκε τέλος πως σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος του δώσει τα λεφτά που τον δάνεισε δεν θα έχει κανένα παράπονο.

Στη συνέχεια και προτού παρουσιαστεί ο Μ.Κ.4 κατατέθηκε ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της η κατάθεση του Χριστόφορου Βακανά η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 22 στην οποία περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι λειτουργός της Τράπεζας Κύπρου και στις 27.9.2018 παρέδωσε στον Λοχ. 3501 Α. Κυριάκου κατόπιν διαταγής παρουσίασης εγγράφων τα ακόλουθα: 1) φωτοαντίγραφο διαβατηρίου του VADIM URAKOV, 2) έντυπο αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος ημερ. 5.6.2016 στο οποίο φαίνεται να υπογράφει μόνο ο Chauzov Sergei, 3) έντυπο πιστοποίησης λογαριασμού (ανοίγματος) τα οποία αφορούν την εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd.

 

Τέλος ως Μ.Κ.4 παρουσιάστηκε ο Σωκράτης Σωκράτους ο οποίος κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 15.2.2019 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 23 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου και είναι τοποθετημένος στην Υπηρεσία Διεθνών Συναλλαγών. Στις 2.3.2017 ελέχθηκε και σφραγίστηκε από την Τράπεζα Κύπρου με τη σφραγίδα που φέρει το λεκτικό «Η υπογραφή του εκδότη της επιταγής διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας» η επιταγή με αρ. [ ] που ανήκει στην εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd. Η επιταγή επιστράφηκε στο κατάστημα 0173 χωρίς να χρεωθεί ο πελάτης.

 

Όταν ρωτήθηκε εάν η επιταγή στην οποία αναφέρεται στην κατάθεσή του είναι το τεκμήριο 12 απάντησε καταφατικά και τέλος ισχυρίστηκε πως όταν σύγκρινε το δείγμα υπογραφής που είχαν στην τράπεζα με αυτό της επίδικης επιταγής διαπίστωσε ότι διέφερε.

 

Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.4 κατατέθηκαν σε δέσμη κάποια έγγραφα της Τράπεζας Κύπρου τα οποία σημειώθηκαν ως Τεκμήριο 3 προς αναγνώριση. Σε ερωτήσεις που του τέθηκαν αναφορικά με το εν λόγω τεκμήριο ισχυρίστηκε ότι οι επιταγές από το βιβλιάριο επιταγών που παρείχε η εν λόγω εταιρεία μπορούσαν να υπογράφονται είτε από τον VADIM URAKOV είτε τον SERGEY CHAUZOV. Στη συνέχεια όταν του υποβλήθηκε ότι η επιταγή με αρ. [ ] (τεκμήριο 12) χρεώθηκε και εξοφλήθηκε ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει. 

 

  Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και του εξήγησε τα δικαιώματά του ο κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και παρουσίασε και 1 μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Ο κατηγορούμενος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 10.1.2024 η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α στην οποία περιέχονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: λόγω της φιλικής του σχέσης με τον Μανδρίτη σε διάφορες περιπτώσεις δανείστηκε χρήματα από αυτόν με τόκο 30% μηνιαίως. Τον Απρίλιο του 2016 δανείστηκε €8.000 και ο Μαντρίτης του ζήτησε να του παραχωρήσει επιταγές ως εγγύηση ότι θα του επιστρέψει το εν λόγω ποσό με επιτόκιο 30% μηνιαίως. Δεν είχε δικές του επιταγές αλλά κατείχε το βιβλιάριο επιταγών της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd η οποία είναι εγγεγραμμένη στις Σεϋχέλλες και ανήκει στον σύζυγό της αδελφής του. Ο παραπονούμενος ήξερε ότι ήταν κάτοχος του εν λόγω βιβλιαρίου επιταγών και ότι είχε εξουσία να υπογράφει τις εν λόγω επιταγές. Υπέγραψε και παρέδωσε στον παραπονούμενο τις εν λόγω επιταγές τις οποίες εκείνος στη συνέχεια συμπλήρωσε ο ίδιος όχι στην παρουσία του και είχε εκπλαγεί όταν έμαθε ότι τα ποσά που αναγράφηκαν σε αυτές αφορούσαν σε €27.000 αντί σε €8.000. Όταν υπέγραψε και παρέδωσε τις επιταγές στον παραπονούμενο είχε σκοπό να ξεπληρώσει το χρέος του μέχρι την ημέρα που η 1η επιταγή θα καθίστατο πληρωτέα.  

Με την πάροδο του χρόνου δυσκολευόταν να επιστρέψει το ποσό που δανείστηκε στον παραπονούμενο και αυτός κατέθεσε την επιταγή με αρ. [ ] για το ποσό των €12.000. Γνωρίζει ότι η εν λόγω επιταγή εξαργυρώθηκε και κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαίνεται η εξαργύρωσή της. Μέχρι και την ημέρα εξαργύρωσης της επιταγής εξακολουθούσε να έχει εξουσία να υπογράφει επιταγές της εταιρείας. Ο γαμπρός του ενημερώθηκε για την πληρωμή των €12.000 και επειδή θύμωσε έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα Κύπρου να τον διαγράψουν από υπογραφέα των επιταγών. Όσον αφορά την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία με βάση την οποία φέρεται να παραδέχεται τη διάπραξη των αδικημάτων ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω κατάθεσή του δεν είναι ορθή αφού όσα αναγράφονται σε αυτή δεν είναι αυτά που είπε στην Αστυνομία και η εν λόγω κατάθεσή του αποτελεί προϊόν πλάνης η λανθασμένης καταγραφής της κατάθεσής του.

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο κατηγορούμενος αναγνώρισε το τεκμήριο 3 προς αναγνώριση το οποίο στη συνέχεια σημειώθηκε ως τεκμήριο 24. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 25 το βιβλιάριο επιταγών της Τράπεζας Κύπρου και ισχυρίστηκε ότι από αυτό είχαν εκδοθεί οι επίδικες επιταγές. Τέλος αναγνώρισε το τεκμήριο 2 προς αναγνώριση ως την κατάσταση λογαριασμού της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd το οποίο στη συνέχεια σημειώθηκε ως τεκμήριο 26.    

 

Κατά την αντεξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το ποσό των €12.000 που φαίνεται στο τεκμήριο 26 και αφορά την επιταγή [ ] χρεώθηκε στον λογαριασμό της εταιρείας όταν η εν λόγω επιταγή εξαργυρώθηκε από τον Ηρακλή Μανδρίτη. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο κρατούσε το βιβλιάριο επιταγών απάντησε ότι αυτό δεν ανήκει στον Sergey αλλά στην εταιρεία και ότι ο ίδιος είχε δικαίωμα να υπογράφει και να το έχει στην κατοχή του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ίδιος είχε δικαίωμα να υπογράφει μέχρι και τις 28.2.2017 και πως την ημέρα που υπέγραψε τις επίδικες επιταγές είχε τούτο το δικαίωμα.

 

Ο κατηγορούμενος κάλεσε ως Μ.Υ.1 την Αναστασία Ποστέκκη η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της ισχυρίστηκε ότι εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου και πως στο παρελθόν για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ήταν υπεύθυνη των λογαριασμών της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd. Όταν της υποδείχθηκε το τεκμήριο 26 αναγνώρισε ότι αυτό είναι κατάσταση του λογαριασμού που διατηρούσε η ως άνω εταιρεία. Ισχυρίστηκε πως στην εν λόγω κατάσταση λογαριασμού φαίνεται ότι εκδόθηκε μια επιταγή ποσού €12.000 αλλά δεν φαίνεται κατά πόσο αυτή πληρώθηκε επειδή δεν υπάρχει η συνέχεια των επόμενων ημερών που θα έδειχνε κατά πόσο πράγματι η εν λόγω επιταγή τελικά εξαργυρώθηκε.

 

Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Υ.1 όταν της υποδείχθηκε η επιταγή τεκμήριο 12 ισχυρίστηκε ότι από την κατάσταση λογαριασμού που είχε δει φαίνεται ότι η εν λόγω επιταγή δεν «πέρασε» όπως ανέφερε επί λέξει. Όταν στη συνέχεια της υποδείχθηκε η σελίδα 15 από το τεκμήριο 24 ισχυρίστηκε ότι στις 5.5.2016 δικαίωμα υπογραφής είχαν ο Ανδρέας Μαυρομάτης και ο Sergey Kaouzov.  

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου από την άλλη παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις και εισηγήσεις του και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Σε σχέση με τους μάρτυρες πραγματογνώμονες σημειώνω ότι το πρωταρχικό τους καθήκον είναι να παρουσιάσουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Σαρρής ν. Καλλέγιας κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 958 και Μαλαός Ανδρέας κ.ά ν. Χριστιάνας Χρίστου κ.ά, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αιτιολογήσει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 1η έκδοση, σελ 584. Το δε ζήτημα του ποιος αποτελεί πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Evangelou & another v. Ambizas & another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ο Μ.Κ.1 ως προανέφερα ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης ο οποίος περιέγραψε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η αντεξέτασή του περιορίστηκε σε γενικής φύσεως ερωτήσεις και με αυτή ουδόλως αμφισβητήθηκαν οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο εν λόγω μάρτυρας μου έκανε εξαιρετική εντύπωση και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

Η Μ.Κ.2 επίσης μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και αποδέχομαι τη μαρτυρία της. Κρίνω ότι η μαρτυρία της ήταν αντικειμενική και δεν κλονίστηκε κατά τη σύντομη αντεξέτασή της και την αποδέχομαι ως ειλικρινή. Δεν είχε κανένα λόγο να θέλει να βοηθήσει οποιοδήποτε με τη μαρτυρία της. Είδε και αναγνώρισε ότι το τεκμήριο 12 είναι η επιταγή που παρουσιάστηκε στην τράπεζα. Ο ισχυρισμός της ότι η εν λόγω επιταγή στις 3.3.2017 επιστράφηκε απλήρωτη για τον λόγο ότι η «υπογραφή του εκδότη της επιταγής διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας» επιβεβαιώνεται και από τη σχετική σφραγίδα στην επιταγή η οποία σφραγίδα σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα αποτελεί μαχητό τεκμήριο για το αληθές του περιεχομένου της.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Μ.Κ.3 πως δάνεισε στον κατηγορούμενο σε μετρητά το ποσό των €27.500 κρίνω πως αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός επειδή δεν είναι λογικός και δεν πείθει για τη βασιμότητά του. Έχοντας υπόψη μου τον ισχυρισμό του πως ο μηνιαίος μισθός του ήταν €1.000 κρίνω ότι αυτό δεν του επέτρεπε να ήταν σε θέση να έχει ένα τόσο μεγάλο ποσό σε μετρητά για να το δανείσει στον κατηγορούμενο. Κρίνω επίσης πως ούτε οι γενικόλογοι ισχυρισμοί που προέβαλε αναφορικά με το ότι περνούσαν πολλά λεφτά από τα χέρια του και πως λόγω τούτου είχε σε μετρητά το ποσό των €27.500 μπορούν να γίνουν αποδεκτοί αφού δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε συγκεκριμένες λεπτομέρειες ή στοιχεία αναφορικά με το ότι πράγματι κατείχε το εν λόγω ποσό ούτε από πού προήλθαν αυτό. Παρά όμως τα πιο πάνω αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι δάνεισε λεφτά στον κατηγορούμενο αφού ο εν λόγω ισχυρισμός είναι παραδεκτός από αυτόν.

 

Κρίνω επίσης ότι κάποιοι άλλοι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Μ.Κ.3 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί επειδή είναι αντίθετοι με τα παραδεκτά γεγονότα του τεκμήριου 19. Αναφέρω ενδεικτικά τον ισχυρισμό του ότι ο κατηγορούμενος τοποθέτησε μεταχρονολογημένη ημερομηνία στις 3 επιταγές, τεκμήρια 10, 11 και 12, ο οποίος όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός αφού σύμφωνα με το τεκμήριο 19 η ημερομηνία στις επιταγές τεκμήρια 10 και 11 δεν συνδέεται με τον κατηγορούμενο και η ημερομηνία στην επιταγή τεκμήριο 12 τέθηκε από τον ίδιο τον Μ.Κ.3 και όχι από τον κατηγορούμενο.

 

Αποδέχομαι επίσης τον ισχυρισμό του ότι ο κατηγορούμενος του έδωσε τις 3 επίδικες επιταγές ως εξασφάλιση αφού και αυτός ο ισχυρισμός είναι παραδεκτός από τον κατηγορούμενο.

 

Αποδέχομαι περαιτέρω και τον ισχυρισμό του ότι η επιταγή, τεκμήριο 12, μετά που την παρουσίασε στην τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκε απλήρωτη αφού ο εν λόγω ισχυρισμός επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η εν λόγω επιταγή σφραγίστηκε με την αιτιολογία ότι η υπογραφή του εκδότη διέφερε από το δείγμα που η τράπεζα είχε στην κατοχή της. Η μη πληρωμή της εν λόγω επιταγής προκύπτει επιπλέον και από το γεγονός ότι αυτή βρισκόταν στην κατοχή του Μ.Κ.3 και ότι μετά την καταγγελία στην οποία προέβηκε την παρέδωσε στον Μ.Κ.1 αφού σε περίπτωση που η εν λόγω επιταγή είχε πληρωθεί δεν θα ήταν λογικό να παρέμενε στην κατοχή του.

 

Αποδέχομαι επίσης τον ισχυρισμό του ότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε τις 3 επίδικες επιταγές αφού ούτε αυτός ο ισχυρισμός αμφισβητήθηκε από τον κατηγορούμενο.     

 

Σε σχέση με τον Μ.Κ.4 κρίνω ότι η μαρτυρία του ήταν σχετική με το κατά πόσο η επιταγή τεκμήριο 12 εξαργυρώθηκε ή όχι. Κρίνω ότι ο ισχυρισμός του πως η εν λόγω επιταγή δεν εξαργυρώθηκε επιβεβαιώνεται από τη σφραγίδα που τέθηκε σε αυτή και τον αποδέχομαι ως βάσιμο αφού σε περίπτωση που η εν λόγω επιταγή είχε εξαργυρωθεί δεν θα τοποθετείτο σε αυτή η εν λόγω σφραγίδα ούτε και θα επιστρεφόταν στον Μ.Κ.3 που ήταν ο κάτοχός της.

 

Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου κρίνω πως ορισμένοι από αυτούς δεν πείθουν για τη βασιμότητά τους και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Οι κρίσιμοι για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμοί του, όπως για παράδειγμα το κατά πόσο είχε ή όχι εξουσία να υπογράψει τις επίδικες επιταγές κρίνω πως δεν ήταν σταθεροί και συνεπώς στερούνται πειστικότητας και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

 

Αναφέρω ενδεικτικά ότι στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 19.7.2017, τεκμήριο 3, και στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 20.7.2017 όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, τεκμήριο 6, οι οποίες δόθηκαν σχετικά πρόσφατα σε σχέση με τον επίδικο χρόνο, παραδέχθηκε ότι γνώριζε πως δεν είχε εξουσία να υπογράψει τις 3 επίδικες επιταγές, τεκμήρια 10 έως 12, ενώ στη γραπτή του κατάθεση που σημειώθηκε ως Έγγραφο Α και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασής του στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, προέβαλε πλήρως αντίθετη θέση ισχυριζόμενος ότι είχε εξουσία να υπογράψει τις εν λόγω επιταγές.

 

Επίσης ο ισχυρισμός του ότι οι ως άνω καταθέσεις του προς την αστυνομία ήταν προϊόν πλάνης και λανθασμένης καταγραφής καταρρίπτεται από όσα καταγράφονται σε αυτές αφού σύμφωνα με το περιεχόμενό τους του διαβάστηκαν με τη βοήθεια διερμηνέως και στη συνέχεια αυτός τις υπέγραψε ως ορθές.

 

Ομοίως δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι ο γαμπρός του ενημερώθηκε για την πληρωμή των €12.000 και επειδή θύμωσε έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα Κύπρου να τον διαγράψουν από υπογραφέα των επιταγών αφού η εν λόγω επιταγή για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω ουδέποτε πληρώθηκε.

 

Αποδέχομαι όμως τον ισχυρισμό του ότι έλαβε από τον Μ.Κ.3 το ποσό των €8.000 ως δανεικά και του έδωσε ως εξασφάλιση τις 3 επίδικε επιταγές επειδή ο εν λόγω ισχυρισμός είναι λογικός.  

 

Η Μ.Υ.1 κρίνω ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τον ισχυρισμό της ότι από την κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε ως τεκμήριο 26 δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί κατά πόσο η επιταγή τεκμήριο 12 πράγματι πληρώθηκε επειδή η εν λόγω κατάσταση είναι ελλιπής αφού σε αυτή δεν περιλαμβάνονται και οι επόμενες ημέρες από την κατάθεση της ως άνω επιταγής στην Τράπεζα για σκοπούς εξαργύρωσης. 

 

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που δηλώθηκε ως παραδεκτή μεταξύ των διαδίκων, τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καθώς επίσης και όσα προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως την ανέφερα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης: ο Μ.Κ.3 και ο κατηγορούμενος ήταν προσωπικοί φίλοι και ο Μ.Κ.3 στο παρελθόν του είχε δανείσει διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία ο κατηγορούμενος πάντοτε του επέστρεφε. Περί τα μέσα του 2016 ο κατηγορούμενος δανείστηκε από τον Μ.Κ.3 το ποσό των €8.000, αυτός του ζήτησε να του δώσει ως εξασφάλιση επιταγές και έτσι ο κατηγορούμενος του έδωσε τις 3 επίδικες επιταγές τις οποίες υπέγραψε και οι οποίες εκδόθηκαν επί τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd επί της Τράπεζας Κύπρου. Ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αποπληρώσει έγκαιρα το ως άνω ποσό και ο Μ.Κ.3 μετά που θεώρησε ότι αυτός έβρισκε διάφορες προφάσεις για να αποφύγει να συμμορφωθεί με την ως άνω υποχρέωσή του στις 28.2.2017 παρουσίασε την επιταγή με αρ. 04455856, τεκμήριο 12, στην τράπεζα για πληρωμή αλλά τελικά αυτή επιστράφηκε απλήρωτη και σφραγισμένη με την ένδειξη «η υπογραφή του εκδότη διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας». Στη συνέχεια αφού ο κατηγορούμενος έδωσε κάποιο χρηματικό ποσό στον Μ.Κ.3 και μετά που οι μεταξύ τους προσπάθειες για διευθέτηση του θέματος δεν καρποφόρησαν ο Μ.Κ.3 στις 5.7.2017 επισκέφθηκε τον Αστ. Σταθμό Ορόκλινης και προχώρησε σε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου.

 

Στις 5.7.2017 ο Μ.Κ.1 ο οποίος είναι αστυνομικός τοποθετημένος στον Αστ. Σταθμό Ορόκλινης έλαβε καταγγελία από τον Μ.Κ.3 ο οποίος του ανέφερε πως περί τα μέσα του 2016 ο κατηγορούμενος τον οποίο γνώριζε του παρουσίασε 3 επιταγές της εταιρείας SmartStep Enterprises Ltd τις οποίες του έδωσε ως εξασφάλιση για λεφτά τα οποία του δάνεισε. Του είπε επίσης ότι ο κατηγορούμενος στην παρουσία του συμπλήρωσε και υπέγραψε τις εν λόγω επιταγές αναφέροντάς του ότι είναι ο διευθυντής της ως άνω εταιρείας καθώς επίσης ότι οι εν λόγω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες.

 

Την ίδια ημέρα ήτοι στις 5.7.2017 ο Μ.Κ.1 έλαβε αντίγραφα των 3 επιταγών της Τράπεζας Κύπρου και δείγμα υπογραφής από τον Μ.Κ.3. Στις 19.7.2017 ο Μ.Κ.1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο καθώς και δείγμα υπογραφής από αυτόν και στις 20.7.2017 τον κατηγόρησε γραπτώς. Στις 25.9.2017 ο Μ.Κ.1 παρέλαβε τις ως άνω επιταγές από τον Μ.Κ.3 και στις 28.11.2017 τις παρέδωσε στον Αστ. 2777 Τ. Λεμονιάτη ο οποίος τις μετέφερε μαζί με τα δείγματα υπογραφών που έλαβε από τον Μ.Κ.3 και τον κατηγορούμενο στο εργαστήριο γραφολογίας του Αρχηγείου Αστυνομίας.

 

Την ίδια ημέρα ο Λοχ. 837 Γ. Χρυσάνθου παρέλαβε από τον Αστ. 2777 Τ. Λεμονιάτη στο Εργαστήριο Γραφολογίας της ΥΠ.ΕΓ.Ε. τα εξής τεκμήρια: (1) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 28.2.2017 (Σημ.1), (2) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 15.4.2018 (Σημ.2), (3) επιταγή της Τράπεζας Κύπρου με αρ. [ ], ημερ. 20.4.2018 (Σημ.3), (4) τριάντα φωτοαντίγραφα επιταγής με δείγμα γραφής του Ηρακλή Μανδρίτη (Σημ.4.1. – 4.30) και (5) τριάντα φωτοαντίγραφα επιταγής με δείγμα γραφής και υπογραφής του VADIM URAKOV (Σημ. 5.1. – 5.30).

 

Η αιτούμενη εξέταση ήταν η εξέταση της αμφισβητούμενης γραφής συμπλήρωσης και υπογραφών στις 3 επιταγές της Τράπεζας Κύπρου και σύγκρισή τους με τα δείγματα γραφής και υπογραφής των προσώπων που υποβλήθηκαν.

 

Τα αποτελέσματα της εξέτασης ήταν τα ακόλουθα:

(1) η αμφισβητούμενη υπογραφή δικαιούχου στο πίσω μέρος της επιταγής (Σημ.1) είναι γραμμένη ολογράφως. Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη υπογραφή, τη γραφή «Ηράκλης Μανδρίδης» στη θέση «ΠΛΗΡΩΣΤΕ» στην επιταγή (Σημ.1), καθώς και τη γραφή του ποσού ολογράφως στη θέση «ΕΥΡΩ» και στις 3 επιταγές (Σημ.1 – 3) με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΤΗ παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του έγιναν από αυτόν.

 

(2) η αμφισβητούμενη γραφή του ποσού αριθμητικώς στη θέση «€» στις επιταγές [ ] (Σημ.2) και [ ] (Σημ.3) καθώς και η γραφή στη θέση «ΗΜΕΡ.» στην επιταγή [ ] (Σημ.1) είναι ποσοτικά περιορισμένη γραφή αριθμών. Παρόλο τούτο, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΜΑΝΔΡΙΤΗ (Σημ. 4.1 – 4.30), παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους, που δημιουργούν την ΥΠΟΨΙΑ ότι δυνατό η πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή αριθμών να έγινε από αυτόν.

 

Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον VADIM URAKOV (Σημ.5.1. – 5.30), παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του αυτός δεν μπορεί να συνδεθεί.

 

Η αμφισβητούμενη γραφή του ποσού αριθμητικώς (12.000,00) στη θέση «€»  στην επιταγή (Σημ.1), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον VADIM URAKOV (Σημ.5.1. – 5.30), παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους που δημιουργούν την ΥΠΟΨΙΑ ότι δυνατό η πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή να έγινε από αυτόν.

Συγκρίνοντας την πιο πάνω αμφισβητούμενη γραφή με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΔΗ (Σημ.4.1 – 4.30) παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του αυτός δεν μπορεί να συνδεθεί.

 

Όσον αφορά την αμφισβητούμενη γραφή αριθμών στη θέση «ΗΜΕΡ» στις επιταγές (Σημ.2 και Σημ.3), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δείγματα γραφής που αποδίδονται στους ΗΡΑΚΛΗ ΜΑΝΔΡΙΤΗ (Σημ.4.1. – 4.30) και VADIM URAKOV (Σημ.5.1 – 5.30), παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του ουδείς από αυτούς μπορεί να συνδεθεί.

 

(3) Οι αμφισβητούμενες υπογραφές εκδότη και στις 3 επιταγές κατά τη γνώμη του έγιναν από τον VADIM URAKOV.        

       

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστογραφίας σχετικά είναι τα άρθρα 331 και 333 του Ποινικού Κώδικα τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«331. Πλαστογραφία είναι ο καταρτισμός πλαστού έγγραφου με σκοπό καταδολίευσης.

 

333. Καταρτίζει πλαστό έγγραφο όποιος

(α) …

(β) …

(γ) …

(δ) υπογράφει έγγραφο

(i) με το όνομα άλλου χωρίς την εξουσιοδότηση του, ανεξάρτητα αν το όνομα αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που υπογράφει αυτός ή όχι

(ii) …

(iii) …

(iv)… ».

 

Το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα προνοεί τα ακόλουθα: «Πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται, αν φαίνεται ότι κατά το χρόνο όταν καταρτίστηκε το πλαστό έγγραφο υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι, που δύναται να καταδολιευθεί με το έγγραφο, και το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται με την απόδειξη ότι ο υπαίτιος έλαβε ή προετίθετο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την καταδολίευση στην πράξη τέτοιου προσώπου, ή για το γεγονός ότι ο υπαίτιος είχε ή νόμιζε ότι είχε δικαίωμα στο πράγμα που θα αποκτώταν με το πλαστό έγγραφο».

 

Το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος πλαστογραφεί έγγραφο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος το οποίο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά, είναι κακούργημα, αυτός δε υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστατικών της πλαστογραφίας ή της φύσης του πλαστογραφημένου, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή».  

 

Το άρθρο 336 ορίζει ότι «Όποιος πλαστογραφεί διαθήκη, έγγραφο τίτλου γης, δικαστικό πρακτικό, πληρεξούσιο έγγραφο, τραπεζογραμμάτιο, συναλλαγματική, γραμμάτιο εις διαταγή ή άλλο διαπραγματεύσιμο έγγραφο, ασφαλιστήριο, τραπεζιτική επιταγή ή άλλη εξουσιοδότηση πληρωμής χρημάτων από πρόσωπο που διεξάγει εργασία ως τραπεζίτης, περιλαμβανομένης πιστωτικής κάρτας, υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων».      

 

Το άρθρο 339 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος».

 

Έχοντας υπόψη μου το λεκτικό των ως άρθρων 331, 333 και 334 κρίνω ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας είναι τα ακόλουθα: (α) ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου, (β) ο οποίος συντελείται, μεταξύ άλλων, όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο με το όνομα κάποιου άλλου, (γ) χωρίς την εξουσιοδότησή του άλλου προσώπου και (δ) με σκοπό καταδολίευσης ενός συγκεκριμένου προσώπου.

Έχοντας υπόψη μου το λεκτικό του άρθρου 339 κρίνω ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου είναι τα ακόλουθα: (α) η θέση σε κυκλοφορία, (β) ενός πλαστού εγγράφου, (γ) εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτό είναι πλαστό και (δ) η θέση του εν λόγω πλαστού εγγράφου σε κυκλοφορία να έγινε με δόλιο τρόπο.

 

Όσον αφορά το στοιχείο της γνώσης και του δόλου στις υποθέσεις Αδάμου Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301 λέχθηκε ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία αλλά μπορεί να συμπεραίνονται από τα ίδια τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Χρίστος Χριστοδουλίδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 49 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης. Μπορεί να συμπεραίνεται, και κατά κανόνα αναδύεται, μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, 48).

Στην καθοδηγητική επί του θέματος απόφαση Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 λέχθηκαν τα εξής:

«Επειδή βέβαια το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση. Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωσή του».

 

Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματά μου σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, τα ιδιαίτερα περιστατικά της και ιδίως το γεγονός ότι οι 3 επίδικες επιταγές δόθηκαν από τον κατηγορούμενο στον Μ.Κ.3 ως εξασφάλιση του χρηματικού ποσού που τον δάνεισε καθώς επίσης και τη νομική πτυχή της υπόθεσης κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πλαστογράφησε τις επιταγές, τεκμήρια 10, 11 και 12, οι οποίες εκδόθηκαν από βιβλιάριο επιταγών και επί τραπεζικού λογαριασμού τον οποίο διατηρούσε η εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd αφού κατά τον χρόνο που τις υπέγραψε γνώριζε πως δεν είχε εξουσία να υπογράψει ως εκδότης τους.

 

Κρίνω όμως ότι αυτό δεν έγινε με σκοπό καταδολίευσης του Μ.Κ.3 αφού τις εν λόγω επιταγές του τις έδωσε ως εξασφάλιση του χρηματικού ποσού των €8.000 που τον δάνεισε και δεν τις χρησιμοποίησε για να τον πείσει να τον δανείσει. Ο Μ.Κ.3 λόγω της γνωριμίας τους ούτως ή άλλως θα τον δάνειζε ως είχε πράξει και στο παρελθόν.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή δεν κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος των κατηγοριών 1, 4 και 7 και συνακόλουθα ο κατηγορούμενος αθωώνεται σε αυτές.

 

Ως ανέφερα πιο πάνω οι επίδικες επιταγές δόθηκαν από τον ίδιο τον κατηγορούμενο στον Μ.Κ.3 γεγονός το οποίο οδηγεί αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος όταν του τις παρέδωσε τις έθεσε με αυτόν τον τρόπο σε κυκλοφορία.

 

Κρίνω όμως πως δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δολίως έθεσε σε κυκλοφορία τις εν λόγω επιταγές αφού σκοπός του όταν έπραξε τούτο δεν ήταν να εξασφαλίσει δολίως από τον Μ.Κ.3 το ποσό που αναγράφεται σε αυτές επειδή του τις παρέδωσε ως εξασφάλιση για το ποσό των €8.000 που έλαβε ως δάνειο και όχι προς αποπληρωμή ποσού €27.500. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος ουδέποτε έγραψε τα ποσά των €7.000 και €7.500 σε αυτές αντίστοιχα αφού από τα παραδεκτά γεγονότα (τεκμήριο 19) προκύπτει ότι αυτός ουδέποτε έγραψε τα εν λόγω ποσά σε αυτές.  

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 2, 5 και 8 και συνακόλουθα ο κατηγορούμενος αθωώνεται σε αυτές.

 

Αναφορικά με τις κατηγορίες 3, 6 και 9 σχετικά είναι τα άρθρα 297 και 298(2) του Ποινικού Κώδικα τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:

 

«297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.

298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

 

Από το λεκτικό των ως άνω άρθρων συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος είναι τα ακόλουθα: 1) η παράσταση γεγονότος με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής, 2) η γνώση του προσώπου το οποίο προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή, 3) η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό την καταδολίευση και 4) ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης το πρόσωπο το οποίο προέβηκε σε αυτή να εξασφάλισε ή να απέκτησε από άλλο πρόσωπο οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

 

Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Δεν είναι απαραίτητο η ψευδής παράσταση να γίνεται με λόγια. Η συμπεριφορά και η πράξη του δράστη χωρίς προφορική ή γραπτή παράσταση είναι αρκετή. Από την άλλη η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε. Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής.

 

Η ερμηνεία του όρου «ψευδής παράσταση» δόθηκε από τον Δικαστή Buckey στην υπόθεση Re London and Globe Finance Corporation Ltd (1903) 1 Ch. 368, 370 και έχει ως εξής:

 

«To induce a man to believe that a thing is true which is false and which the person practicing the deceit knows or believes to be false».

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000, παρά. 5.6, σελ. 328, είναι αρκετό ο κατηγορούμενος με λόγια ή με συμπεριφορά να προκάλεσε στο μυαλό του θύματος μια ψεύτικη προσδοκία. Οι παραστάσεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς αλλά απαιτείται όπως ο κατηγορούμενος όταν προέβαινε σε αυτές να γνώριζε ότι ήταν ψευδείς ή να μην πίστευε στο αληθές τους.

 

Το βάρος απόδειξης των ψευδών παραστάσεων βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο.

 

Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 65 η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος με γραπτή συμφωνία συμφώνησε την αγορά διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από τον σχετικό Νόμο.

 

Από την άλλη η απλή παράβαση σύμβασης παρά τις υποσχέσεις του κατηγορουμένου για εκπλήρωση των συμφωνηθέντων δεν αποτελεί ψευδή παράσταση εντός της έννοιας του άρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα.

 

Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό ψευδούς παράστασης. Δηλαδή θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς στο να αποξενωθεί από την περιουσία του.

 

Σχετική είναι η υπόθεση R. v. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132, όπου αποφασίστηκε πως η απόδειξη ότι η ψευδής παράσταση όντως ενήργησε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε δεν χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να προσφέρεται με άμεση μαρτυρία εφόσον τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε η κατ’ ισχυρισμό ψευδής παράσταση να εμφανίζεται σαν ο μόνος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να προβληθεί ως ο αποφασιστικός παράγοντας για την τέλεση της πράξης.

 

Είναι αρκετό για την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος είτε για τον εαυτό του είτε για κάποιο άλλο πρόσωπο κατόρθωσε ως αποτέλεσμα των ψευδών του παραστάσεων να αποσπάσει παράνομα οτιδήποτε μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής είτε αυτό είναι χρήματα ή άλλο αντικείμενο το οποίο πρέπει να περιγράφεται με ικανοποιητικό τρόπο στο κατηγορητήριο (R. v. Smith (1950) 2 All E.R. 679).

 

Η πρόθεση καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Η πρόθεση δεν είναι πάντοτε δεκτική θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ανευρίσκεται συνήθως ως εξυπακουόμενο γεγονός από τα γεγονότα της υπόθεσης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς τότε η πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται εκ πρώτης όψεως (R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121). H χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων για απόκτηση χρημάτων παρά το ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση (R. v. Kritz (1949) 2 All E.R).

 

Στην υπόθεση R. v. Williams (1836) 7 C. AND P. σελ. 354, λέχθηκε πως όπου ο κατήγορος αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψευδούς αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψης μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση. Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης (Police v. Petrou alias Yiatros (1971) 12 J.S.C. 1524).

 

Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 αποφασίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης για στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης ανάγεται σε εξ αρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει κατά τον χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αυτή η υποκειμενική συμπεριφορά μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν στο τέλος της ημέρας την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.

 

Στην παρούσα υπόθεση για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω δεν αποδέχθηκα τους ισχυρισμούς του Μ.Κ.3 ότι δάνεισε με μετρητά τον κατηγορούμενο το ποσό των €27.500. Αυτή η κρίση μου, λαμβανομένων υπόψη και των λεπτομερειών αδικήματος των κατηγοριών 3, 6 και 9 κρίνω ότι οδηγεί αναπόφευκτα σε απόρριψη των εν λόγω κατηγοριών.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή δεν κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος των κατηγοριών 3, 6 και 9 και συνεπώς ο κατηγορούμενος αθωώνεται σε αυτές.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της κλοπής που αφορά η 10η κατηγορία σχετικά είναι τα άρθρα 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα.

Στο άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα δίδεται ο ακόλουθος ορισμός της κλοπής:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.».

 

Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, αναφέρθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής είναι τα ακόλουθα: α) ο κατηγορούμενος να απέκτησε κατοχή και να αποκόμισε περιουσία, β) αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή αν η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, ο κατηγορούμενος στη συνέχεια να την ιδιοποιήθηκε χωρίς τέτοια συγκατάθεση, γ) ο κατηγορούμενος να ενέργησε με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, δ) η περιουσία να είναι τέτοια που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής και ε) ο κατηγορούμενος να είχε κατά τον χρόνο της απόκτησης κατοχής την πρόθεση να αποστερήσει την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της μόνιμα ή παρόλο ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο που η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του, να προχώρησε αργότερα στον δόλιο σφετερισμό της περιουσίας.

 

Στην παρούσα υπόθεση προέκυψε ότι το επίδικο βιβλιάριο επιταγών από το οποίο ο κατηγορούμενος πήρε τις επίδικες επιταγές ανήκει στην εταιρεία SmartStep Enterprises Ltd καθώς επίσης ότι ο κατηγορούμενος για κάποιο χρονικό διάστημα πριν τον επίδικο χρόνο είχε δικαίωμα να υπογράφει για την έκδοση επιταγών από αυτό. Το εν λόγω βιβλιάριο επιταγών βρισκόταν στην κατοχή του κατηγορούμενου ο οποίος το παρουσίασε ως τεκμήριο κατά τη δίκη. Δεν υπάρχει όμως μαρτυρία ότι η ως άνω εταιρεία σε κάποιο χρόνο ζήτησε από τον κατηγορούμενο να της το επιστρέψει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος το ιδιοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή της. Συνεπώς κρίνω ότι ελλείπει το ως άνω συστατικό στοιχείο του αδικήματος συμπέρασμα το οποίο αναπόδραστα οδηγεί σε απόρριψη και της 10ης κατηγορίας.

 

Λόγω των πιο πάνω ο κατηγορούμενος αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.    

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο