ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 5204/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Χρίστου Μηνά   

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 3.6.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή    

Για τον Κατηγορούμενο: κα Μ. Μικελλίδου  

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στην κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της νύκτας κατά παράβαση του άρθρου 296(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 την οποία αντιμετωπίζει.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 29.5.2019 και ώρα 01:53 στην οδό Έλλης στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας κατά τη διάρκεια της νύκτας χωρίς νόμιμη δικαιολογία, είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά όργανα δηλαδή 1 λιβέρι και 1 ψαλίδι κοπής σιδέρων.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη της επίδικης κατηγορίας παρουσίασε 3 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Α/Αστ. 1966 Στ. Σταύρου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 1 γραπτή του κατάθεση στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Επαρχίας Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Στις 29.5.2019 και μεταξύ των ωρών 16:00 – 16:05 στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου κατηγόρησε γραπτώς τον Χρίστο Μηνά επί τω ότι στις 29.5.2019 και ώρα 01:53 στην οδό Έλλης στη Λάρνακα είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά όργανα κατά τη διάρκεια της νύκτας εντός του οχήματος με αρ. εγγραφής [ ] ήτοι ένα λιβέρι και ένα ψαλίδι κοπής σιδέρων. Του επέστησε την προσοχή του στον νόμο και αυτός απάντησε «τα είχα για την δουλειά που ήταν να κάνω για το άλογο μου».

 

Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 2 τη γραπτή κατάθεση του Χρίστου Μηνά ημερ. 29.5.2019. Σε αυτή καταγράφεται η ακόλουθη απάντηση που έδωσε ο κατηγορούμενος όταν κατηγορήθηκε γραπτώς για το επίδικο αδίκημα: «Τα είχα για τη δουλειά που ήταν να κάνω για το άλογο μου». Ισχυρίστηκε επίσης πως ο κατηγορούμενος του είπε ότι ήταν ιδιωτικός υπάλληλος στον Δήμο Λάρνακας.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.1 όταν ρωτήθηκε αν ο κατηγορούμενος του είπε ότι εκείνο το διάστημα ήταν ιδιωτικός υπάλληλος ή ότι παλαιότερα δούλευε σαν ιδιωτικός υπάλληλος στον Δήμο Λάρνακας ισχυρίστηκε πως ο κατηγορούμενος του απάντησε πως δουλεύει ως ιδιωτικός υπάλληλος στον Δήμο Λάρνακας. Ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε επίσης ότι η εμπλοκή του με την παρούσα υπόθεση περιορίζεται στις ενέργειες που έκανε στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου και ότι δεν ήταν παρών στον χώρο που εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος στο αυτοκίνητό του.

 

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Αστ. 3620 Ν. Ρωτής ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 3 γραπτή του κατάθεση στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Επαρχίας Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Στις 29.5.2019 και περί ώρα 02:10 ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τον Αστ. 2631 Κ. Μιχαηλίδη ότι συνελήφθηκε ο Χρίστος Μηνά για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της νύκτας. Την ίδια νύκτα μετέβηκε στην Υ.ΚΑ.Ν. Λάρνακας και περί ώρα 02:50 παρέλαβε 1 λιβέρι και 1 ψαλίδι κοπής σιδέρων από τον Αστ. 2631 ως τεκμήρια. Εξήγησε στον Χρίστο Μηνά τους λόγους της εκεί παρουσίας του και αυτός όταν ανακρίθηκε προφορικά απάντησε «το ψαλίδι έδωκε μου ένας Μάριος και το λιβέρι έχω το γιατί δουλεύκω καλουψιής». Στη συνέχεια την ίδια νύκτα έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Χρίστο Μηνά με τη μέθοδο των ερωταπαντήσεων.

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο Μ.Κ.2 κατέθεσε ως τεκμήριο 4 έγγραφο της αστυνομίας αναφορικά με τα τεκμήρια της υπόθεσης και ως τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα ένα λιβέρι και ένα ψαλίδι κοπής σιδέρων. Τέλος κατέθεσε ως τεκμήριο 7 αντίγραφο του ημερολογίου ενεργείας του Τ.Α.Ε. Λάρνακας ημερ. 29.5.2019 στο οποίο καταγράφεται ότι ρώτησε τη Μαρία Καραγιώργη σε ποιον ανήκει το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] η οποία του απάντησε ότι της ανήκει και πως το χρησιμοποιεί ο Χρίστος Μηνά για τις διακινήσεις του. Κατέθεσε τέλος ως τεκμήριο 8 τη γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 29.5.2019. Ως καταγράφεται στην εν λόγω κατάθεση υποβλήθηκαν στον κατηγορούμενο 5 ερωτήσεις στις οποίες αυτός έδωσε ισάριθμες απαντήσεις με το ίδιο κάθε φορά λεκτικό: «ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο».

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρών κατά τη σύλληψη του κατηγορούμενου ούτε είδε πού βρισκόταν το όχημα του κατηγορούμενου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος του ανέφερε πως δούλευε ως καλουψιής όταν όμως τον ανέκρινε γραπτώς δεν συνεργαζόταν και δεν ανέφερε οποιουσδήποτε άλλους ισχυρισμούς για να μπορεί να προβεί και ο ίδιος σε περαιτέρω ενέργειες. Ισχυρίστηκε τέλος ότι τα επίδικα εργαλεία χρησιμοποιούνταν και για οικοδομικούς σκοπούς.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Αστ. 2631 Κ. Μιχαηλίδης ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 9 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 29.5.2019 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον Ο.Π.Ε. Στις 29.5.2019 και περί ώρα 01:20 βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία και μετά από πληροφορία για ύποπτο όχημα εντόπισε σε χωράφι παρά την οδό Έλλης πίσω από το γήπεδο Αντώνης Παπαδόπουλος το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] στο οποίο επέβαινε κάποιο πρόσωπο στη θέση του οδηγού. Από τον έλεγχο των στοιχείων του εν λόγω προσώπου διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον Χρίστο Μηνά. Κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Μηνά διενήργησε έλεγχο στο εν λόγω όχημα και εντόπισε πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού 1 ψαλίδι κοπής σιδέρων. Τον ρώτησε σε ποιον ανήκει και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο απάντησε «εν ψαλίδι εν δικό μου». Στη συνέχεια του ελέγχου εντόπισε 1 λιβέρι στο καπό του αυτοκινήτου. Το υπέδειξε στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε σε ποιον ανήκει και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός απάντησε «εν δικό μου ήμουν καλουψιής». Στη συνέχεια παρέδωσε στον Αστ. 3620 Ν. Ρωτή του Τ.Α.Ε. το ψαλίδι κοπής σιδέρων και το λιβέρι για συνέχιση των εξετάσεων.

 

Ο Μ.Κ.3 κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 10 τη γραπτή συγκατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 29.5.2019 για την έρευνα του οχήματος με αρ. εγγραφής [ ] και ως τεκμήριο 11 το έντυπο αναφορικά με τα δικαιώματα συλληφθέντων/κρατουμένων. Αναγνώρισε τέλος ότι τα τεκμήρια 5 και 6 είναι το λιβέρι και το ψαλίδι κοπής σιδέρων τα οποία εντόπισε την επίδικη νύκτα στο ως άνω όχημα στο οποίο βρισκόταν ο κατηγορούμενος.

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.3 ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε πως ήταν καλουψιής και απάντησε καταφατικά στην ερώτηση εάν μπορούσε ως καλουψιής να χρησιμοποιούσε τα επίδικα εργαλεία. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο κατηγορούμενος ανέφερε πως παλιά φρόντιζε άλογα απάντησε αρνητικά. Σε άλλη ερώτηση που του τέθηκε εάν εντόπισε οτιδήποτε κλοπιμαίο στο όχημα του κατηγορούμενου απάντησε επίσης αρνητικά.   

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και του εξήγησε τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και κάλεσε και 1 μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Ο κατηγορούμενος κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι εκτός από το λιβέρι και το ψαλίδι στο αυτοκίνητό του είχε επίσης μια ποδιά και ένα σκεπάρνι «λόγω του αλόγου του» ως ανέφερε επί λέξει. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν ήταν καλουψιής και πως είχε σταματήσει από την εν λόγω εργασία τον προηγούμενο μήνα. Ισχυρίστηκε ότι ήθελε να περιφράξει το μέρος όπου θα έχτιζε τον στάβλο για το άλογό του και πως αυτή τη θέση του την είχε αναφέρει στους αστυνομικούς οι οποίοι όμως δεν του ζήτησαν να πάνε μαζί για να δουν αν όντως υπήρχε άλογο.

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι την επίδικη νύκτα και ώρα το αυτοκίνητό του ήταν σταθμευμένο σε χωράφι απέναντι από το σπίτι του κουμπάρου του τον οποίο είχε επισκεφθεί. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν γνώριζε ότι τα εργαλεία που ήταν μέσα στο αυτοκίνητό του ήταν διαρρηκτικά όργανα και πως ουδέποτε σχεδίαζε να τα χρησιμοποιήσει για διάρρηξη. Ισχυρίστηκε τέλος ότι η αστυνομία στην παρουσία του ερεύνησε το σπίτι της συντρόφου του αλλά δεν βρέθηκε οτιδήποτε ύποπτο.   

 

Κατά την αντεξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως ανέφερε στον αστυνομικό που τον ανέκρινε στον Αστ. Σταθμό Κοφίνου ότι ήταν ιδιοκτήτης ενός αλόγου και αυτός ήταν ο λόγος που είχε στο αυτοκίνητό του το λιβέρι, το ψαλίδι, μια ποδιά καλουψιή και ένα σκεπάρνι. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν αναγράφεται στην κατάθεσή του ότι πέραν των επίδικων εργαλείων είχε μαζί του το σκεπάρνι και την ποδιά ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος το ανέφερε αλλά αγνοεί τον λόγο που αυτό τελικά δεν αναγράφηκε σε αυτή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι 1 μήνα πριν από τον επίδικο χρόνο σταμάτησε να εργάζεται ως καλουψιής επειδή είχε πέσει από τη σκαλωσιά και κτύπησε το πόδι του αλλά τα εργαλεία παρέμειναν στο αυτοκίνητο επειδή θα έκτιζε μια στέγη στον στάβλο για να μπαίνει μέσα το άλογό του. Ισχυρίστηκε ότι τα εργαλεία δεν τα άφηνε στον στάβλο παρόλο που υπήρχε περίφραξη για να μην του τα κλέψουν.

 

Ως Μ.Υ.1 παρουσιάστηκε ο Κωνσταντίνος Σταύρου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι με τον κατηγορούμενο είναι παιδικοί φίλοι και κουμπάροι. Ισχυρίστηκε επίσης ότι στις 29.5.2019 είχαν πάει με τον κατηγορούμενο για ξύλα και το απόγευμα μετά που τελείωσαν κάθισαν στο σπίτι του, έφαγαν και ήπιαν και κατά τα μεσάνυκτα ο κατηγορούμενος αποχώρησε. Ισχυρίστηκε ότι θυμάται τη συγκεκριμένη ημέρα επειδή την επόμενη ημέρα αναζητούσε τον κατηγορούμενο στο τηλέφωνο ο οποίος δεν του απαντούσε και πως μετά από 3 με 4 ημέρες όταν του απάντησε του είπε ότι είχε συλληφθεί έξω από το σπίτι του στο χωράφι. Ο Μ.Υ.1 κατέθεσε ως τεκμήριο 12 το ενοικιαστήριο έγγραφο που αφορά το σπίτι το οποίο ενοικίαζε.

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε ότι δεν έδωσε κατάθεση στην αστυνομία επειδή κανένας δεν του το ζήτησε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι του γύρω στα μεσάνυκτα και ο ίδιος ξάπλωσε και δεν γνωρίζει τι έγινε στη συνέχεια. Ισχυρίστηκε ότι δεν άκουσε ούτε είδε πως η αστυνομία το επίδικο βράδι είχε πάει κοντά στο σπίτι του. Ισχυρίστηκε τέλος ότι ο κατηγορούμενος ερχόταν και κάποιες άλλες φορές και έμενε δίπλα στο χωράφι επειδή στο σπίτι του έχει ίντερνετ ενώ ο κατηγορούμενος δεν είχε.     

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Αντίθετη ήταν η εισήγηση της δικηγόρου του κατηγορούμενου η οποία κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Οι Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 μου έκαναν καλή εντύπωση και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρες της αλήθειας και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστη. Καθένας τους αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβηκε στα πλαίσια της διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Η εκδοχή καθενός από αυτούς κρίνω ότι είναι λογική, πείθει για τη βασιμότητά της και την αποδέχομαι ως ειλικρινή.

 

Η εμπλοκή των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 αφορούσε στις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν μετά τη σύλληψη του κατηγορούμενου και κατά την αντεξέτασή τους δεν αμφισβητήθηκαν οι εν λόγω ενέργειές τους. Ο Μ.Κ.3 ήταν το πρόσωπο το οποίο κατά τον επίδικο χρόνο εντόπισε αρχικά τον κατηγορούμενο να βρίσκεται εντός του οχήματος με αρ. εγγραφής [ ] και στη συνέχεια εντόπισε στο εν λόγω όχημα το επίδικο λιβέρι και το επίδικο ψαλίδι κοπής σιδέρων. Οι ισχυρισμοί του Μ.Κ.3 ότι κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο εντόπισε στο όχημα στο οποίο επέβαινε ο κατηγορούμενος το λιβέρι και το ψαλίδι κοπής σιδέρων όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή του αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση του κατηγορούμενου.  

 

Ο κατηγορούμενος δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας αφού η μαρτυρία του δεν ήταν σταθερή και δεν πείθει για τη βασιμότητά της. Αναφέρω ενδεικτικά τον ισχυρισμό που προέβαλε κατά την αντεξέτασή του ότι 1 μήνα πριν τον επίδικο χρόνο είχε σταματήσει να εργάζεται ως καλουψιής επειδή είχε πέσει από σκαλωσιά και κτύπησε το πόδι του και στη συνέχεια τον ισχυρισμό του ότι κατά την εν λόγω χρονική περίοδο ασχολείτο με τον στάβλο του αλόγου του. Κρίνω ότι δεν είναι λογικό ο κατηγορούμενος να έπαψε να εργάζεται ως καλουψιής λόγω τραυματισμού αλλά ταυτόχρονα να ήταν σε θέση να ασχολείται με την κατασκευή στέγης για τον στάβλο του αλόγου του. 

 

Κρίνω περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου πως κατείχε τα επίδικα εργαλεία για να φτιάξει τον στάβλο του αλόγου του δεν είναι πειστικός αφού η εν λόγω εργασία δεν δικαιολογούσε την κατοχή τους κατά τη διάρκεια της νύκτας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Κρίνω ακόμα ότι ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου πως είχε τα επίδικα εργαλεία στο αυτοκίνητό του επειδή τα χρησιμοποιούσε για να φτιάξει τον στάβλο του αλόγου του δεν πείθει για τη βασιμότητά του αφού ως επίσης ισχυρίστηκε ο εν λόγω χώρος είχε περίφραξη. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν λογικά αναμενόμενο ότι θα άφηνε τα εν λόγω εργαλεία σε εκείνο το μέρος και δεν θα τα μετέφερε δεξιά και αριστερά έχοντας τα στο αυτοκίνητο.

 

Ο Μ.Υ.1 κρίνω πως ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως ειλικρινή. Παρά το γεγονός ότι είναι φίλος και κουμπάρος του κατηγορούμενου δεν προσπάθησε με τη μαρτυρία του να τον βοηθήσει αλλά διατήρησε την αντικειμενικότητά του. Η γνώση του αφορά σε όσα προηγήθηκαν της επίδικης ημέρας και συγκεκριμένα στο ότι εκείνη την ημέρα μετέβηκαν μαζί με τον κατηγορούμενο να κόψουν ξύλα και μετά που επέστρεψαν στο σπίτι του ο κατηγορούμενος παρέμεινε μαζί του μέχρι τα μεσάνυκτα όταν και αποχώρησε. Γνωρίζει επίσης ότι ο κατηγορούμενος τον επίδικο χρόνο είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του σε κοντινή απόσταση από το σπίτι του. Στη συνέχεια κοιμήθηκε και δεν αντιλήφθηκε ούτε τη μετάβαση της αστυνομίας στο μέρος όπου ο κατηγορούμενος είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του ούτε τη σύλληψή του.    

 

Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καθώς επίσης και όσα προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως την ανέφερα πιο πάνω καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης: στις 29.5.2019 και περί ώρα 01:20 ο Μ.Κ.3 ο οποίος υπηρετεί στον Ο.Π.Ε. βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία και μετά από πληροφορία για ύποπτο όχημα εντόπισε σε χωράφι παρά την οδό Έλλης πίσω από το γήπεδο Αντώνης Παπαδόπουλος το όχημα με αρ. εγγραφής [ ]. Στο εν λόγω όχημα επέβαινε κάποιο πρόσωπο στη θέση του οδηγού. Από τον έλεγχο των στοιχείων του εν λόγω προσώπου διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον κατηγορούμενο Χρίστο Μηνά. Κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του κατηγορούμενου ο Μ.Κ.3 διενήργησε έλεγχο στο εν λόγω όχημα και εντόπισε πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού 1 ψαλίδι κοπής σιδέρων. Ρώτησε τον κατηγορούμενο σε ποιον ανήκει και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός απάντησε «εν ψαλίδι εν δικό μου». Στη συνέχεια στο καπό του αυτοκινήτου εντόπισε 1 λιβέρι. Το υπέδειξε στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε σε ποιον ανήκει και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός του απάντησε «εν δικό μου ήμουν καλουψιής». Στη συνέχεια ο Μ.Κ.3 παρέδωσε στον Αστ. 3620 Ν. Ρωτή που υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. το ψαλίδι κοπής σιδέρων και το λιβέρι για συνέχιση των εξετάσεων. Στα πλαίσια των εν λόγω εξετάσεων ο κατηγορούμενος ανακρίθηκε και στη συνέχεια κατηγορήθηκε γραπτώς.  

       

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Αναφορικά με το επίδικο αδίκημα σχετικό είναι το άρθρο 296(γ) του Ποινικού Κώδικα το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«296. Όποιος ενδέχεται να βρεθεί κάτω από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις, δηλαδή

(α) …

(β) …

(γ) έχει στην κατοχή του διαρρηκτικό όργανο κατά τη διάρκεια νύχτας, χωρίς νόμιμη δικαιολογία γι αυτό, της οποίας φέρει και το βάρος της απόδειξης

(δ) …

(ε) …

(στ) …

(ζ) …

είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται

(i) σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (α), (β), (γ), (ε) ή (στ) σε φυλάκιση πέντε χρόνων

(ii) σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (δ) ή (ζ), σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε προηγουμένως για κακούργημα που αφορά περιουσία, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων».

 

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα «νύχτα» ή «κατά τη διάρκεια νύχτας» σημαίνει το χρονικό διάστημα μεταξύ των ωρών έξι και μισή το βράδυ και έξι και μισή το πρωί.  

 

Παρόμοιο αδίκημα με το επίδικο προβλεπόταν από το άρθρο 28(2) του Αγγλικού Larceny Act 1916 το οποίο είχε ως εξής:

 

«28.  Every person who shall be found by night ... (2) having in his possession without lawful excuse (the proof whereof shall lie on such person) any key, picklock, crow, jack, bit, or other implement of housebreaking … shall be guilty of a misdemeanour».

 

Η εν λόγω αγγλική διάταξη αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένα διαρρηκτικά όργανα αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά εφόσον περιλαμβάνει και τη φράση «other implement of housebreaking». Ως η εν λόγω φράση έχει ερμηνευθεί, διαρρηκτικό όργανο, θεωρείται οποιοδήποτε όργανο το οποίο από τη φύση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς διάρρηξης παρά το ότι η συνήθης χρήση του είναι για νόμιμο σκοπό (Archbold 35th ed. par. 1851).

 

Όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και το βάρος απόδειξης διαφωτιστικά είναι όσα αναφέρονται στην R v. Patterson (1962) 1 All E.R 340:

 

«It seems to the court that, in the first instance, the prosecution must prove that the prisoner was found in possession by night of either an implement which can properly be described as one of those specifically named in the section, or of an implement capable in fact of being used as a housebreaking implement from its common though not exclusive use for that purpose or from the particular circumstances of the case in question. Once possession of such an implement has been shown, the burden shifts to the prisoner to prove on the balance of probabilities that there was lawful excuse for his possession of the implement at the time and place in question».

 

Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος δεν απαιτείται να αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή και ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει το διαρρηκτικό όργανο για σκοπούς διάρρηξης.

 

Όσον δε αφορά την κατοχή αυτή έχει την έννοια της φυσικής κατοχής (Archbold 35th ed. par. 1851). Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία κατοχή ενός αντικειμένου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Queiss ν. Republic (1987) 2 CLR 49, Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289 και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 21). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71 λέχθηκε σχετικά ότι «η κατοχή εξυπακούει φυσικό έλεγχο του αντικείμενου μαζί με γνώση του κατηγορούμενου ότι το έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του. Δυνατόν κάποιος να κατέχει κάποιο αντικείμενο χωρίς να γνωρίζει ή να αντιλαμβάνεται τη φύση του, αλλά δεν το κατέχει υπό τη νομική έννοια, εκτός κι αν γνωρίζει ότι το έχει».

 

Για την απόδειξη της γνώσης της φύσης του αντικειμένου, λόγω του ότι αυτή συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία και κατά κανόνα η γνώση αυτή συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ιδιαίτερα από τη σύνδεση και τις πράξεις του κατηγορούμενου σε σχέση με το παράνομο αντικείμενο (Queiss ανωτέρω και Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250). Με άλλα λόγια εξάγεται από περιστατική μαρτυρία, η οποία μπορεί να οδηγήσει εξίσου σε ασφαλές συμπέρασμα και κάποτε μάλιστα με μεγαλύτερη ασφάλεια (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388).

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω κρίνω ότι για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ότι ο κατηγορούμενος έχει στην κατοχή του, (β) διαρρηκτικό όργανο (γ) κατά τη διάρκεια της νύχτας.

 

Αν αποδειχθούν τα παραπάνω στοιχεία, τότε, το αδίκημα στοιχειοθετείται εκτός εάν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι κατείχε το διαρρηκτικό όργανο με νόμιμη δικαιολογία.

 

Στην παρούσα υπόθεση από τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνω πως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 29.5.2019 η ώρα 01:53, ήτοι κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατείχε εντός του οχήματος με αρ. εγγραφής ΗΝΚ 141 ένα λιβέρι και ένα ψαλίδι κοπής σιδέρων. Λόγω της χρήσης τους στις οικοδομές από διάφορους επαγγελματίες, όπως οικοδόμοι και καλουψιήδες, και της δυνατότητας με αυτά να σπάσει ή και να κοπεί κλειδαριά ή να παραβιαστεί πόρτα ή παράθυρο κρίνω πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτά είναι διαρρηκτικά όργανα.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος υπό στοιχεία (α) έως (γ) ως τα προανέφερα και παραμένει πλέον να εξεταστεί κατά πόσο ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε το βάρος να αποδείξει ότι κατείχε τα ως άνω διαρρηκτικά όργανα για νόμιμη δικαιολογία κατόρθωσε να το αποσείσει.

 

Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω διαρρηκτικά όργανα βρίσκονταν στο όχημα το οποίο χρησιμοποιούσε επειδή του ήταν αναγκαία για να έφτιαχνε τη φάρμα του αλόγου του.

 

Για τους λόγους που προανέφερα κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του κατηγορούμενου ο εν λόγω ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός. Συνεπώς κρίνω ότι ο κατηγορούμενος δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της νόμιμης δικαιολογίας το οποίο έφερε στους ώμους του.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος.

 

Συνακόλουθα ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει.    

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο