ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 12908/2023

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

SERGEJS LUKASOV

Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 25.4.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Αν. Αναστασίου

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 4 κατηγορίες στις οποίες ο κατηγορούμενος αρχικά δήλωσε μη παραδοχή και διεξήχθη ακρόαση. Μετά που η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε τους Μ.Κ.1 – Μ.Κ.3 ο κατηγορούμενος δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες 3 και 4 και η ποινική δίωξη στις κατηγορίες 1 και 2 αναστάλθηκε.

 

Η 3η κατηγορία αφορά το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 294 του Ποινικού Κώδικα και η 4η κατηγορία το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα.

 

Ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση από τις 20.10.2023 όταν καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση.

Στην παρούσα υπόθεση δόθηκε η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τη συνοπτική εκδίκασή της δυνάμει του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.

 

Ο κατηγορούμενος αιτήθηκε και η κατηγορούσα αρχή συγκατατέθηκε όπως για σκοπούς επιβολής ποινής ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση και η υπόθεση 11701/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας.  

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 31.12.2022 – 4.1.2023 συμπεριλαμβανομένων στην οδό 1ης Απριλίου στη Λάρνακα διέρρηξε και εισήλθε στη φρουταρία Δροσιά και έκλεψε μια ραπτομηχανή μάρκας SINGER, μια ραπτομηχανή μάρκας BAUMAN, μια μεταλλική ζυγαριά και άλλα μικροαντικείμενα όλα συνολικής αξίας €800,00 περίπου.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 5.4.2023 – 5.5.2023 συμπεριλαμβανομένων και μεταξύ των ωρών 02:00 – 08:00 στην οδό Αρήτης στη Λάρνακα διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία με αρ. 6 και έκλεψε από μέσα το κλειδί ενός οχήματος NISSAN PULSAR, περιουσία του Σάββα Πέτρου αξίας €150,00.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 4.1.2023 καταγγέλθηκε από την Παναγιώτα Χειμωνίδου ότι μεταξύ των ημερομηνιών 31.12.2022 και 4.1.2023 έγινε διάρρηξη στο κτήριο το οποίο διατηρεί στην οδό 1ης Απριλίου στη Λάρνακα με την ονομασία πρώην Φρουταρία Δροσιά. Από το εν λόγω κτήριο κλάπηκαν όλα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας. Διαπιστώθηκε ότι ο δράστης είχε πετύχει είσοδο από απασφάλιστο παράθυρο στο ισόγειο του κτιρίου και στη συνέχεια έγινε παραβίαση εσωτερικής αλουμινένιας πόρτας στο υπόγειο του κτιρίου. Η έξοδος επιτεύχθηκε από αλουμινένια πόρτα στο ισόγειο αφού αυτή ξεκλειδώθηκε από μέσα. Από τις εξετάσεις που έγιναν εντοπίστηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου σε φαναράκι που εντοπίστηκε στη σκηνή το οποίο και αποστάλθηκε στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στο εν λόγω αντικείμενο και στις 27.9.2023 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και για αυτήν την υπόθεση.

 

Τα γεγονότα της 4ης κατηγορίας έχουν ως ακολούθως: στις 5.5.2023 καταγγέλθηκε από τον Παύλο Νικολάου ότι μεταξύ των ημερομηνιών 5.4.2023 και 5.5.2023 έγινε διάρρηξη στην ισόγειο κατοικία του Σάββα Πέτρου. Ο ιδιοκτήτης της κατοικίας ζει μόνιμα στο Λονδίνο και η οικία ήταν ακατοίκητη. Από εξετάσεις που έγιναν από άνδρες του Τ.Α.Ε. Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι άγνωστοι εισήλθαν στην κατοικία αφού παραβίασαν πισινή αλουμινένια ανοιγόμενη πόρτα της κουζίνας με αιχμηρό μεταλλικό αντικείμενο. Οι δράστες εξήλθαν από πλαϊνό αλουμινένιο συρόμενο παράθυρο υπνοδωματίου. Διαπιστώθηκε ότι κλάπηκε από την κατοικία το κλειδί του οχήματος της οικογένειας. Το όχημα βρισκόταν εντός του γκαράζ της κατοικίας με ανοικτές τις πόρτες και με εμφανή σημάδια ότι οι δράστες είχαν εισέλθει σε αυτό. Από τη σκηνή παραλήφθηκε ως τεκμήριο ένα άδειο τενεκεδάκι αναψυκτικού το οποίο αποστάλθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής Κύπρου για εξέταση και σε αυτό εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου. Εξασφαλίστηκαν δικαστικά εντάλματα σύλληψης εναντίον του κατηγορουμένου και αυτός συνελήφθηκε στις 12.10.2023. Τα κλοπιμαία δεν εντοπίστηκαν.

 

Ως γεγονότα της υπόθεσης 11701/2023 στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την 3η  κατηγορία η οποία αφορά το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων εν καιρώ νυκτός κατά παράβαση του άρθρου 296(γ) του Ποινικού Κώδικα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 31.10.2022 και περί ώρα 22:15 λήφθηκε πληροφορία στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας ότι πρόσωπα βρίσκονται σε ανοικτό χωράφι πλησίον της οδού Γιάννου Κρανιδιώτη στη Λάρνακα και ήταν πιθανό να είχαν στην κατοχή τους κλοπιμαία περιουσία. Στο μέρος μετέβηκαν μέλη της Αστυνομίας όπου εντόπισαν τον κατηγορούμενο να έχει στην κατοχή του διάφορα διαρρηκτικά εργαλεία τα οποία αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας ήτοι 1 κόπτη, 1 κοπίδι, 1 κάττερ, 1 ασημένιο λοστό και μια ρούχινη τσάντα με διάφορα εργαλεία.

 

Ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες. Η 1η είναι στην υπόθεση 2260/2017 του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου στην οποία στις 3.10.2018 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, ποινή φυλάκισης 6 ετών για το αδίκημα της ληστείας, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων για το αδίκημα της παράνομης κατοχής αεροβόλου όπλου, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων για το αδίκημα της απειλής, ποινή φυλάκισης 1 έτους για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων για το αδίκημα της κατοχής αντικειμένου το οποίο εκτοξεύει επιβλαβή υγρά και τέλος ποινή φυλάκισης 1 έτους για το αδίκημα της επίθεσης.

 

Η 2η προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου είναι στην υπόθεση 3621/2017 του Ε.Δ. Λάρνακας στην οποία στις 17.9.2020 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής και για το αδίκημα της κλοπής από θεματοφύλακα και οι ποινές συνέτρεχαν.

 

Αναφέρθηκε επίσης ότι στην ως άνω αναφερθείσα υπόθεση 2260/2017 ο κατηγορούμενος στις 16.11.2020 έλαβε αναστολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το υπόλοιπο της ποινής του διάρκειας 378 ημερών με τον όρο να μην διαπράξει αδίκημα εντός 3 ετών από τη μέρα αποφυλάκισης του και στις 4.2.2021 απολύθηκε από τις Κεντρικές Φυλακές δυνάμει της εν λόγω αναστολής της ποινής.

 

Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου ο οποίος παρέπεμψε σε ένα μικρό απόσπασμα του Sentencing and Criminal Justice 4th Edition του Andrew Ashworth στο οποίο αναφέρεται ότι σε μια περίοδο όπου η ανίχνευση των εγκλημάτων γενικά είναι στο 23% και όπου η ανίχνευση και διερεύνηση αδικημάτων ληστείας και διαρρήξεων είναι κάτω από το 1/5, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι η αποτρεπτική ισχύς της ποινής που θα είχε πάνω σε λογικούς ανθρώπους, η αποτροπή που θα προκαλούσε το ύψος της ποινής σε λογικούς ανθρώπους σε περίπτωση που αφορά πιθανούς επίδοξους διαρρήκτες είναι δεδομένης αυτής της χαμηλής πιθανότητας διαλεύκανσης αυτών των υποθέσεων μικρής ισχύος.

 

Ανέφερε ακόμη πως στο ως άνω σύγγραμμα καταγράφεται επίσης ότι οι ληστές και διαρρήκτες είναι άτομα τα οποία είναι ηδονιστές, δεν λειτουργούν πάντα με προμελετημένη σκέψη και υπάρχουν στοιχεία στα αγγλικά τουλάχιστον από τις στατιστικές του British Crime Survey του '96 ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ληστές και τους διαρρήκτες όταν ρωτήθηκαν αν γνωρίζουν τα ύψη των ποινών απάντησαν αρνητικά. Ανέφερε επίσης ότι δυστυχώς οι επίδοξοι ληστές, διαρρήκτες και δολοφόνοι δεν διαβάζουν Cylaw.

 

Περαιτέρω ο δικηγόρος του κατηγορούμενου ανέφερε ως ειδικούς μετριαστικούς παράγοντες το γεγονός ότι η κλαπείσα περιουσία είναι μικρής αξίας, κατά τον χρόνο των διαρρήξεων δεν υπήρχαν ένοικοι στον χώρο όπου αυτές έλαβαν χώρα και οι ζημιές που προκλήθηκαν ήταν μικρές. Αναγνώρισε δε ότι πρόκειται για αδίκημα το οποίο δημιουργεί στους ιδιοκτήτες των κατοικιών μια ανασφάλεια. Τέλος υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει ένα ανήλικο τέκνο.

  

Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα οι δικηγόροι των διαδίκων ανέφεραν. 

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, τις συνθήκες διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Επιπλέον, σε αδικήματα στα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρά και αυτό προκύπτει από τις προβλεπόμενες από τον νόμο ανώτατες ποινές για καθένα από αυτά η οποία είναι ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια.

 

Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη για καθένα από αυτά μέγιστη ποινή και από τη σχετική νομολογία.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι η έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου δεν αποτελούσε 1 μεμονωμένο περιστατικό αλλά αντιθέτως εκδηλώθηκε σε 2 διαφορετικές περιπτώσεις που απέχουν μεταξύ τους 5 μήνες. Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος δεν αποκατέστησε την οικονομική απώλεια την οποία προκάλεσε στους ιδιοκτήτες της περιουσίας που ήταν θύματα της εγκληματικής του δράσης παρά το γεγονός ότι το ύψος της ζημιάς κάθε φορά ήταν χαμηλό. 

 

Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την παραδοχή του η οποία, παρόλο που δεν ήταν άμεση, δεν παύει από το να αποτελεί ένα σημαντικό μετριαστικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Ως ακόμα ένα μετριαστικό παράγοντα λαμβάνω υπόψη μου το γεγονός ότι κατά τον χρόνο διάρρηξης στην επίδικη κατοικία που αφορά η 4η κατηγορία ο ιδιοκτήτης της απουσίαζε από αυτή αφού είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού. 

 

Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου όσα καταγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είναι άτομο ηλικίας 42 ετών με καταγωγή από τη Λετονία, διαζευγμένος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας 10 ετών το οποίο διαμένει με τη μητέρα του. 

 

Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι οι 2 προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνεται ο κατηγορούμενος στις οποίες περιλαμβάνονται ομοειδή αδικήματα με αυτά της παρούσας υπόθεσης τείνουν να μειώσουν την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί. 

 

Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι στον κατηγορούμενο χορηγήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ότι τα επίδικα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν εντός της περιόδου των 3 ετών από την αποφυλάκισή του με την εν λόγω χάρη καθώς επίσης και τις αρχές και τα θέματα που τέθηκαν με τις υποθέσεις Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356 και Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 63/2022, ημερ. 26.10.2022 κρίνω ότι είναι αναγκαίο στο παρόν στάδιο να εξεταστεί το θέμα της συνολικότητας της ποινής.

 

Στην ως άνω υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).».

 

Επίσης στην ως άνω υπόθεση Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η καταδίκη επομένως της εφεσείουσας και η επιβολή σ' αυτήν της ποινής φυλάκισης κατά την 14.1.2009 με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της αναστολής έκτισης της προηγούμενης ποινής που είχε δοθεί με την Προεδρική απόφαση, και συνακόλουθα η εφεσείουσα μετά την έκτιση της εξάμηνης ποινής φυλάκισης που είναι εδώ αντικείμενο της έφεσης, θα υποχρεούται να εκτίσει διαδοχικά και την υπολοιπόμενη ποινή του 1 έτους, 6 μηνών και 15 ημερών από την προηγούμενή της καταδίκη. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η εφεσείουσα προσέφυγε στο Εφετείο, επικαλούμενη κατά κύριο λόγο το ότι τα γεγονότα που αφορούσαν στην ύπαρξη της Προεδρικής αναστολής και στην αυτόματη ενεργοποίηση της υποχρέωσης έκτισης του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής που της είχε επιβληθεί, δεν είχαν τεθεί δυστυχώς υπόψη του πρωτόδικου ποινικού Δικαστηρίου. Εάν δε το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του ότι επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης, αυτό θα είχε το πιο πάνω σοβαρό επακόλουθο, ίσως να απέφευγε να επιβάλει μια τέτοια ποινή, ή ενδεχόμενα να ανέστελλε την έκτισή της, έτσι ώστε η συνολική τιμωρία της να μην ήταν τελικά υπερβολική.

Στην υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, στην οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσίβλητης, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ασχοληθεί με θέμα παρόμοιο όπως αυτό που εγείρεται στην παρούσα έφεση. Και εκεί τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου κάποια γεγονότα που προσέδιδαν μια εικόνα διαφορετική από εκείνη την οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, μέσα στην περίοδο των 3 ετών που είχε ανασταλεί με Προεδρική απόφαση η ποινή 4ετούς φυλάκισης που εξέτιε ο εφεσείων για αδίκημα ένοπλης ληστείας, αυτός διέπραξε το αδίκημα της κατοχής ηρωίνης για το οποίο καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Όμως επιπρόσθετα, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του, που ήταν περίπου 14 μήνες, ενεργοποιήθηκε αυτόματα και επομένως μετά την έκτιση της δίμηνης φυλάκισής του, ο εφεσείων θα έπρεπε να υπηρετήσει και την υπόλοιπη ποινή του. Το Εφετείο αναφέρθηκε στη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία όταν το Δικαστήριο επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται ανασταλείσα ποινή διαδοχικά, έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των ποινών δεν είναι υπερβολικό με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει δε των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης εκείνης, της μικρής ποσότητας ηρωίνης, του ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης υπό θεραπεία αποτοξίνωσης κλπ., το Εφετείο αντικατέστησε την ποινή φυλάκισης με ποινή προστίμου, οπότε και δεν ετίθετο θέμα ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής. Σχολιάζοντας δε την παράλειψη γνωστοποίησης των γεγονότων που σχετίζονταν με την ανασταλείσα ποινή προς το εκδικάζον Δικαστήριο, το Εφετείο επισήμανε ότι τόσο η υπεράσπιση όσο και η κατηγορούσα αρχή είχαν καθήκον να τα αναφέρουν ώστε να ληφθούν και αυτά υπόψη.

 

Παρόμοια με την ανωτέρω ήταν η προσέγγιση του Εφετείου και στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στη σελίδα 158 του τόμου των Αποφάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο μη γνωρίζοντας τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης, επέβαλε την ποινή στον εφεσείοντα και αυτομάτως προκάλεσε την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με τους όρους του προεδρικού εντάλματος. Οπότε, δικαίως ο εφεσείων επαραπονείτο ότι δεν είχε τεθεί το θέμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η συνεκτίμηση του οποίου ενδεχόμενα να οδηγούσε το Δικαστήριο σε άλλη σκέψη. Τελικά το Εφετείο αντικατέστησε την εφεσιβληθείσα ποινή 6μηνης φυλάκισης με εγγύηση £500 για 3 έτη αφού όμως έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι είχε ήδη παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το χρόνο τέλεσης των νέων αδικημάτων.

Στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327 και πάλι το Εφετείο απέδωσε ικανή σημασία στο γεγονός πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το γεγονός ότι με την επιβολή φυλάκισης θα ενεργοποιείτο αυτόματα και η ανασταλείσα με προεδρικό ένταλμα ποινή, το υπόλοιπο της οποίας ήταν 9 μήνες και 23 ημέρες. Λαμβάνοντας και αυτό υπόψη, το Εφετείο μείωσε την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση, έτσι ώστε το σύνολο επιβληθείσας και ενεργοποιηθείσας ποινής να μην ήταν υπερβολικό.

 

Για παρόμοιους λόγους όπως και στις προαναφερθείσες αποφάσεις, το Εφετείο στην πρόσφατη απόφασή του την οποία εξέδωσε στη Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243, διέταξε την αναστολή έκτισης επιβληθείσας ποινής 14μηνης φυλάκισης, η επιβολή της οποίας θα είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση άλλης ποινής 3 περίπου ετών η οποία είχε ανασταλεί με προεδρικό ένταλμα. Έλαβε όμως σοβαρά υπόψη του το Εφετείο στην κατάληξή του αυτή, το ότι είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διάπραξης του νέου αδικήματος και της επιβολής ποινής, καθώς επίσης έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα άλλαξαν ουσιωδώς υπέρ του. Τονίζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, το Εφετείο ανέστειλε την έκτιση της ποινής έτσι ώστε να μην είχε ως συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής που είχε ανασταλεί με προεδρική απόφαση.».

 

Στην ως άνω υπόθεση Φραντζίδης ν. Αστυνομίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αναμφίβολα το γεγονός ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης η περίοδος φυλάκισης των 361 ημερών θα ενεργοποιείτο αυτόματα, ήταν παράμετρος που θα έπρεπε να είχε αντίχτυπο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο (Σωτηριάδου, 361-3 και Χρίστου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.151/2020, ημερ. 18.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B207).  Επομένως, ό,τι ενδιαφέρει είναι η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη συνέπεια της αυτόματης ενεργοποίησης στην περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης που, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

    Ακόμα και έτσι, η ποινή της φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη. Η φύση του αδικήματος και το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών που ο Εφεσείων κατείχε, δεν άφηναν άλλη επιλογή. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις καταστροφικές συνέπειες που επιφέρει η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, κυρίως από νεαρά πρόσωπα και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, παραθέτοντας περικοπή από την Ismen Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.79/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110.

    Ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα θα μπορούσαν να συνδράμουν ώστε να επιλεγεί άλλου είδους ποινή. Το ποινικό του μητρώο αρχίζει από το 2000. Φυλακίστηκε τέσσερις φορές, σε αντίστοιχο αριθμό υποθέσεων, που αφορούσαν διαρρήξεις, σε δύο από τις οποίες είχαν ληφθεί υπόψη αριθμός άλλων υποθέσεων, κυρίως διαρρήξεις. Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2001, σε φυλάκιση τριών χρόνων το 2004, σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων το 2007 και σε φυλάκιση επίσης τεσσάρων χρόνων το 2010. Η φυλάκιση των πέντε χρόνων που τώρα εκτίει, δεν συνιστά προηγούμενη καταδίκη σε σχέση με την εφεσιβαλλόμενη ποινή. Ορθά λοιπόν σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιείκεια που θα μπορούσε διαφορετικά να επιδειχτεί, είχε περιοριστεί σε ουσιαστικό βαθμό. Και όση συμπάθεια και αν δικαιολογείται για τα όσα βίωσε ο Εφεσείων στην παιδική του ηλικία, δεν θα μπορούσαν, στις περιστάσεις της υπόθεσης, να δικαιολογήσουν άλλη ποινή.

    …

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής που επέβαλε. Κρίνουμε ότι ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια και η κατάληξη του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί ώστε να δοθεί μια περαιτέρω ευκαιρία στον καταδικασθέντα για αναμόρφωση εκτός των φυλακών, με το ενδεχόμενο της ενεργοποίησης σε περίπτωση παραβίασης των όρων της αναστολής συνήθως να επενεργεί ανασταλτικά για τη διάπραξη νέου αδικήματος. Το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα κάθε άλλο παρά συνηγορούσε υπέρ της αναστολής. Περαιτέρω, ακόμα μια φορά στο παρελθόν είχε λάβει Προεδρική χάρη και αδικοπράγησε επιστρέφοντας στη φυλακή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης δυόμισι μήνες μετά που του απονεμήθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

     Ως προς το ζήτημα κατά πόσο η ποινή θα ήταν διαδοχική ή θα συνέτρεχε με την ποινή φυλάκισης που εξέτιε ο Εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη σχετική νομολογία και την εφάρμοσε. Διαπίστωσε ότι τα αδικήματα στα οποία είχε επιβάλει ποινές δεν αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας ενέργειας σε σχέση με το αδίκημα του εμπρησμού για το οποίο ο Εφεσείων ήταν στη φυλακή, καταλήγοντας ότι η ποινή που επέβαλε δεν δικαιολογείτο να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

    Η συνολικότητα της ποινής είναι θεμελιακή αρχή που εφαρμόζεται κατά την επιβολή ποινής.  Υπαγορεύει ότι η τιμωρία δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του καταδικασθέντα. Όχι μόνο στα πλαίσια της υπόθεσης που εκδικάζεται, αλλά και με αναφορά σε υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη ή που έχει ήδη καταδικαστεί και του επιβλήθηκε ή και εκτίει ποινή (Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 447-8). Ωστόσο, παράμετρος που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται είναι ότι η ποινή που θα επιβληθεί, δεν πρέπει να είναι τέτοια που να δημιουργεί στον κατηγορούμενο το αίσθημα ότι δεν τιμωρήθηκε για την αδικοπραξία του και γενικότερα την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να αδικοπραγεί χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.  Ότι εφόσον έχει αδικοπραγήσει, θα είναι δυνατόν άλλες αδικοπραγίες του, έστω μικρότερης σοβαρότητας, να απορροφηθούν από την σοβαρότερη εξαλείφοντας κάθε συνέπεια.

    Η ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του, ήταν απρόσβλητη. Έλαβε υπόψη του τα γεγονότα της υπόθεσης, την καθυστέρηση και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες. Ορθά αποφάσισε να επιβάλει ποινή φυλάκισης και ορθά έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να την αναστείλει, αλλά ούτε και να διατάξει να συντρέχει με τη φυλάκιση που εξέτιε ο Εφεσείων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή που θα επέβαλλε έτσι ώστε για τις επίδικες αδικοπραξίες του ο Εφεσείων να εκτίσει ποινή φυλάκισης για ακόμα ένα χρόνο. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι με την αυτόματη ενεργοποίηση, θα εξέτιε ποινή φυλάκισης για ακόμα δύο χρόνια. Η περίοδος των 361 ημερών αφορούσε παρελθούσα συμπεριφορά του, όμως είχε ευεργετηθεί με την αναστολή της και η ποινή για τις επίδικες αδικοπραξίες προκαλούσε την ενεργοποίηση της. Η ενεργοποίηση ήταν συνέπεια της επιβληθείσας ποινής, που έτσι επιτεινόταν ως προς τις επιβαρυντικές συνέπειες της για τον Εφεσείοντα.

Υπό τις περιστάσεις, η επέμβαση του Εφετείου καθίσταται επιβεβλημένη. Η επιβληθείσα ποινή στην κατηγορία 2 μειώνεται σε έξι μήνες φυλάκιση, συντρέχουσα με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις άλλες δύο κατηγορίες και που θα εκτιθεί διαδοχικά προς την ποινή που εκτίει ο Εφεσείων, όπως διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε αυτή την έκταση ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει, ενώ οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.». 

 

Το θέμα της συνολικότητας της ποινής εξετάστηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).

 

Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, λέχθηκε ότι «ένα ποινικό δικαστήριο θα πρέπει πρώτιστα να αναλογίζεται το ορθό ποινικό μέτρο σε κάθε κατηγορία και μετά να εξετάζει το ενδεχόμενο της επιβολής διαδοχικότητας των ποινών. Έχοντας πάντοτε υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στη Μιχαήλ (ανωτέρω), με αναφορά στην Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική. (Σχετικό είναι και το «Definitive Guideline» (ανωτέρω), ιδιαίτερα η σελ. 6.)».

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς επίσης και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου στο οποίο ως ανέφερα πιο πάνω περιλαμβάνονται καταδίκες για ομοειδή αδικήματα με αυτά της παρούσας υπόθεσης κρίνω ότι αυτά δεν αφήνουν άλλη επιλογή στο Δικαστήριο εκτός από την επιβολή ποινής φυλάκισης.

 

Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου αφενός ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση αυτός θα κληθεί μετά την έκτισή της να εκτίσει και την ποινή των 378 ημερών για την οποία του απονεμήθηκε Προεδρική χάρη και αφετέρου τις αρχές που διέπουν το θέμα της συνολικότητας της ποινής κρίνω πως υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται να του επιβληθούν ποινές μικρότερης χρονικής διάρκειας από αυτές που θα ήταν οι αρμόζουσες σε περίπτωση που δεν θα καλείτο να εκτίσει και την ως άνω ποινή των 378 ημερών.

 

Συνακόλουθα επιβάλλω στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

 

·           Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών

·           Στη 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών   

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και περαιτέρω το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο και οι προηγούμενες καταδίκες του αφορούν αδικήματα ομοειδή με τα επίδικα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

Λόγω των κρίνω ότι δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 20.10.2023.

 

(Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο