ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 4531/2021

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Ντένης Στόκερ  

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 31.5.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή  

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στη μοναδική κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει. Η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κλοπής από κατοικία κατά παράβαση των άρθρων 255 και 266(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 24.12.2020 και περί ώρα 10:15 στην οδό [ ] στη Λάρνακα της επαρχίας Λάρνακας έκλεψε από την κατοικία της Μαρούλλας Νεοφύτου από τη Λάρνακα το χρηματικό ποσό των €80,00 περιουσία της πιο πάνω αναφερόμενης.

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη της κατηγορίας παρουσίασε 1 μάρτυρα. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Μαρούλλα Νεοφύτου η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 24.12.2020 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: κατοικεί μόνη της σε ισόγεια κατοικία στην οδό [ ] στη Λάρνακα. Η κατοικία έχει 3 δωμάτια και το καθένα από αυτά έχει πόρτα που ενώνεται με την αυλή της κατοικίας. Η κατοικία της βρίσκεται πίσω από την κατοικία του Θεοδόση Θεοδοσίου ο οποίος διαμένει στην οδό [ ] 31 και ακριβώς δίπλα από την εν λόγω κατοικία υπάρχει μια μεγάλη τρίφυλλη σιδερένια πόρτα η οποία οδηγεί στο πέρασμα και στη συνέχεια στην αυλή της κατοικίας της. Η εν λόγω σιδερένια πόρτα είναι η μοναδική είσοδος στην αυλή και στην κατοικία της.

 

Στις 24.12.2020 η ώρα 08:45 έφυγε από την κατοικία της. Επειδή είχε σφουγγαρίσει την κατοικία της άφησε όλες τις πόρτες των δωματίων ανοιχτές και ξεκλείδωτες εκτός από την πόρτα ενός δωματίου την οποία έκλεισε χωρίς όμως να την κλειδώσει. Επίσης έκλεισε και κλείδωσε με τσακροκλειδωνιά την τρίφυλλη πόρτα που οδηγεί στην αυλή της κατοικίας. Όταν επέστρεψε στο σπίτι της η ώρα 10:30 ο γείτονάς της ο Θεοδόσης της ανέφερε ότι ενώ αυτή απουσίαζε ο Ντένης Στόκερ ο οποίος κατοικεί στο ανώγειο παραδίπλα σπίτι μπήκε στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα από μια από τις 2 κουζίνες της κατοικίας της. Το εν λόγω δωμάτιο όσο και η κουζίνα βρίσκονται απέναντι από την κατοικία του Θεοδόση.

 

Έλεγξε την εν λόγω κουζίνα και το δωμάτιο και διαπίστωσε ότι κλάπηκαν από τη τσάντα της χρώματος μαύρου που είχε κρεμασμένη σε κρεμάστρα το χρηματικό ποσό των €30,00 σε χαρτονομίσματα και κέρματα και από και από το πορτοφόλι της μάρκας REBLON που ήταν μέσα στην εν λόγω τσάντα το χρηματικό ποσό των €50,00 σε χαρτονομίσματα των €10,00 και €20,00. Όταν επέστρεψε στην κατοικία της η τρίφυλλη σιδερένια πόρτα ήταν κλειδωμένη όπως την είχε αφήσει. Δύο μήνες προηγουμένως διαπίστωσε ότι κλάπηκαν από την κατοικία της 3 χρυσά δακτυλίδια, 1 χρυσός φουρφουρένιος σταυρός με την καδένα του και 1 κόσμημα με σχήμα δακρύου συνολικής αξίας περίπου €800,00. Επίσης πριν 1 μήνα σε 2 περιπτώσεις κλάπηκαν από το αυτοκίνητό της τα ποσά των €110,00 και €50,00 – €60,00 αντίστοιχα. Είναι η πρώτη φορά που έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Για όλες τις περιπτώσεις που ανέφερε υποψιάζεται τον γείτονά της Ντένης Στόκερ. Η τσάντα της ήταν μέσα στο δωμάτιο που της ανέφερε ο Θεοδόσης ότι είχε μπει ο Ντένης Στόκερ.       

 

Όταν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο για να αντεξετάσει τη Μ.Κ.1 αυτός δήλωσε ότι δεν έχει να κάμει κάποια ερώτηση.  

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 η υπόθεση κατόπιν αιτήματος της εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής ορίστηκε σε μια νέα ημερομηνία για να παρουσιαστεί ως μάρτυρας ο Θεοδόσης Θεοδοσίου. Κατά την επόμενη δικάσιμο όμως δεν παρουσιάστηκε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και του εξήγησε τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να τηρήσει σιωπή.

 

Στη συνέχεια όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κατηγορούμενου ο οποίος ανέφερε πως η Μ.Κ.1 δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας και δεν γνωρίζει αν πράγματι αυτός ήταν το πρόσωπο που μπήκε στο σπίτι της καθώς επίσης πως το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ήταν αυτός που μπήκε στο σπίτι της δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει τις θέσεις και εισηγήσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο. 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Έχω παρακολουθήσει τη μοναδική μάρτυρα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις της, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσε, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά της ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωνε, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι κάποιος μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).

 

Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Η Μ.Κ.1 δεν αντεξετάστηκε και συνεπώς οι ισχυρισμοί της παρέμειναν αναντίλεκτοι. Η ίδια δεν ήταν παρούσα στον επίδικο χώρο κατά τον επίδικο χρόνο και λόγω αυτού του γεγονότος δεν είχε προσωπική γνώση όσων έλαβαν χώρα κατά το επίδικο περιστατικό. Η ίδια ουδέποτε είδε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο σπίτι της αλλά ισχυρίστηκε ότι ο γείτονάς της Θεοδόσης Θεοδοσίου ο οποίος διαμένει απέναντι από το σπίτι της τής είπε πως ο κατηγορούμενος στις 24.12.2020 μπήκε στην κατοικία της. Ο ως άνω ισχυρισμός της αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. 

 

Λόγω του γεγονότος ότι ουδείς άλλος ο οποίος μπορούσε να έχει προσωπική γνώση όσων έλαβαν χώρα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να προσφέρει μαρτυρία και να αντεξεταστεί είναι προφανές ότι η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής θα κριθεί από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε στην οποία περιλαμβάνεται και η ως άνω εξ ακοής μαρτυρία στην οποία θα κάνω αναφορά πιο κάτω.

 

Αναφορικά με την εξ ακοής μαρτυρία το άρθρο 24(1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ορίζει ότι «εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής».

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας σχετικό είναι το άρθρο 27 του Κεφ. 9 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται

(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ) κατά  πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε».

 

Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, Β’ Έκδοση, των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη» στη σελ. 319 αναγράφονται τα ακόλουθα: «Η προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας δεν αλλοιώνει το θεμελιώδες δικαίωμα αντεξέτασης (Μελάς και Άλλων ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 412). Η κλήση για αντεξέταση προϋποθέτει εκτός από την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας (Λουλλά ν. Cyprus Investment & Securities Ltd, ΠΕ 275/09, ημερ. 3.9.14) και την ύπαρξη – και ονομαστικό προσδιορισμό (Consolidated Contractors International Co SAL v. Masri (2011) EWCA Civ 21, Clarke v. Marlborough Fine Art (London) Ltd (2002) 1 WLR 1731) – του προσώπου που προέβη στη δήλωση, ώστε να είναι δυνατή η κλήτευση του. …. ο διάδικος που επιθυμεί κλήτευση προσώπου που προέβη στην αρχική δήλωση μπορεί να επιφυλάξει το δικαίωμα να το πράξει κατά την ακροαματική διαδικασία (Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32). Εάν όμως δεν το επιφυλάξει ή δεν υποβάλει αίτημα κλήτευσης για αντεξέταση, δεν μπορεί ευλόγως να παραπονείται ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αντεξετάσει (Ανδρέου και Άλλων ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152, Μελάς και Άλλων ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 412, Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2007) 1(B) AAΔ.1140) ».

 

Ως προανέφερα ο κατηγορούμενος δεν αντεξέτασε τη Μ.Κ.1 γεγονός το οποίο καθιστά τη μαρτυρία της αναντίλεκτη. Συνεπώς η μαρτυρία της όπως την ανέφερα πιο πάνω αποτελεί τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαίο να την επαναλάβω. 

 

Στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 περιλαμβάνεται ως εξ ακοής μαρτυρία ο ισχυρισμός ότι ο Θεοδόσης Θεοδοσίου της είπε πως ο κατηγορούμενος στις 24.12.2020 μπήκε στο σπίτι της. Το εν λόγω πρόσωπο είναι υπαρκτό, ονομαστικά προσδιορισμένο και περαιτέρω είναι γνωστός και ο τόπος διαμονής του. Διαμένει στην ίδια οδό με τη Μ.Κ.1 στη Λάρνακα ακριβώς απέναντι από την κατοικία της και συνεπώς από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ήταν εύκολο να κληθεί για να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ως μάρτυρας.

 

Έχοντας υπόψη μου ότι το πρόσωπο το οποίο φέρεται να προέβηκε στην εν λόγω δήλωση δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας, παρόλο που αυτό ήταν εύκολο να είχε γίνει, κρίνω πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Υπό τις ως άνω περιστάσεις κρίνω πως η κατηγορούσα αρχή παρέλειψε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην ως άνω εξ ακοής μαρτυρία.    

       

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της 1ης κατηγορίας σχετικά είναι τα άρθρα 255 και 271 του Ποινικού Κώδικα τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

266. Αν διαπραχτεί κλοπή με οποιαδήποτε από τις πιο κάτω περιστάσεις δηλαδή

(α) …

(β) αν το πράγμα κλαπεί σε κατοικία και η αξία του υπερβαίνει τις πέντε λίρες ή ο υπαίτιος κατά ή αμέσως πριν ή μετά το χρόνο της κλοπής χρησιμοποιεί βία ή απειλεί να χρησιμοποιήσει βία σε οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στην κατοικία

(γ) …

(δ) …

(ε) …

(στ) …

(ζ) …,

ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων».

Στην παρούσα υπόθεση δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 24.12.2020 εισήλθε στην κατοικία της Μ.Κ.1. Ακόμα όμως και να γινόταν αποδεκτό ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε στην εν λόγω κατοικία κρίνω πως αυτό δεν θα επαρκούσε για να κριθεί ότι έκλεψε το ποσό των €80,00 αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για να στηρίξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αυτό το συμπέρασμα. Ο κατηγορούμενος δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο με την κλοπή του εν λόγω ποσού αφού είναι άγνωστο κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε άλλες έρευνες όπως π.χ. εάν λήφθηκε γενετικό υλικό από τον κατηγορούμενο ή από τη τσάντα ή το πορτοφόλι της Μ.Κ.1 για να συνδεθεί ο κατηγορούμενος με την κλοπή ούτε κατά πόσο το εν λόγω ποσό εντοπίστηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο για ποινική υπόθεση βαθμό ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε όσα του καταλογίζονται με τις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας και συνεπώς αθωώνεται στην κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει.     

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο