ECLI:CY:KDLEF:2010:3
Σύνθεση Κακουργιοδικείου: Χ. Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ.
Ν. Γ. Σάντης, Α.Ε.Δ.
Ν. Γιαπανάς, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 14753/08
Δημοκρατία
v.
1. Λουκά Σιδερένιου
2. Ντίνου Κωνσταντίνου
3. Ελένης Σιδερένιου
4. Γεωργίας Βάττη
5. Ιωσήφ Περπινιά
Κατηγορούμενων
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11 Φεβρουαρίου, 2010
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Μαππουρίδης (για να ακούσει απόφαση η κ. Α. Κάρνου)
Για τον Κατηγορούμενο 2: Οι κ.κ. Ε. Ευσταθίου, Μ. Πικής και Ν. Χαραλάμπους
Κατηγορούμενος 2 παρών.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Κατηγορούμενος 2 («ο Κατηγορούμενος»), αντιμετωπίζει συνολικώς εννέα κατηγορίες απορρέουσες από φερόμενη παραβίαση αντίστοιχων διατάξεων του περί Ναρκωτικών και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, κατηγορείται ότι μεταξύ της 16.3.08 και της 27.3.08 στην Κυπριακή Δημοκρατία και στην Ελλάδα συνωμότησε μαζί με τους πρώην συγκατηγορούμενους του να διαπράξει το κακούργημα της εισαγωγής στην Κυπριακή Δημοκρατία ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α’ και δη κοκαΐνης συνολικού βάρους 12 κιλών 20 γραμμαρίων και 30 χιλιοστών του γραμμαρίου καθώς και ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’, δηλαδή κάνναβης συνολικού βάρους 189 κιλών 720 γραμμαρίων και 99 χιλιοστών του γραμμαρίου (βλ. 1η κατηγορία). Κατηγορείται επίσης για τα αδικήματα της εισαγωγής, κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και προμήθειας σε άλλο πρόσωπο (και δη στον πρώην κατηγορούμενο 1, Λούκα Σιδερένιο), της εν λόγω ποσότητας κοκαΐνης που προαναφέρθηκε (βλ. κατηγορίες 2, 4, 6 και 12 αντιστοίχως), καθώς και για αυτά της εισαγωγής, κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και προμήθειας σε άλλο πρόσωπο (Λούκα Σιδερένιο), της εν λόγω ποσότητας κάνναβης (βλ. κατηγορίες 3, 5, 7 και 13, αντιστοίχως).
Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία.
Το κατηγορητήριο καταχωρίσθηκε ενιαίως και για τους πέντε κατηγορούμενους που διατυπώνονται στο σώμα του, με την υπόθεση να έχει ήδη διεκπεραιωθεί (από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας υπό την προηγούμενη του σύνθεση) εναντίον όλων πλην του Κατηγορούμενου, δια της επιβολής ποινής, κατόπιν παραδοχής, στους πρώην κατηγορούμενο 1 Λουκά Σιδερένιο («ο Λούκας Σιδερένιος»), πρώην κατηγορούμενη 3 Ελένη Σιδερένιου («η Ελένη Σιδερένιου») και πρώην κατηγορούμενο 5 Ιωσήφ Περπινιά («ο Ιωσήφ Περπινιάς»), ενώ η πρώην κατηγορούμενη 4 Γεωργία Βαττή («η Γεωργία Βαττή»), απαλλάχθηκε των κατηγοριών που αντιμετώπιζε λόγω καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης. Εννοείται ότι τόσον η παραδοχή των πρώην συγκατηγορούμενων του Κατηγορούμενου όσον και τα γεγονότα που συνέθεσαν τη βάση επί της οποίας αποφασίσθηκε η επιμέτρηση της ποινής, αποτελούν στοιχεία ξένα προς την παρούσα διαδικασία και καθόλου δεν λήφθηκαν υπόψη σε σχέση με οποιανδήποτε έκφανση των επίδικων θεμάτων αναφορικώς με την αποδιδόμενη ποινική ευθύνη στον Κατηγορούμενο.
Αποτελεί, συνοπτικώς, εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο Κατηγορούμενος μεταξύ των προαναφερθεισών ημερομηνιών, διέπραξε τα επίδικα αδικήματα δια της συμμετοχής του στο σχεδιασμό, προγραμματισμό και μεταφορά με εμπορευματοκιβώτιο το οποίο ανήκε σε εταιρεία του με την επωνυμία Eurofresh, και τελικώς προμήθειας τους στον Λούκα Σιδερένιο.
Η εκδοχή του Κατηγορούμενου είναι ότι, πράγματι, μετάφερε τα ναρκωτικά από την Ελλάδα μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο όπως ήταν πακεταρισμένα μέσα σε είκοσι χαρτοκιβώτια, δε γνώριζε όμως για το παράνομο τους περιεχόμενο αφού ο Ιωσήφ Περπινιάς του είχε πει ότι εντός των χαρτοκιβωτίων βρίσκονταν ρούχα και όχι ασφαλώς ναρκωτικά.
Μετά από διαβουλεύσεις των συνηγόρων εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο σειρά παραδεκτών γεγονότων τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία και σημειώθηκαν ως Έγγραφα με την ένδειξη Α και Α2. Παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω το μέρος εκείνο των παραδεκτών γεγονότων που καθάπτεται ουσιωδώς των επίδικων θεμάτων όπως διαμορφώθηκαν στην εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, τονίζοντας επί τούτου το αυτονόητο, ότι δηλαδή, το σύνολο των παραδεκτών αυτών γεγονότων αξιολογήθηκε προσηκόντως για τους σκοπούς της ετυμηγορίας μας.
Αποτελεί λοιπόν παραδεκτό υπόβαθρο μεταξύ των διαδίκων ότι στις 27.3.08, λήφθηκε πληροφορία από την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) ότι ο Λούκας Σιδερένιος θα μετέβαινε στην περιοχή του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για να παραλάβει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών την οποία εισήγαγε από το εξωτερικό σε συνεργασία με άλλα πρόσωπα. Κατόπιν τούτου και περί ώρα 16:00 οι μάρτυρες 1-5 στο κατηγορητήριο οργάνωσαν επιχείρηση με σκοπό τον εντοπισμό και την παρακολούθηση του Λούκα Σιδερένιου. Γύρω στις 17:30 της ίδιας μέρας αστυφύλακας της ΥΚΑΝ εντόπισε τον Λούκα Σιδερένιο να οδηγεί το μηχανοκίνητο φορτηγό όχημα με αριθμούς εγγραφής KKC846 στον κυκλικό κόμβο Καλαμών με κατεύθυνση το Νέο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο Λούκας Σιδερένιος τέθηκε υπό παρακολούθηση και γύρω στις 17:55, μετά από κάποιες κινήσεις και στάσεις που έκανε στην περιοχή, κατέληξε στους ψυκτικούς θαλάμους της εταιρείας Σ.Ν. Βουνιώτης και Υιοί ΛΤΔ στη βιομηχανική περιοχή Στροβόλου («η εταιρεία Βουνιώτη»). Εκεί θεάθηκε από άλλο αστυφύλακα της ΥΚΑΝ να σταματά σε πλαϊνή είσοδο του κτηρίου της εταιρείας, δίπλα από μια ράμπα με μεταλλική πόρτα. Ο Λούκας Σιδερένιος κατέβηκε από το φορτηγό, προχώρησε στο πίσω μέρος του, άνοιξε την ηλεκτρική πισινή πόρτα του χώρου αποσκευών του οχήματος και άρχισε να τοποθετεί εκεί είκοσι χαρτοκιβώτια τα οποία ήσαν περιτυλιγμένα με μαύρα νάιλον σακούλια και καφέ κολλητικές ταινίες. Στο χώρο δεν υπήρχε κανένα άλλο πρόσωπο. Ακολούθως και γύρω στις 18:15, αναχώρησε με το φορτηγό με κατεύθυνση προς τον κυκλικό κόμβο της οδού Καλαμών και πέντε λεπτά περίπου αργότερα ανακόπηκε εκεί από τρία άλλα μέλη της ΥΚΑΝ. Ακολούθησε έρευνα του φορτηγού από ένα εκ των παρόντων μελών της ΥΚΑΝ σε ένα από τα χαρτοκιβώτια, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η διαπίστωση ότι μέσα εκεί υπήρχε φυτική ύλη ομοιάζουσα με κάνναβη που ήταν συσκευασμένη σε νάιλον. Αμέσως τον πληροφόρησε τον Λούκα Σιδερένιο για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών και αφού του επέστησε την προσοχή στο Νόμο δεν έδωσε οποιανδήποτε απάντηση. Ακολούθως ο Λούκας Σιδερένιος συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα και μετά που του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης και του επεστήθηκε ξανά η προσοχή στο Νόμο απάντησε ότι δεν ήξερε τίποτε. Ακολούθησε η νενομισμένη διαδικασία προστασίας της σκηνής και η λήψη τεκμηρίων και φωτογραφιών περί των οποίων, ας σημειωθεί, δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα εκ πλευράς υπεράσπισης όπως ούτε και αναφορικώς με τη σφράγιση, διακίνηση και ταύτιση των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν εντός των χαρτοκιβωτίων ως των εν προκειμένω επιδίκων. Στο μεταξύ ο Λούκας Σιδερένιος μεταφέρθηκε στο Κλιμάκιο Λευκωσίας. Παράλληλα, στις 16:30 μέλος της ΥΚΑΝ, ακολουθώντας σχετικές οδηγίες, μετάβηκε στους ψυκτικούς θαλάμους της εταιρείας Βουνιώτη όπου και παραλήφθηκαν τα ναρκωτικά από το Λούκα Σιδερένιο και εντόπισε τα δύο ξύλινα παλέτα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των χαρτοκιβωτίων από τον Κατηγορούμενο εντός του εμπορευματοκιβωτίου – ψυγείου 1878 CT το οποίο ανήκει στην προαναφερθείσα εταιρεία του Κατηγορούμενου («το εμπορευματοκιβώτιο»). Το εμπορευματοκιβώτιο περιείχε κρέατα και τυριά και αφού ξεφορτώθηκε, ο Κατηγορούμενος το στάθμευσε στον περιφραγμένο χώρο των ψυκτικών θαλάμων μετά που οι διάφοροι παραλήπτες παρέλαβαν τα μεταφερθέντα εμπορεύματά τους. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος αποχώρησε από το χώρο των ψυκτικών θαλάμων στις 14:30 και μετάβηκε στο Λιμάνι Λεμεσού από όπου παρέλαβε άλλο εμπορευματοκιβώτιο με εμπορεύματα που προορίζονταν για εκφόρτωση σε υποστατικά εταιρείας στα Λατσιά στις 17:30. Πέντε λεπτά αργότερα έφθασε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Βουνιώτη από όπου αναχώρησε πριν της 18:00. Εκεί, υπόδειξε στο μάρτυρα 15 επί του κατηγορητηρίου Ρούμεν Οσιγκόφσκι, εργάτη στους ψυκτικούς θαλάμους, να ξεφορτώσει με ανυψωτικό μηχάνημα τα δύο παλέτα με τα χαρτοκιβώτια που βρίσκονταν στο εμπορευματοκιβώτιο, όπως και έγινε, με αυτά να τοποθετούνται μετά από υπόδειξη του Κατηγορούμενου στο υποστατικό, δηλαδή στο σημείο από όπου τα παράλαβε τελικώς ο Λούκας Σιδερένιος. Ο Κατηγορούμενος συνελήφθη στις 28.3.08 γύρω στις 00:30 με βάση ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί στις 23:35 στις 27.3.08. Μετά που του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης και του επεστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε «Εγώ δεν έχω σχέση». Ένταλμα έρευνας που ακολούθησε δεν οδήγησε σε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό για τον Κατηγορούμενο. Στις 28.3.08, μέρα κατά την οποία ο Κατηγορούμενος και ο Λούκας Σιδερένιος μαζί με τους Γιώργο Βουνιώτη (ΜΚ5) και Στέλιο Βουνιώτη (ΜΚ6), προσήχθησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για τη διεξαγωγή διαδικασίας προσωποκράτησης τους (με τους δύο τελευταίους να τίθενται υπό τριήμερη κράτηση και τους δύο πρώτους υπό οκταήμερη κράτηση), ανάφεραν ότι ο Κατηγορούμενος κατέφθασε την προηγούμενη μέρα γύρω στις 13:30 στους ψυκτικούς θαλάμους της εταιρείας Βουνιώτη με το εμπορευματοκιβώτιο, το οποίο τοποθέτησε σε ράμπα για σκοπούς εκφόρτωσης. Ο Κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την εκφόρτωση και καθοδηγούσε τόσον τους ίδιους όσον και τους υπόλοιπους δικαιούχους των εμπορευμάτων για να τα εκφορτώσουν παραδίδοντάς τους και τα συνοδευτικά έγγραφα. Αφού εκφορτώθηκαν όλα τα παλέτα με τα κρέατα, στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου απέμειναν δύο παλέτα, με τον Κατηγορούμενο όμως να λέγει στους Γιώργο Βουνιώτη (ΜΚ5), Στέλιο Βουνιώτη (ΜΚ6) και Maurise Ngosoug (μάρτυρα 21 στο κατηγορητήριο) ότι τελείωσαν. Στο εμπορευματοκιβώτιο, εκτός από τα δυο παλέτα, απέμειναν μερικά φρέσκα κρέατα τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε ράγες και κρέμονταν από αυτές. Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 27.3.08, ο Ηλίας Πουλλής (ΜΚ4), μετάβηκε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Βουνιώτη γύρω στις 14:00 για να παραλάβει τα εν λόγω κρέατα. Εκεί ο Κατηγορούμενος τον πληροφόρησε ότι βιαζόταν να πάει να φέρει άλλο εμπορευματοκιβώτιο από το Λιμάνι Λεμεσού, με αποτέλεσμα να καταβάλει το ποσό των €20 στον Πήτερ Αγγέλοβ (μάρτυρα 16 στο κατηγορητήριο), ο οποίος βοηθούσε τον Κατηγορούμενο στην εκφόρτωση των κρεάτων και στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος αναχώρησε για το Λιμάνι της Λεμεσού γύρω στις 14:30. Ο Ηλίας Πουλλής μόλις παράλαβε τα κρέατα πήγε να ελέγξει εάν παρέμειναν οποιαδήποτε εμπορεύματα στο εμπορευματοκιβώτιο βλέποντας σε αυτό δύο παλέτα. Μόλις τελείωσε η εκφόρτωση, ο Κατηγορούμενος μετάφερε το εμπορευματοκιβώτιο σε χώρο στάθμευσης σε περιφραγμένο χώρο της εταιρείας Βουνιώτη, απέναντι από τις ράμπες που έγινε η εκφόρτωση, όπου και το αποσύνδεσε από το φορτηγό αναχωρώντας για στο Λιμάνι Λεμεσού. Μετά από την επιστροφή του στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Βουνιώτη από το Λιμάνι Λεμεσού, ο Κατηγορούμενος ανέβηκε σε ηλεκτρικό ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να κατεβάσει από στενή ράμπα. Στη συνέχεια, ζήτησε τη βοήθεια του Ρούμεν Οσιγκόφσκι για να ξεφορτώσει από αυτό τα δύο παλέτα με εμπορεύματα που ήταν μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο. Ο εν λόγω εργάτης μετά από υπόδειξη του Κατηγορούμενου τοποθέτησε τα αναφερόμενα παλέτα σε κλειστό καλυμμένο υποστατικό που βρίσκεται στην πρόσοψη του κτηρίου στο οποίο υπάρχει εξωτερική πρόσβαση μέσω συρτής μεταλλικής πόρτας ακόμα και όταν οι καγκελόπορτες των εγκαταστάσεων είναι κλειστές. Οι πόρτες του εμπορευματοκιβωτίου ήσαν κλειστές και τις άνοιξε ο Κατηγορούμενος. Ρώτησε τον Κατηγορούμενο για το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων που βρίσκονταν πάνω στα παλέτα, με τον τελευταίο να του λέγει ότι ήσαν ρούχα. Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος ανάφερε στον Ρούμεν Οσιγκόφσκι ότι θα ερχόταν κάποιος για να παραλάβει τα παλέτα σε μεταγενέστερο χρόνο. Με το πέρας της εκφόρτωσης των δύο παλετών, ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τον Οσιγκόφσκι, αναχώρησε με το εμπορευματοκιβώτιο. Ο Κατηγορούμενος αναχώρησε για Αθήνα στις 24.03.08 και ώρα 07:00, με την πτήση CY322 και επέστρεψε στις 25.03.08 και ώρα 13:50, με την πτήση CY319. Ο Κατηγορούμενος στις 24.3.08 μετάβηκε στα υποστατικά της εταιρείας διεθνών μεταφορών με την επωνυμία Eurologic που βρίσκεται στον Ασπρόπυργο Αττικής («η Eurologic»), με σκοπό την οργάνωση και φόρτωση τριών εμπορευματοκιβωτίων του, τα οποία θα αποστέλλονταν την ίδια μέρα στην Κύπρο. Ο Κατηγορούμενος αφίχθηκε στα υποστατικά της Eurologic η ώρα 11:34 με σαλούν όχημα το οποίο ακολουθείτο από δεύτερο όχημα τύπου τζιπ που οδηγούσε ο Ιωσήφ Περπινιάς. Οι δυο τους μετάβηκαν στη ράμπα της Eurologic όπου γίνονται οι φορτώσεις. Στις 11:44 ο Κατηγορούμενος και ο Περπινιάς μετέφεραν το ξύλινο παλέτο πάνω στο οποίο συσκευάστηκαν τα χαρτοκιβώτια των κατασχεθέντων ναρκωτικών. Αυτό έγινε με υπόδειξη του Κατηγορούμενου. Στις 12:44 αφίχθηκε νταλίκα με το εμπορευματοκιβώτιο, μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε και το δεύτερο παλέτο με τα χαρτοκιβώτια και πάλιν με υπόδειξη του Κατηγορούμενου. Ακολούθως φορτώθηκαν και τα υπόλοιπα εμπορεύματα πάλι με υπόδειξη του ιδίου. Ο Κατηγορούμενος υπέδειξε στο μάρτυρα κατηγορίας 41 στο κατηγορητήριο, Νίκο Γεωργίου, να τοποθετήσει στο εμπορευματοκιβώτιο πρώτα τα δύο παλέτα με τα χαρτοκιβώτια που δεν ήταν δηλωμένα στις παραγγελίες και όπως του είπε ο Κατηγορούμενος επρόκειτο για δικά του εμπορεύματα. Ο μάρτυρας κατηγορίας 38 στο κατηγορητήριο, οδηγός και συνεργάτης του Κατηγορούμενου, αναφέρει ότι στις 24.03.08, παρέλαβε το εμπορευματοκιβώτιο το οποίο ήταν σταθμευμένο και άδειο στο χώρο στάθμευσης της Eurologic και το έβαλε σε ράμπα όπου ακολούθησε η φόρτωση του από τους μάρτυρες κατηγορίας 39 και 41 στο κατηγορητήριο, με την βοήθεια του ιδίου και στην παρουσία και καθοδήγηση του Κατηγορουμένου. Επίσης αναφέρει ότι πριν αρχίσει η φόρτωση κάποιο πρόσωπο άγνωστο τού, με ένα Subaru μαύρο, έφερε κάποια χαρτοκιβώτια που ήταν χύμα, όχι σε παλέτα, τα οποία συσκεύασε σε δύο παλέτα ο Κατηγορούμενος και τα έβαλε στη ράμπα ο μάρτυρας κατηγορίας 38 στο κατηγορητήριο με τη χρήση ανυψωτικού μηχανήματος καθ' υπόδειξη του. Τα αναφερόμενα παλέτα φορτώθηκαν πρώτα στο εμπορευματοκιβώτιο. Επιπλέον λέγει ότι ο Κατηγορούμενος, με το πέρας της φόρτωσης των εμπορευμάτων που βρίσκονταν στα υποστατικά της Eurologic, έφυγε ενώ ο ίδιος ανέμενε κάποια τελευταία εμπορεύματα που δεν βρίσκονταν εκεί και τα οποία κατέφθασαν λίγο αργότερα. Στη συνέχεια ο μάρτυρας κατηγορίας 38 στο κατηγορητήριο μετέφερε στο λιμάνι Πειραιά το εμπορευματοκιβώτιο το οποίο φορτώθηκε στο πλοίο «Πόντος» της Salamis Tours που επρόκειτο να αναχωρήσει για την Κύπρο την ίδια μέρα αλλά αναχώρησε τελικώς την επόμενη, 25.03.08, από το Λιμάνι του Πειραιά λόγω κακοκαιρίας. Το πλοίο «Πόντος» αφίχθηκε στην Κύπρο στις 27.03.08 (η αναφορά κατά τη δίκη στο εν λόγω παραδεκτό γεγονός με προσδιορισμό της ημερομηνίας ως 27.9.08 πασιφανώς οφείλεται σε παραδρομή) και ώρα 08:00 περίπου. Το εμπορευματοκιβώτιο παραδόθηκε στον Κατηγορούμενο η ώρα 11:42. Το εμπορευματοκιβώτιο είχε αναχωρήσει με το εν λόγω πλοίο από το Λιμάνι Λεμεσού προς το Λιμάνι του Πειραιά την 21.3.08 και ώρα 22:30. Ο μάρτυρας κατηγορίας 26 στο κατηγορητήριο της Αρχής Λιμένων έλεγξε το πλοίο την ίδια μέρα και μεταξύ άλλων εμπορευμάτων βρισκόταν σε αυτό και το εμπορευματοκιβώτιο το οποίο εκφόρτωσε ο μάρτυρας κατηγορίας 25 στο κατηγορητήριο και το παρέλαβε ο Κατηγορούμενος αφού προηγουμένως οι εκτελωνιστές των εμπορευμάτων που υπήρχαν σε αυτό διευθέτησαν όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες. Η μάρτυρας κατηγορίας 27 στο κατηγορητήριο ανέφερε ότι η Ελένη Σιδερένιου και η Γεωργία Βαττή στις 16.03.08 και περί ώρα 07:00 αγόρασαν, από το αεροδρόμιο Λάρνακας εισιτήρια για Θεσσαλονίκη με την πτήση CY426, με αναχώρηση στις 08:00 της ίδιας μέρας. Περί της παρουσίας των Ελένης Σιδερένιου και Γεωργίας Βαττή στην αίθουσα αναχωρήσεων επιβατών ενημερώθηκε η ΥΚΑΝ του Αεροδρομίου Λάρνακας. Η Βαττή αφίχθηκε στη Λάρνακα με τη πτήση CY337 των Κυπριακών Αερογραμμών η ώρα 22:30, ενώ η Σιδερένιου αφίχθηκε στις 28.3.08 με την πτήση AEG904. Την 01.04.08, με δικαστικό ένταλμα, η Ελληνική Αστυνομία εισήλθε στο διαμέρισμα που διατηρεί η οικογένεια του Λούκα και Ελένης Σιδερένιου και Γεωργίας Βαττή στην οδό Δωδώνης 89Α περιοχή Σεπόλια στην Αθήνα και παραλήφθηκαν διάφορα τεκμήρια. Στις 02.04.08 η ΥΚΑΝ ενημερώθηκε προφορικά από το Κρατικό Χημείο ότι εντός μέρους της υπό διερεύνηση ποσότητας κάνναβης βρέθηκε κοκαΐνη συσκευασμένη σε νάιλον σακούλι περίπου 1 κιλό. Ως εκ τούτου, την ίδια μέρα, εκδόθηκαν νέα εντάλματα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου και των Λούκα Σιδερένιου, Ελένης Σιδερένιου και Γεωργίας Βαττή, οι οποίοι και συνελήφθηκαν. Κατά τη σύλληψη και αφού εξηγήθηκαν στον Κατηγορούμενο οι λόγοι της σύλληψης και του επεστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε «Καλά». Στις 04.04.08 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Λούκα Σιδερένιο στην οποία αρνήθηκε να αναφέρει οτιδήποτε σχετικώς με την υπόθεση. Στις 07.04.08, ο Κατηγορούμενος ανακρίθηκε προφορικά, μεταξύ άλλων, από τους Υπαστυνόμο Πανίκο Σταύρου (ΜΚ2) και Αστυφύλακα Ανδρέα Ανδρέου (ΜΚ1). Στις 15:40 ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι ήθελε να διακοπεί η ανάκριση προκειμένου να συμβουλευθεί τον δικηγόρο του. Ως εκ τούτου η ανάκριση διακόπηκε. Αργότερα την ίδια μέρα στις 17:10 οι εν λόγω ανακριτές μετάβηκαν εκ νέου στον Σταθμό Αγίου Δομετίου όπου ο Κατηγορούμενος τούς περίγραψε όλη τη διαδικασία από την ώρα της φόρτωσης, μεταφοράς και παράδοσης του εμπορευματοκιβωτίου αναφέροντας επιπλέον ότι στη Eurologic, με οδηγίες του, φορτώθηκαν στο εμπορευματοκιβώτιο δύο παλέτα με χαρτοκιβώτια τα οποία μετέφερε στην Κύπρο και ξεφορτώθηκαν στους θαλάμους της εταιρείας Βουνιώτη, τα οποία ανήκαν σε ένα φίλο του και απ’ ό,τι γνώριζε περιείχαν ρούχα. Ανάφερε περαιτέρω ότι θα συμβουλευόταν ξανά το δικηγόρο του προκειμένου να έδινε γραπτή κατάθεση. Το βράδυ της ίδιας μέρας, δηλαδή στις 07.04.08, ο Κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Υπαστυνόμο Πανίκο Σταύρου (ΜΚ2) και του ανέφερε ότι ήθελε να προβεί σε κατάθεση την επομένη το πρωί. Στις 08.04.08 και μεταξύ των ωρών 15:00–16:30 στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου, ο Κατηγορούμενος προέβηκε σε θεληματική κατάθεση (βλ. Τεκμήριο 15). Μετά το πέρας της κατάθεσης, ο Κατηγορούμενος ρωτήθηκε από τον Υπαστυνόμο Πανίκο Σταύρου (ΜΚ2) για τα τηλέφωνα επικοινωνίας του κατονομαζόμενου στην κατάθεση ως «Ιωσήφ», δηλαδή του Ιωσήφ Περπινιά, και ανέφερε ότι η σύζυγος του τελευταίου είναι Κύπρια και ονομάζεται Νίκη, δίνοντας τους αριθμούς των τηλεφώνων. Ακολούθως ο Πανίκος Σταύρου διαβίβασε όλα τα στοιχεία του Ιωσήφ Περπινιά προς τον ΜΚ47 στο κατηγορητήριο για να αναλάβει μέσω της Ελληνικής Αστυνομίας να διαπιστώσει τα πλήρη στοιχεία του. Στις 09.04.08, λήφθηκαν τα πλήρη στοιχεία του Ιωσήφ Περπινιά από τις Ελληνικές Αρχές. Στις 10.04.08, με έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Ιωσήφ Περπινιά (βλ. Τεκμήριο 16) για: (α) παράνομη εισαγωγή - εξαγωγή ναρκωτικών (β)παράνομη προμήθεια ναρκωτικών (γ) παράνομη κατοχή ναρκωτικών (δ) συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος. Για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενημερώθηκε η Ελληνική Αστυνομία για εντοπισμό και σύλληψη του Ιωσήφ Περπινιά. Στο μεταξύ, στις 18.04.08, παραλήφθηκε η εργαστηριακή έκθεση από το Κρατικό Χημείο στην οποία αναφέρεται ότι η συνολική ποσότητα των κατασχεθέντων ναρκωτικών είναι 189 κιλά και 720 γρ. κάνναβης και 12 κιλά και 20 γρ. κοκαΐνης, ποσότητες που διαφέρουν απειροελάχιστα από αυτές που διατυπώνονται στο κατηγορητήριο οι οποίες, ασφαλώς θεωρούνται, πλέον, ως οι επίδικες σε αντικατάσταση των ποσοτήτων που διατυπώνονται στις αντίστοιχες λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου. Στις 07.05.08, ο Ιωσήφ Περπινιάς συνελήφθη στην Ελλάδα βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και φυλακίστηκε στις 08.05.08 με την υπ’ αριθμό 23/07-05-08 εντολή προσωρινής σύλληψης Εισαγγελέα Εφετών Αθήνας με σκοπό την έκδοση του στην Κύπρο. Ο Ιωσήφ Περπινιάς δε συναίνεσε στην παράδοση του και δεν παραιτήθηκε από την προστασία του κανόνα της ειδικότητος. Με επιστολή ημερομηνίας 08.05.08, οι Ελληνικές Αρχές (βλ. Τεκμήριο 17) ενημέρωσαν την Κυπριακή Δημοκρατία ότι η παράδοση του Ιωσήφ Περπινιά στην αιτούσα αρχή μπορεί να γίνει μόνο υπό τον όρο ότι μετά την εκδίκαση τής σε βάρος του υπόθεσης θα διαμεταχθεί στο ελληνικό κράτος για να εκτίσει τυχόν στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας που θα απαγγελλόταν εναντίον του από τις Κυπριακές Αρχές. Με επιστολή ημερομηνίας 09.05.08 (βλ. Τεκμήριο 18), ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εξουσιοδότησε τον Αρχηγό Αστυνομίας να διαβεβαιώσει τις Ελληνικές Αρχές ότι σε περίπτωση που στον Ιωσήφ Περπινιά επιβαλλόταν ποινή στερητική της ελευθερίας από αρμόδιο Δικαστήριο για τα αδικήματα που θα εκδιδόταν στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, τούτος θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος για να εκτίσει την ποινή του. Η πιο πάνω διαβεβαίωση απεστάλη προς τις Ελληνικές Αρχές. Ο Ιωσήφ Περπινιάς υπέβαλε ένσταση μέσω δικηγόρου στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (Υπόθεση αρ. 35/08), κατά της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατόπιν δημόσιων συνεδριάσεων ημερομηνίας 16.05.08 και 22.05.08, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με απόφασή του ημερομηνίας 22.05.08, απέρριψε την ένσταση του και διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ώστε ο εκζητούμενος να προσαχθεί στην αρμόδια Κυπριακή Δικαστική Αρχή για να δικαστεί για τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, υπό τον όρο ότι μετά τη δίκη του και μέσα σε εύλογο χρόνο θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα για να εκτίσει σ’ αυτή την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, που θα απαγγελλόταν σε βάρος του από το Κυπριακό Δικαστήριο (βλ. Τεκμήριο 19). Ακολούθως ο Ιωσήφ Περπινιάς μέσω δικηγόρου υπέβαλε στο στον Άρειο Πάγο έφεση εναντίον της προαναφερθείσας απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (βλ. Τεκμήριο 20). Με την έφεση του ζητούσε να μην εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να μην παραδοθεί στις Κυπριακές Αρχές προκειμένου να δικαστεί. Κατόπιν δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας ημερομηνίας 04.07.08 και 11.07.08, με απόφαση του ημερομηνίας 11.07.08, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την έφεση (βλ. Τεκμήριο 21). Στις 29.07.08, ο Ιωσήφ Περπινιάς εκδόθηκε στην Κύπρο και παραδόθηκε σε εξουσιοδοτημένους από τις Κυπριακές Αρχές αστυνομικούς, με τον όρο ότι θα επαναμεταχθεί στην Ελλάδα για να εκτίσει τυχόν επιβληθησόμενη σε αυτόν ποινή από το αρμόδιο Κυπριακό Δικαστήριο στερητική της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας. Την ίδια μέρα ο Πανίκος Σταύρου (ΜΚ2) παράλαβε, με συνοδευτική βεβαίωση - Τεκμήριο 23 - τον Ιωσήφ Περπινιά. Αμέσως στο αεροσκάφος των Κυπριακών Αερογραμμών στην Αθήνα τον συνέλαβε με ένταλμα για τα αδικήματα που διερευνούνταν εναντίον του. Την ιδία μέρα και μεταξύ των ωρών 21:00–21:40 στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας ο Αστυφύλακας Ανδρέας Ανδρέου (ΜΚ1) έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Ιωσήφ Περπινιά (βλ. Τεκμήριο 43). Στις 25.8.08, ο Ιωσήφ Περπινιάς προέβηκε σε θεληματική κατάθεση (βλ. Τεκμήριο 46). Συμφώνως του περιεχομένου της κατάθεσης του Μιχάλη Τζιάμπου, Κτηνιατρικού Επιθεωρητή Α’ Τάξης στον Επαρχιακό Κτηνιατρικό Σταθμό Λάρνακας, ημερομηνίας 3.4.08, το οποίο εγκρίθηκε ως παραδεκτό «…Για να γίνει έλεγχος ενός κοντέινερ ψυγείου με κρέατα πρέπει να σταλεί στην υπηρεσία μας έντυπο ειδοποίησης εικοσιτέσσερεις ώρες πριν για να γνωρίζουμε την άφιξη του εμπορεύματος. Γίνεται ο έλεγχος ηλεκτρονικά εάν τα προϊόντα είναι από εγκεκριμένη εγκατάσταση της χώρας αποστολής. Όταν ελεγχθεί το έντυπο και είναι εντάξει τότε επικοινωνούμε με τον εισαγωγέα να μας ενημερώσει την ώρα άφιξης του εμπορεύματος. Αφού μάθουμε την ώρα πηγαίνουμε για να κάνουμε τον έλεγχο. Το εμπορευματοκιβώτιο δεν ανοίγει αν δεν ήμαστε εμείς παρόντες. Όταν πάμε επί τόπου το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να ελέγξουμε αν υπάρχει σφραγίδα να την σπάσουμε ανοίγουμε το κοντέινερ και ελέγχουμε την θερμοκρασία κρέατος αν είναι στα σωστά όρια. Μετά αρχίζει ο έλεγχος του κρέατος από κτηνίατρο ο οποίος είναι παρών μαζί μας. Μένουμε μέχρι να ξεφορτωθεί και το τελευταίο κιβώτιο...»
Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν συνολικώς εννέα μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι οι Αστυφύλακας 1790 Ανδρέας Ανδρέου (ΜΚ1), Υπαστυνόμος Πανίκος Σταύρου (ΜΚ2), Λοχίας 1436 Α. Ελευθερίου (ΜΚ3), Ηλίας Πουλλής (ΜΚ4), Γιώργος Βουνιώτης (ΜΚ5), Στέλιος Βουνιώτης (ΜΚ6), Ιωσήφ Περπινιάς (ΜΚ7), Αστυφύλακας 3416 Π. Εκτωρίδης (ΜΚ8) και Λούκας Σιδερένιος (ΜΚ9), ενώ για την Υπεράσπιση, μετά που κλήθηκε σε απολογία κατέθεσε ενόρκως ο Κατηγορούμενος.
Ο Ανδρέας Ανδρέου (ΜΚ1), κατάθεσε ως ένας από τους εξεταστές της υπόθεσης. Αναφέρθηκε σε προφορική ανάκριση του Κατηγορούμενου στις 7.4.08 και στην καταγραφή από τον ίδιο της θεληματικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου. Έκανε επίσης αναφορά στις προσπάθειες εντοπισμού του Ιωσήφ Περπινιά μετά την αναφορά στο πρόσωπο αυτό από τον Κατηγορούμενο ως εμπλεκόμενου στην υπόθεση.
Ο Υπαστυνόμος Πανίκος Σταύρου (ΜΚ2), αναφέρθηκε στην περιγραφή των χαρτοκιβωτίων και τον τρόπο που ήταν περιτυλιγμένα τα ναρκωτικά σημειώνοντας ότι οι κυλινδρικές και πλάκινες συσκευασίες των ναρκωτικών ήσαν εμπλουτισμένες με γλυκόζη που μύριζαν έντονα, με τη γλυκόζη να χρησιμοποιείται, συμφώνως της πείρας και της εκπαίδευσης του στην ΥΚΑΝ, για σκοπούς μη αναγνώρισης της οσμής των ναρκωτικών.
Ο Λοχίας 1436 Α. Ελευθερίου (ΜΚ3), αναφέρθηκε στη γενικότερη εμπλοκή του στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Ο Ηλίας Πουλλής (ΜΚ4), υπάλληλος στην εταιρεία Carrefour, έκανε αναφορά ότι τα χαρτοκιβώτια βρίσκονταν στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου και τα κρέατα στο μέσο του, επιβεβαιώνοντας τρόπον τινά ότι τα χαρτοκιβώτια φορτώθηκαν πριν τοποθετηθεί οτιδήποτε άλλο μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο.
Ο Γιώργος Βουνιώτης (ΜΚ5), αναφέρθηκε στη βοήθεια που δόθηκε προς τον Κατηγορούμενο για να κατεβάσει τα παλέτα με το ανυψωτικό μηχάνημα καθώς και τη μεταφορά τους σε χώρο δίπλα από το κτήριο των εγκαταστάσεων της εταιρείας Βουνιώτη όπου υπάρχει περίφραξη και ένα κεντρικό κάγκελο το οποίο είναι ανοικτό για όσο χρονικό διάστημα οι υπάλληλοι εργάζονται μέσα στα υποστατικά. Σημείωσε ότι κατά τη συγκεκριμένη ώρα της εκφόρτωσης των δύο παλετών και της παραλαβής τους από τον Λούκα Σιδερένιο, το κάγκελο ήταν ανοιχτό γιατί υπήρχαν εντός των υποστατικών υπάλληλοι οι οποίοι εργάζονταν.
Ο Στέλιος Βουνιώτης (ΜΚ6), αναφέρθηκε στις διεργασίες που έλαβαν χώραν μετά την άφιξη του εμπορευματοκιβωτίου στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Βουνιώτη στις 27.3.08, περιγράφοντας ανάμεσα σε άλλα και το στεγασμένο χώρο των εγκαταστάσεων στον οποίο τοποθετήθηκαν τα χαρτοκιβώτια και τις δυνατότητες πρόσβασης σε αυτόν.
Ο Ιωσήφ Περπινιάς (ΜΚ7), αναφέρθηκε στην πολυετή σχέση του με τον Κατηγορούμενο και τις διάφορες συναλλαγές που είχε διεκπεραιώσει μαζί του, κατά το πλείστον παράνομες, δίνοντας συν τω χρόνω λεπτομέρειες του σχεδιασμού, προγραμματισμού και εκτέλεσης της επίδικης αγοραπωλησίας ναρκωτικών με αναφορά και στα περί της πληρωμής και αμοιβής των εμπλεκομένων, δηλαδή, μεταξύ άλλων, του ιδίου του μάρτυρα και του Κατηγορούμενου. Παρεμβάλλουμε εδώ το αυτονόητο, ότι δηλαδή, οι αναφορές του μάρτυρα περί προγενέστερων παράνομων συναλλαγών καθόλου δεν αποτέλεσαν για μας αξιολογήσιμο στοιχείο σε ό,τι αφορά στην κατάληξη της τελικής μας ετυμηγορίας ή περί της αξιοπιστίας του Κατηγορούμενου. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε κάποιες άλλες συναφείς αναφορές του Λούκα Σιδερένιου (ΜΚ9). Επανερχόμαστε στη σύνοψη της μαρτυρίας του μάρτυρα υπογραμμίζοντας ότι έδωσε επίσης εξηγήσεις για τη γενικότερη του στάση έναντι των Ελληνικών Δικαστικών και Ανακριτικών Αρχών και για την τελική του κάθοδο στην Κύπρο με όλα όσα επακολούθησαν.
Ο Αστυφύλακας 3416 Π. Εκτωρίδης (ΜΚ8), αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 44, του οποίου στην προβολή βοήθησε προβαίνοντας σε σχετικές υποδείξεις.
Ο Λούκας Σιδερένιος (ΜΚ9), αναφέρθηκε στη σχέση που είχε με τον Ιωσήφ Περπινιά (ΜΚ7) και τις επαφές που είχε με τον Κατηγορούμενο τον οποίο γνώριζε ως τον αστυνόμο Αντρέα με τη μεσολάβηση του Περπινιά στο τηλέφωνο για να κανονίσουν τη μεταφορά των ναρκωτικών και των χρημάτων. Περίγραψε επίσης τον τρόπο μεταφοράς των χρημάτων όπως έπραξε και ο Περπινιάς. Έδωσε επίσης λεπτομέρειες του συνολικού σχεδιασμού και προγραμματισμού που ακολουθούνταν αναφορικώς με ζητήματα που σχετίζονταν με την αγοραπωλησία των ναρκωτικών και της ευρύτερης επιχείρησης, καταλήγοντας στη σύλληψη του στις 27.3.08, με όλα όσα επακολούθησαν.
Ο Κατηγορούμενος αναφέρθηκε στην ουσία της εκδοχής του και δη ότι δεν γνώριζε ότι τα είκοσι χαρτοκιβώτια περιείχαν ναρκωτικά. Ο Ιωσήφ Περπινιάς (ΜΚ7), τον είχε παραπλανήσει λέγοντας του ότι περιείχαν ρούχα ξεπερασμένης μόδας, τα οποία η σύζυγός του, που εργαζόταν σε βιοτεχνία ρούχων, απέστελλε στους συγγενείς της στην Κύπρο. Αναφέρθηκε στη γνωριμία και σχέση του με τον Ιωσήφ Περπινιά λέγοντας ότι οι σχέσεις αυτές έγιναν στενότερες τα τελευταία δύο χρόνια όταν περιόρισε τις μεταφορές του στην Ελλάδα. Τόνισε επίσης τη διαπίστωσή του περί της κακής οικονομικής κατάστασης του Περπινιά δικαιολογώντας ως εξ αυτού την πληρωμή προς τον Περπινιά διαφόρων ποσών κατ’ αποκοπή της τάξης των €20, €30, €50 σε αντάλλαγμα διαφόρων μικροεξυπηρετήσεων που του ζητούσε να του κάνει. Προέβη επίσης σε αναφορά της συνάντησης που είχε με τον Περπινιά στις εγκαταστάσεις της Eurologic όπου ο τελευταίος του ανάφερε περί μεταφοράς μερικών πακέτων ρούχων, όπως περιγράφθηκε πιο πάνω και το πώς δέχθηκε να κάνει τη μεταφορά αφού κάτι τέτοιο γινόταν και στο παρελθόν, σε πολύ μικρότερη όμως έκταση για άλλα αντικείμενα. Ο Περπινιάς είχε φέρει αρχικώς δέκα χαρτοκιβώτια και σε δεύτερο στάδιο άλλα δέκα, ενέργεια η οποία δημιούργησε κάποια δυσφορία στον Κατηγορούμενο, όπως είπε. Αναφέρθηκε επίσης στη διαδικασία εκφόρτωσης του εμπορευματοκιβωτίου στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Βουνιώτη στις 27.3.08 και στο πώς και γιατί έσπασε τη σφραγίδα του εμπορευματοκιβωτίου μετά από προτροπή του Στέλιου Βουνιώτη (ΜΚ6), έτσι ώστε να καθίστατο δυνατή η εκφόρτωση του περιεχομένου του.
Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγραμμένο στα πρακτικά και δεδομένης της διατύπωσης των εκατέρωθεν εκδοχών αλλά και των ευρημάτων που ακολουθούν δε χρειάζεται να παρατεθεί λεπτομερώς αφού κάτι τέτοιο δε θα εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι αυτονόητο ότι κάθε αποδεκτή αναφορά των μαρτύρων (όπως και το περιεχόμενο των κατατεθέντων τεκμηρίων), αξιολογήθηκαν πλήρως και στον επιτρεπτό βαθμό ανεξαρτήτως της απουσίας ρητής αναφοράς τους στην απόφαση (βλ. Liberty Mediterranean Cruises Mouss Ltd v. Haris Zacharia Engineering Co. Ltd και Άλλων (2007) 1 (Β) Α.Α.Δ. 916).
Οι αγορεύσεις περιστράφηκαν, κυρίως, γύρω από την αξιοπιστία της μαρτυρίας, με τους συνηγόρους να την αναλύουν και να καλούν το Δικαστήριο να εξάγει τα ανάλογα συμπεράσματα, αθωώνοντας ή καταδικάζοντας αναλόγως τον Κατηγορούμενο. Αναφορά σε συγκεκριμένες πτυχές κάποιων από τις εισηγήσεις των συνηγόρων θα γίνει στο κείμενο εκεί όπου θα κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο.
Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενώπιον μας, να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία τους και να τη συγκρίνουμε με την υπόλοιπη. Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας (σε αντίθεση με τον Κατηγορούμενο, για λόγους που θα εξηγήσουμε λίγο πιο κάτω), μας δημιούργησαν καλή εντύπωση. Ήσαν αρκετά σαφείς και σταθεροί στις τοποθετήσεις τους και δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση. Κάποιες μικροαντιφάσεις που παρατηρήθηκαν κρίνονται επουσιώδεις και καθόλου δεν επηρέασαν τη συνολικώς θετική εικόνα που εξέπεμψαν ως μάρτυρες. Θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω σε κάποιες πτυχές της μαρτυρίας των κυριότερων μαρτύρων κατηγορίας έχοντας υπόψη τη φύση και έκταση των επίδικων θεμάτων και πιο συγκεκριμένα των Ιωσήφ Περπινιά (ΜΚ7) και Λούκα Σιδερένιου (ΜΚ9), τις οποίες κρίνουμε ως χρήζουσες αναφοράς λόγω κάποιων επισημάνσεων που έγιναν από τους δικηγόρους υπεράσπισης.
Οι δικηγόροι υπεράσπισης στην αγόρευση τους προέβηκαν σε σειρά υποδείξεων από τη μαρτυρία των Περπινιά και Σιδερένιου για να καταδείξουν την αναξιοπιστία τους. Κάποιες αντιφάσεις που υπήρξαν ως προς τα όσα ενώπιον μας κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτοί θεωρούμε ότι ήσαν αναπόφευκτες μέσα στην έκταση των πολλών λεπτομερειών που κάλυψαν. Οι αντιφάσεις αυτές αφορούσαν ούτως ή άλλως σε περιθωριακά ζητήματα, επουσιώδη από τη φύση τους και σε συνάρτηση με τα σημαντικά γεγονότα της υπόθεσης όπως τοιουτοτρόπως αποκρυσταλλώθηκαν κατά την εξέλιξη της διαδικασίας. Η ίδια η υφή τους ενδυναμώνει τις αναφορές των εν λόγω μαρτύρων υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή προσυνεννόηση μεταξύ τους ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, 629). Η αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας περιστράφηκε στην επιμέρους ανάλυση και αξιολόγηση της, κυρίως, ως προς τον τρόπο και διαδικασία μεταφοράς των χρημάτων από την Κύπρο στην Ελλάδα και την παράδοση τους στον Ιωσήφ Περπινιά (ΜΚ7) στις εγκαταστάσεις της Eurologic. Επενδύθηκε μεγάλο μέρος της εισήγησης της υπεράσπισης σε αντιφάσεις, που σύμφωνα με τη θέση τους, είναι καθοριστικές για την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα χαρτοκιβώτια που μετέφερε ο Κατηγορούμενος με το εμπορευματοκιβώτιο περιείχαν την επίδικη ποσότητα ναρκωτικών και έτσι βρίσκουμε. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι η αγοραπωλησία των ναρκωτικών έλαβε χώραν στην Ελλάδα από όπου μεταφέρθηκαν στην Κύπρο με το εμπορευματοκιβώτιο. Σε κανένα στάδιο ο Ιωσήφ Περπινιάς (ΜΚ7) δεν αμφισβητήθηκε περί του ότι έλαβε προμήθεια για τη μεταφορά των ναρκωτικών εντός Ελλάδος από την Ελένη Σιδερένιου, σύζυγο του Λούκα Σιδερένιου (ΜΚ9). Προκύπτει επίσης από τη μαρτυρία των Περπινιά και Σιδερένιου ότι την προμήθεια που έλαβε ο Περπινιάς την επέστρεψε στο Σιδερένιο μετά τη σύλληψη του τελευταίου. Με άλλα λόγια η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία κατέδειξε μια συντελεσθείσα πράξη που αφορούσε τόσο στην αγορά των ναρκωτικών, όσο και στην μεταφορά και παράδοση τους καθώς και την πληρωμή της ανάλογης προμήθειας αλλά και την επιστροφή της. Δε διαφεύγει την προσοχή μας ότι περί δοσοληψίας, αγοραπωλησίας και διακίνησης ναρκωτικών ο λόγος και επ’ αυτού είναι που καλούμαστε να αποφασίσουμε και όχι για μια συνήθη συναλλαγή στα πλαίσια μιας εμπορικής σύμβασης. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που μέρος της μαρτυρίας τόσον του Σιδερένιου όσον και του Περπινιά σε σχέση με τους προμηθευτές και άλλους εμπλεκόμενους συνεργάτες τους καθώς και ο προσδιορισμός τοποθεσιών, διευθύνσεων, ονομάτων, χρονολογιών και άλλων περιφερειακών λεπτομερειών, κινήθηκαν στο επίπεδο της γενικότητας και της ασάφειας (όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πρωτογενώς παρακολουθώντας τους δύο αυτούς μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον μας), για να μην αποκαλύψουν τις πηγές τους. Αυτή τη διάθεσή των μαρτύρων κρίναμε και αξιολογήσαμε καθηκόντως, με την προοπτική κατάληξής μας ως προς την ευρύτερη αξιοπιστία τους ως μαρτύρων της αλήθειας, καταλήγοντας ότι αποτελεί στοιχείο που εν προκειμένω με κανένα τρόπο ως εξ αυτού ειδικά του λόγου, δε θα μπορούσε αντικειμενικώς να μολύνει τη μαρτυρία τους σε βαθμό που να την καθιστά αναξιόπιστη. Κάθε άλλο. Ο λόγος για αυτό είναι γιατί αποτελεί, σε τελική ανάλυση, περιθωριακή μαρτυρία η οποία από όποια πλευρά και αν ήθελε αντικριστεί, δε θα μπορούσε να μεταβάλει την ουσία προσέγγισης στα επίδικα θέματα. Εκείνο που εγείρεται βασικώς ως επίδικο θέμα είναι η γνώση του Κατηγορουμένου ως προς το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων ή η ύπαρξη υποψίας εκ μέρους του ή λόγων για να υποπτευθεί ότι σε αυτά περιέχονταν παρανόμως τα ελεγχόμενα φάρμακα της κάνναβης και κοκαΐνης και επ’ αυτού είναι που καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο και όχι για την όποια ισχυριζόμενη διαχρονική συνεργασία μεταξύ τους, η οποία εν πάση περιπτώσει, όπως έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί, δεν θα μπορούσε να μεταβάλει και να μετατοπίσει την αντίκρυση των επίδικων θεμάτων. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που οι όποιες υπεκφυγές των Περπινιά και Σιδερένιου στις οποίες έχουμε αναφερθεί και οι γενικότητες που ενδεχομένως να οδήγησαν σε κάποιες μεταξύ τους αντιφάσεις, δε μπορούν να κριθούν ως ουσιώδεις και καθοριστικές ως προς την εν γένει αξιοπιστία τους καθόσον αφορά τα επίδικα θέματα.
Γίνεται, ως λέχθηκε στην επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, αναλυτική αναφορά στη μαρτυρία των Περπινιά και Σιδερένιου, με την τελική εισήγηση ότι οι μάρτυρες αυτοί αυτοαναιρούνται και αλληλοσυγκρούονται σε ουσιώδη βαθμό. Σημείο αναφοράς εκ πλευράς υπεράσπισης το οποίο υποστηρίχθηκε με την μαρτυρία του Κατηγορούμενου, ήταν ότι η αποκάλυψη του Περπινιά και τα στοιχεία του στην αστυνομία δόθηκαν από τον Κατηγορούμενο και έτσι δεν θα ήταν δυνατόν να προσπαθούσε εκ των υστέρων να του στείλει μηνύματα είτε να μεταβεί στο Άγιο Όρος (υπό την έννοια ότι μόνο εκεί μπορούσε να βρει καταφύγιο αν δεν υπάκουε στις απειλές), είτε να δηλώσει στις Ελληνικές Αρχές ότι τα χαρτοκιβώτια περιείχαν ρούχα. Ως πρώτη παρατήρηση διατυπώνουμε ότι ο Κατηγορούμενος, από τη στιγμή που αναντίλεκτα και αποδεδειγμένα ήταν ο μεταφορέας των χαρτοκιβωτίων, αν δεν ήταν δικά του, δεν θα είχε απολύτως καμιά άλλη λογική επιλογή παρά να αναφέρει το πρόσωπο που του τα είχε δώσει. Ήταν συνεπώς υποχρεωμένος εκ της λογικής των πραγμάτων να δώσει εξηγήσεις και είναι ακριβώς υπό την πίεση αυτή που αναγκάστηκε να προβεί στην αποκάλυψη των στοιχείων του Περπινιά. Με άλλα λόγια, δεν επρόκειτο για κάποια αυθόρμητη ενέργεια εκ μέρους του. Η δεύτερη παρατήρηση μας, όπως θα εξηγηθεί και στη συνέχεια όταν θα αναφερόμαστε στη μαρτυρία του Κατηγορούμενου, αφορά στο γεγονός ότι αυτός ήταν ιδιαίτερα φειδωλός στη παροχή λεπτομερειών περί των διαδραματισθέντων στις εγκαταστάσεις της Eurologic. Τέλος, το γεγονός ότι έδωσε τα στοιχεία του Περπινιά προς την Αστυνομία, καθόλου δεν αναιρεί, κρίνουμε, την πιθανότητα αλλά και τη δυνατότητα να ενημερώσει τον Περπινιά ειδοποιώντας τον σχετικώς με τελική στόχευση την εξυπηρέτηση των δικών του ιδιοτελών σκοπών, ενεστώτων ή και μελλοντικών.
Έγινε επίσης αναφορά εκ πλευράς υπεράσπισης αναφορικώς με τη διαδικασία έκδοσης του Περπινιά στην Κύπρο με επικέντρωση στην εκ πλευράς του αναγνώριση ότι η παραδοχή του ότι δεν είπε την αλήθεια κατά τη διαδικασία έκδοσης που έλαβε χώραν στην Ελλάδα, κάτι που δεν μπορεί παρά να αποτελέσει έρεισμα για απόρριψη του συνόλου της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστου. Δεν υπάρχει αμφιβολία και εξάλλου ευθαρσώς το παραδέχθηκε αυτό ο μάρτυς, ότι για λόγους που εξήγησε και δη λόγω απειλών που είχε δεχθεί από τον Κατηγορούμενο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πιέστηκε ή επέλεξε λόγω των πιέσεων να δηλώσει ότι το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων αποτελούνταν από ρούχα. Δε μπορεί επίσης να αγνοήσει κάποιος την παρότρυνση των δικηγόρων του στην Ελλάδα, οι οποίοι του υπόσχονταν ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης, με επακόλουθη προοπτική τη σύντομη απελευθέρωση του, δίνοντας του μάλιστα σχετική καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να έδινε τη μαρτυρία του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης με συγκεκριμενοποίηση πτυχών στις οποίες θα έπρεπε ή δεν έπρεπε να αναφερθεί, όπως το Τεκμήριο 42 παραστατικά περιγράφει. Δε χωρεί αμφιβολία ότι ακόμη και υπό τις περιστάσεις που περίγραψε ο Ιωσήφ Περπινιάς, η επιλογή του, όσον και αν ως ζήτημα τακτικής είχε τη δική της λογική και σκοπιμότητα, ήταν κατακριτέα, πλην όμως τούτο το γεγονός, όχι μόνον ως θέμα κοινής λογικής αλλά και πραγματικής διαπίστωσης στην κάθε περίπτωση, δε μπορεί να αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εξέταση του ενδεχομένου μεταγενέστερη μαρτυρία του επί των ιδίων ή παρομοίων θεμάτων να γίνει αποδεχτή ως αξιόπιστη. Το θέμα αποτελεί ζήτημα αξιολογικής δικαστικής κρίσης στην κάθε περίπτωση, με τη δυνατότητα του Δικαστηρίου, ως απόρροια διακριτικής ευχέρειας και πεμπτουσίας της δικαστικής λειτουργίας, να κρίνει και να αξιολογεί τον κάθε μάρτυρα και κατ’ επέκταση τον Ιωσήφ Περπινιά, αναλόγως του περιεχομένου της μαρτυρίας του, αυτής ιδωμένης τόσον μεμονομένως όσον και γενικώς και ευρύτερα αντιπαραβαλλόμενης με άλλη, συμπεριλαμβανομένων και προηγούμενων ασυμβίβαστων του δηλώσεων, ακόμη και κατά τη διάρκεια δικαστικής διαδικασίας. Αδιαμφισβήτητα λοιπόν, το γεγονός της εν προκειμένω παραδοχής του μάρτυρα ενώπιον μας ότι είπε ψέματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του, αποτελεί στοιχείο που δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί και σταθμιστεί με όλα όσα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάληξη περί της αξιοπιστίας του, και έτσι έγινε. Πράγματι, ο μάρτυς, συνεπής με την αρχικώς εκφρασθείσα επιθυμία του να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν σε σχέση με το επίδικο περιστατικό, το έπραξε (έστω και κάπως αργοπορημένα, λόγω όμως ακριβώς αφενός των πιέσεων όπως αναφέραμε αλλά και της νομικής τακτικής που επέλεξαν οι συνήγοροι του στην Ελλάδα), παραδεχόμενος εν τέλει τις κατηγορίες που του προσάφθηκαν στην Κύπρο, με επακόλουθο την επιβολή σε αυτόν δωδεκαετούς ποινής φυλάκισης ως της υψηλότερης ποινής από αυτές που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες που παραδέχθηκε. Αυτό δίνει κατά την άποψη μας μια διαφορετική διάσταση στα πράγματα την οποία και προσηκόντως αξιολογήσαμε.
Σε επιμέρους πτυχές της μαρτυρίας του Περπινιά, αντιπαραβαλλόμενες με εκείνες του Σιδερένιου που εισηγήθηκαν οι δικηγόροι υπεράσπισης, κρίνουμε πως θα πρέπει να γίνει σε αυτό το στάδιο ένα καθοριστικό σχόλιο που σχετίζεται ακριβώς με την προσέγγιση της μαρτυρίας και τον τρόπο αξιολόγησης της. Ο Περπινιάς σε όλο το φάσμα της μαρτυρίας του που αφορούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και άλλες συνεννοήσεις του, τόσο με τον Σιδερένιο όσο και με τον Κατηγορούμενο αναφερόταν σε αυτά που του είπαν είτε ο ένας είτε ο άλλος και όχι κατ’ ανάγκη ότι έτσι έγιναν τα πράγματα ή ότι πάντοτε γίνονταν με τον τρόπο που του έλεγαν. Συνεπώς, αντιφάσεις που πρότεινε η υπεράσπιση μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας ως καίριες, σε βαθμό μάλιστα που να καθιστούν τη μαρτυρία των Περπινιά και Σιδερένιου αναξιόπιστη, για λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, κρίνονται ως φαινομενικές και μόνον και όχι πραγματικές. Για παράδειγμα, επειδή ο Σιδερένιος είπε στον Περπινιά ότι θα τοποθετούσε τα χρήματα σε κούτα παπουτσιών, το οποίο τελικώς δεν έπραξε για λόγους δικούς του, δεν μπορεί να αναχθεί σε αντίφαση ή ανακολουθία παρά μόνον ως μια διατυπωθείσα πρόθεση η οποία τελικώς δεν υλοποιήθηκε εκ πλευράς Σιδερένιου. Έγινε πολύς λόγος κατά τη μαρτυρία και δη κατά την αντεξέταση του Περπινιά, ως προς το κατά πόσον τα λεφτά για την αγοραπωλησία των ναρκωτικών είχαν πράγματι τοποθετηθεί σε σακούλα και ότι αν πράγματι αυτό είναι που είχε γίνει, πώς μπορούσε μια τέτοια σακούλα, με τον όγκο που αναμενόμενα – κατά την υπεράσπιση – θα λάμβανε η σακούλα, μπορούσε ως θέμα πραγματικό, να χωρούσε σε συρτάρι επίπλου – γραφείου το οποίο βρισκόταν σε δωμάτιο – γραφείο εντός των εγκαταστάσεων της Eurologic. Υποδείχθηκε μάλιστα κατά την υποβολή των αντεξεταστικών ερωτήσεων προς το μάρτυρα να προσδιορίσει από απόψεως μεγέθους και χωρητικότητας το συρτάρι στο οποίο αναφέρθηκε με φερόμενα σταθερό σημείο αναφοράς συρτάρι γραφείου που βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Ο μάρτυς, λέγοντας ότι η σακούλα ενδεχομένως να είχε τοποθετηθεί σε συρτάρι παρομοίων διαστάσεων με αυτές που του υποδείχθηκαν ενώπιον μας στην αίθουσα του Δικαστηρίου, τοποθετήθηκε επί του ζητήματος κατά προσέγγιση και ενδεικτικώς και όχι με την ακρίβεια που παρουσιάζει η υπεράσπιση. Εν πάση περιπτώσει, στην απουσία συγκεκριμενοποιημένης και εξειδικευμένης μαρτυρίας ως προς τον ακριβή όγκο που ενδεχομένως θα λάμβανε η σακούλα με την τοποθέτηση σ’ αυτήν ποσού ύψους €1.025.000 (με τις διάφορες αξίες των χαρτονομισμάτων που ανάφερε ο μάρτυς ότι περιέχονταν σε αυτήν), δε θα μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα με βάση το οποίο οι αναφορές του επί του ζητήματος να τύγχαναν σταχυολόγησης ως υπερβολικές, ανακριβείς ή τελικώς αναληθείς και αναξιόπιστες, ιδιαίτερα στη βάση ότι το Δικαστήριο δε μπορεί να εξάγει δια δικαστικής γνώσης συμπέρασμα ως προς τον τελικό όγκο της σακούλας και ως εκ τούτου της δυνατότητας τοποθέτησης της εντός συρταριού, όπως αυτό περιγράφθηκε από το μάρτυρα. Συναφής με αυτά είναι και η τοποθέτηση του Περπινιά (αντιφατική όπως τη χαρακτηρίζει η υπεράσπιση) ως προς το πώς ακριβώς έγινε η φερόμενη κατά την Κατηγορούσα Αρχή παράδοση των χρημάτων της συνδιαλλαγής από τον Κατηγορούμενο προς το μάρτυρα. Ο τελευταίος δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι δεν θυμόταν ακριβείς παράπλευρες λεπτομέρειες της παράδοσης των χρημάτων αυτής καθ’ αυτής. Ήταν με βάση αυτό το έρεισμα που προσπάθησε να προσδιορίσει, όταν κλήθηκε κατά την αντεξέταση, τον ακριβή τρόπο και χρόνο παράδοσης των χρημάτων στις εγκαταστάσεις της Eurologic. Δεχόμαστε την εξήγηση του Περπινιά ότι δε μπορούσε να θυμηθεί τις ακριβείς αυτές παράπλευρες λεπτομέρειες, πλην όμως η ουσία του ισχυρισμού του ουδόλως μεταβλήθηκε, ούτε και ταυτοχρόνως η αποδιδόμενη εμπλοκή του Κατηγορουμένου στην παράδοση των χρημάτων. Η ουσία παρέμεινε σταθερή, ότι δηλαδή, στο χρόνο και τόπο που προσδιόρισε ο Περπινιάς και δη στις 24.3.08 στις εγκαταστάσεις της Eurologic, ο Κατηγορούμενος στα πλαίσια υλοποίησης της ευρύτερης συναλλαγής και αγοραπωλησίας των ναρκωτικών τού παρέδωσε το σχετικό αντίτιμο.
Οι πιο πάνω κρίσεις φέρνουν στο προσκήνιο τον κύριο πυρήνα της υπεράσπισης, δηλαδή ότι ήταν αδύνατο και εκ των πραγμάτων άτοπο, με βάση τη μαρτυρία του Σιδερένιου, ως προς το πότε έδωσε τα χρήματα στον Κατηγορούμενο για μεταφορά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σιδερένιου, μετά που επέστρεψε η κόρη του από την Αθήνα, δηλαδή μετά τις 20.3.08, και σε μία χρονική περίοδο 7 – 10 ημερών παρέδωσε τα χρήματα στον Κατηγορούμενο για να τα μεταφέρει στην Ελλάδα. Η υπεράσπιση στηριζόμενη αφενός στο παραδεχτό γεγονός ότι το εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στο πλοίο «Πόντος» στο Λιμάνι Λεμεσού για Πειραιά την 21.3.08 και με δεδομένο ότι ο Σιδερένιος συνελήφθη στις 27.3.08, ισχυρίστηκε ότι εκ των πραγμάτων η εκδοχή τόσο του Σιδερένιου όσο και του Περπινιά είναι ψευδής και ανυπόστατη ήταν αδύνατο στις 24.3.08 να παραδοθούν τα χρήματα από τον Κατηγορούμενο στον Περπινιά. Η όλη συλλογιστική της υπεράσπισης στηρίζεται επί δύο δεδομένων τα οποία όμως παρέμειναν ουσιαστικά αναπόδεικτα. Πρώτον, ότι τα χρήματα μεταφέρθηκαν με το εμπορευματοκιβώτιο. Ο Περπινιάς στη μαρτυρία του αντεξεταζόμενος ήταν σαφής αλλά και κατηγορηματικός ότι δε γνώριζε αλλά ούτε και σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε με ποιο ακριβώς εμπορευματοκιβώτιο μεταφέρθηκαν τα χρήματα στην Ελλάδα. Εκείνο το οποίο κατέθεσε είναι τι του είπε ο Κατηγορούμενος επί τούτου, ότι δηλαδή θα έβαζε τα χρήματα μέσα στο χώρο κλιματισμού εμπορευματοκιβωτίου, ποιού όμως, δεν εξειδίκευσε. Κατά συνέπεια, η υπόθεση ότι θα πρέπει να μεταφέρθηκαν με το συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο είναι άνευ πραγματικού υποβάθρου ή ερείσματος αφού καμία άλλη σχετική μαρτυρία δε δόθηκε επί τούτου. Το πώς μεταφέρθηκαν τελικώς τα χρήματα μόνον ο Κατηγορούμενος γνωρίζει. Δεύτερον, ότι εξέλαβε ως δεδομένη τη χρονική περίοδο που ανέφερε ο Σιδερένιος με ειδική αναφορά στις δέκα μέρες. Προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας του Σιδερένιου αναδεικνύει ότι είναι ενδεικτικά που προσδιόρισε το χρόνο στις δέκα μέρες περίπου, αλλά και σε σχετική υπόδειξη στην αντεξέταση ότι δε θα μπορούσε να παραδώσει τα χρήματα σε δέκα μέρες, από την επιστροφή της κόρης του από την Ελλάδα ανέφερε ότι ήταν ουσιαστικά στο μεσοδιάστημα, από την επιστροφή της κόρης του μέχρι και τη σύλληψή του, δηλαδή μεταξύ 21 έως και 27.3.08, που συνελήφθη. Αυτό ακριβώς καταδεικνύει ότι η περίοδος εντός της οποίας παρέδωσε τα χρήματα στον Κατηγορούμενο (και δε βλέπουμε τον λόγο γιατί θα έπρεπε να ήταν ακριβής και να θυμόταν και αυτή τη λεπτομέρεια όπως την καθόρισε ο Σιδερένιος), επιβεβαιώνει τον Περπινιά ότι στις 24.3.08, ο Κατηγορούμενος τού παρέδωσε τα χρήματα στις εγκαταστάσεις της Eurologic, όπως περίγραψε ο Περπινιάς. Τα συμπεράσματα μας αυτά επιβεβαιώνουν τα όσα προηγουμένως έχουμε αναφέρει σε σχέση με τη μαρτυρία του Περπινιά και το τι ακριβώς έλαβε χώραν στις 24.3.08 στις εγκαταστάσεις της Eurologic.
Ερχόμαστε τώρα στην εξειδικευμένη αξιολόγηση και παράθεση της κρίσης μας περί του ήδη διατυπωθέντος συμπεράσματος μας περί της αναξιοπιστίας του Κατηγορούμενου, λέγοντας ως μια πρώτη και γενικότερη τοποθέτηση, ότι η συνολική εντύπωση που μας δημιούργησε ως μάρτυς ήταν πράγματι πολύ αρνητική. Ήταν αντιφατικός και ανακόλουθος σε ουσιώδεις πτυχές της ομολογουμένως σύντομης μαρτυρίας του (συμπεριλαμβανομένης και της αντεξέτασης). Ήταν γενικός και αόριστος στις τοποθετήσεις του με φανερή προσπάθεια αποστασιοποίησης από καθετί που θα μπορούσε δυνητικώς να τον συνδέσει με την ουσία της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής. Επιχείρησε για παράδειγμα να παρουσιάσει τη σχέση του με τον Περπινιά ως μια μακρά σχέση που οδήγησε τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, πριν το επίδικο περιστατικό, σε μια σχέση απόλυτης και τυφλής εμπιστοσύνης. Μια σχέση που κατέληξε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, στη μεταφορά, κατά καιρούς, κιβωτίων από τους συγγενείς τής συζύγου του Περπινιά στην Κύπρο προς την Ελλάδα αλλά και αντιστρόφως. Έγινε λόγος για μεταφορά ρούχων, μιας τηλεόρασης καθώς και χαλουμιών και ραβιόλων. Περαιτέρω, ήταν η θέση του ότι η σχέση αυτή κατέληξε στην τρόπον τινά υπαλληλική σχέση του Περπινιά στην Ελλάδα με τον Κατηγορούμενο, παρόλο που από τη μια παρουσίαζε τη σχέση αυτή ως μια επί πληρωμή εξυπηρέτηση ανάλογα με τις εργασίες που του ανέθετε στην Ελλάδα και από την άλλη ως κατά καιρούς μεταφορά από και προς την Ελλάδα διαφόρων κιβωτίων της οικογένειας του Περπινιά η οποία γινόταν, σύμφωνα με την εκδοχή του, άνευ ανταλλάγματος. Διασύνδεσε την άνευ ανταλλάγματος μεταφορά εμπορευμάτων για τις εξυπηρετήσεις που του έκανε ο Περπινιάς στην Ελλάδα. Αποτελεί όμως διαπίστωση μας ότι οι «εξυπηρετήσεις» αυτές γίνονταν επί πληρωμή. Κατά συνέπεια η εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι η μεταφορά των όποιων εμπορευμάτων γινόταν δήθεν ως αντάλλαγμα των εξυπηρετήσεων δεν ευσταθεί αφού καταβαλλόταν στην κάθε περίπτωση το αντίστοιχο αντίτιμο όπως υποκειμενικώς προσδιοριζόταν από τον Κατηγορούμενο και στα ευρύτερα πλαίσια ενός μηνιαίου μισθού. Ως εκ τούτου, η εικόνα εμπιστοσύνης την οποία προσπάθησε να προωθήσει στο Δικαστήριο αναφορικώς με τη σχέση του με τον Περπινιά αυτοαναιρείται και καταρρίπτεται με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει ταυτοχρόνως και το θεμέλιο της εκδοχής του περί ύπαρξης αντίστοιχου συναισθήματος φιλίας και εμπιστοσύνης ως του αιτίου που δε θα μπορούσε ποτέ να του δημιουργήσει οποιεσδήποτε υποψίες αναφορικώς με την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων ή σκοπιμοτήτων από μέρους του Περπινιά σε σχέση με τη χρησιμοποίηση του Κατηγορούμενου ως αθώου μεταφορέα ναρκωτικών στην Κύπρο, επειδή, στην ουσία, αυτή ήταν η κεντρική εκδοχή του Κατηγορούμενου. Υπάρχει όμως ακόμα μια πτυχή της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου επί του ζητήματος της κοινής εμπιστοσύνης με τον Περπινιά που χρήζει επισήμανσης και που σχετίζεται με τον ευρύτερο τρόπο που προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι, ακριβώς, ένεκα της εμπιστοσύνης αυτής είναι που κατ’ ουσίαν ενεπλάκη ακουσίως σε ένα καλοσχεδιασμένο σχέδιο εκ πλευράς Περπινιά και Σιδερένιου. Είπε ο Κατηγορούμενος στα αρχικά στάδια της κυρίως εξέτασης του ότι είχε εμπλακεί στην όλη υπόθεση χωρίς να έχει γνώση του τι περιείχαν τα κιβώτια που μετέφερε, δίδοντας εμπιστοσύνη στον Περπινιά με επακόλουθο να βρεθεί Κατηγορούμενος. Η θέση του αυτή συγκρούεται με μια άλλη θέση που προώθησε περί του ότι γνώριζε ευθύς εξαρχής ότι τα χαρτοκιβώτια περιείχαν ρούχα με τελικούς μάλιστα παραλήπτες τούς συγγενείς της συζύγου του Περπινιά στην Κύπρο και ότι δέχθηκε να το πράξει αυτό διότι γνώριζε, ως εκ των σχέσεων που είχε με τον Περπινιά, ότι η σύζυγος του τελευταίου εργαζόταν, καθώς του έλεγε, σε βιοτεχνία ρούχων και ότι τα ρούχα που θα μετέφερνε στην Κύπρο ήσαν ρούχα ξεπερασμένης μόδας. Αναδύεται ουσιώδης αντίφαση μεταξύ των δύο εκδοχών – και την κατατάσσουμε ως τέτοια δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και της σημασίας που ενέχει εδώ η γνώση ή οι περιβάλλουσες συνθήκες της μεταφοράς των χαρτοκιβωτίων - αφού καθάπτονται της γνώσης ή υποψίας ή εύλογης υπόνοιας περί του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων εκ πλευράς Κατηγορούμενου και τούτο επειδή είναι διαφορετικό να μην γνωρίζει καθόλου περί του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων από του να γνωρίζει ότι περιέχονταν εκεί ρούχα γιατί έτσι του είπε ο Περπινιάς. Προκύπτει όμως και μια άλλη έκφανση των πραγμάτων η οποία σχετίζεται με την ταύτιση εκ πλευράς Κατηγορούμενου της εμπιστοσύνης που έδειξε προς τον Περπινιά αναφορικώς με αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί τόσος λόγος εκ πλευράς του Κατηγορούμενου στο ότι έδειξε εμπιστοσύνη προς τον Περπινιά (με αποτέλεσμα μάλιστα να βρεθεί τελικώς και κατηγορούμενος), σε σχέση με το περιεχόμενο τους τη στιγμή που δε γνώριζε καθόλου περί του περιεχομένου αυτού. Αν τελική θέση και εκδοχή του θα ήταν ότι, ακριβώς, επειδή γνώριζε ότι εντός των χαρτοκιβωτίων περιέχονταν ρούχα, δεν υπήρχε λόγος ή βάση για αυτόν στη λογική διάσταση των πραγμάτων να αμφισβητήσει τις παραστάσεις Περπινιά περί της περιγραφής του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων ως ρούχων. Είπε συγκεκριμένα σε μεταγενέστερο στάδιο τής κυρίως εξέτασής του τα ακόλουθα σχετικά σε σχέση με τον Περπινιά και το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων «Μου ζήτησε να του μεταφέρω μερικά κιβώτια ρούχων, όπως μου είχε πει, για να τα παραλάβουν οι συγγενείς της γυναίκας του που βρίσκονται στην Κύπρο. Εγώ δέχθηκα να το πράξω, διότι εγνώριζα από τις σχέσεις μου που είχα μαζί του προηγουμένως, ότι η γυναίκα του εργαζόταν όπως μου έλεγε σε βιοτεχνία ρούχων και ότι τα ρούχα τα οποία θα μετέφερνα ήσαν ρούχα ξεπερασμένα. Εγώ έδωσα εμπιστοσύνη στον Περπινιά και σε καμία περίπτωση δεν επήγε το μυαλό μου ότι μέσα στα κιβώτια μπορούσε να έχει οτιδήποτε άλλο εκτός από ρούχα και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να υποψιαστώ ή να φανταστώ ότι μέσα στα κιβώτια υπήρχαν ναρκωτικά.» Η αντίφαση και ανακολουθία στην εκδοχή προκύπτει κατά την κρίση μας με ενάργεια, πώς δηλαδή αναφέρει από τη μια ότι δε γνώριζε καθόλου περί του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων και από την άλλη ισχυρίζεται ότι ενώ γνώριζε ότι τα χαρτοκιβώτια περιείχαν ρούχα έδειξε εμπιστοσύνη στον Περπινιά με «το μυαλό του» να μην πηγαίνει ότι μέσα στα χαρτοκιβώτια μπορούσε να έχει οτιδήποτε άλλο. Ομολογουμένως, τίποτε δε θα μπορούσε να αποστερήσει από τον Κατηγορούμενο (αν τέτοια ήταν η πρόθεση του), την προώθηση ενώπιον του Δικαστηρίου δύο διαφορετικών εκδοχών ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στην αποδοχή του να μεταφέρει τα χαρτοκιβώτια στην Κύπρο με το εμπορευματοκιβώτιο. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί (και αναπόφευκτα εξάγεται) σε ό,τι αφορά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας του και τη συνέπεια των εκδοχών που προώθησε.
Δε μπορούμε επίσης να παραγνωρίσουμε και τα ακόλουθα σε σχέση με τον μεγάλο αριθμό των χαρτοκιβωτίων που τελικώς μεταφέρθηκαν (είκοσι συνολικώς) με το εμπορευματοκιβώτιο και τις συνακόλουθες τοποθετήσεις του Κατηγορούμενου σε σχέση με τις συνθήκες της τμηματικής παράδοσής τους από τον Περπινιά στις εγκαταστάσεις της Eurologıc, δηλαδή σε δυο παρτίδες των δέκα χαρτοκιβωτίων η κάθε μια με τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος περίπου μιας ώρας μεταξύ της πρώτης και δεύτερης παράδοσης. O Κατηγορούμενος στην κατάθεση του στην αστυνομία είχε όλη την ευκαιρία και ευχέρεια για πρώτη φορά να δώσει όλες τις λεπτομέρειες του τι πραγματικά έλαβε χώραν συμφώνως της δικής του εκδοχής στις εγκαταστάσεις της Eurologıc αναφορικώς με την παράδοση των χαρτοκιβωτίων προς μεταφορά. Είπε ότι ο Περπινιάς τού ανέφερε ότι είχε να στείλει στην Κύπρο «καμιά δεκαριά πακέτα ρούχα», χωρίς όμως να αναφέρει περί της ύπαρξης οποιουδήποτε προβληματισμού ή για την ύπαρξη οποιασδήποτε στιχομυθίας με τον Περπινιά αναφορικώς με το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων, περί του ότι, δηλαδή, ήσαν ρούχα τα οποία προορίζονταν για συγγενείς της συζύγου του στην Κύπρο και ότι αυτά τα ρούχα ήσαν φθηνά και ξεπερασμένης μόδας. Υπενθυμίζουμε εδώ και την αντίφαση του στην κυρίως εξέταση του ότι δεν είχε καθόλου γνώση περί του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων που μετέφερε. Αναφορικώς με τον αριθμητικό προσδιορισμό των χαρτοκιβωτίων στο στάδιο της κατάθεσης του προς την αστυνομία, δηλαδή την αναφορά του Περπινιά προς τον ίδιο ότι είχε καμιά δεκαριά χαρτοκιβώτια για μεταφορά στην Κύπρο, δε μπορεί να παραβλεφθεί η παράλειψη του Κατηγορούμενου, η οποία δεν κρίνεται ως τυχαία, να αναφερθεί στον πραγματικό αριθμό των είκοσι χαρτοκιβωτίων που τελικώς μετάφερε παίρνοντάς τα από τον Περπινιά (γνωρίζοντας ασφαλώς καλώς για τον τελικό αυτό αριθμό αφού αυτός είναι που επέβλεψε και παρακολούθησε τη φόρτωση τους στο εμπορευματοκιβώτιο). Το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν καθόλου ακριβής στην αναφορά του, μειώνοντας κατ’ ουσίαν την ποσότητα των χαρτοκιβωτίων που μετέφερε στη μισή της πραγματικής. Επανήλθε στο θέμα, αναγκαστικά βεβαίως και μη έχοντας άλλη εκλογή, παρά να δώσει εξηγήσεις για το πώς τα καμιά δεκαριά χαρτοκιβώτια που ανέφερε στην κατάθεση του έγιναν τελικώς είκοσι, περνώντας όμως από άλλο ενδιάμεσο στάδιο και προσδιορίζοντας την ποσότητα των χαρτοκιβωτίων ως «μερικά κιβώτια». Αναφέροντας στην κυρίως εξέταση του ότι μετά που ο Περπινιάς περιτύλιξε τα «μερικά κιβώτια» τού είπε ότι είχε και άλλα κιβώτια και η «αλήθεια είναι ότι στεναχωρήθηκα για την αγένεια του να θέλει να του πάρω και άλλα κιβώτια», πράγμα που σημειώτεον πρώτη φορά, ανέφερε στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς προηγουμένως να προβαίνει σε σχετική μνεία στην κατάθεση του. Η ουσία όμως παραμένει ότι ο Κατηγορούμενος παρέλαβε είκοσι χαρτοκιβώτια από τον Περπινιά. Στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι δεν του έκανε και τόση εντύπωση ο αριθμός των χαρτοκιβωτίων (και αναφερόταν πλέον στα είκοσι χαρτοκιβώτια) επειδή η σύζυγος του Περπινιά εργαζόταν σε βιοτεχνία και τα βρήκε σε τιμή ευκαιρίας και ήσαν ρούχα ξεπερασμένης μόδας (και αφήνουμε κατά μέρος χάριν συζήτησης τον πρώτο του ισχυρισμό ότι δε γνώριζε καθόλου τι είχαν μέσα τα χαρτοκιβώτια). Δικαιολόγησε την ποσότητα των χαρτοκιβωτίων στο γεγονός ότι «η οικογένεια του Περπινιά στην Κύπρο ήταν πολύ μεγάλη 6 - 7 αδέλφια και εάν έπαιρναν 1 ή 2 κιβώτια ο καθένας ήταν τίποτε», λεπτομέρεια την οποία και πάλι για πρώτη φορά πρόβαλε. η οποία όμως, ούτως ή άλλως, παρέμεινε και μετέωρη αφού σε κανένα στάδιο ο Περπινιάς δεν αντεξετάστηκε για την οικογένεια του στην Κύπρο αλλά ούτε και ο Κατηγορούμενος από την πλευρά του έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις και λεπτομέρειες. Η απάντηση συνεπώς που έδωσε κρίνεται ως εντελώς αυθαίρετη και στοχευμένη για να δικαιολογήσει εκ των υστέρων το γεγονός ότι μετέφερε είκοσι χαρτοκιβώτια και όχι καμιά δεκαριά ή μερικά και ότι ο μεγάλος αριθμός των χαρτοκιβωτίων που υπό λογικές περιστάσεις θα αναμενόταν να δημιουργούσε στον κάθε λογικό και αντικειμενικό παρατηρητή (έστω και αν ήταν επαγγελματίας μεταφορέας) προβληματισμό ή υποψία λόγο ακριβώς της μεγάλης ποσότητας. Ούτε και φαίνεται να προβληματίστηκε πώς ο μικροϋπάλληλος στην Αθήνα, δηλαδή ο φτωχός βιοπαλαιστής Περπινιάς, είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει έστω φθηνά και ξεπερασμένης μόδας ρούχα, σε τέτοιες μάλιστα μεγάλες ποσότητες. Άλλωστε η έννοια του όρου «φθηνά» που χρησιμοποίησε, εκφράζει μόνο την υποκειμενική του κρίση περί της σταχυολόγησης αυτής αφού ποτέ και σε κανένα στάδιο δε συσχετίστηκε με την αξία και το είδος των ρούχων. Η αναφορά του σε δήλωση του Περπινιά προς τον ίδιο ότι βρήκε τα ρούχα σε τιμή ευκαιρίας δε μπορεί να θεωρηθεί ως προσδιοριστική της αξίας τους αφού ο όρος «σε τιμή ευκαιρίας» δεν εξυπακούει κατ’ ανάγκην ότι τα ρούχα ήσαν φθηνά. Η αναφορά όμως εδώ συγκεκριμενοποιείται σε σχέση με την αυθαίρετη επιλογή του Κατηγορούμενου να προσδιορίσει τα ρούχα ως φθηνά για να δικαιολογήσει τις μετέπειτα ενέργειες του αναφορικά με τον τρόπο που αντίκριζε το εμπόρευμα αυτό και την έλλειψη κάθε αντικειμενικού ερείσματος για να έστρεφε την προσοχή του στο περιεχόμενο τους. Θα επανέλθουμε επί του θέματος αυτού στη συνέχεια. Υπάρχει όμως ακόμα μια παράμετρος σχετιζόμενη με την εκδοχή του Κατηγορουμένου και η οποία αφορά στους συγγενείς και τους κατ’ ισχυρισμό τελικούς παραλήπτες στην Κύπρο. Για να μπορεί ο Περπινιάς, με την οικονομική δυνατότητα που τον παρουσίασε ο Κατηγορούμενος, να αγοράζει και να αποστέλλει ρούχα στους εν Κύπρω συγγενείς της συζύγου του, αυτό ισοδυναμεί ότι και οι συγγενείς στην Κύπρο θα πρέπει να ήσαν ανάλογης οικονομικής κατάστασης, αν όχι χειρότερης από εκείνη του Περπινιά και να ήσαν έτοιμοι και διαθετημένοι να χρησιμοποιήσουν τέτοιας ξεπερασμένης μόδας ρούχα. Ή τουλάχιστον να είναι τέτοιας οικονομικής κατάστασης που να δικαιολογείται από αυτούς η χρήση των ρούχων. Ενώ ο Κατηγορούμενος αναφέρθηκε αορίστως σε κάποια ονόματα συγγενών του Περπινιά, τα οποία να σημειωθεί δεν υποβλήθηκαν στον Περπινιά έστω και για να τα επιβεβαιώσει, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για να διαφωτίσουν το τοπίο, επί παντός μάλιστα εγειρόμενου από τον Κατηγορούμενο θέματος, ώστε να τεθεί τέρμα στην σεναριολογία περί ρούχων.
Η ποσότητα όμως των είκοσι χαρτοκιβωτίων ενέχει ακόμα μια σημαντική πτυχή. Ο Κατηγορούμενος, όπως είπε, έχει πολυετή τριβή και εμπειρία στον τομέα των διεθνών μεταφορών. Αυτό το γεγονός, κατά την κρίση μας, θα έπρεπε να του είχε αναπτύξει, στη λογική των πραγμάτων, αμυντικούς μηχανισμούς σε ό,τι αφορά σε αυτού του είδους τις παρακλήσεις για μεταφορά τέτοιας έκτασης εμπορευμάτων δεδομένου μάλιστα ότι θα τα μετέφερε εντός ενός εμπορευματοκιβωτίου - ψυγείου και όχι ενός εμπορευματοκιβωτίου γενικών μεταφορών. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές ένας έμπειρος διεθνής μεταφορέας όπως ο Κατηγορούμενος να μην υποψιαστεί και να αποδεχθεί εντελώς αγόγγυστα και να μεταφέρει είκοσι χαρτοκιβώτια αγνώστου σε τελική ανάλυση περιεχομένου, ή ακόμη γιατί απλά του είπε ο Περπινιάς ότι περιείχαν ρούχα. Να υποδείξουμε εδώ ότι η περίπτωση της μεταφοράς των χαρτοκιβωτίων του Περπινιά διαφέρει σαφώς από τους εμπορευόμενους πελάτες του που τους μεταφέρει κρέατα και άλλα προϊόντα, αφού για τα εμπορεύματα αυτά πρέπει να υπάρχουν σύμφωνα με την κειμένη Νομοθεσία όλα τα συνοδευτικά έγγραφα, και όχι μόνο, αλλά σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα οι εκτελωνιστές των εμπορευμάτων διευθέτησαν όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες πριν την εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου από το πλοίο. Επ’ αυτού θα αναφερθούμε και στη συνέχεια. Με άλλα λόγια δεν επρόκειτο για κάποιο εμπορευόμενο πελάτη του αλλά για μια «εξυπηρέτηση» φίλου του, τέτοιων όμως ποσοτήτων που εκ των πραγμάτων και άνευ ετέρου θα έπρεπε αμέσως να τον προβληματίσει αλλά και να τον οδηγήσει σε εύλογες υποψίες και να μην αρκεστεί μόνο σε αυτά που κατ’ ισχυρισμό του είπε ο Περπινιάς. Είχε όλο το χρόνο, δεδομένου μάλιστα ότι η παράδοση έγινε τμηματικά, όπως είπαμε, των δέκα χαρτοκιβωτίων, αλλά και κάθε δικαίωμα, γιατί θα τα μετέφερνε άνευ ανταλλάγματος, όπως και την υποχρέωση αν μη τι άλλο να προστατεύσει τον εαυτό του είτε να ζητήσει, από τον Περπινιά να του ανοίξει μερικά χαρτοκιβώτια για να βεβαιωθεί για του λόγου το αληθές, ή ακόμα από μόνος του στην απουσία του Περπινιά όταν έφυγε για να φέρει τα υπόλοιπα δέκα χαρτοκιβώτια να εξετάσει το περιεχόμενο τους. Τίποτε από αυτά δεν έπραξε. Παρόλο που δε θα μπορούσε να αναμένει κάποιος ότι ο Κατηγορούμενος θα έπρεπε να είχε γνώση συναφών νομολογιακών τοποθετήσεων, εντούτοις κρίνουμε στη βάση ακριβώς αυτών που προαναφέραμε περί της εμπειρίας του στις διεθνείς μεταφορές (χωρίς κατ’ ανάγκη να σημαίνει ότι αν δεν είχε την εμπειρία αυτή διαφορετική θα ήταν και η προσέγγιση), ότι θα έπρεπε να επιδίωκε την εξέταση του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων ή έστω να πρόβαινε σε τέτοιες ενέργειες, έστω και τις χαλαρότερες, προς αυτή, την κατεύθυνση. Θεωρούμε ότι το μέτρο της λογικής διάστασης των πραγμάτων έδωσε η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση Warner ν. Metropolıtan Police Commısıoner (1969) 2 A.C. 256, όπου ο Λόρδος Pearce προσδιόρισε τη λογική τάξη των πραγμάτων ως ακολούθως:
« …a man takes over a package or suitcase at risk as to its contents being unlawful, if he does not immediately examine it (if he is entitled to do so). As soon as may be he should examine it and, if he finds the contents suspicious, reject possession …»
Επανερχόμενοι στο ζήτημα των χαρτοκιβωτίων προσθέτουμε ότι και πάλι σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα, τα είκοσι χαρτοκιβώτια δεν ήταν δηλωμένα στις παραγγελίες και ο Κατηγορούμενος ανέφερε σε τρίτο άτομο ότι επρόκειτο για δικά του εμπορεύματα. Συνεπώς, η απραξία αυτή του Κατηγορούμενου δεν εντάσσεται στα πλαίσια της αφέλειας ή και της απλής αμέλειας, αλλά αποτελεί μέρος της όλης εικόνας όπως ακριβώς την παρουσίασαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Το γεγονός ότι δήλωσε σε τρίτο άτομο ότι τα χαρτοκιβώτια είναι δικά του δίνει μια νέα ανατρεπτική διάσταση στη δική του αρχική εκδοχή κατά την οποία προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί εντελώς από τα χαρτοκιβώτια και το περιεχόμενο τους. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου τους ως ευτελούς αξίας με πρόταξη του γεγονότος ότι του δόθηκαν από τον Περπινιά για μεταφορά στην Κύπρο δυσανασχετώντας μάλιστα στο στάδιο της δεύτερης παράδοσης αναδεικνύει μια σχέση μεταξύ Περπινιά και Κατηγορούμενου πολύ πέραν μιας σχέσης εμπιστοσύνης όπως προσπάθησε ο Κατηγορούμενος να προσδώσει αλλά σχέση απόλυτης συνεργασίας σε σχέση με τα χαρτοκιβώτια και κατ’ επέκταση βεβαίως και με το περιεχόμενο τους. Προσθέτουμε σε αυτά ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα ο Κατηγορούμενος συσκεύασε τα χαρτοκιβώτια σε δύο παλέτα στις εγκαταστάσεις της Eurologic και ότι τόσον αυτός όσον και ο Περπινιάς μετέφεραν ένα ξύλινο παλέτο επί του οποίου συσκευάστηκαν τα χαρτοκιβώτια των κατασχεθέντων ναρκωτικών. Προσθέτουμε ότι ακόμη και να δεχθούμε ότι μετέφερε στο παρελθόν ένα ή δύο κιβώτια άλλο είναι να μεταφέρεις είκοσι κιβώτια όπως αυτά φαίνονται στις φωτογραφίες (Τεκμήρια 1 και 5). Βεβαίως ο Κατηγορούμενος με την δική του παραδοχή φαίνεται ότι ανάπτυξε κάποιους μηχανισμούς προβληματισμού σε ζητήματα μεταφορών και τρόπου αντιμετώπισης τους λέγοντας στο στάδιο της κυρίως εξέτασης του ότι αν είχε την παραμικρή υποψία ότι υπήρχε οτιδήποτε το παράνομο μέσα στα χαρτοκιβώτια δε θα προχωρούσε ασφαλώς να τα τοποθετήσει μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο επειδή «…κατά τον έλεγχο που θα έκανε το Κτηνιατρείο θα άνοιγε έστω και δειγματολογικά μερικά από τα κιβώτια για να ελέγξει το περιεχόμενο τους» και όχι ότι θα αρνιόταν ευθύς εξαρχής να μετέφερε οποιασδήποτε φύσης παράνομο περιεχόμενο. Διερωτόμαστε εν πάση περιπτώσει πώς ο Περπινιάς έστω και για τα δέκα χαρτοκιβώτια με τα οποία κατά παραδοχή του Κατηγορούμενου τον ανέμενε στη Eurologic, γνώριζε εάν ο Κατηγορούμενος είχε σχεδιασμένη μεταφορά προς την Κύπρο τη μέρα εκείνη (και προς τι εν πάση περιπτώσει η βιασύνη τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος επισκεπτόταν την Αθήνα κάθε εβδομάδα και το γνώριζε αυτό ο Περπινιάς αφού αυτός τον παραλάμβανε από το αεροδρόμιο για να του παραδώσει στη Eurologic τα δέκα χαρτοκιβώτια εκείνη ειδικά τη μέρα). Επίσης διερωτόμαστε πώς ο Περπινιάς γνώριζε ότι θα υπήρχε χώρος μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο, χωρίς καν να ρωτήσει επί τούτου τον Κατηγορούμενο, για να του μεταφέρει τα δέκα χαρτοκιβώτια. Εμφανίστηκε δηλαδή ξαφνικά ο Περπινιάς στη Eurologic με δέκα χαρτοκιβώτια χωρίς να προηγηθεί κάποια έστω επί τούτου συζήτηση. Άμεσα συναφές και επιβεβαιωτικό τούτου αποτελεί το παραδεκτό γεγονός ότι τόσον ο Περπινιάς όσον και ο Κατηγορούμενος αφίχθηκαν στις εγκαταστάσεις της Eurologıc στις 11:34 ενώ η νταλίκα με το εμπορευματοκιβώτιο αφίχθηκε στις 12:44. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το να βρεθεί ο Περπινιάς στη Eurologic πριν ακόμα την άφιξη του εμπορευματοκιβωτίου υπήρχε σαφής και εκ των πραγμάτων προσυνεννόηση και συνομιλία μεταξύ τους άλλως πως δεν θα είχε κανένα λόγο με τόση βιασύνη να παρουσιαστεί με τα δέκα χαρτοκιβώτια στον Κατηγορούμενο. Εξ’ ου, θεωρούμε, και το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος στην κατάθεση του προς την αστυνομία την πρώτη φορά που είχε τη δυνατότητα να παραθέσει τη δική του εκδοχή επισήμως (όπως ήδη αναλύσαμε), δεν έκαμε απολύτως καμιά αναφορά προς τον Περπινιά, αναφορικά με την παράκληση του αυτή και τίποτε δε τον ρώτησε. Ούτε καν πώς γνώριζε ο Περπινιάς για την επικείμενη και άμεση αναχώρηση του εμπορευματοκιβωτίου πόσω δε μάλλον με την ύπαρξη χώρου για τη σχετική μεταφορά τη μέρα εκείνη.
Εξάγεται από τα παραδεκτά γεγονότα ότι στις 27.3.08, στις 13:30 αφίχθηκε το εμπορευματοκιβώτιο στις εγκαταστάσεις Βουνιώτη. Ήταν η θέση του Κατηγορούμενου ότι τα είκοσι χαρτοκιβώτια τοποθετήθηκαν σε δύο παλέτα τα οποία και φόρτωσε πρώτα στη Eurologic, στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο υπήρχαν κρέατα κρεμασμένα από τα τσιγκέλια καθώς και διάφορα άλλα κιβώτια τα οποία τοποθετήθηκαν μπροστά από τα επίδικα. Αποτέλεσε εκδοχή του Κατηγορούμενου δια της κυρίως εξέτασης του ότι αν είχε την παραμικρή υποψία ότι υπήρχε οτιδήποτε το παράνομο μέσα στα χαρτοκιβώτια δε θα τα τοποθετούσε εντός του εμπορευματοκιβωτίου επειδή κατά τον έλεγχο που θα πρόβαινε το Κτηνιατρείο θα άνοιγε έστω και δειγματοληπτικά μερικά από τα χαρτοκιβώτια για να έλεγχε το περιεχόμενο τους. Αντιπαρερχόμαστε στο σημείο αυτό το γεγονός ότι με βάση τα παραδεχτά γεγονότα τα εμπορεύματα θα υπόκεινταν στις απαιτούμενες διαδικασίες από τους εκτελωνιστές στο Λιμάνι κατά την εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου. Είπε ότι σύμφωνα «με το νόμο και τους κανονισμούς» το εμπορευματοκιβώτιο δεν έπρεπε να ανοιχθεί χωρίς προηγουμένως να το γνωρίζει το Κτηνιατρείο (αφού περιείχε κρέατα), ώστε να αποστείλει αρμόδιους υπαλλήλους για να ελέγξουν το περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου τόσον σε σχέση με τα κρέατα που κρέμονταν από τα τσιγκέλια όσον και για τα κρέατα που μεταφέρονταν μέσα σε κιβώτια. Δε μπορούσε να ανοιχθεί ένα εμπορευματοκιβώτιο με κρέατα χωρίς να έχει ειδοποιηθεί προηγουμένως το Κτηνιατρείο. Μάλιστα προς επίρρωση του ισχυρισμού του κατέθεσε και σχετικές επιστολές του Κτηνιατρείου. Αυτή ήταν η αρχική του εκδοχή στα πρώτα στάδια της κυρίως εξέτασης του. Ακολούθως κάποιες πτυχές της μαρτυρίας του και πάλιν στο στάδιο της κυρίως εξέτασης διαφοροποιήθηκαν ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα ότι το Κτηνιατρείο, όπως χαρακτηριστικά είπε: «ειδικά με νωπά κρέατα ελέγχει όλα τα κρέατα μέχρι και το τελευταίο κιβώτιο που υπάρχει μέσα με τα κρέατα και καταγράφει όλα τα στοιχεία στα έντυπα που έχει μαζί του. Οποιοδήποτε κιβώτιο υπάρχει στο χώρο του ψυγείου είναι υποχρεωμένο να το ελέγξει, οτιδήποτε κιβώτιο υπάρχει». Πρόκειται συναφώς για διαφορετική εκδοχή από την αρχική, δηλαδή για έλεγχο σε μερικά από τα κιβώτια έστω και δειγματοληπτικά, και όχι εν πάση περιπτώσει «μόνον τα κιβώτια που περιείχαν κρέατα» όπως είπε μεταγενέστερα για να εξειδικεύσει και να δώσει περισσότερη έμφαση αλλά και υπόβαθρο στην προώθηση του ισχυρισμού του ότι ο έλεγχος αυτός θα γινόταν για όλα ανεξαιρέτως τα κιβώτια που βρίσκονταν εντός του εμπορευματοκιβωτίου είτε περιείχαν δηλαδή κρέατα είτε δεν περιείχαν. Οι αντιφάσεις και ανακολουθίες αυτές δεν μπορούν ασφαλώς παρά να κριθούν ως ουσιώδεις και καίριες αφού προσπάθεια του Κατηγορούμενου ήταν να δείξει ότι ακριβώς η βεβαιότητα που είχε περί του ελέγχου που θα λάμβανε χώραν εκ πλευράς Κτηνιατρείου όλων των κιβωτίων ήταν κατ’ ουσίαν το «άλλοθι» για αυτόν σε ότι αφορά στην απόφαση του να τα μεταφέρει χωρίς καμιά υποψία εκ πλευράς του. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία που αποτέλεσε και τον μοναδικό κορμό, τον πυρήνα της υπεράσπισης του, ήταν η «κάλυψη» του Κτηνιατρικού ελέγχου. Ούτε όμως αυτή η έκφανση της εκδοχής του περιέχει έστω και χαλαρά οποιαδήποτε στοιχεία πειστικότητας. Υπάρχουν όμως και άλλα. Ισχυρίστηκε ο Κατηγορούμενος ότι ο λόγος για τον οποίο είχε τοποθετήσει τα χαρτοκιβώτια στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου, πίσω δηλαδή από τα υπόλοιπα κιβώτια που μετέφερνε αλλά και από τα κρεμασμένα κρέατα προς την έξοδο του εμπορευματοκιβωτίου, έγινε επειδή αν τα επίδικα χαρτοκιβώτια τοποθετούνταν μπροστά, δηλαδή πρώτα, πριν τα κρεμασμένα κρέατα και τα άλλα κιβώτια που περιείχαν κρέατα και άλλα ζωικά προϊόντα, αυτό θα δημιουργούσε την αντίδραση των παραληπτών των κρεάτων οι οποίοι δε θα προχωρούσαν αμέσως με το άνοιγμα του εμπορευματοκιβωτίου στην παραλαβή των προϊόντων αυτών. Παραθέτουμε τη σχετική ερωταπάντηση στην αντεξέταση:
«Ε: Έχουμε εδώ μαρτυρία και φαίνεται όπως είδες εκεί (δείχνει τις φωτογραφίες) ότι τα κασόνια τούτα μπήκαν στο βάθος. Υπάρχει λόγος;
A: Υπήρχε λόγος διότι ανοίγοντας το φορτίο έπρεπε να παραληφθούν επειγόντως τα νωπά κρέατα για να μην αλλοιώνεται και η θερμοκρασία τους, από την εξωτερική θερμοκρασία που υπάρχει εκεί και ο κόσμος φώναζε να πάρει τα εμπορεύματα του, τα ρούχα αυτά δεν ήταν επείγον να παραδοθούν εκείνη τη στιγμή.»
Μολαταύτα, στο στάδιο της αντεξέτασης ως προς το γιατί επέλεξε να τοποθετήσει τα χαρτοκιβώτια που υποτίθεται περιείχαν ρούχα εντός του εμπορευματοκιβωτίου, ο Κατηγορούμενος περιέπεσε σε ουσιώδη αντίφαση εν σχέσει με τον προηγούμενο ισχυρισμό που παραθέσαμε ανωτέρω ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να τοποθετήσει τα χαρτοκιβώτια στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου, λέγοντας ότι το έκαμε αυτό επειδή αφενός είχε χώρο εντός του εμπορευματοκιβωτίου και αφετέρου επειδή τα παλέτα σε ένα λεπτό φορτώνονταν και σε ένα λεπτό ξεφορτώνονταν αποφεύγοντας έτσι τον κόπο να τοποθετούσε ένα - ένα τα είκοσι χαρτοκιβώτια στις παλετοθήκες του εμπορευματοκιβωτίου και ακολούθως ένα - ένα να τα ξεφορτώσει. Η εξήγηση λοιπόν αυτή καταρρίπτει συνθέμελα την αρχική του τοποθέτηση περί του ότι τα χαρτοκιβώτια τοποθετήθηκαν στο βάθος του εμπορευματοκιβωτίου διότι αλλιώς η καθυστέρηση που θα δημιουργούνταν μέχρις ότου ξεφορτωθούν για να μπορέσουν οι παραλήπτες των κρεάτων να τα παραλάβουν θα δημιουργούσε αντιδράσεις. Ήταν λοιπόν ζήτημα ενός λεπτού να ξεφορτωθούν και δεν υπήρχε, ούτε και τίθετο θέμα, αλλαγής θερμοκρασίας ή επηρεασμού της κανονικής ροής εκφόρτωσης των άλλων εμπορευμάτων. Ούτως ή άλλως θα ξεφορτωνόταν ολόκληρο εμπορευματοκιβώτιο φορτωμένο με κρέατα και άλλα ζωικά προϊόντα οπότε λογικά κάποιος χρόνος απαιτείτο να ξεφορτωθούν και συνεπώς το ένα λεπτό δεν πρόσθετε ούτε και θα μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε στο όλο σκηνικό εκφόρτωσης. Η αντίφαση και ανακολουθία αυτή σταχυολογείται ασφαλώς ως ουσιώδης και καίρια διότι καθάπτεται της εσκεμμένης προσπάθειας του Κατηγορούμενου να αποποιηθεί δια ψευδολογιών οποιουδήποτε αντικειμενικού ερείσματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί γνώσης του ως προς το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων στα οποία σαφώς αναφέρθηκε κατά την κυρίως εξέταση ότι τοποθέτησε στο βάθος για τους λόγους που ανάφερε. Το θέμα για μας έχει πολύ απλή εξήγηση και τούτη είναι διττή. Πρώτον, αφορά στο ότι αναμφιβόλως επιθυμία του Κατηγορούμενου ήταν όχι μόνον η δημιουργία ενός σκηνικού που θα δυσκόλευε πολύ τον άμεσο και ορατό εντοπισμό τους εντός του εμπορευματοκιβωτίου από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες (αναλόγως βεβαίως με ποια εκδοχή του Κατηγορούμενου ήθελεν συμφωνήσει κάποιος, δηλαδή εκείνης που αναφέρει ότι το Κτηνιατρείο θα εξέταζε δειγματοληπτικά κάποια από τα κιβώτια που περιείχαν κρέας ή όλα τα κιβώτια που περιείχαν κρέας ή όλα τα κιβώτια που βρίσκονταν στο εμπορευματοκιβώτιο είτε περιείχαν κρέας είτε όχι). Δεύτερον, ότι τελική του στόχευση ήταν η απόκρυψη των χαρτοκιβωτίων μέχρι την τελευταία στιγμή που θα έπρεπε να ξεφορτωθούν και αφεθούν εκτός εμπορευματοκιβωτίου προς παραλαβή από το Σιδερένιο. Τούτο ακριβώς ενισχύεται και από τη μαρτυρία του Maurise Ngosoug (μάρτυρα 21 στο κατηγορητήριο), υπαλλήλου του Βουνιώτη, σύμφωνα με την οποία όταν τα δύο επίδικα παλέτα παρέμειναν (τελευταία) εντός του εμπορευματοκιβωτίου και στο βάθος αυτού, ο Κατηγορούμενος τού είπε ότι είχαν τελειώσει, χωρίς δηλαδή να του ζητήσει να προχωρήσει σε εκφόρτωση τους από το εμπορευματοκιβώτιο. Με άλλα λόγια, ο Κατηγορούμενος κατ’ εκείνο το στάδιο δεν είχε κανένα σκοπό να τα εκφορτώσει και να τα αφήσει έκθετα σε κοινή θέα και ενδεχομένως σε ερωτήσεις ως προς το γιατί δεν είχαν ακόμη μέχρι εκείνη τη στιγμή παραληφθεί από τον παραλήπτη τους. Από αυτή την άποψη τα περί αλλαγής θερμοκρασίας και βιασύνης των πελατών να παραλάβουν τα εμπορεύματα αποτελούν μόνον προφάσεις που χρωματίζουν ακόμη περισσότερο τα ψέματα που είπε στο Δικαστήριο αφού είναι εκ των πραγμάτων σαφές ότι δε σκόπευε να τα εκφορτώσει μαζί με τα υπόλοιπα εμπορεύματα, και τούτο επειδή, προφανώς όπως αποδεικνύεται και από τα γεγονότα αλλά και από τη μαρτυρία του ίδιου του Κατηγορουμένου, η ώρα παραλαβής τους από τον Σιδερένιο προκαθορίστηκε κατόπιν συνεννόησης με τον Περπινιά για το απόγευμα της ίδιας μέρας μεταξύ των ωρών 5:30 – 6:00.
Ερχόμαστε τώρα στους Κτηνιατρικούς ελέγχους οι οποίοι υπήρξαν το ισχυρότερο όπλο της υπεράσπισης προς απόδειξη της έλλειψης γνώσης του Κατηγορούμενου με την έννοια ότι δεδομένων των Κτηνιατρικών ελέγχων εάν γνώριζε ότι στα χαρτοκιβώτια υπήρχαν ναρκωτικά δε θα τα τοποθετούσε εντός του εμπορευματοκιβωτίου, γεγονός που σύμφωνα και με την εισήγηση του των δικηγόρων υπεράσπισης αναδεικνύει την έλλειψη της γνώσης εκ πλευράς του. Η εκδοχή αυτή προωθήθηκε κατά κόρον από τον Κατηγορούμενο με επιστέγασμα στη μαρτυρία του να πει ότι γνώριζε 100% ότι οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ελέγχουν οποιοδήποτε κιβώτιο που βρίσκεται εντός του ψυκτικού θαλάμου του εμπορευματοκιβωτίου. Προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού του, πέραν των επιστολών που κατέθεσε, επικαλέστηκε το γεγονός ότι ειδοποίησε τους πελάτες του και αυτοί κατ’ επέκταση ειδοποίησαν το Κτηνιατρείο για την ώρα άφιξης του εμπορευματοκιβωτίου ώστε να είναι παρούσες οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες για να καταστεί δυνατή η αποσφράγιση και το άνοιγμα του εμπορευματοκιβωτίου στην παρουσία των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και στη συνέχεια οι σχετικοί έλεγχοι. Επαναλαμβάνουμε ότι τη νομιμότητα της όλης μεταφοράς αλλά και την ως απαραίτητη προϋπόθεση εκ του νόμου παρουσία του Κτηνιατρείου προς έλεγχο, την πρόβαλλε ως «άλλοθι» συνεχώς και σε κάθε δυνατή ευκαιρία ο Κατηγορούμενος για να καταδείξει την έλλειψη της γνώσης του. Στην πραγματικότητα όμως το σκηνικό, σύμφωνα με τα γεγονότα, πήρε μια άλλη μορφή και μια εντελώς διαφορετική διάσταση. Ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι αυτός έσπασε τη σφραγίδα του εμπορευματοκιβωτίου στην απουσία των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών την οποία κατά κόρον επικαλείτο. Ξεφορτώθηκαν όλα τα εμπορεύματα χωρίς να γίνουν επί τόπου κτηνιατρικοί έλεγχοι. Προσθέτουμε εδώ την κατάθεση του Μιχάλη Τζιάμπου, Κτηνιατρικού Επιθεωρητή Α’ Τάξης, το περιεχόμενο της οποίας δηλώθηκε, όπως ήδη διατυπώσαμε, ως παραδεκτό γεγονός πριν την παράθεση της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου, ότι δήλαδή, «το εμπορευματοκιβώτιο δεν ανοίγει εάν δεν είμαστε εμείς [Κτηνιατρείο] παρόντες. Όταν πάμε επί τόπου το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να ελέγξουμε εάν υπάρχει σφραγίδα να τη σπάσουμε, ανοίγουμε το contaıner και ελέγχουμε τη θερμοκρασία του κρέατος εάν είναι στα σωστά όρια, μετά αρχίζει ο έλεγχος του κρέατος από κτηνίατρο ο οποίος είναι παρών μαζί μας. Μένουμε μέχρι να ξεφορτωθεί και το τελευταίο κιβώτιο.» Διερωτάται λοιπόν κανείς πώς εν τοιαύτη περιπτώσει ο κατά τα άλλα επικαλούμενος τη νομιμότητα, τους νόμους, τους κανονισμούς και τις σχετικές οδηγίες του κτηνιατρείου Κατηγορούμενος, που είχε ως πρώτο μέλημα και έγνοια να ρωτήσει το Στέλιο Βουνιώτη μόλις αφίχθηκε στις εγκαταστάσεις Βουνιώτη αν «ήρθε το Κτηνιατρείο», στη συνέχεια να σπάσει τη σφραγίδα της ατμοπλοϊκής εταιρείας, να ανοίξει το εμπορευματοκιβώτιο και να το εκφορτώσει. Επικαλέστηκε το Στέλιο Βουνιώτη και ότι ήταν με δική του εντολή ως του βασικού του πελάτη και επειδή ήταν δικές του οι ψυκτικές εγκαταστάσεις που θα ελέγχονταν τα προϊόντα να κόψει τη σφραγίδα. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, αφού υποτίθεται έτσι είχαν τα πράγματα, είναι γιατί δε ζήτησε από το Βουνιώτη να σπάσει εκείνος τη σφραγίδα του εμπορευματοκιβωτίου και όχι ο ίδιος ως μεταφορέας ή έστω ακόμα να εκφράσει αν μη τι άλλον ανησυχία ή προβληματισμό μετά από τις οδηγίες που πήρε από το Βουνιώτη, δεδομένης μάλιστα της ιδιαίτερης εμμονής του προς το νόμο και τους κανονισμούς. Αντιθέτως εκείνο που διαπιστώνουμε είναι τη μεγάλη ευκολία και σπουδή με την οποία αμέσως έσπασε τη σφραγίδα χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ο Στέλιος Βουνιώτης όμως παρουσιάστηκε ως μάρτυς κατηγορίας και έδωσε επιπλέον και καταθέσεις στην αστυνομία. Πουθενά δεν αναφέρει στις καταθέσεις του ότι έδωσε τέτοια εντολή στον Κατηγορούμενο αλλά και το κυριότερο, δεν αντεξετάστηκε επί του ισχυρισμού του Κατηγορούμενου. Ποτέ δεν του τέθηκε ότι αυτός έδωσε τις οδηγίες ή την εντολή να σπάσει η σφραγίδα του εμπορευματοκιβωτίου. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό να λεχθεί ότι ο Γιώργος Βουνιώτης στην κατάθεση του στην αστυνομία ημερομηνίας 28.3.08 (Έγγραφο με την ένδειξη «Λ»), ανέφερε ότι δεν είναι πελάτης του Κατηγορούμενου, τον οποίο όμως ο Κατηγορούμενος αποκάλεσε βασικό του πελάτη και ως εξ αυτού του λόγου αποδέχτηκε αγόγγυστα την εντολή για το σπάσιμο της σφραγίδας. Η θέση του Βουνιώτη επί της οποίας δεν αντεξετάστηκε ήταν πως όλοι οι άλλοι εισαγωγείς ήσαν πελάτες του Κατηγορούμενου, πλην του ιδίου.
Κατά συνέπεια, στη βάση όλων όσων αναφέραμε επί του ζητήματος της σφραγίδας, καταλήγουμε ότι οι αιτιάσεις που έδωσε ο Κατηγορούμενος για το ζήτημα αυτό είναι ψευδείς και δεικτικές και αυτές της προσπάθειας του να αποποιηθεί κάθε ευθύνης και να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Δεν παραγνωρίζουμε τις πρόνοιες του νόμου που προνοεί για τους Κτηνιατρικούς Ελέγχους στο Ενδοκοινοτικό Εμπόριο και στην Εισαγωγή από Τρίτες Χώρες Ζώων και Ζωικών Προϊόντων, Ν.95(Ι)/2002, καθώς και την προς τούτο σχετική και παραδεκτή μαρτυρία του Μιχάλη Τζιάμπου και η διαπίστωση μας είναι ότι αντί να τηρηθεί ο νόμος και οι κανονισμοί στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκαν κατάφορα από τον Κατηγορούμενο. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος έσπασε την σφραγίδα του εμπορευματοκιβωτίου κατά παράβαση του Νόμου και των κανονισμών συνιστά στην πράξη με την οποία ουσιαστικά άνοιξε το πεδίο να αποφύγει κάθε έλεγχο τον οποίο με τόση αγωνία πρότασσε καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του αλλά και προφανώς την αγωνία που τον διακατείχε να προστατεύσει τα είκοσι χαρτοκιβώτια ώστε να αποφύγει κάθε έλεγχο από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ως ο νόμος ορίζει.
Πέραν των πιο πάνω και σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση κατά πόσον θα τον έβαζε σε μπελά η ανακάλυψη των είκοσι χαρτοκιβωτίων που περιείχαν ρούχα χωρίς να δηλωθούν, απάντησε ότι δεν υπήρχαν δασμοί του Τελωνείου ώστε να υπάρχουν επιπτώσεις στο φορτίο και δε χρειαζόταν να ελεγχθούν από το Τελωνείο πλην όμως, εκ των παραδεκτών γεγονότων, εξάγεται ως αναγκαία η εμπλοκή εκτελωνιστών σε σχέση με το περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου. Ανεξαρτήτως όμως από αυτό, η παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι, με δεδομένη την απάντηση του ότι το Κτηνιατρείο θα άνοιγε όλα τα κιβώτια εντός του εμπορευματοκιβωτίου είτε περιείχαν κρέας είτε όχι, θα έπρεπε στη λογική τάξη των πραγμάτων να είναι έτοιμος ανά πάσαν στιγμή να παρουσιάσει προς τις Αρμόδιες Αρχές σχετικά έγγραφα που να καταδεικνύουν το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων, αφού, αν μη τι άλλον, αυτό θα αποτελούσε μια φυσιολογική εξέλιξη χειρισμού ενός έμπειρου μάλιστα μεταφορέα με δεδομένη την προσκόλληση του στην πιστή εφαρμογή των Νόμων και των Κανονισμών. Τούτο άλλωστε προβλέπει και η σχετική νομοθεσία. Αυτό το αποσυναρτούμε παντελώς από το ζήτημα της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε, καθώς είπε προς το πρόσωπο του Περπινιά, μια και αφορούσε πια σε ζήτημα δικής του προσωπικής ευθύνης έναντι των αρμοδίων αρχών, δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα και πάλι με τα παραδεκτά γεγονότα, τα είκοσι χαρτοκιβώτια ήσαν αδήλωτα στις παραγγελίες, δεδομένου μάλιστα ότι όπως ανάφερε σε τρίτο άτομο στη Eurologic τα χαρτοκιβώτια ήσαν δικά του. Το λιγότερον που θα μπορούσε να κάνει ο Κατηγορούμενος ήταν να ζητήσει λεπτομέρειες από τον Περπινιά σε ό,τι αφορά στα αποδεικτικά της αγοράς ή και της περιγραφής των ρούχων που υποτίθεται ότι περιείχαν τα χαρτοκιβώτια, αν όχι και τα σχετικά τιμολόγια και άλλα έγγραφα, δεδομένου μάλιστα του μεγάλου αριθμού των χαρτοκιβωτίων, στην περίπτωση που οι Αρμόδιες Αρχές ζητούσαν σχετική πληροφόρηση. Εν ολίγοις, τα όποια συνοδευτικά έγγραφα των χαρτοκιβωτίων θα έδιναν, ενδεχομένως, κάποια υπόσταση ή αναλόγως ανατροπή στους ισχυρισμούς του. Σε τελική ανάλυση το ερώτημα που τίθεται και πλανάται αναπάντητο είναι αν το Κτηνιατρείο (αντιπαρερχόμενοι την εμπλοκή των Τελωνειακών Αρχών) που θα έπρεπε να ήταν παρόν στο άνοιγμα και στην εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου, τι συνοδευτικά έγγραφα θα ζητούσε από τον Κατηγορούμενο για να δείξει και να παρουσιάσει. Η ύπαρξη είκοσι χαρτοκιβωτίων εντός του εμπορευματοκιβωτίου με κρεμασμένα κρέατα και άλλα κιβώτια με ζωικά προϊόντα, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της εκεί ύπαρξης τους, θα έπρεπε να εξηγηθεί και να δικαιολογηθεί με βάση σχετικά συνοδευτικά έγγραφα. Αποτελεί συνεπώς γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος παρά τον ισχυρισμό του ότι το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων αποτελούνταν από ρούχα, δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε ούτε και προσκόμισε προς τούτο μαρτυρία (κάτι που ασφαλώς είχε κάθε δικαίωμα να πράξει) για οποιαδήποτε έγγραφα που σύμφωνα με τον Περί Κτηνιατρικών Ελέγχων Νόμο όφειλαν απαραιτήτως να συνοδεύουν τα χαρτοκιβώτια.
Αναφερθήκαμε πιο πάνω στις οδηγίες που είχε δώσει ο Κατηγορούμενος στον Maurise Ngosoug (μάρτυρα 21 στο κατηγορητήριο), να μην προχωρήσει στην εκφόρτωση των είκοσι χαρτοκιβωτίων τα οποία κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, αποτελούσαν τα τελευταία χαρτοκιβώτια προς εκφόρτωση από το εμπορευματοκιβώτιο. Ενασχοληθήκαμε με κάποιες πτυχές του ζητήματος αυτού. Επεκτείνοντας τους συλλογισμούς μας, διερωτόμαστε, πρώτον, για ποιο λόγο ο Κατηγορούμενος, δεδομένης της θέσης του ότι στα χαρτοκιβώτια αυτά περιέχονταν φθηνόρουχα τα οποία μάλιστα, όπως είπε σε άλλο στάδιο της αντεξέτασης του, καθόλου δεν τον πείραζε να τα αφήσει εντός του εμπορευματοκιβώτιου με ανοικτές μάλιστα τις πόρτες και ακολούθως να τα εναποθέσει σε αποθήκη που δεν κλείδωνε στις εγκαταστάσεις Βουνιώτη, ακριβώς επειδή ήσαν ευτελούς αξίας, γεγονός βεβαίως που ο ίδιος γνώριζε όχι όμως και οι οποιοιδήποτε τρίτοι οι οποίοι ενδεχομένως θα ήθελαν να κινηθούν από περιέργεια και να ελέγξουν το περιεχόμενο τους. Δεύτερον, μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι δεν έδωσε οδηγίες για την άμεση εκφόρτωση τους κατά τον συγκεκριμένο χρόνο εκφόρτωσης ολόκληρου του εμπορευματοκιβωτίου δεδομένου μάλιστα ότι υπήρχαν διαθέσιμοι και οι υπάλληλοι του Βουνιώτη, καθώς και το ανυψωτικό μηχάνημα και αντ’ αυτού να πει στο Maurise Ngosoug (μάρτυρα 21 στο κατηγορητήριο) ότι τελείωσαν και ότι δεν θα εκφορτώνονταν τα εναπομείναντα επίδικα χαρτοκιβώτια. Και τούτο δεδομένου μάλιστα ότι επειγόταν να παραλάβει το εμπορευματοκιβώτιο και να το απολυμάνει από τις ακαθαρσίες των κρεάτων. Θα μπορούσε εύκολα να βρει εκείνη τη στιγμή κάποιο χώρο να τα εναποθέσει μέχρι να παραληφθούν από τους παραλήπτες τους. Όμως και σε συνάρτηση με αυτό δεν έχουμε αντιληφθεί για ποιο λόγο θα έπρεπε να ειδοποιήσει τον Περπινιά να πει στους συγγενείς του να πάνε το απόγευμα να παραλάβουν τα «ρούχα» και όχι να μην τα παραλάμβαναν τη δεδομένη στιγμή της εκφόρτωσης τους. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος βιαζόταν να φύγει για να πάει στο Λιμάνι της Λεμεσού δε σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να ειδοποιηθούν, στη λογική τάξη των πραγμάτων, οι συγγενείς του Περπινιά για να είναι παρόντες κατά την εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου με σκοπό την παραλαβή των χαρτοκιβωτίων με τα «ρούχα», όπως εξάλλου παρόντες ήσαν και οι υπόλοιποι παραλήπτες των εμπορευμάτων τους. Αντιθέτως, ήταν και το λογικότερο να πραχθεί. Τρίτον, και εξίσου σημαντικό, αποτελεί το γεγονός ότι αντί να ειδοποιήσει ο ίδιος τους συγγενείς του Περπινιά, τους παραλήπτες δηλαδή των χαρτοκιβωτίων τους οποίους γνώριζε καλά με τα μικρά τους μάλιστα ονόματα αφού είχε και προγενέστερα τριβή μαζί τους λόγω παράδοσης και παραλαβής άλλων κιβωτίων και θα ήταν λογικό να αναμένουν την παραλαβή των χαρτοκιβωτίων τους, επέλεξε αντ’ αυτού την άμεση επικοινωνία με τον Περπινιά στην Ελλάδα, ως μεσάζοντος για την παροχή της σχετικής πληροφόρησης στους εν Κύπρω συγγενείς και προσδιορισμού πολύ μεταγενέστερης ώρας για παραλαβή των χαρτοκιβωτίων. Αντί λοιπόν να προβεί στις πιο πάνω ενέργειες επέλεξε να αφήσει τα χαρτοκιβώτια εντός του εμπορευματοκιβώτιου, με κατ΄ ισχυρισμό ανοικτές τις πόρτες, για να επιστρέψει πολύ αργότερα για να τα εκφορτώσει και να τα τοποθετήσει σε αποθήκη που δεν κλείδωνε. Είναι αντικειμενικώς εύλογο το ερώτημα που εγείρεται ως προς το τι είναι ακριβώς εκείνο που θα εξυπηρετούσαν οι χειρισμοί αυτοί του Κατηγορούμενου δεδομένου πάντοτε του ισχυρισμού του ότι τα χαρτοκιβώτια αυτά περιείχαν ρούχα ευτελούς αξίας για τους συγγενείς του Περπινιά. Για ποιο λόγο για παράδειγμα ο Κατηγορούμενος θεώρησε ότι τα χαρτοκιβώτια θα έπρεπε να εκφορτωθούν μερικές ώρες αργότερα και να τοποθετηθούν εντός της αποθήκης, τη στιγμή που ο χρόνος που θα μεσολαβούσε μεταξύ του χειρισμού αυτού και της τελικής παραλαβής από τους συγγενείς θα ήταν λιγότερος από το χρόνο που παρέλευσε από τη στιγμή που άφησε τα χαρτοκιβώτια στο εμπορευματοκιβώτιο από την επιστροφή του στη Λεμεσό. Σειρά αναπάντητων ερωτημάτων παρέμειναν να αιωρούνται αλλά και περίεργων και άστοχων ενεργειών του Κατηγορούμενου χωρίς κάποια λογική εξήγηση. Η προσπάθεια του να προσδώσει αξία στον ισχυρισμό του περί άγνοιας του για το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων ότι δε θα ήταν λογικό να τα αφήσει μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο με ανοιχτές μάλιστα τις πόρτες έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με το παραδεκτό γεγονός ότι δύο μάρτυρες κατηγορίας ανέφεραν ότι οι θύρες του εμπορευματοκιβωτίου ήσαν κλειστές και τις άνοιξε ο Κατηγορούμενος. Ο ισχυρισμός του συνεπώς αυτός κρίνεται ως εκ των υστέρων επινόημα και αντιφατικός με το παραδεκτό γεγονός, κάτι που αναδεικνύει, αν μη τι άλλον την ποιότητα της μαρτυρίας του και την προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί από οτιδήποτε που ενδεχομένως θα συνέδεε τη γνώση του για το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων.
Σε τελική ανάλυση μας προκαλεί εντύπωση όλη αυτή η σπουδή, η έγνοια, η ανησυχία, αλλά και ο συντονισμός του Κατηγορούμενου με τον Περπινιά στην Ελλάδα, ως προς τον ακριβή χρόνο εκφόρτωσης των χαρτοκιβωτίων που κατά τα άλλα περιείχαν φθηνά και ξεπερασμένης μόδας ρούχα και για το τελικό σημείο που θα τα εκφόρτωνε. Δε διαφεύγει επίσης την προσοχή μας ότι με τις πιο πάνω ενέργειες του και είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, η συνολική διαχείριση και εκφόρτωση των χαρτοκιβωτίων, βοήθησε ουσιαστικά τον τελικό παραλήπτη και τον διευκόλυνε, κατόπιν συμφωνίας βρίσκουμε στα πλαίσια της συνωμοσίας του τόσον με τον Περπινιά όσο και με τον Σιδερένιο να εισάξουν τα ναρκωτικά στην Κύπρο. Με κάθε τρόπο προσπάθησε να τα εκφορτώσει σε χρόνο βολικό για τους σκοπούς τους, γύρω στις 6:00 το απόγευμα για να διευκολύνει την άμεση παραλαβή και μεταφορά τους από τον Σιδερένιο ο οποίος άλλως πως θα έπρεπε ο ίδιος να μεριμνούσε για την εκφόρτωση των χαρτοκιβώτιων από το εμπορευματοκιβώτιο με τη χρήση του ανυψωτικού μηχανήματος ή με άλλο τρόπο, γεγονός που ενδεχομένως θα προκαλούσε αντιδράσεις, ερωτήσεις και απορίες από το προσωπικό του Βουνιώτη. Το γεγονός ότι τα άφησε σε χώρο τέτοιο που σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα είναι στην πρόσοψη του κτηρίου με εξωτερική πρόσβαση μέσω συρτής μεταλλικής πόρτας ακόμα και όταν οι καγκελόπορτες των εγκαταστάσεων είναι κλειστές, επιβεβαιώνει τις πιο πάνω κρίσεις και διαπιστώσεις μας. Ειδικά ως προς τον ισχυρισμό του ότι άφησε το εμπορευματοκιβώτιο με ανοικτές πόρτες, κρίνουμε για τους λόγους που εξηγήσαμε ότι αποτελεί ένα εκ των υστέρων κατασκευασμένο ισχυρισμό του για να επιβεβαιώσει την έλλειψη της γνώσης του ως προς το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων. Ισχυρισμός που εν πάση περιπτώσει δε θα μπορούσε να ευσταθήσει γιατί ακόμα και να γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός του ότι τα χαρτοκιβώτια περιείχαν ρούχα και πάλι όφειλε εκ των πραγμάτων να τα προστατεύσει και όχι να τα αφήσει εκτεθειμένα προς τους πάντες με κίνδυνο εισόδου οποιουδήποτε μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο για να πάρει οποιοδήποτε χαρτοκιβώτιο (όπως τελικώς έπραξε με το να τα τοποθετήσει στην αποθήκη όχι έκθετα σε κοινή θέα). Αν δεχτούμε την εκδοχή του χάριν συζήτησης ότι άφησε τα χαρτοκιβώτια εκτεθειμένα μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο με ανοικτή την πόρτα για όσο χρόνο απουσίαζε για τη μετάβαση και επιστροφή του από το Λιμάνι Λεμεσού προκύπτει το ερώτημα για πιο λόγο ακολούθως επέλεξε να τα τοποθετήσει σε κλειστή αποθήκη και δεν τα άφησε σε κάποιο ανοικτό χώρο αφού γνώριζε ότι αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή η κάθοδος των συγγενών για την παραλαβή τους. Η εκδοχή του αυτή κρίνεται για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί ως ανακόλουθη και σίγουρα καθόλου πειστική.
Σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να τονίσουμε ότι έχοντας υπόψη τη φύση των επίδικων θεμάτων καθώς και την ιδιότητα των Ιωσήφ Περπινιά (ΜΚ7) και Λούκα Σιδερένιου (ΜΚ9), ως πρώην συγκατηγορουμένων και συνεργών του Κατηγορούμενου, αλλά και την ανάμειξη στα γεγονότα της υπόθεσης, στο βαθμό και έκταση που περιγράφηκε πιο πάνω, των Γιώργου Βουνιώτη (ΜΚ5) και Στέλιου Βουνιώτη (ΜΚ6), συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς του γεγονότος ότι οι δύο τελευταίοι μαζί με τους δύο πρώτους είχαν συλληφθεί και τεθεί υπό κράτηση στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, τους προσεγγίσαμε με την κατάλληλη επιφυλακτικότητα έχοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζουν τις παραμέτρους αξιολόγησης μαρτυρίας συναυτουργού ή ευρύτερα ύποπτων μαρτύρων.
Όσον αφορά το ποιος θεωρείται «συναυτουργός» παραθέτουμε τον ακόλουθο ορισμό από την απόφαση Davies v. D.P.P. (1954) A.C. (Η. L.) 378 ο οποίος υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24:-
«...persons who are "participes criminis" in respect of the actual crime charged, whether as principals accessories before or after the fact ( in felonies) or persons committing, procuring or aiding and abetting (in the case of misdemeanours).»
Στη Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336, το θέμα τέθηκε ως εξής:
«For a witness to be treated as an accomplice, he must either be a self-confessed accomplice or his evidence must, judged solely or in combination with other evidence in the case, raise the issue of his complicity in the crimes committed.»
Δηλαδή, για να θεωρηθεί ένας μάρτυρας συναυτουργός, θα πρέπει είτε ο ίδιος να ομολογήσει τη συμμετοχή του στο αδίκημα ή η μαρτυρία του, κρινόμενη μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία στην υπόθεση, να εγείρει το θέμα της συμμετοχής του στα αδικήματα που έχουν διαπραχθεί.
Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι θετική, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, σαν θέμα αξιοπιστίας, το Δικαστήριο είναι ή δεν είναι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση. Σχετικά με αυτό, το Δικαστήριο έχει νομική υποχρέωση να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι ένας συναυτουργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, που η μαρτυρία του μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και ότι επομένως είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση. Όταν όμως, παρά μια τέτοια προειδοποίηση, το Δικαστήριο νομίζει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του συγκεκριμένου τούτου συναυτουργού, και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να στηριχθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση, έχει από το νόμο δικαίωμα να το κάνει, δεδομένου βέβαια ότι η υπόθεση δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των περιπτώσεων που η ενίσχυση απαιτείται θετικά από τον ίδιο το νόμο ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του μάρτυρα στο έγκλημα, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Αν όμως το Δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία ενός συναυτουργού χωρίς άλλο στήριγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αναζητήσει ενίσχυση από ανεξάρτητη μαρτυρία (ξεχωριστή από μαρτυρία που προέρχεται από άλλο συναυτουργό), η οποία όχι μόνο να στηρίζει την εκδοχή του συναυτουργού σχετικά με τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον κατηγορούμενο με το έγκλημα. Και η απόφαση πρέπει να προσδιορίζει πού το Δικαστήριο βρήκε μια τέτοια ενίσχυση (Zacharia ν. Republic (1962) C.L.R. 52 και Λοϊζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 46). Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι ενισχυτική μαρτυρία τότε μόνο χρειάζεται ή δίνεται όταν ο μάρτυρας που την χρειάζεται ή τη δίνει κρίνεται κατά βάση αξιόπιστος (Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) Α.Α.Δ 628 και Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482). Όμως η αξιολόγηση της μαρτυρίας συναυτουργού διενεργείται ενιαία [Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266 και Παρμαξής (ανωτέρω)].
Προκύπτει από τη Mousoulides (ανωτέρω) ότι ο κανόνας για προειδοποίηση δεν καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις συναυτουργών. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι επιθυμητό να δίνεται η πιο πάνω προειδοποίηση. Μια από αυτές είναι η περίπτωση μάρτυρα που έχει κάποιο δικό του ιδιαίτερο σκοπό να εξυπηρετήσει με τη μαρτυρία του και που τεχνικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συναυτουργός. Για να μπορεί να λεχθεί ότι μάρτυρας έχει ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσει πρέπει να υπάρχει μαρτυρία που να τείνει να δείξει την εμπλοκή του στη διάπραξη του αδικήματος, αλλά όχι σε βαθμό που να καθίσταται συναυτουργός. Σε τέτοια περίπτωση η μαρτυρία του πρέπει να προσεγγιστεί έχοντας κατά νου τους εγγενείς κινδύνους που μπορεί να προκύπτουν από την αποδοχή της [Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)].
Με βάση τα πιο πάνω δεν έχουμε απολύτως κανένα ενδοιασμό και τούτο το αναφέρουμε προσεγγίζοντας τη μαρτυρία των υπό αναφορά μαρτύρων από αντικειμενική σκοπιά, στο να δεχθούμε τη μαρτυρία τους ως πλήρως αξιόπιστη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και ευρημάτων.
Έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που έχουμε δεχτεί ως αξιόπιστο αλλά και τους λόγους που μας οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου ως αναξιόπιστης, και έχοντας υπόψη τις σχετικές νομικές αρχές επί των οποίων δε θεωρούμε σκόπιμο να εντρυφήσουμε καταλήγουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλες τις κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως οι λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο. Προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα σε σχέση με το κάθε ένα από τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Υπάρχει άμεση και πρωτογενής μαρτυρία η οποία συνδέει τον Κατηγορούμενο με τη διάπραξη των αδικημάτων και ειδικότερα (αφού πολύς λόγος έγινε, και όχι αδικαιολόγητα, από την υπεράσπιση επί του ζητήματος της ύπαρξης γνώσης ή όχι του Κατηγορούμενου σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων), αναφορικώς με τη γνώση που είχε καθ’ όλους τους κρίσιμους χρόνους περί του περιεχομένου τους. Όχι μόνον αυτό, αλλά και για το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος αποτέλεσε (όπως έχουμε ήδη διατυπώσει με επιμέρους ευρήματα αλλά και δια της αποδοχής του αξιόπιστου της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας των οποίων το περιεχόμενο καθιστούμε ως συνακόλουθο εύρημα μας), καίριο κρίκο στην όλη καλοσχεδιασμένη επιχείρηση μεταξύ Περπινιά – Σιδερένιου σε σχέση με την κατοχή, εισαγωγή, μεταφορά, διακίνηση και προμήθεια των ναρκωτικών που περιέχονταν στα χαρτοκιβώτια, έναντι μάλιστα αμοιβής του Κατηγορούμενου τόσον για τη μεταφορά των ναρκωτικών με το εμπορευματοκιβώτιο του όσον και για τη μεταφορά των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την αγοραπωλησία. Σε ό,τι αφορά στους ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου περί δήθεν έλλειψης γνώσης ή έστω υποψίας εκ πλευράς του περί του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων και πάλιν έχουμε αναφερθεί ανωτέρω καταλήγοντας ότι κατάφυγε εσκεμμένα σε ψευδολογίες και παιδαριώδεις δικαιολογίες ως προς την γνώση του για το περιεχόμενο των χαρτοκιβωτίων. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι ο Κατηγορούμενος είχε όλη την απαιτούμενη γνώση του πραγματικού περιεχομένου των είκοσι κιβωτίων στα οποία περιέχονταν παρανόμως ελεγχόμενα φάρμακα και δη κάνναβης και κοκαΐνης σε όλους τους κρίσιμους χρόνους που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Αναφορικώς με το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια υπενθυμίζουμε απλώς ότι ο Ν. 29/77, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.91(Ι)/03και την προσθήκη του άρθρου 30(Α), έχει δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι αν η ποσότητα η οποία κατέχεται προκειμένου για κάνναβη υπερβαίνει τα 30 γραμμάρια και προκειμένου για κοκαΐνη τα 10 γρ, τότε η κατοχή αυτή θεωρείται ως σκοπούσα στην προμήθεια των αντίστοιχων ναρκωτικών σε τρίτο πρόσωπο. Εν προκειμένω οι αντίστοιχες ποσότητες ναρκωτικών είναι κατά παρασάγγας μεγαλύτερες όπως είναι παραδεκτό με τον Κατηγορούμενο να έχει για τους λόγους που προαναφέραμε αποτύχει να αποσείσει το εκ του νόμου επιβαλλόμενο μαχητό τεκμήριο.
Η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλες τις κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
(Υπ.) …………………………
Χ. Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………
Ν. Γ. Σάντης, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………
Ν. Γιαπανάς, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/Μ.Ρ.