ECLI:CY:EDLEF:2013:B44
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ.Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.
Αρ.Υπόθεσης: 1692/2010
Μεταξύ:
Χρίστου Φυλακτού
Παραπονούμενου
ν.
Δανάης Παπαδοπούλου
Κατηγορούμενης
-------------------------------------------------------------------
Ημερομηνία: 27 Mαίου 2013
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον Παραπονούμενο: κ. Σεραφείμ με κα. Ηλία
Για την Κατηγορούμενη: κα. Τουμάζου
Κατηγορούμενη: Παρούσα
Π Ο Ι Ν Η
Η Κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη μετά από ακροαματική διαδικασία στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Τα γεγονότα επί των οποίων κρίθηκε ένοχη η Κατηγορούμενη είναι καταγεγραμμένα στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.4.2013 και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Ωστόσο, για τους σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης αναφέρεται ότι στις 22.3.2009 η Κατηγορούμενη εξέδωσε την επίδικη επιταγή για το ποσό των €10,000, η οποία αφού παρουσιάστηκε στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε δεν εξοφλήθηκε και επιστράφηκε με την ένδειξη «ΑΠΟΤΑΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ» και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την παρουσίαση της.
Εκθέτοντας τα γεγονότα για σκοπούς επιβολής της ποινής οι συνήγοροι του Παραπονούμενου ανέφεραν στο Δικαστήριο ότι μετά την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 29.4.2013 η Κατηγορούμενη δεν έχει πληρώσει οποιοδήποτε ποσό για σκοπούς συμμόρφωσης. Να σημειωθεί στο στάδιο αυτό ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην απόφαση ημερομηνίας 29.4.2013, μετά τη διάπραξη του αδικήματος η Κατηγορούμενη κατέβαλε στον Παραπονούμενο το ποσό των €2,000 έναντι του ποσού της επιταγής.
Κατά την αγόρευσή της για μετριασμό της ποινής, η συνήγορος υπεράσπισης αφού υιοθέτησε τις οικονομικές, οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες της Κατηγορούμενης ως αυτές εκτίθενται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, επεσήμανε στο Δικαστήριο το λευκό ποινικό της μητρώο και το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει.
Από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η Κατηγορούμενη είναι ηλικίας 57 ετών, διαζευγμένη, με δύο παιδιά ηλικίας σήμερα 38 και 35 ετών, με τα οποία διατρηρεί πολύ καλές σχέσεις. Μέχρι το 2008 εργαζόταν σε κατάστημα με είδη ρουχισμού αλλά έκτοτε δεν εργάζεται λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Από το 2006 πάσχει από κατά πλάκα σκλήρυνση και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Εξαιτίας της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας της χρειάζεται 24ωρη φροντίδα στο σπίτι. Μέχρι τον Μάρτιο του 2013 εργοδοτούσε αλλοδαπή φροντίστρια αλλά από τον Απρίλιο του 2013 και μετά τη λήξη της άδειας παραμονής της φροντίστριας, στηρίζεται από συγγενικό πρόσωπο λόγω του ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εργοδοτήσει άλλη φροντίστρια. Εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με την υγεία της, η Κατηγορούμενη χρειάζεται ψυχολογική στήριξη.
Σύμφωνα δε με Ιατρική Έκθεση του Ειδικού Νευρολόγου Δρ. Μιχάλη Πρωτοπαπά ημερομηνίας 17.5.2013 που παρουσιάστηκε από την κα. Τουμάζου, η Κατηγορούμενη υποφέρει από πολλαπλή σκλήρυνση και της χορηγείται ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Παρουσιάσε οπτική νευρίτιδα με αισθητή μείωση της όρασης και στα δυο μάτια, καθώς επίσης ημιπάρεση αριστερά και χρόνιο σύνδρομο κόπωσης.
Τα όσα ανάφερε η συνήγορος για σκοπούς μετριασμού της ποινής της Κατηγορούμενης είναι καταγεγραμμένα και θα ληφθούν δεόντως υπόψη στα πλαίσια επιβολής της ποινής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα το οποίο διέπραξε η Κατηγορούμενη είναι σοβαρό, κάτι που διαφαίνεται μεταξύ άλλων από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €10.000,00 ή και οι δυο ποινές.
Αδικήματα τέτοιας φύσεως βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση στη χώρα μας και για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαίο όπως επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο αυτό εκριζώνοντάς το έτσι από τα θεμέλια της κυπριακής κοινωνίας. Ενδεικτικά των σκοπών που επιδιώκει η σχετική νομοθεσία αλλά και της σοβαρότητας των σχετικών αδικημάτων και της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση Ισιδώρου v. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 60 στις σελίδες 64 και 65 αντίστοιχα:
«Ένα άλλο στοιχείο που λαμβάνουμε υπόψη είναι η φύση του αδικήματος. Επηρεάζει τις συναλλαγές και την ιδιοκτησία, η δε διάπραξή του είναι εύκολη. Υπονομεύει την κοινωνική, εμπορική και οικονομική ζωή του τόπου. Με βάση τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων υποθέσεων που καταχωρούνται στα Επαρχιακά Δικαστήρια διαπιστώνουμε πως τα αδικήματα αυτά βρίσκονται σε έξαρση. Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Έχει ορθά χαρακτηρισθεί οικονομική μάστιγα. Η διάπραξη του αδικήματος, πρέπει να λεχθεί, οφείλεται και στην ευκολία με την οποία οι παραβάτες εξασφαλίζουν από τις τράπεζες βιβλιάρια επιταγών. Χωρίς οποιοδήποτε ηθικό περισπασμό ή αναστολή οι κάτοχοι των βιβλιαρίων επιταγών εκδίδουν κατά συρροή ακάλυπτες επιταγές. Εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη που τους εναποθέτουν οι συμπολίτες τους και πολλές φορές την αφέλεια τους. Οι δοσοληψίες με τη χρήση επιταγών από μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών έχουν μετατραπεί σε εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης, εξαπάτησης και ταλαιπωρίας των θυμάτων. Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κατά την κρίση μας επιβαρυντικούς παράγοντες.
................................................................................................................
Ενόψει λοιπόν της συχνότητας του αδικήματος και των επιπτώσεών του στην οικονομική ζωή του τόπου προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για την πάταξη του αδικήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών (βλ. Αστυνομία ν Toorac Fashion Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ 117 και Ηλίας Λάζος Λτδ ν Πετεβιάν (1994) 2 Α.Α.Δ 61).
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η αποτροπή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας. Οι ελαφρυντικοί παράγοντες που έχει επικαλεσθεί η εφεσίβλητη 2 δεν είναι ικανοί για να μετατρέψουν το είδος της ποινής. Τονίζουμε πως ενόψει της συχνότητας του αδικήματος η αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης εκτός εάν συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις.»
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Νικολάου ν. Rolandos Enterprises Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 546 στη σελίδα 548, το οποίο ομιλεί από μόνο σε σχέση με τις σοβαρές διαστάσεις που προσλαμβάνουν τέτοιου είδους αδικήματα στη χώρα μας:
«Δεν θα επαναλάβουμε αυτά που κατά κόρον έχουν ειπωθεί. Να σημειώσουμε μόνο πως για την αντιμετώπιση της πλημμυρίδας των ποινικών υποθέσεων, με κατηγορίες που αφορούν την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, έχει γίνει ειδικό πρόγραμμα εργασίας των δικαστών ώστε αυτές να εκδικάζονται κατά αποκλειστικότητα από συγκεκριμένο δικαστή κατά επαρχία. Τούτο από μόνο του δεν περιποιεί τιμή στη χώρα μας. Η συνεχιζόμενη παρανομία, που πλήττει άμεσα στις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων, που αναμένεται να διεξάγονται στη βάση της νομιμότητας και τιμιότητας, πρέπει να σταματήσει, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα μας έγινε μέλος της μεγάλης οικογένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν συνεχιστεί η συγκεκριμένη παρανομία, τότε βεβαίως και τα Δικαστήρια θα την αντιμετωπίσουν με πιο αυστηρές ποινές. Ενόψει δε της φύσης του αδικήματος και της συχνότητας, που ακόμη παρατηρείται στη διάπραξη του, δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή. Ο ίδιος ο νομοθέτης με πρόσφατη τροποποίηση του νόμου (Ν.25(1)/2003) αύξησε τη χρηματική ποινή που προβλεπόταν στον προηγούμενο νόμο από £1500 σε £5000 και τη φυλάκιση από 2 σε 3 χρόνια.»
Στην υπόθεση Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) v. Samoa Clothing Industry Ltd (υπό εκκαθάριση) μέσω του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη κ.α. (2001) 2 Α.Α.Δ. 79, όπου υποδείχθηκε ότι τα τελευταία χρόνια το αδίκημα αυτό κατάντησε η μάστιγα της εμπορικής ζωής του τόπου αφού ένας κοινότατος τρόπος συναλλαγής μεταβλήθηκε από τους επιτήδειους σε όργανο εξαπάτησης, λέχθηκε ότι το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι βαρύ επειδή έχει καταλυτικές συνέπειες στα συναλλακτικά ήθη και την εμπορική πίστη (βλέπε επίσης Κονιζίδου ν. Αρέστη (2009) 2 Α.Α.Δ. 579).
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από την υπεράσπιση, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη, όμως, η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (βλέπε Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 98/2012, απόφαση ημερομηνίας 10.10.2012). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (βλέπε Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών όπως αναφύεται μέσα από την προαναφερθείσα νομολογία αλλά και το ότι τα αδικήματα αυτά βρίσκονται σε έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις οι οποίες καταχωρούνται καθημερινά ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι πέραν του ποσού των €2,000 που είχε καταβληθεί στο παρελθόν, η Κατηγορούμενη δεν κατέβαλε οποιοδήποτε άλλο ποσό για σκοπούς συμμόρφωσης.
Προς όφελος της Κατηγορούμενης για σκοπούς μετριασμού της ποινής στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου το λευκό της ποινικό μητρώο και τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές της περιστάσεις, όπως εκτίθενται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και με βάση όλα όσα υποδείχθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης και ιδιαίτερα τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.
Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω, και για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος, όχι, όμως, και το είδος της ποινής.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, και χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στην Κατηγορούμενη είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του Νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων από επιρρεπείς συμπολίτες μας δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί, πέραν από το γεγονός ότι τέτοιες παράνομες ενέργειες υπονομεύουν και πλήττουν τις οικονομικές συναλλαγές και την εμπορική πίστη της χώρας μας και γενικά επηρεάζουν δυσμενώς την οικονομία της.
Ως εκ τούτου επιβάλλεται στην Κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης 4 μηνών.
Ενόψει της επιβληθείσας ποινής, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσον ενδείκνυται η αναστολή της έκτισής της.
Η ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 186(Ι)/2003, και το οποίο προβλέπει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μην εκτελεστεί εκτός εάν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».
Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά αφού το Δικαστήριο αποφασίσει το ύψος της ποινής ακολούθως εξετάζει κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλέπε Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 ΑΑΔ 373).
Σε σχέση με τις αρχές για αναστολή ποινής φυλακίσεως αντλώ καθοδήγηση από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπω ενδεικτικά στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Μελέγκου (1994) 2 ΑΑΔ 1, Δημοκρατία ν. Δημητρίου Παντελή (1974) 2 CLR 45, Athanasiou v. Republic (1978) 2 CLR 17, Koukos v. Police (1986) 2 CLR 1, Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 ΑΑΔ 24, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 ΑΑΔ 303, Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 39, Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 323, Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 148 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (αρ. 2) (2005) 2 ΑΑΔ 327.
Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομικές αρχές, εξετάζω τόσο τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος όπως προκύπτουν από την απόφαση ημερομηνίας 29.4.2013, όσο και τις προσωπικές συνθήκες της Κατηγορούμενης και κρίνω ότι το λευκό ποινικό μητρώο της σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και την αναγκαιότητα παροχής καθημερινής φροντίδας σε αυτήν, δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που της έχει επιβληθεί.
Συνεπώς, ως εκ των πιο πάνω, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη αναστέλλεται για διάρκεια τριών ετών από σήμερα.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας τα οποία επιδικάζονται υπέρ του Παραπονούμενου και εναντίον της Κατηγορούμενης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, αυτά να καταβληθούν από την Κατηγορούμενη.
(Υπ.)...........................................
Γ. Πετάση – Κορφιώτη, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
Αναφορά: Ιδιωτικές Ποινικές/Ανάκληση πληρωμής επιταγής/Άρθρο 305Α(2)/Ποινή