ECLI:CY:KDLEF:2023:8

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:   Στ. Σταύρου, Π.Ε.Δ.

                     Χρ. Παρπόττα, Α.Ε.Δ.

                     Α. Πανταζή-Λάμπρου, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 13438/2022

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

1.    Δημήτριος Συλλούρης

2.    Χριστάκης Τζιοβάνης

3.    Αντώνης Αντωνίου

4.    Ανδρέας Πιττάτζιης

 

Κατηγορούμενοι

-----------------------------

26 Απριλίου, 2023.

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Σ. Αγγελίδης, κα Ε. Παπαγαπίου, κ. Β. Μπίσσας και κα Η. Ζησίμου

Για Κατηγορούμενο 1: κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης
Για Κατηγορούμενους 2 και 3: κ. Γ. Παπαϊωάννου μαζί με κ. Κ. Καλλή και κ. Χρ. Παπαϊωάννου

Κατηγορούμενοι 1‑3 παρόντες

 

 

 

Προδικαστικό αίτημα των κατηγορουμένων 1, 2 και 3

για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας αναφορικά

με τις κατηγορίες 1, 3 και 5 λόγω κατάχρησης

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνει πέντε κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1, 3 και 5 αφορούν το αδίκημα της Εμπορίας Επηρεασμού και οι κατηγορίες 2 και 4 το αδίκημα της Συνωμοσίας προς Καταδολίευση.

 

          Προτού οι κατηγορούμενοι 1–3 απαντήσουν στις κατηγορίες, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των κατηγορουμένων 2 και 3, κ.κ. Παπαϊωάννου και Καλλής, υπέβαλαν ένσταση (αίτημα ουσιαστικά), για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας αναφορικά με τις κατηγορίες 1, 3 και 5. Το αίτημα το υιοθέτησε εκ μέρους του πελάτη του και ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου 1 κ. Τριανταφυλλίδης.

 

          Το αιτιολογικό του αιτήματος έχει ως ακολούθως:

 

«Οι κατηγορίες 1, 3 και 5 στερούνται νομικού ερείσματος και δεν αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αδίκημα γιατί τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα βασίζονται επί νομοθετικών διατάξεων οι οποίες παραβιάζουν το αρ. 12(1) του Συντάγματος και το αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών («Η Σύμβαση»), ήτοι τα αδικήματα βασίζονται επί νομοθετικών διατάξεων οι οποίες δεν συνιστούσαν «νόμο» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 12(1) ή «δίκαιο» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 7, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σε ισχύ έγκυρη νομοθετική διάταξη κατά το χρόνο τέλεσης του ισχυριζόμενου αδικήματος.»

 

          Προς υποστήριξη του αιτήματος, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των κατηγορουμένων 2 και 3 ετοίμασαν και προσκόμισαν μια εφ όλης της ύλης, καλά δομημένη και εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση, με τον κ. Παπαϊωάννου να εστιάζει στα κύρια της σημεία κατά τη δικάσιμο. Αναφορά, εξέταση και σχολιασμός επιχειρημάτων και θέσεων που αναδύονται, θα γίνεται από το Δικαστήριο μας στην πορεία αιτιολόγησης και κρίσης που θα ακολουθήσει.  

 

          Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής υπήρξε διαφωνία, η οποία αναπτύσσεται στην εξίσου τεκμηριωμένη και δομημένη γραπτή αγόρευση που προσκόμισε ο έντιμος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κ. Αγγελίδης. Ο κ. Αγγελίδης επίσης εστίασε κατά τη δικάσιμο στα κύρια σημεία της αγόρευσης του.  Ανάλογη αναφορά, εξέταση και σχολιασμός δικών του θέσεων και επιχειρημάτων, θα γίνει στη συνέχεια.

 

          Ένα πρώτο θέμα το οποίο θα θέλαμε να σχολιάσουμε, είναι η χρονική συγκυρία έγερσης του αιτήματος, ήτοι πριν την απάντηση στις κατηγορίες. Επί του ζητήματος αυτού υπάρχει ταύτιση μεταξύ των μερών, ότι, πράγματι αυτό είναι το κατάλληλο στάδιο. Συμφωνούμε και εμείς με τη θέση αυτή, η οποία θεωρούμε, είναι ευθυγραμμισμένη τόσο με τη Νομολογία όσο και με τη λογική του πράγματος.  Δεν νοείται επί ενός αμιγώς νομικού ζητήματος - όπου δεν υφίσταται ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας – και το οποίο απολήγει στη θέση ότι πάσχουν εγγενώς οι κατηγορίες, να υποχρεούται ο κατηγορούμενος είτε να απαντήσει πρώτα στις κατηγορίες ή πολύ περισσότερο, να υποβληθεί στη διαδικασία της ακρόασης, για να μπορέσει να προωθήσει τις θέσεις του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Ευστάθιου Ευσταθίου, Πολ. Αίτηση 58/2015, ημερ. 5.5.2015, Σπύρου v. Ξενή 223/2014, ημερ. 11.11.2015 και Δημοκρατία v. Ηλιάδη κ.ά Ποινικές Εφέσεις 348/2018 και 349/2018, ημερ. 31.5.2019).

 

          Με δεδομένο λοιπόν ότι βρισκόμαστε στο κατάλληλο στάδιο, προχωρούμε στην ουσία του πράγματος, κάνοντας αρχή από ένα σχόλιο, το οποίο εδράζεται στη εκτεθείσα νομική πτυχή των κατηγοριών.

 

          Σύμφωνα με την Έκθεση Αδικήματος και των τριών προαναφερθεισών κατηγοριών, η νομική τους βάση είναι «τα άρθρα 12, 2, 4, 5, 6, 9, 10 και 11 του Νόμου που Κυρώνει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Ν.23(ΙΙΙ)/2000 και Ν.22(ΙΙΙ)/2012 και άρθρο 20, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154».

 

          Ο αρχικός Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 (εφεξής «ο Νόμος») περιλαμβάνει εννέα (9) άρθρα και ένα Πίνακα. Ο Πίνακας αποτελείται από δύο Μέρη. Το Μέρος Ι είναι το αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης στην αγγλική γλώσσα και το Μέρος ΙΙ η ελληνική μετάφραση της Σύμβασης (εφεξής «η Σύμβαση»). 

 

          Ένα πρώτο λοιπόν σχόλιο είναι ότι άρθρα 10, 11 και 12 δεν υπάρχουν στον Νόμο. Στην αγόρευση του (σελ. 1), ο έντιμος ΒΓΕ αποσαφήνισε ότι τα άρθρα 10 και 11 συμπεριλήφθηκαν εκ παραδρομής, γεγονός το οποίο, ως αναφέρει, «εξυπακούεται, εφόσον ως τελευταίο άρθρο του κυρωτικού νόμου καταγράφεται το άρθρο 9». Παρά την ορθή αυτή διαπίστωση, δεν υπήρξε ανάλογη τοποθέτηση για το άρθρο 12. Αντίθετα, σε όλο το σώμα της γραπτής αγόρευσης γίνεται ρητή αναφορά «στο άρθρο 12 του Νόμου».

          Αντιλαμβανόμαστε ότι κάποια σύγχυση ενδεχομένως να προκαλεί το άρθρο 4 του Νόμου, ως έχει τροποποιηθεί, το οποίο προβλέπει τα εξής:   

 

«οι πράξεις και ενέργειες οι οποίες αναφέρονται στα πιο κάτω άρθρα της Σύμβασης συνιστούν αδικήματα τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση επτά ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές άνευ επηρεασμού του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο θα δύναται να επιβάλει ή εκδώσει κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, και τα άρθρα αυτά είναι:

……………………………

12.Εμπορία επηρεασμού»

 

          Το άρθρο 4 του Νόμου λοιπόν, παραπέμπει, υιοθετεί και  ποινικοποιεί κατά τα γραφόμενα, διάφορες ενέργειες και πράξεις που συγκαταλέγονται σε άρθρα της Σύμβασης, μεταξύ των οποίων του άρθρου 12 (εμπορία επηρεασμού). Ως εκ τούτου, αν η Κατηγορούσα Αρχή επιθυμούσε στην Έκθεση Αδικήματος να προβεί σε ρητή αναφορά στο αρχικό κείμενο προέλευσης των πράξεων και ενεργειών που δημιουργούν το υπόβαθρο του αδικήματος της εμπορίας επηρεασμού, θα έπρεπε φρονούμε να συμπεριλάβει το υπαρκτό άρθρο 12 της Σύμβασης και όχι το ανύπαρκτο άρθρο 12 του Νόμου.

 

Οι διεθνείς συμβάσεις, σημειώνουμε, δυνάμει του Άρθρου 169(3) του Συντάγματος, έχουν μάλιστα αυξημένη ισχύ έναντι ημεδαπών Νόμων, συνεπώς η Σύμβαση θα μπορούσε να συμπεριληφθεί (δευτερευόντως) στην Έκθεση Αδικήματος.  Δεδομένου ότι η Σύμβαση βρίσκεται στον Πίνακα του Νόμου (Μέρη Ι και ΙΙ), ενδεχομένως να μπορούσε να γίνει και παραπομπή στον Πίνακα στην Έκθεση Αδικήματος, αλλά με τρόπο διακριτό ώστε να μην διαπλέκεται η αναφορά σε άρθρα, με τα άρθρα του κυρίως Νόμου.

         

          Η πιο πάνω διαπίστωση γίνεται χάριν σαφήνειας και όχι ουσίας. Το Κατηγορητήριο δεν καθίσταται ελαττωματικό λόγω τούτου. Το άρθρο 2 του Νόμου που περιλαμβάνεται στην Έκθεση Αδικήματος, παραπέμπει στη Σύμβαση, ενώ και το άρθρο 4 που επίσης περιλαμβάνεται - νοουμένου ότι διαλαμβάνει τα απαραίτητα εχέγγυα, κάτι που θα εξετασθεί στη συνέχεια - αποτελεί, επαρκή νομική θεμελίωση των κατηγοριών.  

 

        Απ’ εκεί και πέρα είναι η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των κατηγορουμένων 1-3 ότι το άρθρο 4 (το οποίο αναμφίβολα αποτελεί το κύριο θεμέλιο των κατηγοριών 1, 3 και 5), τόσο σε διατύπωση όσο και σε ουσία παραβιάζει το Άρθρο 12(1) του Συντάγματος και το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), για τον λόγο ότι η εν λόγω νομοθετική διάταξη δεν συνιστά «νόμο» εντός της έννοιας του πιο πάνω Άρθρου 12(1)  ή «δίκαιο» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 7. Η θέση αυτή αφορά τόσο τον προσδιορισμό του αδικήματος που αποδίδεται στους κατηγορούμενους, όσο και την προβλεπόμενη ποινή.

 

Το Άρθρο 12 παρ. 1 του Συντάγματος, διασφαλίζει ότι:

 

«Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής και εις ουδένα επιβάλλεται δι' αδίκημα τι ποινή βαρύτερα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου.»

 

 

        

Το άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ, προβλέπει ότι:

 

«No punishment without law

No one shall be held guilty of any criminal offence on account of any act or omission which did not constitute a criminal offence under national or international law at the time when it was committed. Nor shall a heavier penalty be imposed than the one that was applicable at the time the criminal offence was committed.»

 

          Από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ως μνημονεύεται και σε κυπριακές αποφάσεις, αλλά και από τον Οδηγό του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, ως επικαιροποιήθηκε στις 31.8.2022 (Guide on Article 7 of the European Convention on Human Rights), προκύπτει ότι για να πληρείται η αρχή της νομιμότητας, πέραν της σαφήνειας και ευκρίνειας (certainty and clarity), υπάρχουν και οι ποιοτικές απαιτήσεις (qualitative requirements) της προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας (accessibility and foreseeability).   

 

Στην υπόθεση Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, 382-384 αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

 

“...Ποιότητα, με αυτή την έννοια, σημαίνει πως όταν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τη στέρηση της ελευθερίας το περιεχόμενο της πρέπει να είναι ικανοποιητικά προσβάσιμο και ευκρινές, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος αυθαιρεσίας στην εφαρμογή του. (δες επίσης Amuur v. France, Reports 1996-III, pp.850-51, para 50 και Gusinskiy. Russia Judgment Reports 2004-ΙV, p.149). Στην υπόθεση Coeme and Others v. Belgium 18.10.2000 το ΕΔΑΔ είπε τα εξής:

(Para.145)

Σε μετάφραση:

«Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει πως, βάσει της νομολογίας του, το Άρθρο 7 εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, την αρχή πως μόνο ο Νόμος μπορεί να δημιουργεί ένα αδίκημα και να καθορίζει την ποινή (nullum crimen, nulla poena sine lege), ενώ ειδικά απαγορεύει την επέκταση του σκοπού υφιστάμενων αδικημάτων σε πράξεις που προηγουμένως δεν συνιστούσαν ποινικά αδικήματα, θέτει επίσης την αρχή πως ο ποινικός Νόμος δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά εις βάρος του κατηγορουμένου, π.χ. εφαρμόζοντας την κατ' αναλογία μέθοδο. Κατά συνέπεια τα αδικήματα και οι σχετικές ποινές πρέπει να καθορίζονται ευκρινώς στο Νόμο. Αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται όταν το άτομο μπορεί να γνωρίζει από τη φρασεολογία των σχετικών διατάξεων και, αν χρειαστεί με την ερμηνευτική βοήθεια του δικαστηρίου, σε ποιες πράξεις και παραλείψεις δυνατό να του αποδοθεί ποινική ευθύνη.

Όταν αναφερόμαστε σε «Νόμο», το Άρθρο 7 εμπεριέχει την ίδια έννοια όπως αυτή απαντά αλλού στη Σύμβαση, έννοια που περιλαμβάνει το θεσμοθετημένο δίκαιο καθώς και τη νομολογία. Υποδηλώνει δε ποιοτικές απαιτήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται η  προσβασιμότητα και προβλεπτικότητα.  (Cantoni v. France απόφαση 15 Νοεμβρίου 1996, Reports 1996-V, σελ. 1627, παρα. 29· και S.W. και C.R. v. The United Kingdom αποφάσεις 22 Νοεμβρίου 1995, Series A nos. 335-B και 335-C σελ. 41-42, παρα. 35, και σελ. 68-69, παρα. 33, αντίστοιχα.).

Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Achour v. France (Αpplication No. 67335/01, 29 Μαρτίου, 2006)

 

          Στην απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, JI, C-634/18, ECLI:EU:C:2020:455 αναφέρθηκαν τα εξής σημαντικά σε σχέση με την αρχή της νομιμότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ:

 

«48   Δυνάμει της εν λόγω αρχής, οι ποινικές διατάξεις πρέπει να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τόσο τον ορισμό της αξιόποινης πράξης όσο και τον καθορισμό της ποινής (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49   Επομένως, ο νόμος πρέπει να καθορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της σχετικής διάταξης και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις θεμελιώνουν ποινική ευθύνη του (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ., C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 71, και της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 56).»

 

          Στον προαναφερθέντα Οδηγό, που εκδόθηκε από το ΕΔΔΑ για ανάλυση και σύνοψη της νομολογίας επί του άρθρου 7, από τις πολλές σημαντικές επισημάνσεις που γίνονται, ξεχωρίζουμε τις εξής:

 

2. Article 7 of the Convention is not confined to prohibiting the retrospective application of criminal law to an accused’s disadvantage. It also embodies, more generally, the principles that only the law can define a crime and prescribe a penalty (nullum crimen, nulla poena sine lege) and that the criminal law must not be extensively construed to an accused person’s disadvantage, for instance by analogy (ibid., § 154; Kokkinakis v. Greece, § 52).

 

C. The concept of “law”

 

8. The concept of “law” ... as used in Article 7 corresponds to that set out in other Convention articles, covering both domestic legislation and case-law, and comprises qualitative requirements, notably those of accessibility and foreseeability.

 

     III. Principle that only the law can define a crime and prescribe a penalty

 

23. Article 7 of the Convention requires the existence of a legal basis in order to impose a sentence or a penalty. The Court must therefore verify that at the time when an accused person performed the act which led to his being prosecuted and convicted there was in force a legal provision which made that act punishable, and that the punishment imposed did not exceed the limits fixed by that provision.

 

25.Moreover, the principle of legality precludes the imposition on an accused person of a penalty heavier than that carried by the offence of which he was found guilty. Therefore, the Court can find a violation of Article 7 in the case of an error committed by the domestic courts in determining the severity of the sentence passed, having regard to the penalty incurred by the applicant pursuant to the mitigating circumstances as assessed by those courts (Gabarri Moreno v. Spain, §§ 22-34)…..

 

26. The principle of legality requires the offences and corresponding penalties to be clearly defined by law (see paragraphs 7-9 above, with regard to the concept of “law”). The concept of “law” within the meaning of Article 7, as in other Convention articles (for instance Articles 8 to 11), comprises qualitative requirements, in particular those of accessibility and foreseeability (G.I.E.M. S.R.L. and Others v. Italy (merits) [GC], §§ 242; Cantoni v. France, § 29; Kafkaris v. Cyprus [GC], § 140; Del Río Prada v. Spain [GC], § 91; Perinçek v. Switzerland [GC], § 134). These qualitative requirements must be satisfied as regards both the definition of an offence (Jorgic v. Germany, §§ 103-114) and the penalty the offence in question carries or its scope (Kafkaris v. Cyprus [GC], § 150; Camilleri v. Malta, §§ 39-45, concerning the foreseeability of the applicable sentencing standards, which depended entirely on the choice of trial court by the prosecutor rather than on criteria established by law, Porsenna v. Malta (dec.), §§ 25-30, concerning legislative amendments introduced further to the Camilleri judgment, to the effect that a decision taken by a public prosecutor was no longer binding on the trial court in determining the applicable scale of penalties). Insufficient “quality of law” concerning the definition of the offence and the applicable penalty constitutes a breach of Article 7 of the Convention (Kafkaris v. Cyprus [GC], §§ 150 and 152).

 

B. Foreseeability

 

     1. General considerations

 

28. An individual must know from the wording of the relevant provision and, if need be, with the assistance of the courts’ interpretation of it and after taking appropriate legal advice, what acts and/or omissions will make him criminally liable and what penalty will be imposed for the act committed and/or omission (Cantoni v. France, § 29; Kafkaris v. Cyprus [GC], § 140; Del Río Prada v. Spain [GC], § 79). ...

 

29. It follows that in principle, there can only be a “penalty” within the meaning of Article 7 if an element of personal liability has been established in respect of the perpetrator of the offence. There is a clear correlation between the degree of foreseeability of a criminal-law provision and the personal liability of the offender. Thus Article 7 requires a mental link disclosing an element of liability in the conduct of the actual perpetrator of the offence if a penalty is to be imposed (G.I.E.M. S.R.L. and Others v. Italy (merits) [GC], §§ 242 and 246). There may, however, be certain forms of objective liability stemming from presumptions of liability, provided they comply with the Convention, particularly Article 6 § 2 (ibid., § 243).

 

30. ... On the other hand, the use of overly vague concepts and criteria in interpreting a legislative provision can render the provision itself incompatible with the requirements of clarity and foreseeability as to its effects (Liivik v. Estonia, §§ 96-104).

 

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

 

Έχοντας καταγράψει τις εφαρμοστέες αρχές, προχωρούμε να τις συναρτήσουμε με το επίμαχο άρθρο 4 του Νόμου. Ξεκινούμε με το καθαυτό αδίκημα. Με το εν λόγω άρθρο, ο νομοθέτης επέλεξε, αντί της προσαρμοστικής αναπαραγωγής των συστατικών στοιχείων ενός εκάστου των υπό ποινικοποίηση αδικημάτων, να το πράξει, παραπέμποντας και υιοθετώντας τα σχετικά άρθρα της Σύμβασης από τα οποία πηγάζουν οι συνιστώσες πράξεις και ενέργειες. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ο νομοθέτης δεν αρκέστηκε στο να διακηρύξει γενική απαγόρευση των πράξεων και ενεργειών που αναφέρονται στη Σύμβαση, αλλά συνειδητά και ρητά προχώρησε στην ατομική ποινικοποίηση τους, δημιουργώντας αυθύπαρκτα και ξεχωριστά ποινικά αδικήματα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο έντιμος ΒΓΕ στην αγόρευση του, οι κατηγορίες θα ήταν όντως έκπτωτες, αφού η γενική απαγόρευση κάποιας πράξης δεν συνιστά, δίχως άλλον, ποινικό αδίκημα (βλ. Πολιτική Αίτηση 69/2017, Τράπεζα Κύπρου κ.α., ημερ. 2.12.2017).

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι η βούληση και η πράξη της ποινικοποίησης συντελείται με το άρθρο 4, ας δούμε ποια ακριβώς είναι αυτή η πράξη (εμπορία επηρεασμού) ως περιγράφεται στο άρθρο 12 της Σύμβασης. Η Σύμβαση υπενθυμίζουμε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Νόμου αφού εκτίθεται στο Μέρος Ι (αυθεντικό αγγλικό κείμενο) και Μέρος ΙΙ (ελληνική μετάφραση) του Πίνακα του Νόμου.

 

«12. Εμπορία επηρεασμού

 

Κάθε Μέρος υιοθετεί τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την καθιέρωση ως ποινικού αδικήματος στο εσωτερικό του δίκαιο, όταν διαπράττεται σκόπιμα, της υπόσχεσης, παροχής ή προσφοράς, άμεσα ή έμμεσα, οποιουδήποτε παράτυπου πλεονεκτήματος σε οποιοδήποτε ο οποίος ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει ότι δύναται να ασκήσει ανάρμοστο επηρεασμό πάνω στη λήψη απόφασης από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στα Άρθρα 2, 4 ως 6 και 9 ως 11 σε αντάλλαγμα για αυτό, είτε το παράτυπο πλεονέκτημα είναι προς όφελος του ή της ή προς όφελος οποιουδήποτε άλλου, καθώς επίσης του αιτήματος, της λήψης, ή  αποδοχής της προσφοράς ή της υπόσχεσης για τέτοιο πλεονέκτημα, σε αντάλλαγμα για τέτοιο επηρεασμό, είτε ο επηρεασμός ασκείται είτε όχι, ή είτε ο υποτιθέμενος επηρεασμός οδηγεί στο σκοπούμενο αποτέλεσμα είτε όχι.»

 

Είναι προφανές ότι η περιγραφή στο ίδιο το άρθρο 12 της Σύμβασης «των πράξεων και ενεργειών» είναι λεπτομερής και δεν δημιουργείται η παραμικρή αμφιβολία ως προς τα συνιστώντα στοιχεία. Ξεκάθαρο είναι και το νοητικό στοιχείο ή η ένοχη διάνοια όπως λέγεται στη νομική γλώσσα (mens rea). Η πράξη θα πρέπει να είναι σκόπιμη - να υπάρχει δηλαδή ενεργώς πρόθεση. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των κατηγορουμένων 2 και 3 στη σελ. 12 της αγόρευσης τους, εισηγούνται ότι το άρθρο 4 “καθιερώνει ως αδίκημα μόνον το actus reus, χωρίς κάποια πρόβλεψη για mens rea”. Με κάθε εκτίμηση προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Από τη στιγμή που ποινικοποιούνται διά του άρθρου 4 του Νόμου οι πράξεις και ενέργειες του άρθρου 12 της Σύμβασης και ρητά στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι η τέλεση τους, θα πρέπει να είναι «σκόπιμη», αυτόματα εμφιλοχωρεί και η ένοχη διάνοια. Όπως δεν χρειαζόταν η επαναληπτική, προσαρμοστική καταγραφή της ένοχης πράξης στον Νόμο, δεν χρειαζόταν και η καταγραφή της ένοχης διάνοιας. Και τα δύο περιλαμβάνονται στο υιοθετημένο και συναρτημένο άρθρο 12 της Σύμβασης.

 

Σχετικά με την αναφορά του άρθρου 12 σε «οποιοδήποτε πρόσωπο» που αναφέρεται στα «άρθρα 2, 4 ως 6 και 9 ως 11» οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης εισηγούνται και πάλι, ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, υπάρχει ασάφεια. Ούτε με την εισήγηση αυτή μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ο ορισμός του δημόσιου αξιωματούχου που αναφέρεται στο άρθρο 2, δίδεται στο ερμηνευτικό άρθρο 1 της Σύμβασης που παραπέμπει στον ορισμό του «δημόσιου λειτουργού» που υπάρχει στο ημεδαπό δίκαιο και που αναφέρεται ρητά στις λεπτομέρειες αδικήματος των υπό εξέταση κατηγοριών.

 

          Εν όψει όλων των πιο πάνω, σε ότι αφορά αυτό καθαυτό το αδίκημα, βρίσκουμε ότι υπάρχει σαφήνεια, ευκρίνεια, προσβασιμότητα αλλά και προβλεψιμότητα, εκπληρώνοντας έτσι όλες τις προϋποθέσεις της αρχής της νομιμότητας.

 

Προχωρούμε να δούμε το θέμα της προβλεπόμενης ποινής, στην οποία εκτείνεται η αρχή της νομιμότητας. Το μέρος του άρθρου 4 που αφορά την ποινή προβλέπει ότι, 

 

«…..τιμωρούνται με φυλάκιση επτά ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές άνευ επηρεασμού του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο θα δύναται να επιβάλει ή εκδώσει κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων……»

 

          Εξ αρχής επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω διατύπωση δεν είναι η ευκρινέστερη που έχουμε συναντήσει. Πρόκειται όμως για περίπτωση όπου απόλυτη ευκρίνεια δύναται να επιτευχθεί με την ερμηνευτική συνδρομή του Δικαστηρίου, για την οποία γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα Νομολογία.

 

          Ξεκινούμε με το θέμα της φυλάκισης. Όπως σωστά επισημαίνουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης υπάρχει διαφορά στο άρθρο, στον τρόπο διατύπωσης της δυνατότητας επιβολής ποινής φυλάκισης και του τρόπου επιβολής ποινής προστίμου. Συγκεκριμένα στο άρθρο γίνεται λόγος για «φυλάκιση επτά ετών», αλλά για «χρηματική ποινή μέχρι €100.000.» Η παράλειψη της λέξης «μέχρι» πριν των λέξεων «επτά ετών» ουδόλως δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να επιβάλει ποινή μεγαλύτερη των επτά ετών όπως εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, ούτε και δημιουργείται η παραμικρή αμφιβολία ως προς το θέμα αυτό. Στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο που συμβαίνει.

 

Στο άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αναφέρονται τα εξής:

 

“Εκτός της περίπτωσης του κακουργήµατος του φόνου εκ προµελέτης και των αδικηµάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, αν κάποιο ποινικό αδίκηµα τιµωρείται µε την ποινή της φυλάκισης δια βίου ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το ∆ικαστήριο που εκδικάζει δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί τέτοιας ποινής, χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο το ∆ικαστήριο αυτό έχει εξουσία να επιβάλει.”       

 

          Κατ’ απόλυτη λοιπόν αντιστοιχία, και στην προκειμένη περίπτωση η αναφορά σε επτά χρόνια φυλάκιση ερμηνεύεται ως η μέγιστη ποινή φυλάκισης που δύναται να επιβληθεί, με διαφυλαγμένη την αναφαίρετη ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να επιβάλει μικρότερη ποινή, ανάλογα με τα ιδιαίτερα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης. 

           

          Σε ό,τι αφορά τώρα την τελευταία φράση «άνευ επηρεασμού του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο θα δύναται να επιβάλει ή εκδώσει κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων» να διασαφηνίσουμε κατ’ αρχάς, σε συμφωνία με τον έντιμο ΒΓΕ (βλ. σελ. 10 της αγόρευσης του), ότι η φράση «το οποίο» που βρίσκεται στην προτελευταία γραμμή του άρθρου αναφέρεται στο Δικαστήριο και όχι στο διάταγμα. Τούτο είναι προφανές από τις λέξεις που ακολουθούν, ήτοι «να επιβάλει» που αναφέρεται στην ποινή φυλάκισης και/ή προστίμου και «ή εκδώσει» που αναφέρεται στο διάταγμα. Συνεπώς η καταληκτική φράση «κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων» αφορά το σύνολο των τιμωρητικών μέτρων που είναι υπό τις εκάστοτε περιστάσεις στη διάθεση του Δικαστηρίου, (φυλάκιση, πρόστιμο, διάταγμα).

 

          Στην παλαιά, αλλά ενδιαφέρουσα υπόθεση Mouzouras and others v. The Improvement Board of Ayia Napa (1988) 2 CLR 26, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η γενική φράση «in such amount as the court thinks fit» (για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο) που ενυπάρχει στο άρθρο 32 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και αναφέρεται στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει κατηγορούμενο να υπογράψει ανάληψη υποχρέωσης να τηρεί την τάξη και να είναι καλής διαγωγής, επιπρόσθετα ή αντί της επιβολής άλλης ποινής στην οποία υπόκειται, δεν παραβίαζε το Άρθρο 12 του Συντάγματος.   

 

          Στην προκειμένη περίπτωση για τη φυλάκιση, ήδη έχουμε διασαφηνίσει ότι η ποινή φυλάκισης των 7 ετών είναι η μέγιστη. Για την ποινή προστίμου και το διάταγμα η προαναφερθείσα καταληκτική φράση, σε καμία περίπτωση αφήνει στο Δικαστήριο απεριόριστη τιμωρητική ευχέρεια, κάτι που αν ίσχυε θα οδηγούσε όντως σε αυθαιρεσία και αβεβαιότητα.

 

          Η δυνατότητα επιβολής της όποιας τιμωρίας «κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων» έχει ως πηγή τον Νόμο. Για να γίνει όμως επίκληση ενός τέτοιου εξουσιοδοτικού Νόμου θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στην Έκθεση Αδικήματος. Συνακόλουθα για να υπάρχει δυνατότητα επιβολής ποινής προστίμου πέραν των €100.000, θα πρέπει κατά πρώτον να υπάρχει σε ισχύ άλλος εξουσιοδοτικός Νόμος (που δεν υπάρχει) και κατά δεύτερον, ο Νόμος να αναφέρετο ρητά στην Έκθεση Αδικήματος. Το ίδιο ισχύει και για το διάταγμα. Το διάταγμα, αν αναλογισθεί κανείς και τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 του Νόμου, προφανώς αφορά διάταγμα δήμευσης και/ή κατάσχεσης δυνάμει του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007), ο οποίος, ούτως ή άλλως δημιουργεί το αυτοτελές αδίκημα της «Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες». Επί τούτου - ως σωστά εντόπισαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης - το άρθρο 7 χρήζει όντως τροποποίησης διά της αντικατάστασης του καταργηθέντος Νόμου του 1996 με τον νέο Νόμο του 2007. Μέχρι τότε βέβαια, ενδεχομένως να τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ.1.

 

          Για να γίνουμε πιο κατανοητοί να δώσουμε ένα παράδειγμα από άλλο τομέα του Ποινικού Δικαίου. Το αδίκημα της Βαριάς Σωματικής Βλάβης τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, με ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια. Όταν όμως διαπράττεται «από ένα μέλος οικογένειας σε βάρος άλλου μέλους», συμφώνως του άρθρου 4 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, θεωρείται αυξημένης σοβαρότητας και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 10 χρόνια. Η δυνατότητα όμως του Δικαστηρίου να θεωρήσει το αδίκημα αυξημένης σοβαρότητας και να έχει τη δυνατότητα επιβολής ποινής μέχρι 10 χρόνια, τελεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση, η προσαχθείσα κατηγορία, ως καταγράφεται στο Κατηγορητήριο, να εδράζεται ρητά και στο άρθρο 4 του Ν119(Ι)/2000. Τούτο, διότι δημιουργείται κατ’ ουσία νέο αδίκημα που στοιχειοθετείται με την απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του αρχικού αδικήματος δυνάμει του Ποινικού Κώδικα και πλέον των επιβαρυντικών περιστάσεων του  Νόμου 119(Ι)/2000 (βλ. A.G v. Αστυνομία Ποινική Έφεση 119/2020, ημερ. 16.4.2021). Αλλιώς, ισχύει η ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα.

 

Καταληκτικά λοιπόν, διασαφηνίζουμε, ότι, το υπό αναφορά αδίκημα συμφώνως του άρθρου 4 του Νόμου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια ή με ποινή προστίμου μέχρι €100.000 ή με τις δύο αυτές ποινές. Υπό τις περιστάσεις, δοθείσας της Έκθεσης Αδικήματος των υπό συζήτηση κατηγοριών 1, 3 και 5, σε περίπτωση καταδίκης, δεν υπάρχει δυνατότητα ή πιθανότητα έκδοσης οποιουδήποτε δικαστικού διατάγματος. 

 

Με την ερμηνευτική αυτή διασαφήνιση, βρίσκουμε ότι υπάρχει σαφήνεια, ευκρίνεια, προσβασιμότητα και προβλεψιμότητα σε σχέση και με την ποινή, εκπληρώνοντας έτσι όλες τις προϋποθέσεις της αρχής της νομιμότητας.

 

          Από την πιο πάνω κατάληξη, καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται λόγος εξέτασης της όποιας δυνατότητας του Δικαστηρίου να κηρύσσει μέρος μιας διάταξης ή ενός νομοθετήματος αντισυνταγματικό, διασώζοντας όπου είναι δυνατό, το υπόλοιπο μέρος.

 

          Απομένει το θέμα των συστάσεων της GRECO (Groupe d’Etats contre la corruption), με το οποίο, τα μέρη έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα και ενδελεχώς.

 

          Η GRECO συστάθηκε το 1999 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, στο οποίο μετέχει βεβαίως και η Κύπρος, με σκοπό να επιτηρεί και να εποπτεύει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τα πρότυπα του οργανισμού κατά της διαφθοράς. Ανάμεσα σε αυτά τα πρότυπα είναι η επίδικη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς η οποία έγινε στις 27.1.1999.

 

          Το 2011, η GRECO εξέδωσε έκθεση αξιολόγησης για την Κύπρο υπό τον τίτλο «Third Evaluation Round – Evaluation Report on Cyprus on Incriminations (ETS 173 and 191, GPC 2). Σε ό,τι μας αφορά, οι σημαντικότερες παράγραφοι αυτής της έκθεσης φαίνεται να είναι οι 118 και 119. Τις παραθέτουμε αυτούσιες:

 

    “118. The GET [Group Evaluation Team] recalls that the Criminal Law Convention and its Additional Protocol require that “each party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences under its domestic law” the specific elements mentioned in respect of each offence covered by the Convention and its Protocol. This clearly means that the mere ratification of the Convention and its Protocol is not a sufficient measure to this end as the Convention and its Protocol are not “self executing” and are not meant to be applied directly by the contracting parties as criminal legislation. Rather the Convention and its Protocol are to be seen as models for what domestic provisions need to contain. Contracting parties would therefore – wherever necessary – normally transpose the principles of the Convention and its Protocol into domestic law by amending or establishing corresponding criminal legislation. This is particularly true for “civil law countries”, with a tradition of adopting statutory law and this also appears to be the normal procedure in respect of common law member States of GRECO, despite the fact that case law and court practice play a crucial role in the development of their law. Cyprus’ legal tradition is strongly influenced by the common law system. At the same time it is to be noted that the corruption offences in the “old legislation” are based on statutory provisions. Furthermore, the GET notes that Article 169 (3) of the Constitution of Cyprus provides, inter alia, that treaties, conventions and agreements concluded in an appropriate way shall have superior force to domestic law.” 

 

“119. The GET takes into account that the Laws 23(III)/2000 and 22(III)/2006 contain more than the ratification of the Criminal Law Convention and its Additional Protocol. Indeed, these laws provide explicit references to all the criminal offences contained in the various articles of the Convention and its Protocol. In this respect, the GET wishes to stress that the elements of the pertinent articles described in the Convention and its Protocol are so precise that these could well be transferred directly into domestic legislation; however, the provisions of the various offences of the Convention and its Protocol do not stipulate anything about sanctions. Importantly the Laws 23(III)/2000 and 22(III)/2006) are very clear in this respect in that they provide sanctions for all of these offences. Although the measures taken in Cyprus in order to comply with the Convention and its Protocol are unusual and not preferable as they may lead to a number of shortcomings as explained below, the GET is of the opinion that – in a strict legal sense – the adoption of the Laws 23(III)/2000 and 22(III)/2006 incorporates all the offences contained in the Criminal Law Convention and its Additional Protocol into the domestic legislation of Cyprus with sufficient precision. With this conclusion, it also follows that these laws are in compliance with the offences established under the Criminal Law Convention and the Additional Protocol and thus from a purely legal standpoint remedy the lacunae of the “old legislation”, as identified above (paragraphs117 and 118).” 

 

          (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

 

          Κατ’ αρχάς να τονίσουμε το αυτονόητο. Οι συστάσεις της GRECO απευθύνονται προς τα ίδια τα κράτη μέλη. Δεν αποτελούν δεσμευτικό εργαλείο ή εγχειρίδιο για το Δικαστήριο στην επίλυση λεπτών, συνταγματικών ζητημάτων όπως το επίδικο. Αυτού λεχθέντος η GRECO αποτελεί ένα σοβαρό οργανισμό εμπειρογνωμόνων και οι θέσεις και συστάσεις της, ειδικά όταν άπτονται μιας επίδικης νομοθεσίας, δεν μπορεί παρά να αντικρίζονται με σεβασμό, περίσκεψη και προσοχή. 

 

          Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης επικαλούνται την προαναφερθείσα παράγραφο 118 για να υποστηρίξουν ότι με την κείμενη νομοθεσία η Κύπρος δεν έχει συμμορφωθεί με τις συστάσεις. Την ίδια ώρα απορρίπτουν την παράγραφο 119, χαρακτηρίζοντας την ως «αλλοπρόσαλλη» και «αντιφατική». Προς υποστήριξη του επιχειρήματος επικαλούνται και τις παραγράφους 123 και 126-128 της ίδιας έκθεσης.

 

Σε ό,τι μας αφορά, δεν διαπιστώνουμε αντίφαση ή ανακολουθία στις προαναφερθείσες παραγράφους. Στην παράγραφο 118 εξηγείται ότι η συλλήβδην κύρωση της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της δεν αποτελεί ικανοποιητικό μέτρο αφού η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα δεν είναι αυτοεκτελούμενα (self executing). Δεν είναι αυτό όμως που έχει γίνει στην προκειμένη περίπτωση. Έχουν εισαχθεί με το άρθρο 4 του Νόμου, πολύ συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειες που αναφέρονται σε άρθρα της Σύμβασης, με παράλληλη σαφή και ρητή δημιουργία αυθύπαρκτων και ανεξάρτητων αδικημάτων στη βάση αυτών των πράξεων και ενεργειών, αλλά και την πρόβλεψη συγκεκριμένης ποινής για τη διάπραξη τους.

 

Περαιτέρω δικός μας σχολιασμός επί των συστάσεων της GRECO – με εξαίρεση μια αναφορά που θα κάνουμε στην κατάληξη μας, που αμέσως ακολουθεί – περιττεύει πιστεύουμε. 

 

 

 

Κλείνοντας λοιπόν, υπό μορφή γενικού σχολίου, ανεξάρτητου και ασύνδετου με την παρούσα υπόθεση, δεν έχουμε δυσκολία να πούμε το εξής: 

 

Επικροτούμε την όποια εισήγηση, πρόταση νόμου, νομοσχέδιο ή σύσταση διεθνούς οργανισμού (επί τούτου είναι σχετικές οι παράγραφοι 123 και 126-128 της προαναφερθείσας έκθεσης της GRECO) για τη δημιουργία καινούργιου, ενιαίου νομοθετήματος που να κωδικοποιεί με ορθολογισμό, πληρότητα και σαφήνεια τα αδικήματα που εμπίπτουν στο ευρύτερο κεφάλαιο της διαφθοράς και τα οποία τώρα βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα νομοθετήματα.  Αντιλαμβανόμαστε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα είναι τεράστιο. Τεράστιο όμως και βαρυσήμαντο είναι και το ζήτημα της διαφθοράς, με το οποίο, δυστυχώς, η χώρα μας έχει πολλάκις συνδεθεί. Η θέσπιση, λοιπόν, ενός ενιαίου και περιεκτικού νομοθετήματος μόνον θετικά μπορεί να επενεργήσει. Θα στείλει σαφή μηνύματα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό για τη λήψη έμπρακτων και αποφασιστικών μέτρων πάταξης της διαφθοράς και θα ισχυροποιήσει έτι περαιτέρω τη βεβαιότητα δικαίου γύρω από το θέμα. Συνάμα, θα συνδράμει στο δύσκολο έργο όσων καλούνται να εφαρμόσουν ή να δώσουν συμβουλή επί της εφαρμογής του δικαίου, προσφέροντας συνακόλουθη πληρότητα γνώσης σ΄ αυτούς που τίθενται αντιμέτωποι με αδικήματα αυτής της φύσεως.   

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, το αίτημα των κατηγορουμένων 1, 2 και 3 απορρίπτεται. Το Κατηγορητήριο παραμένει ως έχει.    

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………

                         Στ. Σταύρου, Π.Ε.Δ.   

 

(Υπ.) ……………………………………

                           Χρ. Παρπόττα, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……………………………………

                Α. Πανταζή-Λάμπρου, Ε.Δ

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο