ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 4372 / 2020

 

S.A.

Παραπονούμενος

και

 

1.    AL THURAYA CONSULTANCY LTD

2.    M.J. P. - P. P.

Κατηγορούμενοι

 

 

Ημερομηνία: 16 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Εκ μέρους του Παραπονούμενου: κος Σ. Αργυρού, κα Ρ. Χρυσοστόμου και κος Ν. Νικολάου

Εκ μέρους των Κατηγορούμενων: κος Θ. Οικονόμου, κος Ι. Οικονόμου και κος Ε. Οικονόμου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Εκ Πρώτης Όψεως)

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.    Οι Κατηγορούμενοι με βάση το κατηγορητήριο της υπόθεσης αντιμετωπίζουν δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά κλοπή, ενώ η δεύτερη κατηγορία, η οποία προστέθηκε στο κατηγορητήριο στις 27.11.2023 κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για προσθήκη κατηγορίας και ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου η οποία επέτρεψε την προσθήκη, αφορά απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

2.    Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας:

 

«Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, περί το Μάιο του 2019 και ενώ απασχολούσαν τον Παραπονούμενο ως μισθωτό, με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη και συνεπεία πλάνης τον έπεισαν και απόκτησαν κατοχή ποσού ύψους 20.000 ευρώ για περίοδο 25 ημέρων εκ του οποίου το ποσό ύψους 5.000 ευρώ δεν επιστράφηκε ποτέ και το κατακρατούν παράνομα χωρίς τη συναίνεση του παραπονούμενου.»

 

3.    Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας:

 

«Οι κατηγορούμενοι 1 και 2, μεταξύ του Μαΐου και του Ιουνίου του 2019, στη Λευκωσία, δια ψευδών παραστάσεων και με σκοπό την καταδολίευση ζήτησαν και απέσπασαν από τον SIYAVASH AMIREBRAHIMI, από την Ισπανία το χρηματικό ποσό των €20.000 ευρώ. Δηλαδή ενώ ζήτησαν οι κατηγορούμενου να τους αποσπάσουν τον Μάιο 2019 το ποσό ύψους 20.000 ευρώ με την δικαιολογία ότι πρόκειται για γρήγορο δάνειο το οποίο θα του επέστρεφαν τον Ιούνιο 2019 δεν επέστρεψαν το εν λόγω ποσό».

 

4.    Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγορούμενων υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων επαρκώς, ώστε να υποχρεώνονται να προβάλουν την υπεράσπιση τους.

 

Β. ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

 

5.    Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Κατηγορούμενων υπέβαλαν στο Δικαστήριο πλήρως εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση στην οποία αναπτύσσεται σε έκταση η επιχειρηματολογία τους και γίνεται παραπομπή σε σχετικές νομικές αυθεντίες.

 

6.    Οι συνήγοροι των Κατηγορούμενων εν πρώτοις ανέφεραν πως πρόκειται για μια κλασσική περίπτωση κατάχρησης διαδικασίας δεδομένου του ότι στην ουσία πρόκειται περί μίας αστικής διαφοράς μεταξύ των μερών η οποία, ωστόσο, μετατράπηκε σε ποινική δίκη. Μάλιστα, αγορεύοντας προφορικά ο συνήγορος των Κατηγορούμενων ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, μετά το πέρας της αντεξέτασης του Παραπονούμενου, είχαν επιδοθεί στον Κατηγορούμενο δύο επιστολές απαίτησης με βάση τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Πρόκειται, κατά την εισήγηση τους, για μια εξόχως αστικής φύσεως υπόθεση η οποία έχει προωθηθεί σε ποινικό δικαστήριο κατά τρόπο καταχρηστικό.

 

7.    Σε σχέση με την κλοπή και το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, οι συνήγοροι των Κατηγορούμενων παραθέτουν τέσσερεις λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι αυτό δεν στοιχειοθετείται. Στην ουσία προωθήθηκε ο ισχυρισμός πως εν προκειμένω ο Παραπονούμενος ήταν με τη συγκατάθεση του που μετέφερε το ποσό των €20.000, ότι μεταβίβασε την κυριότητα της περιουσίας και όχι την κατοχή χωρίς συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, επειδή η μεταφορά χρημάτων από ένα τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί απόκτηση περιουσίας η οποία ανήκει σε άλλον (R v Preddy [1996] 3 W.L.R. 255) καθότι η σχέση καταθέτη και τράπεζας είναι σχέση πιστωτή και οφειλέτη καθώς και επειδή δεν υπάρχει πλάνη ως τίθεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος.

 

8.    Ακολούθως, ανέφεραν ότι ούτε τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στοιχειοθετούνται και δεν έχει προσκομιστεί καμία μαρτυρία σε σχέση με την απόδειξη τους.

 

9.    Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Κατηγορούμενου, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για παράσταση γεγονότος παρελθόντος ή παρόντος. Υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά δεν αποτελεί ψευδή παράσταση.

 

10.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Παραπονούμενου, σε απάντηση στα όσα ανέφεραν οι δικηγόροι των Κατηγορούμενων, υπέβαλε ότι με βάση τη μαρτυρία η οποία προσάχθηκε έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Διαφώνησε με την προσέγγιση η οποία υιοθετείται από τους Κατηγορούμενους, υπό την έννοια ότι στην ουσία ζητούν από το Δικαστήριο να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας και να την εξετάσει εις βάθος, πράγμα ανεπίτρεπτο σε αυτό το στάδιο της υπόθεσης με βάση την εισήγηση του.

 

11.  Περαιτέρω, ο κ. Αργυρού ανέφερε πως ο δόλος και η πρόθεση των Κατηγορούμενων να ξεγελάσουν τον Παραπονούμενο προκύπτει από το ότι του ζήτησαν να μεταφέρει τα χρήματα σε λογαριασμό άλλης εταιρείας από την Κατηγορούμενη 1. Αναφορικά με το επιχείρημα των Κατηγορούμενων πως η διαδικασία είναι καταχρηστική, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Παραπονούμενου ανέφερε ότι η καταχώρηση αγωγής και ιδιωτικής ποινικής διαδικασίας δεν καθιστά την ποινική διαδικασία καταχρηστική.

 

12.  Το Δικαστήριο ευχαριστεί τους συνηγόρους των διαδίκων για τις βοηθητικές τους αγορεύσεις το περιεχόμενο των οποίων έχει τεθεί ενώπιον του. Τα επιχειρήματα των συνηγόρων των μερών υπήρξαν, σε όλη τους την εμβέλεια, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησης τους.

 

Γ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

13.  Προς απόδειξη της υπόθεσης του Παραπονούμενου κατέθεσε ο ίδιος ο Παραπονούμενος. Η πλήρης μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω σε αυτό το σημείο. Το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε μέχρι στιγμής έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και την έχω υπόψιν μου. Θα επικεντρωθώ σε ορισμένα σημαντικά σημεία από τη μαρτυρία του Παραπονούμενου.

 

14.  Ο Παραπονούμενος ετοίμασε γραπτή δήλωση στην Αγγλική γλώσσα (Έγγραφο Α) και η οποία μεταφράστηκε στην Ελληνική (Έγγραφο Β), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι προσλήφθηκε από την Κατηγορούμενη 1 αρχικά στις 28.08.2017 επί δοκιμαστικής βάσεως και ακολούθως την 27.02.2018 συνάφθηκε σύμβαση εργοδότησης μεταξύ των μερών (Τεκμήριο 1). Αφού εργαζόταν για ένα χρόνο και είχε πρόθεση να μείνει στην Κύπρο αποφάσισε να αγοράσει ένα διαμέρισμα. Η οικογένεια του, του δάνεισε €20.000 για να το χρησιμοποιήσει ως προκαταβολή για την αγορά διαμερίσματος, πράγμα το οποίο γνώριζαν οι Κατηγορούμενοι επειδή ο Παραπονούμενος είχε ζητήσει από τον Κατηγορούμενο 2 κάποια βεβαίωση εργοδότησης την οποία παρουσίασε σε τραπεζικά ιδρύματα για σκοπούς εξασφάλισης δανείου.

 

15.  Στις 06.05.2019 ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος είναι διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήριο 8), του απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα ζητώντας του να του δανείσει €20.000. Ανέφερε επίσης ο Κατηγορούμενος 2 ότι θα του επιστρέψει το εν λόγω ποσό την πρώτη εβδομάδα του επόμενου μήνα (ήτοι Ιούνιο του 2019). Το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 06.05.2019 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2.  Ο Κατηγορούμενος 2 του ανέφερε ότι επειδή έχασε τη σύζυγο του και αντιμετώπιζε κάποιες δυσκολίες χρειαζόταν τα χρήματα. Δεδομένου ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν το αφεντικό του Παραπονούμενου, επειδή ανησυχούσε ότι αν δεν του έδινε τα χρήματα ενδεχόμενα να άλλαζε η σχέση τους η οποία χαρακτηριζόταν από αμοιβαία εμπιστοσύνη και επειδή ο Κατηγορούμενος 2 του είχε υποσχεθεί πως θα του επέστρεφε τα χρήματα την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου του 2019, ο Παραπονούμενος αποφάσισε να δανείσει τα χρήματα στον Κατηγορούμενο 2 για να τον βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία για την αγορά του διαμερίσματος του θα διαρκούσε περισσότερο από ένα μήνα.

 

16.  Μετέφερε την ίδια ημέρα το ποσό των €20.000 από το δικό του λογαριασμό στο λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1. Η βεβαίωση για την εκτέλεση της μεταφοράς των χρημάτων στο λογαριασμό της Al Thuraya Consultancy Inc από τον Παραπονούμενο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3.

 

17.  Ως Τεκμήριο 9 κατατέθηκε συζήτηση μεταξύ του Παραπονούμενου και της Κωνσταντίας ΚωνσταντίνουΚΚ»), η οποία εργοδοτείτο στην Κατηγορούμενη 1, σε πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων η οποία έλαβε χώρα την ημέρα κατά την οποία ο Παραπονούμενος μετέφερε τα χρήματα. Η ΚΚ τον παρακάλεσε να μεταφέρει το ποσό των €20.000 σε λογαριασμό με όνομα Al Thuraya Consultancy Inc και παρέθεσε το IBAN και κωδικό SWIFT του τραπεζικού λογαριασμού.

 

18.  Ακολούθως, ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι δυστυχώς, αφού η Κατηγορούμενοι πήραν τα χρήματα δεν τα επέστρεψαν την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου του 2019 όπως υποσχέθηκαν. Εξαιτίας αυτού, έχασε το διαμέρισμα το οποίο ήθελε να αγοράσει. Ο Κατηγορούμενος 2 προέβαλλε διάφορες δικαιολογίες για να αποφύγει να του επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό.  Αλληλογραφία η οποία περιλαμβάνει συζητήσεις μεταξύ του Παραπονούμενου και του Κατηγορούμενου 2 κατατέθηκε  ως δέσμη ως Τεκμήριο 4.

 

19.  Στις 05.08.2019 επιστράφηκε το ποσό των €10.000 μετά από αριθμό μηνυμάτων τα οποία ανταλλάγησαν σε σχέση με την επιστροφή του ποσού. Το υπόλοιπο του ποσού, με βάση υπόσχεση του Κατηγορούμενου 2 θα επιστρέφετο εντός δύο εβδομάδων. Παρήλθαν οι δύο εβδομάδες και το ποσό δεν επιστράφηκε, ενώ ο Παραπονούμενος άκουσε από ένα συνάδελφο του ότι ο Κατηγορούμενος 2 έψαχνε  για αντικαταστάτη του.

 

20.  Στις 12.09.2019 ο Παραπονούμενος προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία αφού ο Κατηγορούμενος 2 αρνείτο να του επιστρέψει το ποσό που του όφειλε. Στις 16.09.2019 και χωρίς να επιστραφούν τα χρήματα δόθηκε στον Παραπονούμενο ειδοποίηση για τερματισμό της εργοδότοσης του. Προηγουμένως, ήτοι στις 13.09.2019, ο Παραπονούμενος απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε αριθμό στελεχών του ομίλου στον οποίο ανήκει η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία με τίτλο «[e]nough is enough» στο οποίο επεξηγούσε το τι διαμείφθηκε μεταξύ εκείνου και του Κατηγορούμενου 2 και προειδοποιούσε ότι ενδεχόμενα να δημιουργηθούν προβλήματα στην εταιρεία δεδομένου ότι είχε την πρόθεση να λάβει νομικά μέτρα εναντίον των Κατηγορούμενων.

 

21.  Ο Παραπονούμενος δια μέσου του δικηγόρου του απέστειλε επιστολή στους Κατηγορούμενους 1 και 2 στις 26.09.2019 (Τεκμήριο 5). Οι Κατηγορούμενοι, αναφέρει ο Παραπονούμενος, δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια για εξεύρεση μιας φιλικής λύσης και αντί τούτου ο δικηγόρος της Κατηγορούμενης 1 (ο οποίος δεν κατονομάζεται) τηλεφώνησε στον Παραπονούμενο απειλώντας τον ότι αν δεν υπογράψει το Τεκμήριο 6 – επιστολή παραίτησης (resignation agreement) -  δεν θα του επέστρεφαν τα χρήματα του. Ο Παραπονούμενος αρνήθηκε να υπογράψει το Τεκμήριο 6. Επικοινώνησε μαζί του η υπεύθυνη προσωπικού της Κατηγορούμενης 1 και του ανέφερε ότι θα του κατέβαλλαν €5.000 ενώ μέχρι τον Οκτώβριο του 2019 θα του κατέβαλλαν και τα υπόλοιπα €5.000. Του ανέφερε επίσης ότι μπορεί να εργάζεται από το σπίτι όπως και έπραξε.

 

22.  Παρέδωσε τον εταιρικό εξοπλισμό του σε διευθυντή της Κατηγορούμενης 1 στις 27.11.2019 ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις που έλαβε, δεν του κατέβαλαν το ποσό των €5.000 το οποίο οι Κατηγορούμενοι εξακολουθούν να του οφείλουν. Ως αποτέλεσμα, οι Κατηγορούμενοι, αναφέρει, του έκλεψαν τα χρήματα του εφόσον τα κρατούν χωρίς τη συγκατάθεση του  και αρνούνται να τα επιστρέψουν παρά το ότι ζήτησε κατ’ επανάληψη την επιστροφή τους. Κατά συνέπεια έχει παράπονο εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2.

 

23.  Ως Τεκμήριο 10 (α) – 10(γ) κατατέθηκε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των μερών στην παρούσα υπόθεση και του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με αίτημα από τους Κατηγορούμενους για αναστολή της ποινικής δίωξης.

 

24.  Ως Τεκμήριο 11 κατατέθηκε επιστολή από τους δικηγόρους των Κατηγορούμενων προς τους δικηγόρους του Παραπονούμενου ημερομηνίας 04.02.2022 στην οποία εκφράζεται η προθυμία των Κατηγορούμενων να καταβάλουν στον Παραπονούμενο το ποσό των €5.000 και μάλιστα ζητούν τα τραπεζικά στοιχεία του λογαριασμού του Παραπονούμενου για να προχωρήσουν οι Κατηγορούμενη στην καταβολή του ποσού.

 

25.  Αντεξεταζόμενος σε σχέση με το ότι δεν είναι στην Κατηγορούμενη 1 που είχε δοθεί το δάνειο, ο Παρπονούμενος απάντησε καταφατικά, ωστόσο διευκρίνισε πως είναι ο Κατηγορούμενος 2 που του είπε να μεταφέρει τα χρήματα σε εκείνο το λογαριασμό οποίος φαίνεται να ανήκει στην  Al Thuraya Consultancy Inc, ενώ η Κατηγορούμενη 1 είναι η Al Thuraya Consultancy Ltd.

 

26.  Ο Παραπονούμενος επίσης ανέφερε ότι γνώριζε πως είχε αποβιώσει η σύζυγος του Κατηγορούμενου 2 (εφεξής «Αποβιώσασα»). Του υποβλήθηκε ότι η Αποβιώσασα ήταν ένα εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας και λόγω του θανάτου της παγοποιήθηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί της εταιρείας και προέκυψαν διάφορα ζητήματα ρευστότητας. Ο Παραπονούμενος ανέφερε πως δεν έχει γνώση επί τούτου ενώ αρνήθηκε την υποβολή ότι υπήρχαν προβλήματα ρευστότητας δεδομένου ότι ο Κατηγορούμενος 2 διέμενε σε έπαυλη και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο.

 

27.  Περαιτέρω, αρνήθηκε ότι το ζήτημα δημιουργήθηκε λόγω του θανάτου της Αποβιωσάσης διότι, ως ανέφερε, ο Κατηγορούμενος 2 δύο μήνες μετά έφερε μια κοπέλα από τη Ρωσία την οποία παρουσίασε ως τη σύντροφο του μαζί του στην εταιρεία. Αρνήθηκε ότι τα προβλήματα ρευστότητας της Κατηγορούμενης 2 οφείλονταν στις καθυστερήσεις στις διαδικασίες για τη διαχείριση της περιουσίας της Αποβιωσάσης.  Ο Παραπονούμενος απάντησε ότι γνώριζε πως ο Κατηγορούμενος 2 ήθελε να πάρει το οικογενειακό σπίτι της Αποβιωσάσης στη Σλοβακία και ότι όντως υπήρχε κάποιο πρόβλημα πλην όμως δεν σχετίζεται με την υπόθεση.

 

28.  Υποδείχθηκε στον Παραπονούμενο το Τεκμήριο 11 και ανέφερε ότι τον ενημέρωσαν για αυτό. Ακολούθως υποβλήθηκε στον Παραπονούμενο ότι καμία απάντηση δεν δόθηκε στην επιστολή, διαβάστηκαν οι παράγραφοι 4 και 5 της επιστολής και αυτός απάντησε «Γιατί δεν ήρθε σε εμένα. Δεν ήρθε σε εμένα ποτέ».

 

29.  Όσον αφορά το ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο Παραπονούμενος του υποβλήθηκε ότι αυτό έγινε για τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι επειδή απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε διάφορα πρόσωπα τα οποία εργάζονταν στην Κατηγορούμενη 1 αναφέροντας ότι ο Κατηγορούμενος 2 του οφείλει χρήματα. Ο Παραπονούμενος συμφώνησε ότι έστειλε το μήνυμα και επιπλέον ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο το έπραξε ήταν επειδή θα τον έδιωχναν από το σπίτι του και ήταν απεγνωσμένος. Συνεπώς, έστειλε το μήνυμα για να πιέσουν οι παραλήπτες το μηνύματος τον Κατηγορούμενο 2 να του επιστρέψει τα χρήματα του. Επίσης ανέφερε, ότι υπήρχαν και άλλες περιπτώσεις με πρόσωπα τα οποία παραπονέθηκαν πως ο Κατηγορούμενος 2 τους έκλεψε τα χρήματα τους.

 

30.  Υποβλήθηκε επίσης στον Παραπονούμενο ότι με το μήνυμα του ημερ. 13.09.2019 απείλησε ότι θα προέβαινε σε ενέργειες που θα μπορούσαν να βλάψουν την Κατηγορούμενη 1. Ο Παραπονούμενος απάντησε ότι εννοούσε με αυτό ότι θα προχωρούσε με δικαστικές διαδικασίες και κατά συνέπεια όλοι θα μάθαιναν για αυτό το συμβάν. Πρόσθεσε ότι εάν ήθελε να προκαλέσει ζημιά στην Κατηγορούμενη 1 είχε τη δύναμη να διαγράψει όλα τα δεδομένα από τους διακομιστές (servers) της εταιρείας και να την καταστρέψει πλήρως αλλά δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά.

 

31.  Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο έστειλε το μήνυμα ημερ. 13.09.2019 από λογαριασμό άλλης εταιρείας (με την επωνυμία Solenco) και που το υπέγραψε ως διευθύνων σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας, ο Παραπονούμενος απάντησε ότι είχε πληροφορίες πως θα τον διέγραφαν από την εταιρεία (Κατηγορούμενη 1) και δεν θα είχε πρόσβαση στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο και γι’ αυτό απέστειλε το μήνυμα από την προηγούμενη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του. Διευκρίνισε πως η Solenco είχε κλείσει και η υπογραφή ήταν αυτοματοποιημένη. Ήθελε να στείλει το μήνυμα εκείνο για να το χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό στοιχείο.

 

32.  Σε ερώτηση αν γνωρίζει γιατί η αστυνομία δεν προχώρησε με ποινική δίωξη εναντίον των Κατηγορούμενων όταν ο Παραπονούμενος κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, απάντησε ότι δεν είχε ζητήσει να γίνει ποινική δίωξη από την Αστυνομία και πήγε απευθείας στον δικηγόρο του. Αρνήθηκε υποβολή ότι ο λόγος για τον οποίο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη ήταν επειδή η αστυνομία έκρινε πως δεν αποκαλύπτετο ποινικό αδίκημα.

 

33.  Ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση 2 κατατέθηκε επιστολή από το ΤΑΕ – Αναπληρωτή Ανώτερο Υπαστυνόμο προς τους δικηγόρους των Κατηγορούμενων στην οποία αναφέρεται ότι ο Παραπονούμενος την 02.07.2020  προέβη σε καταγγελία στο ΤΑΕ εναντίον του Κατηγορούμενου 2. Επειδή η καταγγελία αφορούσε οικονομική διαφορά και όχι ποινικό αδίκημα δεν έγινε καμία ενέργεια από τον Αστυνομία.

 

34.  Υποβλήθηκε, συναφώς, στον Παραπονούμενο ότι δεν είπε την αλήθεια όταν ανέφερε πως προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία το 2019. Ο Παραπονούμενος απάντησε ότι δεν έκανε καταγγελία στις 02.07.2020. Είχε όμως πάει σε αστυνομικό σταθμό για να υποβάλει καταγγελία και θυμάται ότι είχαν τηλεφωνήσει στον Κατηγορούμενο.

 

35.  Υποβλήθηκε επίσης πως η δίωξη αυτή γίνεται καταχρηστικά, υποβολή την οποία αρνήθηκε ο Παραπονούμενος.

 

 

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Ι. Εκ πρώτης όψεως

 

36.  Σύμφωνα με το άρθρο 74 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ. 155), ως έχει τροποποιηθεί, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, κατά τρόπο επαρκή ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο.

 

37.  Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, το να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία ορώμενη εξ όψεως και όχι σε βάθος εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου.

 

38.  Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (In Re Kakos (1985) 1 CLR 250, Fowles v. Λ.M.G. κ.ά.Ποιν. Έφεση Αρ. 57/2022, ημερ. 8/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, ECLI:CY:AD:2023:B152)

 

39.  Το βάρος απόδειξης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό σε σύγκριση με το βάρος απόδειξης με το οποίο επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Είναι αρκετό να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9).

 

40.   Το στάδιο του εκ πρώτης όψεως αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης το οποίο προστατεύει τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Αν η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό (απόφαση Δικαστή Ναθαναήλ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851).

 

41.   Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση».  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex ν. Mustafa Kara Mehmed 16 C.L.R. 46  συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσής της, δηλαδή των Άρθρων 143 και 144 της περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη.  Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων:  (α)  Wiseman & Another v. Bomeman &  Others (1967) 3 All E.R. 1045, (b) Cozens v. Brutus (1972) 2 All E.R. 1, (c) Ellis v. Jones (1973) 2 All E.R. 893, (d) R. v. Galbraith (1981) 2 All E. R. 1061, (e) R. v. Barker (Note (1975) 65 Cr. App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης.  Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης.  Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

42.   Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τα εξής όσον αφορά τις αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:

 

«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»

 

Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145):

 

«Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφασή του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

 

«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»

 

43.   Παρατίθεται επίσης απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ 82 σε σχέση  με το ορθό κριτήριο στον στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Όπως επίσης και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ότι στο στάδιο εκείνο έπρεπε να ικανοποιηθεί "ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμβιβασμό, εκτός από το συμπέρασμα της ενοχής του κατηγορουμένου". Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας

 

44.   Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη σχετική νομολογία αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης (ίδετε Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.191, Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.808).  

 

 

ΙΙ. Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις

 

45.   Ο όρος «ψευδής παράσταση» ορίζεται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154 ως ακολούθως:

«297.Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

46.   Το άρθρο 298 με πλαγιότιτλο «εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις» προνοεί τα ακόλουθα:

«298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

47.   Από τα πιο πάνω άρθρα προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις είναι τα ακόλουθα:  

 

i.           η ψευδής παράσταση, δηλαδή η παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά, η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής,

ii.         η γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή,

iii.        η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό καταδολίευσης και 

iv.        ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης, ο κατηγορούμενος να αποκτήσει από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή να υποκινήσει άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα.

 

48.   Το λεκτικό του άρθρου 298(1) του Κεφ. 154 είναι παρόμοιο με το άρθρο 32 του  Larceny Act 1916 και η Κυπριακή Νομολογία φαίνεται να υιοθετεί την Αγγλική νομολογία επί του θέματος. Συνεπώς, αντλήθηκε καθοδήγηση από το σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence & Practice, 36th edition, 1966, παράγραφοι 1935 – 1970.

 

Ψευδής παράσταση

 

49.   Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις προϋποθέτει, κατά πρώτον, την ύπαρξη «ψευδών παραστάσεων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154, με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ψευδείς παραστάσεις όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

50.   Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται (Archbold, ανωτέρω, παρ. 1945: “...a person fraudulently represents as an existing fact that which is not an existing fact…”).

 

51.   Δεν είναι απαραίτητο όπως η ψευδής παράσταση γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη, χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, αρκούν (Archbold, παρ. 1956 – “Form of pretence: It is not necessary that the pretence should be by words; the conduct and acts of the party will be sufficient, without any verbal or written representation.”)

 

52.   Ένα παράδειγμα ψευδούς παράστασης με συμπεριφορά είναι η R v. Barnard (1837) 7 C&P 784 στην οποία τέθηκε ως obiter dictum ότι, ο κατηγορούμενος ο οποίος έπεισε ένα καταστηματάρχη να του πωλήσει εμπορεύματα επί πιστώσει αφού προέβη σε παράσταση ότι είναι φοιτητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (με λόγια και κατά τρόπο ρητό), θα κρινόταν ένοχος ακόμη και αν δεν προέβαινε σε παράσταση με λόγια, επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο ενδεδυμένος με τη χαρακτηριστική τήβεννο και το καπέλο το οποίο φορούσαν οι φοιτητές της Οξφόρδης τον τότε καιρό (Smith & Hogan, Criminal Law, 11th edn., σελ. 743).

 

53.   Μια παράσταση ότι ο κατηγορούμενος θα προβεί σε μια πράξη στο μέλλον δεν θεωρείται ψευδείς παράσταση. Ούτε και η έκφραση άποψης (opinion, untrue praise) μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση.  Ωστόσο, μια παράσταση η οποία εμπεριέχει ψευδή δήλωση σε σχέση με το παρόν σε συνάρτηση με παράσταση για μελλοντική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ψευδείς παράσταση εν τη εννοία του αρ. 297.

 

54.   Μια δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός, είτε γίνεται προφορικά, είτε γραπτά, δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη, αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου το γεγονός ότι η δήλωση εύλογα και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο με τον οποίο έγινε. Είναι, όμως, αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής και να έχει την πρόθεση ο παραπονούμενος να προσδώσει σε αυτή τη δήλωση το νόημα που υποστηρίζει τις παραστάσεις για τις οποίες κατηγορείται (Archbold, ανωτέρω, παρ. 1956, σελ. 716).  

 

55.   Στην Κύπρος Κυπριανού ν. ΑστυνομίαςΠοιν. Έφεση 318/2015, ECLI:CY:AD:2017:B285, 07.09.2017, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας απόσπασμα από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 παρατήρησε ότι:

 

«Μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής». 

 

56.   Επιπλέον, ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Ιωάννου Μαργαρίτα κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 417, παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση».

 

57.   Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ. 65, κρίθηκε ότι  παράσταση, η οποία συνίστατο στο γεγονός πως οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν δύο διαμερίσματα σε ανεγειρόμενη πολυκατοικία τους, ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί, ενέπιπτε στην έννοια του όρου ψευδής παράσταση. Επίσης, στην υπόθεση Κυπριανού (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η παράσταση του εφεσείοντα προς τους ΜΚ 5 και 6, ότι η μεζονέτα αρ. 6 ήταν ελεύθερη προς πώληση, συνεπώς υποκείμενη προς αγορά και σύναψη αγοραπωλητηρίου, με σκοπό να τους πείσει να προβούν στην εν λόγω πράξη, ενώ ο ίδιος γνώριζε ότι αυτή του η παράσταση ήταν ψευδής, καθότι η συγκεκριμένη μεζονέτα ανήκε ήδη σε άλλο πρόσωπο, ενέπιπτε στην έννοια του όρου της ψευδούς παράστασης.

 

Γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση

 

58.   Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής (Κύπρος Κυπριανού, ανωτέρω).

 

59.   Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2015, αναφέρονται στη σελίδα 2313 τα ακόλουθα:

 

«The representation must be untrue or misleading. There is no express requirement of materiality in this respect in which it is untrue or misleading, either objectively or subjectively to the defendant».

 

 Και στη σελίδα 2314:

 

«The definition of "false" incorporated the requirement that the person making the representation knows that the representation is, or might be untrue or misleading. It is the defendant's actual knowledge that matters, not what he ought to have known, or what a reasonable person would have known».

 

Ο Παραπονούμενος θα πρέπει να βασιστεί στη ψευδή παράσταση

 

60.   Δεν είναι αρκετό να υπάρχει μια ψευδής παράσταση. Θα πρέπει  η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του θύματος κατά τρόπο με τον οποίο τον έπεισε να αποξενωθεί τα αγαθά του. Θα πρέπει η μαρτυρία να καταδεικνύει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του εξαπατημένου και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε, είτε πλήρως, είτε μερικώς, να αποξενωθεί την περιουσία του. Εάν ο παραπονούμενος στηρίχθηκε στη δική του κρίση και όχι στην παράσταση τότε ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί.

 

61.   Τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος έχουν αναλυθεί στην απόφαση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v. Σιεγγέρη κ.ά., Ποινική Έφεση 121/2014, ημερομηνίας 16.12.2016, στην οποία αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, δια ψευδούς παραστάσεως, και με πρόθεση καταδολίευσης.  Παρατήρησε ότι, για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του

 

62.   Είναι σχετικό με αυτό το θέμα επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold, παρ. 1960, σελ. 717:

 

The inducement. It must be proved that the goods, etc. (a), named in the indictment, or some part of them… were obtained by means of the pretences alleged; in other words, the prosecution must prove that the alleged false pretence(s) operated on the mind of the person alleged to have been defrauded and induced him either wholly or in part to part with his money or property. … but proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a witness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement.”

 

Η πρόθεση καταδολίευσης του Παραπονούμενου

 

63.   Εκτός από την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων, η στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 298  του Κεφ. 154 προϋποθέτει την απόκτηση οποιουδήποτε πράγματος που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή την υποκίνηση κάποιου να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα με πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud).  

 

64.   Στην Ευθυμίου (ανωτέρω) τονίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης, όπως και η πρόθεση καταδολίευσης για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, ανάγεται στην εξ αρχής πρόθεση του κατηγορούμενου να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις στις οποίες προβαίνει και όχι στην εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Όμως η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση.  Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), "The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion". Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη. Εδώ δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια, από το γεγονός της, παρά την είσπραξη χρημάτων, μη τήρησης των υποσχέσεων του Εφεσείοντα και των διαβεβαιώσεων του ότι θα διευθετούσε το θέμα, συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης.»

 

65.   Όπως προκύπτει από την Ευθυμίου (ανωτέρω), κρίσιμος χρόνος για να κριθεί τόσο η γνώση του κατηγορούμενου για το ψευδές της παράστασης όσο και η απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός προβαίνει στην εν λόγω παράσταση.

 

66.   Αναφορικά με το στοιχείο της πρόθεσης ή του σκοπού καταδολίευσης, επειδή αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας, εφόσον ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός προσώπου, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως αναφέρεται στον Archbold, παρ. 1961, η πρόθεση καταδολίευσης σε πολλές περιπτώσεις εξυπακούεται από τα γεγονότα: “ ... in many cases it may be inferred from the facts of the caseWhere money is obtained by pretences that are, prima facie, false there is an intent to defraud … And prima facie everyone must be taken to intend the consequences of his acts…”

 

67.   Ωστόσο αναφέρεται επίσης στην παράγραφο 1961, σελ. 717 στον Archbold : “But unless the intent is clear from the facts, the jury should be directed on the point, and told that an important element in the case is an intent to defraud”.

 

68.    Όπου η κατηγορούσα αρχή αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψεύδους, αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης, αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση. Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή, τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης.

 

69.   Περαιτέρω, σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης με βάση τη σχετική αγγλική νομολογία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1961) A.C.103, H.L. «πρόθεση καταδολίευσης» (intent to defraud) σημαίνει πρόθεση πρόκλησης ή κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα εξαπάτησης. Στη Welham (ανωτέρω) αποσαφηνίσθηκε ότι η πρόθεση καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση ή στον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς στο θύμα της απάτης, αλλά καλύπτει γενικά και οποιαδήποτε άλλη βλάβη στο θύμα, έστω και αν αυτή δεν είναι χρηματικής ή οικονομικής φύσεως (it extends generally to the purpose of fraud and deceit). Ο όρος πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud) αναλύεται επίσης στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14, όπου επιδοκιμάσθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά, μεταξύ άλλων αποφάσεων, και στη Welham (ανωτέρω). 

 

70.   Γίνεται παραπομπή στην Welham  και στην απόφαση του Λόρδου Denning με την οποία συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής των Λόρδων και παρατίθεται, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Put shortly, 'with intent to defraud' means, 'with intent to practise a fraud' on someone or other. It need not be anyone in particular someone in general will suffice. If anyone may be prejudiced in any way by the fraud, that is enough".

 

71.    Σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης παραπέμπω επίσης και στην Georghiou v Republic (1984) 2 CLR 65, όπου επίσης γίνεται παραπομπή στην Welham.

 

72.   Στο σύγγραμμα Archbold 2015 criminal pleadingevidence and practice αναφέρονται και τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια του όρου «πρόθεση καταδολίευσης» στην παράγραφο 1762 σελ. 1979 με τίτλο «with intent to defraud or fraudulently» :

 

«"To defraud" or to act "fraudulently" is dishonestly to prejudice or to take the risk of prejudicing another's right, knowing that you have no right to do so: Welham v. DPP 1961 A.C. 103 HL.»

 

ΙΙΙ. Κλοπή

 

73.   Το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως έχει τροποποιηθεί προνοεί ως ακολούθως:

 

(1)  Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

 

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-

(i) με τέχνασμα

(ii) με εκφοβισμό

(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο

(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα

(β)   ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.

(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.

(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.

74.   Η νομολογία επί του αδικήματος έχει συνοψισθεί, με αναφορά και σε σχετική Αγγλική νομολογία, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486.

 

75.   Τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος με βάση την Ανδρονίκου είναι τα ακόλουθα

 

i.      Η απόκτηση κατοχής και η αποκόμιση πράγματος.

ii.     Αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή αν η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, ο κατηγορούμενος στη συνέχεια να την ιδιοποιήθηκε χωρίς τέτοια συγκατάθεση.

iii.    Ο κατηγορούμενος να ενήργησε με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώµατος µε καλή πίστη.

iv.   Η περιουσία να είναι τέτοια που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

v.     Ο κατηγορούμενος να είχε κατά τον χρόνο της απόκτησης κατοχής την πρόθεση να αποστερήσει την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της μόνιμα ή παρόλο ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο που η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του, να προχώρησε αργότερα στον δόλιο σφετερισμό της περιουσίας.

 

76.   Η διάταξη του άρθρου 255 του Κεφ. 154 είναι σχεδόν ταυτόσημη με το άρθρο 1 του Αγγλικού Larceny Act του 1916, το οποίο κωδικοποίησε στην ουσία το Κοινοδίκαιο όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής.[i]

 

77.   Στην R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466  λέχθηκε ότι στοιχεία της κλοπής είναι (1) η λήψη της περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής.

 

Απόκτηση Κατοχής ή Αποκόμιση Πράγματος Χωρίς τη Συγκατάθεση του Ιδιοκτήτη

 

78.   Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει να υπάρξει απόκτηση κατοχής της περιουσίας χωρίς συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Η απόκτηση χωρίς συγκατάθεση είναι και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του αδικήματος της κλοπής και αυτού της εξασφάλισης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και της απάτης.

 

79.    Με βάση τον Archbold, παρ. 1478 η κλοπή περιλαμβάνει το στοιχείο της επέμβασης – trespass. Στην παρ. 1479 αναφέρεται ότι: "[w]here the owner, of his own free will, parts not only with the possession but also with the property in the goods taken, the person taking the goods cannot be guilty of larceny, however fraudulent were the means by which the delivery of the goods was procured…” . Όταν δηλαδή ο παραπονούμενος με την συναίνεση του δίδει την περιουσία  σε κάποιον άλλο δεν μπορεί ο δεύτερος να καταδικαστεί για κλοπή έστω και αν εξαπάτησε τον παραπονούμενο.

 

80.   Σχετική είναι η παράγραφος 1480 στον Archbold: “No subsequent conversion by the person in whom the property has thus vested can be construed into larceny, whatever the intent of the party may be.” Παρατίθενται και διάφορα παραδείγματα περιπτώσεων όπου ο δράστης με τη συγκατάθεση του παραπονούμενου ανέλαβε κατοχή ορισμένου πράγματος, είπε ότι θα επιστρέψει για να το πληρώσει και δεν επέστρεψε. Θεωρήθηκε πως δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της κλοπής καθότι τόσο η περιουσία όσο και η κατοχή είχαν εγκαταλειφθεί από τον Παραπονούμενο – the property as well as the possession was parted with”.

 

81.   Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι μετά την κυρίως εξέταση του Παραπονούμενου, υποβλήθηκε αίτημα για προσθήκη και κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Πρέπει να αναφερθεί ότι για να αποδειχθεί το αδίκημα της κλοπής στην Κύπρο, απαιτείται η απόδειξη της λήψης κατοχής από το δράστη και η απουσία συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη να αποχωριστεί της περιουσίας του (Ανδρονίκου, ανωτέρω). Για να αποδειχθούν τα αδικήματα των ψευδών παραστάσεων, απαιτείται να αποδειχτεί η παρακίνηση (inducement) του θύματος με ψευδείς παραστάσεις να συγκατατεθεί να αποχωριστεί τα χρήματα του ή την περιουσία του (ίδετε μεταξύ άλλων Archbold 36th ed. par. 1960). Το πρόβλημα το οποίο δημιουργείται είναι ότι κατά κάποιον τρόπο τα δύο αδικήματα είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα ή αντιφατικά (mutually exclusive) υπό την έννοια ότι εάν υφίσταται το ένα δεν μπορεί να υφίσταται και το άλλο (Smith & Hogan’s, Criminal Law, 13th edn., p.783).

 

82.   Βεβαίως υπάρχει και η απόκτηση κατοχής με «τέχνασμα» - by trickery (ίδετε Archbold, par. 1483), ωστόσο ξεκαθαρίζεται ότι για να θεωρείται απόκτηση κατοχής με τέχνασμα πρέπει το θύμα να παραδίδει προσωρινά την κατοχή και όχι ολόκληρο το περιουσιακό δικαίωμα, ήτοι ολοκληρωτική αποχώριση της περιουσίας του. Η διαφορά μεταξύ απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής - απόκτησης κατοχής με τέχνασμα επεξηγείται στην παρ. 1497 του Archbold: The most intelligible distinction seems to be this: in larceny the owner of the thing stolen has no intention to part with his property  therein to the person taking it, although he may intend to part with the possession; in false pretences the owner does intend to part with his property in the money or chattel, but it is obtained from him by fraud.”

 

83.   Για να λυθεί το πιο πάνω ζήτημα στην Αγγλία είχε θεσπιστεί το  άρθρο 44 του Larceny Act 1916.[ii] Σύμφωνα με την εν λόγω πρόνοια, όταν κάποιος κατηγορείται για απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, μπορεί να καταδικαστεί για το εν λόγω αδίκημα έστω και αν αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα «έκλεψε» την περιουσία. Ταυτόχρονα, κάποιος ο οποίος κατηγορείται ότι «έκλεψε περιουσία», μπορεί να αθωωθεί για το αδίκημα της κλοπής και να καταδικαστεί για το αδίκημα της «απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις» αν αποδειχτεί ότι τελικά είχε πείσει τον ιδιοκτήτη να αποχωριστεί την περιουσία του. Στην Κύπρο βεβαίως δεν υπάρχει παρόμοια πρόνοια.

 

84.   Σε σχέση με την απόκτηση κατοχής συνεπεία πλάνης (mistake) χρειάζεται να αποδειχθεί κάποιου είδους πλάνη ή λάθος από μέρους του παραπονούμενου ενώ να είναι σε γνώση του δράστη ότι η κατοχή αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η R v. Middleton (1873) L.R. 2 C.C.R. 38 (ίδετε Archbold,par. 1500). 

 

Επιφύλαξη του αρ. 255(1) Fraudulent conversion -  Σφετερισμός από πρόσωπο το οποίο είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης, με δόλιο τρόπο για χρήση από τον ίδιο

 

85.   Θεματοφύλακας (bailee) με βάση τον Archbold (παρ. 1515) είναι πρόσωπο το οποίο τα αγαθά παραδίδονται για ένα συγκεκριμένο σκοπό χωρίς πρόθεση μεταβίβασης της ιδιοκτησίας (“a person to whom goods are entrusted for a specific purpose without any intention of transferring the ownersip to such a person.

 

86.    Στην Platritis v. Police (1967) 2 C.L.R. 174 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την επιφύλαξη του άρθρου 255(1) και την κλοπή από πρόσωπο το οποίο κατέχει νόμιμα την περιουσία:

 

“In my opinion, under the sections charging he accused, it is essential that three things should be proved by the prosecution to the satisfaction of the Court; first, that the money was entrusted to the accused person for a particular purpose; secondly, that he used it for some other purpose; and thirdly that such misuse of the money was fraudulent and dishonest.”

 

Σε μετάφραση (ανεπίσημη)

 

«Κατά την γνώμη μου, δυνάμει των διατάξεων με βάση τις οποίες κατηγορείται ο Κατηγορούμενος, είναι απαραίτητο να αποδειχθούν τρία συστατικά στοιχεία προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου. Πρώτον, τα χρήματα θα πρέπει να εμπιστευθούν στον κατηγορούμενο (να δοθούν δυνάμει κάποιας σχέση εμπιστοσύνης) για ένα συγκεκριμένο σκοπό, δεύτερον, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσει για κάποιον άλλο σκοπό και τρίτον η χρήση για άλλο σκοπό από τον προοριζόμενο έγινε δολίως και με ανέντιμο τρόπο.»

 

87.   Στην περίπτωση της ιδιοποίησης – σφετερισμού κατά την ιδιοποίηση θα πρέπει να αποδειχθεί η πρόθεση της μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της.

 

Ο κατηγορούμενος να ενήργησε με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώµατος µε καλή πίστη

 

88.  Η λέξη «fraudulently» -  με δόλιο τρόπο δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση και με γνώση ότι ο δράστης αποκομίζει την περιουσία κάποιου άλλου προσώπου (Archbold, par. 1470).

 

89.  Στην απόφαση του Ανωάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το συστατικό στοιχείο του ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε δολίως:

 

«Κρίνουμε όμως ορθή και την καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το Νόμο. Θεώρησε πως ήταν ερμηνευτικές του Κυπριακού Νόμου οι υποθέσεις Costas Michael Platritis vThe Police (1967) 2 CLR 174 και Azinas and Another vThe Police (1981) 2 CLR σελ. 9. Στην πρώτη αποφασίστηκε πως ο όρος "δολίως" (fraudulently) σήμαινε μόνο "σκόπιμα και εκ προθέσεως" δηλαδή χωρίς λάθος και πως η ελπίδα ή η προσδοκία επιστροφής των χρημάτων δεν συνιστά υπεράσπιση. (Rex vWilliams and Another [1953] 1 All E.R. 1068). Στη δεύτερη, που ακολούθησε πλέον τη θέσπιση του αγγλικού Theft Act του 1968 αλλά και τις υποθέσεις Feely και Zisimides (ανωτέρω), επαναβεβαιώθηκε η υπόθεση PlatritisΑποφασίστηκε ότι η υπόθεση Feely αφορούσε στο νέο αγγλικό νόμο οι πρόνοιες του οποίου ήταν διαφορετικές τόσο από Larceny Act του 1916 όσο και από τον Κυπριακό Νόμο. Επαναλήφθηκε, όπως και στην Platritis (Βλ. και Charalambos Soteriou (PambosvRepublic (1962) CLR 188), ότι είναι ασφαλέστερο να προσεγγίζεται η υπόθεση έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του δικού μας Κώδικα αντί να ανατρέχουμε στο αγγλικό κοινοδίκαιο το οποίο δεν αποτελεί ευθέως το πρωτότυπο του. Κρίθηκε πως οι αποφάσεις αναφορικά με την έννοια του όρου "ανεντιμότητα" στον Theft Act του 1968 δεν έχουν άμεση σχετικότητα κατά την ερμηνεία του Κυπριακού Νόμου. Υιοθετούμε αυτή την προσέγγιση.»

 

Ο κατηγορούμενος να είχε κατά τον χρόνο της απόκτησης κατοχής πρόθεση να αποστερήσει την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της μόνιμα ή παρόλο ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο που η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του, να προχώρησε αργότερα στον δόλιο σφετερισμό της περιουσίας

 

90.  Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του.

 

91.  Με βάση την παράγραφο 1471, σελ. 545 στον Archbold: “the intent permanently to deprive the owner (animus furandi) must be formed at the time at which the taking away occurs”.

 

92.  Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο δράστης είχε την πρόθεση να αποστερήσει την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της όχι προσωρινά, αλλά μόνιμα. Εάν επιστραφεί η περιουσία δεν μπορεί να αποδειχθεί η κλοπή αλλά ενδεχόμενα  η προσωρινή αποστέρηση περιουσίας να αποτελεί μόνο παράνομη επέμβαση.

 

 

Ε. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

93.  Οι εκατέρωθεν επί του θέματος θέσεις έχουν τύχει προσεκτικής μελέτης. Έχουν ληφθεί υπόψη τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και διεξήλθα με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.  

 

94.  Αυτό το έπραξα υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών οι οποίες διέπουν το ζήτημα ως τέθηκαν στην ενότητα Δ της παρούσας απόφασης, ήτοι χωρίς να προβώ σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνοντας τα γεγονότα επί τη βάσει μιας αντικειμενικής θεώρησης και χωρίς να υπεισέλθω στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα η οποία δύναται να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει χώρα στο τέλος της υπόθεσης και όχι σε αυτό το στάδιο.

 

95.  Όσον αφορά το ζήτημα της κατάχρησης διαδικασίας λόγω του ότι η υπόθεση κατά την εισήγηση των συνηγόρων των Κατηγορούμενο είναι μια, κατ’ ουσίαν, αστική διαφορά, το οποίο εγέρθηκε σε συνδυασμό με το ότι επιδόθηκαν στους Κατηγορούμενους επιστολές απαίτησης, θεωρώ ότι δεν είναι αυτό το κατάλληλο στάδιο για την εξέταση αυτού του ζητήματος παρότι με βάση τη σχετική επί του θέματος της κατάχρησης νομολογίας δύναται να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και ex proprio motu από το Δικαστήριο.  Επίσης, εκτός από το ότι υπήρξε μια συμφωνία μεταξύ των μερών η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αστικής διαδικασίας και ότι πρόκειται να εγερθεί αγωγή, δεν τέθηκε οτιδήποτε άλλο ενώπιον του Δικαστηρίου προς τεκμηρίωση της εισήγησης των Κατηγορούμενων περί κατάχρησης.

 

96.  Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι μια αστική διαφορά δεν συνιστά εμπόδιο για καταχώριση παράλληλα και ιδιωτικής ποινικής δίωξης (ίδετε Sergei κ.α. v Vasilyeva κ.α., Ποιν. Εφ. 159 / 2017, 11.06.2019 και απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522). 

 

97.  Επομένως, η προσοχή του Δικαστηρίου θα στραφεί στη διαπίστωση του κατά πόσον η ενώπιον του μαρτυρία, κρινόμενη με τον πιο επιεική για τον Παραπονούμενο τρόπο, στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων τα οποία καταλογίζονται στους Κατηγορούμενους.

 

Ι. Πρώτη Κατηγορία - Κλοπή

 

98.  Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, ήτοι αυτήν της κλοπής, εν πρώτοις επισημαίνεται ότι η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε αφορά την μεταβίβαση του ποσού των €20.000 με τη συγκατάθεση του Παραπονούμενου. Ως προαναφέρθηκε, όταν ο Παραπονούμενος με την συναίνεση του δίδει την περιουσία  σε κάποιον άλλο δεν μπορεί ο δεύτερος να καταδικαστεί για κλοπή έστω και αν εξαπάτησε τον Παραπονούμενο. Αυτό, μεταξύ άλλων, επειδή για την στοιχειοθέτηση της κλοπής χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η κατοχή αποκτήθηκε χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη. Σχετική είναι η παράγραφος 1480 στον Archbold.[iii] Αν ο Παραπονούμενος αποχωριστεί την κυριότητα / ιδιοκτησία (the property as well as the possession was parted with) δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, όπως έγινε εν προκειμένω.

 

99.  Συνεπώς, δεν έχει δοθεί μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή για τη στοιχειοθέτηση του συστατικού στοιχέιου της απόκτηση κατοχής η αποκόμισης πράγματος χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία έχει προσαχθεί όσον αφορά ιδιοποίηση χωρίς συγκατάθεση αφού η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.

 

100.  Εν πάση περιπτώσει η υπόθεση προωθήθηκε στη βάση της κλοπής λόγω πλάνης και όχι με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 255 (1) του Ποινικού Κώδικα, ήτοι την ιδιοποίηση - σφετερισμό, και δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για την οποιαδήποτε πρόθεση ή ένοχη διάνοια των Κατηγορούμενων όσον αφορά ενδεχόμενη ιδιοποίηση. Περαιτέρω, ούτε και προσάχθηκε μαρτυρία σε σχέση με το ότι τα χρήματα δόθηκαν για ένα συγκεκριμένο σκοπό χωρίς πρόθεση από μέρους του Παραπονούμενου μεταβίβασης ιδιοκτησίας, για να μπορεί να τεθεί θέμα σφετερισμού - fraudulent conversion. Αντιθέτως, με βάση το Τεκμήριο 2 ο Κατηγορούμενος 2  φαίνεται να ανέφερε στον Παραπονούμενο “...I can use it and give it back to you…”  και συνεπώς, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι τα χρήματα δεν είχαν μεταφερθεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό αλλά για να τα χρησιμοποιήσει ο Κατηγορούμενος 2 όπως αυτός επιθυμούσε.

 

101.  Επιπρόσθετα, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για πλάνη (mistake) ως αναφέρεται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας. Αντιθέτως, η μαρτυρία που προσκομίστηκε δείχνει ότι ο Παραπονούμενος ήταν με τη συγκατάθεση του και με πλήρη γνώση που μεταβίβασε το ποσό των €20.000, ως παραδέχθηκε ο ίδιος καθώς και με βάση τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια (Τεκμήρια 2 και 9). Αυτό δεν υποδεικνύει πλάνη και συνεπώς δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία για απόδειξη αυτού του συστατικού στοιχείου του αδικήματος της κλοπής.

 

102.  Ούτε και ζήτημα απόκτησης / παράδοσης κατοχής με «τέχνασμα» - by trickery (ίδετε Archbold, par. 1483) μπορεί να τεθεί εν προκειμένω, διότι υπήρξε με βάση τη μαρτυρία ολοκληρωτική αποχώριση της περιουσίας του Παραπονούμενου και όχι προσωρινή παράδοση κατοχής εφόσον ο ίδιος μεταβίβασε τα χρήματα από το λογαριασμό του στον λογαριασμό της Al Thuraya Consulancy Inc. Σημειώνω ότι σε αυτό το στάδιο δεν υπεισέρχομαι στο ότι οι Κατηγορούμενοι ενδεχόμενα να μην απέκτησαν κατοχή της περιουσίας του Παραπονούμενου επειδή τα χρήματα μεταφέρθηκαν στην Al Thuraya Consultancy Inc. και όχι στην Κατηγορούμενη 1, ήτοι την   Al Thuraya Consultancy Ltd, καθότι δεν θεωρώ πως αυτό είναι το σωστό στάδιο για την ανάλυση αυτού του θέματος.  Η απόφαση περί έλλειψης μαρτυρίας σε σχέση με αυτό το συστατικό στοιχείο εδράζεται στο ότι ο Παραπονούμενος δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι η μεταφορά των χρημάτων αυτών έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

103.  Τίθεται και ένα άλλο ζήτημα σε σχέση τη φύση της κατάθεσης χρημάτων σε τραπεζικό ίδρυμα και την μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό του Παραπονούμενο σε τραπεζικό λογαριασμό που υποδείχθηκε από τους συνήγορους των Κατηγορούμενων. Η κατάθεση σε λογαριασμό αποτελεί thing/chose in action – ένα δικαίωμα δυνάμει σύμβασης μεταξύ του καταθέτη και του τραπεζικού οργανισμού το οποίο δίδει στον καταθέτη την ευχέρεια να ζητήσει τα χρήματα του τα οποία είναι εκεί κατατεθειμένα, εν ολίγοις ένα δικαίωμα πληρωμής.

 

104.  Το ζήτημα αυτό τέθηκε και στην R v Preddy [1996] 3 W.L.R. 255 στην οποία παρέπεμψαν το Δικαστήριο οι συνήγοροι των Κατηγορούμενων. Το αποτέλεσμα όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα Smith & Hogan, Criminal Law, 13η έκδοση, σελ. 797-798, είναι ότι “D[efendant] has reduced or extinguished V[ictim’s] right to that payment from the bank … it is crucial to note that the particular thing in action obtained by D is not an item of property that previously belonged to V; the thing in action D obtains is his right to sue V’s bank”. Ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, εν προκειμένω δεν μπορεί να υπάρξει και να στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο της απόκτησης περιουσίας η οποία ανήκει σε άλλον. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, ήτοι ο Παραπονούμενος, απώλεσε το δικαίωμα του για πληρωμή (chose in action) όταν με τη συγκατάθεση του μετέφερε τα χρήματα του σε λογαριασμό άλλου προσώπου.

 

105.  Όσον αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης μόνιμης αποστέρησης δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι υπήρχε animus furandi κατά την απόκτηση κατοχής της περιουσίας. Αντιθέτως προσκομίστηκε μαρτυρία πως οι €15.000 από τις €20.000 επιστράφηκαν και όσον αφορά το υπόλοιπο των €5.000 το ποσό αυτό προσφέρθηκε στον Παραπονούμενο με βάση το Τεκμήριο 11 το οποίο αυτός αναγνώρισε και ανέφερε πως το είχε υπόψιν του.  Με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο του σκοπού, κατά το χρόνο της απόκτησης της περιουσίας, της μόνιμης αποστέρησης αυτής από τον ιδιοκτήτη της. Το ποσό δόθηκε με τη συγκατάθεση του Παραπονούμενου προς μια εταιρεία που φαίνεται να ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την Κατηγορούμενη 1. Προσκομίστηκε αλληλογραφία μεταξύ των μερών η οποία δείχνει πως επρόκειτο για δάνειο και το ποσό θα επιστρέφετο όπως και έγινε πλην του ποσού των €5.000 το οποίο προσφέρθηκε στον Παραπονούμενο και μάλιστα ζητήθηκαν τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού για να προβούν οι Κατηγορούμενοι σε έμβασμα.

 

106.  Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία σε κανένα σημείο ότι υπήρχε πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τον Παραπονούμενο και δη ότι υπήρχε κατά το χρόνο της απόκτησης της περιουσίας. Συνεπώς, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για αυτό το απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής.

 

107.  Ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αθωώνονται και απαλλάσσονται από την πρώτη κατηγορία ήτοι αυτήν της κλοπής. Δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως σε σχέση με το αδίκημα της κλοπής.

 

ΙΙ. Δεύτερη Κατηγορία – Εξασφάλιση Χρημάτων με Ψευδείς Παραστάσεις

 

108.  Ως έχει προαναφερθεί, μια παράσταση ότι ο κατηγορούμενος θα προβεί σε μια πράξη στο μέλλον δεν θεωρείται ψευδείς παράσταση. Ούτε και η έκφραση άποψης (opinion, untrue praise) μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση για τους σκοπούς του εν προκειμένω αδικήματος.

 

109.  Στην παρούσα περίπτωση η ισχυριζόμενη παράσταση με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος είναι ότι οι Κατηγορούμενοι έδωσαν τη «δικαιολογία ότι πρόκειται για γρήγορο δάνειο το οποίο θα του επέστρεφαν τον Ιούνιο του 2019» και δεν επέστρεψαν το εν λόγω ποσό. Ξεκάθαρα, από το λεκτικό των λεπτομερειών, προκύπτει ότι δεν πρόκειται περί παράστασης γεγονότος παρόντος ή παρελθόντος. Πρόκειται περί κάποιας υπόσχεσης η οποία όμως άπτεται πρόθεσης για μελλοντική συμπεριφορά. Στο Τεκμήριο 2 φαίνεται ότι ο Κατηγορούμενος 2 ανέφερε στον Παραπονούμενο μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος If you still have the 20,000 available for a quick loan, I can use it and give it back to you the first week of next month. Sorry to ask.”

 

110.  Ως αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων στην Ευθυμίου, ανωτέρω η έκφραση γνώμης, ή υπόσχεση, ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής. Εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε καμία μαρτυρία ούτε και αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ότι έγινε κάποια ψευδής παράσταση για γεγονός του παρόντος ή του παρελθόντος. 

 

111.  Κατά συνέπεια, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για την ύπαρξη ψευδούς παράστασης για να τεθεί ζήτημα εκ πρώτης όψεως ενοχής σε σχέση με την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.  Αυτό επειδή δεν προσάχθηκε μαρτυρία για ψευδή παράσταση παρόντος ή παρελθόντος γεγονός. Εν προκειμένω, υπήρξαν υποσχέσεις για το μέλλον από τους Κατηγορούμενους οι οποίες δεν τηρήθηκαν.

 

112.  Επιπρόσθετα, δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία ότι οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι η παράσταση τους ήταν ψευδής ή να προκύπτει ότι δεν πίστευαν ως προς την αλήθεια της παράστασης. Υπάρχει μαρτυρία ότι ο Παραπονούμενος στηρίχθηκε στην υπόσχεση του Κατηγορούμενου και γι’ αυτό προχώρησε στη μεταφορά χρημάτων – δηλαδή για το ότι πείστηκε να αποξενωθεί την περιουσία του.  

 

113.  Περαιτέρω, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για την εξ αρχής πρόθεση των Κατηγορούμενων να μην εκπληρώσουν την υπόσχεση τους. Έχει προσκομιστεί μαρτυρία για την εκ των υστέρων συμπεριφορά των Κατηγορούμενων από την οποία όμως δεν προκύπτει η πρόθεση τους για καταδολίευση (to practice a fraud). Ως αναφέρθηκε στην Ευθυμίου, ανωτέρω, «το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του.»

 

114.  Η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη δεδομένου ότι η υπόσχεση δεν αποτελεί παρόν γεγονός. Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει. Δεν προκύπτει ούτε και προσκομίστηκε μαρτυρία για τη εξαρχής πρόθεση των Κατηγορούμενων να μην εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Προσκομίστηκε μαρτυρία για τις διαβεβαιώσεις τους ότι θα επιστρέψουν τα χρήματα στον Παραπονούμενο, για τις προσπάθειες τους να επιστρέψουν τα χρήματα, για το ότι οι €15,000 επιστράφηκαν ενώ το υπόλοιπο ποσό προσφέρθηκε στον Παραπονούμενο (Τεκμηριο 11), κατά τρόπο που δεν φαίνεται πρόθεση για καταδολίευση του Παραπονούμενου.

 

115.  Συνεπακόλουθα, οι Κατηγορούμενοι δεν μπορούν να κληθούν σε απολογία σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία. Δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία. Οι Κατηγορούμενοι, κατά συνέπεια, αθωώνονται και απαλλάσσονται από τη δεύτερη κατηγορία. 

 

ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

116.  Συμπερασματικά, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι.

 

117.  Ειδικότερα, σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, δεν παρουσιάστηκε συγκεκριμένη μαρτυρία για το ότι έγινε ψευδής παράσταση, για το ότι οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν πως η παράσταση ήτο ψευδής όταν έλαβε χώρα η δήλωση πως επρόκειτο για ένα γρήγορο δάνειο και θα επέστρεφαν τα χρήματα μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2019, καθώς και για την εξ αρχής πρόθεση του Κατηγορούμενου να καταδολιεύσει τον Παραπονούμενο.

 

118.  Σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία σε σχέση με την  απόκτηση κατοχής περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, ότι οι Κατηγορούμενοι ενήργησαν με δόλιο τρόπο, ότι οι Κατηγορούμενοι είχαν κατά τον χρόνο της απόκτησης κατοχής την πρόθεση να αποστερήσουν την περιουσία από τον ιδιοκτήτη της μόνιμα, ή μαρτυρία για δόλιο σφετερισμό της περιουσίας.

 

119.  Εν ολίγοις, η Κατηγορούσα αρχή δεν έχει παρουσιάσει μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9).

 

120.  Ως εκ τούτου, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις κατηγορίες τις οποίες οποίες αντιμετωπίζουν.

 

121.  Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα (Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, μεταξύ άλλων, επειδή οι Κατηγορούμενοι ως εργοδότες δανείστηκαν χρήματα από εργοδοτούμενο τους τα οποία καθυστέρησαν να επιστρέψουν και ακόμη και σήμερα παραμένει ένα υπόλοιπο ύψους €5.000, ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια με βάση τα άρθρα 167 – 169 του Κεφ. 155 υπέρ της μη έκδοσης οποιασδήποτε διαταγής ως προς τα έξοδα. Η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

 

 

Υπ. ________________

Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[i] 1. For the purposes of this Act-

    (1)A person steals who, without the consent of the owner, fraudulently and without a claim of right made in good faith, takes and carries away anything capable of being stolen with intent, at the time of such taking, permanently to deprive the owner thereof:

Provided that a person may be guilty of stealing any such thing notwithstanding that he has lawful possession thereof, if, being a bailee or part owner thereof, he fraudulently converts the same to his own use or the use of any person other than the owner:

 

(2)—(i) the expression "takes" includes obtaining the possession—

(a) by any trick;

(b) by intimidation;

(c) under a mistake on the part of the owner with knowledge on the part of the taker that possession has been so obtained

(d) by finding, where at the time of the finding the finder believes that the owner can be discovered by taking reasonable steps;

 

[ii] Στο Theft Act  του 1968 επίσης συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 15 το αδίκημα του “obtaining property by deception” για την επίλυση των προβλημάτων τα οποία προέκυπταν από την εφαρμογή της κλοπής – απόκτησης περιουσίας με πλάνη και της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις.

 

[iii] Archbold, par. 1480 No subsequent conversion by the person in whom the property has thus vested can be construed into larceny, whatever the intent of the party may be.”

 

 Ίδετε επίσης παρ. 1969 κάτω από τον τίτλο “Loans”:  “…the property in money that is lent passes as much in a case of loan as on a sale, there being no expectation that the same money which is lent will be returned.”


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο