ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Α. Κάρνου, Α.Ε.Δ.

Αριθμός Υπόθεσης: 627/21

 

Μεταξύ:

 

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

Κατηγορούσας Aρχής

ν.

Χ.Χ.

 

Κατηγορουμένου

 

Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2024

Eμφανίσεις:

Για την Kατηγορούσα Aρχή: κα Ελ. Θεοδότου

Για τον Kατηγορούμενο: κ. Αλ. Κληρίδης

Κατηγορούμενος παρών

 

Απόφαση

 

Στις 28 Αυγούστου 2020 περί ώρα 11:30 το πρωί, μια νεαρή κοπέλα ηλικίας τότε 23 ετών (εφεξής: «η ΜΚ2») μετέβη στο τμήμα ενδοσκοπήσεων του xxxxx νοσοκομείου στη Λευκωσία, όπου υποβλήθηκε σε προγραμματισμένη κολονοσκόπηση. Την εν λόγω εξέταση διενήργησε με επιτυχία ο κατηγορούμενος, ιατρός στο επάγγελμα με ειδικότητα γαστρεντερολόγου, ο οποίος παρακολουθούσε τη ΜΚ2 από το έτος 2018, κατόπιν διάγνωσής της με τη νόσο του κρον.

 

Το τί ακολούθησε της εν λόγω εξέταση, προτού η ΜΚ2 αναχωρήσει από το νοσοκομείο, έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης, καθότι την επομένη  του συμβάντος, η ΜΚ2 μετέβη σε Αστυνομικό Σταθμό και κατήγγειλε γραπτώς ότι ο  κατηγορούμενος την είχε φιλήσει στο στόμα, παρά τη θέλησή της, σε τέσσερεις διαφορετικές χρονικές στιγμές.

 

Η εν λόγω καταγγελία οδήγησε στην ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, ο οποίος αντιμετωπίζει τέσσερεις συνολικά κατηγορίες για άσεμνες επιθέσεις, στη βάση του  άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων επί του κατηγορητηρίου, όπως αυτό τροποποιήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2023, δια της προσθήκης των κατηγοριών 2 – 5 και της αναστολής της 1ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος σε τέσσερεις διαφορετικές περιπτώσεις στις 28 Αυγούστου 2020, εισήλθε σε δωμάτιο όπου είχε μεταφερθεί η ΜΚ2 μετά από εξέταση στην οποία είχε υποβληθεί, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο και αφού την πληροφόρησε ότι όλα ήταν καλά, ακολούθως, έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσής της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε στο Δικαστήριο πέντε μάρτυρες κατηγορίας.

 

Ως πρώτος μάρτυρας (ΜΚ1) κατέθεσε ο ανακριτής της υπόθεσης Αστ. 1821, Ερωτόκριτος Αγγελίδης, ο οποίος υιοθέτησε γραπτή του κατάθεση (Έγγραφο Α) και ανέφερε τα εξής:

 

Στις 29 Αυγούστου 2020 περί ώρα 20:00, ενώ υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου, έλαβε γραπτή κατάθεση από τη ΜΚ2 σχετικά με κατ’ ισχυρισμό άσεμνη επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο. Ακολούθως, την 1η Σεπτεμβρίου 2020, ο ΜΚ1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, αφού πρώτα του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και αμέσως μετά, αφού τον πληροφόρησε για τα δικαιώματά του και επέστησε εκ νέου την προσοχή του στο Νόμο ο ΜΚ1 κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει και αυτός απάντησε «Δεν παραδέχομαι». Η γραπτή κατηγορία μαζί με την απάντηση του κατηγορουμένου κατατέθηκαν από το ΜΚ1 ως Τεκμήριο 1 και η ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου κατατέθηκε χωρίς ένσταση από το συνήγορο υπεράσπισης ως Τεκμήριο 2.

 

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου, ο ΜΚ1 τον πληροφόρησε ότι διερευνούσε εναντίον του το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης ότι δηλαδή φίλησε «τη xxxxx στο στόμα 4 φορές». Αφού ο κατηγορούμενος απάντησε σε σχετική ερώτηση του ΜΚ1 ότι είχε αντιληφθεί την υπόθεση για την οποία ανακρίνονταν, επί της ουσίας, ανέφερε τα εξής:

 

Είναι γαστρεντερολόγος και εργαζόταν στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Μεταξύ των ασθενών του ήταν και η ΜΚ2, την οποία γνώριζε από ετών, λόγω του ότι ήταν ασθενής του όπως και οι γονείς της. Την 28 Αυγούστου 2020 το  πρωί, η ΜΚ2 είχε ραντεβού για κολονοσκόπηση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, όπου μετέβη με τη μητέρα της. Πριν την εξέταση, ο ίδιος σύστησε τη ΜΚ2 σε όλο το προσωπικό του ενδοσκοπικού τμήματος, δηλαδή στις νοσηλεύτριες και στην αναισθησιολόγο και η ΜΚ2 εκφράστηκε με τα καλύτερα λόγια για το πρόσωπό του, στην παρουσία τους. Μετά το πέρας της εξέτασης, η ΜΚ2 μεταφέρθηκε στο χώρο της ανάνηψης για παρακολούθηση από την υπεύθυνη νοσηλεύτρια. Μετά παρέλευσης 40 λεπτών, ο ίδιος επισκέφθηκε τη ΜΚ2 για να την ενημερώσει για τα ευρήματα της εξέτασης, παρουσία της υπεύθυνης νοσηλεύτριας. Η ΜΚ2 χάρηκε πολύ που η εξέτασή της δεν παρουσίασε παθολογικά ευρήματα και του είπε «γιατρέ μου να σε φιλήσω για τα καλά νέα που μου λες». Τότε πολύ ευγενικά ο ίδιος έσκυψε προς το μέρος της και εκείνη τον φίλησε στο στόμα. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος της είπε: «xxxxx για όνομα του Θεού, είσαι σαν την κόρη μου» και αυτή του απάντησε: «Είσαι ο sugar daddy μου». Ακολούθως ο κατηγορούμενος ενημέρωσε τη μητέρα της ΜΚ2 για τα ευρήματά του από την εξέταση και μετά επέστρεψε στο χώρο των ενδοσκοπήσεων, για να συνεχίσει την εργασία του. Στη συνέχεια η ΜΚ2 κάθισε σε μια καρέκλα στο χώρο ανάνηψης, όπου ανέμενε τον κατηγορούμενο για να της πει πώς να συνεχίσει τη θεραπεία της. Μετά παρέλευση κάποιας ώρας, ο ίδιος επανήλθε στο χώρο ανάνηψης, όπως κάνει πάντα με τους ασθενείς του, για να ενημερώσει τη ΜΚ2 ως προς τον τρόπο συνέχισης της φαρμακευτικής της αγωγής. Η ενημέρωση «έγινε» στην παρουσία «πάντοτε» της υπεύθυνης νοσηλεύτριας και η ΜΚ2 αποχώρησε αφού πρώτα τον ευχαρίστησε καθότι δεν ένιωσε καμία ενόχληση κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Ακολούθως, η ΜΚ2 μετέβη στη γραμματέα του που βρίσκεται στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου, όπου «έκανε το εξιτήριο από την κλινική» και πλήρωσε την αμοιβή του αναισθησιολόγου και τη συμπληρωμή της εξέτασης για το ΓΕΣΥ.

Τέλος, ο κατηγορούμενος σε ερώτηση κατά την ανακριτική του κατάθεση εάν επιθυμεί να αναφέρει οτιδήποτε άλλο, απάντησε ότι τον εκπλήσσουν αυτά για τα οποία καταγγέλθηκε, γιατί γνωρίζει όλη την οικογένεια της ΜΚ2 από ετών και επιπλέον τον εκπλήσσει το γεγονός ότι η ΜΚ2 δεν μετέβη άμεσα στην Αστυνομία για καταγγελία, «από τη στιγμή που ένιωσε τόσο θιγμένη για αυτά τα οποία αναφέρει», αλλά προέβη στην καταγγελία της μετά παρέλευσης εικοσιτεσσάρων και πλέον ωρών.

 

Πέραν των Τεκμηρίων 1 και 2, ο ΜΚ1 κατέθεσε επίσης, ως Τεκμήριο 3, δέσμη εγγράφων τα οποία, ως ανέφερε, αποτελούν εκτυπώσεις από φωτογραφίες οθόνης κινητού τηλεφώνου, τις οποίες του παρέδωσε η ΜΚ2, ως τα μηνύματα που αντάλλαξε κατά τον ουσιώδη χρόνο μαζί με τη φίλη της, MK3, σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα. Διευκρινιστικά ο ΜΚ1 ανέφερε ότι η ΜΚ2 του έδειξε τα εν λόγω μηνύματα στην οθόνη του κινητού της τηλεφώνου και αυτός της ζήτησε να τα εκτυπώσει και να του τα παραδώσει, πράγμα το οποίο η ΜΚ2 έπραξε στις 2 Σεπτεμβρίου 2020 δηλαδή μια μέρα μετά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου. Επιπλέον, σύμφωνα με το ΜΚ1 το, Τεκμήριο 3 φέρει τις υπογραφές τόσο της ΜΚ2, όσο και της η ΜΚ3, η οποία αναγνώρισε τα εν λόγω μηνύματα και τα υπέγραψε στην παρουσία του.

 

Κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω στο σημείο αυτό, αυτολεξεί, διατηρώντας την ορθογραφία, τα γράμματα και τον τονισμό, το περιεχόμενο των εν λόγω μηνυμάτων καθώς και την ώρα που αυτά φαίνεται να αποστάλθηκαν, σύμφωνα  με το Τεκμήριο 3:

 

ΜΚ: Μπαίνω μέσα σε 2

Ώρα 11:25

MK:  Ξυντισαμε

Ώρα 11:25

ΜΚ: Ετέλειασαααα μωρό μουυυυυ

Ώρα 11:56

ΜΚ: Οκ ο γιατρός εν εευρευμένος μαζί μου

Ώρα 11:56

ΜΚ: Μόλις με ξαναφίλησε στο στόμα

Ώρα 11:57

ΧΧ: ΤΙΙΙΙΙΙΙ

Ώρα 11:57

ΧΧ: ΕΝ ΘΑ ΞΕΞΑΕΡΘΕΙΣ ΕΔΩ

Ώρα 11:57

ΜΚ: Μεταξύ Μάλις με ξανά φίλησε και λαλεί μου είμαι πελλαμένος πάνω σου έπρεπε να ήσουν το 97

Ώρα 12:01

ΜΚ: Οκ μετά λαλώ σου

ΜΚ: Τα

Ώρα:12:02

ΧΧ: Οκ τούτο το πράγμα εν παράνομο

Ώρα:12:02

ΧΧ: Τύπου που ξέρω τι σου έκαμνε που κοιμόσουν;

Ώρα:12:02

ΧΧ: Θα τον καταγγείλω

Ώρα:12:02

ΧΧ: Και τι σημαίνει φίλα σε στο στόμα

Ώρα:12:02

ΧΧ: Και αν έχει καμίαν αρρώστια;

Ώρα:12:02

ΧΧ: Σοβαρομιλούμε τώρα;

Ώρα:12:02

ΧΧ: Εν αγκαλιάζουμε τους γονείς μας με τούτα ούλλα και φίλα σε στο στόμα ο κάθε ένας;

Ώρα:12:03

ΧΧ: Που είσαι;

Ώρα: 12:03

ΧΧ: Εν πολλά απερίσκεπτο τούτο το πράγμα

Ώρα: 12:03

ΜΚ: Θα σου τα πω μετά ναι

Ώρα: 12:03

ΜΚ: Αλλά το σημαντικό εν ότι εν όλα καθαρά

Ώρα: 12:04

ΜΚ: Και τύπου κοιμάται το κρονς

Ώρα: 12:04

ΧΧ: Ήμουν σίγουρη πως θα ήταν!!!

Μπράβο!

Ώρα: 12:04

ΧΧ: Είμαι πολλά εκνευρισμένη με τον γιατρό

Ώρα: 12:06

ΧΧ: Που να περιμένω; Στο σεκοντ καπ;

Ώρα: 12:07

ΜΚ: Βασικά  είμαι ακόμα στο κρεβάτι

Ώρα: 12:11

ΧΧ: Οκ θα  πάω πάνω στον κύρια είσοδο

Και λεεις μου

Ώρα: 12:11

ΧΧ: Τελικά έκαμες ολική;

Ώρα: 12:13

ΜΚ: Εννοείτε

Ώρα: 12:13

ΧΧ: Χαίρομαι πολλά που είσαι αππαρουι

(Δυο Emoji κεφαλές αλόγου)

Ώρα: 12:15

ΧΧ: Αλλά έχω κάτι νεύρααααααα με το γιατρό

Ώρα: 12:15

ΧΧ: Που τα αλήθεια τώρα γίνεται να σε φιλήσει;

Ώρα: 12:16

ΧΧ: Εν απαράδεκτα πράγματα

Ώρα: 12:16

ΜΚ: Περιμένω  εξιτήριο και αποτελέσματα

Ώρα: 12:21

ΜΚ: Πόσες ώρες

Ώρα: 12:25

ΜΚ: Εν σιονια

Ώρα: 12:28

ΧΧ: Ζητα τους κουβέρτα

Ώρα: 12:28

ΧΧ: Τι γίνεται;;

Ώρα: 12:38

ΜΚ: Που εισαι

Ώρα: 12:39

ΧΧ: Στην είσοδο

Ώρα: 12:39

ΜΚ: Πάνω;

Ώρα: 12:39

ΧΧ: Ναι στην κεντρική

Ώρα: 12:39

ΧΧ: Έβαλα και εδώ το αυτοκίνητο για να μην περπατάς στην ζέστη

Ώρα: 12:40

 

(Ο τονισμός με εντονότερο μαύρο χρώμα είναι του Δικαστηρίου).

Κατά την αντεξέταση, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε ηλεκτρονική εξέταση του κινητού τηλεφώνου της ΜΚ2, υποστηρίζοντας ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα από αυτό, πέραν των μηνυμάτων που η ΜΚ2 του υπέδειξε και έπειτα εκτύπωσε και του παρέδωσε (Τεκμήριο 3). Δεν ήταν όμως σε θέση ο ΜΚ1 να αναφέρει εάν το Τεκμήριο 3 περιέχει ολόκληρη τη συνομιλία των δυο προσώπων (ΜΚ2 και ΜΚ3) από την αρχή μέχρι το τέλος.

Επιπλέον, σε σχετικές ερωτήσεις ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν επισκέφθηκε το χώρο όπου κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα τα επίδικα αδικήματα στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο και δεν γνωρίζει αν στο μέρος υπάρχουν κάμερες, δεν πήρε καταθέσεις από άτομα που εργάζονταν στην υποδοχή του νοσοκομείου, δεν διερεύνησε κατά πόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχε σε ισχύ πρωτόκολλο ως προς τη χρήση μάσκας από όλα τα πρόσωπα εντός νοσοκομείων, ούτε ζήτησε να δει το πρόγραμμα εργασίας του κατηγορουμένου, για τη συγκεκριμένη μέρα. Πήρε όμως κατάθεση από μια νοσηλεύτρια που εργαζόταν με τον κατηγορούμενο, ονόματι Μίνκα.

Κατά την άποψή του ως ανακριτή, ως την εξέφρασε στο Δικαστήριο, ο ΜΚ1 έκρινε ότι δεν χρειαζόταν περαιτέρω μαρτυρία για να κατηγορήσει τον κατηγορούμενο, πέραν της κατάθεσης της ΜΚ2 και της φίλης της ΜΚ3.

Επιπλέον, σε σχετική ερώτηση, ο ΜΚ1 απάντησε ότι κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου, δεν του υπέδειξε τη γραπτή κατάθεση που είχε δώσει εναντίον του η ΜΚ2.

 Υποβλήθηκε στο ΜΚ1 ότι η διερεύνηση της υπόθεσης στην οποία προέβη ήταν ελλιπής, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα του υποβλήθηκε ότι παρέλειψε να προβεί σε διερεύνηση του κατά πόσον ήταν δυνατόν ή όχι να διαπραχθούν τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ο ΜΚ1 αρνήθηκε την υποβολή και ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν, κατά την κρίση του, να επισκεφθεί το χώρο ή να βγάλει φωτογραφίες αυτού. Κάτι τέτοιο δεν συνηθίζεται, εκτός εάν στη σκηνή υπάρχουν τεκμήρια. Επιπλέον, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν να λάβει καταθέσεις από τα πρόσωπα στην υποδοχή ή στην είσοδο του νοσοκομείου, για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης.

Ως δεύτερη και βασική μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε η παραπονούμενη, ΜΚ2, στη μαρτυρία της οποίας κρίνεται σκόπιμο να αναφερθώ εκτενώς:

Εν πρώτοις, η ΜΚ2 αναγνώρισε εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου τον κατηγορούμενο, ως τον ιατρό που την παρακολουθούσε από το 2018, κατόπιν διάγνωσης του ότι η ίδια έπασχε από τη νόσο Κρονς (Crohn´s). Ανέφερε ότι η ίδια είναι ηθοποιός και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή τον Αύγουστο του 2020, εργαζόταν επίσης στην εταιρεία ‘Foody’, ως ‘Office Manager’.

Αναφορικά με την καταγγελία της, η ΜΚ2 αναγνώρισε και υιοθέτησε γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 29 Αυγούστου 2020 (Έγγραφο Β) στην οποία αναφέρονται τα εξής:

Δυο χρόνια πριν δώσει την κατάθεσή της, η ΜΚ2 διαγνώστηκε με ‘Crohn´s Disease’, η οποία είναι αυτοάνοση ασθένεια. Τη διάγνωση αυτή έκανε ο γιατρός της, γαστρεντερολόγος Δρ. XX (κατηγορούμενος), ο οποίος εργάζεται στο xxxxxx Νοσοκομείο στην xxxxx.

Στις 28 Αυγούστου 2020 και ώρα 11:20, η ΜΚ2 είχε ραντεβού για κολονοσκόπηση,  την οποία θα διενεργούσε ο κατηγορούμενος. Ως εκ τούτου εκείνη τη μέρα μετέβη με τη μητέρα της, ΜΚ4 και τη φίλη της ΜΚ3, στο xxxxxx νοσοκομείο, όπου, περί ώρα 11:20, εισήχθη στο θάλαμο ενδοσκόπησης. Εκεί βρισκόταν ο κατηγορούμενος μαζί με μια αναισθησιολόγος και δυο νοσοκόμες. Κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης, η ΜΚ2 υποβλήθηκε σε ολική αναισθησία και αφού τελείωσε, μετεφέρθηκε στο διπλανό θάλαμο, όπου ξύπνησε στις 11:55. Στο χώρο της ενδοσκόπησης δεν επιτράπηκε σε κανέναν συγγενή της να εισέλθει μαζί της, λόγω του κορονοϊού.

Όταν η ΜΚ2 συνήλθε μετά την επέμβαση, ενώ ήταν ακόμη ξαπλωμένη, ο κατηγορούμενος την πλησίασε και την ενημέρωσε για το αποτέλεσμα της εξέτασής της και συγκεκριμένα της είπε ότι ήταν όλα καλά. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος έσκυψε και τη φίλησε, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Εκείνη τη στιγμή η ΜΚ2, λόγω αδυναμίας από το αναισθητικό, δεν μπορούσε να αντιδράσει. Είχε όμως τις αισθήσεις της και τον ρώτησε τί έκανε και του είπε να φύγει. Τότε ο κατηγορούμενος γέλασε και έφυγε από το δωμάτιο. Ακολούθως, περί ώρα 11:57, η ΜΚ2 έστειλε μήνυμα στη φίλη της, ΜΚ3, στο κινητό της τηλέφωνο, αναφέροντάς της τί της είχε κάνει ο κατηγορούμενος και αυτή «νευρίασε». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ήρθε ξανά «μέσα» και πάλι τη φίλησε με τον ίδιο τρόπο. Η ΜΚ2 τότε του είπε «τί κάνεις; θέλεις να γίνεις ο sugar daddy μου;» και αυτός γέλασε και της είπε: «τί να κάνουμε που είσαι γεννημένη το 1997;». Σύμφωνα με τη ΜΚ2, ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας περίπου 50 χρονών. Πριν να φύγει από το δωμάτιο, τη φίλησε πάλι, για τρίτη φορά, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Ακολούθως, η ΜΚ2, περί ώρα 12:01, έστειλε νέο μήνυμα στη φίλη της ΜΚ3 και της το είπε. Έπειτα σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε τη ρόμπα που της είχαν φορέσει πριν την εξέταση, κάτω από την οποία ήταν γυμνή και φόρεσε τα ρούχα της, με σκοπό να φύγει, γιατί την ενόχλησε αυτό που της έκανε ο γιατρός. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα και της είπε ότι δεν μπορούσε να φύγει, αν δεν της βγάλουν πρώτα τη βαλβίδα από το χέρι και της δώσουν εξιτήριο. Έπειτα μπήκε πάλι ο κατηγορούμενος στο δωμάτιο και μόλις έφυγε η νοσοκόμα, κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα από την καρέκλα στην οποία είχε καθίσει η ΜΚ2 και την ενημέρωσε εκ νέου για τα αποτελέσματα της εξέτασης. Μετά σηκώθηκε, πήγε από πάνω της και καθώς η ΜΚ2 καθόταν, την άρπαξε και τη φίλησε στο στόμα, βάζοντας πάλι τη γλώσσα του μέσα. Αυτή τη φορά η ΜΚ2 προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά αυτός ήταν πιο δυνατός και κατάφερε να τη φιλήσει. Μετά ο κατηγορούμενος έφυγε και αφού η ΜΚ2 πήρε εξιτήριο, έφυγε από το Ιπποκράτειο νοσοκομείο μαζί με τη φίλη της ΜΚ3.

Πέραν των ανωτέρω, η ΜΚ2 ανέφερε στη γραπτή της κατάθεση – Έγγραφο Β ότι πριν την εξέταση, ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι ήταν αδιάθετη και ότι φορούσε ταμπόν και τότε αυτός είπε μπροστά στην αναισθησιολόγο και στις δυο νοσοκόμες «κοιτάξετε την αυτή η κοπέλα είναι του 97».

Μετά την αρχική της κατάθεση ημερομηνίας 29/8/20, η ΜΚ2 έδωσε κι άλλη κατάθεση στην Αστυνομία στις 2/9/20, την οποίο υιοθέτησε ενόρκως στο Δικαστήριο (Έγγραφο Β(ii)). Με βάση την εν λόγω κατάθεση, η ΜΚ2 στις 2/9/20 παρέδωσε στην Αστυνομία εκτυπώσεις των μηνυμάτων που έστειλε στη φίλη της ΜΚ3, στις 28 Αυγούστου 2020, μεταξύ των ωρών 11:25 και 12:40. Σχετικώς η ΜΚ2 αναγνώρισε το Τεκμήριο 3 ως τα μηνύματα αυτά σε έντυπη μορφή, τα οποία υπέγραψε, κατά την παράδοσή τους στην Αστυνομία.

Επιπρόσθετα των  πιο πάνω καταθέσεων, η ΜΚ2 αναγνώρισε και υιοθέτησε ενόρκως ακόμη μια κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 (Έγγραφο Β (iii)) στην οποία συμπληρωματικά με την κατάθεσή της ημ.29 Αυγούστου 2020, ανέφερε ότι όταν ξύπνησε μετά την επέμβαση, βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, στο οποίο δεν είχε κανένα. Δεν θυμάται εάν βρισκόταν κάποια νοσοκόμα στο δωμάτιο αυτό. Όταν ξύπνησε, ο κατηγορούμενος ήταν δίπλα της και την ενημέρωσε για τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης. Τότε η ίδια τον ρώτησε αν ήταν όλα καλά και αυτός της απάντησε «Ναι, ναι, ναι». Εκείνη τη στιγμή, καθώς η ΜΚ2 ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ο κατηγορούμενος άρπαξε το πρόσωπό της στα χέρια του και τη φίλησε στο στόμα με τη γλώσσα του. Αμέσως η ΜΚ2 έστειλε μήνυμα στη φίλη της. Σε καμία περίπτωση δεν είπε η ίδια στον κατηγορούμενο τη φράση «έλα να σε αγκαλιάσω».

Κατά την κυρίως εξέταση, η ΜΚ2 ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ήταν οικογενειακός της γιατρός. Εκτός από την ίδια, παρακολουθούσε και τη μητέρα της (ΜΚ4) και άλλα μέλη της οικογένειάς της. Ανέφερε επίσης ότι η ίδια είχε υποβληθεί ξανά στο παρελθόν σε κολονοσκόπηση από τον κατηγορούμενο.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, περί τις 11:20  π.μ., η ΜΚ2 μετέβη στο δωμάτιο ανάνηψης στο υπόγειο του νοσοκομείου μαζί με τη νοσοκόμα, η οποία την παρέλαβε από το χώρο υποδοχής του νοσοκομείου. Εκεί έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε μια ρόμπα που της δόθηκε. Εξήγησε ότι το δωμάτιο ανάνηψης ενώνεται με το δωμάτιο της ενδοσκόπησης με μια πόρτα. Στο δωμάτιο ανάνηψης υπήρχαν δυο κρεβάτια, τα οποία χώριζε μια κουρτίνα. Η ίδια ξάπλωσε στο «μέσα κρεβάτι», απέναντι από την πόρτα του δωμάτιου ενδοσκόπησης. Όταν φόρεσε τη ρόμπα που της έδωσαν, ακολούθως τη μετέφερε μια νοσοκόμα στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης. Εκείνη την ώρα η ΜΚ2 ενημέρωσε τον κατηγορούμενο ότι ήταν αδιάθετη και ότι φορούσε ταμπόν και αυτός γέλασε και είπε «ρε παιδιά δείτε τούτη την κοπέλα και πέστε μου αν είναι του 97», εννοώντας γέννημα του 1997. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάται πριν της δοθούν αναισθητικά φάρμακα.

Μετά την επέμβαση, η ΜΚ2 ξύπνησε στο δωμάτιο ανάνηψης και ο γιατρός στεκόταν δίπλα της, με την πλάτη γυρισμένη προς την ίδια. Του είπε «γιατρέ μου» αυτός τότε γύρισε προς το μέρος της και της είπε «xxxxx μου όλα πήγαν μια χαρά. Το κρονς κοιμάται, είναι σε ύφεση». Τον ρώτησε τότε «γιατρέ μου σίγουρα;» γιατί είχε πολλές ενοχλήσεις, κάτι το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος και ήταν δύσπιστη. Σε απάντηση ο κατηγορούμενος της είπε: «ναι όλα είναι μια χαρά. Θα σου μειώσω τη φαρμακευτική αγωγή» και έπειτα η ΜΚ2 του είπε: «γιατρέ σίγουρα; Δεν νιώθω άνετα να μειώσω τη φαρμακευτική αγωγή». Ο κατηγορούμενος της απάντησε: «ναι» και ξαφνικά την άρπαξε από το πρόσωπο, με τα χέρια του, με πολύ βίαιο τρόπο και τη φίλησε στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η ίδια ήταν εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Σοκαρίστηκε. Ξαφνιάστηκε. Ο τρόπος με τον οποίο την άρπαξε ήταν βίαιος. Ήταν σαν τράνταγμα. Ο κατηγορούμενος ήταν άνθρωπος τον οποίο γνώριζε η ΜΚ2 πολύ καλά και ήξερε «τόσα καλά πράγματα για τον ίδιο». Του είπε αμέσως «τί κάνεις; Φύε που δαμέ» κι εκείνος γέλασε και έφυγε. Έπειτα έψαξε να βρει το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο βρήκε πάνω στο κρεβάτι και έστειλε μήνυμα στη φίλη της, ΜΚ3 που την περίμενε έξω από το νοσοκομείο, ενημερώνοντάς την για τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης και για το τί της είχε κάνει ο κατηγορούμενος. Η ΜΚ3 σοκαρίστηκε και θύμωσε πολύ. Ξαφνικά ξαναμπήκε στο δωμάτιο ο κατηγορούμενος, με πολύ γοργό ρυθμό, λες και κάποιος να τον έτρεχε από πίσω και με δύναμη, ξαναέπιασε τη ΜΚ2 με τα χέρια του, με τον ίδιο βίαιο και άτσαλο τρόπο και τη ξαναφίλησε με τη γλώσσα του στο στόμα της. Έπειτα την άφησε και κοίταξε «στο τέλος της κουρτίνας» αν ερχόταν κάποιος. Η ίδια δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το βλέμμα της απόγνωσης του κατηγορουμένου. Έκανε αυτό που έκανε τόσο βιαστικά. Εκείνη τη στιγμή η ΜΚ2 του είπε «γιατρέ τί κάμνεις; Τί θέλεις; Να καταντήσεις ο sugar daddy μου;» και αυτός της απάντησε: «Τί να κάμω; Αφού επέλλανες με. Πώς γίνεται να είσαι του 97;». Η ίδια έμεινε και τον έβλεπε. Ξαφνικά ο κατηγορούμενος την άρπαξε πάλι στα χέρια του, τη ξαναφίλησε κι έπειτα έφυγε γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή, δεν είχε κανέναν μέσα στο δωμάτιο. Ο κατηγορούμενος κινούνταν μόνος του. Η ίδια έβλεπε την κουρτίνα που ήταν τραβηγμένη «σαν κλειστή». Στην πόρτα του δωματίου του ενδοσκοπικού, δεν έβλεπε κάτι άλλο. Τότε, η ΜΚ2 ξαναέστειλε μήνυμα στη φίλη της ΜΚ3, λέγοντάς της ότι ο κατηγορούμενος τη ξαναφίλησε και έπειτα φώναξε «υπάρχει κάποια νοσοκόμα;»  αλλά δεν πήρε απάντηση. Η ΜΚ2 διευκρίνισε ότι δεν έβλεπε δίπλα της αν είχε έρθει άλλος ασθενής. Δεν άκουγε ούτε φωνές και θεώρησε ότι δεν υπήρχε κάποιος δίπλα της. Όταν δεν πήρε απάντηση στην ερώτησή της αν υπήρχε κάποια νοσοκόμα στο χώρο, η ΜΚ2 σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε τη ρόμπα της, φόρεσε τα ρούχα και τα παπούτσια της και ξεκίνησε να φύγει. Εκείνη την ώρα, άνοιξε η πόρτα του δωματίου της ενδοσκόπησης και την είδε μια νοσοκόμα, η οποία της είπε «Μα πού πάεις; Ακόμα δεν σου έβγαλα τη βαλβίδα που είναι στο χέρι σου. Πρέπει να σου δώσουμε το εξιτήριο, κάτσε στην καρέκλα». Ταυτόχρονα πλησίασε τη ΜΚ2 ο κατηγορούμενος και μόλις τον είδε η νοσοκόμα, μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού. Εκείνη τη στιγμή, η ΜΚ2 καθόταν σε μια καρέκλα εντός του δωματίου ανάνηψης και δίπλα της υπήρχε ακόμη μια καρέκλα, στην οποία κάθισε ο κατηγορούμενος και της ξαναείπε τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης. Η ίδια τον έβλεπε και δεν μιλούσε. Έπειτα ο κατηγορούμενος σηκώθηκε και αρπάζοντάς τη ξανά με τον ίδιο τρόπο, τη ξαναφίλησε, βάζοντας πάλι τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Ήταν η πρώτη φορά που η ΜΚ2 έβαλε λίγη αντίσταση με τα χέρια της πάνω στα δικά του. Μετά ο κατηγορούμενος την άφησε και μπήκε μέσα στο χώρο του ενδοσκοπικού. Έπειτα βγήκε η νοσοκόμα, έβγαλε τη βαλβίδα από το χέρι της ΜΚ2 και της έδωσε εξιτήριο. Ακολούθως, η ΜΚ2 ανέβηκε στον πάνω όροφο, στη γραμματέα του γιατρού, πλήρωσε και έπειτα κατέβηκε στο ισόγειο για να φύγει με τη  φίλη της ΜΚ3. Όλα έγιναν μέσα σε 37 λεπτά, γιατί το μήνυμα που έλαβε από την τράπεζα ότι χρεώθηκε ο λογαριασμός της, το  έλαβε στις 12:37. Συνήθως, όταν κάποιος κάνει τέτοιου είδους εξέταση, χρειάζεται περισσότερο χρόνο μέχρι να συνέλθει. Η ίδια κινήθηκε πολύ γρήγορα για να φύγει μετά από αυτό το περιστατικό, «από αυτόν τον άνθρωπο». Της πήρε μόλις 37 λεπτά και έφυγε μόνη της, χωρίς βοήθεια. Ήθελε να φύγει μακριά από τον κατηγορούμενο. Ήταν σοκαρισμένη. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να φύγει.  

Όταν πήγε στο σπίτι της, πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της (ΜΚ4) και της είπε τί είχε συμβεί. Η μητέρα της (ΜΚ4), επειδή ήξερε τον κατηγορούμενο πολύ καλά και ήταν ο γιατρός της, της είπε: «xxxxxx μου είσαι σίγουρη; xxxxx μου σίγουρα;»  και η ΜΚ2 της απάντησε «Μάμα ναι». Τότε η ΜΚ4 της είπε «εντάξει να δούμε τί θα κάμουμε» επειδή δεν ήξεραν τί έπρεπε να κάνουν. Έπειτα η ΜΚ2 πήρε τηλέφωνο μια φίλη της δικηγόρο, η οποία τη συμβούλεψε να πάει στην Αστυνομία. Την επόμενη μέρα, πήγε στην Αστυνομία και έδωσε κατάθεση. Μετά από κάποιες μέρες, επειδή δεν γνώριζε τη διαδικασία πήρε τηλέφωνο μια φίλη της στην Εισαγγελία και αφού την ενημέρωσε ως προς το τί είχε συμβεί, αυτή της είπε ότι καλά έκανε που πήγε στην Αστυνομία.

Ως προς την έννοια της φράσης «sugar daddy», η ΜΚ2 εξήγησε ότι αυτό σημαίνει άντρα μεγάλης ηλικίας που έχει ερωτικές σχέσεις με νεαρότερη κοπέλα και της καλύπτει όλα της τα έξοδα.

Περαιτέρω, η ΜΚ2 ανέφερε ότι για πολύ καιρό μετά το συμβάν, πάθαινε κρίσεις πανικού, οι οποίες την καθήλωναν και δεν μπορούσε να κινηθεί και να εργάζεται. Ήταν αναστατωμένη. Γι’ αυτό το λόγο επισκέφθηκε ψυχολόγο, η οποία τη βοήθησε πάρα πολύ και της σύστησε να δει και ψυχίατρο, γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ξυπνούσε μέσα στον ύπνο της και έκλαιγε. Ακολούθησε μια φαρμακευτική αγωγή για λίγο καιρό και μετά ‘ήταν εντάξει’.

Κατά την αντεξέταση, η ΜΚ2 ρωτήθηκε γιατί στις τρεις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία δεν περιέλαβε λεπτομέρειες ως προς τα επίδικα συμβάντα, όπως τα εξιστόρησε ενώπιον Δικαστηρίου και η ΜΚ2 απάντησε ότι η ίδια περιέγραψε το περιστατικό όπως συνέβη. Επιπλέον, ανέφερε ότι όταν έδωσε την πρώτη της κατάθεση, ήταν αρκετά σοκαρισμένη και συναισθηματικά φορτισμένη. Ανέφερε επίσης ότι ο προφορικός λόγος διαφέρει από το γραπτό.

Της υποβλήθηκε ότι είπε ψέματα, τόσο στις καταθέσεις της στην Αστυνομία, όσο και ενώπιον Δικαστηρίου. Η ΜΚ2 διαφώνησε με την υποβολή και υποστήριξε ότι είπε τα πράγματα όπως έγιναν.

Ρωτήθηκε επιπλέον εάν υπήρχε κάποια νοσοκόμα στο χώρο ανάνηψης μετά την εξέτασή της και η ΜΚ2 απάντησε αρνητικά. Μόνο όταν σηκώθηκε για να φύγει, εμφανίστηκε μια νοσοκόμα, η οποία της είπε ότι για να φύγει θα έπρεπε πρώτα να της βγάλει τη βαλβίδα από το χέρι και να της δώσει εξιτήριο.

Ρωτήθηκε επίσης κατά πόσον ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η ίδια και η ΜΚ3 είναι ζευγάρι και η ΜΚ2 απάντησε ότι η ίδια δεν το ανέφερε ποτέ αυτό στον κατηγορούμενο. Τότε της υποβλήθηκε ότι του το είχε αναφέρει, εξ ου και αυτός το γνώριζε. Η ΜΚ2 επανέλαβε τη θέση της.

Επιπλέον, η ΜΚ2 ανέφερε ότι μετά την καταγγελία της στην Αστυνομία επισκέφθηκε κάποιο δικηγόρο για να τον συμβουλευτεί ως πως το πώς θα προχωρήσει η υπόθεση και σχετικώς αναγνώρισε επιστολή που της υποδείχθηκε ως επιστολή που απεστάλη εκ μέρους της από τον εν λόγω δικηγόρο, ημερομηνίας 18/9/20, προς τον κατηγορούμενο, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4. Στην εν λόγω επιστολή, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ίδια επιφυλάσσει πλήρως όλα της τα δικαιώματα εναντίον του κατηγορουμένου και εναντίον του Ιπποκράτειου νοσοκομείου για να προβεί σε καταγγελίες στις αρμόδιες υπηρεσίες και/ ή αρχές και/ ή να αξιώσει αποζημιώσεις σε σχέση με τις πιο πάνω πράξεις του.

Σε ότι αφορά τη ψυχολόγο την οποία επισκέφθηκε, η ΜΚ2 ανέφερε ότι επικοινώνησε με αυτήν, λίγες μέρες μετά το συμβάν.

Επίσης ρωτήθηκε κατά πόσον ήταν εις γνώση της ότι ο πατέρας της, οδοντίατρος στο επάγγελμα, καταδικάστηκε για άσεμνη επίθεση εν ώρα εργασίας. Η ΜΚ2 απάντησε ότι δεν έχει καμία επαφή με τον πατέρα της εδώ και χρόνια και ότι δεν γνωρίζει τίποτε σχετικό. Της προκάλεσε, ως ανέφερε, μεγάλη έκπληξη η σχετική υποβολή.

Περαιτέρω, σε σχετική ερώτηση η ΜΚ2 απάντησε ότι για σκοπούς προετοιμασίας της για την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης, συναντήθηκε με τη δημόσιο κατήγορο 4 – 5 φορές. Δεν συζήτησε όμως  αναφορικά με τη μαρτυρία της, με οποιονδήποτε άλλο δικηγόρο από την Εισαγγελία. Της υποβλήθηκε ότι είχε επανειλημμένες προπονητικές συναντήσεις με δικηγόρους της Εισαγγελίας για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και ότι η μαρτυρία της είναι απότοκο αυτής της προπόνησης. Η ΜΚ2 διαφώνησε με αυτή την υποβολή και επανέλαβε ότι μίλησε μόνο με την κυρία Θεοδότου.

Σε ότι αφορά τη διαρρύθμιση του χώρου, όπου έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα, η ΜΚ2 ανέφερε ότι οι δυο καρέκλες στις οποίες κάθισε η ίδια και ο κατηγορούμενος, πριν της δοθεί το εξιτήριο, ήταν τοποθετημένες απέναντι από τα δυο κρεβάτια, στο δωμάτιο ανάνηψης. Συγκεκριμένα, οι δυο καρέκλες ήταν μπροστά από το πρώτο κρεβάτι. Όταν κάποιος κάθεται σε αυτές, μπορεί να δει το πρώτο κρεβάτι. Αν είναι τραβηγμένη η κουρτίνα, δεν μπορεί να δει το δεύτερο κρεβάτι. Από την καρέκλα όπου καθόταν η ίδια, δεν μπορούσε να δει το δεύτερο κρεβάτι. Έβλεπε το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν η ίδια προηγουμένως. Σε άλλο  σημείο της αντεξέτασης, η ΜΚ2 ανέφερε ότι οι καρέκλες αυτές, βρίσκονταν σε σημείο μόλις μπεις στο δωμάτιο ανάνηψης δεξιά. Όταν κάποιος κάθεται σε αυτές, δεν μπορεί να δει το κρεβάτι όπου την είχαν τοποθετήσει και από το κρεβάτι αυτό, η ίδια δεν μπορούσε να δει τις εν λόγω καρέκλες, γιατί η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη.

Επίσης, η ΜΚ2 ανέφερε ότι όταν κάποιος στέκεται μέσα στο εξεταστήριο, έχει οπτική επαφή με τα κρεβάτια στο δωμάτιο ανάνηψης, αν οι πόρτες είναι ανοικτές και εξήγησε ότι όταν η ίδια ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στο δωμάτιο ανάνηψης, απέναντι της έβλεπε τοίχο και ένα μέρος της πόρτας που οδηγεί στο εξεταστήριο.

Της υποβλήθηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια που η ίδια βρισκόταν στο δωμάτιο ανάνηψης, βρίσκονταν επίσης εκεί περισσότερα από τέσσερα άτομα και ότι ανά πάσα στιγμή ο γιατρός έχει τρεις ασθενείς παρόντες στο ενδοσκοπικό τμήμα. Συγκεκριμένα, ένα ο οποίος ετοιμάζεται για εξέταση, άλλο ο οποίος ξεκουράζεται για να αποχωρήσει και ένα που εξετάζεται.  Η ΜΚ2 απάντησε ότι δεν γνωρίζει τις διαδικασίες του γιατρού. Στις 28/8/20 όταν η ίδια ξύπνησε μετά την επέμβαση, δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο ανάνηψης. Ούτε πριν, ούτε μετά την επέμβαση. Ανέφερε επίσης ότι όταν η ίδια ετοιμαζόταν για να μπει στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης, δεν υπήρχε στο δίπλα κρεβάτι, στο δωμάτιο ανάνηψης, άλλος ασθενής. Της υποβλήθηκε ότι υπήρχε και η ΜΚ2 επέμεινε στην απάντηση της.

Της υποβλήθηκε περαιτέρω ότι στο δωμάτιο ανάνηψης, πάντοτε βρίσκεται κάποιος νοσηλευτής που προσέχει τους ασθενείς που αναρρώνουν εκεί. Η ΜΚ2 απάντησε ότι μαζί της, όταν ξύπνησε, δεν υπήρχε κάποιος νοσηλευτής στο δωμάτιο ανάνηψης. Όταν σηκώθηκε για να φύγει, άνοιξε η πόρτα του ενδοσκοπικού και μπήκε στο δωμάτιο ανάνηψης μια νοσοκόμα, η οποία της είπε «μα πού πάεις;», η ΜΚ2 της απάντησε «θέλω να φύγω» και εκείνη της είπε «Μα έτσι; Πρέπει να σου βγάλω τη βαλβίδα πρώτα και να σου δώσουμε το εξιτήριο». Εκείνη την ώρα ήρθε ο γιατρός από το διάδρομο και η νοσοκόμα μπήκε μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού και έκλεισε την πόρτα.

Υποβλήθηκε στη ΜΚ2 ότι πάντοτε στο δωμάτιο ανάνηψης, υπάρχει μια νοσηλεύτρια και στο χώρο του ενδοσκοπικού βρίσκεται ο γιατρός, μια νοσηλεύτρια και η αναισθησιολόγος. Η ΜΚ2 αποδέχθηκε ότι γενικώς υπάρχουν στο ενδοσκοπικό τμήμα όπου εργάζεται  ο κατηγορούμενος δυο νοσοκόμες και μια αναισθησιολόγος, όμως όταν η ίδια ξύπνησε στο δωμάτιο ανάνηψης δεν υπήρχε κανένας εκεί. Δεν την επισκέφθηκε κανείς άλλος, εκτός από το γιατρό και τη μια νοσοκόμα, που την είδε την ώρα που σηκώθηκε να φύγει.

Πέραν των ανωτέρω, υποβλήθηκε στη ΜΚ2 ότι σε καμία περίπτωση η κουρτίνα που χωρίζει τα δυο κρεβάτια, στο δωμάτιο ανάνηψης, δεν μπορεί να κλείσει τελείως, καθότι το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό πρέπει να έχουν πάντοτε επαφή με τους ασθενείς που ξαπλώνουν και με τα μηχανήματα. Η ΜΚ2 απάντησε ότι δεν το γνωρίζει αυτό. Δεν έκανε οποιοδήποτε έλεγχο για να ξέρει.

Σε ότι αφορά στα μηνύματα – Τεκμήριο 3, η ΜΚ3 εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο στο πρώτο μήνυμα που έστειλε στη φίλη της ΜΚ3 ανέφερε « «εξαναφίλησε με» ήταν επειδή σε κάποιο προηγούμενο ραντεβού που είχε η ΜΚ3 στον κατηγορούμενο και ήταν και η ίδια παρούσα, αυτός όταν τελείωσε με την εξέταση της ΜΚ3, είπε στη ΜΚ2 «α παναγία μου έλα να σε φιλήσω και χαίρομαι που είσαι τόσο καλά». Έπειτα την πλησίασε και πήγε να τη φιλήσει στο στόμα, αλλά αυτή τον απέφυγε με αποτέλεσμα να τη φιλήσει σε σημείο δίπλα από το στόμα της. Ακολούθως, όταν βγήκαν έξω από το γραφείο του, η ΜΚ3 της είπε «μα πήγε να σε φιλήσει;» και η ΜΚ2 της απάντησε «κι εγώ έτσι κατάλαβα. Κύριε ελέησον μπορεί να είναι η ιδέα μου». Γι’ αυτό το λόγο μετά το πρώτο φιλί που της έδωσε ο κατηγορούμενος στις 28/8/20 έγραψε στη ΜΚ3 «μόλις με ξαναφίλησε». Αυτό δεν το εξήγησε στην Αστυνομία, γιατί δεν γνώριζε ότι έπρεπε να το εξηγήσει. Δεν ρωτήθηκε περί αυτού.

Η ΜΚ2 διευκρίνισε ότι έστειλε το πρώτο μήνυμα στη ΜΚ3 μετά το πρώτο φιλί. Μετά το δεύτερο και τρίτο φιλί, όταν έφυγε από κοντά της ο κατηγορούμενος, έστειλε το δεύτερο μήνυμα. Έπειτα μετά από λίγο, ρώτησε αν ήταν κάποια νοσοκόμα παρούσα. Δεν πήρε απάντησε και σηκώθηκε μόνη της. Έβγαλε τη ρόμπα της, φόρεσε τα ρούχα και τα παπούτσια της και ξεκίνησε να φύγει. Τελικά έκατσε στην καρέκλα και ήρθε η νοσοκόμα για να της βγάλει τη βαλβίδα. Ο κατηγορούμενος κάθισε δίπλα της και άρχισε να της λέει ξανά τα αποτελέσματα της εξέτασης. Η ίδια τον έβλεπε και δεν μιλούσε. Ξαφνικά αυτός σηκώθηκε, την άρπαξε από το πρόσωπο με τα χέρια του και τη φίλησε ξανά, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η ίδια αντιστάθηκε, βάζοντας τα χέρια της πάνω στα δικά του. Ήταν πολύ γρήγορα που έγινε αυτή τη φορά, σε σύγκριση με τις προηγούμενος τρεις. Δεν είχε κανέναν άλλο μέσα στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή.

Της υποβλήθηκε ότι για σκοπούς της επέμβασης, δεν τέθηκε υπό ολική αναισθησία, όπως ανέφερε αλλά τέθηκε υπό κατάσταση μέθης. Η ΜΚ2 απάντησε ότι δεν είναι γιατρός και δεν το γνωρίζει αυτό. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι κατά την επέμβαση ήταν κοιμισμένη.

Επιπλέον, της υποβλήθηκε ότι με βάση τα μηνύματα που αντάλλαξε με τη φίλη της – Τεκμήριο 3, προκύπτει ότι η ΜΚ3 ενοχλήθηκε περισσότερο από την ίδια, με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Η ΜΚ2 απάντησε ότι η ΜΚ3 δεν είχε υποβληθεί αμέσως πριν σε εξέταση, κατά την οποία τέθηκε υπό κατάσταση μέθης. Η ίδια είχε μόλις ξυπνήσει από νάρκωση. Επίσης, βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, δεδομένου ότι ο  κατηγορούμενος ήταν ο γιατρός της, τον οποίο ήξερε πολύ καλά.

Σε ότι αφορά την αναφορά της σε μήνυμα προς τη ΜΚ3 ότι «το σημαντικό ήταν ότι το κρονς κοιμάται», η ΜΚ2 ανέφερε ότι είχε πάρα πολλή αγωνία να δει τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης, γιατί υπέφερε πολύ από πόνους και εξάρσεις. Η μεγάλη της έγνοια ήταν η κατάσταση της υγείας της.

Της υποβλήθηκε ότι ο λόγος για τον οποία έστειλε τα μηνύματα που φαίνονται στο Τεκμήριο 3 στη σύντροφο της, ήταν για να την κάνει να ζηλέψει. Η ΜΚ2 απάντησε ότι διαφωνεί και δεν χρειάζεται να επεκταθεί. Διερωτήθηκε έπειτα πώς μπορεί κάποιος δικηγόρος να υπολογίζει τί θα έκανε η επί τέσσερα χρόνια σύντροφός της, με αυτά τα μηνύματα. Η υποβολή του συνηγόρου υπεράσπισης είναι εξωπραγματική και προσβλητική για την ίδια. Της υποβλήθηκε επίσης ότι πέτυχε τελικά το σκοπό της και ήταν η σύντροφός της, ΜΚ3, που επέμεινε να υποβάλει καταγγελία στην Αστυνομία και τότε ήταν πλέον πολύ αργά για να της πει ότι δεν της είχε πει την αλήθεια. Είπε, σύμφωνα με το συνήγορο υπεράσπισης, ψέματα στη σύντροφο, στη μητέρα της, στη ψυχολόγο και στην Αστυνομία και σε όλους με όσους μίλησε μετά που έφυγε από το νοσοκομείο. Η ΜΚ2 απέρριψε τις υποβολές αυτές.

Επιπλέον, της υποβλήθηκε ότι δόθηκε μόνο ένα φιλί, το οποίο έδωσε η ίδια στον κατηγορούμενο και ως προς τα υπόλοιπα τρία, αυτά δεν δόθηκαν ποτέ. Η ΜΚ2 απέρριψε την υποβολή και επανέλαβε ότι τα φιλιά ήταν τέσσερα. «Τέσσερεις φορές η γλώσσα του κατηγορουμένου ήταν μέσα στο στόμα μου κύριε Κληρίδη» είπε χαρακτηριστικά.

Εξήγησε επίσης, κατόπιν σχετικής υποβολής, ότι ο λόγος για τον οποίο δεν παραπονέθηκε στο προσωπικό της κλινικής, ήταν επειδή ήταν πάρα πολύ σοκαρισμένη και ταλαιπωρημένη από την εξέταση. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από την κλινική. Ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία της με την οικογένεια της πρώτα. Ρωτήθηκε τότε γιατί πήγε πάνω στη γραμματέα του γιατρού για να πληρώσει πριν φύγει και η ΜΚ2 απάντησε ότι κάποιος έπρεπε να πληρώσει. Αποδέχθηκε επίσης ότι πριν φύγει ευχαρίστησε το προσωπικό.

Η ΜΚ2 υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος ξέρει πολύ καλά τί έκανε και θα το ξανακάνει στο μέλλον, αν δεν βρεθεί κάποιος να τον σταματήσει. Η ίδια επιθυμεί να σταματήσει τον κατηγορούμενο από το να εκμεταλλεύεται γυναίκες σε ευάλωτες τους στιγμές. Αυτό είναι κάτι ανήθικο.

Ως τρίτη μάρτυρας (ΜΚ3) κατέθεσε η ΧΧ, η οποία υιοθέτησε γραπτή της κατάθεση ημερομηνίας 1/9/20 (Έγγραφο Γ) και ανέφερε τα εξής:

Στις 28/8/20 περί ώρα 11:00 περίπου, πήρε τη φίλη της, ΜΚ2, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο για να κάνει κολονοσκόπηση. Η ίδια έφυγε και επέστρεψε εκεί, λίγο πριν τις 12:00. Περί ώρα 11:57, πήρε μήνυμα από τη ΜΚ2, ότι ο γιατρός της, κατηγορούμενος, τη φίλησε στο στόμα. Στις 12:01, η ΜΚ2 της έστειλε ξανά μήνυμα ότι ο κατηγορούμενος τη φίλησε ξανά. Στη συνέχεια η ΜΚ2 πήρε εξιτήριο και αφού πλήρωσε το νοσοκομείο, βγήκε έξω και έφυγαν μαζί. Τότε, η ΜΚ2 ανέφερε στη ΜΚ3 ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει τέσσερεις φορές, εξηγώντας της λεπτομέρειες και ήταν ταραγμένη. Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΜΚ3, η ΜΚ2 της ανέφερε ότι η ίδια δεν αντέδρασε, λόγω αδυναμίας από την εξέταση. Ακολούθως, η ΜΚ3 πήρε τη ΜΚ2 στο σπίτι τους, επειδή ήταν κουρασμένη και την επομένη, η ΜΚ2 προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία.

Κατά την κυρίως εξέταση, η ΜΚ3 αναγνώρισε το Τεκμήριο 3 ως τα  μηνύματα που αντάλλαξε με τη ΜΚ2 κατά τη μέρα του περιστατικού  και εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο η ίδια κλήθηκε να μεταβεί στην Αστυνομία, ήταν ακριβώς αυτά τα μηνύματα, γιατί έπρεπε να δώσει τη συγκατάθεσή της για να παρουσιαστούν ως μαρτυρία.

Επιπλέον, η ΜΚ3 ανέφερε ότι κάποια χρόνια πριν το επίδικο περιστατικό, επισκέφθηκε και η ίδια τον κατηγορούμενο, αφού της τον σύστησε η ΜΚ2, η οποία τη συνόδευσε στο ραντεβού. Κατά την αναχώρησή τους από το ιατρείο του, ο κατηγορούμενος σηκώθηκε και πλησίασε τη ΜΚ2, ενώ η ΜΚ3 είχε προχωρήσει πιο μπροστά και καθώς η ΜΚ3 βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του ιατρείου, είδε τη ΜΚ2 να αποτραβιέται από τον κατηγορούμενο. Όταν ακολούθως η ΜΚ2 βγήκε έξω, η ΜΚ3 τη ρώτησε: «μα πήγε να σε φιλήσει ο γιατρός;» και αυτή της απάντησε «είδες το κι εσύ;» και η ΜΚ3 της είπε «ναι». Θεώρησαν έπειτα ότι είχαν λανθασμένη εντύπωση, γιατί δεν πίστευαν ότι όντως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Η ΜΚ2 είπε στη ΜΚ3 ότι μάλλον ο γιατρός χάρηκε που την είδε, γιατί είχε χρόνια να τη δει. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η ΜΚ2, στο πρώτο μήνυμα που απέστειλε στη ΜΚ3 περί φιλιού, έγραψε ότι ο κατηγορούμενος τη ξαναφίλησε.

Κατά τη μέρα του συμβάντος, επειδή επικρατούσε τότε η πανδημία του κορωνοϊού, η ΜΚ3 δεν μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο μαζί με τη ΜΚ2 και την περίμενε έξω από την είσοδο. Όταν  η ΜΚ2 βγήκε έξω ήταν ταλαιπωρημένη, μετά από μια αναισθησία. Πέραν τούτου ήταν και αναστατωμένη. Η ΜΚ3 την πήρε στο σπίτι για να ηρεμήσει, να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί, όπως κάθε φορά, διότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η ΜΚ2 έκανε κολονοσκόπηση. Όμως η ΜΚ2 ήταν πάρα πολύ αναστατωμένη. Η ΜΚ3 της έλεγε «κοιμήσου και θα δούμε μετά» αλλά η ΜΚ2 δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έπειτα πήραν τηλέφωνο τη μητέρα της ΜΚ2 και της είπαν τι είχε γίνει, για να αποφασίσουν πως θα προχωρούσαν.

Όταν η ΜΚ3 ρώτησε τη ΜΚ2 αν αντέδρασε την ώρα που της έκανε αυτό που της έκανε ο κατηγορούμενος, αυτή της είπε ότι τον έσπρωξε προς τα πίσω, με όση δύναμη είχε εκείνη την ώρα, από το υπνωτικό.

Κατά την αντεξέταση, η ΜΚ3 διευκρίνισε ότι στις 1/9/20 κλήθηκε από κάποιον αστυνομικό να μεταβεί στην Αστυνομία, ώστε να δώσει κατάθεση αναφορικά με τα μηνύματα – Τεκμήριο 3. Δεν θυμάται αν ο αστυνομικός που της έλαβε κατάθεση, της έκανε συγκεκριμένες ερωτήσεις. Δεν είχε όμως οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς το τί έπρεπε να πει. Ο αστυνομικός αυτός της είπε ότι αυτά που κατέγραψε στην κατάθεσή της ήταν αρκετά. Η ΜΚ3 του ανάφερε «κάποια πράγματα», όμως αυτός της είπε ότι το μόνο που η ίδια είχε να προσθέσει ως μάρτυρας ήταν σε σχέση με τα μηνύματα – Τεκμήριο 3. Συγκεκριμένα της είπε «πρέπει να μείνουμε σε αυτά». Η ίδια έδειξε εμπιστοσύνη στον εν λόγω αστυνομικό. Γι’ αυτό η κατάθεσή της έχει τη μορφή που έχει.

Η ΜΚ3 ανέφερε επίσης ότι η ΜΚ2 την ενημέρωσε για την όλη διαδικασία. Η ίδια δεν είχε οποιεσδήποτε συναντήσεις με τη δικηγόρο της Εισαγγελίας.

Σε ερώτηση γιατί ανέφερε στον πληθυντικό ότι θα αποφάσιζαν πώς να προχωρήσουν, η ΜΚ3 απάντησε ότι ως σύντροφος της ΜΚ2, ήταν φυσικό ότι θα συζητούσαν αυτό το θέμα μαζί και ότι η ίδια θα ήταν δίπλα της.

Ανέφερε επίσης ότι την ημέρα του συμβάντος, η ίδια μίλησε με κάποιες φίλες της δικηγόρους, για να τη συμβουλέψουν τί να κάνει, οι οποίες τη συμβούλεψαν να καταγγείλουν την υπόθεση στην Αστυνομία. Απ’ εκεί και πέρα όμως, εναπόκειτο στη ΜΚ2 να σκεφτεί και να αποφασίσει πως θα προχωρήσει. Η ΜΚ3 δεν πήγε μαζί με τη ΜΚ2 στην Αστυνομία. Αν δεν κάνει λάθος, η ΜΚ2 πήγε στην Αστυνομία με τον αδερφό της. Της υποβλήθηκε ότι ήταν δική της επιθυμία να προβεί η ΜΚ2 σε καταγγελία στην Αστυνομία και όχι της ΜΚ2. Η ΜΚ3 απέρριψε την υποβολή και ανέφερε ότι δεν θεωρεί ότι ένα θύμα τέτοιων αδικημάτων, θα περνούσε όλη αυτή τη διαδικασία, εάν δεν ήθελε να την περάσει.

Της υποβλήθηκε επίσης ότι η ίδια άσκησε πίεση στη ΜΚ2 για να προβεί σε καταγγελία. Η ΜΚ3 διαφώνησε με την υποβολή και ανέφερε ότι δεν άσκησε καμία πίεση στη ΜΚ2. Ήταν απλώς υποστηρικτική και θα την υποστήριζε ότι και αν αποφάσιζε να κάνει.

Της υποβλήθηκε περαιτέρω ότι από τα μηνύματα – Τεκμήριο 3 προκύπτει ότι είναι η ίδια που ενοχλήθηκε και όχι η ΜΚ2. Η ΜΚ3 απάντησε ότι φυσικά και ενοχλήθηκε, όπως θα ενοχλούνταν και για την αδερφή της και για μια φίλη της και για την οποιαδήποτε γυναίκα που ήταν στα χέρια ενός γιατρού. Ρωτήθηκε κατά πόσον γνώριζε την ώρα που έλαβε το πρώτο μήνυμα της ΜΚ2, εάν αυτή είχε συγκατατεθεί στο εν λόγω φιλί ή όχι. Η ΜΚ3 απάντησε ότι θεώρησε δεδομένο ότι δεν υπήρχε συγκατάθεση της ΜΚ2 για τέτοιο πράγμα. Η ίδια γνωρίζει τη ΜΚ2 πολύ καλά. Άλλωστε, είχε προηγηθεί το περιστατικό στο ιατρείο του κατηγορουμένου, κατά το οποίο η ΜΚ2 αποτραβήχθηκε από αυτόν. Επιπλέον, η ΜΚ3 υποστήριξε ότι αν υπήρχε η συγκατάθεση της ΜΚ2 στα φιλιά, δεν θα υπήρχε λόγος να ενημερώσει την ίδια με μηνύματα.

Περαιτέρω, η ΜΚ3 απέρριψε υποβολή ότι η ίδια και η ΜΚ2 είχαν αναφέρει στον κατηγορούμενο σε προγενέστερη του συμβάντος ημερομηνία ότι ήταν ζευγάρι. Η ΜΚ3 απάντησε ότι όταν είχαν μεταβεί μαζί με τη ΜΚ2 στο ιατρείο του κατηγορουμένου ούτε καν στους γονείς της δεν το είχε αποκαλύψει αυτό. Δεν είναι από τις ίδιες που έμαθε ο κατηγορούμενος ότι είναι ζευγάρι.

Τέλος, η ΜΚ3 ανέφερε ότι η ίδια δεν ξαναπήγε στην Αστυνομία, εκτός από τη μέρα που έδωσε την κατάθεσή της.

Ως τέταρτη μάρτυρας (ΜΚ4) κατέθεσε η μητέρα της ΜΚ2, η οποία ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ήταν οικογενειακός τους ιατρός. Λόγω εντερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην οικογένεια, ο κατηγορούμενος τους παρακολουθούσε σε τακτική βάση. Η ίδια τον γνωρίζει σίγουρα τα τελευταία 20 χρόνια. Περαιτέρω η ΜΚ4 αναγνώρισε κατάθεσή της που έδωσε στην Αστυνομία στις 9/9/20 – Έγγραφο Δ και ανέφερε τα εξής:

Στις 28/8/20 περί ώρα 11:00 το πρωί, συνάντησε στον είσοδο του Ιπποκράτειου νοσοκομείου την κόρη της ΜΚ2, καθώς αυτή είχε ραντεβού για κολονοσκόπηση στον κατηγορούμενο. Λόγω κορονοϊού, δεν της επιτράπηκε η είσοδος στο νοσοκομείο και περίμενε καθιστή έξω στα σκαλιά. Μετά από προτροπή της ιδιαιτέρας του γιατρού, η οποία τη συνάντησε εκεί, η ΜΚ4 μετέβη στην καφετέρια του νοσοκομείου, για να τη συναντήσει εκεί η νοσοκόμα και να την ενημερώσει για τα αποτελέσματα. Γύρω στις 12:00, βγήκε ο γιατρός, ο οποίος ήταν βιαστικός και την ενημέρωσε ότι τα αποτελέσματα της εξέτασης της ΜΚ2 ήταν πολύ καλά. Συγκεκριμένα της είπε ότι ο Κρον κοιμάται και ότι ήδη είχε ενημερώσει τη ΜΚ2 στην οποία ανέφερε επίσης ότι θα της μειώσει τη φαρμακευτική αγωγή, κάτι που όπως της είπε δυσαρέστησε και άγχωσε τη ΜΚ2. Η ΜΚ4 χάρηκε και παρακάλεσε τον κατηγορούμενο να πει στη ΜΚ2 να μην αγχώνεται. Ο κατηγορούμενος της απάντησε να μην ανησυχεί και να αφήσει τη ΜΚ2 να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί για ακόμη μια ώρα. Ακολούθως, η ΜΚ4 αποχώρησε από το νοσοκομείο, καθότι θα παραλάμβανε τη ΜΚ2 η φίλη της ΜΚ3. Μετά πάροδο περίπου μιας ώρας, δέχθηκε τηλεφώνημα από τη ΜΚ2, η οποία ήταν πολύ ταραγμένη και της ανέφερε ότι η εξέταση πήγε καλά, αλλά είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό με το γιατρό. Συγκεκριμένα, η ΜΚ2 της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την έπιανε από το πρόσωπο και τη φιλούσε, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Λόγω του ότι σοκαρίστηκαν και δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, κατήγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία την επόμενη μέρα. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να απευθυνθούν σε δικηγόρο ή στην Αστυνομία. Μια φίλη της κόρης της, δικηγόρος, τους συμβούλεψε να μεταβούν αμέσως στην Αστυνομία.

Κατά την κυρίως εξέταση, η ΜΚ4 ανέφερε ότι όταν την ενημέρωσε η ΜΚ2 για το τί είχε συμβεί, η ίδια σοκαρίστηκε. Έπειτα συναντήθηκαν όλη η οικογένεια, δηλαδή η ίδια μαζί με τη ΜΚ2 και τα αδέρφια της για να τους εξηγήσει η ΜΚ2 τι είχε συμβεί.  Ο κατηγορούμενος ήταν οικογενειακός τους γιατρός και η ΜΚ4 τον εμπιστευόταν. Για αυτό η ίδια ρώτησε τη ΜΚ2 να της πει λεπτομέρειες ξανά και ξανά, για να σιγουρευτεί ότι όντως είχαν συμβεί αυτά που της περιέγραψε και προσπάθησαν να αποφασίσουν τί ήταν καλύτερα να πράξουν στη συνέχεια. Έκαναν ένα - δυο τηλεφωνήματα σε τρίτα πρόσωπα για να τους συμβουλέψουν και αυτοί τους καθοδήγησαν να αποταθούν στην Αστυνομία. Όσο περνούσαν οι ώρες η ΜΚ4 ένιωθε όλο και πιο σοκαρισμένη.

Η ίδια εμπιστεύτηκε την κόρη της ΜΚ2 και γνώριζε ότι αυτή εμπιστευόταν τον κατηγορούμενο μέχρι εκείνη τη μέρα. Θεωρεί ότι η ΜΚ2 δεν είχε κανένα λόγο να σκαρφιστεί ένα τέτοιο σενάριο εναντίον του κατηγορούμενου. Αυτό που συνέβη είναι λυπηρό και σοκαριστικό.

Τις επόμενες μέρες η ΜΚ2 της τηλεφωνούσε «όπου βρισκόταν», πάθαινε «panic attacks» (κρίσεις πανικού), φοβόταν και ήταν σοκαρισμένη. Ως εκ τούτου αποτάθηκαν σε ψυχολόγο.

Η ΜΚ4 ανέφερε επίσης ότι ήρθε σε επαφή με μια γνωστή της δικηγόρο της Δημοκρατίας, για να τη ρωτήσει τί έπρεπε να κάνει. Συγκεκριμένα πήραν τηλέφωνο την εν λόγω δικηγόρο μαζί με τη ΜΚ2 και όταν της περιέγραψαν το συμβάν, πριν της αναφέρουν το όνομα του γιατρού, αυτή τις ρώτησε εάν επρόκειτο για τον κατηγορούμενο. Τότε η ΜΚ4 της απάντησε «τί εννοείς;» «πώς το ξέρεις;» και έπειτα αυτή θύμωσε πάρα πολύ και της είπε ότι «τον γνωρίζει». Εκείνη τη στιγμή η ΜΚ4 έπαθε το μεγαλύτερο σοκ. Έπειτα η εν λόγω δικηγόρος ανέφερε στη ΜΚ2 μην φοβηθεί και ότι θα σταθεί η ίδια στο πλευρό της. Ήταν σοκαριστικό για τη ΜΚ4 όταν άκουσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν γνωστός «για αυτά τα θέματα». Είναι μικρός τόπος η Κύπρος. Εκ των υστέρων έμαθε δυστυχώς «πολλά».

Κατά την αντεξέταση η ΜΚ4 ανέφερε ότι αποτάθηκαν σε ψυχολόγο μια εβδομάδα μετά το συμβάν, γιατί η ΜΚ2 πάθαινε κρίσεις πανικού. Η ΜΚ2 είχε δει και παλαιότερα αυτή τη ψυχολόγο, όταν είχε διαγνωστεί με τη νόσο του Κρον.

Αποδέχθηκε υποβολή του συνηγόρου υπεράσπισης ότι κατά τη διάρκεια της ένορκης μαρτυρίας της ΜΚ2 ήταν και η ίδια παρούσα στο Δικαστήριο και περίμενε έξω από την αίθουσα και ανέφερε επίσης ότι είχε μιλήσει με την κόρη της, ΜΚ2, η οποία την ενημέρωσε ως προς το τί λέχθηκε στην υπόθεση.

Περαιτέρω, η ΜΚ4 διευκρίνισε ότι η συνάντηση που είχαν ως οικογένεια για να συζητήσουν για το συμβάν, έγινε την ίδια μέρα του συμβάντος και την επόμενη μέρα. Παρούσα ήταν και η σύντροφος της ΜΚ2, ΜΚ3. Κατά την εν λόγω συνάντηση, η ΜΚ2 τους είπε λεπτομέρειες για το πώς είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα.

Σε ερώτηση κατά πόσον στο παρελθόν η ίδια είχε ζητήσει δουλειά από τον κατηγορούμενο και εκείνος της το αρνήθηκε, η ΜΚ4 απάντησε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως αυτό να έγινε, διότι πολλές φορές είχε ανάγκη από μια δεύτερη δουλειά, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η ΜΚ4 ανέφερε επίσης ότι δούλεψε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο για κάποιο διάστημα, σε άλλο γιατρό, αλλά δεν θυμάται την περίοδο.

Σε σχέση με το επίδικο συμβάν, η ΜΚ4 ανέφερε ότι όταν τη συνάντησε ο κατηγορούμενος στην καφετέρια του νοσοκομείου, η συζήτηση τους διήρκησε 4 έως 5 λεπτά. Ως της ανέφερε ο κατηγορούμενος, η ΜΚ2 αναστατώθηκε πολύ όταν της είπε να σταματήσει τη φαρμακευτική αγωγή και τότε η ΜΚ4 του είπε ότι ήταν καλύτερα να αφήσει τη ΜΚ2 να πάρει το χρόνο της και να ξυπνήσει. Επίσης η ΜΚ4 ανέφερε στον κατηγορούμενο, ο οποίος ήξερε τις εξάρσεις της ΜΚ2, ότι αυτή φοβόταν την αρρώστια που είχε.

Την ίδια μέρα η ΜΚ2 τηλεφώνησε και ενημέρωσε τη ΜΚ4 ως προς το τί είχε συμβεί, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ΜΚ3. Η ΜΚ4 έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία όταν κλήθηκε να μεταβεί στο σταθμό για αυτό το σκοπό. Η ΜΚ2 την είχε ενημερώσει ότι επρόκειτο να την καλέσουν.

Ως πέμπτη και τελευταία μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ5) κατέθεσε η κα Τίνα Παύλου, η οποία είναι ψυχολόγος. Κατέθεσε σχετικώς, ως Τεκμήριο 5, Έκθεση που ετοίμασε στις 4/4/2022, σχετικά με συναντήσεις που είχε με τη ΜΚ2, στην οποία αναφέρονται τα εξής:

Είναι ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει πτυχίο ψυχολογίας και μεταπτυχιακό στην Οικογενειακή θεραπεία από πανεπιστήμια της Αμερικής. Εργάστηκε στο τμήμα οικογενειακής θεραπείας του γραφείου ευημερίας στην Ουάσιγκτον  για ένα χρόνο και από το 1998 μέχρι σήμερα, είναι η κλινική διευθύντρια όλων των προγραμμάτων της Αγίας Σκέπης στην Κύπρο. Από το 2013 μέχρι σήμερα, διατηρεί παράλληλα ιδιωτικό γραφείο. Κατά το διάστημα 2011 – 2016, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στο μεταπτυχιακό τμήμα Κλινικής Ψυχολογίας και στο μεταπτυχιακό τμήμα Συμβουλευτικής ψυχολογίας. Επίσης, υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Αντιμετώπισης Εξαρτήσεως Κύπρου από το 2000 – 2015, για 5 θητείες και μέλος του Συμβουλίου Φυλακών από το 2014 – 2016. Από το 2016 μέχρι σήμερα, εκτίει τη δεύτερη θητεία της ως μέλους του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ’ Αδεία.

Στις 28/8/2020 η ΜΚ5 έλαβε μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο από τη ΜΚ2, η οποία της ζήτησε να κλείσουν ραντεβού και ακολούθως η ίδια την πήρε τηλέφωνο, όπως κάνει συνήθως μετά από ένα τέτοιο μήνυμα. Η ΜΚ2 ακουγόταν ταραγμένη, δυσκολευόταν να μιλήσει, δηλαδή έκανε παύσεις, κόμπιαζε και ήταν ευσυγκίνητη. Της ανέφερε ότι την προηγούμενη μέρα, σε ραντεβού που είχε στο γαστρεντερολόγο της, αυτός την παρενόχλησε σεξουαλικά. Η ΜΚ5 ρώτησε τη ΜΚ2 εάν έκανε καταγγελία στην Αστυνομία και αμέσως όρισε ραντεβού.

Κατά τη συνάντησή τους, η ΜΚ2 της περιέγραψε ότι ο γιατρός της τη φίλησε στο στόμα παρά τη θέλησή της τέσσερεις φορές, μετά την ολοκλήρωση κολονοσκόπησης στην οποία υπεβλήθη από αυτόν στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Επιπλέον, η ΜΚ2 της περιέγραψε έντονα συναισθήματα θυμού, αγανάκτησης, λύπης και φόβου. Αυτό που όξυνε τη συναισθηματική κατάσταση της ΜΚ2, ήταν το ότι ο εν λόγω γιατρός ήταν οικογενειακός φίλος και άτομο στο οποίο είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και εκτίμηση. Η ΜΚ2 έκλαιγε συχνά κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους. Τις επόμενες τρεις φορές που την είδε, η ΜΚ2 της ανέφερε συμπτώματα που τη δυσκόλευαν έντονα στην καθημερινότητά της, δηλαδή της περιέγραφε έντονη διαταραχή ύπνου με εφιάλτες, όπως επίσης ότι έκλαιγε συχνά και καθημερινά. Επίσης η ΜΚ2 περιέγραψε δύσπνοια κάποιες φορές μέσα στην εβδομάδα και το αίσθημα ότι «της έλειπε το οξυγόνο». Τα πιο πάνω αποτελούν, σύμφωνα με τη ΜΚ5, συμπτωματολογία κρίσεων πανικού, που υπάρχουν συχνά σε άτομα που περνούν μετατραυματικό στρες. Η ίδια έκρινε λοιπόν αναγκαίο να παραπέμψει τη ΜΚ2 σε ψυχίατρο για αξιολόγηση. Ακολούθως, η ΜΚ2 αξιολογήθηκε από τη ψυχίατρο Δρ. Ελένη Χατζηκυπριανού, η οποία της χορήγησε φαρμακευτική αγωγή.

Συνέχισαν τις συνεδρίες ψυχοθεραπείας μέχρι που η ΜΚ2 μπορούσε πια να αντιμετωπίσει μόνη της τα συναισθήματά της από την τραυματική εμπειρία που περιέγραψε.

Επιπλέον, η  ΜΚ5 εξήγησε ότι ένα τραυματικό γεγονός επηρεάζει μακροχρόνια το θύμα. Με καλή διαχείριση του συναισθηματικού άγχους που παράγουν τα τραύματα, μπορεί ένας άνθρωπος να μην επηρεάζεται από αυτό στην καθημερινή του ζωή, όμως δεν διαγράφονται τα τραυματικά γεγονότα.

Κατά την αντεξέταση, η ΜΚ5 ανέφερε ότι όταν έλαβε το μήνυμα της ΜΚ2, στις 28/8/20, βρισκόταν καθ’ οδόν προς Πάφο, όπου πήγαινε για διακοπές. Ήταν ημέρα Σάββατο, αν θυμάται καλά. Ανέφερε επίσης ότι η ίδια δεν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, αλλά κάποια στιγμή της τηλεφώνησε η ΜΚ2 και της ζήτησε να ετοιμάσει μια έκθεση σχετικά με τις συναντήσεις τους, γιατί θα προχωρούσε η υπόθεση στο Δικαστήριο.

Το πρώτο ραντεβού με τη ΜΚ2 έλαβε χώρα την επόμενη εβδομάδα μετά το μήνυμα, δηλαδή 4 ή 5 Σεπτεμβρίου 2020. Έπειτα είχαν συναντήσεις εβδομαδιαίως για χρονικό διάστημα περίπου τριών μηνών.

Περαιτέρω, η ΜΚ5 ανέφερε ότι γνώρισε τη ΜΚ2 αρχικά τον Σεπτέμβριο 2018 όταν αυτή την επισκέφθηκε μετά από διάγνωση της με τη νόσο του Κρον. Συγκεκριμένα, ως της ανέφερε η ΜΚ2, την είχε συμβουλεύσει ο γιατρός της να δει κάποιο ψυχολόγο για καλύτερη διαχείριση του άγχους της. Είχαν τότε συναντήσεις για χρονικό διάστημα 3 - 4 μηνών, στα πλαίσια προσωπικής ανάπτυξης. Σε σχέση με τις συναντήσεις αυτές η ΜΚ5 διευκρίνισε ότι η ΜΚ2 δεν είχε κάποια αγχώδη διαταραχή. Η λέξη ‘άγχος’ είναι κάτι που χρησιμοποιείται ευρέως. Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει άγχος ανά πάσα στιγμή, για μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα. Κλινικά η ΜΚ2 δεν είχε σοβαρής μορφής άγχος. Το πρώτο διάστημα που την είδε, το άγχος που βίωνε ήταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Εξ ου και οι συναντήσεις τους έγιναν στα πλαίσια της προσωπικής ανάπτυξης, παρά οτιδήποτε άλλο.

Κατά  τις συναντήσεις τους το 2020, η ΜΚ5 αξιολόγησε τη ΜΚ2 και επειδή αυτή είχε έντονα συμπτώματα όπως έλλειψη ύπνου και κρίσεις πανικού, θεώρησε ορθό να αξιολογηθεί η ΜΚ2 και από δεύτερο άτομο και να πάρει κάποια αγωγή για να μπορεί να κοιμάται, διότι διαφορετικά θα χειροτέρευαν τα συμπτώματά της αντί να καλυτερεύουν. Αυτός ήταν ο λόγος που παρέπεμψε τη ΜΚ2 σε ψυχίατρο, η οποία επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της ΜΚ5 και συνταγογράφησε στη ΜΚ2 ανάλογα φάρμακα.

Επιπλέον, η ΜΚ5 ανέφερε ότι για να καταλήξει κάποιος ψυχολόγος ως προς το κατά πόσον ένα άτομο υποφέρει από μετατραυματικό στρες, εφαρμόζει τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-5 και σχετικώς αναγνώρισε αντίγραφο εγγράφου με τίτλο ‘Διαγνωστικά κριτήρια DSM-5’,  σελίδες 143 – 149, το οποίο της υποδείχθηκε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6.

Της υποβλήθηκε ακολούθως ότι τα όσα περιέγραψε στην Έκθεση της – Τεκμήριο 5 δεν ανταποκρίνονται καθόλου στα διαγνωστικά κριτήρια DSM-5, ως καταγράφονται στο Τεκμήριο 6, ώστε να μπορεί να κάνει σχετική διάγνωση. Η ΜΚ5 διαφώνησε με την υποβολή και εξήγησε ότι για να γίνει διάγνωση για μετατραυματικό στρες, πρέπει να συντρέχουν τρία από τα πέντε ή πέντε από τα επτά κριτήρια DSM-5 και όχι όλα. Υπήρχαν στην περίπτωση της ΜΚ2 τέσσερα συμπτώματα, τα οποία τη δεδομένη στιγμή ήταν αρκετά έντονα, εξ ου και η παραπομπή της ΜΚ2 σε ψυχίατρο για περαιτέρω βοήθεια, παράλληλα με τη ψυχοθεραπεία.

Σε υποβολή ότι ετοίμασε την έκθεσή της καθ’ υπόδειξη της πελάτισσας της, ΜΚ2, η ΜΚ5 απάντησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ ένας ψυχολόγος να δώσει οποιαδήποτε έκθεση αν δεν το ζητήσει ο θεραπευόμενος.

Αποδέχθηκε τέλος ότι η ίδια βασίστηκε στα λεγόμενα της ΜΚ2, η οποία ήταν όμως άτομο που γνώριζε από πριν. Επανέλαβε ότι είχε παρακολουθήσει για μερικούς μήνες παλαιότερα τη ΜΚ2 και την είχε δει πως είναι υπό φυσιολογικές συνθήκες και πώς ήταν μετά το συμβάν και είχε μεγάλη διαφορά.

Μετά το πέρας της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και να καλέσει έξι μάρτυρες υπεράσπισης.

Κατά την ένορκη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος ανέφερε τα εξής:

Ονομάζεται XX και εργάζεται στο xxxxxx Νοσοκομείο από το 2006 ως γαστρεντερολόγος. Για την παρούσα υπόθεση ενημερώθηκε τη Δευτέρα 1/9/20, περί ώρα 10:00 π.μ, όταν δέχθηκε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο, από τον Διευθυντή του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου, ο οποίος, αφού του συστήθηκε, του είπε ότι τον πήρε τηλέφωνο για τη xxxxxxx. Έκπληκτος ο ίδιος τον ρώτησε: «για ποια xxxxx;» και αυτός του είπε «για τη xxxxx που της έκανες ενδοσκόπηση την Παρασκευή». Τότε ο κατηγορούμενος ρώτησε τον εν λόγω αστυφύλακα ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα και εκείνος του είπε «για κάποιο φιλί». Αμέσως ο κατηγορούμενος του απάντησε «έρχομαι αυτή τη στιγμή». Του ήταν αδιανόητο αυτό που άκουγε. Όμως ο  εν λόγω αστυνομικός του είπε ότι δεν ήταν τόσο επείγον και ότι μπορούσε να μεταβεί στον Αστυνομικό Σταθμό για κατάθεση, αφότου σχολάσει. Έτσι, γύρω στις 13:30, αφού προσπάθησε να ολοκληρώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε το πρόγραμμά του, το οποίο ήταν πολύ φορτωμένο εκείνη τη μέρα, ο κατηγορούμενος μετέβη στην Αστυνομία, όπου έδωσε την ανακριτική κατάθεση – Τεκμήριο 2. Ανέφερε μάλιστα στον αστυνομικό που του έλαβε κατάθεση ότι αυτός που έπρεπε να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή ως παραπονούμενος ήταν ο ίδιος. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος τόνισε ότι ο αστυνομικός που του έλαβε κατάθεση δεν του υπέδειξε την κατάθεση της ΜΚ2, ούτε του έδωσε οποιαδήποτε πληροφορία για τέσσερα φιλιά που ακούστηκαν στην πορεία. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις έμαθε, σοκαρισμένος, όταν διάβαζε το ανακριτικό υλικό της υπόθεσης που πήρε στα χέρια του από την Εισαγγελία και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο ίδιος θεωρεί ότι εάν αυτές οι πληροφορίες όπως και όλη η μαρτυρία του δίδονταν από την αρχή, πριν βρεθεί στη δυσμενή θέση του κατηγορουμένου και επιπλέον εάν υπήρχαν περισσότερες μαρτυρίες, η Εισαγγελία θα εξέταζε πολύ καλύτερα την παρούσα υπόθεση, πριν την προωθήσει στο Δικαστήριο. Το δικαίωμα όμως αυτό του το στέρησε η Αστυνομία. Του δίνεται στο Δικαστήριο για πρώτη φορά το δικαίωμα να πει τα πράγματα ακριβώς όπως έγιναν.

Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι το πρόγραμμά του ξεκινά πάντοτε στις επτά παρά τέταρτο το πρωί και ολοκληρώνεται γύρω στις 13:00 – 13:30 το μεσημέρι. Τη συγκεκριμένη μέρα, ψάχνοντας το πρόγραμμά του, είδε ότι διενεργήθηκαν δέκα ενδοσκοπήσεις. Είχε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα και έπρεπε να διεκπεραιώσει τη δουλειά του με απόλυτη ασφάλεια προς τους ασθενείς του. Όσον αφορά το επίδικο περιστατικό, η ΜΚ2 προσήλθε στο χώρο του ενδοσκοπικού γύρω στις 11:20 το πρωί, για να υποβληθεί σε προγραμματισμένη κολονοσκόπηση, όπως γίνεται σε όλους τους ασθενείς που έχουν κάποιο πρόβλημα με το έντερο τους, χωρίς να παρουσιάζει την οποιαδήποτε συμπτωματολογία. Αυτό προκύπτει σύμφωνα με τον κατηγορούμενο από την έκθεση κολονοσκόπησης που συνέταξε ο ίδιος αναφορικά  με τη ΜΚ2 στην οποία αναφέρεται ότι η κολονοσκόπηση έγινε για επανέλεγχο της νόσου. Προκύπτει επίσης από το βιβλίο εξιτηρίων το οποίο βρίσκεται στο νοσοκομείο, αλλά και από το βιβλίο μητρώο του ενδοσκοπικού, ότι η εξέταση της ΜΚ2 έγινε για σκοπούς πρόληψης. Επομένως, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, είναι αναληθής η θέση της ΜΚ2 ότι η εξέταση έγινε επειδή υπήρχε σοβαρό πρόβλημα έξαρσης.

Εκείνη τη μέρα, παρέλαβε τη ΜΚ2 από το ισόγειο του νοσοκομείου η νοσηλεύτρια Μίνκα (ΜΥ1), υπεύθυνη του χώρου ανάνηψης και τη μετέφερε στο υπόγειο του νοσοκομείου, όπου βρίσκεται το ενδοσκοπικό τμήμα. Στην αρχή η νοσηλεύτρια  οδήγησε τη ΜΚ2  στο χώρο ανάνηψης για να ξεντυθεί και να ετοιμαστεί για την εξέταση, όπως γίνεται πάντα με όλους τους ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε ενδοσκόπηση. Ακολούθως, βάσει πρωτοκόλλου που πάντοτε εφαρμόζεται, η νοσηλεύτρια μετέφερε τη ΜΚ2 με τα πόδια στον ακριβώς δίπλα χώρο που είναι ο χώρος του ενδοσκοπικού. Οι δύο χώροι επικοινωνούν μεταξύ τους με μια πόρτα. Η πόρτα αυτή παραμένει πάντοτε ανοικτή, ώστε να υπάρχει άμεση οπτική επαφή του χώρου ανάνηψης από το χώρο του ενδοσκοπικού, με σκοπό να μπορούν να ελέγχουν τόσο ο ίδιος, όσο και η αναισθησιολόγος, αλλά και η νοσηλεύτρια του χώρου του ενδοσκοπικού τους ασθενείς, καθώς επίσης και τα μηχανήματα καταγραφής των ζωτικών τους σημείων, την ώρα που αυτοί ξεκουράζονται. Αφού λοιπόν ήρθε η ΜΚ2 στο χώρο του ενδοσκοπικού, συνοδευόμενη από τη νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης, τη βοήθησαν να ξαπλώσει στο εξεταστικό κρεβάτι και ο ίδιος παρουσία των δυο νοσηλευτριών και της αναισθησιολόγου, τη σύστησε στο προσωπικό, λέγοντας τους ότι τη ΜΚ2 τη γνωρίζει τα τελευταία δυο χρόνια, λόγω κάποιου χρόνιου προβλήματος υγείας που έχει, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει και τους γονείς της. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος γνωρίζει τη μητέρα της ΜΚ2, ΜΚ4, η οποία είναι ασθενής του και τον πατέρα της, ο οποίος είναι οδοντίατρος. Η αναφορά της ΜΚ4 κατά τη δίκη ότι γνωρίζει τον κατηγορούμενο τα τελευταία 20 χρόνια δεν ευσταθεί. Ο ίδιος εργάζεται στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο από το 2006 και σύμφωνα με τα αρχεία του, συνάντησε τη ΜΚ4 για πρώτη φορά ως ασθενή του το 2013.

Αφού ο κατηγορούμενος σύστησε τη ΜΚ2 στο προσωπικό, η ίδια εκφράστηκε για το πρόσωπό του με τα καλύτερα λόγια. Ακολούθως, η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης επέστρεψε πίσω στο χώρο ανάνηψης για να προσέχει την προηγούμενη ασθενή, η οποία βρισκόταν εκεί και ξεκουραζόταν. Είχαν συνέχεια ένα ή δυο ασθενείς στο ενδοσκοπικό τμήμα.

Πριν την έναρξη της κολονοσκόπησης, χορηγήθηκε στη ΜΚ2 από την αναισθησιολόγο μέθη, όπως γίνεται σε όλους τους ασθενείς που υποβάλλονται σε τέτοια εξέταση. Η εξέταση της ΜΚ2 διήρκησε περίπου 15 λεπτά και πήγε πάρα πολύ καλά. Στη συνέχεια οι δυο νοσηλεύτριες μετέφεραν τη ΜΚ2 μαζί με το εξεταστικό κρεβάτι πίσω στο χώρο ανάνηψης, όπου την τοποθετήθηκε στο δεξιό τμήμα του εν λόγω  χώρου. Στο αριστερό τμήμα, βρισκόταν η προηγούμενη ασθενής, η οποία είχε ολοκληρώσει την εξέτασή της πριν τη ΜΚ2 και ήταν σχεδόν έτοιμη να αναχωρήσει. Τους δυο χώρους χωρίζει απόσταση δυο μέτρων. Μεταξύ των κρεβατιών, υπάρχει μόνο μια συρόμενη κουρτίνα. Μαζί με τη ΜΚ2, παρέμεινε η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης. Η νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού επέστρεψε στο χώρο του ενδοσκοπικού για να ετοιμάσει το χώρο για την επόμενη ασθενή. Όταν ο ίδιος τελείωσε την εξέταση της ΜΚ2, κάθισε στον υπολογιστή του, ο οποίος βρισκόταν στο χώρο του ενδοσκοπικού και ακολούθησε τη διαδικασία που ακολουθεί πάντοτε, δηλαδή συμπληρώνει, καταγράφει έκθεση για την ενδοσκόπηση, περνά τα ευρήματά του στην κάρτα του ΓΕΣΥ και συμπληρώνει το βιβλίο εξιτηρίων. Η εν λόγω διαδικασία διαρκεί 4 με 5 λεπτά περίπου. Αφού ο κατηγορούμενος τελείωσε με τη γραφειακή δουλειά, επέστρεψε στο χώρο ανάνηψης για να ενημερώσει τους ασθενείς για τα ευρήματά του. Εκεί κατευθύνθηκε προς το μέρος της ΜΚ2 και μαζί του, στο πλάι, ήταν η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης. Πάντοτε κατά την εν λόγω περίοδο φορούσαν εντός νοσοκομείου μάσκα, λόγων των μέτρων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή για αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Όταν όμως ο ίδιος ενημέρωνε τους ασθενείς για τα ευρήματά του, πάντα χαμήλωνε τη μάσκα του, για να μπορούν αυτοί να κατανοούν καλύτερα τί ακριβώς τους λέει, εφόσον είναι εκείνη την ώρα ακόμη ζαλισμένοι. Εξήγησε στη ΜΚ2 ότι τα ευρήματά του ήταν φυσιολογικά και ότι δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα και αφού η ίδια δεν παρουσίαζε την οποιαδήποτε συμπτωματολογία, σκοπός του ήταν να προσπαθήσουν να μειώσουν τη φαρμακευτική της αγωγή, με στόχο, αν μπορούσαν, κάποια στιγμή  να τη διακόψουν. Ακούγοντας η ΜΚ2 αυτά που της είπε, του είπε: «Γιατρέ μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ, να σε φιλήσω για τα καλά που μου λες». Τότε ο κατηγορούμενος, πολύ ευγενικά, έσκυψε προς το μέρος της και αντί, όπως ανέμενε, η ΜΚ2 να τον αγκαλιάσει, αυτή τον τράβηξε με τα δυο της χέρια από το πρόσωπο και τον φίλησε στο στόμα. Τον αιφνιδίασε. Τότε ο ίδιος τραβήχτηκε προς τα πίσω και της είπε «xxxxx για όνομα του Θεού. Είσαι σαν την κόρη μου». Η απάντησή της ήταν «είσαι ο sugar daddy μου». Ακολούθως, ο κατηγορούμενος σηκώθηκε και πήγε στο διπλανό ακριβώς κρεβάτι, όπου η ασθενής ήταν ξύπνια και τη ρώτησε αν ήταν καλά και αν ήταν έτοιμη να φύγει. Της είχε προαναφέρει τα ευρήματά του σε προηγούμενη επίσκεψη. Όπως συνηθίζει, ο κατηγορούμενος ενημερώνει τον ασθενή και έπειτα τον ενημερώνει ξανά λίγο πριν φύγει, κάτι που έπραξε με την ασθενή του αυτή, την κυρία Ε. I. Αυτή του είπε «γιατρέ δώσε μου ακόμα λίγο χρόνο και θα με βοηθήσει η νοσοκόμα να φύγω που είναι μαζί σου». Τότε ο κατηγορούμενος της είπε «πολύ ωραία» και σηκώθηκε να φύγει για να μεταβεί στην καφετέρια του νοσοκομείου, όπου βρισκόταν η μητέρα της ΜΚ2 και τον περίμενε για της πει τα νέα, όπως τον είχε ενημερώσει προηγουμένως η γραμματέας του. Στο χώρο ανάνηψης παρέμεινε η υπεύθυνη νοσηλεύτρια όπως γίνεται πάντοτε. Ποτέ δεν μένουν οι ασθενείς μόνοι τους, χωρίς να τους βοηθήσει κάποιος να φύγουν. Πάντοτε η νοσηλεύτρια βοηθά τον ασθενή να μεταβεί στην έξοδο για να αναχωρήσει και τότε φωνάζει τη νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού που είναι στο δίπλα δωμάτιο, η οποία παραμένει στο χώρο ανάνηψης για να προσέχει τον ασθενή που ξεκουράζεται, μέχρι να επιστρέψει η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης.

Μετά που κατηγορούμενος ενημέρωσε τη ΜΚ4 ότι ήταν όλα φυσιολογικά με τη ΜΚ2 και ότι θα προσπαθούσαν να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή, αυτός επέστρεψε στο χώρο του ενδοσκοπικού. Η όλη συζήτηση του με τη ΜΚ4 διήρκεσε περίπου δυο λεπτά. Εκείνο το διάστημα, η νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού βρισκόταν στο χώρο ανάνηψης και περίμενε τη νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης να επιστρέψει μαζί με την επόμενη ασθενή. Μετά από λίγο η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης επέτρεψε με την επόμενη ασθενή, την κυρία I.Π., η οποία επρόκειτο να υποβληθεί σε ενδοσκόπηση. Σύμφωνα με το μητρώο ασθενών που τηρείται στο ενδοσκοπικό τμήμα του νοσοκομείου, γύρω στις 12:00, η κυρία I.Π., ακολούθησε τη ίδια ακριβώς διαδικασία όπως είχε ακολουθήσει η ΜΚ2. Η δική της επέμβαση διήρκησε περίπου είκοσι λεπτά. Έπειτα ο κατηγορούμενος συνέταξε τη σχετική έκθεση και συμπλήρωσε τα σχετικά στοιχεία στο σύστημα του ΓΕΣΥ και στο βιβλίο εξιτηρίων. Όταν τελείωσε, γύρω στις 12:25, επέστεψε στο χώρο ανάνηψης μαζί με τη νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού, για να δώσει στη ΜΚ2 εξιτήριο και ο ίδιος να της εξηγήσει εκ νέου το θέμα μείωσης της φαρμακευτικής της αγωγής. Η ΜΚ2 καθόταν εκείνη τη στιγμή σε μια καρέκλα, μπροστά από το κρεβάτι της ασθενούς που μόλις είχε τελειώσει, δηλαδή της κυρίας Π. Ο ίδιος στάθηκε μπροστά στη ΜΚ2 και της εξήγησε ότι όλα ήταν καλά και ότι θα μείωναν τη φαρμακευτική της αγωγή, χωρίς να κατεβάσει αυτή τη φορά  τη μάσκα του, μετά το συμβάν που είχε προηγηθεί. Η ΜΚ2 τους ευχαρίστησε εκ νέου και αποχώρησε. Έπειτα ο ίδιος επέστρεψε στο χώρο του ενδοσκοπικού για να συνεχίσει την εργασία του, αφήνοντας στο χώρο ανάνηψης τη νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού, για να δώσει στη ΜΚ2 εξιτήριο και τη νοσηλεύτρια Μίνκα που βοήθησε τη ΜΚ2 να φύγει. Ως έμαθε εκ των υστέρων, μετά που αποχώρησε, η ΜΚ2 μετέβη στη γραμματέα του στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου, την οποία ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση που είχε και πλήρωσε τόσο για την αναισθησιολόγο, όσο και κάποια οφειλή προς το ΓΕΣΥ για τη δική του εξέταση.

Σε ότι αφορά τη ΜΚ3, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι αυτή τη γνώρισε όταν την εξέτασε  στο ιατρείο του μια μόνο φορά στις 19/11/19. Εκείνη τη μέρα η ΜΚ3 προσήλθε στο γραφείο του συνοδευόμενη από τη ΜΚ2, η οποία του τη σύστησε ως τη σύντροφο της, αναφέροντας του συγκεκριμένα  ότι ήταν η «girlfriend της». Ο ίδιος εξέτασε τη ΜΚ3 στον εξεταστικό χώρο του γραφείου του, έπειτα κάθισαν στις καρέκλες μπροστά από το γραφείο του κι εκείνος πίσω από το γραφείο και της εξήγησε τί ακριβώς έπρεπε να κάνει με τη διατροφή  της προς αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας της. Έπειτα ο κατηγορούμενος σηκώθηκε μπροστά από το γραφείο του και αφού χαιρέτησε τις δυο κοπέλες ευγενικά, αυτές αποχώρησαν. Ο ισχυρισμός της ΜΚ3, όπως και της ΜΚ2 εντός Δικαστηρίου, ότι εκείνη τη μέρα ο ίδιος προσπάθησε να φιλήσει τη ΜΚ2, είναι παντελώς αναληθής.

Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος επιχείρησε να καταθέσει φωτογραφία από το μητρώο του ενδοσκοπικού τμήματος του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, στο οποίο καταγράφεται πότε ξεκίνησαν και πότε τελείωσαν τις ενδοσκοπήσεις τους ο κάθε ασθενής που είχε εκείνη τη μέρα. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι στο μητρώο αυτό ο ίδιος συμπληρώνει καθημερινώς το ονοματεπώνυμο των ασθενών, το λόγο της εξέτασής τους, καθώς και την ώρα εισόδου και εξόδου του καθενός. Επιπλέον, εκτός από τον ίδιο, το εν λόγω μητρώο υπογράφει τόσο η νοσηλεύτρια του χώρου του ενδοσκοπικού, καθώς επίσης και η αναισθησιολόγος. Λόγω του ότι ηγέρθη ένσταση από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής στην κατάθεση της εν λόγω φωτογραφίας, ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε πού βρίσκεται το πρωτότυπο βιβλίο – μητρώο ασθενών και απάντησε ως εξής: «Δεν νομίζω να επιτρέπουν να φέρουμε ολόκληρο το βιβλίο. Αν το επιτρέπουν να το παρουσιάσω πολύ ευχαρίστως. Ανήκει στο Ιπποκράτειο». Τότε του ζητήθηκε να προσκομίσει το πρωτότυπο βιβλίο και ο κατηγορούμενος ζήτησε χρόνο για να μιλήσει με κάποιο αρμόδιο πρόσωπο στο νοσοκομείο. Πριν όμως διακοπεί η διαδικασία, ώστε να δοθεί χρόνος στον κατηγορούμενο να προβεί στις δέουσες ενέργειες, αυτός ανέφερε ότι δεν υπήρχε κάποιο ανυπέρβλητο πρόβλημα να προσκομιστεί το βιβλίο στο Δικαστήριο, απλώς θα προκαλούνταν καθυστέρηση. Ακολούθως, μετά από σύντομο διάλειμμα, ο κατηγορούμενος παρουσίασε αυθημερόν στο Δικαστήριο το βιβλίο – μητρώο ασθενών, το οποίο επιθεώρησε η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος κατέθεσε, ως Τεκμήριο 10 αντίγραφα δυο σελίδων από το εν λόγω βιβλίο - μητρώο, αναφορικά με τους ασθενείς του, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ενδοσκοπήσεις στις 28/8/20.

Επιπλέον, ο κατηγορούμενος κατέθεσε ως δέσμη εγγράφων - Τεκμήριο 7 την Έκθεση κολονοσκόπησης που ετοίμασε ο ίδιος στον υπολογιστή του, στις 28/8/20 αναφορικά με τη ΜΚ2, μαζί με δυο εκτυπώσεις φωτογραφιών οθόνης (screenshots), τις οποίες έβγαλε ο ίδιος και απεικονίζουν στοιχεία που διατηρεί ηλεκτρονικά εν σχέση με τις διάφορες επισκέψεις της ΜΚ2 στο ιατρείο του και στο ενδοσκοπικό τμήμα του νοσοκομείου. Ως εξήγησε, από τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι η ΜΚ2 εξετάστηκε από τον ίδιο για πρώτη φορά στις 5/6/18.

Προς απόδειξη της ημέρας και ώρας που ο ίδιος συνέταξε την εν λόγω έκθεση ο κατηγορούμενος κατέθεσε ως Τεκμήριο 8 εκτύπωση φωτογραφίας από την οθόνη του υπολογιστή του, με βάση την οποία φαίνεται ότι συνέταξε την Έκθεση – Τεκμήριο 7, στις 28/8/20 και ώρα 11:49, στο πρόγραμμα ‘Word’. Σχετικώς με το Τεκμήριο 8, ο κατηγορούμενος εξήγησε ότι ανέτρεξε στον υπολογιστή του όπου έχει φυλαγμένες όλες τις εκθέσεις του για τις ενδοσκοπήσεις που διενεργεί και εκεί εντόπισε την έκθεση που ετοίμασε για την ενδοσκόπηση της ΜΚ2.

Επιπλέον, ο κατηγορούμενος κατέθεσε, ως Τεκμήριο 9, αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «Εξιτήριο και ενημερωτικό σημείωμα ασθενούς» του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, το πρωτότυπο του οποίου δόθηκε στη ΜΚ2 στις 28/8/20, από τη νοσηλεύτρια του χώρου του ενδοσκοπικού. Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, στο εν λόγω έγγραφο αναγράφεται ότι είχε γίνει απλός επανέλεγχος της νόσου για καθαρά προληπτικούς λόγους. Δεν είχε κάποιο πρόβλημα υγείας η ΜΚ2. Δεν εμφάνισε παθολογικά ευρήματα.

Αναφορικά με την επίσκεψη της ΜΚ3 στο ιατρείο του, ο κατηγορούμενος κατέθεσε, ως Τεκμήριο 11, φωτογραφία οθόνης που έβγαλε ο ίδιος από τον υπολογιστή του, από το προσωπικό του αρχείο, σύμφωνα με το οποίο η ΜΚ3 την επισκέφθηκε μια φορά στις 19/11/19 και αναφορικά με τη ΜΚ4 κατέθεσε, ως Τεκμήριο 12, αντίστοιχο έγγραφο από το οποίο προκύπτει, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι η καρτέλα της ΜΚ4 ως ασθενούς του, δημιουργήθηκε το 2013 και όχι ενωρίτερα και επομένως δεν ισχύει η αναφορά της ότι τον γνωρίζει εδώ και είκοσι χρόνια.

Πέραν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι τα γεγονότα, όπως τα περιέγραψε η ΜΚ2 και οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας, δεν έγιναν και δεν μπορούσαν να γίνουν, λόγω πρώτα απ’ όλα της αρχιτεκτονικής και της διαρρύθμισης του χώρου του ενδοσκοπικού. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι τα δυο εξεταστικά κρεβάτια βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, σε απόσταση δυο μέτρων μεταξύ τους και υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ασθενείς σε αυτά. Δεύτερον, οι καρέκλες στις οποίες κάθισε η ΜΚ2 είναι ακριβώς μπροστά από τα κρεβάτια των ασθενών. Η συγκεκριμένη καρέκλα, στην οποία κάθισε η ΜΚ2 ήταν ακριβώς μπροστά από το εξεταστικό κρεβάτι της ασθενούς που είχε υποβληθεί σε ενδοσκόπηση προηγουμένως. Επίσης, η πόρτα μεταξύ του χώρου του ενδοσκοπικού και του χώρου ανάνηψης, είναι πάντοτε ανοικτή. Δεν μένει ποτέ κλειστή, παρά μόνο κατά τη διάρκεια των ενδοσκοπήσεων.  Επιπλέον, εφαρμόζονται πολύ αυστηρά πρωτόκολλα στο χώρο. Κανένας ασθενής δεν είναι ποτέ μόνος του, όταν ξεκουράζεται. Είναι πάντοτε μαζί του η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης. Σε ότι αφορά στο χώρο του ενδοσκοπικού, μαζί με τον κατηγορούμενο εκεί βρίσκονται πάντοτε η υπεύθυνη νοσηλεύτρια, καθώς και η αναισθησιολόγος. Το πρόγραμμα είναι πολύ πιεστικό κατά τη διάρκεια της ημέρας και ο ίδιος δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Επίσης, ο ίδιος δεν είχε κανένα λόγο να προβεί στις ενέργειες, τις οποίες περιέγραψε η ΜΚ2. Δεν είναι του χαρακτήρα του. Άλλωστε γνώριζε τόσο τους γονείς της, όσο και τη ΜΚ3, την οποία η ΜΚ2 του είχε συστήσει ως τη σύντροφό της. Δεν είχε κάτι να κερδίσει, μόνο να χάσει από μια τέτοια ενέργεια. Η ειλικρίνειά του φαίνεται, σύμφωνα με τον ίδιο και από το γεγονός ότι πήγε μόνος του να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία, χωρίς να ζητήσει την παρουσία του οποιουδήποτε δικηγόρου.

Ο ίδιος θεωρεί ότι η ΜΚ2 είπε ένα ψέμα στη φίλη της - ΜΚ3 και ακολούθως, με την πίεση της οικογένειάς της, δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, παρά να καταγγείλει το περιστατικό στην Αστυνομία. Επίσης, υπήρξε μια ανύπαρκτη διερεύνηση του περιστατικού από την Αστυνομία και έγινε πολύ επιλεκτική παρουσίαση των γεγονότων από την Εισαγγελία στο Δικαστήριο.

Τέλος, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι αρνείται τις κατηγορίες που του καταλογίζονται, οι οποίες είναι πολύ βαριές για τον ίδιο, τα παιδιά του, τους γονείς του, τους φίλους του, αλλά και όλους του τους ασθενείς που τον ακολουθούν πιστά και δεν τον έχουν εγκαταλείψει παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που πήρε το όλο περιστατικό για πολλούς μήνες, μέσα από τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιοφωνικές εκπομπές και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Κατά την αντεξέταση, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο το 2004 αφού εργάστηκε προηγουμένως για ενάμιση χρόνο στο εξωτερικό και επανέλαβε ότι από το 2006 μέχρι σήμερα εργάζεται αδιαλείπτως στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο.

Σε υποβολή ότι άρχισε να παρακολουθεί τον αδερφό της ΜΚ2 και γιο της ΜΚ4, από το 2010 ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο.

Του υποβλήθηκε επίσης ότι το 2011 επανέλαβε αδίκημα όμοιας φύσης με τα επίδικα αδικήματα και καταδικάστηκε από το Δικαστήριο. Ηγέρθη τότε ένσταση στην εν λόγω υποβολή από τον ευπαίδευτο συνήγορο υπεράσπισης και κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου η υποβολή επιτράπηκε. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου. Έπειτα ρωτήθηκε εάν κατηγορήθηκε για παρόμοιας φύσης αδικήματα, τα οποία διέπραξε τον Οκτώβριο 2011 και απάντησε αρχικά ότι δεν το θυμάται αυτό. Έπειτα απάντησε ότι ο Νόμος τον προστατεύει και δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις. Του υποβλήθηκε περαιτέρω ότι στην υπόθεση με αριθμό 885/2012, η οποία αφορούσε αδικήματα σεξουαλικής παρενόχλησης που συνέβησαν στις 18/10/11, καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο Ευρώ 1.000. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Επισημάνθηκε τότε στον κατηγορούμενο από το Δικαστήριο ότι οφείλει να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται και τότε απάντησε ως εξής: «Είναι μια απόφαση Δικαστηρίου μόνο Εντιμοτάτη. Υπάρχει άλλη;».

Έπειτα ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για το λόγο που ανέφερε η κατήγορος, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει σε ερώτηση κατά πόσον είχε διαπράξει το αδίκημα αυτό στο ιατρείο του. Του υποβλήθηκε περαιτέρω ότι το αδίκημα αυτό αφορούσε άσεμνη επίθεση στη γραμματέα του και για το λόγο αυτό τον έδιωξαν για κάποιο διάστημα από το Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν τον έδιωξαν ποτέ από το Ιπποκράτειο.

Σε ότι αφορά τη λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ο αστυνομικός που του τηλεφώνησε, δεν τον πληροφόρησε πριν πάει για κατάθεση, ότι είχε καταγγελθεί για τέσσερα φιλιά. Του είπε για κάποιο φιλί στη ΜΚ2. Δεν του είπε ότι καταγγέλθηκε για τέσσερα φιλιά, ούτε ότι αυτά δόθηκαν στο στόμα. Ούτε στο στόμα, ούτε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες της καταγγελίας της ΜΚ2 του αναφέρθηκαν όπως για παράδειγμα το μέρος όπου κατ’ ισχυρισμό δόθηκαν τα φιλιά, ή σε τί κατάσταση βρισκόταν η ΜΚ2 εκείνη την ώρα.

Σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι κατά τον Αύγουστο 2020, πέραν της χρήσης προστατευτικής μάσκας, δεν εφαρμόζονταν οποιαδήποτε άλλα μέτρα για αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού, όπως αυτά που εφαρμόζονταν το 2019. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν προβλέπεται να γίνεται αποστείρωση ή απολύμανση του χώρου του ενδοσκοπικού. Δεν είναι χειρουργείο. Το μόνο που καθαρίζεται με απλό οινόπνευμα, είναι το εξεταστικό κρεβάτι πριν μπουν σε αυτό καθαρά σεντόνια για να χρησιμοποιηθεί από τον επόμενο ασθενή. Αυτό το κάνουν οι νοσηλεύτριες αλλά δεν γνωρίζει σε ποια ακριβώς χρονική στιγμή.

Πέραν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι στο ενδοσκοπικό τμήμα εφαρμόζεται και εφαρμοζόταν και τον Αύγουστο 2020 αυστηρό πρωτόκολλο ότι κανένας ασθενής δεν μένει ποτέ μόνος του στο χώρο ανάνηψης. Όταν η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης συνοδεύσει τον ασθενή που φεύγει μέχρι την έξοδο του νοσοκομείου, ειδοποιεί τη νοσηλεύτρια του χώρου του ενδοσκοπικού, η οποία την αντικαθιστά και μένει αυτή με τους ασθενείς στο χώρο ανάνηψης μέχρι να επιστρέψει η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης. Στο χώρο αυτό βρίσκεται τουλάχιστον ένας ασθενής, τον οποίο προσέχει η νοσηλεύτρια. Τόσο το δωμάτιο του ενδοσκοπικού, όσο και το δωμάτιο ανάνηψης, έχουν εμβαδόν περίπου είκοσι τετραγωνικά μέτρα το κάθε ένα.

Του υποβλήθηκε ότι ο ίδιος είχε δώσει εντολή στις νοσηλεύτριες να φεύγουν από το χώρο ανάνηψης, όταν έμπαινε αυτός εκεί, πράγμα που έγινε και στην παρούσα περίπτωση και ο κατηγορούμενος απάντησε ότι ποτέ δεν έδωσε τέτοια εντολή.

Σε ότι αφορά την ενημέρωση των ασθενών για τα αποτελέσματα της ενδοσκόπησης, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι μόλις ο ασθενής ξυπνήσει, ενώ είναι ακόμα ζαλισμένος και βρίσκεται εντός του δωματίου ανάνηψης, τον ενημερώνει ότι όλα πήγαν καλά και έπειτα ο ασθενής μεταφέρεται στο δωμάτιο ανάνηψης, αφού πρώτα τον ρωτά και η αναισθησιολόγος αν είναι καλά. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος επισκέπτεται τον ασθενή στο χώρο ανάνηψης και τον ενημερώνει εκτενώς για τα ευρήματά του.

Σε υποβολή ότι το πρόγραμμά του, ως καταγράφεται στο Τεκμήριο 10, είναι απλώς ένα ενδεικτικό πρόγραμμα, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι αυτό ήταν το πρόγραμμα της συγκεκριμένης μέρας. Στο Τεκμήριο 10 ο ίδιος κατέγραψε την ώρα που μπήκε και την ώρα που βγήκε ο κάθε ασθενής από το δωμάτιο της ενδοσκόπησης στις 28/8/20. Αναγράφονται επίσης στο Τεκμήριο 10 τα φάρμακα της αναισθησίας που δόθηκαν στον κάθε ασθενή από την αναισθησιολόγο. Σε ότι αφορά όμως τα φάρμακα που χορηγεί η αναισθησιολόγος, αυτή συμπληρώνει και άλλο βιβλίο, το οποίο επίσης τηρείται στο ενδοσκοπικό τμήμα του νοσοκομείου. Εν πάση περιπτώσει, όλα τα φάρμακα που δίνονται στον κάθε ασθενή, καταγράφονται στις εκθέσεις που ο ίδιος ετοιμάζει, όπως είναι η έκθεση κολονοσκόπησης της ΜΚ2 – Τεκμήριο 7.

Του υποβλήθηκε ότι όταν η ΜΚ2 αφίχθηκε στο δωμάτιο ανάνηψης, περί ώρα 11:25, δεν υπήρχε κανένας άλλος ασθενής εκεί. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την υποβολή και ανέφερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν. Όταν μεταφέρθηκε η ΜΚ2 στο χώρο ανάνηψης, υπήρχε ακριβώς στο δίπλα κρεβάτι η κυρία Ε. Ι. που έπρεπε να φύγει, για να μπορέσει να έρθει ο επόμενος ασθενής. Μετά που ο ίδιος μίλησε με τη ΜΚ2 στο δωμάτιο ανάνηψης, πριν μεταβεί στην καφετέρια για να μιλήσει με τη ΜΚ4, μίλησε πρώτα με την κυρία Ιουλίου, η οποία του ζήτησε να μείνει για ακόμη λίγα λεπτά.

Σε  ότι αφορά τον ισχυρισμό του ότι η κολονοσκόπηση της ΜΚ2 ήταν επαναληπτική, του υποβλήθηκε ότι δεν είπε την αλήθεια. Ο κατηγορούμενος απέρριψε την εν λόγω υποβολή και ανέφερε ότι από το βιβλίο - μητρώο ασθενών προκύπτει ότι η εν λόγω κολονοσκόπηση έγινε για πρόληψη. Δεν είχε κανένα λόγο τότε να μην αναφέρει την αλήθεια. Παρομοίως, στην έκθεση ενδοσκόπησης του – Τεκμήριο 7 αναφέρεται ότι έγινε επανέλεγχος της νόσου του Κρον. Υποδείχθηκε τότε στον κατηγορούμενο εκτύπωση από το σύστημα του ΓΕΣΥ, με δικές του κλινικές σημειώσεις, ημερομηνίας 25 Αυγούστου 2020, αναφορικά με επίσκεψη της ΜΚ2 στο ιατρείο του, στις οποίες αναφέρεται το εξής: «ασθενής με γνωστό ιστορικό νόσου Crohn λεπτού εντέρου αναφέρει από 2μήνου μετεωρισμό και μαλακές κενώσεις. Συνεστήθη διερεύνηση με κολονοσκόπηση». Το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 13 και του υποβλήθηκε ότι από τη σημείωση αυτή προκύπτει ότι η ΜΚ2 είχε εντερικό πρόβλημα και ότι η κολονοσκόπηση ημ.28/8/20 δεν έγινε μόνο για πρόληψη. Ο κατηγορούμενος  απάντησε ότι δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε φούσκωμα ή μαλακές κενώσεις, φανερώνουν υποτροπή. Είχε πλησιάσει προφανώς ο καιρός που έπρεπε να γίνει ενδοσκόπηση και αφ’ ης στιγμής η ΜΚ2 ανέφερε αυτή τη συμπτωματολογία, ο ίδιος αποφάσισε να ελέγξει μήπως υπήρχε οτιδήποτε. Ήταν απλώς ένας επανέλεγχος. Η ΜΚ2 δεν είχε δει αίμα, ούτε είχε πόνο.

Έπειτα του υποδείχθηκε ακόμη μια καταχώρισή του στo ΓΕΣΥ, ημερομηνίας 28 Αυγούστου 2020 και ώρα 11:50, στην οποία αναγράφεται το εξής: «ΚΟΛΟΝΟΣΚΟΠΗΣΗ Αιμορροϊδοπάθεια Grade A». Ο κατηγορούμενος αναγνώρισε την εν λόγω σημείωση ως δική του και το σχετικό έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 14. Ανέφερε ότι προφανώς προέβη στη σχετική καταχώρηση στο σύστημα του ΓΕΣΥ μόλις τελείωσε την κολονοσκόπηση της ΜΚ2, πριν μεταβεί στο δωμάτιο ανάνηψης για να την ενημερώσει για τα αποτελέσματα.

Σε ερώτηση γιατί στην κατάθεσή του στην Αστυνομία – Τεκμήριο 2 ανέφερε ότι επισκέφτηκε τη ΜΚ2 για να την ενημερώσει για τα αποτελέσματα της εξέτασής της μετά πάροδο 40 λεπτών και τότε αυτή τον φίλησε, ενώ ενόρκως ανέφερε ότι το περιστατικό αυτό έγινε πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του, λίγα λεπτά μετά τις 11:50 που ο ίδιος καταχώρησε τη σχετική σημείωση στο ΓΕΣΥ  - Τεκμήριο 14,  ο κατηγορούμενος απάντησε ότι έδωσε την κατάθεσή του στην Αστυνομία υπό μεγάλη ένταση.

Του υποβλήθηκε ότι ο ίδιος πλησίασε τη ΜΚ2 σε χρόνο που μόλις είχε ξυπνήσει, την άρπαξε από το πρόσωπο και τη φίλησε, ως αυτή περιέγραψε. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την υποβολή και ανέφερε ότι συνέβη αυτό που περιέγραψε ο ίδιος στην κατάθεσή του. Όταν ενημέρωσε τη ΜΚ2 για τα ευρήματά του, αυτή βρισκόταν σε ημικαθιστή θέση στο κρεβάτι και κατάλαβε πολύ καλά τί της είπε. Απλώς δεν ήταν έτοιμη να σηκωθεί από το κρεβάτι ακόμη. Μετά το άκουσμα των αποτελεσμάτων η ΜΚ2 του είπε «γιατρέ να σε αγκαλιάσω για τα καλά νέα που μου λες». Ρωτήθηκε τότε γιατί στην κατάθεσή του στην Αστυνομία ανέφερε ότι η ΜΚ2 του είπε «να σε φιλήσω» αντί «να σε αγκαλιάσω» και ο κατηγορούμενος απάντησε ότι πολλοί ασθενείς λένε ότι θέλουν να σε φιλήσουν, αλλά δεν σε φιλούν και εννοούν να σε αγκαλιάσουν. «Εν πράματα τούτα; Είναι δυνατόν να με πιάνει τζιαι να με φιλά ο καθένας;» Διερωτήθηκε.

Εκείνη τη στιγμή, όταν τον φίλησε η ΜΚ2 δίπλα του (δεξιά και προς τα πίσω) βρισκόταν η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης και δίπλα ακριβώς, η προηγούμενη ασθενής, που ήταν έτοιμη να φύγει.

Του υποβλήθηκε ότι μετά που ο ίδιος μετέβη στην καφετέρια του νοσοκομείου και ενημέρωσε τη ΜΚ4, επέστρεψε πίσω και φίλησε τη ΜΚ2 για δεύτερη και τρίτη φορά. Ο ίδιος απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν  αναφέρθηκε ποτέ. Ούτε συνέβη κάτι τέτοιο.

Του υποβλήθηκε επίσης ότι οι δύο καρέκλες όπου κάθισε η ΜΚ2 περιμένοντας να της δοθεί εξιτήριο, ήταν τοποθετημένες μπροστά από το κρεβάτι όπου είχε ξαπλώσει προηγουμένως και ο κατηγορούμενος συμφώνησε με την υποβολή. Του υποβλήθηκε ότι όταν η ΜΚ2 κάθισε στις καρέκλες αυτές και περίμενε τη νοσηλεύτρια να της βγάλει την «πράνουλα», στο κρεβάτι μπροστά της δεν βρισκόταν κανένας και τότε αυτός κάθισε δίπλα της και την ενημέρωσε για την επέμβαση. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι η τελική ενημέρωση της ΜΚ2 έγινε όταν ο ίδιος τελείωσε με την επόμενη ενδοσκόπηση εκείνης της μέρας και αφού μεταφέρθηκε στο δωμάτιο ανάνηψης η ασθενής που εξετάστηκε μετά τη ΜΚ2 και ο ίδιος συμπλήρωσε τη σχετική έκθεση και το βιβλίο εξιτηρίων για την εν λόγω ασθενή. Συγκεκριμένα, ο ίδιος πλησίασε τη ΜΚ2 η οποία καθόταν σε μια καρέκλα, συνοδευόμενος από τη νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού. Ο ίδιος ποτέ δεν κάθεται στις καρέκλες όταν ενημερώνει τον ασθενή. Στέκεται όρθιος μπροστά τους. Εκείνη τη στιγμή από τη μια πλευρά ήταν η νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού που έδωσε στη ΜΚ2 το εξιτήριο και από την άλλη πλευρά, προς την πόρτα του χώρου ανάνηψης, στεκόταν η άλλη νοσηλεύτρια. Του υποβλήθηκε ότι η νοσηλεύτρια που πήγε να βγάλει την «πράνουλα» από το χέρι της ΜΚ2, μόλις τον είδε, έφυγε και έκλεισε την πόρτα του ενδοσκοπικού, ως οι εντολές του. Ο αρνήθηκε την υποβολή και απάντησε ότι σύμφωνα με τις εντολές του ποτέ κανένας ασθενής δεν μένει μόνος του. Ο ίδιος τους ενημερώνει για τα αποτελέσματα, πάντα με συνοδεία νοσηλεύτριας.

Του υποβλήθηκε επίσης ότι στην προηγούμενη ποινική υπόθεση που αντιμετώπισε, καταδικάστηκε για παρόμοια αδικήματα κατόπιν παραδοχής του. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι υιοθετεί τις προηγούμενες απαντήσεις του σε αυτές τις ερωτήσεις.

Τέλος, ο κατηγορούμενος εξέφρασε την άποψη ότι η ΜΚ2 απέστειλε στη σύντροφό της ΜΚ3 τα μηνύματα που φαίνονται στο Τεκμήριο 3, τα οποία δεν συνάδουν με το χρόνο κατά τον οποίο ήταν ο ίδιος μαζί της, για συγκεκριμένο σκοπό κι έπειτα η ΜΚ2 προέβη σε καταγγελία εναντίον του γιατί δέχθηκε πιέσεις από τη φίλη της ΜΚ3 και από την οικογένειά της.

Ως πρώτη μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ1) κατέθεσε η Μ. Σ., η οποία ανέφερε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν μαζί με τον κατηγορούμενο και τη νοσηλεύτρια Γεωργίου Λούπα (ΜΥ2), στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου. Σχετικώς η ΜΥ1 κατέθεσε, ως Τεκμήριο 14, βεβαίωση ως προς την εργασία της στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, κατά την εν λόγω περίοδο. Συγκεκριμένα, η ΜΥ1 ανέφερε ότι ήταν υπεύθυνη στο χώρο ανάνηψης και αναγνώρισε αντίγραφο γραπτής κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία στις 6/9/20, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Ε. Σύμφωνα με την εν λόγω κατάθεση, η ΜΥ1 ως νοσηλεύτρια, είχε καθήκον να παραλαμβάνει τους ασθενείς και να τους μεταφέρει στο θάλαμο ανάνηψης, όπου, ακολούθως, τους βοηθούσε να ξεντυθούν και να φορέσουν τη ρόμπα για την εξέταση και τις παντόφλες του νοσοκομείο. Ακολούθως, μετά το πέρας της εξέτασης του κάθε ασθενή, τον παραλάμβανε με το τρόλεϊ, αφού αυτός ήταν ακόμα ναρκωμένος και τον μετέφερε πίσω στο θάλαμο ανάνηψης, όπου η ίδια παρέμενε κοντά του μέχρι να συνέλθει.

Στις 28/8/20 το πρωί, μετά τις 10:00, μετέβη στο ενδοσκοπικό τμήμα για εξέταση μια νεαρή ασθενής που την έλεγαν xxxxx. Η ίδια την ετοίμασε για την εξέταση και ακολούθως, όταν τελείωσε την εξέτασή του ο γιατρός, τη μετέφερε πίσω στο θάλαμο ανάνηψης. Εκεί, αφού η xxxxx ξύπνησε, ήρθε ο κατηγορούμενος και της είπε ότι το αποτέλεσμα της εξέτασής της ήταν πολύ καλό. Τότε η ΜΥ1 άκουσε τη xxxxx να ευχαριστεί τον κατηγορούμενο και να του λέει «έλα να σε αγκαλιάσω». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος βγήκε έξω για να μιλήσει με τη μαμά της xxxxx και η ΜΥ1 πήγε να παραλάβει τον επόμενο ασθενή. Μετά από πέντε λεπτά, επέστρεψε στο θάλαμο ανάνηψης μαζί με τον επόμενο ασθενή, για να τον ετοιμάσει για την εξέταση. Στη συνέχεια η ΜΥ1 μίλησε με τη xxxxx και της είπε ότι για να φύγει έπρεπε να της βγάλουν την «πράνουλα» από το χέρι και να της πει ο γιατρός ότι είναι εντάξει να φύγει. Έπειτα η ΜΥ1 μετέφερε τον επόμενο ασθενή στο θάλαμο του ενδοσκοπικού και στη συνέχεια επέστρεψε στο θάλαμο ανάνηψης. Τους δυο θαλάμους χωρίζει μια πόρτα. Στη συνέχεια η ΜΥ1 έβγαλε την «πράνουλα» από το χέρι της xxxxx και την κατέβασε από το κρεβάτι. Αυτή της είπε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένη με όλους κι έπειτα κάθισε σε μια καρέκλα και η ΜΥ1 έστρωσε το κρεβάτι της. Μετά ήρθε ο γιατρός και έδωσε στη xxxxx το φάκελο με τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Αυτή πήρε το εξιτήριο της και έφυγε. Η ΜΥ1 βρισκόταν συνέχεια στο θάλαμο ανάνηψης, εκτός από εκείνα τα πέντε λεπτά που πήγε να παραλάβει τον επόμενο ασθενή. Ανέφερε επίσης ότι ο θάλαμος ανάνηψης έχει δυο κρεβάτια, τα οποία χωρίζονται με κουρτίνα και ένα αποχωρητήριο. Όση ώρα η ίδια ήταν μέσα στο δωμάτιο ανάνηψης μαζί με τη xxxxx, δεν είδε το γιατρό να τη φιλά.

Κατά την κυρίως εξέταση, η ΜΥ1 ανέφερε ότι όταν φεύγει από το θάλαμο ανάνηψης, φωνάζει την άλλη νοσοκόμα, τη Λ., η οποία μένει μαζί με την ασθενή που είναι εκεί, μέχρι να επιστρέψει η ΜΥ1. Μόλις η ΜΥ1 επιστρέψει, η Λ. πάει πίσω στο χώρο του ενδοσκοπικού. Η πόρτα που χωρίζει τα δυο δωμάτιο είναι πάντα ανοικτή.

Εκείνη τη μέρα, όταν έβγαλαν τη ΜΚ2 με το κρεβάτι από το δωμάτιο του ενδοσκοπικού, την τοποθέτησαν στη θέση κοντά στον τοίχο. Η ίδια έμεινε κοντά της και της μέτρησε το οξυγόνο. Μετά πάροδο πέντε λεπτών, ήρθε ο γιατρός και ενημέρωσε τη Μάρθα πώς πήγε η εξέταση. Μόλις τελείωσε, η xxxxx τον ευχαρίστησε και του είπε «έλα γιατρέ να σας αγκαλιάσω και να σας ευχαριστήσω». Η ΜΥ1 ήταν κοντά της, όμως, όταν ήρθε ο γιατρός (κατηγορούμενος), έμεινε λίγο πίσω και στο πλάι, για να μπορέσει να πάει μπροστά ο κατηγορούμενος. Η ΜΥ1 ανέφερε ότι εκείνη τη στιγμή είδε τον κατηγορούμενο που έσκυψε λίγο μπροστά, όμως πάτησε λίγο πίσω και είπε «εντάξει xxxxx να πάω να μιλήσω τώρα με τη μάμα σου. Όλα πήγαν καλά».

Έπειτα, πριν φύγει ο κατηγορούμενος για να συναντήσει τη μαμά της xxxxx, μίλησε και με την άλλη ασθενή, που βρισκόταν στο δίπλα κρεβάτι και ήταν έτοιμη να φύγει. Ακολούθως, η Λ. έδωσε το εξιτήριο στην κυρία αυτή και μετά πάροδο 2 - 3 λεπτών, η ΜΥ1 τη συνόδευσε μέχρι το ασανσέρ για να φύγει. Μέχρι να επιστρέψει η ΜΥ1 στο χώρο ανάνηψης, μαζί με τον επόμενο ασθενή, μαζί με τη xxxxx παρέμεινε η Λ.

Επιπλέον, η ΜΥ1 ανέφερε ότι τη στιγμή που δόθηκε εξιτήριο στη xxxxx από τη Λ., η ίδια ήταν μαζί της. Ο γιατρός της εξήγησε τα αποτελέσματα και έφυγε. Ακολούθως, η xxxxx υπέγραψε το εξιτήριο και τους είπε πολλές φορές «ευχαριστώ, είστε πολλά καλές». Τότε η ΜΥ1 της είπε ότι μπορούσε να τη συνοδεύσει μέχρι το ασανσέρ για να τη βοηθήσει, αλλά αυτή δεν ήθελε. Έπειτα η xxxxx πήγε πάνω στη γραμματέα του γιατρού με το ασανσέρ, ενώ η ΜΥ1 ανέβηκε στο ισόγειο από τη σκάλα, για να παραλάβει τον επόμενη ασθενή.

Κατά την αντεξέταση, η ΜΥ1 ανέφερε ότι ξεκίνησε να εργάζεται στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο το 2007. Μέχρι το 2019, εργαζόταν στο Γενικό Θάλαμο κι έπειτα άρχισε να εργάζεται με τον κατηγορούμενο μέχρι το Δεκέμβριο 2020 που συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στη χώρα της τη Βουλγαρία, όπου διαμένει έκτοτε.

Για την παρούσα υπόθεση, η ΜΥ1 γνώριζε ότι ενδεχομένως να χρειαζόταν να έρθει στην Κύπρο για μαρτυρία. Της τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος και την ενημέρωσε ότι ξεκίνησε η δίκη της xxxxx. Έπειτα η ΜΥ1 αγόρασε εισιτήριο, το οποίο πλήρωσε η ίδια και ήρθε στην Κύπρο για να καταθέσει ως μάρτυρας.

Η ΜΥ1 ανέφερε επίσης ότι για την καταγγελία της xxxxx, την ενημέρωσε πρώτη φορά ο κατηγορούμενος, μετά που αυτός έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος κάλεσε την ίδια και τη Λ. και τις ενημέρωσε ότι τον είχε καταγγείλει η xxxxx για ένα φιλί και επιπλέον πληροφόρησε τη ΜΥ1 ότι είχε δώσει το τηλέφωνό της στην Αστυνομία, ώστε να την καλέσουν για να δώσει κατάθεση. Ακολούθως, της τηλεφώνησε ένας αστυνομικός και η ΜΥ1 πήγε περπατητή στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου και έδωσε κατάθεση.

Σύμφωνα με τη ΜΥ1, εκείνη τη μέρα, η xxxxx έφτασε στο νοσοκομείο στις 10:00 το πρωί. Η ΜΥ1 ανέφερε ότι είναι σίγουρη γι’ αυτό, επειδή έχουν πρόγραμμα που γράφει το όνομα του κάθε ασθενή που έρχεται. Η ίδια πήρε τη xxxxx περπατητή μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού, όπου την έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι που ήταν εκεί και έπειτα η ΜΥ1 επέστρεψε στο χώρο ανάνηψης και έκλεισε την πόρτα. Ενώ η ίδια βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού, μαζί με τη xxxxx, ο κατηγορούμενος τους είπε ότι η κοπέλα αυτή ήταν γνωστή του και ότι γνώριζε και τους γονείς της. Έπειτα η ΜΥ1 εξήλθε του εν λόγω δωματίου. Δεν άκουσε οτιδήποτε άλλο.

Θυμάται ότι η xxxxx έφυγε πολύ ευχαριστημένη εκείνη τη μέρα.

Γενικότερα ως προς την ετοιμασία του ασθενή για την ενδοσκόπηση, η ΜΥ1 ανέφερε ότι ο κάθε ασθενής χρειάζεται περίπου πέντε λεπτά για να βγάλει τα ρούχα του, να φορέσει ρόμπα και να του πάρει η ίδια την πίεση. Ακολούθως, ο ασθενής μεταφέρεται μέσα στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης, όπου η εξέταση διαρκεί περίπου 15 λεπτά. Όταν η ίδια ετοιμάζει τον ασθενή για την εξέταση, ο γιατρός είναι μέσα στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης και εξετάζει τον προηγούμενο ασθενή.

Η πόρτα του δωματίου του ενδοσκοπικού ήταν συνέχεια ανοικτή, εκτός την ώρα που εξέταζε ο γιατρός. Όταν η πόρτα ήταν ανοικτή, κάποιος που βρισκόταν  μέσα στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης, μπορούσε να δει τα δυο κρεβάτια στο χώρο ανάνηψης.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΥ1, τα δυο κρεβάτια χωρίζονταν από μια κουρτίνα. Το κρεβάτι της xxxxx, ήταν αυτό κοντά στον τοίχο. Δίπλα στο εν λόγω κρεβάτι, υπήρχε μια καρέκλα στην οποία άφηνε τα ρούχα του ο ασθενής, πριν την ενδοσκόπηση. Εκεί η ίδια πήρε την πίεση της xxxxx και ενημέρωσε τον κατηγορούμενο όταν ήταν έτοιμη. Μετά από ένα περίπου λεπτό, αυτός τους είπε να περάσουν μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού.

Απέναντι από το χώρο όπου είχε αλλάξει η xxxxx, κοντά στην πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού, υπήρχαν καρέκλες, στις οποίες κάθονταν οι ασθενείς όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν και περίμεναν το γιατρό να έρθει να τους μιλήσει. Οι καρέκλες αυτές ήταν μπροστά από το άλλο κρεβάτι πιο πολύ, όχι αυτό στο οποίο ήταν η xxxxx.

Όταν έφευγε ένας ασθενής, η ΜΥ1 έβγαζε τα σεντόνια του κρεβατιού όπου αυτός είχε ξαπλώσει, καθάριζε με σπρέι οινοπνεύματος και ειδικό μαντήλι το στρώμα και μετά το έστρωνε με καθαρά σεντόνια. Η διαδικασία αυτή της έπαιρνε πέντε περίπου λεπτά. Όταν ετοίμαζε το κρεβάτι, πήγαινε έπειτα να φέρει τον επόμενο ασθενή και όσο έλειπε, στο χώρο ανάνηψης, παρέμενε η Λ.

Η ΜΥ1 εξήγησε επίσης ότι όταν τελείωνε η ενδοσκόπηση, άνοιγε την πόρτα η Λ. και της έλεγε ότι ήταν έτοιμοι. Τότε η ΜΥ1 έβαζε μέσα στο χώρο της ενδοσκόπησης το άδεια κρεβάτι και μετέφεραν τον ασθενή που έχει τελειώσει με το εξεταστικό κρεβάτι, στο χώρο ανάνηψης. Όταν γινόταν αυτό, ο κατηγορούμενος έγραφε την Έκθεση του στον υπολογιστή, μέσα στη χώρο του ενδοσκοπικού και η αναισθησιολόγος ετοιμαζόταν για την επόμενη εξέταση.

Της υποβλήθηκε ότι εκείνη τη μέρα η xxxxx μετέβη στο ενδοσκοπικό τμήμα στις 11:25. Η ΜΥ1 απάντησε «Όχι, όχι. Είναι ψέματα. Εγώ λέω ότι ήταν η ώρα 10:00».

Σε ερώτηση εάν όταν η xxxxx έβγαζε τα ρούχα της, μπορούσε να την δει κάποιος μέσα στο χώρο του ενδοσκοπικού, εάν η πόρτα ήταν ανοικτή, η ΜΥ1 απάντησε «όχι» επειδή το κρεβάτι της xxxxx ήταν κοντά στον τοίχο και δεν φαινόταν πολύ από το χώρο του ενδοσκοπικού.

Σε ερώτηση πόση ώρα έκανε ο προηγούμενος ασθενής μέχρι να φύγει, από τη στιγμή που μεταφέρθηκε η ΜΚ2 στο χώρο ανάνηψης μετά την εξέτασή της, η ΜΥ1 απάντησε ότι ο προηγούμενος ασθενής, κυρία ή κύριος (νομίζει πως ήταν κυρία) έκατσε στην καρέκλα και περίμενε να μιλήσει μαζί της ο γιατρός. Όμως ο γιατρός μίλησε πρώτα με τη xxxxx, έπειτα της είπε πως είχε μιλήσει και με τη ‘μάμα της’ και μετά μίλησε με την άλλη κυρία, η οποία καθόταν και περίμενε να φύγει. Έπειτα η Λ. έδωσε στην κυρία αυτή εξιτήριο, ο γιατρός πήγε να ενημερώσει τη μαμά της xxxxx και η ΜΥ1 συνόδευσε την κυρία μέχρι το ασανσέρ.

Της υποβλήθηκε ότι η πόρτα του δωματίου της ενδοσκόπησης ήταν πάντα κλειστή και ότι καθ’ ον χρόνο βρισκόταν η xxxxx στο δωμάτιο ανάνηψης, δεν υπήρχε άλλος ασθενής εκεί. Η ΜΥ1 αρνήθηκε τις υποβολές και ανέφερε ότι υπήρχε στο δωμάτιο ανάνηψης η προηγούμενη ασθενής, η οποία καθόταν στην καρέκλα και περίμενε το γιατρό και το εξιτήριο.

Τη στιγμή που η xxxxx ξύπνησε μετά την εξέταση, στο χώρο ανάνηψης, η ΜΥ1 ανέφερε ότι η ίδια βρισκόταν κοντά της. Όταν ήρθε ο γιατρός, η ΜΥ1 έμεινε πίσω του, στο πλάι, δεξιά και άκουσε μόνο αυτά που ανέφερε. Δεν είδε, ούτε άκουσε οτιδήποτε άλλο. Ούτε η xxxxx έκανε οτιδήποτε.

Η ΜΥ1 ανέφερε επίσης ότι η ίδια έβγαλε την «πράνουλα» από το χέρι της xxxxx και τη βοήθησε να βάλει τα ρούχα της και να καθίσει στην καρέκλα όπου περίμενε το γιατρό. Ανέφερε ότι έβγαλε την «πράνουλα» από το χέρι της xxxxx όταν αυτή καθόταν στην καρέκλα. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της, η ΜΥ1 ανέφερε ότι έβγαλε την «πράνουλα» από το χέρι της xxxxx, ενώ αυτή καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και μετά την έβαλε να κάτσει στην καρέκλα, δίπλα στο κρεβάτι.

Όταν ο κατηγορούμενος μίλησε τελευταία φορά με τη xxxxx, παρούσες ήταν 1τόσο η ίδια η ΜΥ, όσο και η Λούπα, η οποία έδωσε στη ΜΚ2 εξιτήριο και έπειτα ο κατηγορούμενος μπήκε μέσα στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης. Η xxxxx υπέγραψε και είπε στις νοσηλεύτριες είστε πολύ καλές, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.  Ακολούθως, η ίδια συνόδευσε τη xxxxx μέχρι το ασανσέρ.

Της υποβλήθηκε ότι όταν έμπαινε ο κατηγορούμενος στο χώρο ανάνηψης, η ίδια έφευγε και η ΜΥ1 απάντησε ότι ποτέ δεν συνέβαινε αυτό. Ο γιατρός ήθελε τις νοσηλεύτριες πάντα κοντά του.

Σε ότι αφορά την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, η ΜΥ1 εξήγησε ότι στην εν λόγω κατάθεση ανέφερε μόνο αυτά για τα οποία τη ρώτησε ο Αστυνομικός και συγκεκριμένα τι έκανε η ίδια εκείνη τη μέρα.

Ως δεύτερη μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ2) κατέθεσε η νοσηλεύτρια Λ. Γ., η οποία τον Αύγουστο 2020 αλλά και σήμερα, εργάζεται στο ενδοσκοπικό τμήμα του xxxxxx Νοσοκομείου, μαζί με τον κατηγορούμενο. Σχετικώς με την παρούσα υπόθεση η ΜΥ2 ετοίμασε γραπτή δήλωση – Έγγραφο Στ, την οποία υιοθέτησε ενόρκως και ανέφερε τα εξής:

Η ίδια βοηθά τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια των ενδοσκοπήσεων και ασχολείται επίσης με την προετοιμασία του χώρου και των μηχανημάτων της ενδοσκόπησης. Μετά το τέλος της κάθε ενδοσκόπησης, ο κατηγορούμενος καταγράφει στον υπολογιστή τα ευρήματά του, τα οποία παραδίδει στον ασθενή μετά το τέλος της εξέτασής του και επίσης τα μεταφέρει στο βιβλίο των ενδοσκοπήσεων και στο βιβλίο εξιτηρίων του ενδοσκοπικού τμήματος. Κατά το διάστημα αυτό, η ΜΥ2 μαζί με τη νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης, μεταφέρουν τον ασθενή στο χώρο ανάνηψης, όπου η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης παραμένει μαζί του μέχρι να συνέλθει από τη μέθη που του χορηγήθηκε από την αναισθησιολόγο. Οι δυο χώροι επικοινωνούν με μια πόρτα, η οποία παραμένει ανοικτή, μέχρι να μεταφερθεί στο χώρο του ενδοσκοπικού ο επόμενος ασθενής και να ξεκινήσει η επόμενη ενδοσκόπηση.

Στο χώρο ανάνηψης υπάρχουν δυο κρεβάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, τα οποία χωρίζονται με συρόμενη κουρτίνα.

Μετά τη μεταφορά του ασθενή που έχει τελειώσει από την ενδοσκόπηση, στο χώρο ανάνηψης, η ΜΥ2 ασχολείται με τον καθαρισμό και αποστείρωση των ενδοσκοπικών εργαλείων και προετοιμάζει το χώρο για τον επόμενο ασθενή. Όταν ο ασθενής που ολοκλήρωσε την εξέταση είναι έτοιμος να αναχωρήσει, αυτός κάθεται σε μια καρέκλα, μπροστά από τα κρεβάτια ανάνηψης και η ΜΥ2 πηγαίνει μαζί με τον κατηγορούμενο κοντά του και ο κατηγορούμενος του εξηγεί αναλυτικά τα αποτελέσματα της εξέτασης και τί πρέπει να κάνει με τη διατροφή του και τα φάρμακα που πρέπει να πάρει. Ακολούθως, η ΜΥ2 δίνει στον εν λόγω ασθενή εξιτήριο για να το υπογράψει και έπειτα αυτός αποχωρεί, με τη νοσηλεύτρια που είναι υπεύθυνη στο χώρο ανάνηψης. Στη συνέχεια, η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης, φέρνει τον επόμενο ασθενή. Μέχρι να έρθει ο επόμενος ασθενής, για χρονικό διάστημα 2 – 3 λεπτών, η πόρτα που χωρίζει το χώρο ενδοσκοπήσεων με το χώρο ανάνηψης, παραμένει πάντα ανοικτή.

Ο γιατρός δεν είναι ποτέ μόνος του στο ενδοσκοπικό τμήμα μιας και στο χώρο ανάνηψης είναι με την υπεύθυνη εκεί νοσηλεύτρια και στο χώρο των ενδοσκοπήσεων είναι μαζί με τη ΜΥ2 και την αναισθησιολόγο. Για την περίπτωση της ΜΚ2, η ΜΥ2 δεν θυμάται να υποβλήθηκε οποιοδήποτε παράπονο, αφού λόγω της διαρρύθμισης του χώρου, μπορούσαν να δουν και να ακούσουν τα πάντα.

Η ίδια έδιδε τα εξιτήρια και όπως θυμάται πολύ καλά, δεν της παραπονέθηκε για οτιδήποτε η ΜΚ2, η οποία υπέγραψε το εξιτήριο και έφυγε χωρίς κανένα πρόβλημα, αφού της εξηγήθηκαν από το γιατρό τα αποτελέσματα της εξέτασής της, στην παρουσία της ΜΥ2.

Περαιτέρω, η ΜΥ2 ανέφερε ότι τη γραπτή της δήλωση – Έγγραφο Στ, την ετοίμασε περίπου ένα χρόνο πριν τη δίκη, στο γραφείο κάποιου δικηγόρου όπου μετέβη και η αναισθησιολόγος που εργαζόταν μαζί της κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Κατά την αντεξέταση, η ΜΥ2 ανέφερε ότι στο χώρο του ενδοσκοπικού η ίδια χρειάζεται περίπου δέκα λεπτά για να ετοιμάσει το χώρο και τα μηχανήματα για την επόμενη ενδοσκόπηση. Έπειτα όταν μπει στον εν λόγω χώρο ο ασθενής, η ίδια βοηθά την αναισθησιολόγο να του χορηγήσει φάρμακα.

Η ΜΥ2 εξήγησε επίσης ότι όταν φεύγει η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης για να φέρει τον επόμενο ασθενή, την αντικαθιστά η ίδια, μέχρι να επιστρέψει. Δεν αφήνουν τους ασθενείς μόνους τους στο χώρο ανάνηψης.

Σε ότι αφορά τη ΜΚ2, η ΜΥ2 ανέφερε ότι την είδε για πρώτη φορά όταν αυτή μπήκε μαζί με τη ΜΥ1 στο χώρο της ενδοσκόπησης. Εκεί ο κατηγορούμενος τους είπε ότι η ΜΚ2 ήταν γνωστή του και ότι γνώριζε και τους γονείς της. Κατά τη διάρκεια της ενδοσκόπησης της ΜΚ2, στο χώρο ανάνηψης βρισκόταν σίγουρα ο προηγούμενος ασθενής, καθότι η ΜΚ2 δεν ήταν η πρώτη ασθενής που είχαν εκείνη τη μέρα. Όταν τελείωσε η εξέταση της ΜΚ2, τη μετέφεραν, μαζί με τη ΜΥ1, πίσω στο χώρο ανάνηψης,  όπου τοποθέτησαν το κρεβάτι της, στη δεξιά πλευρά, κοντά στον τοίχο στο χώρο όπου προηγουμένως είχε βγάλει τα ρούχα της η ΜΚ2, αφού πρώτα μετακίνησαν το καθαρό κρεβάτι, το οποίο βρισκόταν εκεί.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΜΥ2, από το δωμάτιο της ενδοσκόπησης, φαίνεται το σημείο όπου τοποθετήθηκε το κρεβάτι της ΜΚ2 στο δωμάτιο ανάνηψης, όταν η πόρτα μεταξύ των δυο δωματίων είναι ανοικτή. Τόσο η ίδια, όσο και η αναισθησιολόγος βλέπουν τους ασθενείς που βρίσκονται στο χώρο ανάνηψης, από το χώρο της ενδοσκόπησης. Συγκεκριμένα κοιτάζουν τα μόνιτορ, το οξυγόνο και τους παλμούς τους. Τους ασθενείς μεταξύ τους, όταν βρίσκονται στο χώρο ανάνηψης τους χωρίζει μια κουρτίνα. Όταν αυτοί αλλάζουν ρούχα, κλείνει η κουρτίνα μπροστά τους για να μην φαίνονται.

Σε ότι αφορά τη γραπτή της δήλωση, η ΜΥ2 ανέφερε ότι την ετοίμασε περίπου ένα χρόνο πριν τη δίκη, στο γραφείο του δικηγόρου του κατηγορουμένου. Δεν την κάλεσε η Αστυνομία για κατάθεση. Ειδικότερα η ΜΥ2 ανέφερε ότι η ίδια ετοίμασε τη δήλωσή της χειρόγραφα και έπειτα την έδωσε στο δικηγόρο, ο οποίος διόρθωσε λίγο τα ελληνικά της και δακτυλογράφησε το κείμενο. Στο γραφείο του εν λόγω δικηγόρου πήγε και η αναισθησιολόγος, αλλά όχι ταυτόχρονα με την ίδια. Η  ΜΥ2 το γνωρίζει αυτό γιατί μίλησαν μεταξύ τους. Εργάζονταν όλη μέρα μαζί.

Η ίδια δεν γνωρίζει τί ακριβώς αφορούσε η καταγγελία. Δεν ήταν παρούσα, δεν ξέρει τί έγινε. Την ενημέρωσε η ΜΥ1.

Περαιτέρω, η ΜΥ2 ανέφερε ότι εργάζεται με τον κατηγορούμενο από το 2019 και είναι πολύ ευχαριστημένη. Ο κατηγορούμενος σέβεται τους ασθενείς του και όλοι τον αγαπούν. Ποτέ δεν τους μιλά μόνος του. Πάντα είναι παρούσες οι νοσηλεύτριες.

Σε ότι αφορά την ημέρα του συμβάντος, η ΜΥ2 ανέφερε ότι όταν η ΜΚ2 ήταν έτοιμη να φύγει, έκατσε σε μια καρέκλα μπροστά από το κρεβάτι του επόμενου ασθενή και εκεί ο κατηγορούμενος την ενημέρωσε για τα αποτελέσματα. Ακολούθως, η ΜΥ2 έδωσε στη ΜΚ2 εξιτήριο και έπειτα ο κατηγορούμενος εισήλθε στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης. Όταν η ίδια έδωσε στη ΜΚ2 το εξιτήριο, αυτή της είπε «ευχαριστώ». Δεν αντέδρασε. Ήταν χαρούμενη.

Στη συνέχεια η ΜΚ2 έφυγε μαζί με τη ΜΥ1 και η ΜΥ2 παρέμεινε στο χώρο ανάνηψης, άνοιξε τις κουρτίνες και πρόσεχε τον άλλο ασθενή. Μετά πάροδο πέντε λεπτών, η ΜΥ1 επέστρεψε με τον επόμενο ασθενή και τότε η ΜΥ2 πήγε να συνεχίσει τις δουλειές της στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού.

Της υποβλήθηκε ότι οι νοσηλεύτριες του ενδοσκοπικού τμήματος είχαν εντολή από τον κατηγορούμενο όταν αυτός βρισκόταν στο χώρο ανάνηψης, αυτές να φεύγουν. Η ΜΥ2 αρνήθηκε την υποβολή και απάντησε ότι οι νοσηλεύτριες ποτέ δεν αφήνουν τον κατηγορούμενο μόνο του.

Της υποβλήθηκε ότι δεν είδε τίποτε εκείνη τη μέρα, γιατί η πόρτα που ενώνει τα δυο δωμάτια ήταν κλειστή. Η ΜΥ2 αρνήθηκε την υποβολή, αλλά συμφώνησε με υποβολή ότι δεν είδε τον κατηγορούμενο να κάνει οτιδήποτε στη ΜΚ2, γιατί δεν ήταν παρούσα.

Συγκεκριμένα, της υποβλήθηκε το εξής:

«Ε. Δεν είδατε το γιατρό να τη φιλά επειδή δεν μπορούσατε να δείτε.

Α. Όχι δεν μπορούσα να δω» (βλ. πρακτικά ημερομηνίας 28/6/23 σελ.57,  γραμμές 1 – 5).

Ως τρίτη μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ3), κατέθεσε η κα Ι. Π., η οποία ανέφερε τα εξής:

Είναι συνταξιούχος νηπιαγωγός και δασκάλα, ηλικίας εβδομήντα ετών. Για την παρούσα υπόθεση επικοινώνησε μαζί της πριν περίπου ένα χρόνο και την ενημέρωσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ιατρός της εδώ και είκοσι χρόνια. Λίγο καιρό πριν τη δίκη, ο κατηγορούμενος επικοινώνησε ξανά μαζί της και της ζήτησε να προσέλθει στο Δικαστήριο ως μάρτυρας.

Σε ότι αφορά το επίδικο περιστατικό, η ΜΥ3 ανέφερε ότι στις 28 Αυγούστου 2020, η ίδια υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο σε γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση. Το ραντεβού της ήταν γύρω στις 12 το μεσημέρι και  αυτή μετέβη στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, περίπου ένα τέταρτο προηγουμένως και περίμενε στο χώρο της υποδοχής. Εκεί τη συνάντησε μια νοσοκόμα, η οποία τη συνόδευσε στον κάτω όροφο, της έδειξε το χώρο όπου έπρεπε να αφαιρέσει τα ρούχα της και να βάλει τη ρόμπα και τις παντόφλες του νοσοκομείου. Η νοσοκόμα παρέμεινε στο μέρος και περίμενε τη ΜΥ3 μέχρι να ετοιμαστεί και ακολούθως την οδήγησε στο εξεταστήριο.

Στο εξεταστήριο παρόντες ήταν η αναισθησιολόγος, ο κατηγορούμενος και ακόμα μια νοσοκόμα. Η εξέτασή της διήρκησε 30 με 35 λεπτά. Όταν τελείωσε, η ΜΥ3 οδηγήθηκε στο χώρο δίπλα από το εξεταστήριο, μέχρι να επαναφέρει πλήρως τις αισθήσεις της. Καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, απέναντι της, σε μια καρέκλα, καθόταν η κοπέλα που είχε κάνει εξέταση πριν από την ίδια. Η ΜΥ3 άκουσε τον κατηγορούμενο που συνομιλούσε μαζί της. Παρούσα  μαζί  με τον κατηγορούμενο ήταν και μια άλλη νοσοκόμα. Εκείνη τη στιγμή, η ΜΥ3 είχε ήδη βρει τις αισθήσεις της και περίμενε. Όταν ο κατηγορούμενος τελείωσε τη συνομιλία του με την εν λόγω κοπέλα, αυτή χαιρέτησε, είπε «ευχαριστώ» και έφυγε. Μετά ο κατηγορούμενος πήγε κοντά στη ΜΥ3 για να της εξηγήσει τα αποτελέσματα της δικής της εξέτασης και της έδωσε το σχετικό ‘report’. Έκθεση γαστροσκόπησης και κολονοσκόπησης, αναφορικά με τη ΜΥ3 που φέρει ημερομηνία 28/08/20, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 15.

               Κατά την αντεξέταση, η ΜΥ3 ανέφερε ότι πάντοτε όταν επισκεπτόταν τον κατηγορούμενο για εξέταση, ακολουθούσε την ίδια διαδικασία. Δεν θυμάται το όνομα της νοσοκόμας που τη συνόδευσε στις 28/8/20. Ούτε μπορούσε να την περιγράψει ακριβώς. Θυμάται ότι εκείνη τη μέρα είχε αρκετό κόσμο. Ο κατηγορούμενος είναι πάντα απασχολημένος. Οι νοσοκόμες είναι πάντοτε δίπλα στους ασθενείς, οι οποίοι έχουν πλήρη εξυπηρέτηση. Μέχρι η ίδια να άλλαξε τα ρούχα της και να ετοιμαστεί για την ενδοσκόπηση, η νοσοκόμα την περίμενε έξω από την κουρτίνα, στο διάδρομο. Η ίδια έκλεισε την κουρτίνα μπροστά της για να ξεντυθεί. Ο κατηγορούμενος, η αναισθησιολόγος και η άλλη νοσοκόμα, την περίμεναν μέσα στο εξεταστήριο. Δεν είναι μεγάλος ο χώρος εκεί. Επιπλέον, η ΜΥ3 ανέφερε ότι την ώρα που έβγαλε τα ρούχα της για να ετοιμαστεί για την εξέταση, στο δωμάτιο ανάνηψης, δεν υπήρχαν άλλα άτομα. Δεν είδε κάποιον άλλο εκεί. Ούτε άκουσε κάποια συνομιλία. Ήταν μόνη της με μια νοσοκόμα. Επίσης, εκεί που έβγαλε τα ρούχα της, δεν υπήρχε κρεβάτι, μόνο μια καρέκλα. Δεν θυμάται να είδε οποιοδήποτε κρεβάτι στο δωμάτιο ανάνηψης πριν την εξέταση. Όταν φόρεσε τη ρόμπα του νοσοκομείου, η νοσοκόμα έφερε στο χώρο ανάνηψης ένα κρεβάτι, πάνω στο οποίο ξάπλωσε η ΜΥ3 και μεταφέρθηκε με αυτό, στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

  

               Συγκεκριμένα, στις 12:00, την έβαλαν στο δωμάτιο της ενδοσκόπησης και γύρω στις 12:40 τελείωσε. Έπειτα τη μετέφεραν στο δωμάτιο ανάνηψης μέχρι να βρει τις αισθήσεις της. Το κρεβάτι της ήταν το πρώτο αριστερά και απέναντι από αυτό υπήρχε μια καρέκλα, στην οποία καθόταν μια κοπέλα που συνομιλούσε με τον κατηγορούμενο και μια νοσοκόμα. Η ΜΥ3 έβλεπε την πλάτη του γιατρού και της νοσοκόμας, αλλά δεν άκουγε τι έλεγαν. Όταν τελείωσαν τη συνομιλία τους, η κοπέλα σηκώθηκε, τους ευχαρίστησε, είπε «γεια σας» και τότε η ΜΥ3 έκανε τη σκέψη ότι σε λίγα λεπτά θα σηκωνόταν και η ίδια, θα πήγαινε ο γιατρός να της μιλήσει και θα έφευγε κι αυτή από το νοσοκομείο.

 

               Η ΜΥ3 ανέφερε ότι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την κοπέλα αυτή, όμως κατάλαβε ότι ήταν η ασθενής που είχε κάνει εξέταση πριν από την ίδια, γιατί η ρουτίνα της εξέτασης «έτσι είναι». Έτσι γίνεται συνήθως. Την ώρα που η μια ασθενής ετοιμάζεται να φύγει, η άλλη είναι στο κρεβάτι, ώσπου να βρει τις αισθήσεις της.

 

               Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της, η ΜΥ3 ανέφερε ότι όταν είδε την κοπέλα αυτή να κάθεται στην καρέκλα και να συνομιλεί με τον κατηγορούμενο, παρούσες ήταν επίσης η αναισθησιολόγος και μια νοσοκόμα.

 

               Σε ερώτηση πότε είδε τον κατηγορούμενο για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, η ΜΥ3 ανέφερε ότι τον είδε μαζί με τη νοσοκόμα και την αναισθησιολόγο που έμπαιναν μέσα στο εξεταστήριο. Έπειτα η ΜΥ3 ανέφερε ότι είδε τον κατηγορούμενο πρώτη φορά μέσα στο εξεταστήριο και  σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της είπε ότι τον είδε μαζί με την αναισθησιολόγο, την ώρα που περνούσαν από το διάδρομο.

 

               Της υποβλήθηκε ότι δεν είπε την αλήθεια. Η ΜΥ3 απάντησε ότι δεν λέει στη ζωή της ψέματα. Είναι εκπαιδευτικός και κάποιας ηλικίας. Δεν είναι μωρό να της πει ο οποιοσδήποτε τί θα πει. Ο κατηγορούμενος της είπε απλώς ότι μπλέχτηκε με αυτή την υπόθεση. Τίποτε άλλο. Την πήρε τηλέφωνο μια εβδομάδα προηγουμένως και της είπε «θα χρειαστεί να καταθέσεις, έρχεσαι»; «Ευχαρίστως» του απάντησε η ίδια. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος της ζήτησε να πει «τα γεγονότα για την εξέταση, πώς έγινε». Έτσι και έκανε. Είπε τα πράγματα όπως έγιναν στις 28 Αυγούστου του 2020. Δεν γνωρίζει τί αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση.

 

               Όταν η ίδια τελείωσε από την ενδοσκόπηση, η ώρα ήταν μια παρά δέκα. Δίπλα της είχε το ρολόι της, αλλά ρώτησε την κοπέλα να της πει την ώρα. Δεν θυμάται ποια νοσοκόμα της έβγαλε τον ορό από το χέρι, ούτε πότε ακριβώς. Όταν η ΜΥ3 έφυγε από το νοσοκομείο, η ώρα ήταν 13:15. Δεν θυμόταν ποια νοσοκόμα τη συνόδευσε πίσω στην υποδοχή του νοσοκομείου και αν ήταν η ίδια με αυτή που την είχε συνοδεύσει προηγουμένως από την υποδοχή στο ενδοσκοπικό τμήμα.

 

               Στο νοσοκομείο την είχε πάρει ο γιος της, ο οποίος την περίμενε να τελειώσει  στο χώρο της υποδοχής. Δεν θυμάται αν πλήρωσε για την εξέταση με μετρητά, ούτε σε ποιο μέρος πλήρωσε.  

 

               Ως τέταρτη μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ4) κατέθεσε η ιατρός αναισθησιολόγος, Σ.Χ., η οποία ανέφερε ότι τον Αύγουστο 2020, εργαζόταν στο ενδοσκοπικό τμήμα του xxxxxx νοσοκομείο, όπου συνεργαζόταν με τον κατηγορούμενο.  Μαζί τους εργάζονταν και δυο νοσηλεύτριες. Μια στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού, ονόματι Λ. Γ. και μια στο χώρο ανάνηψης, ονόματι Μίνκα, της οποίας η ΜΥ4 δεν γνωρίζει το επίθετο.

 

Για την παρούσα υπόθεση, η ΜΥ4 ενημερώθηκε πρώτη φορά από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αρκετούς μήνες μετά την καταγγελία, γύρω στο Φεβρουάριο – Μάρτιο 2021. Συγκεκριμένα, η ΜΥ4 έλαβε πληροφόρηση ότι κάτι συνέβη στο τμήμα τους και έπειτα ρώτησε τί έγινε και την ενημέρωσαν. Εκείνο τον καιρό, την κάλεσε κάποιος δικηγόρος και της ζήτησε να αναφέρει γραπτώς κάποια πράγματα, ως προς τον τρόπο λειτουργίας του ενδοσκοπικού τμήματος. Ως εκ τούτου η ΜΥ4 ετοίμασε γραπτή δήλωση, την οποία υιοθέτησε ενόρκως στο Δικαστήριο και κατέθεσε ως Έγγραφο Ζ(ι). Στην εν λόγω δήλωση – Έγγραφο Ζ(ι), η ΜΥ4 περιέγραψε το χώρο του ενδοσκοπικού τμήματος, καθώς και τη διαδικασία που ακολουθούνταν ως εξής:

 

Ο χώρος της προετοιμασίας και ανάνηψης των ασθενών, όπου υπάρχουν δυο κρεβάτια και ο χώρος των ενδοσκοπήσεων, όπου γίνονται οι ενδοσκοπήσεις, είναι δυο δωμάτια, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με μια εσωτερική πόρτα.

 

Στο χώρο ανάνηψης, βρίσκεται μια νοσηλεύτρια, η οποία  αρχικά φέρνει τον ασθενή στο χώρο, τον βοηθάει να αφαιρέσει τα ρούχα του και να φορέσει την εξεταστική ρόμπα. Στο χώρο των ενδοσκοπήσεων, βρίσκεται μια άλλη νοσηλεύτρια. Η ίδια ως αναισθησιολόγος, βρίσκεται στο δωμάτιο των ενδοσκοπήσεων και ετοιμάζει τα φάρμακα που θα χορηγήσει στον ασθενή, κατά τη διάρκεια της ενδοσκόπησης και επίσης προετοιμάζει τα αναισθησιολογικά μηχανήματα.

 

            Στο χώρο βρίσκονται πάντα δυο νοσηλεύτριες (η μια στο χώρο ανάνηψης και η άλλη στο χώρο των ενδοσκοπήσεων). Ετοιμάζουν μαζί τον ασθενή και η ΜΥ4 του χορηγεί τα φάρμακα που χρειάζονται για την καταστολή (μέθη) και ακολούθως γίνεται η εξέταση. Στη συνέχεια, όταν ο ασθενής είναι έτοιμος, κατά την άποψη της ΜΥ4, μεταφέρεται πίσω στο δωμάτιο ανάνηψης από την ίδια τη ΜΥ4 και τη νοσηλεύτρια του ενδοσκοπικού. Η ενδιάμεση πόρτα που χωρίζει τα δυο δωμάτια είναι πάντα ανοικτή, για να μπορεί η ΜΥ4 να επιβλέπει την κατάσταση σχετικά με τον ασθενή που μόλις τελείωσε την εξέταση και ταυτόχρονα να ετοιμάζει τον επόμενο ασθενή. Παρόλο που η ΜΥ4 κρίνει ότι ο ασθενής μπορεί να μεταφερθεί στο χώρο ανάνηψης, πάντα προσέχει πως όλα κυλούν ομαλά, δηλαδή ότι ο ασθενής ξυπνά καλά και δεν έχει κάποια επιπλοκή, παρόλο που πάντα στο χώρο υπάρχει μια νοσηλεύτρια. Ένεκα όμως της ευθύνης που η ΜΥ4 έχει ως αναισθησιολόγος, η εσωτερική πόρτα που ενώνει τα δυο δωμάτια μένει ανοικτή, για να μπορεί να επιβλέπει τον ασθενή. Έπειτα έρχεται ο επόμενος ασθενής, ο οποίος καταλαμβάνει το δεύτερο κρεβάτι στο χώρο ανάνηψης και αφού βγάλει τα ρούχα του και φορέσει τη ρόμπα εξέτασης, αυτός μεταφέρεται από τη ΜΥ4 και μια νοσηλεύτρια στο χώρο των ενδοσκοπήσεων. Μετά το πέρας της εξέτασης, η ΜΥ4 και η νοσηλεύτρια μεταφέρουν τον ασθενή πίσω στο χώρο ανάνηψης και σηκώνουν τον προηγούμενο ασθενή, αφού πλέον έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του και ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Όταν ο ασθενής είναι έτοιμος, τότε ο κατηγορούμενος του εξηγεί αναλυτικά τα αποτελέσματα της εξέτασης και του δίνει οδηγίες για το τί πρέπει να κάνει και ακολούθως, ο ασθενής αναχωρεί. Σε αυτό το σημείο, ο ασθενής βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αφού είναι έτοιμος να αναχωρήσει. Ουδέποτε αναχωρεί κάποιος ασθενής αν δεν νιώθει καλά. Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΜΥ4, ενώ στο δωμάτιο ανάνηψης βρίσκεται ο ασθενής που συνέρχεται μετά την ενδοσκόπηση, η νοσηλεύτρια μεταφέρει τον επόμενο ασθενή στο δωμάτιο ανάνηψης για να ετοιμαστεί. Αυτή είναι η διαδικασία που πάντα ακολουθείται.

 

            Προσωπικά η ΜΥ4 τη μέρα του περιστατικού, δεν παρατήρησε, ούτε άκουσε το οτιδήποτε, είτε από την ασθενή που υπέβαλε καταγγελία, είτε από τον κατηγορούμενο. Στην ίδια δεν υπέβαλε κανένα παράπονο η ασθενής, ούτε την άκουσε να αναφέρει οτιδήποτε για τον οποιονδήποτε εκείνη την ώρα. Εάν υπήρχε οποιοδήποτε θέμα με την ασθενή, η ΜΥ4 θεωρεί ότι θα ήταν σε θέση να το αντιληφθεί, καθώς, όπως ανέφερε, ήταν παρούσα και δεν αποχώρησε από το χώρο μέχρι την ολοκλήρωση όλων των εξετάσεων της ημέρας και όντας υπεύθυνη για τους ασθενείς, είχε την προσοχή της στραμμένη σε αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο χώρο.

 

            Επιπλέον, στη δήλωσή της Έγγραφο Ζ(i), η ΜΥ4 ανέφερε ότι η διεξαγωγή της εργασίας τους στο συγκεκριμένο χώρο, γίνεται υπό γρήγορες συνθήκες και ο χώρος όντας μικρός, δεν δίνει την ευκαιρία για απομόνωση κάποιου ατόμου ή γενικά για να προκληθεί το οτιδήποτε και να περάσει απαρατήρητο.

 

            Εκτός από τη δήλωσή της – Έγγραφο Ζ(i), η ΜΥ4 αναγνώρισε και υιοθέτησε επίσης γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 26/4/23 – Έγγραφο Ζ (ii). Διευκρίνισε ότι κλήθηκε να μεταβεί στην Αστυνομία για κατάθεση μόλις λίγους μήνες πριν τη δίκη, εξ ου και έδωσε κατάθεση στις 26/4/23, στην οποία ανέφερε τα εξής:

 

            Από το 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο 2023, συνεργαζόταν με το ιατρικό προσωπικό του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου. Από ενημέρωση που πήρε από τα αρχεία του εν λόγω νοσοκομείου, στις 28/8/20 διενεργήθηκε από τον κατηγορούμενο προγραμματισμένη ενδοσκόπηση (κολονοσκόπηση) στη ΜΚ2. Την ίδια μέρα, στο ενδοσκοπικό τμήμα, στην παρουσία δυο νοσηλευτικών υπαλλήλων και του κατηγορούμενου, πριν τη διενέργεια της ενδοσκόπησης, η ΜΥ4 προέβη σε ήπια καταστολή της ΜΚ2, χορηγώντας της τα φάρμακα που αναφέρει στην κατάθεσή της. Η διαδικασία της ενδοσκόπησης διαρκεί γύρω στα 20 λεπτά και κατά τη διάρκεια αυτής ο ασθενής κοιμάται. Μετά το πέρας της ενδοσκόπησης, ο ασθενής αρχίζει να συνέρχεται, απαντά σε ερωτήσεις και μετά μεταφέρεται στο χώρο ανάνηψης για να συνέλθει πλήρως. Από την ώρα της χορήγησης των φαρμάκων καταστολής, μέχρι το πέρας της ενδοσκόπησης, η ΜΥ4 είναι παρούσα στο δωμάτιο όπου γίνεται η ενδοσκόπηση και έχει συνέχεια οπτική επαφή με τον ασθενή. Ακολούθως, η ΜΥ4 συνοδεύει τον ασθενή στο χώρο ανάνηψης, όπου η ίδια έχει συχνή παρουσία, μέχρις ότου ο ασθενής επανέλθει πλήρως. Ο ασθενής δεν μένει ποτέ μόνος στο δωμάτιο ανάνηψης.

 

              Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας της, ως αναισθησιολόγου, δεν περιήλθε στην αντίληψη της ΜΥ4 οποιοδήποτε περιστατικό άσεμνης πράξης ιατρού προς ασθενή. Πέραν τούτου η ΜΥ4 ανέφερε ότι δεν θυμάται προσωπικά τη ΜΚ2, εφόσον έχει λάβει μέρος σε χιλιάδες επεμβάσεις ως αναισθησιολόγος. Όπως ανέφερε, για την καταγγελία της ΜΚ2, η ίδια ενημερώθηκε πρώτη φορά από τα ΜΜΕ, περίπου ένα χρόνο μετά.

 

              Κατά την κυρίως εξέταση, η ΜΥ4 ανέφερε ότι ο ασθενής μεταφέρεται στο δωμάτιο ανάνηψης από την υπεύθυνη νοσηλεύτρια, αλλά η ίδια μέχρι να έρθει ο άλλος ασθενής, έχει έγνοια να δει αν αυτός είναι καλά. Τον κοιτάζει και ακούει το μόνιτορ να κτυπά. Παρόλο που η νοσηλεύτρια ανάνηψης μπαινοβγαίνει στο χώρο, η ΜΥ4 βλέπει και η ίδια τον ασθενή, καθώς ετοιμάζει τα φάρμακα για τον επόμενο ασθενή.

             

              Η κουρτίνα μπροστά από τα δυο κρεβάτια των ασθενών στο χώρο ανάνηψης είναι ανοιχτή, για να μπορούν να τους βλέπουν από το χώρο του ενδοσκοπικού.

 

              Όταν ένας ασθενής μεταφέρεται στο δωμάτιο ανάνηψης μετά την ενδοσκόπηση, μετά πάροδο 5 – 10 λεπτών, έρχεται ο επόμενος ασθενής. Ο  πρώτος ασθενής δεν φεύγει πριν τελειώσει και η επόμενη ενδοσκόπηση.

 

               Η ΜΥ4 διευκρίνισε ότι στο χώρο ανάνηψης, υπάρχουν δύο κρεβάτια – τρόλεϊ  τοποθετημένα σε δυο χώρους, οι οποίοι χωρίζονται με κουρτίνες. Ο ένας ασθενής που έχει τελειώσει την ενδοσκόπηση, παραμένει ξαπλωμένος στο ένα κρεβάτι και μπροστά του «υπάρχει κουρτίνα κλειστή». Εκείνη την ώρα καταφθάνει στο χώρο ανάνηψης ο επόμενος ασθενής, ο οποίος εισέρχεται στο χώρο όπου βρίσκεται το άλλο, κλείνει η κουρτίνα μπροστά του, ετοιμάζεται και ακολούθως μπαίνει στο χώρο του ενδοσκοπικού.

 

               Όταν η υπεύθυνη νοσοκόμα φεύγει από το χώρο ανάνηψης, για να παραλάβει τον επόμενο ασθενή, στον εν λόγω χώρο μαζί με τον ασθενή που βρίσκεται ακόμη εκεί, παραμένει είτε η άλλη νοσηλεύτρια, είτε η ΜΥ4.

 

               Σε ότι αφορά το επίδικο περιστατικό, η ΜΥ4 ανέφερε ότι δεν θυμάμαι τη ΜΚ2 γιατί κλήθηκε αρκετό καιρό μετά να δώσει κατάθεση. Δεν μπορεί να θυμάται όλους τους ασθενείς. Η ίδια δεν αντιλήφθηκε το οτιδήποτε εκείνη τη μέρα.

               Περίπου 6 μήνες μετά, διάβασε σε μια εφημερίδα για καταγγελία εναντίον ενός ‘μεγαλογιατρού’ και έπειτα ενημερώθηκε από τις νοσοκόμες ότι η εν λόγω καταγγελία αφορούσε τον κατηγορούμενο. Εξ όσων γνωρίζει, η Μίνκα (ΜΥ1) είχε δώσει κατάθεση στην Αστυνομία.

 

               Σε ερώτηση πού βρίσκεται ο κατηγορούμενος όταν η ίδια προετοιμάζεται για την επόμενη ενδοσκόπηση, η ΜΥ4 απάντησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει για κάθε περίπτωση πού βρίσκεται ο κατηγορούμενος. Όταν τελειώνουν την ενδοσκόπηση, η ίδια ασχολείται με το να ξυπνήσει τον ασθενή, η νοσηλεύτρια ασχολείται με τα εργαλεία, ο γιατρός πάει στον υπολογιστή του και γράφει την αναφορά του και βγάζουν την ασθενή έξω στο χώρο ανάνηψης.

 

               Επιπλέον, η ΜΥ4 ανέφερε ότι εάν η προηγούμενη ασθενής που βρίσκεται στο χώρο ανάνηψης είναι καλά, σηκώνεται, ντύνεται και πάει ο γιατρός να της μιλήσει, για να φύγει. Για να μπορέσει να έρθει η επόμενη ασθενής, πρέπει να αδειάσει ένα από τα δυο κρεβάτια στο χώρο ανάνηψης. Ο ασθενής που έχει τελειώσει την ενδοσκόπηση, δεν φεύγει εάν δεν τελειώσει και η επόμενη ενδοσκόπηση, ακόμη και αν αισθάνεται καλά. Πρώτα μεταφέρεται στο χώρο ανάνηψης ο επόμενος ασθενής και μετά δίδεται εξιτήριο στον προηγούμενο ασθενή, αφού βεβαιώνονται ότι είναι καλά και μπορεί να φύγει. Εάν για οποιοδήποτε λόγο ο προηγούμενος ασθενής δεν είναι σε θέση να φύγει, δεν θα προσέλθει στο τμήμα άλλος ασθενής. Οι ασθενείς στο ενδοσκοπικό τμήμα είναι πάντα δυο.

 

               Επιπρόσθετα, η ΜΥ4 ανέφερε ότι η ίδια καταγράφει σε ειδικό βιβλίο το οποίο ελέγχεται από το Υπουργείο Υγείας, όλα τα ναρκωτικά φάρμακα που δίδει στους ασθενείς, καθώς και τα ονόματα των ασθενών που εξετάζονται  κάθε μέρα. Εάν κάποιος ασθενής ακυρώσει το ραντεβού του για οποιοδήποτε λόγο, βάζουν άλλο ασθενή στη θέση του για να μην έχουν κενά.

 

               Συγκεκριμένα, για την ημερομηνία 28/8/20 στο εν λόγω βιβλίο, το οποίο υποδείχθηκε στη ΜΥ4 εντός Δικαστηρίου από το συνήγορο υπεράσπισης και αυτή το αναγνώρισε, η ΜΥ4 εντόπισε δική της καταχώριση για την ασθενή «xxxxxx 11:30» καθώς και «Ι. Ε. 10:45» και μετά «Π. Ι. 12:15». Αντίγραφα των σχετικών σελίδων από το «Βιβλίο Καταχώρησης Ναρκωτικών Φαρμάκων Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων και Θαλάμων Νοσοκομείων», το οποίο συμπλήρωσε και υπέγραψε η ΜΥ4, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, αναφορικά με τις ημερομηνίες  28/08/20 μέχρι 01/09/20, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 16.

 

               Σύμφωνα με τη ΜΥ4, το Τεκμήριο 16 συμπληρώθηκε από την ίδια, κατά τις ημερομηνίες που καταγράφονται σε αυτό και επιπλέον ελέγχθηκε και υπεγράφη και από τον κατηγορούμενο. Ως καταγράφεται σε αυτό, προσέρχονταν εκείνη τη μέρα ένας ασθενής κάθε 45 λεπτά, χωρίς κενά μεταξύ τους. Περαιτέρω, η ΜΥ4 αναγνώρισε την υπογραφή της στο Τεκμήριο 10, στο οποίο επίσης καταγράφονται οι ασθενείς που εξετάστηκαν στις 28/8/20.

 

               Σύμφωνα με τη ΜΥ4 υπάρχουν 3 τρόλεϊ στο ενδοσκοπικό τμήμα. Το ένα είναι μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού και τα δύο στο χώρο ανάνηψης. Μετά την ενδοσκόπηση, η ασθενής καθώς είναι ξαπλωμένη και ζαλισμένη ακόμη πάνω στο κρεβάτι – τρόλεϊ, μεταφέρεται από το χώρο του ενδοσκοπικού στο χώρο ανάνηψης συνήθως από τη ΜΥ4 και τη νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης. Εκείνη την ώρα το ένα από τα δυο κρεβάτια που βρίσκονται στο χώρο ανάνηψης και είναι άδειο, μεταφέρεται στο χώρο του ενδοσκοπικού. Πρόκειται για το κρεβάτι στο οποίο εξετάστηκε η ασθενής που έχει ήδη φύγει.

 

               Η ΜΥ4 ανέφερε επίσης ότι οι κουρτίνες μπροστά από τους χώρους όπου τοποθετούνται τα κρεβάτια – τρόλεϊ στο χώρο ανάνηψης, κλείνουν μόνο όταν θα φύγει ο ένας από τους δυο ασθενείς που βρίσκονται στο μέρος, ώστε να μην συναντηθούν μεταξύ τους οι εν λόγω ασθενείς. Αυτό γίνεται με  σκοπό την προστασία των προσωπικών δεδομένων των ασθενών.

 

               Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΜΥ4, την ώρα που μεταφέρεται ο ασθενής από το χώρο της ενδοσκόπησης στο χώρο ανάνηψης, ο προηγούμενος ασθενής βρίσκεται ακόμη ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Αφού λοιπόν μεταφέρουν τον ασθενή που μόλις έχει τελειώσει στη θέση του, τότε σηκώνεται ο προηγούμενος ασθενής και κάθεται στην καρέκλα. Αυτό γίνεται για να μην δει ο ένας ασθενής τον άλλο. Αυτός είναι κανόνας.

 

               Σε ερώτηση πότε πηγαίνει ο κατηγορούμενος στον ασθενή για να τον ενημερώσει για τα αποτελέσματα της ενδοσκόπησης, η ΜΥ4 απάντησε ότι εφόσον η ίδια κρίνει ότι ο ασθενής μπορεί να σηκωθεί, τότε η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης τον σηκώνει, τον ντύνει, τον ετοιμάζει, αφού πρώτα έχει βγει ο άλλος ασθενής έξω και τον βάζει να κάτσει στην καρέκλα. Τότε πάει κοντά του ο κατηγορούμενος και του εξηγεί αναλυτικά τα αποτελέσματα. Μαζί με το γιατρό βρίσκεται η νοσηλεύτρια της ανάνηψης. Εκείνη την ώρα, η ΜΥ4 βρίσκεται στο χώρο του ενδοσκοπικού.

 

               Ως πέμπτη μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ5) κατέθεσε η κα Ε. Ι., η οποία υποβλήθηκε σε ενδοσκόπηση στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο από τον κατηγορούμενο, στις 28/8/20 και περιέγραψε τη διαδικασία. Ανέφερε ότι εκείνη τη μέρα την παρέλαβε κάποια νοσοκόμα από το χώρο υποδοχής του νοσοκομείου και την πήρε στο υπόγειο. Ακολούθως, η ΜΥ5 μπήκε στο cubicle, όπου έκατσε και η νοσοκόμα τη βοήθησε να βγάλει τα ρούχα της και να ετοιμαστεί, για να μπει στην απέναντι αίθουσα, όπου θα γινόταν η ενδοσκόπηση. Εκείνη την ώρα η ΜΥ5 άκουσε ότι δίπλα της βρισκόταν ένας κύριος, που ετοιμαζόταν να φύγει. Τους χώριζε μια κουρτίνα. Την ώρα που ξεντύθηκε, έκλεισαν την κουρτίνα μπροστά της. Έπειτα η ΜΥ5 μπήκε περπατητή στο χώρο του ενδοσκοπικού, όπου βρισκόταν μια νοσοκόμα, ο γιατρός και η αναισθησιολόγος. Όταν τελείωσε, την έφεραν πίσω στο ‘cubicle’ και έμεινε στο κρεβάτι για λίγη ώρα. Η νοσοκόμα «πήγαινεν και ερχόταν» και η κουρτίνα της ήταν ανοικτή. Έπειτα, τη βοήθησε και έκατσε στην καρέκλα, όταν ήταν έτοιμη να φύγει. Θυμάται κάποια στιγμή το γιατρό και τη νοσοκόμα δίπλα της, να μιλούν σε κάποια ασθενή και να της λέει ο γιατρός «τί γίνεσαι; Χαιρετισμούς στη μάμα σου» και «πώς είναι η μάμα σου; Είναι έξω; πάω να της πω τα νέα σου».

 

               Όταν η ΜΥ5 έκατσε στην καρέκλα, έμεινε εκεί για άλλα 10 – 15 λεπτά. Η νοσοκόμα πηγαινοερχόταν και η ΜΥ5 της είπε «τώρα αισθάνομαι καλά να φύγω» και αυτή τη βοήθησε να πάει στο ασανσέρ για να ανεβεί πάω και να φύγει. Η ΜΥ5 κατέθεσε, ως Τεκμήριο 17, την Έκθεση γαστροσκόπησης που έκανε στις 28/8/20.

 

               Κατά την αντεξέταση, η ΜΥ5 ανέφερε ότι εκείνη τη μέρα πήγε στο Ιπποκράτειο γύρω στις 11:00 το πρωί. Πρώτα ανέβηκε στη γραμματέα του γιατρού, στον πρώτο όροφο, πλήρωσε και μετά κατέβηκε στο χώρο της υποδοχής, από όπου την παρέλαβε η νοσοκόμα και την πήρε κάτω στο τμήμα του ενδοσκοπικού. Έπειτα περίμενε να τη φωνάξουν για την ενδοσκόπηση και η κουρτίνα μπροστά της ήταν ανοικτή. Ερχόταν η νοσοκόμα και τη ρωτούσε αν ήταν εντάξει και αν χρειαζόταν κάτι. Η ίδια βρισκόταν στον πρώτο χώρο στο δωμάτιο ανάνηψης και απέναντι της ήταν η πόρτα του εξεταστηρίου, η οποία ήταν ανοιχτή. Η νοσοκόμα «πήγαινε δίπλα, έμπαινε και πήγαινε πίσω με το γιατρό». Κάθε φορά που περνούσε, την κοίταζε και τη ρωτούσε αν ήταν εντάξει.

 

               Η ΜΥ5, ως ανέφερε, είναι 78 ετών. Πριν την ενδοσκόπηση, δεν έκανε κάποια προετοιμασία, πέραν του να προετοιμάσει ψυχολογικά τον εαυτό της.

 

               Επιπλέον, η ΜΥ5 σχεδίασε εντός Δικαστηρίου πρόχειρο σχεδιαγράφημα του χώρου του ενδοσκοπικού, υποδεικνύοντας διάφορα επί αυτού σημεία, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18. Ανέφερε επίσης ότι μεταξύ των δυο κρεβατιών και μπροστά από αυτά, υπήρχε κουρτίνα που μπορούσε να τραβηχτεί. Η νοσοκόμα πηγαινοερχόταν στο μέρος. Κάποια στιγμή η ΜΥ5 σταμάτησε να ακούει φωνή από δίπλα της και θεώρησε ότι ο προηγούμενος ασθενής είχε φύγει. Δεν τον είδε να φεύγει.

 

               Της υποβλήθηκε ότι απέναντι από το κρεβάτι της υπήρχαν δυο καρέκλες και όχι η είσοδος του χώρου της ενδοσκόπησης. Η ΜΥ5 απάντησε ότι θυμάται τις καρέκλες να είναι δεξιά της εισόδου, όπως την έβλεπε απέναντι της.

 

               Η ΜΥ5 ανέφερε επίσης ότι όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, μετά την επέμβαση, κάθισε στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι της και όχι στις καρέκλες απέναντι. Μετά από 10 – 15 λεπτά ήρθε η νοσοκόμα, τη βοήθησε να ντυθεί και τη συνόδευσε μέχρι τον ανελκυστήρα για να φύγει.

 

               Όπως  καθόταν και έβλεπε απέναντι της, η κουρτίνα ήταν μαζεμένη στα δεξιά της, όπως την έβλεπε. Διευκρίνισε ότι όταν την τοποθέτησαν στο χώρο ανάνηψης, μετά την εξέταση, έκλεισαν την κουρτίνα μπροστά της, μόνο την ώρα που θα ντυνόταν.

 

               Ως έκτος και τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης (ΜΥ6), κατέθεσε ο X. Π., Γενικός και Οικονομικός Διευθυντής στο xxxxxx Νοσοκομείο. Ανέφερε ότι εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει, ο κατηγορούμενος εργάζεται στο xxxxxx από το 2006. Από το 2018 που εργάζεται και ο ίδιος εκεί, ο κατηγορούμενος εργάζεται ανελλιπώς. Ο ΜΥ6 κατέθεσε σχετική βεβαίωση ως Τεκμήριο 19.

 

               Κατά την αντεξέταση, ο ΜΥ6 ανέφερε ότι το 2020 εργαζόταν στο xxxxxx νοσοκομείο ως Οικονομικός διευθυντής. Ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Διευθυντή τον Ιανουάριο 2023. Για να ετοιμάσει τη βεβαίωση Τεκμήριο 19, ρώτησε άλλα στελέχη του νοσοκομείου, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι ο κατηγορούμενος εργάζεται στο Ιπποκράτειο ανελλιπώς, από το 2006, χωρίς διακοπή στα καθήκοντα του. Έτσι κι αλλιώς ο κατηγορούμενος ήταν μέτοχος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν παύθηκε.

 

               Επίσης, ο ΜΥ6 ανέφερε πως διερεύνησε διάφορα στοιχεία και είδε ότι από το 2006 μέχρι σήμερα, υπήρχε συνεχής ροή εργασίας από τον κατηγορούμενο. Ρώτησε και γιατρούς οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί του. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε υπόνοια διακοπής.

 

               Του υποβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος για κάποιο διάστημα μεταξύ των ετών 2011 και 2014, διέκοψε την εργασία του στο xxxxxx, γιατί είχε επιτεθεί άσεμνα στη γραμματέα του και καταδικάστηκε για αυτό. Ο ΜΥ6 ανέφερε ότι δεν είχε υπόψιν του κάτι τέτοιο. Εξ όσων γνωρίζει, ο κατηγορούμενος δεν διέκοψε την εργασία του κατά το χρόνο αυτό.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες, ενώ κατέθεταν ενώπιον μου και είμαι, θεωρώ, σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614).

 

Τονίζεται ότι σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα, έχει το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο. Λαμβάνονται επίσης υπόψη, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων στα όσα αναφέρει ο κάθε μάρτυρας στο Δικαστήριο (CPelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές’ των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.153):

«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172). Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων  (Βασιλείου v. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 159/9 ημ.4.5.12). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία…».

 

Κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση αποτελεί ασφαλώς η αξιολόγηση της μαρτυριας της παραπονούμενης ΜΚ2 και του κατηγορουμένου, η οποία θα κριθεί σε συνάρτηση με το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας, έγγραφης και προφορικής.

 

Μάρτυρες Κατηγορίας (πλην της ΜΚ2)

 

          Ξεκινώντας από τον ανακριτή της υπόθεσης (ΜΚ1), σημειώνεται ότι αυτός μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Ο ΜΚ1 κατέθεσε, κατά την κρίση μου, με ειλικρίνεια ως προς τις ενέργειές του ως ανακριτή. Σε ότι αφορά τη θέση της Υπεράσπισης ότι η διερεύνηση της υπόθεσης υπήρξε ελλιπής, σε τέτοιο βαθμό που επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αυτό δεν είναι ζήτημα που άπτεται της αξιοπιστίας του ΜΚ1, αλλά εξετάζεται κατωτέρω, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στη νομική πτυχή της υπόθεσης. Ο ΜΚ1 κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή ως σύνολο.

 

          Σε ότι αφορά τη ΜΚ3, σημειώνεται ότι και αυτή η μάρτυρας μου έκανε καλή εντύπωση. Η ΜΚ3 κατέθεσε με ηρεμία, χωρίς εμπάθεια και υπερβολές, σε ότι αφορά τα γεγονότα που περιήλθαν στη δική της αντίληψη. Η μαρτυρία της ως προς την ανταλλαγή μηνυμάτων, μέσω τηλεφώνου, με τη ΜΚ2, ως καταγράφονται στο Τεκμήριο 3, δεν έτυχε οποιασδήποτε αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση και γίνεται αποδεκτή. Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία της ΜΚ3 ως προς τις δικές της ενέργειες κατά την ημέρα του συμβάντος, αλλά και μεταγενέστερα, καθώς και το ότι μετά που αυτή παρέλαβε τη ΜΚ2 από το Ιπποκράτειο νοσοκομείο, κατά την ημέρα του επίδικου συμβάντος, αυτή της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος τη φίλησε τέσσερεις φορές και ήταν ταραγμένη.

 

          Σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΚ3 σχετικά με τη δική της επίσκεψη στο ιατρείο του κατηγορουμένου, πριν το επίδικο συμβάν, αποδέχομαι ότι της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κατ’ εκείνο το χρόνο ο κατηγορούμενος προσπάθησε να φιλήσει τη ΜΚ2, καθότι την είδε να αποτραβιέται από κοντά του και ότι μεταγενέστερα, είχαν περί αυτού κάποια συζήτηση με τη ΜΚ2, κατά την οποία απέδωσαν το εν λόγω περιστατικό σε παρεξήγηση. Θεωρώ ότι δεν είχε κανένα λόγο η ΜΚ3 να σκαρφιστεί μια τέτοια ιστορία, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει το πρώτο μήνυμα που της απέστειλε κατά τον ουσιώδη χρόνο η ΜΚ2, στο οποίο αυτή ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος τη ξαναφίλησε. Προφανώς η λέξη ‘ξαναφίλησε’ παραπέμπει σε κάποιο προηγούμενο φιλί. Εάν δεν είχε συμβεί προηγουμένως κάποιο σχετικό περιστατικό, το οποίο η ΜΚ3 να είχε υπόψιν της, τότε θα αναμένετο αυτή να ζητήσει, μέσω των μηνυμάτων της (Τεκμήριο 3), εξηγήσεις από τη ΜΚ2 ως προς το κατά πόσον υπήρξε προηγούμενο φιλί ή όχι και για ποιο λόγο χρησιμοποίησε τη λέξη «ξαναφίλησε».

 

          Περαιτέρω, αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ3 ότι ως αντιλήφθηκε από την επικοινωνία της με τον ανακριτή ΜΚ1, η ίδια κλήθηκε να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία με σκοπό να αναγνωρίσει τα μηνύματά της στο Τεκμήριο 3 και να δώσει τη συγκατάθεσή της, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία. Σε ότι αφορά το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης, αποδέχομαι τη θέση της ΜΚ3 ότι δεν γνώριζε, ούτε καθοδηγήθηκε από τον ΜΚ1 ότι θα έπρεπε να αναφέρει οτιδήποτε άλλο, πέραν αυτών που ανέφερε.

 

          Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία της ΜΚ3, ότι μετά την αποχώρηση της ΜΚ2 από το νοσοκομείο, αυτή ήταν ταλαιπωρημένη από την επέμβαση, αλλά και αναστατωμένη σε βαθμό που όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί.

 

          Τέλος, αποδέχομαι τη θέση της ΜΚ3 ότι η ίδια δεν άσκησε οποιαδήποτε πίεση στη ΜΚ2, ώστε αυτή να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία. Ως ανέφερε, συζήτησαν μεταξύ τους, ως ζευγάρι, ως ήταν αναμενόμενο, το τί θα έπρεπε να πράξουν σε σχέση με το περιστατικό και η ίδια επικοινώνησε με δυο φίλες της δικηγόρους, οι οποίες συμβούλεψαν τη ΜΚ2 να προβεί άμεσα σε καταγγελία στην Αστυνομία. Η ίδια ήταν υποστηρικτική προς τη ΜΚ2, αλλά δεν την πίεσε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο. Η απόφαση ήταν δική της. Συνεπώς για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η ΜΚ3 κρίνεται αξιόπιστη και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή ως σύνολο.

 

          Προχωρώ στη μαρτυρία της ΜΚ4, η οποία επίσης μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Λαμβάνω ασφαλώς υπόψιν μου το γεγονός ότι η ΜΚ4 είναι μητέρα της ΜΚ2 και έχει κάθε λόγο να την υποστηρίξει. Έχω επίσης κατά νου ότι η ΜΚ4 ενημερώθηκε, όπως η ίδια με ειλικρίνεια ανέφερε, από τη ΜΚ2 αναφορικά με το περιεχόμενο της μαρτυρίας που αυτή έδωσε στο Δικαστήριο, πριν η ΜΚ4 δώσει τη δική της μαρτυρία. Δεν θεωρώ όμως ότι η ΜΚ4 είπε στο Δικαστήριο οποιοδήποτε ψέμα. Αντιθέτως, η ΜΚ4 περιέγραψε, κατά την κρίση μου, όλα τα γεγονότα τα οποία βίωσε η ίδια, με πλήρη ειλικρίνεια. Συγκεκριμένα αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ4 ως προς τη συνάντηση και τη συνομιλία που είχε με τον κατηγορούμενο στην καφετέρια του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, αλλά και ως προς το ότι λίγη ώρα μετά την αναχώρηση της ΜΚ2 από το νοσοκομείο, αυτή της τηλεφώνησε και την ενημέρωσε αναφορικά με το επίδικο περιστατικό. Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία της ότι τις επόμενες μέρες μετά το συμβάν, η ΜΚ2 της τηλεφωνούσε συνεχώς, ήταν φοβισμένη και πάθαινε «panic attacks» (κρίσεις πανικού) και για το λόγο αυτό η ΜΚ2 άρχισε να παρακολουθείται από ψυχολόγο.

 

          Σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΚ4 αναφορικά με κάποια συνομιλία που είχε με τρίτο πρόσωπο, η οποία της μετέφερε φήμες που κυκλοφορούσαν εναντίον του κατηγορουμένου, στη μαρτυρία αυτή δεν δίδεται οποιαδήποτε βαρύτητα, καθότι εκτός του ότι αυτή χαρακτηρίζεται από αοριστία και ασάφεια, κρίνεται άσχετη με την παρούσα υπόθεση και ως τέτοια θα αγνοηθεί, παρά το ότι έχει παρεισφρήσει στη διαδικασία.

 

          Ως εκ των ανωτέρω, η ΜΚ4 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή σε ότι αφορά τα γεγονότα που περιήλθαν στη δική της αντίληψη.

         

          Ακολουθεί στο σημείο αυτό αξιολόγηση της τελευταίας μάρτυρα για την κατηγορούσα αρχή (ΜΚ5), η οποία κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ψυχολόγος.

 Σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΚ5, σημειώνω, κατ’ αρχάς, ότι με βάση τα προσόντα και τη μεγάλη εμπειρία της, αποδέχομαι ότι αυτή κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Όσον αφορά την προσέγγιση και εξέταση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, υπάρχει πληθώρα νομολογίας σύμφωνα με την οποία, το Δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι κάποιος μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στο τομέα που αυτός καταθέτει, στη συνέχεια εξετάζει αν ο μάρτυρας αυτός έχει παραθέσει όλα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, ώστε να καταστήσει το Δικαστήριο ικανό να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. Μαρτυρία εμπειρογνώμονα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αλλά το βοηθά να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα, αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία  (βλ. μεταξύ άλλων Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 C.L.R 1, Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 984, Ευαγγέλου ν. Αμπίζας (1982) 1 C.L.R. 41, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) ΑΑΔ 746, R v. Turner (1975) 1 All.E.R.70 και Χ΄Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104) και άλλων Kotlyarenko (2010) 1Γ Α.Α.Δ 1427).

          Επί της ουσίας, η ΜΚ5 μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Με τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο εξήγησε τη δική της εμπλοκή στην όλη υπόθεση, καθώς επίσης και τα συμπεράσματά της ως προς τη ψυχική κατάσταση της ΜΚ2 καθ’ ον χρόνο την παρακολουθούσε, μετά το επίδικο συμβάν. Συγκεκριμένα, αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ5 ως προς τις συνθήκες και το σκοπό της γνωριμίας της με τη ΜΚ2 αρχικώς το 2018 και ακολούθως ως προς το λόγο και τις συναντήσεις που είχε με τη ΜΚ2 εβδομαδιαίως, από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2020 για χρονικό διάστημα τριών περίπου μηνών. Αποδέχομαι περαιτέρω την περιγραφή της ψυχολογικής κατάστασης της ΜΚ2 όταν η ΜΚ5 της μίλησε τηλεφωνικώς, μετά το μήνυμα που αυτή της απέστειλε τον Αύγουστο 2020. Σημειώνεται ότι η ημερομηνία αποστολής του τηλεφωνικού μηνύματος από τη ΜΚ2 στη ΜΚ5 φαίνεται να ήταν η 29/8/20 και όχι η 28/8/20, ως εσφαλμένα ανέφερε η ΜΚ5, καθότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ήταν ημέρα Σάββατο και όταν η ΜΚ5 πήρε τηλέφωνο τη ΜΚ2, αυτή της ανέφερε ότι την είχε παρενοχλήσει ο γιατρός της σε ραντεβού που είχε για κολονοσκόπηση την προηγούμενη μέρα.

 

          Αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ5 ότι η ΜΚ2 της περιέγραψε το συμβάν, καθώς επίσης και τη συμπτωματολογία που είχε κατά τις επόμενες μέρες. Επιπλέον, αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ5 ως προς την αξιολόγηση της ΜΚ2 και την παραπομπή της σε ψυχίατρο, λόγω έντονων συμπτωμάτων, τα οποία την επηρέαζαν στην καθημερινότητά της, σε μεγάλο βαθμό. Αποδεκτή γίνεται επίσης η θέση της ΜΚ5 ότι είχε παρακολουθήσει τη ΜΚ2 πρώτη φορά, για κάποιο διάστημα κατά το έτος 2018, λόγω του ότι αυτή είχε διαγνωσθεί με τη νόσο του Κρον και ότι κατά τη γνώμη της το άγχος που βίωνε τότε η ΜΚ2, ήταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Δεν έπασχε η ΜΚ2 από κάποια αγχώδη διαταραχή.

 

          Αποδέχομαι πλήρως τη μαρτυρία της ΜΚ5 ότι κατά τις συναντήσεις τους μετά το επίδικο συμβάν, η ΜΚ2 της περιέγραψε συμπτωματολογία κρίσεων πανικού, που παρουσιάζεται συχνά σε πρόσωπα τα οποία βιώνουν μετατραυματικό στρες και επειδή η ΜΚ2 βίωνε πολύ έντονα συμπτώματα, ως περιέγραφε, η ΜΚ5 την παρέπεμψε για αξιολόγηση και από ψυχίατρο.

 

Μάρτυρες Υπεράσπισης

 

          Σε ότι αφορά τη ΜΥ1, η μάρτυρας αυτή μου δημιούργησε την εντύπωση ότι κατέθεσε στο Δικαστήριο με βάση το πρόγραμμα εργασίας που είχε καθημερινά, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τον κατηγορούμενο και όχι με βάση τη μνήμη της, ως προς το τί ακριβώς έλαβε χώρα στις 28/8/20. Αποδέχομαι τα όσα η ΜΥ1 ανέφερε σχετικά με την εργασία και τα καθήκοντά της στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, καθώς επίσης και τα όσα ανέφερε σχετικά με το καθημερινό της πρόγραμμα και εργασία στο ενδοσκοπικό τμήμα του εν λόγω νοσοκομείου. Δεν αποδέχομαι όμως όλα όσα η ΜΥ1 ανέφερε ειδικά σε σχέση με το επίδικο περιστατικό, για τους πιο κάτω λόγους:

 

          Σύμφωνα τόσο με τη μαρτυρία της ΜΚ2, όσο και του κατηγορουμένου, μεταξύ τους δόθηκε ένα φιλί, σε  χρονική στιγμή κατά την οποία η ΜΚ2 βρισκόταν πάνω στο εξεταστικό κρεβάτι στο χώρο ανάνηψης, όπου είχε μεταφερθεί μετά την κολονοσκόπηση στην οποία υπεβλήθη. Υπεύθυνη νοσηλεύτρια στο χώρο ανάνηψης ήταν η ΜΥ1.

 

          Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ2, το φιλί της δόθηκε από τον κατηγορούμενο, χωρίς τη θέλησή της, με τον τρόπο που αυτή περιέγραψε, ενώ σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, το φιλί δόθηκε στον ίδιο από τη ΜΚ2, η οποία χάρηκε για τα καλά αποτελέσματα τα οποία της ανακοίνωσε και του είπε «γιατρέ έλα να σε φιλήσω». Όταν εκείνος έσκυψε προς το μέρος της, η ΜΚ2 τον τράβηξε με τα δυο της χέρια από το πρόσωπο και τον φίλησε στο στόμα. Έπειτα, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ο ίδιος αποτραβήχτηκε προς τα πίσω και είπε στη ΜΚ2 την εξής φράση: «xxxxx για όνομα του Θεού. Είσαι σαν την κόρη μου» και αυτή του απάντησε «είσαι ο sugar daddy μου».

 

          Εκείνη τη στιγμή, δίπλα του, στο πλάι δεξιά και λίγο προς τα πίσω, στεκόταν υποτίθεται η ΜΥ1, η οποία, ως ανέφερε, είχε ακούσει τη ΜΚ2 να λέει στον κατηγορούμενο «έλα γιατρέ να σας αγκαλιάσω και να σας ευχαριστήσω» κι έπειτα είδε τον κατηγορούμενο να κάνει κάποια κίνηση και  τον άκουσε να λέει «εντάξει xxxxx να πάω να μιλήσω τώρα με τη μάμα σου. Όλα πήγαν καλά». Δεν άκουσε, ως ισχυρίστηκε η ΜΥ1, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση μεταξύ του κατηγορουμένου και της ΜΚ2. Ούτε είδε τη ΜΚ2 να κάνει το οτιδήποτε. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να στεκόταν η ΜΥ1 δίπλα από τον κατηγορούμενο, να άκουσε τις φράσεις που περιέγραψε,  αλλά να μην άκουσε οτιδήποτε άλλο; Πώς είναι δυνατόν η ΜΥ1 να στεκόταν εκείνη τη στιγμή πλησίον του κατηγορουμένου, έστω λίγο προς τα πίσω, αλλά να μην αντιλήφθηκε ότι η ΜΚ2 τράβηξε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια και τον φίλησε στο στόμα; Θεωρώ ότι εάν όντως η ΜΥ1 ήταν πλησίον του κατηγορουμένου κατά το εν λόγω περιστατικό, αυτή θα άκουγε τα όσα λέχθηκαν μεταξύ κατηγορούμενου και ΜΚ2, είτε όπως τα περιέγραψε ο κατηγορούμενος, είτε όπως τα περιέγραψε η ΜΚ2. Το ότι η ΜΥ1 δεν άκουσε τίποτα πέραν των όσων η ίδια περιέγραψε, καταδεικνύει ότι αυτή δεν βρισκόταν δίπλα στη ΜΚ2 και στον κατηγορούμενο εκείνη τη στιγμή. Ενδεχομένως η ΜΥ1 να βρισκόταν εντός του ενδοσκοπικού τμήματος εκείνη τη στιγμή, σε άλλο όμως σημείο, χωρίς να έχει την προσοχή της στραμμένη στη ΜΚ2.

 

          Σε ότι αφορά τη θέση της ΜΥ1 ότι στο κρεβάτι ακριβώς δίπλα από τη ΜΚ2 βρισκόταν, εκείνη τη στιγμή, η προηγούμενη ασθενής, θεωρώ ότι η θέση αυτή βασίζεται σε υποθέσεις της και όχι σε ανάμνηση του επίδικου περιστατικού. Τονίζεται ότι εκείνη τη μέρα σύμφωνα με τη  μαρτυρία της ΜΥ4 και τα Τεκμήρια 10 και 16, τα οποία γίνονται αποδεκτά για την αλήθεια του περιεχομένου τους, διενεργήθηκαν από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, δέκα ενδοσκοπήσεις. Συνεπώς το καθημερινό πρόγραμμα της ΜΥ1 ήταν ως προκύπτει και από τη μαρτυρία της πολύ πιεστικό. Επομένως, δεν είναι κατά την κρίση μου λογικό να θυμάται η ΜΥ1, τρία χρόνια μετά το συμβάν, πού ακριβώς βρισκόταν η προηγούμενη ασθενής του κατηγορουμένου, τη στιγμή που εκείνος ενημέρωσε τη ΜΚ2 ως προς το αποτέλεσμα της εξέτασής της, στο χώρο ανάνηψης. Σημειώνεται ότι στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία λίγες μέρες μετά το συμβάν, δηλαδή στις 6/9/20 (Έγγραφο Ε) τίποτα σχετικό δεν ανέφερε η ΜΥ1 ως προς τον προηγούμενο ασθενή. Επίσης, ενώ κατά την κυρίως εξέτασή της η ΜΥ1 ανέφερε ότι μετά την ενημέρωση της Μάρθας, ο κατηγορούμενος μίλησε με την άλλη ασθενή, η οποία βρισκόταν στο δίπλα κρεβάτι και ήταν έτοιμη να φύγει, κατά την αντεξέταση  ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος συνομίλησε με την εν λόγω ασθενή ενώ αυτή είχε καθίσει σε καρέκλα.

 

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η απάντηση της ΜΥ1, σε υποβολή κατά την αντεξέταση ότι εκείνη τη μέρα η ΜΚ2 μετέβη στο ενδοσκοπικό τμήμα στις 11:25 και όχι στις 10:00, ως η ίδια ανέφερε με βεβαιότητα. Συγκεκριμένα, η ΜΥ1 απάντησε «Όχι, όχι. Είναι ψέματα. Εγώ λέω ότι ήταν η ώρα 10:00». Η απάντηση αυτή καταδεικνύει, κατά την κρίση μου, την αγωνία της ΜΥ1 να μην παραδεχθεί στο Δικαστήριο ότι κάποια πράγματα δεν τα θυμόταν, αλλά τα υπολόγιζε. Θα μπορούσε κάλλιστα η ΜΥ1 να αναφέρει ότι δεν θυμάται ακριβώς την ώρα κατά την οποία αφίχθηκε η ΜΚ2 στο ενδοσκοπικό τμήμα εκείνη τη μέρα.

Επίσης, ο ισχυρισμός της ΜΥ1 ότι πλήρωσε η ίδια για το αεροπορικό της εισιτήριο, ώστε να προσέλθει στην Κύπρο από τη Βουλγαρία και να καταθέσει στη δίκη, ως μάρτυρας υπεράσπισης, απορρίπτεται ως μη πειστικός. Δεν είναι λογικό μια συνταξιούχος νοσηλεύτρια από τη Βουλγαρία να επωμίζεται τα έξοδα αεροπορικού εισιτηρίου, ώστε να προσέλθει ως μάρτυρας στη δίκη, χωρίς καμία υποχρέωση προς τούτο. Άλλωστε δεν θα ήταν καθόλου μεμπτό, άνευ ετέρου, εάν η ΜΥ1 ανέφερε ότι το αεροπορικό της εισιτήριο το είχε πληρώσει ο κατηγορούμενος.

          Σε ότι αφορά τη θέση της ΜΥ1 ότι ποτέ κανένας ασθενής δεν μένει μόνος του στο χώρο ανάνηψης, αυτή γίνεται αποδεκτή, υπό την έννοια ότι πάντοτε οι ασθενείς εκεί είναι υπό την επίβλεψη της υπεύθυνης νοσηλεύτριας ή αντικαταστάτριας αυτής, η οποία «μπαινοβγαίνει», «πηγαινοέρχεται» στο χώρο, όπως ανέφεραν οι ΜΥ4 και 5. Δεν γίνεται αποδεκτή η θέση ότι η ΜΥ1 είχε συνεχώς την προσοχή της στραμμένη στους ασθενείς που βρίσκονταν στο χώρο ανάνηψης και ότι ποτέ δεν έφευγε από τον εν λόγω χώρο, ούτε για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα χωρίς να την αντικαταστήσει η ΜΥ2. Άλλωστε, κατά το χρόνο που η ΜΥ1 βρισκόταν στο χώρο ανάνηψης, ασχολούνταν και με άλλες εργασίες, όπως την αλλαγή των σεντονιών και τον καθαρισμό του στρώματος του κρεβατιού, ώστε να είναι έτοιμο για τον επόμενο ασθενή. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί, ότι γύρω από τους δυο χώρους, όπου τοποθετούνταν τα κρεβάτια των ασθενών στο χώρο ανάνηψης, υπήρχαν κουρτίνες, οι οποίες μπορούσαν να κλείσουν.

 

          Δεν θεωρώ ότι η ΜΥ1 κατέθεσε στο Δικαστήριο με σκοπό την προσφυγή στο ψεύδος. Αποδέχομαι ότι η ίδια δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε το μεμπτό εκείνη τη μέρα. Συνεπώς η μαρτυρία της ΜΥ1 γίνεται αποδεκτή μόνο εν μέρει, υπό τις πιο πάνω διευκρινίσεις.

 

          Προχωρώ στη μαρτυρία της ΜΥ2. Σχετικώς με τη μάρτυρα αυτή, αποκόμισα την εντύπωση ότι όπως και η ΜΥ1, αυτή κατέθεσε με βάση το καθημερινό της πρόγραμμα προβαίνοντας σε αρκετές υποθέσεις, χωρίς να θυμάται πλήρως τα επίδικα γεγονότα. Σημειώνεται  ότι η ΜΥ2 με ειλικρίνεια παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κατηγορούμενος είχε φιλήσει τη ΜΚ2 ή όχι. Ως είναι κοινώς αποδεκτό, η ΜΚ2 δεν υπέβαλε στην ίδια οποιοδήποτε παράπονο, αντιθέτως, όταν η ΜΥ2 της έδωσε εξιτήριο, η ΜΚ2 της είπε «ευχαριστώ».

 

          Ειδικότερα σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΥ2, ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται όταν κάποιος ασθενής είναι έτοιμος να αποχωρήσει, γίνεται αποδεκτό ότι η πρακτική η οποία ακολουθείται, είναι σε γενικές γραμμές αυτή που περιέγραψε. Δηλαδή όταν ο ασθενής είναι έτοιμος να  αποχωρήσει, έχοντας φορέσει τα ρούχα του, αυτός κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα από την είσοδο του χώρου του ενδοσκοπικού και εκεί ο κατηγορούμενος τον ενημερώνει ως προς τα αποτελέσματα της εξέτασής του και ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματός του στο μέλλον. Έπειτα η ΜΥ2, η οποία συνοδεύει τον κατηγορούμενο, παραδίδει στον εν λόγω ασθενή εξιτήριο, εκείνος υπογράφει και αναχωρεί.

 

          Η θέση της ΜΥ2 όμως ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι ποτέ μόνος του στο ενδοσκοπικό τμήμα και ότι ποτέ δεν συνομιλεί μόνος του με τους ασθενείς, είναι πολύ γενικευμένη και ως τέτοια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Δεν μπορεί δηλαδή με βάση τη μαρτυρία της ΜΥ2 ή και της ΜΥ1 και ΜΥ4, στην οποία γίνεται αναφορά κατωτέρω, να αποκλειστεί η πιθανότητα να συνομιλήσει μόνος του ο κατηγορούμενος με κάποιον ασθενή, όταν οι νοσηλεύτριες είναι απασχολημένες με τις εργασίες τους ή όταν βρίσκονται προσωρινά εκτός του εν λόγω δωματίου για προσωπικούς τους λόγους, για σύντομα χρονικά διαστήματα. Ναι μεν οι νοσηλεύτριες του ενδοσκοπικού τμήματος, καθώς επίσης και η αναισθησιολόγος παρακολουθούν τους ασθενείς, καθώς συνέρχονται στο χώρο ανάνηψης, ώστε να βεβαιώνονται ότι αυτοί είναι καλά, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω νοσηλεύτριες και αναισθησιολόγος έχουν αδιαλείπτως οπτική επαφή με τον κάθε ασθενή, από τη στιγμή που αυτός εισέρχεται στο χώρο ανάνηψης μέχρι και τη στιγμή που αποχωρεί.

 

          Σε ότι αφορά ειδικά την περίπτωση της ΜΚ2, θεωρώ ότι η ΜΥ2 δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί εάν η ίδια ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της συζήτησης που ο κατηγορούμενος είχε μαζί της, όταν αυτή ήταν έτοιμη να φύγει ή εάν προηγήθηκε κάποια συζήτηση ή περιστατικό μεταξύ των δυο και ακολούθως, λίγα λεπτά αργότερα, η ΜΥ2 έδωσε στη ΜΚ2 το εξιτήριο, χωρίς να είναι ο κατηγορούμενος παρών. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε εκείνη τη μέρα στη ΜΥ2 οποιοδήποτε παράπονο από τη ΜΚ2 και δεδομένου η ΜΥ2 δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε το μεμπτό κατά το χρόνο που η ΜΚ2 βρισκόταν στο ενδοσκοπικό τμήμα, δεν θα ήταν αναμενόμενο η ΜΥ2 να θυμάται ότι η ίδια ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της συνομιλίας της ΜΚ2 με τον κατηγορούμενο, αμέσως πριν της δώσει εξιτήριο.

 

          Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι σε ερώτηση κατά την αντεξέταση ποιος ήταν ο άλλος ασθενής, ο οποίος βρισκόταν στο δωμάτιο ανάνηψης, κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης της ΜΚ2, η ΜΥ2 απάντησε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος ήταν αυτός, ούτε κατά πόσον αυτός ήταν άντρας, γυναίκα ή παιδί. Ήταν όμως σίγουρη ότι υπήρχε άλλος ασθενής στο χώρο ανάνηψης, όταν η ΜΚ2 βρισκόταν στο χώρο του ενδοσκοπικού, όχι επειδή θυμάται ποιος ήταν αυτός, αλλά επειδή θυμάται ότι εκείνη τη μέρα η ΜΚ2 δεν ήταν η πρώτη τους ασθενής. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΥ2, ότι η ΜΚ2 δεν ήταν εκείνη τη μέρα η πρώτη τους ασθενής, κάτι το οποίο άλλωστε δεν έτυχε αμφισβήτησης από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν αποδέχομαι όμως τη θέση της ΜΥ2 ότι μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες ως προς την περίπτωση της ΜΚ2, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος ήταν ο αμέσως προηγούμενος ασθενής, ούτε καν αν αυτός ήταν άντρας, γυναίκα ή παιδί. Τονίζεται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΥ2, δεν συνέβη οτιδήποτε το αξιομνημόνευτο στην παρουσία της εκείνη τη μέρα, σε σχέση με την αντιμετώπιση της ΜΚ2 από τον κατηγορούμενο. Σχετικώς με την καταγγελία της ΜΚ2, η ΜΥ2, ως ανέφερε, ενημερώθηκε από τη ΜΥ1, σε μεταγενέστερο χρόνο.

 

          Σημειώνεται επίσης ότι κατά τη μαρτυρία της, η ΜΥ2 ανέφερε ότι είδε τη ΜΚ2 για πρώτη φορά όταν αυτή μπήκε μαζί με τη ΜΥ1 στο χώρο της ενδοσκόπησης. Όμως, σύμφωνα με άλλο σημείο της μαρτυρίας τόσο της ΜΥ1, όσο και της ΜΥ2, προκύπτει ότι όταν η ΜΥ1 μετέβη στο ισόγειο του νοσοκομείου για να παραλάβει τη ΜΚ2 και να τη συνοδεύσει στο ενδοσκοπικό τμήμα, στο χώρο ανάνηψης είχε παραμείνει η ΜΥ2, περιμένοντας τη ΜΥ1 να επιστρέψει μαζί με τον επόμενη ασθενή που ήταν εκείνη τη στιγμή η ΜΚ2. Επομένως, εάν όντως έτσι έγιναν τα πράγματα και η ΜΥ2 όντως θυμόταν το περιστατικό, θα αναμένετο να αναφέρει ότι είδε τη ΜΚ2 για πρώτη φορά τη στιγμή που αυτή εισήλθε στο χώρο ανάνηψης, μαζί με τη ΜΥ1 και όχι όταν εισήλθε στο χώρο του ενδοσκοπικού. Επίσης σημειώνεται ότι η ΜΥ2 δεν περιέγραψε οποιαδήποτε λεκτική αναφορά της ΜΚ2 όταν αυτή βρισκόταν εντός του δωματίου της ενδοσκόπησης. Όμως, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, όταν η ΜΚ2 μπήκε στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού, εκφράστηκε με τα καλύτερα λόγια για το πρόσωπό του, μπροστά στο προσωπικό, ενώ, σύμφωνα με τη ΜΚ2, κατ’ εκείνο το χρόνο αυτή ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι ήταν αδιάθετη και φορούσε ταμπόν και αυτός απάντησε περίπου με τη φράση «κοιτάξετε αυτή την κοπέλα και πείτε μου αν είναι του 97». Καμία από τις πιο πάνω φράσεις δεν ανέφερε ότι άκουσε η ΜΥ2. Αυτό που η ΜΥ2 θυμόταν ήταν τον κατηγορούμενο να τους λέει ότι η ΜΚ2 ήταν γνωστή του και ότι γνώριζε και τους γονείς της.

 

          Συνεπώς η μαρτυρία της ΜΥ2 γίνεται αποδεκτή εν μέρει, υπό τις ανωτέρω διευκρινίσεις.

 

          Προχωρώ στη μαρτυρία της ΜΥ3, η οποία μου έδωσε την εντύπωση ότι τελούσε υπό κάποια σύγχυση ως προς τα γεγονότα, καθότι η μαρτυρία της έρχεται σε αντίφαση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης και έγινε αποδεκτή. Συγκεκριμένα η ΜΥ3 ανέφερε με σιγουριά ότι όταν αφίχθηκε στο χώρο ανάνηψης για να ετοιμαστεί για την ενδοσκόπηση, δεν υπήρχε κάποιο κρεβάτι εκεί. Ούτε άλλο ασθενή είδε να βρίσκεται εκεί. Η ίδια έβγαλε τα ρούχα της και τα τοποθέτησε σε μια καρέκλα στο cubicle, αλλά εκεί δεν θυμάται να υπήρχε κρεβάτι. Έπειτα, θυμάται ότι η νοσοκόμα έφερε ένα κρεβάτι, στο οποίο η ίδια ξάπλωσε και τη μετέφερε η νοσοκόμα μαζί με το κρεβάτι, μέσα στο χώρο του ενδοσκοπικού. Όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες όμως ανέφεραν ότι οι ασθενείς εισέρχονται περπατητοί μέσα στο χώρο του ενδοσκοπικού.

 

          Επιπλέον, η ΜΥ3 δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είδε τον κατηγορούμενο για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. Σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της, είπε ότι τον είδε μαζί με την αναισθησιολόγο να περνά και να μπαίνουν μαζί μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού. Έπειτα είπε ότι είδε πρώτη φορά τον κατηγορούμενο και την αναισθησιολόγο να βρίσκονται μέσα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού.

 

          Σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ότι όταν η ίδια βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι στο χώρο ανάνηψης, όπου είχε μεταφερθεί μετά την εξέταση, είδε απέναντί της να κάθεται στην καρέκλα μια κοπέλα, η οποία, ως αντιλήφθηκε, ήταν η κοπέλα που είχε υποβληθεί σε ενδοσκόπηση πριν από την ίδια, αυτή έρχεται σε αντίφαση με τη μαρτυρία της ΜΥ4, η οποία ανέφερε ότι όταν πρόκειται να φύγει κάποιος ασθενής, κλείνουν τις κουρτίνες μπροστά από το κρεβάτι όπου βρίσκεται άλλος ασθενής, ώστε να μην έρθουν σε επαφή ο ένας ασθενής με τον άλλο, για προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Επομένως, δεν αποδέχομαι τη θέση της ΜΥ3 ότι είδε την προηγούμενη ασθενή να κάθεται απέναντί της σε μια καρέκλα, την ώρα που την ενημέρωνε ο κατηγορούμενος για τα αποτελέσματα της εξέτασης της. Άλλωστε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η ΜΥ3 δεν άκουσε το περιεχόμενο της συζήτησης αυτής. Επομένως, η ΜΥ3 υπέθεσε ότι επρόκειτο για την προηγούμενη ασθενή, την οποία ο κατηγορούμενος ενημέρωσε για τα αποτελέσματα της εξέτασής της και σκέφτηκε ότι πλησίαζε η ώρα που και η ίδια θα αναχωρούσε από το νοσοκομείο. Ως ανέφερε, αυτή είναι η συνήθης διαδικασία που ακολουθείται στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου.

 

          Περαιτέρω, στο ερώτημα ποιοι ήταν παρόντες μαζί με τον κατηγορούμενο, κατά τη συνομιλία του με αυτή την κοπέλα, η ΜΥ3 ανέφερε ότι παρούσες ήταν μια νοσοκόμα και η αναισθησιολόγος (ΜΥ4). Όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΥ1, 2 και 4, η αναισθησιολόγος δεν είναι ποτέ παρούσα μαζί με τον κατηγορούμενο, όταν αυτός ενημερώνει τους ασθενείς που είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν. Δεν την αφορά άλλωστε τη ΜΥ4 μια τέτοια ενημέρωση.

 

          Από τη μαρτυρία της ΜΥ3 αποδέχομαι ότι στις 28/8/20, περί ώρα 12:00, υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση και γαστροσκόπηση από τον κατηγορούμενο στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν ξαπλωμένη σε κρεβάτι – τρόλεϊ στο χώρο ανάνηψης, μέχρι να συνέλθει μετά την εξέταση, η ΜΥ3 αντιλήφθηκε στο χώρο την παρουσία μιας κοπέλας, επειδή άκουσε τον κατηγορούμενο να της μιλά και έπειτα άκουσε την εν λόγω κοπέλα να λέει «ευχαριστώ».

 

          Σε ότι αφορά την ΜΥ4, αυτή μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε γενικώς ως προς τη διαδικασία που ακολουθούνταν κατά το χρόνο της εργασίας της στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου και περιέγραψε με πάσα λεπτομέρεια τη διαρρύθμιση του χώρου. Η ίδια δεν θυμόταν το οτιδήποτε για το συγκεκριμένο περιστατικό. Ούτε περιήλθε οτιδήποτε μεμπτό στην αντίληψή της εν σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου προς οποιαδήποτε ασθενή του.

 

          Εντοπίζεται κάποια αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας της ΜΥ4 και της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2 ως προς το ποια πρόσωπα μεταφέρουν τον ασθενή μετά την ενδοσκόπηση στο χώρο ανάνηψης. Σύμφωνα με τη ΜΥ4, η εν λόγω μεταφορά γίνεται από την ίδια και μια νοσηλεύτρια. Σύμφωνα με τις ΜΥ1 και 2, η εν λόγω μεταφορά γίνεται από τις ίδιες. Δεν θεωρώ όμως την αντίφαση αυτή ουσιώδη και ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων.

 

          Από τη μαρτυρία της ΜΥ4 αποδέχομαι ότι μετά τη μεταφορά των ασθενών στο χώρο ανάνηψης, η ίδια συνεχίζει να τους παρακολουθεί μέχρι αυτοί να συνέλθουν πλήρως, παρόλο που στον εν λόγω χώρο οι ασθενείς επιβλέπονται και από την υπεύθυνη νοσηλεύτρια. Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία της ΜΥ4 ότι κατά κανόνα η πόρτα που ενώνει το χώρο του ενδοσκοπικού και το χώρο ανάνηψης παραμένει ανοιχτή, για σκοπούς καλύτερου ελέγχου των ασθενών που βρίσκονται στο χώρο ανάνηψης και κλείνει πάντοτε την ώρα που διεξάγεται ενδοσκόπηση.

 

          Σε ότι αφορά τις ενέργειες του κατηγορουμένου, η ΜΥ4 απάντησε με ειλικρίνεια ότι η ίδια δεν μπορεί να γνωρίζει που βρίσκεται ο κατηγορούμενος την κάθε δεδομένη στιγμή, εκτός την ώρα που διεξάγει την ενδοσκόπηση.

 

          Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η αναφορά της ΜΥ4 ότι την ώρα που ο ένας εκ των δυο ασθενών στο χώρο ανάνηψης είναι έτοιμος να αποχωρήσει, κλείνουν την κουρτίνα μπροστά από τον άλλο ασθενή ο οποίος ακόμη συνέρχεται από την ενδοσκόπηση, ώστε να μην συναντηθούν οι δυο ασθενείς μεταξύ τους με σκοπό την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.

 

            Σε ότι αφορά τη θέση της ΜΥ4 ότι εάν υπήρχε οποιοδήποτε θέμα με οποιονδήποτε ασθενή, η ίδια θα ήταν σε θέση να το αντιληφθεί, καθώς δεν αποχώρησε από το χώρο μέχρι την ολοκλήρωση όλων των εξετάσεων της ημέρας εκείνης και επειδή είχε την προσοχή της στραμμένη σε αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο χώρο, αυτή αποτελεί απλώς τη γνώμη της ΜΥ4 και ως τέτοια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ναι  μεν η ΜΥ4 βρισκόταν εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο του ενδοσκοπικού και είχε την έγνοια της στραμμένη στους ασθενείς, πλην όμως ταυτόχρονα προετοιμαζόταν για τη χορηγία φαρμάκων στον επόμενο ασθενή και συμπλήρωνε επίσης το σχετικό βιβλίο – Τεκμήριο 16. Άλλωστε θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την παρουσία της στο ενδοσκοπικό τμήμα, η ΜΥ4 δεν αντιλήφθηκε το φιλί που δόθηκε μεταξύ κατηγορουμένου και ΜΚ2, ούτε και άκουσε οποιαδήποτε συνομιλία τους περί sugar daddy

 

          Υπό την ανωτέρω διευκρίνιση, η ΜΥ4 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας και αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως σύνολο, ως προς τη διαδικασία που κατά κανόνα ακολουθούνταν στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου καθ’ ον χρόνο η ίδια εργαζόταν εκεί.

 

          Προχωρώ στη μαρτυρία της ΜΥ5, η οποία επίσης μου έκανε καλή εντύπωση. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της ότι στις 28/8/20 μετέβη στο ενδοσκοπικό τμήμα όπου υποβλήθηκε σε ενδοσκόπηση. Αποδέχομαι επίσης τη θέση της εν λόγω μάρτυρος ότι ενώ βρισκόταν στο χώρο ανάνηψης και περίμενε να εισέλθει στο χώρο του ενδοσκοπικού, άκουσε δίπλα της αντρική φωνή και υπέθεσε ότι επρόκειτο για τον προηγούμενο ασθενή, ο οποίος κάποια στιγμή αναχώρησε από το  μέρος, γιατί έπαυσε να τον ακούει.

 

          Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία της ΜΥ5 ότι μετά την ενδοσκόπηση, ενώ η ίδια βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι στο χώρο ανάνηψης, άκουσε το γιατρό να συνομιλεί με μια άλλη ασθενή στο δίπλα κρεβάτι. Δεν άκουσε όμως το περιεχόμενο της εν λόγω συζήτησης, είτε όπως το περιέγραψε ο κατηγορούμενος, είτε όπως το περιέγραψε η ΜΚ2 και επομένως κρίνω ότι η ΜΥ5 δεν ήταν σε θέση να ακούσει και να αντιληφθεί τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ κατηγορούμενου και ΜΚ2, πίσω από την κουρτίνα που τους χώριζε. Ούτε μπορεί η ΜΥ5 να γνωρίζει πού ακριβώς βρισκόταν η νοσηλεύτρια του χώρου ανάνηψης εκείνη τη στιγμή, εφόσον δεν την είδε. Όπως ανέφερε η ΜΥ5, δεν έβλεπε την ασθενή που ήταν δίπλα της και σε ότι αφορά τη νοσηλεύτρια, αυτή πηγαινοερχόταν.

 

          Η ΜΥ5 κρίνεται αξιόπιστη και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή υπό τις πιο πάνω διευκρινίσεις.

 

          Αξιόπιστος κρίνεται και ο ΜΥ6, η μαρτυρία του οποίου δεν σχετίζεται όμως με τα επίδικα ζητήματα και ως εκ τούτου δεν χρήζει οποιασδήποτε αναφοράς.

 

Μαρτυρία ΜΚ2

          Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ2, οφείλω να στρέψω την προσοχή μου στον κανόνα πρακτικής που εφαρμόζεται κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας παραπονουμένων για σεξουαλικά αδικήματα, τα οποία βασίζονται στον ποινικό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται η αναζήτηση από το Δικαστήριο, ενισχυτικής μαρτυρίας (βλ. μεταξύ άλλων Σ.Σ. κ.ά. ν. Δηµοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ.147/16, ημερομηνίας 20/11/19), ECLI:CY:AD:2019:B477. Επιπλέον, το Δικαστήριο θα πρέπει να αυτοπροειδοποιηθεί ως προς τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου στη βάση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, χωρίς ενισχυτική αυτής μαρτυρία.

 

          Ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας σε υποθέσεις στις οποίες τυγχάνει εφαρμογής ο ως άνω κανόνας, χρήση καθοδήγηση αντλείται από τη Σ.Σ. κ.ά. ν. Δηµοκρατίας ανωτέρω, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση» εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του µάρτυρα και αναζητείτο ενισχυτική µαρτυρία µόνο όταν ο µάρτυρας εκρίνετο κατ’ αρχήν αξιόπιστος (βλ. Παρµαξής ν. Δηµοκρατίας (1997) 2 ΑΑ∆ 224). Κατά την νεότερη «ορθολογιστική προσέγγιση» δεν υπάρχει λογικό έρεισµα στον κατατεµαχισµό της µαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε µάρτυρα και η µαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (Ττοουλιάς (ανωτέρω) και Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] All ER488). Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εµφανώς αναξιόπιστος µάρτυρας δεν µπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιµετώπιση του θέµατος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική µαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης µαρτυρίας (Ρόπας (ανωτέρω), Τεβλετιάν ν. Αστυνοµίας (2006) 2 ΑΑ∆ 512). Εν προκειµένω, το Κακουργιοδικείο δεν ακολούθησε ούτε τον παραδοσιακό, µήτε τον ενιαίο τρόπο προσέγγισης. Δεν εκτίµησε σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του Μ.Κ.7 κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση», αλλά ούτε αξιολόγησε τη µαρτυρία αυτή κατά τρόπο ενιαίο, λαµβάνοντας υπόψη κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική µαρτυρία, κατά την «ορθολογιστική προσέγγιση». Κατά πρωθύστερο τρόπο έθεσε, ως άνω, εκ προοιµίου τη µαρτυρία που θεώρησε ως ενισχυτική και µάλιστα, µε τον ισχυρό τρόπο που το έπραξε. Σηµειώνουµε ότι το ίδιο σφάλµα εντοπίστηκε και στην υπόθεση Χαραλάµπους (ανωτέρω) στην οποία το Ανώτατο ∆ικαστήριο υπέδειξε πως µε τον τρόπο αυτό «ελλοχεύει ο κίνδυνος µεταφοράς µιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής µαρτυρίας.»» Ας σηµειωθεί ότι η πιο πάνω παραποµπή γίνεται στην υπόθεση Χαραλάµπους ν. Δηµοκρατίας, Ποιν. Έφ. 175/16, ηµερ. 23.11.18, από την οποία, αν και αφορούσε ενίσχυση µαρτυρίας συνεργού, παρέχεται κατ’ αναλογίαν χρήσιµη καθοδήγηση. Συνάγεται συγκεκριµένα πως η ορθή αντιµετώπιση της επίµαχης µαρτυρίας θα πρέπει να έχει ως έναυσµα την καθ’ αυτό αποτίµηση του αξιόπιστου ή µη της µαρτυρίας. Εάν το πρόσωπο το οποίο αφορά ο κανόνας πρακτικής κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος µάρτυρας από το δικαστήριο τότε τυχόν στοιχεία άλλης µαρτυρίας τα οποία τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο δύναται να αναζητηθούν, χωρίς όµως αυτό να είναι αναγκαίο. Είναι σε αυτό το σηµείο που τονίστηκε από το Εφετείο ότι είναι λάθος όµως να κρίνεται το αξιόπιστο είτε στη βάση της ενισχυτικής, είτε ως σφαιρική αντιµετώπιση του θέµατος διότι ακριβώς ελλοχεύει ο προαναφερθείς κίνδυνος του πρωθύστερου τρόπου αξιολόγησης».

 

          Έχω εξετάσει με πολλή προσοχή τη μαρτυρία της ΜΚ2 σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου, υπό το φως των ανωτέρω νομολογιακών αρχών. Για τους λόγους που εξηγούνται κατωτέρω, καταλήγω ότι η ΜΚ2 είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια.

 

          Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο κατηγορούμενος ήταν οικογενειακός της γιατρός και μέχρι τα επίδικα γεγονότα, τον εμπιστευόταν πλήρως. Δεν είχε κανένα λόγο να του κάνει κακό. Η θέση της υπεράσπισης ότι η ΜΚ2 ψευδώς ανέφερε στη σύντροφο της ΜΚ3, μέσω μηνυμάτων (Τεκμήριο 3) ότι την είχε φιλήσει ο κατηγορούμενος για την κάνει να ζηλέψει ή να προκαλέσει την αντίδρασή της και ότι εν τέλει η ΜΚ2 αναγκάστηκε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο στην Αστυνομία για να υποστηρίξει το αρχικό της ψέμα μέχρι τέλους, λόγω πίεσης που δέχθηκε τόσο από τη σύντροφό της, όσο και από την οικογένεια της, δεν γίνεται αποδεκτή. Τόσο η ΜΚ3, σύντροφος της ΜΚ2, όσο και η ΜΚ4, μητέρα της ΜΚ2, κατέθεσαν ενώπιον μου ως μάρτυρες κατηγορίας και δεν μου έδωσαν την εντύπωση ότι οι ίδιες άσκησαν οποιαδήποτε πίεση στη ΜΚ2, ώστε αυτή να καταγγείλει τον κατηγορούμενο στην Αστυνομία. Ο ρόλος τους προς τη ΜΚ2 ήταν υποστηρικτικός.

 

          Επιπλέον, η θέση της υπεράσπισης ότι μόλις η ΜΚ2 άρχισε να συνέρχεται από τα φάρμακα που της είχαν δοθεί κατά την κολονοσκόπηση, όντας ακόμη ζαλισμένη και βρισκόμενη πάνω στο εξεταστικό κρεβάτι, αποφάσισε να αποστείλει δυο μηνύματα στη σύντροφό της και να της αναφέρει, ψευδώς, ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει στο στόμα, μόνο και μόνο για να την κάνει να ζηλέψει, δεν συνάδει με την κοινή λογική. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι η ΜΚ2 εμπιστευόταν και εκτιμούσε τον κατηγορούμενο και ανέμενε με αγωνία να της ανακοινώσει τα ευρήματά του. Το γεγονός ότι η ΜΚ2 είχε πολλή αγωνία για το αποτέλεσμα της κολονοσκόπησης επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της μητέρας της, ΜΚ4, η οποία ανέφερε ότι η ΜΚ2 φοβόταν την αρρώστια που είχε, αλλά και από τη μαρτυρία της ψυχολόγου, ΜΚ5, η οποία ανέφερε ότι όταν η ΜΚ2 διαγνώστηκε με τη νόσο του Κρον, το έτος 2018,  αποτάθηκε στην ίδια για ψυχολογική υποστήριξη.

 

          Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι ΜΚ2 και 3 αποτελούν ομόφυλο ζευγάρι νεαρών γυναικών. Η ΜΚ2 ήταν κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος 23 ετών και ο κατηγορούμενος γύρω στα πενήντα (σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης ως προς αυτό το σημείο). Δεν είχε κανένα λόγο, κατά την κρίση μου, τη δεδομένη στιγμή η ΜΚ2 να αναφέρει ψευδώς στη σύντροφό της, η οποία την περίμενε να συνέλθει για να αναχωρήσουν μαζί από το νοσοκομείο, ότι την είχε φιλήσει ο κατηγορούμενος στο στόμα, για να προκαλέσει την αντίδρασή της. Επιπλέον, εάν όντως η ΜΚ2 είχε φιλήσει η ίδια τον κατηγορούμενο στο στόμα, όπως αυτός ισχυρίστηκε στην ανακριτική του κατάθεση, τότε δεν είχε κανένα λόγο να το αναφέρει αυτό στη σύντροφό της, ΜΚ3.

 

          Κατά την ένορκη μαρτυρία της, η ΜΚ2 περιέγραψε με παραστατικότητα και επαρκείς λεπτομέρειες όλα τα επίδικα περιστατικά και παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της. Ουδείς εκ των μαρτύρων υπεράσπισης κατάφερε να διαψεύσει την ΜΚ2, καθότι για τους λόγους που εξηγούνται αναλυτικά κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, καμία εκ των μαρτύρων αυτών δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν όντως έλαβαν χώρα τα περιστατικά, όπως τα περιέγραψε η ΜΚ2.

 

          Η θέση της υπεράσπισης ότι λόγω του τρόπου και του προγράμματος εργασίας της ομάδας του κατηγορουμένου στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, αλλά και της διαρρύθμισης του χώρου στο εν λόγω τμήμα, αποκλείεται να έλαβαν χώρα τα περιστατικά που περιέγραψε η ΜΚ2, επειδή πρώτον, οι ασθενείς στο χώρο ανάνηψης δεν μένουν ποτέ μόνοι, αλλά επιβλέπονται από μια νοσηλεύτρια, αλλά και την αναισθησιολόγο και δεύτερον, επειδή ο κατηγορούμενος ποτέ δεν ενημερώνει τους ασθενείς ως προς τα αποτελέσματα της εξέτασης τους μόνος του, αλλά πάντοτε υπό τη συνοδεία νοσηλεύτριας, δεν με βρίσκει σύμφωνη.

 

          Ξεκινώντας από τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι ασθενείς στο χώρο ανάνηψης δεν μένουν ποτέ μόνοι, αλλά είναι συνεχώς υπό την επίβλεψη της νοσηλεύτριας του χώρου ανάνηψης και της ΜΥ4, η οποία παρακολουθεί τους ασθενείς μετά τις ενδοσκοπήσεις για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη θέση αυτή, ούτε οι νοσηλεύτριες, αλλά ούτε και η ΜΥ4 αντιλήφθηκαν το φιλί και τη συζήτηση που έλαβε χώρα μεταξύ του κατηγορουμένου και της ΜΚ2, όπως αυτός τα περιέγραψε. Συνεπώς προκύπτει αβίαστα ότι οι ΜΥ1, 2 και 4 δεν ήταν συνεχώς σε θέση να βλέπουν και να γνωρίζουν τί κάνει ο κάθε ασθενής ή ο κατηγορούμενος όταν βρίσκονται στο χώρο ανάνηψης. Τονίζεται άλλωστε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ2, τα πρώτα τρία φιλιά δόθηκαν ενώ αυτή βρισκόταν στο εξεταστικό κρεβάτι στο χώρο ανάνηψης, γύρω από το οποίο υπήρχαν κουρτίνες. Η κουρτίνα δεξιά και αριστερά του κρεβατιού ήταν κλειστή. Η κουρτίνα μπροστά από το κρεβάτι, κλείνει όποτε ο ασθενής αλλάζει ρούχα, αλλά και όποτε αναχωρεί ο προηγούμενος ασθενής που επίσης βρίσκεται στο χώρο ανάνηψης, ώστε οι δυο ασθενείς να μην συναντηθούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με την περιγραφή της ΜΚ2, ο κατηγορούμενος πλησίασε το κρεβάτι της και αφού την ενημέρωσε για τα αποτελέσματα, άρπαξε ξαφνικά το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια και τη φίλησε στο στόμα. Έπειτα έφυγε για λίγο κι επέστρεψε και τη φίλησε με τον ίδιο τρόπο ακόμα δυο φορές. Ήταν πολύ βιαστικός και μάλιστα κοίταξε από την κουρτίνα, με βλέμμα απόγνωσης, όπως η ΜΚ2 ανέφερε. Επομένως, εάν η κουρτίνα μπροστά από το κρεβάτι της ΜΚ2 ήταν τη δεδομένη στιγμή κλειστή ή σχεδόν κλειστή, αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν οι νοσηλεύτριες ή η ΜΥ4 μπαινόβγαιναν στο χώρο, αυτές δεν θα ήταν σε θέση να δουν τί συνέβη μεταξύ του κατηγορουμένου και της ΜΚ2, ειδικότερα εάν ήταν απασχολημένες με κάποια άλλη εργασία και δεν είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο κρεβάτι της ΜΚ2 και στον κατηγορούμενο.

 

          Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο περιστατικό, κατά το οποίο η ΜΚ2 καθόταν σε μια καρέκλα, περιμένοντας να της δοθεί εξιτήριο. Στο κρεβάτι μπροστά της, μάλλον βρισκόταν εκείνη την ώρα η ΜΥ3, όμως πολύ πιθανόν η ΜΚ2 να μην την είδε, γιατί η κουρτίνα ήταν κλειστή. Σε ότι αφορά τη ΜΥ3, αυτή βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι και προσπαθούσε να συνέλθει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΥ4, η κουρτίνα μπροστά από τα κρεβάτι του ασθενή που μόλις έχει τελειώσει από την ενδοσκόπηση, κλείνει όταν ο προηγούμενος ασθενής αποχωρεί, ώστε οι δυο ασθενείς που βρίσκονται ταυτόχρονα στο χώρο ανάνηψης να μην έρθουν σε επαφή μεταξύ τους. Σε ότι αφορά τις δυο νοσηλεύτριες, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ2 η μια βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο χώρο του ενδοσκοπικού, όπου προφανώς βρισκόταν και η ΜΥ4. Σε ότι αφορά την άλλη νοσηλεύτρια, αυτή ενδεχομένως να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή έξω από το χώρο ανάνηψης, έστω για σύντομο χρονικό διάστημα.

 

          Προφανώς και κατά τη διάρκεια των επίδικων περιστατικών υπήρχε η πιθανότητα κάποιο πρόσωπο να δει τον κατηγορούμενο. Ο χώρος δεν είναι απομονωμένος και οι δυο νοσηλεύτριες μπαινόβγαιναν σε αυτόν. Οπτική επαφή με το χώρο είχε και η ΜΥ4, η οποία βρισκόταν εντός του χώρου του ενδοσκοπικού, αλλά έβλεπε τους ασθενείς στο χώρο ανάνηψης, για να βεβαιώνεται ότι αυτοί ήταν καλά.

 

          Αδικήματα όμως όπως τα επίδικα, δεν διαπράττονται συνήθως με ψυχρή λογική, αλλά σε χρόνο που ο δράστης κυριεύεται από ασυγκράτητη ορμή και  πάθος. Ο νους του θολώνει και η λογική του υποχωρεί.  Δεν αποκλείεται λοιπόν τα αδικήματα αυτά να διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο ως περιέγραψε η ΜΚ2, παρά τον κίνδυνο αυτά να γίνονταν αντιληπτά από τρίτα πρόσωπα. Άλλωστε οι κινήσεις του κατηγορουμένου ήταν βιαστικές. Τα πρώτα τρία φιλιά δόθηκαν ενώ γύρω από το κρεβάτι της ΜΚ2 υπήρχε κουρτίνα. Το τέταρτο φιλί δόθηκε πολύ βιαστικά, ενώ στο χώρο, τη δεδομένη στιγμή, δεν βρισκόταν κάποιο πρόσωπο  δίπλα από τον κατηγορούμενο και τη ΜΚ2.

 

          Σε ότι αφορά τη θέση της ΜΚ2 ότι κανένα άλλο πρόσωπο δεν βρισκόταν στο χώρο ανάνηψης, καθ’ ον χρόνο η ίδια βρισκόταν εκεί, αυτός αποδίδεται σε εσφαλμένη αντίληψή της και όχι σε ψεύδος. Συγκεκριμένα, η ΜΚ2 ανέφερε ότι όταν ξύπνησε στο εξεταστικό κρεβάτι, στο χώρο ανάνηψης, είδε την πλάτη του κατηγορουμένου δίπλα της και του μίλησε. Δεξιά και αριστερά του κρεβατιού της υπήρχαν κουρτίνες κλειστές. Επομένως, δεν ήταν σε θέση εκείνη τη στιγμή η ΜΚ2 να γνωρίζει εάν πίσω από τις κουρτίνες, βρισκόταν άλλος ασθενής. Επίσης, η ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν είδε τη νοσοκόμα και υπέθεσε ότι κανείς δεν βρισκόταν στο χώρο εκτός από τον κατηγορούμενο.

 

          Κατά το τρίτο περιστατικό (τέταρτο φιλί), η ΜΚ2 δεν είδε κάποιον ασθενή μπροστά της, προφανώς επειδή η κουρτίνα μπροστά από το κρεβάτι της ΜΥ3 ήταν κλειστή. Δίπλα από τον κατηγορούμενο δεν βρισκόταν κανένας, όταν αυτός φίλησε τη ΜΚ2 στο στόμα για τέταρτη και τελευταία φορά.

 

          Πέραν της θετικής εντύπωσης που αποκόμισα αναφορικά με τη ΜΚ2, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει, εν προκειμένω, μαρτυρία που ενισχύει τη μαρτυρία της, εφόσον τα μηνύματα που αυτή απέστειλε στη ΜΚ3, σε ελάχιστο χρόνο μετά το πρώτο και έπειτα μετά το δεύτερο και τρίτο φιλί που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, αποτελούν, κατά την κρίση μου, πρώτο παράπονο, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου και συνιστά κλασική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας.

         

          Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο:

 

«Κάθε Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δικάζεται πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκηµα, δύναται να δεκτεί ως απόδειξη, εκ µέρους της κατηγορίας, τις λεπτοµέρειες οποιουδήποτε παραπόνου ή οποιασδήποτε δήλωσης που αφορά το ποινικό αδίκηµα που γίνεται από το πρόσωπο επί του οποίου διαπράχτηκε αυτό ή από το πρόσωπο που έχει την ευθύνη οποιασδήποτε περιουσίας κατά της οποίας διαπράχτηκε το ποινικό αδίκηµα και το οποίο ήταν παρόν όταν διαπράχτηκε το ποινικό αδίκηµα:

Νοείται ότι οι λεπτοµέρειες οποιουδήποτε τέτοιου παραπόνου ή δήλωσης δεν είναι δεκτές, όταν προσάγονται εκ µέρους της κατηγορίας, εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ενώπιον το οποίου δικάζεται o κατηγορούμενος, ότι το παράπονο ή δήλωση έγινε, αφού λήφθηκαν υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, αµέσως µετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήµατος, και προς το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο ή τα πρώτα πρόσωπα προς τα οποία το πρόσωπο το οποίο προέβηκε στο παράπονο ή τη δήλωση, µίλησε µετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήµατος, ή προς το πρόσωπο προς το οποίο ή προς τα πρόσωπα προς τα οποία το Δικαστήριο φρονεί ότι ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο ή δήλωση σε σχέση µε το ποινικό αδίκηµα».

 

          Σύμφωνα με σχετική νομολογία, ως αναλύεται στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδη και Σάντη ανωτέρω (σελίδες 515 – 522), το πρώτο παράπονο για σκοπούς του άρθρου 10 περί Απόδειξης Νόμου πρέπει να γίνεται:

i)   Με χρονική αμεσότητα και να διακρίνεται από αυθορμητισμό∙

ii)  Προς πρόσωπο προς το οποίο ήταν φυσικό να γίνει.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, η ΜΚ2 εντελώς αυθόρμητα και με την πρώτη ευκαιρία ενημέρωσε τη σύντροφό της, μέσω τηλεφωνικών μηνυμάτων, ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει στο στόμα.

 

          Σε ότι αφορά τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, όπως αυτή υποβλήθηκε στη ΜΚ3 κατά την αντεξέταση ότι από τα εν λόγω μηνύματα, δεν φαίνεται ότι η ΜΚ2 δεν είχε συγκατατεθεί στα φιλιά που υποτίθεται της έδωσε ο κατηγορούμενος, αποτελεί κρίση μου ότι εάν η ΜΚ2 είχε συγκατατεθεί στα εν λόγω φιλιά, ή είχε φιλήσει η ίδια τον κατηγορούμενο, ως αυτός υποστήριξε, τότε δεν θα αναμένετο να ενημερώσει τη σύντροφό της περί αυτού.

 

          Σε ότι αφορά τη θέση της Υπεράσπισης ότι από το περιεχόμενο των μηνυμάτων – Τεκμήριο 3 δεν φαίνεται η ΜΚ2 να ήταν ταραγμένη ή σοκαρισμένη, κατά χρόνο που έγραφε τα εν λόγω μηνύματα, δεν είναι δυνατόν, κατά την κρίση μου, να εξαχθεί το οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς τη συναισθηματική κατάσταση της ΜΚ2 τη δεδομένη στιγμή, αποκλειστικά από το περιεχόμενο αυτών των μηνυμάτων. Ως έχει αναγνωριστεί από τη σχετική νομολογία, ο κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά σε τέτοιου είδους περιστατικά. Δεν υπάρχει κάποια αναμενόμενη αντίδραση. Τονίζεται ότι κατά την αποστολή των μηνυμάτων που καταγράφονται στο Τεκμήριο 3, με τα οποία η ΜΚ2 πληροφόρησε τη ΜΚ3 ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει, η ΜΚ2 βρισκόταν στο εξεταστικό κρεβάτι και προσπαθούσε ακόμη να συνέλθει από τα φάρμακα που της είχαν δοθεί κατά την κολονοσκόπηση. Προφανώς η ΜΚ2 αιφνιδιάστηκε από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος ήταν ο γιατρός της, αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας, τον οποίο σεβόταν και εμπιστευόταν πλήρως, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι επομένως πολύ πιθανόν, με βάση την ανθρώπινη εμπειρία, η ΜΚ2 να μην συνειδητοποίησε αμέσως το αρνητικό αντίκτυπο των πράξεων του κατηγορουμένου και να μην αισθάνθηκε αμέσως όλα τα αρνητικά συναισθήματα τα οποία της προκάλεσαν οι πράξεις αυτές. Σε ότι αφορά το πρώτο της μήνυμα, με το οποίο η ΜΚ2 ενημέρωσε τη ΜΚ3 ότι ο γιατρός ήταν ερωτευμένος μαζί της επειδή τη ξαναφίλησε στο στόμα, αυτό καταδεικνύει ότι η ίδια είχε ξαφνιαστεί και ότι προσπάθησε να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Το ρήμα ‘ξαναφίλησε’, παραπέμπει στο προηγούμενο περιστατικό, το οποίο είχε συμβεί στο γραφείο του κατηγορουμένου, το οποίο είχε συζητηθεί μεταξύ ΜΚ2 και ΜΚ3 και κατά το οποίο η ΜΚ2 ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος προσπάθησε να τη φιλήσει στο στόμα, αλλά αυτή αποτραβήχθηκε και τελικά τη φίλησε σε κάποιο σημείο δίπλα από το στόμα της. Το εν λόγω περιστατικό αποδόθηκε τελικά σε παρεξήγηση και η ΜΚ2 δεν έδωσε συνέχεια σε αυτό. Είναι για αυτό όμως το λόγο που η ΜΚ2 αναφέρει στο πρώτο της μήνυμα προς τη ΜΚ3 ότι ο κατηγορούμενος τη ξαναφίλησε.

 

          Επιπλέον, πέραν του σοκ που είχε προκαλέσει στη ΜΚ2 η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ταυτοχρόνως η ίδια αισθάνθηκε χαρά και ανακούφιση στο άκουσμα ότι η ίδια ήταν καλά και ότι η ασθένειά της ήταν σε ύφεση. Ήταν ως εκ τούτου λογικό να θέλει η ΜΚ2 να μοιραστεί τα καλά της νέα με τη σύντροφό της ΜΚ3, την οποία όμως ταυτόχρονα ενημέρωσε και για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου.

          Όμως, πέραν των πιο πάνω μηνυμάτων, θεωρώ ότι η ΜΚ2 προέβη σε άμεσο παράπονο για τα φιλιά του κατηγορουμένου στη ΜΚ3 και δια ζώσης, αμέσως μετά που αποχώρησαν μαζί από το νοσοκομείο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη ΜΚ3 όταν παρέλαβε τη ΜΚ2 από το νοσοκομείο με το αυτοκίνητό της, για να τη μεταφέρει στο σπίτι τους, η ΜΚ2, όντας αναστατωμένη, της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει στο στόμα τέσσερεις φορές. Η μαρτυρία αυτή της ΜΚ3 επίσης πληροί τα κριτήρια που θέτει ο νόμος, ώστε να θεωρηθεί πρώτο παράπονο ως ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της ΜΚ2. Σύμφωνα με το σύγγραμμα το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδη και Σάντη ανωτέρω (σελίδα 522): «το πρώτο παράπονο δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην πρώτη δήλωση που γίνεται στο πρώτο πρόσωπο που συναντά ο παραπονούμενος αλλά μπορεί να περιλάβει διαδοχικά παράπονα ή δηλώσεις που πληρούν τις πρόνοιες του σχετικού άρθρου».

 

          Εν πάση περιπτώσει, εάν όντως η ΜΚ2 ανέφερε ψευδώς στη ΜΚ3 ότι ο κατηγορούμενος την είχε φιλήσει, για να προκαλέσει την αντίδρασή της, δεν θα υπήρχε λόγος η ΜΚ2 να επαναλάβει το ίδιο ψέμα και στη μητέρα της, ΜΚ4, λίγη ώρα αργότερα την ίδια μέρα. Σημειώνεται ότι η ΜΚ4 εκτιμούσε και εμπιστευόταν τον κατηγορούμενο ο οποίος ήταν και δικός της γιατρός. Σοκαρίστηκε και αναστατώθηκε από τα όσα τα ανέφερε η ΜΚ2. Γιατί να θέλει η ΜΚ2 να αναστατώσει και να στενοχωρήσει τη μητέρα της, κατηγορώντας της ψευδώς τον οικογενειακό τους γιατρό με ένα ψέμα που εξιστόρησε στη σύντροφό της για να την κάνει να ζηλέψει;  Εάν όντως το επίδικο συμβάν ήταν επινόημα της ΜΚ2, αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρει στη ΜΚ3 ότι δεν ήθελε να το αποκαλύψει στη μητέρα της.

 

          Πέραν των ανωτέρω, εάν γινόταν δεκτή η θέση ότι η ΜΚ2 είπε ψέματα σε όλους, ως της υποβλήθηκε, ανεξήγητο θα παρέμενε το γεγονός ότι την επομένη του συμβάντος, ημέρα Σάββατο, η ΜΚ2 αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τη ψυχολόγο ΜΚ5 και να διευθετήσει ραντεβού. Επιπλέον, ανεξήγητο θα παρέμενε το γεγονός ότι κατά την πρώτη τους συνάντηση με τη ψυχολόγο, κατά την οποία η ΜΚ2 της περιέγραψε το συμβάν, αυτή έκλαιγε και επίσης το γεγονός ότι τις επόμενες μέρες, η ΜΚ2 παρουσίαζε κρίσεις πανικού και δυσκολία να κοιμηθεί, σε βαθμό που η ΜΚ5 την παρέπεμψε και σε ψυχίατρο. Αν όλα ήταν ένα ψέμα, ένα επινόημα της ΜΚ2 δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως λόγος η ΜΚ2 να επισκεφθεί ψυχολόγο και να προσποιηθεί σε αυτήν ότι είχε κρίσεις πανικού και δυσκολία στον ύπνο, ώστε να παραπεμφθεί έπειτα σε ψυχίατρο και να της δοθεί φαρμακευτική αγωγή για κάποιο διάστημα. Τονίζεται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ5, η ΜΚ2 δεν έπασχε από κάποια γενικευμένη αγχώδη διαταραχή και το άγχος που είχε βιώσει λόγω της ασθένειάς της, ήταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Η μαρτυρία της ΜΚ5 κρίνεται υποστηρικτική της μαρτυρίας της ΜΚ2 ως προς τη ψυχολογική της κατάσταση, τις επόμενες μέρες και μήνες μετά το συμβάν.

 

          Επιπλέον, θεωρώ ότι εάν η ΜΚ2 είχε κατασκευάσει την ιστορία της με σκοπό να προκαλέσει την αντίδραση της ΜΚ3, αυτή θα περιοριζόταν σε ένα μόνο περιστατικό για να είναι πιο πιστευτή και δεν υπήρχε λόγος να αναφερθεί σε τρία περιστατικά (πρώτο φιλί, έπειτα δεύτερο και τρίτο φιλί και τέλος τέταρτο φιλί).

 

          Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η ΜΚ2 κρίνεται αξιόπιστη και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή, υπό τις πιο πάνω διευκρινίσεις.

 

Μαρτυρία κατηγορούμενου:

 

          Ως διαφάνηκε κατά τη μαρτυρία του, ο κατηγορούμενος είναι άνθρωπος ευφυής και εύστροφος. Έδωσε λεπτομερείς απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και παρέμεινε σταθερός κατά τη μαρτυρία του. Εντοπίζεται κάποια αντίφαση μεταξύ της γραπτής του κατάθεσης (Τεκμήριο 2) και της προφορικής του μαρτυρίας, ως προς το χρόνο ο οποίος παρήλθε μεταξύ της ολοκλήρωσης της κολονοσκόπησης και της στιγμής που ο ίδιος προσέγγισε τη ΜΚ2 για να της εξηγήσει τα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, στην γραπτή του κατάθεση ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι επισκέφθηκε τη ΜΚ2 40 λεπτά μετά, ενώ κατά τη μαρτυρία του προκύπτει ότι την επισκέφθηκε περίπου δέκα λεπτά μετά. Σε σχετική υποβολή ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι το λάθος που εντοπίζεται στη γραπτή του κατάθεση, έγινε λόγω της έντασης υπό την οποία έδωσε την κατάθεση αυτή. Πράγματι φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος έδωσε την εν λόγω κατάθεση όντας υπό ένσταση, καθότι μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό την ίδια μέρα που ενημερώθηκε τηλεφωνικώς ως προς την καταγγελία που είχε υποβληθεί εναντίον του, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εργασίας του, χωρίς να συμβουλευτεί πρώτα κάποιο δικηγόρο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, είχε πληροφορηθεί, μέσω τηλεφώνου, από τον υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου ότι η καταγγελία εναντίον του αφορούσε τη Μάρθα, για κάποιο φιλί. Έχοντας αυτή την πληροφόρηση υπόψιν, φαίνεται να διέλαθε της προσοχής του κατηγορουμένου ότι κατά τη λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης, ο ΜΚ1 τον πληροφόρησε ότι είχε καταγγελθεί για τέσσερα φιλιά, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να περιοριστεί στην αναφορά του σε ένα μόνο φιλί, για το οποίο έδωσε τη δική του εκδοχή.

 

          Η εκδοχή του όμως ότι η ΜΚ2 καθώς ήταν ζαλισμένη και ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι, δέκα περίπου λεπτά μετά την κολονοσκόπηση, άρπαξε και τράβηξε το πρόσωπό του προς το μέρος της και τον φίλησε στο στόμα παρά τη θέλησή του, δεν συνάδει  με τη λογική. Τονίζεται ότι κατ’ εκείνο το χρόνο η ΜΚ2 ήταν ακόμη ζαλισμένη από τα αναισθητικά φάρμακα που της είχαν δοθεί. Δεν είχε ακόμη τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να φύγει.

 

          Θεωρώ ότι ο κατηγορούμενος, όντας υπό ένσταση, αποφάσισε να δώσει κατά την ανακριτική του κατάθεση μια διαφορετική εξήγηση αναφορικά με το φιλί για το οποίο, ως είχε πληροφορηθεί τηλεφωνικώς, τον κατήγγειλε η ΜΚ2. Δεδομένης της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει κριθεί αξιόπιστη, η θέση αυτή του κατηγορουμένου δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

 

Αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη

          Η αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής κατά την αντεξέταση, επιτράπηκε από το Δικαστήριο λόγω της αναφοράς του ίδιου κατά την ένορκη μαρτυρία του ότι δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα, καθότι κάτι  τέτοιο δεν είναι του χαρακτήρα του. Η αναφορά αυτή έδωσε το δικαίωμα στην Κατηγορούσα Αρχή να αμφισβητήσει τον καλό χαρακτήρα που προέβαλε ο κατηγορούμενος, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σε σχέση με κάποια προηγούμενη καταδίκη του για άσεμνη επίθεση εναντίον της γραμματέα του, για την οποία, σύμφωνα με την κυρία Θεοδότου, αυτός καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής του και του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο χρηματικό πρόστιμο. Παρενθετικά σημειώνεται ότι η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση στις εν λόγω ερωτήσεις, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είχε κατά το χρόνο της δίκης αποκατασταθεί και επομένως ήταν πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του η οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη καταδίκη.

 

          Κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, η ένσταση απορρίφθηκε και οι σχετικές ερωτήσεις επιτράπηκαν στη βάση της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου Ν.70/81, το οποίο ως έχει ερμηνευτεί από το παρόν Δικαστήριο, δεν απαγορεύει την υποβολή ερωτήσεων σε κατηγορούμενο πρόσωπο που καταθέτει ενόρκως, αναφορικά με προηγούμενες καταδίκες εν σχέση με τις οποίες έχει αποκατασταθεί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, οι πρόνοιες του άρθρου 4(1) του εν λόγω Νόμου, το οποίο απαγορεύει την υποβολή ερωτήσεων ή την προσκόμιση μαρτυρίας για καταδίκες οι οποίες έχουν εξαλειφθεί, δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε ποινικές δίκες.

 

          Προχωρώ επομένως να αξιολογήσω τη μαρτυρία που κατηγορουμένου σχετικώς με τις ερωτήσεις αυτές, έχοντας κατά νου ότι το ζήτημα άπτεται αποκλειστικά της αξιοπιστίας του. Στις εν λόγω ερωτήσεις, ως προς το κατά πόσον καταδικάστηκε στο παρελθόν για όμοιας φύσης αδίκημα, ο κατηγορούμενος απάντησε με υπεκφυγές, όντας φανερά ενοχλημένος από τις ερωτήσεις αυτές. Κατέστη εμφανές στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος δεν επιθυμούσε να αναφέρει το οτιδήποτε σχετικό στο Δικαστήριο ως προς την προηγούμενή του καταδίκη, επικαλούμενος το λευκό του ποινικό μητρώο και την προστασία που του παρέχει ο νόμος, ως ανέφερε. Δεν υπήρξε όμως από πλευράς του άρνησης του γεγονότος ότι καταδικάστηκε στο παρελθόν για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης. Συνεπώς το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος φαίνεται να είχε μια προηγούμενη καταδίκη για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, ασχέτως του ότι αυτή έχει εξαλειφθεί, καταρρίπτει τη θέση του ότι δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα αδικήματα που του καταλογίζονται, γιατί είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα.

 

          Οι λεπτομέρειες της εν λόγω καταδίκης, δεν έγιναν γνωστές στο Δικαστήριο, δεν έχουν όμως οποιαδήποτε σχετικότητα με τα επίδικα ζητήματα. Η υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με την προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου, επιτράπηκε αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς αμφισβήτησης από την Κατηγορούσα Αρχή του ισχυρισμού του ότι είναι πρόσωπο που λόγω του χαρακτήρα του δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα. Δεν σχετίζεται η μαρτυρία αυτή με το κατά πόσον ο κατηγορούμενος είναι ή όχι ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

          Συνεπώς έχοντας αξιολογήσει τις απαντήσεις που ο κατηγορούμενος έδωσε στις σχετικές υποβολές αναφορικά με την προηγούμενή του καταδίκη, δεν αποδέχομαι τη θέση την οποία ο ίδιος προέβαλε ότι λόγω του καλού του χαρακτήρα, θα ήταν απίθανο ή λιγότερο πιθανό να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα.

 

          Πέραν των ανωτέρω, αξιοσημείωτη είναι και η υπερπροσπάθεια του κατηγορουμένου καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του να διαψεύσει τις ΜΚ, 2, 3 και 4, εφ’ όλης της ύλης, ακόμη και για επουσιώδη, παρεμφερή ζητήματα, όπως το πόσα χρόνια τον γνωρίζει η ΜΚ4, ή πόσο καιρό πριν το επίδικο συμβάν τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του η ΜΚ3. Σε ότι αφορά τη ΜΚ2, ο κατηγορούμενος με σθένος υποστήριξε ότι αυτή ψευδώς ανέφερε ότι είχε σοβαρές εντερικές ενοχλήσεις και ότι είναι για αυτό το λόγο που υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι η ΜΚ2 δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε συμπτωματολογία και ότι η κολονοσκόπηση της έγινε για επανέλεγχο της νόσου και για σκοπούς πρόληψης, παραπέμποντας σχετικά στην έκθεση που ο ίδιος ετοίμασε – Τεκμήριο 7, καθώς και στα βιβλία μητρώου και εξιτηρίων που τηρούνται στο ενδοσκοπικό τμήμα του νοσοκομείου (βλ. Τεκμήρια 9 και 10). Όμως, κατά την αντεξέταση του υποδείχθηκαν και αυτός αναγνώρισε δικές του καταχωρίσεις στο σύστημα του ΓΕΣΥ σύμφωνα με τις οποίες, στις 25/8/20, τον επισκέφθηκε η ΜΚ2 και του ανέφερε «από 2μήνου μετεωρισμό και μαλακές κενώσεις. Συνεστήθη διερεύνηση με κολονοσκόπηση» (βλ. Τεκμήριο 13). Παρόλα αυτά, ο κατηγορούμενος επέμεινε ότι η ΜΚ2 δεν είχε οποιαδήποτε συμπτωματολογία και ότι η κολονοσκόπηση διενεργήθηκε για προληπτικούς λόγους.

 

          Για όλους τους πιο πάνω λόγους, παρά το ότι το όλο παρουσιαστικό του κατηγορουμένου, ως μάρτυρα, οι έξυπνες απαντήσεις του και η ευφράδεια λόγου που τον χαρακτηρίζει, δημιουργούν ευμενή εντύπωση σε κάποιο τρίτο παρατηρητή όταν αυτός δεν έχει κατά νου το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει γίνει αποδεκτή, εντούτοις, καταλήγω ότι ο κατηγορούμενος δεν είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια σε ότι αφορά τα επίδικα αδικήματα. Κρίνεται αναξιόπιστος και η μαρτυρία του απορρίπτεται ως σύνολο.

 

Ισχυρισμός για μη δίκαιη δίκη λόγω ανεπαρκούς διερεύνησης από πλευράς του ανακριτή

 

          Προτού προβώ σε οποιαδήποτε ευρήματα στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της μαρτυρίας, κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω κατά προτεραιότητα τη θέση της Υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν έτυχε δίκαιης δίκης, λόγω παραλείψεων της Αστυνομίας να διερευνήσει αντικειμενικά και αμερόληπτα την καταγγελία της ΜΚ2, αλλά και λόγω της άδικης μεταχείρισής του από την Κατηγορούσα Αρχή. Προς επίρρωση της θέσης του ο κύριος Κληρίδης παρέπεμψε σε σχετική νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Κάππελος v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 241 και Νικολάου v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ.23/13 ημερομηνίας 22.5.14.   

 

          Σύμφωνα με τη Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας ποιν. Εφ.176/2018, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η όποια παράλειψη από πλευράς ανακριτών κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης «δημιουργεί έστω και δυνητικά κίνδυνο άδικης ετυμηγορίας ή αφήνει κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης τους κατηγορούσας αρχής».

 

          Περαιτέρω στην Ορέστης Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποιν Εφ. 12/2015 αναφέρθηκε ότι:

«Σε περίπτωση ελαττωματικής ανακριτικής διαδικασίας το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογεί τη μαρτυρία με καχυποψία και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση της αλήθειας.»

 

          Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις θέσεις της Υπεράσπισης όπως αυτές καταγράφονται με επιμέλεια  στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου, καταλήγω για τους λόγους που εξηγούνται κατωτέρω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξαν παραλείψεις από πλευράς του ανακριτή οι οποίες να επηρέασαν δυσμενώς το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προετοιμασία της υπεράσπισής του ή γενικότερα το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. Ούτε υπήρξε κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε παράλειψη κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας, η οποία να δημιούργησε κενό στην όλη υπόθεση ή εμπόδιο στη διαδικασία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα.

 

          Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά το γεγονός ότι δεν έγινε επιτόπου επίσκεψη του ΜΚ1 στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, ούτε υπόδειξη σκηνής από τη ΜΚ2, ούτε και φωτογράφηση του εν λόγω χώρου, αυτό δεν προκάλεσε, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε αδικία στην Υπεράσπιση. Τόσο η ΜΚ2, όσο και ο κατηγορούμενος, αλλά και οι ΜΥ1, 2 και 4, περιέγραψαν με πάσα λεπτομέρεια το χώρο του ενδοσκοπικού τμήματος του Ιπποκράτειου νοσοκομείου. Στη βάση της διαρρύθμισης του εν λόγω χώρου, η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι δεν ήταν πρακτικά δυνατόν να διαπράχθηκαν εκεί τα επίδικα αδικήματα. Η εν λόγω εισήγηση εξετάστηκε ενδελεχώς, αλλά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, για λόγους που εξηγούνται ανωτέρω.

 

          Σε ότι αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη του ανακριτή να εξετάσει το κινητό της παραπονούμενης, σημειώνεται ότι κατά τη δίκη η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε τις αναφορές της ΜΚ2 και της ΜΚ3 ότι τα μηνύματα που καταγράφονται στο  Τεκμήριο 3 αποτελούν μηνύματα τα οποία αντάλλαξαν μεταξύ τους, μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, κατά το χρόνο που καταγράφεται σε αυτά. Ούτε τους υποβλήθηκε ότι είχε προηγηθεί ή ότι ακολούθησε των μηνυμάτων αυτών κάποια σχετική συζήτηση, την οποία όμως αυτές απέκρυψαν από την Αστυνομία. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανακριτής ΜΚ1 δεν είχε την εξουσία να διεξαγάγει έρευνα στο κινητό τηλέφωνο της ΜΚ2, ώστε να δει κατά πόσον λέχθηκε οτιδήποτε άλλο αμέσως πριν ή αμέσως μετά τα μηνύματα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 3, χωρίς τη συγκατάθεση αυτής, εφόσον η ΜΚ2 δεν ήταν ποτέ ύποπτη για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.

 

          Σε ότι αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη του ανακριτή να αναζητήσει κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης από την υποδοχή ή από την καφετέρια ή από τον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου, οι οποίες θα έδειχναν ενδεχομένως τις ενέργειες «όλων των εμπλεκομένων», σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε, κατά την ανακριτική του κατάθεση ότι η ΜΚ2 είχε μεταβεί στο ενδοσκοπικό τμήμα του Ιπποκράτειου νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση στις 28/8/20. Δεν αμφισβήτησε επίσης ο κατηγορούμενος ότι ο ίδιος μετέβη κάποια στιγμή στην καφετέρια του εν λόγω νοσοκομείου, όπου συνάντησε τη ΜΚ4, την οποία ενημέρωσε ως προς τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης της ΜΚ2. Επομένως, δεν προκύπτει, κατά την κρίση μου, ότι παρέμεινε οποιοδήποτε κενό στη μαρτυρία, λόγω παράλειψης του ανακριτή να αναζητήσει βίντεο από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης.

 

          Σχετικώς με τη θέση της Υπεράσπισης ότι ο ΜΚ1 δεν έλαβε καταθέσεις από τη γραμματέα του γιατρού, από άτομα ασφαλείας του νοσοκομείου σε σχέση με τα μέτρα προστασίας εναντίον της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και τη γενική λειτουργία του νοσοκομείου, ούτε από ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ενδοσκοπήσεις πριν και μετά την παραπονούμενη ή από τη ψυχίατρο που η παραπονούμενη υποτίθεται ότι επισκέφθηκε, σημειώνεται ότι ούτε αυτές οι κατ’ ισχυρισμό παραλείψεις δημιούργησαν, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε αδικία εις βάρος του κατηγορουμένου, ούτε και εξηγήθηκε από την υπεράσπιση με ποιο ακριβώς τρόπο οι πιο πάνω παραλείψεις δημιούργησαν κενό στην υπόθεση εις βάρος του κατηγορουμένου.

 

          Σε ότι αφορά το παράπονο του κατηγορουμένου ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ανάκρισής του, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη γραπτή επίστηση στην αρχή της εν λόγω κατάθεσης, προκύπτει ότι ο ΜΚ1 πληροφόρησε επαρκώς, κατά την κρίση μου, τον κατηγορούμενο ως προς την καταγγελία που είχε υποβάλει η ΜΚ2 εναντίον του και συγκεκριμένα ότι αυτός την είχε φιλήσει στο στόμα τέσσερεις φορές.

 

          Δεν είχε, θεωρώ, την υποχρέωση ο ΜΚ1 να αναφέρει επακριβώς στον κατηγορούμενο τί είχε ισχυριστεί η ΜΚ2 στη γραπτή της κατάθεση, ούτε να τον πληροφορήσει ότι υπήρχαν γραπτά μηνύματα που είχε ανταλλάξει η ΜΚ2 με τη ΜΚ3. Άλλωστε, τα μηνύματα αυτά παραδόθηκαν στην Αστυνομία μια μέρα μετά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου δηλαδή στις 2/9/20. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί, θεωρώ, έργο του ανακριτή να αποκαλύπτει στον ύποπτο κατά την ανάκριση, το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που υπάρχει εναντίον του.

 

Συμπεριφορά Κατηγορούσας Αρχής:

 

          Πέραν των ανωτέρω, αποτελεί θέση της Υπεράσπισης ότι έγιναν, κατά τη δίκη, υποβολές στους μάρτυρες υπεράσπισης από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς κανένα υπόβαθρο ή στοιχεία και ότι η Κατηγορούσα Αρχή, μέσω των υποβολών της κυρίας Θεοδότου, παρουσίασε μια εκδοχή διαφορετική από αυτή που παρουσίασε η ΜΚ2.

 

          Σε ότι αφορά τη θέση αυτή, υπενθυμίζεται ότι υποβολές στερούμενες πραγματικού υποβάθρου, δεν ισοδυναμούν με μαρτυρία και παραμένουν μετέωρες, χωρίς καμία αποδεικτική αξία. Παραδείγματος χάριν η υποβολή της κυρίας Θεοδότου προς τις νοσηλεύτριες  ΜΥ 1 και 2 ότι είχαν εντολή από τον κατηγορούμενο να φεύγουν από το χώρο ανάνηψης, όταν αυτός ήταν παρών, ή η υποβολή προς το ΜΥ6 ότι ο κατηγορούμενος είχε εκδιωχθεί από το Ιπποκράτειο νοσοκομείο για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την προηγούμενή του καταδίκη, ουδόλως λήφθηκαν υπόψιν κατά την αξιολόγηση της  μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, ούτε και έγιναν δεκτές, ελλείψει σχετικής μαρτυρίας.

 

          Η  θέση της Υπεράσπισης ότι έγιναν υποβολές που έχουν πλήξει την αξιοπιστία της ίδιας της ΜΚ2, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Πρόκειται για κάποιες ατυχείς υποβολές από πλευράς της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, οι οποίες όμως δεν έχουν πλήξει την αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα είτε κατηγορίας, είτε υπεράσπισης. Παρέμειναν απλώς υποβολές, χωρίς υπόβαθρο και συνεπώς χωρίς καμία αποδεικτική αξία.

 

          Εν πάση περιπτώσει, κατά τη μακρά αντεξέταση του κατηγορουμένου, εκτός από συγκεκριμένες υποβολές, οι οποίες δεν έχουν έρεισμα στη μαρτυρία, υποβλήθηκαν στον κατηγορούμενο όλες οι θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής, στη βάση της μαρτυρία που έχει προσκομιστεί και επομένως αυτός είχε την ευκαιρία να δώσει τις δικές του απαντήσεις κατά την ένορκη μαρτυρία του.

 

          Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος δεν έτυχε δίκαιης αντιμετώπισης από την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία ενήργησε ως καταδιωκτική αρχή, σημειώνεται ότι δεν έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο η πρόκληση οποιασδήποτε αδικίας στην Υπεράσπιση, λόγω της στάσης της Κατηγορούσας Αρχής. Συγκεκριμένα, δεν φαίνεται να υπήρξε, εν προκειμένω, οποιοσδήποτε μάρτυρας, ο οποίος να μπορούσε ενδεχομένως να καταθέσει επί κάποιας ουσιώδους πτυχής της υπόθεσης, ο οποίος να μην κατέθεσε στο Δικαστήριο, είτε ως μάρτυρας κατηγορίας, είτε ως μάρτυρας υπεράσπισης.

 

Ευρήματα:

 

          Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, προχωρώ σε ευρήματα ως η μαρτυρία η οποία έχει γίνει αποδεκτή και αναλυτικά καταγράφεται ανωτέρω. Ειδικότερα αλλά όχι εξαντλητικά, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

          Στις 28/8/20 περί ώρα 11:25, η ΜΚ2 υποβλήθηκε σε προγραμματισμένη κολονοσκόπηση στο xxxxxx νοσοκομείο την οποία διενήργησε ο κατηγορούμενος, ιατρός με ειδικότητα γαστρεντερολόγου.

 

          Ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε τη ΜΚ2 από το 2018, καθότι αυτή είχε διαγνωστεί από τον ίδιο με τη νόσο του κρον. Εκτός από τη ΜΚ2, ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε και τη μητέρα της, ΜΚ4, η οποία επίσης αντιμετώπιζε κάποιο εντερικό πρόβλημα.

 

          Εκείνη τη μέρα η ΜΚ2 εισήλθε μόνη της στο χώρο υποδοχής του νοσοκομείου, όπου την παρέλαβε μια νοσηλεύτρια, η ΜΥ1 και την οδήγησε στο ενδοσκοπικό τμήμα, στο υπόγειο. Εκεί η ΜΚ2 εισήλθε σε ένα δωμάτιο που περιγράφεται ως χώρος ανάνηψης, στον οποίο βρίσκονταν δυο κρεβάτια ασθενών. Δίπλα από το ένα κρεβάτι υπήρχε μια καρέκλα και εκεί η ΜΚ2 έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε ρόμπα και παντόφλες του νοσοκομείου που της δόθηκαν από τη ΜΥ1. Γύρω από τα κρεβάτια στο χώρο ανάνηψης, υπήρχαν κουρτίνες, οι οποίες έκλειναν όποτε οι ασθενείς άλλαζαν τα ρούχα τους. Ακολούθως, μετά πάροδο κάποιων λεπτών, η ΜΚ2 εισήλθε περπατητή με τη συνοδεία της ΜΥ1 εντός του χώρου του ενδοσκοπικού, ο οποίος χωρίζεται από το χώρο ανάνηψης με μια εσωτερική πόρτα. Εντός του χώρου του ενδοσκοπικού, βρισκόταν ο κατηγορούμενος, η αναισθησιολόγος ΜΥ4 και η νοσηλεύτρια ΜΥ2. Εντός του εν λόγω χώρου, η ΜΚ2 ξάπλωσε σε εξεταστικό κρεβάτι κι έπειτα της χορηγήθηκαν από τη ΜΥ4 αναισθητικά φάρμακα (μέθη) και η ΜΚ2 αποκοιμήθηκε και παρέμεινε κοιμισμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της κολονοσκόπησης. Ακολούθως, η ΜΚ2 μεταφέρθηκε, ως ήταν ξαπλωμένη, στο εξεταστικό κρεβάτι, πίσω στο δωμάτιο ανάνηψης, όπου τοποθετήθηκε στον ίδιο χώρο όπου προηγουμένως είχε βγάλει τα ρούχα της και παρέμεινε εκεί μέχρι να συνέλθει.

 

          Κάποια στιγμή, όταν η ΜΚ2 άρχισε να συνέρχεται στον εν λόγω χώρο, είδε μπροστά της τον κατηγορούμενο και τον ρώτησε για τα αποτελέσματα της κολονοσκόπησης. Αυτός την ενημέρωσε ότι όλα ήταν καλά. Η ΜΚ2 δεν είδε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να βρίσκεται κοντά στον κατηγορούμενο εκείνη την ώρα. Δεξιά και αριστερά της υπήρχαν κουρτίνες κλειστές. Μετά την εν λόγω ενημέρωση, ξαφνικά και απρόκλητα ο κατηγορούμενος άρπαξε το πρόσωπο της ΜΚ2, ενώ αυτή ήταν ακόμη ξαπλωμένη στο εξεταστικό κρεβάτι και τη φίλησε στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η ΜΚ2 τον ρώτησε τότε τί έκανε και του είπε να φύγει και ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από το κρεβάτι της. Εκείνη τη στιγμή, η ΜΚ2 αναζήτησε το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο εντόπισε δίπλα της και έστειλε μηνύματα στη σύντροφό της, ΜΚ3, περί ώρα 11:56 και 11:57, ως καταγράφονται ανωτέρω (Τεκμήριο 3).

 

          Μετά πάροδο μερικών λεπτών, ο κατηγορούμενος πλησίασε ξανά το κρεβάτι της ΜΚ2 και τη φίλησε για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Τότε η ΜΚ2 του είπε περίπου την εξής φράση: «Τί κάνεις; Θέλεις να γίνεις ο sugar daddy μου;» και ο κατηγορούμενος γέλασε και της απάντησε περίπου ως εξής: «Τί να κάνουμε που είσαι γεννημένη το 1997;». Έπειτα ο κατηγορούμενος φίλησε τη ΜΚ2 για τρίτη φορά με τον ίδιο τρόπο και έπειτα αποχώρησε. Τότε η ΜΚ2 έστειλε νέο μήνυμα στη σύντροφό της, ΜΚ3, περί ώρα 12:01, στο οποίο της ανέφερε ότι ο γιατρός την είχε μόλις ξαναφιλήσει και της είπε «είμαι πελλαμένος πάνω σου έπρεπε να ήσουν το 97».

 

          Μετά πάροδο μερικών λεπτών, η ΜΚ2 σηκώθηκε και φόρεσε τα ρούχα της, έχοντας σκοπό να φύγει. Φώναξε να δει αν υπήρχε κάποια νοσοκόμα στο μέρος, αλλά δεν πήρε απάντηση. Όταν σηκώθηκε και ήταν έτοιμη να φύγει, στο δωμάτιο μπήκε μια νοσοκόμα, η οποία της είπε ότι δεν μπορούσε να φύγει, καθότι έπρεπε να της βγάλει τη βαλβίδα από το χέρι και να περιμένει να τη δει ο γιατρός, για να της δοθεί ακολούθως εξιτήριο. Ως εκ τούτου η ΜΚ2 κάθισε σε μια καρέκλα, δίπλα από την είσοδο του χώρου του ενδοσκοπικού. Έπειτα στο χώρο αυτό εισήλθε ο κατηγορούμενος, ο οποίος κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα από την καρέκλα όπου καθόταν η ΜΚ2 και της εξήγησε ξανά τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Η ΜΚ2 δεν είδε κανένα άλλο πρόσωπο να βρίσκεται στο μέρος, κατά την εν λόγω συνομιλία. Έπειτα ο κατηγορούμενος σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά από τη ΜΚ2 και τη φίλησε ξανά στο στόμα, πολύ πιο βιαστικά αυτή τη φορά. Εκείνη τη στιγμή η ΜΚ2 τον έσπρωξε λίγο με τα χέρια της, αλλά αυτός ήταν πιο δυνατός. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος εισήλθε στο χώρο του ενδοσκοπικού και εμφανίστηκε η ΜΥ2, η οποία έδωσε στη ΜΚ2 εξιτήριο και έπειτα αυτή αναχώρησε και ακολούθησαν τα όσα περιέγραψε στη μαρτυρία της και καταγράφονται αναλυτικά ανωτέρω.

 

Νομική  Πτυχή:

 

          Σε ότι αφορά την υπαγωγή των γεγονότων στη νομική πτυχή της υπόθεσης ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης, η υπόθεση δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε δυσκολία.

 

          Παραπέμπω σχετικώς στην πολύ πρόσφατη απόφαση του επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ.9362/21, από την οποία παραθέτω και υιοθετώ την κάτωθι περικοπή:

 

«Η κατηγορία που αντιµετωπίζει ο κατηγορούµενος εδράζεται στο άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, το οποίο προνοεί:

 

«Όποιος παράνοµα και άσεµνα επιτίθεται εναντίον γυναίκας, είναι ένοχος κακουργήµατος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.»

 

Το άρθρο 151 του ΚΕΦ. 154, µοιάζει στο λεκτικό µε το άρθρο 14(1) του Sexual Offences Act 1956. Για στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της άσεµνης επίθεσης, όπως προκύπτει µέσα από το λεκτικό της πιο πάνω νοµοθετικής διάταξης αλλά και όπως αποφασίσθηκε στην υπόθεση R. v. Court (1989) A.C. 28, η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει:

(α) ότι ο κατηγορούµενος επί σκοπώ επιτέθηκε στο θύµα

(β) ότι η επίθεση ή η επίθεση µε τις συνακόλουθες περιστάσεις, µπορεί να θεωρηθεί στα µάτια των ορθώς σκεπτόµενων πολιτών ως άσεµνη και

(γ) ότι υπάρχει πρόθεση διάπραξης τέτοιου αδικήµατος.

 

Η έννοια της άσεµνης επίθεσης διευκρινίστηκε στην υπόθεση Faulkner v. Talbot [1981] WLR 1528:

 

«An assault is any intentional touching of another person without the consent of the person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate.».

 

Σύµφωνα µε το σύγγραµµα Blackstone's Criminal Practice, 2002, σελ. 234, παρά. Β.3.84 είναι κοινή προϋπόθεση σε όλα τα αδικήµατα άσεµνης επίθεσης, η πράξη να ισοδυναµεί µε επίθεση, κάτι που προϋποθέτει χρήση βίας ή απειλή χρήσης βίας από τον κατηγορούµενο στο θύµα. Μια άσεµνη επίθεση ορίζεται ως επίθεση που γίνεται κάτω από άσεµνες περιστάσεις. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, το τεστ για την άσεµνη επίθεση είναι κυρίως αντικειµενικό. Αυτό σηµαίνει ότι η επίθεση ή οι περιστάσεις που τη συνοδεύουν, θα πρέπει να µπορούν να θεωρηθούν ως άσεµνες από ορθά σκεπτόµενους ανθρώπους. Θα πρέπει δηλαδή να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούµενος εσκεµµένα επιτέθηκε στο θύµα, εν γνώσει του άσεµνου των περιστάσεων ή απερίσκεπτα ως προς την ύπαρξή τους.

 

Ως προς το άσεµνο µιας ενέργειας, σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραµµα Rook & Ward on Sexual Offences, Criminal Law Library - No. 8, σελ. 4-8, παρ. 1.09-1.19. Στην υπόθεση R. v. Court (ανωτέρω), ο ∆ικαστής Ackner της Βουλής των Λόρδων, επικρότησε τη φράση που χρησιµοποίησε ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι το άσεµνο («indecent»), στην άσεµνη επίθεση, σηµαίνει προφανώς σεξουαλικό («overtly sexual»), όµως εισηγήθηκε ότι ο ορθότερος τρόπος αντιµετώπισης του θέµατος είναι το κατά πόσο, ο λογικά σκεπτόµενος πολίτης, θα θεωρούσε τη συµπεριφορά ως άσεµνη ή όχι.

 

Κατά τον Archobold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 40η έκδοση, σελ. 1280, παρ. 2634, επίθεση σηµαίνει την εκ προθέσεως και/ ή την απερίσκεπτη πράξη ενός προσώπου που δηµιουργεί σε κάποιον τρίτο την αντίληψη της άµεσης και παράνοµης βίας. Το κατά πόσο ή όχι υπάρχει επαφή θύτη και θύµατος είναι άσχετο αν καταδειχθεί ότι η ενέργεια του θύτη επέφερε την πιο πάνω αντίληψη στο θύµα. Στην περίπτωση επαφής του θύτη µε το θύµα, δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι η παράνοµη επαφή ήταν συγκεκριµένης δύναµης. Ακόµα και αµελητέας δύναµης επαφή, δυνατόν να εντάσσει την ενέργεια του θύτη εντός της πιο πάνω ερµηνείας, αν µε αυτή προκάλεσε στο θύµα την αντίληψη ότι κινδυνεύει µε άµεση εφαρµογή παράνοµης βίας εναντίον του.

 

Στην υπόθεση Fagan Metropolitan v. Police Commissioner (1968) 3 All E.R. 442, λέχθηκε ότι επίθεση µπορεί να διαπραχθεί ακόµη και µε την τοποθέτηση του χεριού σε άλλον. Στην υπόθεση R. v. Dungey (1864) 4 F. & F. 99, αποφασίστηκε ότι το φίληµα µε βία αποτελεί επίθεση. Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση R v Court (ανωτέρω), µε παραποµπή σε διάφορες αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων (R. v. Maurice Leeson 52 Cr. Αρρ. R. 185 και Goss and Goss (1990) 90 Cr. App. R. 400), ένα φιλί σε ένα κορίτσι, ενάντια στη θέληση του συνοδευόµενο µε εισηγήσεις συνουσίας ή συναφείς δραστηριότητες, αποτελεί άσεµνη επίθεση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που µια γυναίκα, και προφανώς και ένας άντρας, αγκαλιάζει και χαϊδεύει ένα νεαρό κορίτσι µε σκοπό την κοινή τους σεξουαλική ικανοποίηση, αν τούτα γίνονται χωρίς τη συγκατάθεση του κοριτσιού.

 

Στην δε υπόθεση R. v. Venna (1975) 3 L.R. 737, 743, αποφασίστηκε ότι το νοητικό στοιχείο της πρόθεσης αποδεικνύεται είτε µε άµεση µαρτυρία, είτε τεκµαίρεται από τις περιστάσεις και γεγονότα της υπόθεσης.

 

Φυσικά, στην περίπτωση που φανεί ότι το παραπονούµενο πρόσωπο συναινούσε και/ή συγκατατίθετο στις ενέργειες του φερόµενου δράστη, τότε δεν προκύπτει οποιαδήποτε ποινική ευθύνη του τελευταίου ( R. v. Lang (1975) Cr. L.R. 65, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου Ποινική Έφεση Αρ. 120/2013, ηµεροµηνίας 30.3.2015). Η συγκατάθεση σαφώς είναι παράγοντας που άρει την ποινική ευθύνη.

 

Το ζήτηµα της συναίνεσης θα πρέπει να εξετάζεται, αφενός µέσα από τη γενική αντίληψη περί της ικανότητας ενός προσώπου να συγκατατεθεί υπό την έννοια της ελεύθερης και ώριµης συναίνεσης και αφετέρου, µέσα από τις περιστάσεις του συγκεκριµένου ατόµου και των συγκεκριµένων γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (ανωτέρω)).

 

Ειδικότερα στην Ηροδότου αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά µε το ζήτηµα της συναίνεσης:

 

«Εν προκειµένω, οι ισχυρισµοί των παραπονουµένων δεν αναφέρονται σε αναµενόµενη άσκηση βίας, οπότε, όντως, η πρόκληση φόβου για τέτοιο ενδεχόµενο θα ήταν σχετική. Αναφέρονται σε άµεση σωµατική βία, υπό άσεµνες περιστάσεις. Όταν τέτοια βία ασκείται χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή έστω µε τη συγκατάθεσή του, η οποία όµως δεν µπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη κατά νόµο συναίνεση, τότε πρόκειται για άσεµνη επίθεση (βλ. R. V. McCormack [1969] 3 All ER 371). …

 

Συνεπώς, εσφαλµένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το φόβο ότι θα ασκηθεί άµεση και παράνοµη βία ως συστατικό στοιχείο, υπό τις περιστάσεις, του αδικήµατος.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο εξέλαβε τη συγκατάθεση των παραπονουµένων ως συναίνεση που εξουδετερώνει το παράνοµο της επίθεσης, χωρίς να εξετάσει κανένα άλλο παράγοντα και ιδίως χωρίς να λάβει καθόλου υπόψιν την ηλικία τους. Άλλωστε, το ζήτηµα αυτό εξετάστηκε πρόωρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ζητήµατα που αφορούν τη συναίνεση και την ικανότητα για συναίνεση, είναι ζητήµατα που στην Αγγλία αφήνονται να κριθούν στο τέλος ως ζητήµατα γεγονότων (H [2007] EWCA Crim 2056). Βέβαια στην Κύπρο στο σύστηµα είναι διαφορετικό, εφόσον ο Δικαστής είναι και κριτής των γεγονότων. Όµως, είναι στο τέλος που µπορούν να συνεκτιµηθούν πλήρως, ως ευρήµατα πλέον, όλοι οι σχετικοί παράγοντες…».

 

          Με βάση τα ευρήματά μου ανωτέρω, προκύπτει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος σε τέσσερεις διαφορετικές περιπτώσεις, φίλησε εκ προθέσεως τη ΜΚ2 στο στόμα, βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της, χωρίς τη θέληση ή τη συγκατάθεση αυτής. 

 

Κατάληξη:

 

          Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και συνεπώς ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

…………………..

               Α. Κάρνου Α.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο