ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ  

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Υπόθεση υπ’ αρ: 15066/20

Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας  

                                                                                                    Κατηγορούσα Αρχή

                                                              και

                                               Κυριάκου Παυλάττου   

Ημερομηνία: 30.1.24

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Θεοδότου

Για Κατηγορούμενο: κ. Α. Χατζησέργης   

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Σκιαγράφηση της Υπόθεσης

Τα γεγονότα που επεσυνέβησαν τον Ιούνιο του 2020, ήτοι η κατ΄ ισχυρισμό κλοπή διαφημιστικής πινακίδας αξίας €1500, περιουσίας του Νεοκλή Πιτσιλλίδη οδήγησαν στην καταχώρηση του παρόντος κατηγορητηρίου.  Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως αυτό τροποποιήθηκε.  

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τέσσερις  μάρτυρες οι οποίοι αντεξετάστηκαν δεόντως από τον συνήγορο υπεράσπισης. Ο Κατηγορούμενος, αφού κλήθηκε από το Δικαστήριο σε απολογία, έδωσε την δική του εκδοχή από το εδώλιο του μάρτυρα, καλώντας προς υπεράσπιση του ένα ακόμη πρόσωπο.

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας ο Αστυφύλακας 4220, Αντώνης Πουλλάρης (ΜΚ1). Ο μάρτυρας κατάθεσε ως Τεκμήρια 1 μέχρι 4 αντίστοιχα, την κατάθεσή του, ημερομηνίας 15.7.20, την κατάθεση του κατηγορούμενου, ημερομηνίας 5.7.2020, την γραπτή κατηγορία που πρόσαψε στον τελευταίο και το ημερολόγιο ενεργείας που ετοίμασε ο ίδιος, ημερ. 5.7.20.

Στη γραπτή του κατάθεση, ο ΜΚ1 αναφέρει ότι την 11.6.20 καταγγέλθηκε από τον παραπονούμενο, Νεοκλή Πιτσιλίδη ότι ο κατηγορούμενος έκλεψε τη διαφημιστική πινακίδα του καταστήματος του, που έφερε με τυπωμένα γράμματα πάνω, την επωνυμία της εταιρείας του, «Alter Ego». Έλαβε επίσης συμπληρωματική κατάθεση από τον παραπονούμενο την 28.6.20. Αντίστοιχα, καταθέσεις έλαβε από τις μάρτυρες κατηγορίας 3 και 4, Μυριάνθη Ιωαννίδου και Καίτη Χατζηπολυκάρπου. Η απάντηση που έδωσε ο κατηγορούμενος στην κατηγορία που του αποδόθηκε ήταν: «Η ταμπέλα ήταν εκτεθειμένη επί τέσσερις με πέντε μήνες στην είσοδο της πολυκατοικίας μου και ήδη είχε εμφανή σπασίματα, προτού την μεταφέρω καν».

Κατά την κυρίως εξέταση υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 1, αναγνωρίζοντας τον κατηγορούμενο παράλληλα, επί του εδωλίου. Ερωτηθείς κατά πόσο είδε ιδίοις όμμασι την επίμαχη πινακίδα, ο ΜΚ1 απάντησε ότι αυτήν είδε μόνο από φωτογραφία που του έδειξε ο παραπονούμενος από το κινητό του τηλέφωνο. Αντίγραφο της εν λόγω φωτογραφίας δεν έλαβε, ούτε ζήτησε όπως του σταλεί, ούτε τοποθέτησε εντός του ανακριτικού φακέλου. Ερωτηθείς αν προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο κατηγορούμενος, ο ΜΚ1 έκανε παραπομπή στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, (ημερολόγιο ενεργείας), όπου καταγράφεται ότι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον προηγούμενο ενοικιαστή του καταστήματος ο οποίος, δεν επιθυμούσε να δώσει την οποιαδήποτε κατάθεση.   

Αντεξετασθείς ρωτήθηκε αν γνωρίζει γιατί ο παραπονούμενος καθυστέρησε στην υποβολή γραπτού παραπόνου, με τον μάρτυρα να απαντά ότι ο πρώτος ισχυρίστηκε φόρτο εργασίας. Ερωτήθηκε επισταμένα από την Υπεράσπιση κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε προσπάθειες για εντοπισμό της εν λόγω πινακίδας με σκοπό πάντοτε την εξακρίβωση των θέσεων του κατηγορούμενου ότι, αυτή ήταν ιδιοκτησίας της συζύγου του, ως αυτήν τους παραχώρησε το 2003 ο προηγούμενος ενοικιαστής του καταστήματος και ότι ο ίδιος, δικαιωματικά μετακίνησε αυτήν, με τον μάρτυρα να περιορίζει την απάντηση του στα όσα καταγράφονται εντός του ανακριτικού φακέλου ως ενέργειες που έγιναν από μέρους του. Τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου ότι η εν λόγω πινακίδα ήταν αναρτημένη εκεί από το 2003, αποτελώντας πινακίδα που έφερε επί αυτής προηγουμένως το λογότυπο «Θέμα Γεύσης», δεν κατάφερε να διερευνήσει. Συμφώνησε ότι δεν υπέδειξε στον κατηγορούμενο τη φωτογραφία της πινακίδας (ως αυτήν του είχε υποδείξει ο παραπονούμενος) και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος από τους δύο, κατηγορούμενος ή παραπονούμενος έχει δίκαιο σε ότι αφορά τις ακριβείς διαστάσεις, χρώμα και φωτισμό που την αφορούν, ενόψει των διαφορετικών περιγραφών που έκαστος έδωσε σε σχέση με αυτήν.  

Σε σχέση με την αξία της πινακίδας, ανέφερε ότι η αναφορά του αυτή βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου στις αναφορές του παραπονούμενου, χωρίς να έχει δει οποιαδήποτε απόδειξη πληρωμής ή άλλο τιμολόγιο αναφορικά με την αξία της. Ερωτηθείς περαιτέρω «κατά πόσον έψαξε να βρει ποιού ήταν ιδιοκτησίας η εν λόγω ταμπέλα» ο μάρτυρας απάντησε:

«Δεν μπορούσα να βρω άλλα στοιχεία, για να βάλω στην υπόθεση. Ζήτησα από τον παραπονούμενο απόδειξη τζιαι είπε μου ότι εν που το 2016 τζιαι δεν την έχει».

Συμφώνησε ότι, η εν λόγω πινακίδα φαίνεται να ήταν τοποθετημένη στον πλαϊνό τοίχο του διαδρόμου που εφάπτεται της εισόδου της πολυκατοικίας και ότι την 15.6.20, ήτοι λίγες μέρες μετά τη φερόμενη κλοπή, ο κατηγορούμενος άφησε στο ίδιο σημείο μέρος της πινακίδας που είχε προηγουμένως απομακρύνει.  Ο ΜΚ1 ακόμη και μετά από αυτή την πληροφόρηση δεν επισκέφθηκε τον χώρο για να δει ίδίοις όμμασι την πινακίδα, κρίνοντας την εν λόγω ενέργεια  «μη αναγκαία». Συμφώνησε με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι, η πινακίδα ήταν τοποθετημένη στον πιο πάνω χώρο για αρκετό χρονικό διάστημα. Στη θέση του κ. Χατζησέργη ότι ο παραπονούμενος ουδέποτε ήταν ενοικιαστής του χώρου, αλλά τρίτα, νομικά πρόσωπα, ο μάρτυρας δήλωσε ότι, οι αναφορές του είναι βασισμένες σε «ό,τι του είπε ο παραπονούμενος».

ΜΚ2 ο παραπονούμενος. Στις καταθέσεις του (αρχική και συμπληρωματική), Τεκμήριο 5 αναφέρει εν συντομία, τα εξής. Ο ίδιος ενοικιάζει από την 3.6.13 κατάστημα που βρίσκεται στη Λεωφόρο ΧΧΧ ΧΧΧ στο οποίο πωλούνται καπνικά προϊόντα και φέρει την επωνυμία «Alter Ego». Ιδιοκτήτρια του καταστήματος η ΜΚ4, Μυριάνθη Ιωαννίδου, η οποία διαμένει στην οικία άνωθεν του καταστήματος μαζί με τον σύζυγό της, κατηγορούμενο.

  Τον Σεπτέμβρη του 2013 αγόρασε μια αλουμινένια ταμπέλα με μαύρο πλαίσιο και άσπρο ακρυλικό. Σε αυτήν αναγραφόταν η επωνυμία «Alter Ego» με πράσινα γράμματα, τα οποία φωτίζονταν με λάμπες τύπου «LED». Οι διαστάσεις της ταμπέλας ήταν 4χ2μέτρα και η αξία αγοράς της €2,700. Μπορεί δήλωσε, να αποδείξει την αγορά της.

Αποφάσισε το 2018, εν μέσω ανακαίνισης να αλλάξει την πιο πάνω πινακίδα, την οποία αφού αφαίρεσε, τοποθέτησε σε διπλανό χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, όπου και αυτή παρέμεινε μέχρι την επίδικη ημερομηνία. Την επίδικη ημέρα και περί ώρα 20:30 έλαβε τηλεφώνημα από τη γειτόνισσα, Καίτη Χατζηπολυκάρπου, η οποία ανάφερε ότι ο κατηγορούμενος μαζί με τον γιο του, έκλεβαν την ταμπέλα του, φορτώνοντας την πάνω σε ένα διπλοκάμπινο. Παρουσίασε στην Αστυνομία φωτογραφία που απεικονίζει την πινακίδα φορτωμένη επί κόκκινου διπλοκάμπινου οχήματος (Τεκμήριο 6), με αυτό να διασχίζει την Λεωφόρο ΧΧΧ.  Το εν λόγω όχημα ανήκει στον υιό του κατηγορούμενου, με τον οποίον προσπάθησε να επικοινωνήσει, όμως ο τελευταίος του έκλεισε το τηλέφωνο. Ενημερώθηκε στη πορεία ότι μαζί με τον κατηγορούμενο και τον υιό του, ήταν και ο γαμπρός του πρώτου.

Όταν προσήλθε στο μέρος η αστυνομία του ζήτησε όπως παραδώσει σχετική απόδειξη αγοράς. Σε επικοινωνία που είχε με την εταιρεία από την οποία αγόρασε αυτή, ενημερώθηκε ότι τέτοια απόδειξη δεν διατηρούσαν πλέον ούτε οι ίδιοι, λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου, όμως, τα περί αγοράς της από τον ίδιο μπορούσαν, εάν επιθυμούσε, να πιστοποιήσουν ενώπιον του ανακριτή. Στη συμπληρωματική του κατάθεση, επίσης, μέρος του Τεκμηρίου 5, αναφέρει ότι την 15.6.20 είδε στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, ακουμπημένο στον τοίχο, ένα μέρος της πινακίδας του. Στην ουσία, το κομμάτι που επιστράφηκε ήταν το μπροστινό μέρος (ακρυλικό) που έφερε πάνω την επωνυμία.

Κατά την κυρίως εξέταση του ο μάρτυρας ανέφερε ότι το επίδικο βράδυ έλαβε τηλεφώνημα από τη σύζυγο του κατηγορουμένου, η οποία του ανάφερε ότι «ο σύζυγός της μαζί με τον γιο της και τον γαμπρό της φόρτωναν την ταμπέλα πάνω στο αυτοκίνητο και την κλέβουν». Το σπίτι του κατηγορούμενου και της συζύγου του είναι πάνω ακριβώς από το κατάστημα. Της ζήτησε, αν μπορεί, να βρει τρόπο να τους καθυστερήσει μέχρις ότου μεταβεί και ο ίδιος στο χώρο. Η πιο πάνω κυρία του απέστειλε στο κινητό του τηλέφωνο σχετικές φωτογραφίες που αποτυπώνουν την επίμαχη στιγμή. Με τον κατηγορούμενο δεν είχε «ιδιαίτερες επαφές» γιατί τον άκουγε που φώναζε στη σύζυγο του στη γειτονία, γεγονός που τον οδήγησε όπως μην επιθυμεί την οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του. Παρουσίασε στο Δικαστήριο δέσμη φωτογραφιών, Τεκμήριο 6, τις οποίες εκτύπωσε από το κινητό του τηλέφωνο. Η πρώτη εκ των επτά συνολικά φωτογραφιών απεικονίζει την επίμαχη πινακίδα ως αυτή ήταν τοποθετημένη στο κατάστημα. Η εν λόγω φωτογραφία λήφθηκε από τον ίδιο το 2015. Η δεύτερη φωτογραφία λήφθηκε από τον ίδιο το 2017, όταν ανακαίνιζε το κατάστημα. Σε αυτήν, φαίνεται η τοποθέτηση νέας πινακίδας σε αντικατάσταση της προηγούμενης (επίμαχης), με την επίδικη (ως αυτήν υπέδειξε ο παραπονούμενος στο Δικαστήριο), να εντοπίζεται ακουμπημένη, στον πλαϊνό τοίχο της πολυκατοικίας. Οι λοιπές φωτογραφίες απεικονίζουν το όχημα του κατηγορούμενου και λοιπές αλλαγές στο κατάστημα. Η προτελευταία φωτογραφία απεικονίζει μια πινακίδα που φέρει την επωνυμία «Alter Ego», να είναι φορτωμένη επί του οχήματος του κατηγορούμενου το οποίο, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, εν κινήσει. Το άσπρο εξωτερικό μέρος της πινακίδας επί του οποίου αποτυπώνονται τα γράμματα βρήκε στο ίδιο σημείο που είχε τοποθετήσει την πινακίδα ολάκερη, το 2017 (Τεκμήριο 10), μετά από λίγες μέρες. Από αυτήν απουσίαζε ο μαύρος σκελετός και ο φωτισμός.

  Αντεξετασθείς ανάφερε ότι πέραν της παράδοσης των σχετικών ενοικίων στον κατηγορούμενο, δεν επιθυμούσε επαφές μαζί του γιατί τον άκουγε που έβριζε και φώναζε στη σύζυγο του. Οι σχέσεις τους «πάγωσαν» όταν ο παραπονούμενος τάχθηκε υπέρ της συζύγου του κατηγορούμενο σε καβγά που τους άκουσε ότι είχαν. Με την σύζυγο του κατηγορούμενου διατηρούν πολύ καλές σχέσεις. Το 2017  αγόρασε την επιχείρηση από την Δ. Πετρόπουλος & Σια ΕΕ μαζί με τον εξοπλισμό της και όλα τα συναφή που υπήρχαν στο κατάστημα, συμπεριλαμβανομένης και της πινακίδας. Υπέδειξε η υπεράσπιση στον μάρτυρα το Τεκμήριο 7 (ενοικιαστήριο έγγραφο 2013-2016), με τον τελευταίο να συμφωνεί τελικώς ότι, η ενοικίαση δεν έγινε προσωπικά από τον ίδιο αλλά από την Five Space Ltd (εφεξής η «Five Space») στην οποία εργαζόταν ως υπάλληλος. Συμφώνησε με τον κ. Χατζησέργη ότι ουδέποτε υπήρξε γραμματέας ή διευθυντής της Five Space σύμφωνα με το αρχείο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 8).

Στην θέση της υπεράσπισης ότι ουδέποτε ήταν ιδιοκτήτης της επίδικης πινακίδας ο ίδιος επέμενε ότι «αγόρασε αυτήν δυνάμει συμφωνίας που έκανε με τη Five Space Ltd», η οποία του μεταβίβασε όλο τον εξοπλισμό, αέρα, διαφημιστικά προϊόντα και εμπορεύματα που υπήρχαν στο κατάστημα. Η σχέση που υπήρχε με την «μητρική εταιρεία ήταν πάρα πολύ καλή και έτσι μπήκε μια γενική τιμή, χωρίς να υπάρξει κοστολόγηση προϊόντων», ανέφερε ο ΜΚ2. Μήτε απόδειξη από την Five Space Ltd  υπάρχει όμως, δήλωσε.

Η αδυναμία του μάρτυρα όπως παρουσιάσει είτε την αρχική απόδειξη πληρωμής ή αγοράς της πινακίδας το 2013[1] ή την συμφωνία αγοράς της από την Five Space ήταν εμφανής, ενώ, στην εύστοχη ερώτηση της υπεράσπισης «πώς είναι δυνατόν αν ήταν δική του (η πινακίδα) ως ισχυρίζεται, να την αγόρασε εκ νέου το 2017» ο ΜΚ2 δεν απάντησε. Στην ερώτηση γιατί δεν κατήγγειλε και τον υιό του κατηγορούμενου αφού ήταν μαζί με τον πρώτο όταν απομάκρυναν την πινακίδα, απάντησε ότι «δεν τον γνώριζε προσωπικά». Στην υποβολή ότι την καταγγελία την έκανε για αλλότριους σκοπούς, σε συμπαιγνία και καθ’ υπόδειξη της συζύγου του κατηγορουμένου ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Κατά την επανεξέταση, και αφού δόθηκε ενδιάμεση προς τούτο ημερομηνία, ο μάρτυρας παρουσίασε ως Τεκμήριο 14 ανυπόγραφη συμφωνία μεταξύ της εταιρείας Δ. Πετρόπουλος & Σια Ε.Ε. και  της Altervape Ltd προς υποστήριξη των θέσεων του περί αγοράς της επιχείρησης, καθώς και ηλεκτρονική αλληλογραφία που είχε ως θεματολογία τις ανακαινίσεις επί του καταστήματος (Τεκμήριο 13).

ΜΚ3 η κα. Χατζηπολυκάρπου, γειτόνισσα του κατηγορουμένου και θεία της συζύγου του. Μένει στο διπλανό από διαμέρισμα τα τελευταία 25 χρόνια. Αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της, Τεκμήριο 15. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της, την 8.6.20 και περί ώρα 20:30 είδε την ταμπέλα με την επωνυμία «Alter Egο» φορτωμένη πάνω σε ένα διπλοκάμπινο χρώματος κόκκινο να οδηγείται από τον κατηγορούμενο. Βλέποντας τα πιο πάνω, ειδοποίησε αμέσως τον παραπονούμενο και την σύζυγο του κατηγορούμενου. Κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε το περιεχόμενο των φωτογραφιών του Τεκμηρίου 6 περιλαμβανομένης της πινακίδας και του οχήματος του κατηγορούμενου. Η εν λόγω πινακίδα ανέφερε, ήταν τοποθετημένη στο πλάι του καταστήματος για αρκετό καιρό. Ερωτηθείσα να περιγράψει τις μεταξύ τους σχέσεις η μάρτυρας απάντησε ότι η σχέση της με την αδελφότεκνη της είναι καλή, ενώ με τον κατηγορούμενο «ούτε φιλικές ούτε εχθρικές». Λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ζευγάρι στο γάμο του, η ίδια προσπαθεί να κρατά μια απόσταση από τον κατηγορούμενο. Στη θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της είναι εμποτισμένη από αλλότρια κίνητρα απάντησε ότι, ήρθε να μαρτυρήσει για τα όσα είδε και όχι υπέρ ή εναντίον, κάποιου.

 

Τελευταία μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ4), η σύζυγος του κατηγορουμένου. Στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε Τεκμήριο 16, αναφέρει ότι αποτελεί ιδιοκτήτρια του καταστήματος και της κατοικίας που βρίσκεται άνωθεν αυτού στην Λεωφόρο ΧΧΧ ΧΧΧ. Το κατάστημα ενοικιάζεται από τον παραπονούμενο από το 2013. Εκείνο τον καιρό, αν θυμάται καλά, ο τελευταίος είχε αγοράσει και τοποθετήσει στην πρόσοψη του καταστήματος μια αλουμινένια ταμπέλα που έγραφε «Alter Ego». Το 2018 έκανε ανακαίνιση του καταστήματος, αφαιρώντας την επίδικη πινακίδα, την οποία τοποθέτησε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας σε σημείο που δεν ενοχλούσε κανένα. Την επίδικη ημέρα και περί τις 20:30 έλαβε σχετικό τηλεφώνημα από την ΜΚ3 η οποία της ανέφερε ότι ο σύζυγος της φορτώνει «κάτι» στο αυτοκίνητό του. Η ίδια βγήκε στο μπαλκόνι και είδε το σύζυγό της να φεύγει με μία ταμπέλα φορτωμένη στο διπλοκάμπινο όχημα του. Την πινακίδα αναγνώρισε ως την «παλιά ταμπέλα του Νεοκλή».

Κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε το περιεχόμενο των φωτογραφιών, Τεκμήριο 6, δηλώνοντας ότι ο παραπονούμενος ήταν υπάλληλος του «Ελλαδίτη». Το κατάστημα ενοικίασε στον παραπονούμενο το 2013. Της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 7 επί του οποίου αναγνώρισε την υπογραφή της, με δυσκολία. Δήλωσε ότι μέχρι και το 2017, τα συμβόλαια ετοίμαζε ο σύζυγος της εκ μέρους της με την ίδια απλά να υπογράφει ως ιδιοκτήτρια του καταστήματος, μη έχοντας ιδιαίτερη ανάμειξη σε ό,τι αφορούσε την ενοικίαση καθ’ αυτήν. Η πινακίδα που αφαιρέθηκε δήλωσε, ήταν του «Ελλαδίτη» η οποία όταν αφαιρέθηκε παρέμεινε στο πλάι της πολυκατοικίας για χρόνια. Η ίδια δήλωσε, ήταν το πρόσωπο που φωτογράφισε τον σύζυγο της να οδηγεί το μηχανοκίνητο όχημα επί του οποίου ήταν φορτωμένη η πινακίδα (μέρος του Τεκμηρίου 6), φωτογραφία την οποία απέστειλε στον παραπονούμενο.

Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την αντεξέταση της μάρτυρας τα οποία συνοψίζουν τις θέσεις της.[2]

«E.  Πώς είναι οι σχέσεις σας σήμερα με τον άντρα σας;

A.   Τώρα, εντάξει, εν καλή. 

E.    Οι σχέσεις σας τον Ιούνιο του 2020 πώς ήταν;

A.   Εντάξει, είχαμε κάτι διαφορές.

E.    Τι ήταν; Ήταν καλές ή ήταν κακές;

A.   Εντάξει, οι πολλά καλές, ένεν... 

…..

E.    Να το κάμουμε πιο απλά. Από το 1991 μέχρι το 2018 το κατάστημα αυτό ήταν υπό ενοικίαση σε διάφορους ενοικιαστές;

A.   Ναι, ναι, ναι.

E.    Συμφωνείς μαζί μου ότι όλες αυτές τις διαδικασίες των εγγράφων και τις συμφωνίες στην ουσία τις έκαμνε ο σύζυγός σου και εσύ απλώς υπόγραφες τα έγγραφα των ενοικιαστών ως ιδιοκτήτρια;

A.   Ναι, γιατί δεν ήξερα, επειδή ήμουν μικρή. Δεν ήξερα, τα διαχειρίζετουν. 

E.    Τον τζιαιρό που ενηλικιωθήκατε ποιος τα έκαμνε; Ποιος έκανε αυτές τις φόρμες;

A.   Πάλε ο Κούλλης.

E.    Πάλε ο άντρας σου. Ήξερες τις συνθήκες που ενοικίαζε τούτο το κατάστημα ο άντρας σου; Ποιος έμπαινε μέσα τζιαι ποιος έφκαινε;

A.   Ναι, τούτο ναι.

E.    Ήξερες τα;

A.   Ναι.

E.    Υπόγραφες εσύ μόνο απλά τα ενοικιαστήρια έγγραφα που σου έφερνε αναφορικά με το τι έκανε τις συμφωνίες αυτές;

A.   Ναι, υπόγραφα. 

E.    Συμφωνείς μαζί μου ότι ο άντρας σου σου έφερνε το ενοικιαστήριο έγγραφο που είναι το Τεκμήριο 7, αυτό που σας έδειξε προηγουμένως η συνάδελφος, έτσι;

A.   Ναι.

E.    Αυτό το έγγραφο συμφωνείς ότι εσύ απλά το υπόγραψες; Ήξερες οτιδήποτε άλλες διαδικασίες που έγιναν μέχρι να φτάσει στην υπογραφή του;

A.   Όχι.

Κα Θεοδότου: Να καθοριστεί τι εννοεί. 

Ο κος Χατζησέργης συνεχίζει:

E.    Για τον εξοπλισμό που είχε μέσα, την ταμπέλα που ήταν πάνω στο κατάστημα; Εσύ εγνώριζες αυτές τις λεπτομέρειες;

A.   Όχι, δεν γνώριζα.

E.    Δεν γνωρίζεις, μάλιστα. Κυρία μάρτυς, συμφωνείς μαζί μου ότι πάνω σε αυτό το κατάστημα υπάρχει μια ταμπέλα από παλιά, το 2003, που είχατε έναν ενοικιαστή μέσα, ο  οποίος είχε ψησταριά; 

A.   Ναι.

E.    Θυμάσαι το;

A.   Ναι.

E.    Αυτή η ψησταριά είχε μια ταμπέλα πάνω που έγραφε «Θέμα Γεύσεις». Θυμάσαι το;

A.   Ναι.

E.    Και είχε ταμπέλα;

A.   Μεγάλη, άσπρη, ναι. 

E.    Αυτή η ταμπέλα δεν την έβγαλε ο Νεοκλής και την έβαλε στο πλάι;

A.   Ναι, ναι. Ήταν πάνω τζιείνη. 

E.    Ήταν η ταμπέλα, η οποία ο Νεοκλής την έφκαλε τζιαι έβαλε την στην είσοδό σας;

A.   Ναι, ήταν πάνω τζιείνη. 

E.    Μιλούμε για την ίδια ταμπέλα;

A.   Την άσπρη που μέσα. Δεν ξέρω τώρα ήνταλως... 

E.    Στον σκελετό που ήταν πάνω στον τοίχο;

A.   Ναι, ναι, ναι. Για να μπει η άλλη πάνω στον τοίχο.

……

Ε. Συμφωνείς μαζί μου ότι το 2013 που υπογράφηκε αυτό το έγγραφο που είναι το Τεκμήριο 7, το είχατε ενοικιάσει σε μια εταιρεία που λέγεται Five Space LTD; Αυτό που γράφει πάνω ως ενοικιαστής ήταν μια εταιρεία που ανήκε σε άλλα πρόσωπα, όχι στον Νεοκλή, έτσι δεν είναι;

A.   Ναι, ναι, ναι. 

E.    Εσείς είπατε ότι υπογράψατε μαζί με τον Νεοκλή ενοικιαστήριο το 2018 που δεν έχεις κοντά σου;

A.   Όχι, δεν το έχω.

E.    Μάλιστα. Ούτε ξέρεις αν εν πάνω στον Νεοκλή που το ενοικίασες, ούτε πάνω σε οποιανδήποτε εταιρεία του Νεοκλή φαντάζομαι, έτσι;

A.   Όχι.

E.    Μάλιστα. Κυρία μάρτυς, ισχυρίζεστε στην κατάθεσή σας, ημερομηνίας 15/06/20, ότι το κατάστημά σου ενοικιάζετο από τον Νεοκλή Πιτσιλλίδη από το 2013;

A.   Ναι.

E.    Τώρα που σου έδειξα το έγγραφο και σου έδειξε προηγουμένως και η συνάδελφος δεν είπες ότι δεν είναι στον Νεοκλή αυτό το κατάστημα που ενοικιάζετουν αλλά σε μια εταιρεία, έτσι δεν είναι;

A.   Ενοικιάζετουν;

E.    Κυρία μάρτυς... Να της διαβαστεί η ερώτηση, παρακαλώ;

 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Θα της πω εγώ πιο απλά. Στην κατάθεσή σας στην Αστυνομία λέτε ότι από το 2013 ενοικιάζετε το κατάστημά σας στον Πιτσιλλίδη. Έδειξε σας ο κύριος Χατζησέργης το Τεκμήριο 7 και σας λέει ότι εδώ το 2013 τούτο το συμβόλαιο δεν γράφει το όνομα του Πιτσιλλίδη. Ήταν της εταιρείας.

Ο κος Χατζησέργης συνεχίζει:

E.    Συμφωνείς ότι είναι σε εταιρεία τελικά; Δέστε το ξανά.

(Υποδεικνύεται στη μάρτυρα το εν λόγω έγγραφο)

A.   Ναι, εντάξει.

E.    Και εγώ σου λέω, κυρία μάρτυς, ότι όντως δεν είναι με τον Πιτσιλλίδη που υπόγραψες αυτό το έγγραφο που αναγνώρισες την υπογραφή σου αλλά με αυτήν την εταιρεία που σου είπα προηγουμένως. 

……

Το ερώτημά μου είναι άλλο. Γιατί έπιασες τον Νεοκλή τηλέφωνο, για να του το πεις; Ποιος ο λόγος;

A.   Πάνω στα νεύρα μου, επειδή... Για αυτό τον έπιασα τηλέφωνο, δεν ήθελα... 

E.    Πάνω στα νεύρα σου; Τι εννοείς; 

A.   Επειδή δεν ήταν καλές οι σχέσεις μας.

E.    Μάλιστα. Έπιασες τον, για να τον καταγγείλεις;

A.   Όχι, δεν ήθελα έτσι, να του κάμω έτσι. 

E.    Αλλά;

A.   Δεν ξέρω τζιείνη την ώρα.

…..

Ε. Καλά, κυρία μάρτυς, δεν έπρεπε πρώτα πρώτα, πριν να πιάσεις τον Νεοκλή να πιάσεις τον άντρα σου να τον ρωτήσεις «ρε Κυριάκο, μα νάμπου κάμεις»; Γιατί δεν έπιασες τον άντρα σου;

A.     Επειδή δεν εμιλούσαμε, για αυτόν τον λόγο.

….

A.     Όχι, τζιείνη την ώρα ένεν.... εν το εσκέφτηκα. Εν τζιαι ήθελα να πάω στην Αστυνομία, εν επειδή εκαλέσαν με».

Μαρτυρία Υπεράσπισης

Εκ διαμέτρου αντίθετη η θέση που πρόβαλε ο κατηγορούμενος, ΜΥ1, από το εδώλιο του μάρτυρα σε σχέση με την εν λόγω πινακίδα. Ανακρινόμενος από την Αστυνομία (Τεκμήριο 2) ανέφερε ότι η ταμπέλα τοποθετήθηκε από τον τότε ενοικιαστή του καταστήματος Χ.Φ, το 2003. Επί αυτής αναγραφόταν ως λογότυπο η φράση «Θέμα Γεύσης». Όταν ο Χ.Φ έφυγε, συμφώνησαν όπως τους αφήσει διάφορα πράγματα, περιλαμβανομένης της επίδικης πινακίδας. Σε ερώτηση της αστυνομίας ότι: «την 8 Ιουνίου 2020 έκλεψε μία ταμπέλα διαστάσεων 4χ2 με μαύρο πλαίσιο και άσπρο ακρυλικό με τυπωμένη την επωνυμία «Alter Έgο» με πράσινα γράμματα που φωτίζονταν με λάμπες τύπου «LΕD», ο κατηγορούμενος απάντησε ότι η ταμπέλα δεν είναι του Νεοκλή αλλά αυτήν τους παρέδωσε ο  πρώην ενοικιαστής τους. Οι διαστάσεις της ταμπέλας είναι 3,80χ 1,80 και δε φωτίζεται με λάμπες τύπου «LED» αλλά με φλορέντζες. Την 9.6.20 συνέχισε, ήτοι την επομένη, μετέφερε πίσω στον εν λόγω χώρο, το διαφημιστικό πλαίσιο που εγκατέστησε ο προηγούμενος ενοικιαστής, δηλαδή η εταιρεία Five Space. Η πινακίδα (δηλαδή το πλαίσιο και ο φωτισμός) ποτέ δεν ήταν ιδιοκτησίας του παραπονούμενου την οποίαν εν πάση περιπτώσει, ο τελευταίος είχε αφήσει για αριθμό ετών σε κοινόχρηστο χώρο στο πλάι της πολυκατοικίας.  

Ο κατηγορούμενος κατέθεσε στη διαδικασία ως Έγγραφο Β’ Γραπτή Δήλωση, η οποία αποτέλεσε την κυρίως του εξέταση. Αναφέρει ότι διαμένει στο διαμέρισμα άνωθεν του καταστήματος από το 1991 με τη σύζυγό και τα τέσσερα τους παιδιά. Τα καταστήματα κάτω από το σπίτι έκτισε ο πατέρας της συζύγου του το 1982. Μετά το γάμο τους o ίδιος ανέλαβε, με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του, να διαχειρίζεται τις ενοικιάσεις των, ως αντιπρόσωπος της. Το 2003 ενοικίασε το κατάστημα στο Χ.Φ ο οποίος χρησιμοποιούσε αυτό ως ψησταριά. Ο Χ.Φ τοποθέτησε μία ταμπέλα με διαστάσεις 3.80χ 1.80 στην οποία αναγράφετο το όνομα της ψησταριάς και φωτίζετο με φλορέντζες. Όταν ο Χ.Φ. έφυγε το 2007 τους άφησε κατόπιν συμφωνίας, αρκετά πράγματα που είχε εγκαταστήσει περιλαμβανομένης και της ταμπέλας η οποία κατέστη ιδιοκτησία τους. Ακολούθησε η ενοικίαση του καταστήματος σε άλλους δύο ενοικιαστές οι οποίοι επίσης λειτούργησαν το κατάστημα ως ψησταριά διατηρώντας την ίδια επωνυμία. Την περίοδο που το κατάστημα δεν ενοικάζετο, ο ίδιος έγραψε με μαρκαδόρο επί της πινακίδας τη λέξη «Ενοικιάζεται» και το κινητό του τηλέφωνο. Το 2013 ενοικίασε και πάλι ως αντιπρόσωπος της συζύγου του το εν λόγω κατάστημα στην εταιρεία Five Space Ltd (Τεκμήριο 7), υπογράφοντας μάλιστα επί του ενοικιαστηρίου ως μάρτυρας υπογραφών. Όταν το κατάστημα ενοικιάστηκε, ο ίδιος συνομίλησε με τον κ. Θοδωρή Παναγιωτόπουλο ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας Five Space, ρωτώντας τον εάν επιθυμούσε την απομάκρυνση της ταμπέλας από το κατάστημα με τον τελευταίο να εκφράζει την επιθυμία όπως αυτή παραμείνει ούτως ώστε να τοποθετήσει ο ίδιος επί αυτής το λογότυπο του καταστήματος. Εξέφρασε μάλιστα και τις ευχαριστίες του.

Η εν λόγω εταιρεία παρέμεινε στο χώρο μέχρι τις αρχές του 2018. Ακολούθως, ενημερώθηκε από την ΜΚ4 ότι αυτό ενδιαφέρεται όπως ενοικιάσει ο  παραπονούμενος. Παρά τις εκκλήσεις προς τη σύζυγο του όπως ετοιμάσει ο ίδιος τα συμβόλαια, η πρώτη μαζί με τον πατέρα της, προχώρησαν στην ενοικίαση του καταστήματος. Σημειώνει ότι, από το 2017 και μετά η συζυγική σχέση είχε διασαλευτεί, αν και έμεναν στο ίδιο σπίτι, αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα. Περί τα τέλη του 2018 ο παραπονούμενος ανακαίνισε το κατάστημα αφαιρώντας την ταμπέλλα με το λογότυπο «Αlter Εgo» τοποθετώντας την στο πλάι της εισόδου της πολυκατοικίας, εμποδίζοντας τόσο την είσοδο αλλά και έξοδο των οχημάτων. Η πινακίδα παρέμεινε εκεί μέχρι τον Ιούνιο του 2020. Ο ίδιος είχε ερωτήσει σε προηγούμενο στάδιο τον παραπονούμενο όπως εάν δε τη χρειάζεται, μετακινήσει αυτήν, με τον τελευταίο να μην δίδει ποτέ μια ξεκάθαρη απάντηση. Θεωρώντας ότι ο παραπονούμενος δεν την χρειαζόταν πλέον, αφού πέρασαν δύο χρόνια από την αντικατάσταση της, αλλά και επειδή δεν ήταν ιδιοκτησίας του κατηγορούμενου, ο ίδιος μαζί με το υιό του και γαμπρό του φόρτωσαν και μετέφεραν αυτήν σε άλλο, ιδιόκτητο χώρο για φύλαξη. Την επόμενη ημέρα, ο ίδιος αφαίρεσε το λογότυπο που ήταν επί αυτής και το οποίο έφερε ένα μικρό σπάσιμο και επέστρεψε αυτό στο χώρο που αυτή ήταν προηγουμένως τοποθετημένη αφού, «το λογότυπο δεν ήταν δικό τους». Αποτελεί πεποίθηση του ότι η καταγγελία αυτή έγινε κατόπιν συνεννόησης του παραπονούμενου και της συζύγου του με σκοπό την εκδίκηση στο πρόσωπο του, για τα προβλήματα που υπήρχαν στο γάμο του.  

Αντεξετασθείς συμφώνησε με την κα. Θεοδότου ότι ο παραπονούμενος ήταν το πρόσωπο που εργαζόταν στο κατάστημα μεν, πλην όμως, όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα σε σχέση με αυτό πάντοτε επικοινωνούσαν με τον κ. Παναγιωτόπουλο. Ο παραπονούμενος συμπλήρωσε, πάντοτε ακολουθούσε τις οδηγίες του προαναφερόμενου. Συμφώνησε ότι δεν ήταν παρών ούτε όταν ο παραπονούμενος αγόρασε την επιχείρηση από τον Παναγιωτόπουλο ούτε όταν υπεγράφησαν τα σχετικά συμβόλαια μεταξύ της συζύγου του και του ΜΚ2. Αρνήθηκε πεισματικά τη θέση ότι ο παραπονούμενος αγόρασε την πινακίδα το 2017-2018 είτε από τον Παναγιωτόπουλο, (γιατί ούτε σε εκείνον ανήκε) μήτε όταν ενοικίασε το χώρο από τη σύζυγο του. Δήλωσε μάλιστα ότι, «Η ταμπέλα ήταν αυτή που ήταν για τόσα χρόνια πάνω στο κατάστημα, την κατέβασε, την έβαλε στο πλάι της εισόδου που μπαίνουν τα αυτοκίνητα για αρκετό καιρό, το οποίο ενόχλαν και όλους τους ενοίκους, έδωσα του χρόνο να σκεφτεί να το έβαζε κάπου, δεν είχα κάτι, ένσταση να το μετακινήσει να το βάλει πάνω στο κτίριο για διαφημιστικούς σκοπούς αλλά η ταμπέλα δεν ήταν δική του ούτε του προηγούμενου ενοικιαστή». Δήλωσε τέλος ότι, η εν λόγω πινακίδα κατέστη ιδιοκτησία τους από την ημέρα που τους την παραχώρησε ο Χ.Φ.

ΜΥ2 ο γαμπρός του κατηγορούμενου. Στη γραπτή του Δήλωση, Έγγραφο Γ’ αναφέρει ότι περί τον Απρίλιο-Μάιο 2013 βοήθησε τον κατηγορούμενο όπως αφαιρέσει αυτοκόλλητο από πλαστική ταμπέλα που ήταν τοποθετημένη πάνω στο κατάστημα που βρίσκεται στην Λεωφ. ΧΧΧ ΧΧΧ και ακολούθως να γράψει με μαρκαδόρο πάνω σε αυτήν τη λέξη «Ενοικιάζεται» και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου. Το 2010 ξεκίνησε ο δεσμός του με τη θυγατέρα του κατηγορούμενου και έτσι, λόγω των συχνών επισκέψεων του στην οικία τους γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη πινακίδα ήταν εκεί, έκτοτε. Την 8.6.20 ο κατηγορούμενος (πλέον πεθερός του), του ζήτησε όπως μαζί με δύο άλλα άτομα μεταφέρουν μια ταμπέλα που βρισκόταν στο πλάι της εισόδου της πολυκατοικίας. Η πινακίδα που μετέφεραν είναι αυτή που προϋπήρχε της ενοικίασης από τον παραπονούμενο. Υποβλήθηκε πολλάκις στο μάρτυρα κατά την αντεξέταση του ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της πινακίδας, με τον μάρτυρα να απαντά ότι, το μόνο που γνωρίζει είναι ότι αυτή άνηκε στα πεθερικά του. Συμφώνησε τέλος με την κατηγορούσα αρχή ότι ποτέ δεν είδε το ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ ΜΚ4 και του παραπονούμενου.

Βάρος Απόδειξης/ Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Είναι τοις πάσι γνωστό στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο, οφείλει να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση, επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητας του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (βλ. Woolmington v DPP 25 Cr. App. R 72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459).

Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας. Έχω ως γνώμονα μου την ευρεία νομολογία που άπτεται του ζητήματος της αξιολόγησης (βλ. ενδεικτικά Λάρκου ν Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ 80 και Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401), ενώ η εντύπωση:

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)» - (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).

Σημειώνεται ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ.Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320), με το Δικαστήριο να οφείλει όπως αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία συνολικά και όχι αποσπασματικά.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί την μαρτυρία των κύριων μαρτύρων κατηγορίας αφού αυτή στην ολότητα της δεν παρέχει στέρεο έδαφος για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και συνακόλουθα, ευρημάτων. Και εξηγώ.

 Ξεκινώντας από την μαρτυρία του ΜΚ1, αναφέρω ότι αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του που αφορά στις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη με σκοπό την διερεύνηση της υπόθεσης. Όμως εδώ, οφείλουν να σημειωθούν τα ακόλουθα. Ο κατηγορούμενος στην ανακριτική του κατάθεση πρόβαλε κάποιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Κανένα εξ΄αυτών δεν εξακρίβωσε ο ανακριτής της υπόθεσης, πλην της προσπάθειας που έκανε για λήψη κατάθεσης από τον Χ.Φ (προηγούμενο ενοικιαστή). Οι θέσεις του κατηγορούμενου ότι, ποτέ δε έκλεψε την πινακίδα, ότι αυτή ποτέ δεν ήταν ιδιοκτησίας του ΜΚ2 αλλά αντίθετα ότι ο ίδιος ενεργούσε κατόπιν πεποίθησης ότι αυτή τους ανήκε και ότι επέστεψε την επομένη ημέρα το λογότυπο αφαιρώντας το από το λοιπό πλαίσιο (που του ανήκε), δεν διερευνήθηκαν. Ούτε καν ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο όπως παρουσιάσει τις φωτογραφίες που δήλωνε ανακρινόμενος ότι κατείχε, που αποδείκνυαν ότι επρόκειτο για πινακίδα άλλων διαστάσεων και τύπου. Οι πιο πάνω θέσεις του, παρέμειναν εκεί, ίδιες και σταθερές από την στιγμή που κλήθηκε για σκοπούς κατάθεσης, μέχρι και σήμερα, ενώπιον Δικαστηρίου. Θα ανέμενε κανείς, με γνώμονα πάντοτε το υψηλό βάρος απόδειξης που βαραίνει την κατηγορούσα αρχή όπως ο ΜΚ1 προσκόμιζε στο Δικαστήριο προς απόδειξη του λόγου του αληθές, στοιχεία πραγματικά, ήτοι, μια φωτογραφία της πινακίδας ως αυτή του υποδείχθηκε από τον παραπονούμενο (τουλάχιστον), ή όπως ο ίδιος φωτογράφιζε το μέρος αυτής που επιστράφηκε, καλώντας τον κατηγορούμενο για συμπληρωματική κατάθεση ή εξηγήσεις. Μήτε ζήτησε από τον κατηγορούμενο όπως του υποδείξει το χώρο που μετέφερε την εν λόγω πινακίδα με σκοπό την εξέταση της. Ποτέ δεν εξακρίβωσε αν όντως ο παραπονούμενος ήταν ο ιδιοκτήτης της, αποδεχόμενος πλήρως, και χωρίς καμία διερεύνηση τα όσα ο τελευταίος του ανέφερε, αγνοώντας παντελώς τις θέσεις του κατηγορούμενου. Η εξής στιχομυθία από την αντεξέταση του, κρίνεται σημαντική:

«E. Πού ήταν; (η πινακίδα)

Α. Στην είσοδο του parking  της πολυκατοικίας.

Ε. Σε έναν διάδρομο;

A. Ακουμπημένη στον τοίχο

Ε. Ψάξατε να βρείτε ποιου ήταν ιδιοκτησία αυτή η ταμπέλα;

A. Δεν μπορούσα να έβρω άλλα στοιχεία, για να βάλω στην υπόθεση.

Ε. Άρα, δεν γνωρίζετε ποιος ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης αυτής της ταμπέλας.

Α. Όχι. Ζήτησα από τον παραπονούμενο απόδειξη τζαι είπε μου ότι εν που το 2016 και δεν την είχε».

Από την στιγμή που υπήρχαν διιστάμενες εκδοχές σε σχέση με το είδος και διαστάσεις της πινακίδας, αλλά κυρίως το ιδιοκτησιακό καθεστώς της, η αστυνομία όφειλε όπως προβεί στις κατάλληλες ενέργειες που θα την βοηθούσαν να διερευνήσει εις βάθος την παρούσα περίπτωση. Όλα αυτά, βεβαίως, για να εξακριβωθεί κατά πόσον η εκδοχή που παρουσίασε ο κατηγορούμενος, ενδέχετο να ευσταθούσε και αν όχι, παρουσιαστεί μαρτυρία ισχυρή που να μη άφηνε άλλη λογική εξήγηση εκτός από το εσκεμμένο της όλης πράξης, ως του καταλογίζεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Η μαρτυρία του ΜΚ1, ομολογουμένως, δεν διαφώτισε το Δικαστήριο ως προς την ουσία των γεγονότων, παρά την ειλικρίνεια του μάρτυρα ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη.

Η μαρτυρία του ΜΚ2 άφησε πτωχές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Επέμενε ο παραπονούμενος κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι η επίδικη πινακίδα αποτελούσε ιδιοκτησία του. Την θέση του όμως αυτή, ουδόλως μπορούσε να υποστηρίξει είτε εγγράφως, είτε δια των προφορικών του τοποθετήσεων. Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση κατάφερε δια της αντεξετάσεως της να αποδομήσει κάθε θέση που πρόβαλε ο παραπονούμενος ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της, και αυτό γιατί εν πάση περιπτώσει, οι θέσεις που αυτός προωθούσε επί του προκείμενου ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενες. Αρχικά δήλωσε ότι αγόρασε την πινακίδα το 2013 όταν ενοικίασε το κατάστημα, θέση η οποία ως αποδείχθηκε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας ψευδής ισχυρισμός με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 να διαψεύδει τα όσα ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο. Όταν αυτός ο ισχυρισμός κατέρρευσε, ο ΜΚ2 αποφάσισε ότι αγόρασε την πινακίδα το 2017 από την «μητρική εταιρεία» ιδιοκτησίας του κ. Παναγιωτόπουλου. Προκλήθηκε από την υπεράσπιση όπως παρουσιάσει αυτή την συμφωνία[3], δίδοντας μάλιστα χρόνο το Δικαστήριο προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος παρουσίασε, ένα ανυπόγραφο έγγραφο μεταξύ άγνωστων προς το Δικαστήριο νομικών προσώπων[4], το οποίο καμία μνεία δεν κάνει εντός των προνοιών του είτε σε αυτήν την πινακίδα ή σε οποιαδήποτε άλλη. Στο δε ερώτημα της υπεράσπισης πώς είναι δυνατόν να αγόρασε εκ νέου την πινακίδα αυτή αφού, ως ισχυρίζεται την είχε αγοράσει αρχικά το 2013, ο παραπονούμενος αδυνατούσε να απαντήσει. Με την κατάρρευση και αυτής της προβαλλόμενης θέσης, ο παραπονούμενος αποφάσισε ότι αυτήν τελικά αγόρασε από την ιδιοκτήτρια του καταστήματος (ΜΚ4) δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου που υπέγραψαν το 2017-2018. Παρά όμως τις προσπάθειες στοιχειοθέτησης των αναφορών του, ήταν φανερό ότι ο  μάρτυρας αδυνατούσε κατ΄ επανάληψη όπως παραθέσει οτιδήποτε απτό ενώπιον του Δικαστηρίου, μη προσκομίζοντας, μήτε ο ίδιος μήτε η ΜΚ4 το προαναφερθέν ενοικιαστήριο έγγραφο, παρά μάλιστα την ευκαιρία που του δόθηκε, εν μέσω της ακροαματικής διαδικασίας όπως εντοπίσει -εκ νέου – τα οποιαδήποτε έγγραφα που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του. Η παράθεση του πιο πάνω προφορικού ισχυρισμού με τη γενικότητα που αυτός τέθηκε, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και αυτό ενόψει της αντιφατικότητας και αστάθειας που παρουσίασε ο ΜΚ2 καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του σε οτιδήποτε αφορούσε την επίδικη πινακίδα.  

Σε αντίθεση με τις θέσεις που υποστήριξε κατά τη ζώσα μαρτυρία του, αποδείχθηκε περίτρανα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε ενοικιαστής του καταστήματος κατά τα έτη 2013-2016, αφού ενοικιαστής του χώρου ήταν η Five Space, με την οποίαν ο παραπονούμενος καμία σχέση δεν είχε αφού ποτέ δεν αποτέλεσε αξιωματούχο της (Τεκμήριο 8). Παρά τις αναφορές του ότι το 2013 αγόρασε μια αλουμινένα πινακίδα από την εταιρεία S.H. Laser Signs Ltd, και ενώ προκλήθηκε πλειστάκις από την υπεράσπιση όπως παρουσιάσει σχετική απόδειξη αγοράς, ο μάρτυρας τίποτα δεν προσκόμισε που να συνηγορεί υπέρ των θέσεων του.

Θα ανέμενε κανείς ότι, αφού ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά ότι δεν κατείχε την σχετική απόδειξη αγοράς (ως δήλωσε στον ΜΚ1 την επίδικη ημέρα), θα παρουσίαζε άλλη μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, η μεταξύ του ίδιου και κ.Παναγιωτόπουλου ηλεκτρονική αλληλογραφία που παρουσιάστηκε (Τεκμήριο 13) επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του κατηγορούμενου ότι, οδηγίες πάντοτε λάμβανε ο παραπονούμενος τόσο το 2013 αλλά και το 2017 από τον Παναγιωτόπουλο σε ό,τι αφορούσε την διαμόρφωση του χώρου του καταστήματος και της ενδεχόμενης τοποθέτησης διαφημιστικών πινακίδων, μη δρώντας αυτοβούλως επί του προκείμενου, ποτέ. 

Με γνώμονα ότι αποτέλεσε καίρια θέση του μάρτυρα ότι την πινακίδα αγόρασε (τελικώς) όταν υπέγραψε ενοικιαστήριο έγγραφο με την ΜΚ4, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί προβληματισμό στο Δικαστήριο η μη προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου, παρά τις εκκλήσεις της υπεράσπισης για παρουσίαση του. H υστεροβουλία στην παρουσίαση του εν λόγω εγγράφου, το οποίο κρίνεται ως υψίστης σημασίας υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να διαφώτιζε το Δικαστήριο ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της πινακίδας, ειδικά από τη στιγμή που επίκληση σε αυτό έκανε η ίδια η κατηγορούσα αρχή (εξ’ ου και δόθηκε χρόνος στον μάρτυρα για παρουσίαση του εγγράφου) μόνο προβληματισμό μπορεί να δημιουργεί στο Δικαστήριο ως προς τη φιλαλήθεια του εν λόγω μάρτυρα. Την μαρτυρία του ΜΚ2 για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχεται το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την στην ολότητα της ως μη ασφαλή για την εξαγωγή τελικών ευρημάτων.

Τη μαρτυρία της ΜΚ3 αποδέχομαι ως ειλικρινή, με τη μάρτυρα να αποτελεί μάρτυρα γεγονότων. Καμία αμφισβήτηση δεν έτυχε η μαρτυρία της αναφορικά με τα όσα είδε η ίδια το επίδικο βράδυ, ενώ το Δικαστήριο δεν έχει εντοπίσει κανένα αλλότριο κίνητρο (ως της αποδόθηκε από την υπεράσπιση) σε σχέση με τις μετέπειτα ενέργειες της.

Αξιολογώντας την μαρτυρία της ΜΚ4, συζύγου του κατηγορούμενου οφείλω να επισημάνω υπήρχε πραγματική αδυναμία από την μάρτυρα όπως αναγνωρίσει έγγραφα που της υποδείχθηκαν και τα οποία έφεραν την υπογραφή της (Τεκμήριο 7), ή όπως απαντά στις ερωτήσεις που τις υποβάλλονταν, είτε από την κατηγορούσα αρχή είτε από την υπεράσπιση, με σαφήνεια. Παρά το ότι αυτή αποτέλεσε μάρτυρα κατηγορίας, η μαρτυρία της επί ουσιωδών σημείων, συμφωνούσε με τη θέση της υπεράσπισης αφού, ως παραδέχθηκε, κατά την αντεξέταση της, η πινακίδα επί της οποίας τοποθετήθηκε το λογότυπο «Alter Ego» ήταν αυτή που προϋπήρχε και ήταν εγκατεστημένη πάνω από το κατάστημα, όταν αυτό ακόμη ενοικιάζετο ως ψησταριά από τον Χ.Φ. Αυτή την πινακίδα είπε, ήταν που αφαίρεσε ο παραπονούμενος και τοποθέτησε στο πλάι της πολυκατοικίας, «ως τους την είχε αφήσει ο Χ.Φ» (τονισμός δικός μου). Παρά όμως τη γνώση της για τα πιο πάνω, δεν θεώρησε ορθό όπως ρωτήσει το σύζυγο της γιατί αποφάσισε να μετακινήσει την εν λόγω πινακίδα, έστω και αν αυτή έφερε το λογότυπο της «Alter Ego» επειδή, «δεν μιλούσαν» και «είχε νεύρα (με τον κατηγορούμενο), όταν ενημέρωσε το Νεοκλή». Η μάρτυρας αδυνατούσε όπως δώσει μια απάντηση είτε σε σχέση με τους όρους του Τεκμηρίου 7, είτε επί ποιων όρων και προϋποθέσεων ενοικίασε το κατάστημα το 2017-2018 στον παραπονούμενο, μη αποκλείοντας να ενοικίασε αυτό σε νομικό πρόσωπο και όχι στον παραπονούμενο προσωπικά. Επιπλέον και σημαντικότερο, δεν γνώριζε αν το ενοικιαστήριο έγγραφο που ετοίμασε το 2017-2018 ενσωμάτωνε την επίδικη πινακίδα (η οποία είχε ήδη αντικατασταθεί και αφεθεί στο πλάι του χώρου στάθμευσης) εντός των όρων του. Η μαρτυρία της ΜΚ4 επουδενί δεν μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και ως τέτοια το Δικαστήριο την απορρίπτει.

Στον αντίποδα, η μαρτυρία του κατηγορούμενου κρίνεται ως αξιόπιστη. Ο κατηγορούμενος απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, ενώ η ειλικρίνεια του όταν κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη. Το Δικαστήριο δεν έχει εντοπίσει καμία προσπάθεια εκ μέρους του όπως είτε αποκρύψει είτε αλλοιώσει γεγονότα. Επιπλέον, παρά την επίμονη αντεξέταση του σε σχέση με την επίδικη πινακίδα ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος στην Αστυνομία προ μιας τετραετίας. Αντιθέτως κάθε του απάντηση ενίσχυε και αντανακλούσε τις αρχικές της θέσεις όταν αυτός ανακρινόταν από τις αστυνομικές αρχές.

Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έθεσε εαυτόν εκτός των γεγονότων, αποδεχόμενος ότι σκοπός του ήταν η μετακίνηση της πινακίδας, έχοντας μάλιστα προς τούτο ενημερώσει τον παραπονούμενο, δίδοντας του χρόνο όπως λάβει οδηγίες από τον Παναγιωτόπουλο αναφορικά με το λογότυπο και όχι την ίδια την πινακίδα, το οποίο λογότυπο ειρήσθω εν παρόδω υπενθυμίζεται ότι τοποθέτησε στο ίδιο σημείο την επόμενη ημέρα. Η όλη μαρτυρία του, ιδωμένη σφαιρικά φανερώνει, τη μια και μοναδική εκδοχή του, ήτοι ότι, ο ίδιος είχε την ειλικρινή πεποίθηση ότι διατηρούσε δικαίωμα επί αυτής, μετακινώντας την χωρίς καμία πρόθεση καταδολίευσης.

Η μαρτυρία του ΜΥ2 ότι η επίδικη πινακίδα αποτελούσε μέρος της πρόσοψης του καταστήματος ως αυτό ενοικιαζόταν παλαιότερα (2003) και έφερε επί αυτής τις λέξεις «Θέμα Γεύσης» γίνεται αποδεκτή ως ενισχυτική των αξιόπιστων αναφορών του κατηγορούμενου. Η λοιπή μαρτυρία του, παρά το ότι δεν τέθηκε ζήτημα αξιοπιστίας του μάρτυρα, δεν μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τα επίδικα ζητήματα, πλην του γεγονότος ότι την επίδικη ημέρα και ο ίδιος (μαζί με άλλους) βοήθησαν τον κατηγορούμενο να μετακινήσουν αυτήν, γεγονός το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν τελεί υπό αμφισβήτηση.

Νομική Πτυχή:

Το αδίκημα της κλοπής εδράζεται στα άρθρα 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα και όπως κωδικοποιείται, αποτελεί κακούργημα. Στο Άρθρο 255 του Κεφ. 154, ορίζεται και η έννοιά της κλοπής ενώ σημειώνεται ότι η εν λόγω διάταξη είναι σχεδόν ταυτόσημη με το άρθρο 1 του Αγγλικού Larceny Act 1916 το οποίο, κωδικοποίησε στην ουσία το κοινοδίκαιο όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής[5]. Η ευρεία Νομολογία επί του αδικήματος έχει εύστοχα επαναληφθεί και συνοψισθεί στην απόφαση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486, από την οποία προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

α) η απόκτηση κατοχής και η αποκόμιση πράγματος που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής,

β) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί με πρόθεση να το αποστερήσει μόνιμα από τον ιδιοκτήτη του,

γ) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του πράγματος,

δ) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να ενεργεί με δόλιο τρόπο και όχι καλόπιστα,

ε) κατά τον ουσιώδη χρόνο απόκτησης της κατοχής και αποκόμισης του πράγματος ο αδικοπραγών να μην πιστεύει ειλικρινά ότι με την πράξη του ασκεί ή αξιώνει δικό του περιουσιακό δικαίωμα επί του πράγματος, δηλαδή να μην συντρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 8 του Κεφαλαίου 154.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 255 (2) του Νόμου, ο όρος «αποκτά κατοχή» περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή, (i) με τέχνασμα, (ii) με εκφοβισμό, (iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο, (iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα, ενώ ο όρος «αποκομίζει» περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει.

Τα Συστατικά Στοιχεία

(Α)             Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε κατοχή της πινακίδας, ήτοι ενός αντικειμένου που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής (actus reus - σημείο (α) των συστατικών στοιχείων, ανωτέρω). Ως αναφέρθηκε στην απόφαση Τίτος κ.α ν Δημοκρατίας (2000) 2Α.Α.Δ. 409, αλλά και στο Σύγγραμμα  Blackstones Criminal Practice, 2009, σ.484, παράγραφος Β6-54, υπό τον τίτλο «Custody or Control», η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) της κατοχής συναρτάται με την άμεση κατοχή ή την εξυπακοούμενη κατοχή.

Στην παρούσα αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ως αυτό αναδείχθηκε μέσα από την μαρτυρία ότι, ο κατηγορούμενος τοποθέτησε την πινακίδα σε διπλοκάμπινο όχημα το οποίο οδήγησε απομακρύνοντας το από τον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας.

(Β)             Προϋπόθεση για εξέταση του κατά πόσον τα συστατικά στοιχεία υπό τα σημεία (β) και (γ) ανωτέρω έχουν αποδειχθεί (σωρευτικά μαζί με τα υπόλοιπα), αποτελεί η φανέρωση του κοινού παρονομαστή των, ήτοι της ιδιοκτησίας του πράγματος. Η απόδειξη της ιδιοκτησίας δεν μπορεί παρά να αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο στη σωρευτική απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και αυτό γιατί, αν αποδειχθεί ότι υπήρξε η σύμφωνη γνώμη του ιδιοκτήτη σε ότι αφορά την κατοχή του πράγματος από το κατηγορούμενο πρόσωπο, τότε αυτομάτως, το αδίκημα της κλοπής δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

Στην παρούσα υπόθεση, η κατηγορούσα αρχή έχει αποτύχει (για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί), στην απόδειξη ότι ο «Νεοκλής Πιτσιλλίδης ήταν ο ιδιοκτήτης του πράγματος», συμφώνως των λεπτομερειών της κατηγορίας, το 2020. Και εξηγώ. Τα έτη 2013-2016 το κατάστημα ενοικιαζόταν από την εταιρεία Five Space στην οποία ο Πιτσιλλίδης εργαζόταν ως υπάλληλος. Η επίδικη πινακίδα δηλαδή ο σκελετός, το πλαίσιο και οι λάμπες/ φλορεντζες προϋπήρχαν, όντας εφαπτόμενες επί του τοίχου του καταστήματος από το 2003. Αυτό που τοποθετήθηκε επί του εν λόγω πλαισίου το 2013 ήταν το λογότυπο της εταιρείας με την ονομασία «Alter Ego» κατόπιν οδηγιών του Θοδωρή Παναγιωτόπουλου, ήτοι του φερόμενου προσώπου που είχε τον λόγο αναφορικά με την πορεία της προαναφερθείσας εταιρείας και ενοικίαση του καταστήματος. Συνεπώς μέχρι εκείνο το στάδιο ο παραπονούμενος δεν ήταν ο ιδιοκτήτης της πινακίδας ως λανθασμένα διατείνετο στη ζώσα μαρτυρία του. Σημειώνεται εκ νέου ότι οι παραπλανητικές αναφορές του παραπονούμενου, φανερώθηκαν στο Δικαστήριο όταν η υπεράσπιση του υπέδειξε το ενοικιαστήριο έγγραφο -Τεκμήριο 7.

Μήτε όμως το 2017 (όταν ανακαίνισε το κατάστημα) και άλλαξε την πινακίδα κατέστη ιδιοκτήτης της. Ιδιοκτήτης του λογοτύπου (όχι της πινακίδας), μέχρι και την αντικατάσταση του εάν κάποιος, ενδέχεται να ήταν η εταιρεία Five Space, με τον παραπονούμενο να μην αποτελεί μέλος της. Περί εικασιών όμως ο λόγος, και αυτό γιατί ούτε τα πιο πάνω δεν έχουν αποδειχθεί δια μαρτυρίας ενώπιον Δικαστηρίου. Είναι καλά γνωστή η αρχή ότι το Δικαστήριο δεν δικαιούται να προβαίνει σε υποθέσεις επί γεγονότων.  

Τέλος, η απουσία του ενοικιαστηρίου εγγράφου μεταξύ παραπονούμενου και ΜΚ4 αφήνει απογυμνωμένους τους ισχυρισμούς περί ιδιοκτησίας από μέρους του αφού καμία ικανή μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον μου που να φανερώνει τι παραχωρείτο κατά την ενοικίαση του καταστήματος το 2017.

Από τη στιγμή που η κατηγορούσα αρχή έχει αποτύχει στην φανέρωση του ιδιοκτήτη του πράγματος το οποίο μετακινήθηκε, δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη αφού, ως καταγράφεται στο Σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice (2020) στην παρ.Β4.25:

«Property cannot be stolen unless it belonged to another at the moment of appropriation».

Το Δικαστήριο αναδιπλώνοντας περαιτέρω τη δικαστική συλλογιστική του επί προκείμενου αναφέρει ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε όχι μόνο στην απόδειξη ότι ο παραπονούμενος ήταν καθ’ όλους του ουσιώδεις χρόνους ιδιοκτήτης του πράγματος αλλά και ότι αυτό είχε «στην κατοχή του»[6].Κρίνεται κατάλληλο σημείο όπως υπενθυμισθεί το γεγονός ότι η εν λόγω πινακίδα ήταν αφημένη (ακόμη και παρατημένη) για περίοδο 3 ετών στο πλάι της πολυκατοικίας, σε χώρο κοινόχρηστο, στον οποίον πρόσβαση είχε ο οποιοσδήποτε. Ερωτηθείς από τον κατηγορούμενο κατά το στάδιο της ανακαίνισης (2017), αν θα αναλάμβανε να την μετακινήσει γιατί εμπόδιζε την είσοδο και έξοδο των οχημάτων, ο ίδιος, τέτοια αδιαφορία επέδειξε που δεν απάντησε καν στο ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα θα απασχολούσε περαιτέρω αν πρωτίστως αποδεικνύετο η ιδιοκτησία του πράγματος.  

Δυνάμει των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν έχει εμφανιστεί η πλήρωση των συστατικών στοιχείων υπό τα σημεία (β) και (γ) ανωτέρω.

(Γ)              Η αδυναμία απόδειξης των ανωτέρω, δεν μπορεί παρά να προδιαγράφει και την έκβαση της υπόθεσης.

Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας όμως, το Δικαστήριο καθηκόντως θα προχωρήσει στην εξέταση του κατά πόσον έχει αποδειχθεί η ύπαρξη της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος και ο φερόμενος δόλος (συστατικό στοιχείο (δ)) με τον οποίον κατ’ισχυρισμόν, ενήργησε ο κατηγορούμενος, «animus appropriendi». Στην Zissimides v The Republic (1978) 2 C.L.R. 382  το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε μνεία στην απόφαση Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 C.L.R.174, όπου στη σελίδα 188 έγινε αναφορά και επεξήγηση της έννοιας «fraudulently» και όπου επίσης σημειώνεται η διαφορά ως προς την «πρόθεση» με το Larceny Act.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην Zissimides (ante), επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v Feely (1973) 1 All E.R.341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R.9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ.14.

 Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδοση σελ.364, παρ.1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα[7]. Είναι επίσης γνωστή η αρχή δικαίου της απόδειξης ότι: «το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα συμπερασματικά και από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας» (βλ. Ζακακιώτης ν Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.175 και Φανιέρος ν Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 104).

Η απουσία δόλου στην παρούσα περίπτωση φανερώνεται μέσα από το σύνολο των δεδομένων που την περιβάλλουν. O κατηγορούμενος ήγειρε, ευθύς εξ’ αρχής, ήτοι κατά το στάδιο ανάκρισης του, την αλήθεια στην προκείμενη, η οποία αποτελεί, εν τη σοφία του Νομοθέτη, υπεράσπιση στο αδίκημα της κλοπής[8], προβάλλοντας ότι, όχι μόνο ποτέ δεν έκλεψε την πινακίδα αλλά άσκησε το νόμιμο του δικαίωμα όπως μετακινήσει αυτήν, απαντώντας στις ερωτήσεις 2 και 3 της αστυνομίας ως ακολούθως:

«Η ταμπέλα μπήκε το 2003, από τον τότε ενοικιαστή του καταστήματος Χ.Φ. Πάνω στην ταμπέλα έγραφε «Θέμα Γεύσης» και ήταν χρώματος μαύρου. Όταν ο Χ έφυγε από το κατάστημα, μέσω συμβολαίου μου άφησε αρκετά πράγματα που εγκατέστησε ο ίδιος, συμπεριλαμβανομένης και της ταμπέλας που μου ανάφερες πιο πάνω».

«Όπως σου ανέφερα πιο πάνω η ταμπέλα δεν είναι δική του, αλλά μου την έδωσε ο πρώην ενοικιαστής που σου ανέφερα πιο πάνω. Οι διαστάσεις της ταμπέλας είναι 3.80 χ 1.80 μέτρα και δεν φωτίζεται με LED αλλά με φλορέντζες κανονικού τύπου και έχω φωτογραφίες που φαίνεται ξεκάθαρα περί τίνος πρόκειται και αν θέλετε να σας την δείξω την ταμπέλα».

Oι πιο πάνω τοποθετήσεις του κατηγορούμενου επιβεβαιώνουν την απουσία δόλου, με τον κατηγορούμενο να προβαίνει σε μετακίνηση της πινακίδας κατά την άσκηση ειλικρινής αξίωσης δικαιώματος επί αυτής, χωρίς πρόθεση καταδολίευσης[9]. Δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κατηγορούμενος διατηρούσε την πραγματική πεποίθηση ότι ασκούσε το πιο πάνω δικαίωμα του νομίμως, και ενδεικτικό αυτού αποτελεί και η ακόλουθη αναφορά του στη Γραπτή του Δήλωση, Έγγραφο Β’, ήτοι ότι την πινακίδα,:

«μετέφερα σε δικό μας, ιδιόκτητο χώρο για φύλαξη ενώ την αμέσως επόμενη ημέρα, αφαίρεσα το πλαστικό λογότυπο  «Alter ego» που ήταν επί της ταμπέλας μας και η οποία είχε ένα μικρό σπάσιμο σε ένα από τα γράμματα της και το επέστρεψα στον τόπο που ήταν τοποθετημένη προηγουμένως η ταμπέλλα αυτή, διότι το λογότυπο αυτό δεν μας ανήκε»[10].

Καθοδήγηση αναφορικά με την υπεράσπιση του άρθρου 8 αντλεί το Δικαστήριο από την απόφαση Savva v The Police (1973) 2 C.L.R.331 με το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει ότι:

«…. all that mattered was whether the Appellant, in putting up such a defence, was honestly asserting what he believed to be a lawful claim, even though it might eventually be found to be invalid in law or on the facts (see R. v. Bernhard [1938] 2 K.B. 264, at p. 270).

Με απλά λόγια, αν το Δικαστήριο πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος ειλικρινώς πίστευε ότι διατηρούσε ή είχε αξίωση επί του πράγματος, τότε θα πρέπει να αθωωθεί ακόμη και αν λανθασμένα το πίστευε, ακριβώς λόγο απουσίας δόλου και ένοχης σκέψης. 

Στην απόφαση The Queen v Pollard[11] ο Δικαστής Gibbs, J αναλύοντας την υπεράσπιση της ειλικρινούς αξίωσης ανέφερε:

«It is well settled that a claim of right sufficient to relieve a person of criminal responsibility need only be honest and need not be reasonable (Clerkson v Aspinall; Ex parte Aspinall [1950] StRQd 79, at 89); 'the fact that it is wrongheaded does not matter': R v Gilson and Cohen [1944] 29 CrAppR 174 at 180). In Rex v Bernard [1938] 2 KB 264 at 270 the Court of Criminal Appeal said that a person has such a claim of right 'if he is honestly asserting what he believes to be a lawful claim, even though it may be unfounded in law or in fact».

…….

«A person cannot successfully raise the defence by saying that he had an intention to return the property if he used the property without the consent of the owner or without an honest claim of right. Similarly, a person who has an honest claim of right cannot be successful in raising the defence under s.8 unless he has acted without intention to defraud. The legislature has clearly set out these matters».

 

Το πιο πάνω πλέγμα γεγονότων φανερώνει την ανυπαρξία δόλου στις ενέργειες του κατηγορούμενου ο οποίος την 8.6.20 μετακίνησε την επίμαχη πινακίδα πιστεύοντας ειλικρινώς ότι μετακινούσε αντικείμενο ιδιοκτησίας της συζύγου του.  Περαιτέρω, αυτό που δεν τους ανήκε και ήταν τοποθετημένο επί αυτής, δηλαδή το λογότυπο, επέστρεψε στο ίδιο σημείο, ακριβώς λόγω απουσίας οποιουδήποτε στοιχείου εξαπάτησης ή ιδιοποίησης του οποιουδήποτε προσώπου.

Με την απόρριψη της μαρτυρίας των κύριων μαρτύρων κατηγορίας, η απόδειξη της κατηγορίας δεν έχει στοιχειοθετηθεί, αφού με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν προκύπτει το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος. Δυνάμει όλων των πιο πάνω, και με γνώμονα ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει γίνει αποδεκτή, καταλήγω ότι η διάπραξη των αδικημάτων δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Σε σχέση με το ακρυλικό που τοποθετήθηκε με την επωνυμία «Alter Ego»

[2] (βλ. πρακτικά ημερ 16.11.23- σελ. 12 και εντεύθεν).

[3] Τεκμήριο 14

[4] Σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας δεν έγινε αναφορά σε αυτά τα νομικά πρόσωπα ώστε να υπάρξει η οποιαδήποτε διασύνδεση τους με τον παραπονούμενο.

[5] Στην υπόθεση Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R.382, έγινε πλήρης ανάλυση της νομολογίας από το Larceny Act 1916 που ίσχυε στην Αγγλία μέχρι και το Theft Act1968 που αντικατέστησε αυτό μεταγενέστερα.

[6] Άρθρο 255 (2)(γ). 

[7] Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ.1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39. (Δέστε Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ.646).

[8] Άρθρο 8 του Κεφ. 154.

[9] Άρθρο 8 του Κεφ. 154- Σημείο (ε) Συστατικών Στοιχείων/ Υπερασπίσεων. 

[10] Βλ. Γραπτή Κατάθεση Κατηγορούμενου.

[11] [1962] QWN 13


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο