ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ

Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 24479/2019

ΜΕΤΑΞΥ:

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

και

 

  1. Δημήτριος Ανδρέου
  2. Emily Cabulisan Lagura
  3. Dinah Alarcon
  4. Μιχαλάκη Παναγιώτου
  5. Καμέλια Ταντάρα
  6. MD Minhazur Rohman

Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 8 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Θεοδότου

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Κ. Κοντάκος

Για τον Κατηγορούμενο 6: κ. Παφίτης  

Κατηγορούμενοι : Παρόντες

ΠΟΙΝΗ

 

Α. Εισαγωγή / Κατηγορητήριο

Οι κατηγορούμενοι 1 και 6 παραδέχθηκαν ενοχή αντίστοιχα, στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν την 4.10.23, με το Δικαστήριο να ακούει γεγονότα και μετριασμό σε ότι αφορά το πρόσωπο τους την 8.12.23. Η υπόθεση για την κατηγορούμενη 5 αναστάλθηκε την 10.2.20, ενώ για τους κατηγορούμενους 2,3 και 4 η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση την 16.1.24.

 

Ο κατηγορούμενος 1 στην παρούσα παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 1 μέχρι 5, 7 μέχρι 44 και 46 μέχρι 49 που τον αφορούν. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο εν λόγω κατηγορούμενος  και για τις οποίες παραδέχθηκε ενοχή, αφορούν σε:

(α) Συνωμοσία με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι την εξασφάλιση άδειας παραμονής και εργασίας σε διαφορετικά αλλοδαπά πρόσωπα[1],

(β) Πλαστογραφία συμβολαίων εργοδότησης,  υπεύθυνων δηλώσεων -με σκοπό την εξασφάλιση εκ μέρους των αλλοδαπών άδειας παραμονής και εργασίας-, εξουσιοδοτήσεων στο όνομα τρίτων προσώπων με σκοπό την καταδολίευση της ΑΤΗΚ, Ιατρικών Βεβαιώσεων και εγγράφων του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης[2]

(γ) Κυκλοφορίας όλων των πιο πάνω, πλαστών εγγράφων[3],

(δ) Εξασφάλισης εγγραφής αλλοδαπών προσώπων και συγκεκριμένα άδειας παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία με ψευδείς παραστάσεις[4],

(ε) Υποβοήθησης παράνομης εισόδου και παραμονής τρίτων προσώπων στη Δημοκρατία[5]

(στ) Συνωμοσίας με σκοπό την καταδολίευση[6]

(ζ) Εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις[7],

(η) Απόπειρας εξασφάλισης εγγραφής δια ψευδών παραστάσεων[8]

(ι) Εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις[9]

(κ) Δόση Ψευδούς Όρκου ενώπιον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας[10].

 

Αντίστοιχα, ο κατηγορούμενος 6 παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 39- 43 και 45 οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της: (α) συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι της εξασφάλισης άδειας παραμονής και εργασίας σε αλλοδαπό πρόσωπο, (β) της πλαστογραφίας, (γ) της κυκλοφορίας των πιο πάνω πλαστών καταρτιζόμενων συμβολαίων και υπεύθυνων δηλώσεων, (δ) της εξασφάλισης εγγραφής του ιδίου στη Δημοκρατία δια ψευδών παραστάσεων, (ε) της υποβοήθησης παράνομης εισόδου, διέλευσης και παραμονής του στη Δημοκρατία αλλά και (στ) την κατηγορία του απαγορευμένου μετανάστη, δηλαδή, αφού είχε εξασφαλίσει (ψευδώς) άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, παρέμεινε εντός του εδάφους αυτής.  

 

 

 

 

 

Β. Τα Γεγονότα

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και έγιναν παραδεκτά από την Υπεράσπιση[11], έχουν ως ακολούθως: Κατά τη διερεύνηση του παραπόνου της Μ.Κ 2 την 25.8.19 σε γραπτή της κατάθεση μεταξύ άλλων ανάφερε ότι τρίτο πρόσωπο την ενημέρωσε ότι εξασφάλισε την άδεια παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία με τη βοήθεια του πρώτου κατηγορουμένου και του άλλου προσώπου. Την 6.9.19 η ΜΚ9 σε κατάθεση της ανάφερε ότι σύμφωνα με τον φάκελο αλλοδαπού άλλου προσώπου με αριθμό Β13 00381, την 28.1.19 έγινε αίτηση από τον πρώτο κατηγορούμενο για να εργαστεί κοντά του ως οικιακή βοηθός, λόγω του ιατρικού προβλήματος που παρουσιάζει, με δηλωθείσα διεύθυνση εργοδότη, δηλαδή του πρώτου κατηγορουμένου. Την 6.9.19 η ΜΚ7 σε γραπτή της κατάθεση ανάφερε ότι τρίτο πρόσωπο στις 18.5.18 αποτάθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, μέσω του γραφείου της πέμπτης κατηγορούμενης για εργοδότηση στην πρώτη παραπονούμενη λόγω αναπηρικών προβλημάτων. Η άδεια της βρισκόταν σε ισχύ μέχρι 14.5.20.

 

Η ΜΚ7 παρέδωσε φωτοαντίγραφα ιατρικών πιστοποιητικών και της αίτησης της πρώτης παραπονούμενης. Η πρώτη παραπονούμενη, πρώην σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου, σε γραπτή κατάθεση που της λήφθηκε την 7.9.19 ανάφερε, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την ΜΚ8 τον Μάρτιο του 2019 και της είπε ότι θα μετέβαινε στο σπίτι τους λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, για να ελέγξει κατά πόσο τη βοηθούσε κοπέλα από τις Φιλιππίνες και την παρότρυνε να απαντήσει καταφατικά, ενημερώνοντας τους ότι ο ίδιος έγραψε στο όνομα τρίτου προσώπου, με σκοπό να τη βοηθήσει να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην κατάθεση της, επίσης ανέφερε ότι μετέβηκε στα αρμόδια τμήματα, όπου ενημερώθηκε ότι όντως το τρίτο πρόσωπο ενεγράφη στο όνομά της και εκδόθηκε άδεια εργασίας και προσωρινής παραμονής. Περαιτέρω, ανάφερε ότι η ίδια ουδέποτε αποτάθηκε, για να εργοδοτήσει την εν λόγω αλλοδαπή ως οικιακή βοηθό και ούτε τη γνωρίζει. Επίσης, η ΜΚ 8 ανάφερε στην κατάθεσή της ότι μετά την πληροφόρηση της σύλληψης του πρώτου κατηγορουμένου σχετικά με λογαριασμούς της ΜΤΝ έλεγξε όλες τις καταστάσεις λογαριασμών της ΜΤΝ που έρχονταν στο σπίτι της, οι οποίες αφορούσαν τιμολόγια του πρώτου κατηγορουμένου από την ΜΤΝ και ακόμη δύο άλλων προσώπων του Χριστόδουλου Χριστοδούλου, παραπονούμενο στην υπόθεση με αριθμό ΛΕΥ/ΤΑΕ/Σ/516/19, και της Θεοδώρας Χρυσηλίου, παραπονούμενη στην υπόθεση με αριθμό ΛΕΥ/ΤΑΕ/Σ518/19. Την 11.9.19 ο ΜΚ19 παρέλαβε ως τεκμήρια από την ΜΚ 10 τους φακέλους αλλοδαπών με αριθμό Β13 002382, Β17 00638 και Β18 00785  που αφορούν το άλλο πρόσωπο, τρίτο πρόσωπο και τον MD Minhazuri Rohman αντίστοιχα. Επίσης, την 18.9.19 παρέλαβε από την ΜΚ 10 τον φάκελο με αριθμό Β01 04010.

 

 Οι εν λόγω φάκελοι αλλοδαπών μελετήθηκαν από τον ΜΚ 12 την 12.9.19. Εναντίον των κατηγορουμένων εκδόθηκαν δικαστικά εντάλματα σύλληψης. Την 13.9.19 και ώρα 10:10 συνελήφθη ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, απάντησε ότι: «Η Έμιλι ήταν η διερμηνέας του». Η πέμπτη κατηγορούμενη αναζητήθηκε χωρίς να εντοπιστεί και καταζητείται. Ακολούθως, την 13.9.19 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένταλμα προφυλάκισης ή κράτησης της δίκης για τους κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 4 μέχρι την 16.9.19.

 

Ακολούθως, ο δεύτερος παραπονούμενος σε γραπτή του κατάθεση που λήφθηκε την 14.9.19 ανάφερε ότι σε έγγραφα που βρίσκονται στους φακέλους: 

1) με αριθμό Β1800785 του αλλοδαπού MD Minhazuri Rohman (6ος κατηγορούμενος) από το Μπαγκλαντές, στην υπεύθυνη δήλωση, ήτοι στα σημεία όπου τα κενά που είναι συμπληρωμένα με μπλε στυλό, αυτά, δεν είναι συμπληρωμένα από εκείνον και δεν έχει υπογράψει αυτός στο σημείο κάτω από τη φράση: «Με εκτίμηση». Η αναλυτική κατάσταση αποδοχών ασφαλισμένου κατά του εργοδότη για το έτος 2017 είναι δική του αλλά δεν γνωρίζει πώς κατατέθηκε στον φάκελο. H χειρόγραφη επιστολή προς τον αξιότιμο Dιευθυντή Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης δεν γράφηκε από τον εκείνον.

 

2) Με αριθμό Β1700638 τρίτου προσώπου στην υπεύθυνη δήλωση στα κενά που είναι συμπληρωμένα με μπλε στυλό δεν είναι συμπληρωμένα από εκείνον, δεν έχει υπογράψει αυτός στο σημείο κάτω από τη φράση: «Με εκτίμηση», και δεν έχει κάνει την οπισθογράφηση. Επίσης, η αναλυτική κατάσταση αποδοχών ασφαλισμένου κατά του εργοδότη για το έτος 2018 είναι δική του, αλλά δεν γνωρίζει πώς κατατέθηκε στον φάκελο.

 

3) Με αριθμό Β1702254 του αλλοδαπού Lakmal Edirsing Kumasaru από τη Σρι Λάνκα, στην υπεύθυνη δήλωση στα κενά που είναι συμπληρωμένα με μπλε στυλό δεν είναι συμπληρωμένα από εκείνον και δεν έχει υπογράψει αυτός στο σημείο κάτω από τη φράση: «Με εκτίμηση». Επίσης, το φωτοαντίγραφο ταυτότητας είναι της δίκης του αλλά δεν γνωρίζει πώς κατατέθηκε στον φάκελο και ότι η αναλυτική κατάσταση αποδοχών ασφαλισμένου κατά του εργοδότη για το έτος 2017 είναι δική του αλλά δεν γνωρίζει πώς κατατέθηκε στον φάκελο. Τέλος, στην κατάθεσή του ανάφερε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει με τα χαρτιά τους, ώστε να λάβει βοήθημα από τη Μέριμνα. Έτσι, ο δεύτερος παραπονούμενος έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο την ταυτότητά του και συμπληρωμένη την αίτηση μαζί με αυτήν της μητέρας τους, τα οποία και κατάθεσε στη Μέριμνα. Στον μόνον που έδωσε τα έγγραφά τους ήταν στον πρώτο κατηγορούμενο.

 

 

Την 18.9.16 σε συμπληρωματική του κατάθεση σχετική με τις δύο εξουσιοδοτήσεις για τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 18.1.18 και 3.5.18 ανάφερε ότι δεν τις αναγνωρίζει, η υπογραφή και τα γραφόμενα σε αυτές δεν είναι δικά του και δεν έδωσε ποτέ την όποια συγκατάθεση στην πέμπτη κατηγορούμενη. Την 16.9.19 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα προσωποκράτησης για τους κατηγορούμενους 1 και άλλα πρόσωπα για περίοδο 8 ημερών και παρέμειναν υπό κράτηση σε αστυνομικά κρατητήρια. Την 16.9.19 σε γραπτή της κατάθεση η ΜΚ 4 ανάφερε ότι μεταξύ των συνεργατών της Ασφαλιστικής Εταιρείας So Easy Insurance (πρώην Any Time Insurance) ήταν και το γραφείο της δεύτερης κατηγορούμενης με την επωνυμία Prima Employment Agents. Όσον αφορά για το συμβόλαιο της πρώτης παραπονούμενης LEL 104300, αυτό εκδόθηκε στις 16.5.18 από συνεργάτη της και παρουσιάζεται στο Migration. Όλες οι ενέργειες για το συμβόλαιο έγιναν από τον συνεργάτη που ανάφερε πιο πάνω. Επίσης, παρέδωσε έγγραφα που σχετίζονται με το εν λόγω συμβόλαιο.

 

Την 16.9.19 η ΜΚ5 σε γραπτή της κατάθεση ανάφερε ότι οι βεβαιώσεις προς τον Επαρχιακό Λειτουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες εκδόθηκαν με ημερομηνίες 14.5.18, 29.6.17 και 18.1.18 στο όνομα του δεύτερου παραπονούμενου τις εξέδωσε η ίδια, αφού αναγνωρίζει την υπογραφή της. Τις εν λόγω βεβαιώσεις τις εξέδωσε κατόπιν παραλαβής εξουσιοδοτήσεων, εξουσιοδοτήσεις τις οποίες παράλαβε από την πέμπτη κατηγορούμενη. Την 16.9.19 η ΜΚ6 σε γραπτή της κατάθεση ανάφερε ότι όσον αφορά τη Βεβαίωση Αναλυτική Κατάσταση Αποδοχών,Ασφαλισμένου, ημερομηνίας 18.5.18, στο όνομα τρίτου προσώπου, αυτή έχει εκδοθεί από την ίδια, αφού αναγνωρίζει την υπογραφή της. Την εν λόγω βεβαίωση την εξέδωσε κατόπιν εξουσιοδοτήσεως που της παρέδωσε η πέμπτη κατηγορούμενη και αφορούσε τρίτο πρόσωπο.

 

Την 17.9.19 η ΜΚ7 σε γραπτή της κατάθεση ανάφερε ότι σύμφωνα με τον φάκελο Β0104010 εναντίον της Mary Ann Cacas Acab εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης, η οποία στις 17.7.11 συνελήφθη. Απελάθηκε από την Κύπρο την 21.4.12. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία καταχωρημένα για την εν λόγω αλλοδαπή. Την 18.9.19 σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από το τρίτο πρόσωπο, αφού πρώτα πληροφορήθηκε για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και της επιστήθηκε η προσοχή της στον Νόμο ανάφερε, ότι πλήρωσε τον πρώτο κατηγορούμενο για να τη γράψει στο όνομά του ως εργοδοτούμενη του και προς τούτο μετέβηκε μαζί του στο γραφείο της πέμπτης κατηγορούμενης, οι οποίοι της έδωσαν τα χαρτιά τα οποία υπέγραψε. Μετά την εγγραφή της διαπίστωσε ότι στην κάρτα της αναφέρεται ως εργοδότης της η πρώτη παραπονούμενη.

 

 

 

Επίσης, ανάφερε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος της έδωσε Release Paper από την πρώτη παραπονούμενη και της είπε να το υπογράψει, για να μην την πιάσει η Αστυνομία και το υπόγραψε. Την 19.9.19 σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από άλλο πρόσωπο, αφού πρώτα πληροφορήθηκε για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και της επιστήθηκε η προσοχή της στον Νόμο, ανάφερε μεταξύ άλλων ότι εργοδότης της είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και εργάζεται στη διεύθυνση όπου διαμένει. Τον πρώτο κατηγορούμενο τον γνώρισε το 2016, ο οποίος της ανάφερε ότι εργαζόταν στην πέμπτη κατηγορούμενη και δίνει πελάτες στην πέμπτη κατηγορούμενη για να τους κάνει βίζα. Το 2017 ενώ εργαζόταν επικοινώνησε μαζί με το τρίτο πρόσωπο, η οποία ζήτησε τη βοήθειά της, για να βρει εργοδότη και έτσι της γνώρισε τον πρώτο κατηγορούμενο λέγοντας της ότι εργάζεται στην πέμπτη κατηγορούμενη και θα μπορούσε να τη βοηθήσει, πράγμα το οποίο και έγινε, αφού πρώτα πλήρωσε τον πρώτο και άλλο πρόσωπο. Επίσης, ανάφερε ότι το τρίτο πρόσωπο της γνώρισε την ΜΚ2, για να τη βοηθήσει με τη βίζα της και αυτή τη σύστησε στον πρώτο κατηγορούμενο. Ο πρώτος κατηγορούμενος της ανάφερε ότι θα την έγραφε στον γιο του.  Επίσης, στην κατάθεσή της ανάφερε παρόμοιο περιστατικό με κάποια Noemi από τις Φιλιππίνες. Αυτή ανάφερε, επίσης, ότι έλαβε δώρα από τον πρώτο κατηγορούμενο. Την πέμπτη κατηγορούμενη δεν την είδε ποτέ αλλά μίλησε στο τηλέφωνο κάποιες φορές μαζί της. Είχε φιλικές σχέσεις το τρίτο πρόσωπο και οι φίλοι της τη φωνάζουν Μαριάννα γιατί είχε βαφτιστεί Μουσουλμάνα. Την 20.9.19 η ΜΚ13 παρέδωσε στην ΜΚ20 εγγυητικές επιστολές που αφορούν τους φακέλους αλλοδαπών με αριθμό Β17 00638, Β13 001381 και Β18 00785.

 

Την 21.9.19 σε συμπληρωματική ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, αφού πρώτα πληροφορήθηκε για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, μεταξύ άλλων ανάφερε ότι ο ίδιος έγραψε το πρώτο πρόσωπο στο όνομα της πρώτης παραπονούμενης χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, υπογράφοντας για αυτή. Επίσης, ανέφερε ότι το τέταρτο πρόσωπο υπέγραψε την εγγυητική για το τρίτο πρόσωπο με αντάλλαγμα €60. Επίσης, σε έγγραφο που του υποδείχθηκε παραδέχτηκε ότι υπόγραψε ο ίδιος στο όνομα του δεύτερου παραπονούμενου και ότι ο δεύτερος παραπονούμενος δεν γνώριζε τίποτα για τα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο του τρίτου προσώπου, τα οποία είναι στο όνομά του.

 

Την 21.9.19 σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από το τέταρτο πρόσωπο, αφού πρώτα πληροφορήθηκε για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο μεταξύ άλλων ανάφερε ότι γνωρίζει τον πρώτο κατηγορούμενο και την πρώτη παραπονούμενη αλλά δεν γνωρίζει το τρίτο πρόσωπο. Σχετικά με την υπογραφή της αίτησης για παροχή έγκρισης και έντυπο δήλωσης δέσμευσης κατάθεσης για το τρίτο πρόσωπο ανάφερε ότι φαίνεται να είναι η υπογραφή του. Όσον αφορά το γεγονός ότι το τρίτο πρόσωπο ενεγράφη στο όνομα της πρώτης παραπονούμενης χωρίς να το γνωρίζει ανάφερε ότι την ξεγέλασε ο πρώτος κατηγορούμενος λέγοντας του ότι δεν είχε πρόβλημα.

 

Για το ποσό των €850 που δεσμεύτηκε από τον προσωπικό του λογαριασμό για 3 εγγυητικές ανάφερε ότι οι ίδιοι οι αλλοδαποί στην παρουσία του κατέβαλλαν το ποσό των €850. Επίσης, ανάφερε ότι στην τράπεζα πήγαινε μαζί του ο πρώτος κατηγορούμενος και σε μια από τις περιπτώσεις ήταν μαζί τους το άλλο πρόσωπο. Για την υπογραφή των δύο πρώτων εγγυητικών έλαβε το ποσό των €50 έκαστος από τον πρώτο κατηγορούμενο ενώ για την τρίτη συμφώνησε με τον πρώτο κατηγορούμενο να πάρει το ποσό των €100. Ο πρώτος κατηγορούμενος όπως του ανάφερε δεν μπορούσε να κάνει άλλες εγγυητικές στο όνομά του και του ζήτησε όπως τις κάνει αυτός. Συμφώνησαν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος θα του έδινε €50-€ 60 κάθε φορά και δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Όσον αφορά την πέμπτη κατηγορούμενη αυτήν είχε ακουστά από τον πρώτο κατηγορούμενο, αλλά δεν την είδε ποτέ. Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκαν συγκαταθέσεις από τους παραπονούμενους καθώς και από το τρίτο και τέταρτο πρόσωπο για λήψη δειγμάτων γραφικού χαρακτήρα και αφού παραλήφθηκαν δείγματα γραφής και έγγραφα, αυτά αποστάλθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις. Την 18.11.19 και ώρα 17:57 η πέμπτη κατηγορούμενη παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπου εξασφαλίστηκε διάταγμα προσωποκράτησής της για περίοδο 4 ημερών. Την ίδια μέρα και μεταξύ των ωρών 15:40 - 16:20 διενεργήθηκε έρευνα στην οικία της πέμπτης κατηγορούμενης, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσής της, χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε το επιλήψιμο. Την 20.11.19 σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από την πέμπτη κατηγορούμενη αυτή μεταξύ άλλων ανάφερε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος την επισκέφθηκε 3 ή 4 φορές. Επίσης, ο πρώτος κατηγορούμενος της είχε φέρει τα χαρτιά της ΜΚ2 για να τη γράψει πάνω στον γιο του, του έδωσε τα απαιτούμενα χαρτιά, για να τα υπογράψει ο εργοδότης και να της τα δώσει πίσω. Για την πρώτη παραπονούμενη ανάφερε ότι γνωρίζει ότι είναι η γυναίκα του πρώτου κατηγορουμένου αλλά δεν τη γνωρίζει προσωπικά και ότι τα έγγραφα της πρώτης παραπονούμενης πιθανόν να της τα έδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος. Επίσης, ανάφερε ότι αυτή πρόσφερε υπηρεσίες είτε σε εργοδότες είτε σε αλλοδαπούς. Επιπρόσθετα, ανάφερε ότι δεν γνώριζε ότι οι αλλοδαποί Lakmal Edirising, MD Minhazur Rohman και Dinah Famador Alarcon δεν εργοδοτήθηκαν ποτέ από τους δηλωμένους εργοδότες τους και παραμένουν παράνομα στην Κύπρο. Από την πέμπτη κατηγορούμενη, κατόπιν γραπτής της συγκατάθεσής της για λήψη δειγμάτων γραφικού χαρακτήρα και τα λοιπά, παραλήφθηκαν δείγματα γραφής σε έγγραφα, τα οποία θα τύχουν επιστημονικών εξετάσεων.

 

 

Γ. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορουμένων   

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υπεράσπισης, για σκοπούς μετριασμού αγόρευσαν προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου, υιοθετώντας και οι δύο αντίστοιχα, το περιεχόμενο των εκθέσεων του  Γραφείου Ευημερίας, -ως αυτές ετοιμάστηκαν κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου-, για σκοπούς επιβολής ποινής. Αναφορά στα σημεία που τόνισαν οι συνήγοροι προφορικώς, θα γίνει κατωτέρω.

 

Σε ότι αφορά τον 1ο κατηγορούμενο, σημειώνεται ότι αυτός είναι σήμερα ηλικίας 62 ετών και πατέρας 3 ενήλικων παιδιών.  Διαμένει, όντας πλέον διαζευγμένος, σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στη Λευκωσία. Για τα έτη 2013 μέχρι και 2016 υπήρξε λήπτης Δημοσίου Βοηθήματος, ενώ από τον Νοέμβριο του 2016 και εντεύθεν λαμβάνει το ποσό του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Σύμφωνα με τις Ιατρικές Βεβαιώσεις που επισυνάπτονται στην σχετική Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ο κατηγορούμενος 1 πάσχει από ινσουλινοεξαρτόμενο διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, χρόνια βρογχίτιδα, σπονδυλαρθρίτιδα και γαστρίτιδα.  Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόσφατα έχει προσβληθεί από τη νόσο του Πάρκινσον. Αναμένει δε απάντηση στα αιτήματα που υπέβαλε προς την πολιτεία για την λήψη επιδομάτων αναπηρίας και φροντίδας. Ο ίδιος αποτελεί το τρίτο στη σειρά από τα έξι παιδιά που αποκτήθηκαν από το γάμο των γονέων του, ενώ δύο από τα αδέλφια του δεν βρίσκονται πλέον, εν ζωή. Αμφότεροι γονείς του έχουν αποβιώσει. Με τα αδέλφια του, ως ο ίδιος δήλωσε, υπάρχει επικοινωνία. Το 1982 τέλεσε γάμο με την κα. Παναγιώτου η οποία λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας που παρουσίαζε απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2022, σε ηλικία 63 ετών. Το ζευγάρι οδηγήθηκε σε διάσταση με την πάροδο των ετών. Προχώρησε το 2021 στη λήψη διαζυγίου. Με τα παιδιά του ηλικίας σήμερα, 34, 32 και 28 διατηρεί καλές σχέσεις, τα οποία τον στηρίζουν μεταξύ άλλων, και οικονομικά όποτε παρουσιαστεί ανάγκη. Επαγγελματικά εργάστηκε ως τραπεζοκόμος στη Λέσχη Αξιωματικών της Λάρνακας, σε ξενοδοχείο στη Λεμεσό και σε αίθουσα δεξιώσεων της Λευκωσίας, έχοντας αποφοιτήσει το 1977 από τον Κλάδο Τραπεζοκομίας της Α’ Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας.

 

O κ. Κοζάκος στην προφορική προς μετριασμό αγόρευση του, έκανε μνεία στην παραδοχή του πελάτη του, έστω και μετά την πάροδο χρόνου, ο οποίος έχει αναγνωρίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει. Η παραδοχή του δήλωσε, συνιστά και την έμπρακτη μεταμέλεια του. Τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν είχε κανένα κίνητρο για τις πράξεις του, οι οποίες ήταν απότοκο προτροπών τρίτων προσώπων, και ειδικότερα της πρώην κατηγορούμενης 5, για την οποία η υπόθεση διακόπηκε. Μη έχοντας πλήρη αντίληψη του λανθασμένου των πράξεων του, ο ίδιος νομιζόμενος ότι ήταν αρωγός σε πρόσωπα τα οποία είχαν ανάγκη από βοήθεια, προέβη στις πιο πάνω ενέργειες. Το καλόπιστο των πράξεων του δε, αντανακλάται από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν καρπώθηκε οποιοδήποτε ωφέλημα, χρηματικό ή άλλως πώς. Οποιοδήποτε ποσό έτυχε να λάβει, απέδωσε σε τρίτα πρόσωπα, γεγονός που καταδεικνύει ότι σκοπός του δεν ήταν η αποκόμιση οικονομικού οφέλους αλλά η παροχή βοήθειας σε πρόσωπα τα οποία ήταν σε κατάσταση ανάγκης. Υιοθετώντας το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, ως αυτή παρατέθηκε ανωτέρω, ο συνήγορος ζήτησε από το Δικαστήριο όπως επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του πελάτη του ο οποίος δεν αποτελεί παραβατικό στοιχείο της κοινωνίας. Κατά την επιλογή της ποινής δήλωσε ο κ. Κοζάκος, ορθό είναι όπως το Δικαστήριο αναλογιστεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει ανάγκη από 24ωρη φροντίδα και παρακολούθηση ενώ τυχόν εγκλεισμός του στις Κεντρικές Φυλακές  θα επιδεινώσει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του. Υπενθύμισε στο Δικαστήριο ότι, τα αδικήματα έλαβαν χώρα προ μίας εξαετίας, με τον κατηγορούμενο να μην έχει έκτοτε απασχολήσει τη Δικαιοσύνη καθώς και ότι στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης ο κατηγορούμενος παρέμεινε υπό κράτηση λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης των όρων που είχαν τεθεί από το Δικαστήριο για  περίοδο 3 και πλέον μηνών.

 

Σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο 6, τα εξής καταγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ημερομηνίας 9.6.23. Ο κατηγορούμενος 6 είναι ηλικίας 27 ετών, άγαμος με καταγωγή από το Μπαγκλαντές. Κατάγεται από πολυμελή οικογένεια με τους γονείς του να έχουν αποβιώσει λόγω σοβαρών θεμάτων υγείας. Στην Κύπρο ήρθε το 2018 για να εργαστεί ως κατ’ οικον φροντιστής σε ηλικιωμένο πρόσωπο. Εκεί εργάστηκε για μια περίοδο 6 μηνών ενώ ακολούθως συνελήφθη από την Αστυνομία παραμένοντας στις Κεντρικές Φυλακές για δώδεκα ημέρες. Στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου. Έκτοτε, εργάζεται περιστασιακά απασχολούμενος σε διάφορες εργασίες που εντοπίζει, λαμβάνοντας περίπου από έκαστην εργασία περί τα €40-€50 την ημέρα. Διαμένει σε ενοικιαζόμενη κατοικία μαζί με ομοεθνή του καταβάλλοντας €175 μηνιαίως ως μερίδιο ενοικίου. Στην εν λόγω έκθεση επισυνάπτονται το σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο, οι λογαριασμοί της ΑΗΚ, οι κατά καιρούς μισθοδοσίες του κατηγορούμενου καθώς και η αρχική αλλά και μεταγενέστερη του αίτηση που υπέβαλε στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο με σκοπό τη λήψη πολιτικού ασύλου. Ο κ. Παφίτης ανέφερε ότι ο πελάτης του υπήρξε πράγματι θύμα παραπλάνησης από τους φερόμενους ως «αντιπροσώπους ή agents» που θα τον έφερναν, υποτίθεται νόμιμα, στην Δημοκρατία για να εργαστεί. Διαφάνηκε μετά την είσοδο του στην Κύπρο ότι, όλα όσα του είχαν υποσχεθεί όπως, εργασία και μισθό, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, η φύση των οποίων φυσικά είναι αλληλένδετη, ως άλλωστε φανερώνουν και τα γεγονότα της παρούσας, αποτελούσε πραγματικά ένα μεμονωμένο περιστατικό στην ζωή του κατηγορούμενου, ο οποίος μάλιστα, μετά την παραδοχή του, η οποία σκοπό έχει να επιδείξει και εμπράκτως την μεταμέλεια του προς την πολιτεία και τη δικαιοσύνη, θέτει εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας, με σκοπό μετά την επιβολή σε αυτόν της κατάλληλης ποινής όπως, καταθέσει αν χρειαστεί, ως μάρτυρας κατηγορίας.

Ο κ. Παφίτης έκανε περαιτέρω αναφορά στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των ενώπιον του Δικαστηρίου παραβατών, αναφέροντας ότι, ηγετικό ρόλο στην εξέλιξη της όλης υπόθεσης είχε η πρώην κατηγορούμενη 5 η οποία πλέον, για λόγους που δεν μπορεί η υπεράσπιση να γνωρίζει, είναι εκτός κατηγορητηρίου. Ο συνήγορος του κατηγορούμενου τόνισε ότι από την διάπραξη του αδικήματος έχουν παρέλθει 5 και πλέον χρόνια. Κάλεσε περαιτέρω το Δικαστήριο όπως, σε περίπτωση που αυτό προσανατολίζεται σε ποινή στερητικής της ελευθερίας, αυτή ανασταλεί, και αυτό γιατί οι προσωπικές περιστάσεις του πελάτη του, σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες ούτως ώστε να δικαιολογείται η παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας σε αυτόν.

 

Δ. Νομική Πτυχή

Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται από τη φύση τους αλλά και από τις νομοθετικώς ανώτατες προβλεπόμενες ποινές. Η ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της. Τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου προβλέπουν ποινές φυλάκισης τριών χρόνων (βλ. άρθρο 335 και 339 του Κεφ. 154).  Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 305 του Ποινικού Κώδικα, όποιος εξασφαλίζει ή αποπειράται να εξασφαλίσει εγγραφή δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού με ψευδή παράσταση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση 3 χρόνων.

 

Τα αδικήματα της πλαστογραφίας και πλαστοπροσωπίας τιμωρούνται συνήθως με φυλάκιση (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 540,  Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζημιτσή (2005) 2 Α.Α.Δ 101 και Mashvili ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 482). Το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου τιμωρείται κατ’ ανάλογο τρόπο με την πλαστογραφία, την οποία συνήθως χρονικά διαδέχεται (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 144). Οι υποθέσεις συνήθως διαχωρίζονται σε υποθέσεις πολύ σοβαρές (4 - 6 χρόνια φυλάκιση), μεσαίας (2 - 3½ χρόνια φυλάκιση) και μικρής (6 – 15 μήνες) σοβαρότητας (βλ.  Sentencing in Cyprus, ante, σελ. 145). Όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης των αρχών του κράτους προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών το αδίκημα θεωρείται σοβαρό (βλ. ΓΕ ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται επίσης η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η ψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113).

 

 

Ο Νομοθέτης περαιτέρω προνόησε όπως, αδικήματα της συνωμοσίας που απώτερο  σκοπό έχουν την καταδολίευση τρίτων προσώπων, επιφέρουν ποινές φυλάκισης 5 ετών (βλ. άρθρο 302 Ποινικού Κώδικα), ενώ η εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του άρθρου 298 του Κεφ. 154 επισύρει ποινής φυλάκισης επίσης, 5 χρόνων. Αντίστοιχα, ποινικά κολάσιμες πράξεις που διενεργούνται κατά παράβαση του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως, η υποβοήθηση παράνομης εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή µε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €150.000 ή και µε τις δύο αυτές ποινές.

  

Στην υπόθεση Borisov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α..ΑΔ 204, ο Βουλγαρικής καταγωγής κατηγορούμενος, ηλικίας 31 χρόνων, παντρεμένος με τρία παιδιά, ενώ βρισκόταν στην Κύπρο, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 15 μηνών για αδικήματα κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπίας και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απελάθηκε. Επανήλθε παράνομα ως απαγορευμένος μετανάστης και απελάθηκε για δεύτερη φορά το 2003 για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, χωρίς να κατηγορηθεί. Ακολούθως εισήλθε ξανά στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας πλαστό Ελληνικό Διαβατήριο, το οποίο είχε αποκτήσει παράνομα. Καταδικάσθηκε μετά από δική του παραδοχή για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών. Οι ποινές επικυρώθηκαν κατ' έφεση. Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών στις περιπτώσεις αδικημάτων ως τα υπό συζήτηση,  έτυχε επανάληψης στην απόφαση Atefi ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 190, όπου οι ποινές φυλάκισης από 2 μέχρι 10 μήνες για αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην Hossein Javid Atefi v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ 190 η έφεση εναντίον ποινών 10 και 8 μηνών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία ψευδούς εγγράφου αντίστοιχα, κατόπιν παραδοχής, απορρίφθηκε.

 

Σε ότι αφορά τα αδικήματα του Κεφ. 105, ( που αφορούν και τον κατηγορούμενο 1 αλλά και τον κατηγορούμενο 6), η νομολογία φανερώνει ότι η συνήθης ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Στην  Mohamed El Feky v Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166, επικυρώθηκε η ποινή φυλάκισης 3 μηνών που επεβλήθη πρωτοδίκως για το αδίκημα της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία. Στη  Hassan Elhamian ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 605, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών για το αδίκημα της παράνομης παραμονής απαγορευμένου μετανάστη στη Δημοκρατία, η οποία όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί αυστηρή δεν ήταν, εκδήλως υπερβολική με δεδομένη τη σοβαρότητα του αδικήματος.

 

Είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών έκαστου παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd edition, σελ. 2). Επομένως, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την επιβολή ποινής, έχει υποχρέωση όπως προβεί στην κατάλληλη διεργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ούτως ώστε, η επιβαλλόμενη ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Των ως άνω λεχθέντων όμως, είναι ορθό όπως γίνει μνεία στο ότι, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της έχει λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

Η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος, οι συνθήκες και ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή, επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη, κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, Yeats v Constantin (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, Κοσασβίλη ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 606). Δηλαδή, ποινή φυλάκισης επιβάλλεται, μόνο στις περιπτώσεις όπου κρίνεται απολύτως απαραίτητο και για περίοδο όχι περισσότερη από ότι υπό τις περιστάσεις είναι αναγκαίο. Όπως έχει αναφερθεί από τον Αρχιδικαστή Lane στην απόφαση Bibi [1980] 1 W.L.R 1193:

 

«Τα Δικαστήρια πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά να εξετάζουν την κάθε περίπτωση προς τον σκοπό διασφάλισης, στην περίπτωση που άμεση ποινή φυλάκισης είναι απαραίτητη, ότι η ποινή είναι όσο το δυνατόν μικρότερη και σύμφωνη μόνο με το καθήκον του Δικαστηρίου για προάσπιση των συμφερόντων της κοινωνίας και της αποτροπής του εγκληματία.» (βλ. επίσης στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2004, σελίδα 1824, παράγραφο Ε.1.11, όπου γίνεται παραπομπή και σε πολύ πιο πρόσφατη Αγγλική Νομολογία, όπου το προαναφερόμενο σκεπτικό του Αρχιδικαστή Lane έχει υιοθετηθεί).

 

Έχοντας υπόψη τις ποινές που προβλέπουν τα προαναφερόμενα νομοθετήματα για τα αδικήματα αντικείμενο του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης, την νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο φρονεί ότι τα ακόλουθα επενεργούν επιβαρυντικά σε σχέση με τους κατηγορούμενους: 

 

1.     Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές και την έξαρση που παρατηρείται στην διάπραξη αδικημάτων τούτου του είδους, γεγονός για το οποίο αντλείται Δικαστική γνώση ενόψει της πλειάδας υποθέσεων αυτού του είδους που καταχωρούνται ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων.

 

2.    Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής μου ότι ο κατηγορούμενος 1 ενεργούσε κατά παράνομο τρόπο για μια μακρά περίοδο, ήτοι αυτήν των 2 ετών, αποτελώντας και ο ίδιος μεταξύ άλλων, ηθελημένα, -αφού ενεργούσε κατά αυτόν τον τρόπο από τον Ιούνιο του 2017 μέχρι και τον Μάιο του 2019[12] - ένα γρανάζι στο κύκλωμα παρανομίας που δημιουργήθηκε, επηρεάζοντας όχι μόνο τις ζωές ανυποψίαστων ανθρώπων αλλά, ξεγελώντας κατ΄αυτόν τον τρόπο και τον κρατικό μηχανισμό και τις αρχές του κράτους με απώτερο σκοπό την αποκόμιση οικονομικού ή άλλου οφέλους. Το κατά πόσον δε αυτό το όφελος, οικονομικό ή μη, αποδόθηκε τελικώς σε τρίτο πρόσωπο, φέρει λίγη βαρύτητα στην προκείμενη.  

 

3.    Το γεγονός ότι η διάπραξη των αδικημάτων εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 ήταν προμελετημένη και οργανωμένη κατά τρόπον που φανερώνει τον προσχεδιασμό (συνωμοσία) και πρόθεση του εν λόγω κατηγορούμενου στη ολοκλήρωση του σκοπού του,  με τα υπό του κατηγορητηρίου αδικήματα να εκτείνονται σε μια μακρά περίοδο 2 ετών και να αφορούν ή να επηρεάζουν 5 διαφορετικά αλλοδαπά πρόσωπα, και άλλο αριθμό Κύπριων πολιτών, των οποίων οι υπογραφές και/ή έγγραφες συναινέσεις πλαστογραφήθηκαν εν αγνοία τους.

 

4.    Παράλληλα, παράγοντας που συνυπολογίζεται στο στάδιο προσδιορισμού της ποινής είναι ο αριθμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τους κατηγορούμενους σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. 

 

5.    Σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο 6, επιβαρυντικά επενεργεί και για τον ίδιο το γεγονός ότι δια της διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων, ο ίδιος σκοπό είχε την αποκόμιση οφέλους προς το πρόσωπο του, ήτοι την είσοδο, παραμονή, διαμονή και εργασία στο έδαφος της Δημοκρατίας. Η απόφαση του εν λόγω κατηγορούμενου όπως ενεργήσει κατά τον πιο πάνω τρόπο, μπορεί να μην είχε άμεση επίδραση στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όμως, συμπεριφορές αυτού του είδους, επιδείχνουν την έλλειψη σεβασμού προς τους νόμους της πολιτείας, την φιλοξενία της οποίας επιδίωκε και συνεχίζει να επιδιώκει.  

 

Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ των κατηγορουμένων, ως ελαφρυντικά στοιχεία.

 

  1. Η παραδοχή των κατηγορουμένων έστω και σε αυτό το στάδιο, στις κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες τους επιβάλλεται τώρα ποινή, σε συνδυασμό με την απολογία τους.  

 

  1. Το λευκό ποινικό μητρώο των κατηγορουμένων. Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, ως μία πτυχή του χαρακτήρα και του ιστορικού του, έχει σημασία και πρέπει, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η εκ. σελ.59).

 

  1. Την ηλικία αμφότερων των κατηγορουμένων ήτοι, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 6 αποτελεί νεαρό παραβάτη, ενώ ο  κατηγορούμενος 1 αποτελεί πρόσωπο ηλικίας 62 ετών.

 

  1. Η μη επαναδιάπραξη άλλων αδικημάτων από το 2019 και το γεγονός ότι, και οι δύο έχουν αποφασίσει όπως μετά την επιβολή ποινής θέσουν εαυτόν στη διάθεση της αστυνομίας σε περίπτωση που η μαρτυρία τους  καταστεί αναγκαία στο Δικαστήριο.

 

  1. Ο χρόνος στον οποίο καλείται το Δικαστήριο όπως επιβάλει ποινή. Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων στην Krashias and Others v Cyprus (Application N. 52551/2018) ημερ. 20.6.23, τα Δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής οφείλουν να αναγνωρίζουν την όποια τυχόν καθυστέρηση στην ποινική διαδικασία (νοουμένου ότι αυτή υπάρχει), και να εξειδικεύουν εκεί όπου χρειάζεται την ακριβή μείωση που αντιστοιχεί στην παραβίαση. Στην παρούσα περίπτωση φρονώ ότι η καταχώρηση της παρούσας έγινε εντός εύλογου χρόνου (η διάπραξη των αδικημάτων διαπιστώθηκε τον Αύγουστο του 2019, μετά από καταγγελία- και η καταχώρηση έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2019. Σημειώνεται επίσης ότι στην παρούσα, το Δικαστήριο καλείται μεν όπως επιβάλει ποινή μετά την πάροδο 6 ετών από την ημερομηνία αρχικής διάπραξης των αδικημάτων (Ιούνιο του 2017 για κατηγορούμενο 1 και Νοέμβριο του 2019 για κατηγορούμενο 6) όμως αυτό οφείλεται στην επαναλαμβανόμενη αλλαγή απαντήσεων, μεταξύ παραδοχής και μη παραδοχής των κατηγορουμένων (ως άλλωστε είχαν δικαίωμα να πράττουν), με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ακούει γεγονότα για την παρούσα μόλις, τον Δεκέμβριο του 2023. Το Δικαστήριο ήταν πάντοτε έτοιμο συνεπώς όπως προχωρήσει στην επιβολή της αρμόζουσας ποινής. Δυνάμει των πιο πάνω, καμία παραβίαση ή υπέρμετρη καθυστέρηση δεν παρατηρείται στην ολοκλήρωση της παρούσας υπόθεσης. Ο όποιος χρόνος συνεπώς διέρρευσε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, θα ληφθεί μεν υπόψιν ως ένας εκ των παραγόντων που οφείλει το Δικαστήριο να συνυπολογίζει κατά την επιβολή της αρμόζουσας στο πρόσωπο των συγκεκριμένων παραβατώνη, ποινής, για σκοπούς όμως της παρούσας και για τους λόγους που έχω ανωτέρω αναφέρει, η βαρύτητα που αυτός ο παράγοντας φέρει, είναι περιορισμένη.     

 

  1. Τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των κατηγορουμένων όπως αυτές καταγράφονται στην έκθεση των ΥΚΕ.

 

  1. Η κατάσταση της υγείας ενός κατηγορούμενου 1, στο βαθμό που η νομολογία έχει αναγνωρίσει, προσμετρά προς μετριασμό της ποινής ενός κατηγορουμένου (βλ.Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus 2η εκδ. σελ. 76 και Ανδρέας Σοφοκλέους ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 144, R v Leatherbarrow [1992] 13 Cr. App. R.(S) 632, R v Bernard [1997] 1 Cr. App. R (S) 135).  

 

  1. Το γεγονός ότι η ποινική υπόθεση για την κατηγορούμενη 5 έχει τύχει αναστολής με οδηγίες του Εντίμου Γενικού Εισαγγελέα. Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους, οφείλουν όπως προσάγουν ενώπιον των ανεξάρτητων δικαστικών αρχών, όλους τους παραβάτες, ως άλλωστε υπαγορεύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών (βλ. Άρθρο 28 του Συντάγματος και Gagloshvill v Αστυνομίας Ποινική Εφ. 33/21 ημερ. 21.12.21, ECLI:CY:AD:2021:D575). Στην παρούσα σημειώνεται το γεγονός ότι, οι λόγοι που οδήγησαν στην αναστολή της υπόθεσης εναντίον της 5ης κατηγορούμενης παραμένουν άγνωστοι στο Δικαστήριο, αποστερώντας από αυτό ουσιαστικά την δυνατότητα όπως εξετάσει εις βάθος την εισήγηση περί άνισης μεταχείρισης παραβατών. Τούτου λεχθέντως όμως, οφείλω να λάβω υπόψιν μου ως γεγονός, -το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή ( ως αυτό αναδείχθηκε από την υπεράσπιση)- ότι, η κατηγορούμενη 5 μεταξύ άλλων, είχε ενεργό ρόλο στην διάπραξη και διενέργεια των παράνομων πράξεων που καταλογίζονται μεταξύ άλλων και στους ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενους[13] και ότι αυτή έτυχε απαλλαγής από τις από κοινού κατηγορίες που αντιμετώπιζε (κυρίως) με τον κατηγορούμενο 1.

 

Ε. Ποινή- Κατάληξη

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν αυτοί δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής.

 

Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή. Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής θα έδιδε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.

 

Έχοντας βεβαίως κατά νου και την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ παραβατών, σε συνάρτηση πάντοτε με την πορεία που έχει λάβει η υπόθεση εναντίον της κατηγορούμενης 5, η οποία ως διατείνετο η υπεράσπιση και δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, υπήρξε ο ιθύνων νους σε ότι αφορά τα ενώπιον του Δικαστηρίου διαδραματισθέντα, αναφέρω τα εξής. Όταν προκύπτουν ζητήματα ως το παρόν, ήτοι περί άνισης μεταχείρισης μεταξύ παραβατών, η νομολογία φανερώνει ότι, το Δικαστήριο, μπορεί, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια να μειώσει το ύψος της ποινής που θα επέβαλλε, «μετριάζοντας έτσι, το αίσθημα αδικίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού. Και στο μέτρο που της παρέχεται η ευχέρεια, η Δικαιοσύνη μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεση της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου. Έτσι εκπληρώνει, στο μέτρο που είναι δυνατό το καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 35 του Συντάγματος»[14]. Στη Χαρίτου ν Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, το Εφετείο, με αναφορά στις υποθέσεις Georghiou & Others v Republic (1986) 2 CLR 109, Παναγή ν Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498 και Βασιλείου ν Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 104, μείωσε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 10 ετών σε 8 έτη, και τούτο για απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας λόγω του γεγονότος της αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον της συγκατηγορούμενης του.  Για το λόγο λοιπόν ότι συνεργός των κατηγορουμένων στα εγκλήματα του κατηγορητηρίου έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, το Δικαστήριο θα μειώσει αναλόγως, τις ποινές που θα επιβάλει στους κατηγορούμενους 1 και 6.

Eπιβάλλονται συνεπώς οι ακόλουθες ποινές στους κατηγορούμενους:

 

Κατηγορούμενος 1:

 

 Οι ποινές φυλάκισης αναφορικά με τον κατηγορούμενο 1 να συντρέχουν.

 

Κατηγορoύμενος 6:

·            Στις κατηγορίες 39- 43 και 45: Η ποινή φυλάκισης 6 μηνών σε έκαστη κατηγορία, μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών σε έκαστη κατηγορία.

 

 Οι ποινές φυλάκισης αναφορικά με τον κατηγορούμενο 6 να συντρέχουν.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στους κατηγορούμενους θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά έκαστου κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα το νέο Άρθρο 3(2) προνοεί τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο των κατηγορουμένων, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή τους μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.

 

Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τους κατηγορούμενους  και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες των κατηγορούμενων μπορούν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση τους με αναστολή.

 

Στην περίπτωση των κατηγορουμένων δεν συντρέχουν, κρίνω, παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως συνηγορούντες υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τους έχει επιβληθεί. Στην πιο πάνω απόφαση καταλήγει το Δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης των αδικημάτων και των προσωπικών συνθήκων των κατηγορούμενων, οι οποίες παρότι ιδιαίτερες, δεν είναι ικανές για να δικαιολογήσουν μία τέτοια απόφαση. Μια τέτοια απόφαση δεν θα αντικατόπτριζε ούτε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που οι κατηγορούμενοι διέπραξαν, ούτε θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για τα αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως.

 

Η δε κατάσταση της υγείας του κατηγορούμενου 1, φρονώ, δεν είναι τέτοια που να μην μπορεί να τύχει αποτελεσματικής αντιμετώπισης από τις αρμόδιες κρατικές αρχές σύμφωνα με το νόμο, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός τελεί ως κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές (βλ. Κύπρος Κυπριανού (2014) 2(Α) Α.Α.Δ 144). Ως έχει άλλωστε επισημανθεί και από τη σχετική νομολογία, στις κεντρικές φυλακές παρέχεται - είναι άλλωστε αναμενόμενο - κάθε μορφή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και θεραπείας (βλ. Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22 και Celik κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 391). Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι λόγω της κατάστασης της υγείας του κατηγορούμενου 1, η ταλαιπωρία που ενδεχομένως να υποστεί, δεν θα είναι η ίδια με κάποιο άλλο πρόσωπο που δεν έχει τα ίδια προβλήματα.  Ως προς τούτο όμως δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η ταλαιπωρία αυτή θα είναι ασυνήθιστου βαθμού (βλ. Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144 και Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ 315). Αλλωστε, : «Ως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τα Κυπριακά Δημοκρατία και μάλιστα από τη δεκαετία του 1960 (Voudaskas εναντίον Republic1967 2 CLR 93) τα προβλήματα υγείας που παρουσιάζουν κατηγορούμενοι ή κρατούμενοι μπορεί να αντιμετωπιστούν και αντιμετωπίζονται από Ιατρικές Υπηρεσίες των Φυλακών» (βλ. Δημοκρατία ν Memic κ.α Αρ. Υπόθεσης 19101/19 ημερ. 21.9.20).

 

Επομένως, έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε το οποίο θα με οδηγούσε στην αναστολή των επιβληθέντων στο πρόσωπο των κατηγορουμένων,  ποινών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν κρίνει το Δικαστήριο όπως είναι άμεσες. Σημειώνεται ότι για αμφότερο κατηγορούμενο, θα προσμετρήσει υπέρ του και θα αφαιρεθεί από την εναπομείνασα ποινή φυλάκισης που έκαστος οφείλει να εκτίσει, ο χρόνος που έκαστος, τέλεσε υπό κράτηση σε σχέση με την παρούσα υπόθεση.

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                            Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Κατηγορίες 1, 14, και 39.

[2] Κατηγορίες 2, 15, 19, 22, 26, 30, 34, 40 και 46.

[3] Κατηγορίες 3, 16, 20, 23, 27, 31, 35, 41 και 47.

[4] Κατηγορίες 4, 17 και 42.

[5] Κατηγορίες 5, 18 και 43.

[6] Κατηγορίες 7, 9 και 12.

[7] Κατηγορίες 8, 10, 13, 28, 32,36,38 και 48.

[8] Κατηγορία 11.

[9] Κατηγορίες 21, 25, 29, 33, 37 και 49.

[10] Κατηγορία 44.

[11] (Βλ. Έγγραφο Α).

[12] Βλέπε κατηγορητήριο.

[13] (βλ. Γεώργιος Ιωάννου ν Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ.267, Ιάκωβος Χριστοδούλου Δημητρίου ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ.141.

[14] Ιάκωβος Χριστοδούλου Δημητρίου ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ.141. Βλ. επίσης Κυριάκου ν Δημοκρατίας Ποινική Εφ. 25/2022 ημερ. 25.1.23, ECLI:CY:DOD:2023:5


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο