EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

                                                                                               Αρ. Υπόθεσης: 19124/2019

 

                                       Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας

                                                                                                              

                                                               ν.

                                                   Ραφαήλ Κατωμονιάτης   

                                                                                                               Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους  

Για την Κατηγορούμενη: κ. Εφφέ  

Κατηγορούμενος: Παρών

 

                                                               AΠΟΦΑΣΗ

              

Σκιαγράφηση της Υπόθεσης

               Ο ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, ήτοι αυτή της μεταφοράς πυροβόλου όπλου «Κατηγορίας Δ» χωρίς άδεια κατοχής[1] και κλεπταποδοχής[2], κατά παράβαση των άρθρων 306(α) και 29 του Ποινικού Κώδικα. Τα πρωτογενή γεγονότα, ως καταγράφονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αφορούν σε:

 

«μεταφορά από τους κατηγορούμενους πυροβόλου όπλου «κατηγορίας Δ» εντός της Δημοκρατίας, δηλαδή το ΔΟΚΟ μάρκας Mondial  με αριθμό εγγραφής 54029 χωρίς να είναι κάτοχοι άδειας κατοχής, από τον Αρχηγό Αστυνομίας» (Λεπτομέρειες 3ης κατηγορίας)

και ότι:

«O κατηγορούμενος 2 κατά ή περί το έτος 2018, στη Λευκωσία αποδέχτηκε και κατακράτησε περιουσία που γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία, δηλαδή το ΔΟΚΟ μάρκας Mondial με αριθμό εγγραφής 54029 το οποίο ήταν προϊόν κλοπής από την κατοικία της Μαρίας Χριστοφόρου από το Παλιομέτοχο» (Λεπτομέρειες 4ης κατηγορίας). 

 

Η παρούσα υπόθεση έφερε αρχικά 2 κατηγορούμενα πρόσωπα. Ο πρώτος, Νικολάου, παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1 μέχρι 3 που τον αφορούσαν, ήτοι της διάρρηξη κατοικίας, την κλοπή του επίμαχου ΔΟΚΟ και της μεταφοράς του στον νυν κατηγορούμενο 2, (εφεξής ο κατηγορούμενος). Το Δικαστήριο επέβαλε στον Νικολάου ποινές άμεσης φυλάκισης ύψους 7,5 μηνών, 4 μηνών και 5 μηνών, αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος 2 δεν παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 3 και 4 που τον αφορούν με την υπόθεση να οδηγείται σε ακρόαση. Κληθείς σε απολογία κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος αποφάσισε όπως τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής. Στην διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά, δεκαεπτά (17) Τεκμήρια.

 

Η κάτωθι δήλωση μεταξύ των παραγόντων της διαδικασίας ως παραδεκτό γεγονός προσθέτει φως στην μεταξύ των πρώην συγκατηγορουμένων προϊστορία μεταξύ των ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτή έχει ως εξής:

 

«Ο ‘Αντρoς Νικολάου καταδικάστηκε στις 12/02/19 στην ποινική υπόθεση 12439/18 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στο αδίκημα της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος σε φυλάκιση 2 χρόνων με τριετή αναστολή με συγκατηγορούμενο τον Ραφαήλ Κατωμονιάτη. Η υπόθεση για τον Κατωμονιάτη διακόπηκε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα και επανακαταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό υπόθεσης 10151/19 για τις κατηγορίες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και δύο κατηγορίες για το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον Επιθεωρητή εκρηκτικών υλών, υπόθεση η οποία εκκρεμεί ακόμη ενώπιον Δικαστηρίου».

Τα δύο αυτά πρόσωπα συνεπώς αντιμετώπιζαν και πάλι από κοινού, υποθέσεις ενώπιον Κακουργιοδικείου αλλά και την παρούσα. 

 

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

               Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν δύο μάρτυρες ήτοι, η εξεταστής της υπόθεσης Αστ. 323 και ο Νικολάου, πρώην συγκατηγορούμενος του κατηγορούμενου στην παρούσα.  

 

Η Αστυφύλακας 323 ΜΚ1, υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας και είναι τοποθετημένη στον Αστυνομικό Σταθμό Κοκκινοτριμιθίας. Η κατάθεση που ετοίμασε και την οποίαν αναγνώρισε στην επ’ ακροατήριω διαδικασία, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Εκεί αναφέρει ότι την 6.8.19 ενημερώθηκε ότι πολίτης, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του στον αυτοκινητόδρομο Κοκκινοτριμιθιάς- Λευκωσίας με κατεύθυνση τη Λευκωσία παρά την έξοδο Μάμμαρι, αντιλήφθηκε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, κοντά στο κιγκλίδωμα, ένα αντικείμενο το οποίο ομοίαζε με όπλο. Αφού σταμάτησε και διαπίστωσε ότι οι υποψίες του ήταν ορθές, παρέλαβε και μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμιας, παραδίδοντας το στην Αστυφύλακα 962. Το εν λόγω όπλο είναι κυνηγετικού τύπου, μάρκας Mondial  με αριθμό εγγραφής 54029. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι αυτό είναι εγγεγραμμένο στον Χριστοφή Κυπριανού ο οποίος απεβίωσε την 4.8.11. Από περαιτέρω εξετάσεις που έγιναν μέσω της οικογένειας του αποθανόντα διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω ΔΟΚΟ πιθανόν να κλάπηκε ή να χάθηκε σε άγνωστο μεταξύ των ετών 2016-2019, χρόνο. Την 6.8.19 εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Νικολάου, ο οποίος αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε: «Έπιασα τούτο το όπλο πριν ένα χρόνο τζαι έδωσα το στον Ρασπούτιν, τζίνον που έρκεται τζαι υπογράφει». Ο κατηγορούμενος συνελήφθη κατόπιν έκδοσης Δικαστικού εντάλματος, ο οποίος αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης του, απάντησε «Εν το περίμενα». Ανακριθείς ο κατηγορούμενος έδωσε τους δικούς του ισχυρισμούς.

 

Η ΜΚ1 κατέθεσε επιπλέον κατά την κυρίως εξέταση τα Τεκμήρια 2 - 7, ήτοι, τα εντάλματα σύλληψης αμφότερων Νικολάου και κατηγορούμενου, το έντυπο έγγραφων δικαιωμάτων που παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο, τις καταθέσεις έκατου εξ’ αυτών και αυτούσιο το επίμαχο ΔΟΚΟ. Ανακριτική κατάθεση έλαβε επίσης από τον πολίτη που εντόπισε το ΔΟΚΟ, τη σύζυγο του αποβιώσαντα, από το γιο του θανούντα από τον Μάριο Λοιζίδη Οπλουργό-Μηχανουργό και τρείς άλλους αστυφύλακες οι οποίοι παρέλαβαν και παρέδωσαν το ΔΟΚΟ αντίστοιχα, σε κατά τόπον αρμόδιους αστυνομικούς σταθμούς. Η μάρτυρας ανέγνωσε ενώπιον του Δικαστηρίου αμφότερες καταθέσεις των Νικολάου και κατηγορούμενου.

 

Στην κατάθεσή του Τεκμήριο 6, ο Νικολάου ανέφερε σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ότι πριν ένα χρόνο ήταν «τσουράκι» του Ραφαέλου αλλιώς Ρασπούτιν. Ο κατηγορούμενος του ζητούσε επίμονα κυνηγετικό όπλο και τον απειλούσε ότι αν δεν του φέρει τέτοιο θα κάψει το αυτοκίνητο του και «όπου τον βρίσκει θα τον τουμπαρίσκει». Επειδή στο παρελθόν ο κατηγορούμενος τον χτυπούσε, ο ίδιος φοβήθηκε. Γνωρίζοντας ότι «στο σπίτι του μακαρίτη του γείτονα του, πατέρα του Σοφοκλή, υπήρχε ένα σύνθετο μέσα στην καμαρούλα, μια μέρα που έλειπαν από το σπίτι μπήκε στην καμαρούλα και πήρε το όπλο», παραδίδοντας το στο Ραφαέλο. Ο κατηγορούμενος του είχε αναφέρει ότι το θέλει για να πηγαίνει να κυνηγά το βράδυ. Από την μέρα που παρέδωσε το όπλο στον κατηγορούμενο δεν ξέρει τι απέγινε σε αυτό, ούτε τι το έκανε. Τέλος, στην κατάθεση του αναγνώρισε το όπλο, Τεκμήριο 7, ως αυτό που έκλεψε και παρέδωσε στον κατηγορούμενο.

 

               Ανακρινόμενος από τις αστυνομικές αρχές ο κατηγορούμενος, -(Τεκμήριο 4)- δήλωσε ότι γνωρίζει τον Νικολάου, αφού τον βοηθούσε με την επισκευή των αυτοκινήτων της οικογένειας του. Ο κατηγορούμενος δεν έχει συνεργείο αυτοκινήτων. Η όποια βοήθεια του Νικολάου γινόταν στα πλαίσια της φιλίας τους χωρίς ανταλλάγματα ή μισθό. Ο Νικολάου σταμάτησε να τον βοηθά περί το 2018, ενώ η μεταξύ τους φιλική σχέση σταμάτησε όταν ο Νικολάου «έκλεψε το αυτοκίνητο της μητέρας του, έβαλε πόμπες και κατηγόρησε τον ίδιο για τα πιο πάνω» (Υπόθεση Κακουργιοδικείου). Δήλωσε επίσης ότι κάποτε είχε κυνηγετικό όπλο όμως η άδεια κατοχής του ανακλήθηκε γιατί, «κοντά στο Πάσχα βρήκαν στο αυτοκίνητο του δύο σακούλες μούσκουλα» και «του την έπιασαν».

Ο ίδιος έχει να κυνηγήσει 3 περίπου χρόνια, μη παραλαμβάνοντας ποτέ το συγκεκριμένο όπλο. Χαρακτήρισε τον Νικολάου ως ένα «ψεύτη που διαπράττει αδικήματα και μετά κατηγορεί τον ίδιο». Σε ερώτηση της αστυνομίας ως προς το πού ήταν την 5.8.19 και περί ώρα 16:30 απάντησε ότι, «ότι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο».

 

Ερωτηθείσα η μάρτυρας κατά την αντεξέταση κατά πόσον έλαβε παρειακά επιχρίσματα από τον κατηγορούμενο ή αν λήφθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα από το όπλο, απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν κρίθηκε σκόπιμο, αφού ο κατηγορούμενος επέμενε ότι δεν είχε καμία επαφή με το όπλο. Στην ερώτηση κατά πόσον προέβη σε οποιαδήποτε διερεύνηση σε σχέση με τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου ότι, «ο Νικολάου προβαίνει σε αδικήματα και μετά φταίει τον ίδιο», η ΜΚ1 απάντησε ότι από την στιγμή που ούτε ο Νικολάου, μήτε ο κατηγορούμενος υπέβαλαν παράπονο ή προέβησαν σε αντίστοιχες καταγγελίες αλλά αντίθετα, περιορίστηκαν στην παράθεση γενικών θέσεων, η ίδια δεν είχε οποιοδήποτε απτά στοιχεία για να προχωρήσει σε ανάλογη διερεύνηση. Μήτε έκρινε σκόπιμο συνέχισε, να καλέσει εκ νέου τον Νικολάου για να απαντήσει στους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου ότι διαπράττει αδικήματα και δακτυλοδείχνει μετά τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που διέταξε την διάπραξη των. Απάντησε ερωτηθείσα ότι δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Νικολάου αντιμετώπιζε κατά την κλοπή του όπλου, άλλες ποινικές υποθέσεις, όπως δεν μπορεί να γνωρίζει κατά πόσον οι ισχυρισμοί Νικολάου ότι ο κατηγορούμενος τον κτυπούσε, ευσταθούν, ειδικά από την στιγμή που ο πρώτος δεν προέβη σε επίσημη καταγγελία. Σε σχετική ερώτηση της υπεράσπισης απάντησε ότι, «είναι φύση αδύνατον να γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που μετέφερε το όπλο στο χώρο που αυτό βρέθηκε» ή αν όντως, ο Νικολάου έδωσε αυτό, μετά που το έκλεψε στον κατηγορούμενο. Ερωτηθείσα αν γνωρίζει τι μήνας ήταν όταν κλάπηκε το όπλο, η ΜΚ1 απάντησε ότι «η κατάθεση Νικολάου αποτελούσε μια αφήγηση των θέσεων του και συνεπώς δεν του τέθηκαν οποιεσδήποτε άλλες ερωτήσεις».

 

              

 

               ΜΚ2 ο πρώην συγκατηγορούμενος του κατηγορούμενου, Άντρος Νικολάου. Η κυρίως του εξέταση περιορίστηκε στην υιοθέτηση του περιεχομένου της κατάθεσης του Τεκμήριο 6. Η θέση της υπεράσπισης ήταν εξαρχής ότι:

(α) ο Νικολάου μετά τη διάπραξη αδικημάτων, πάντοτε κατονομάζει και εμπλέκει τον νυν κατηγορούμενο ως τον ιθύνοντα νου των εκάστοτε διαπραχθέντων αδικημάτων με απώτερο σκοπό να επωφεληθεί κατά το στάδιο επιβολής ποινής στο πρόσωπο του, της μέγιστης  δυνατής επιείκειας του Δικαστηρίου.

(β) ότι τη «φόρμουλα» που χρησιμοποίησε στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 12439/18 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου και έλαβε ποινή φυλάκισης με αναστολή εμπλέκοντας πάλι τον κατηγορούμενο, επέλεξε να χρησιμοποιήσει και εδώ, ενώ,

(γ) είναι αδύνατον ο κατηγορούμενος να έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες στον Νικολάου σε ότι αφορά την διάπραξη των υπό του κατηγορητηρίου αδικημάτων αφού είχε προηγηθεί η καταχώρηση της υπόθεσης του Κακουργιοδικείου και συνεπώς είχε ήδη επέλθει ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις. Στις πιο πάνω  θέσεις της υπεράσπισης ο Νικολάου απαντούσε ως ακολούθως:  

 

«E. Κύριε μάρτυρα, εν να σας κάμω κάποιες ερωτήσεις. Εσύ έχεις ποτέ καταδικαστεί για άλλα αδικήματα πέραν του αδικήματος που κατηγορήσουν σε τούτην την υπόθεση;

……

A.           Δεν απαντώ. Άλλο πράμα.

E.           Άρα, δεν ήσουν κατηγορούμενος στην 12439/18, υπόθεση που αφορούσε απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες; Ήσουν κατηγορούμενος σε έτσι υπόθεση ή δεν ήσουν;

A.           Σε αναστολή. Για ποιο λαλείς; Δεν ξέρουμε.

E.           Είσαι ο Αντρέας Νικολάου, με ΑΔΤ 903054;

(Ο μάρτυρας γνέφει καταφατικά)

E.           Κατηγορήθηκες για αδίκημα στο παρελθόν, για αδίκημα που αφορά καταστροφή περιουσίας με εκρηκτικές ύλες;

A.           Δεν θυμούμαι τούτην την υπόθεση.

E.           Μάλιστα. Σου έχει επιβληθεί παλαιότερα οποιαδήποτε ποινή από Δικαστήριο; Ξαναήρθες στο Δικαστήριο;

               (Ο μάρτυρας βλέπει την κα Χαραλάμπους)

E.           Εν να σου απαντήσει η κυρία Χαραλάμπους που κάθεται τζιαμέ ή εσύ;

A.           Τι ποινή; Για ήντα πράμα; 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Είχατε ξαναέρθει στο Δικαστήριο για υποθέσεις;

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

A.           Ναι, έφα 7 μισή μήνες φυλακή. 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Σε ποια υπόθεση; Θυμάστε;

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

A.           Ήταν τζιαι τούτη η κουβέντα. Δεν θυμούμαι να σου πω την αλήθεια ύστερα που 5 χρόνια.  Πού να θυμούμαι;

E.           Μάλιστα. Η ερώτησή μου, κύριε μάρτυρα, είναι προγενέστερα που τούτην την κουβέντα που είχατε ξαναέρθει στο Δικαστήριο. 

A.           Δεν θυμούμαι μετά που 5 χρόνια, δεν θυμούμαι.

E.           Ωραία. Καταδικαστήκατε που το Κακουργιοδικείο και σας επιβλήθηκε ποινή για δύο χρόνια ποινή φυλάκισης με αναστολή;

A.           3 χρόνια.

E.           Ποινή φυλάκισης με 3 χρόνια αναστολή; 

A.           Ναι.

E.           Πότε έγινε;

A.           Με αναστολή.

E.           Πότε έγινε τούτο το πράγμα;

A.           Έσιει που το 2018 τζιαι έχουμε 2023.

E.           Για ποιο αδίκημα; Θυμάσαι; 

A.           Για την πόμπα.

E.           Για εκρηκτικές ύλες;

A.           Ναι.

E.           Μάλιστα. Έχεις δώσει κατάθεση στην Αστυνομία τότε;

A.           Μάλιστα.

…….

 

E.           Λέτε στην κατάθεσή σας, κύριε μάρτυρα, ότι απειλούσε σε ο κατηγορούμενος;

A.           Ναι.

               (Ο μάρτυρας γνέφει καταφατικά)

E.           Έκαμες κάποια καταγγελία στην Αστυνομία ότι απειλούσε σε; 

A.           Έβαλα το πάνω στην κατάθεσή μου.

E.           Άλλο σε ερώτησα, κύριε μάρτυρα. Επήγες σε άλλη περίπτωση στην Αστυνομία να το αναφέρεις ότι σε απειλούσε; 

A.           Πάνω στην κατάθεσή μου.

E.           Γιατί δεν πήγες προγενέστερα να το πεις που σε απειλούσε, όπως αναφέρεις στην κατάθεσή σου, για να τον καταγγείλεις;

A.           Ό,τι είναι πάνω στην κατάθεσή μου.

E.        Εν θα δούμε χαΐρι έτσι. Αναφέρεις, επίσης, στην κατάθεση σου ότι εφοβάσουν τον;

A.           Ό,τι είναι πάνω στην κατάθεσή μου.

E.           Τούτο το ανάφερες στην Αστυνομία σε άλλη περίπτωση;

               (Ο μάρτυρας γνέφει καταφατικά)

A.           Ναι, εν πάνω στην κατάθεσή μου ούλλα.

E.           Τζιαι αφού εφοβάσουν τον ότι θα σε σκοτώσει τζιαι ότι εν να σου κάμει κακό τζιαι έκανες τούτα τα αδικήματα, γιατί, ήνταλως τζιαι σήμερα εν φοβάσαι σήμερα που είσαι δαμέ τζιαι καταθέτεις εναντίον του; Εν φοβάσαι; Δεν τον φοβάσαι; 

A.           Όχι, δεν φοβάμαι. 

E.           Δεν φοβάσαι; 

A.           Όι.

E.           Αλλά τότε εφοβήθηκες τζιαι πήγες τζιαι έκλεψες τα πράγματα;

A.           Ναι. Ξανά πε μου τζιαι εν άκουσα καλά.

E.           Τότε εφοβήθηκες τζιαι επήγες τζιαι έκλεψες τα πράγματα; 

A.           Ναι.

E.           Άρα, τι εμεσολάβησε τζιαι δεν τον φοβάσαι;

A.           Τίποτε. Τι εμεσολάβησε; 

E.           Εσύ να μας πεις. 

A.           Τίποτε.

E.           Καλά, κύριε μάρτυρα, τον εφοβάσουν τότε;

A.           Μετά που 5 χρόνια, γιατί να φοβηθώ; 

E.           Τότε εφοβάσουν; 

A.           Ετελειώσαν ούλλα.

E.           Τότε τι εφοβάσουν; Γιατί εφοβάσουν;

A.           Εφοβούμουν. 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Τι εφοβάστουν, κύριε; Δώστε μας εικόνα να αντιληφθούμε και εμείς.

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

Α. Εφοβούμουν. 

…. 

E.           Εντάξει. Κύριε μάρτυρα, σου υποβάλλω ότι τίποτε που τούτα που λέεις στην κατάθεσή σου δεν έγινε έτσι. 

A.           Ό,τι εν πάνω στην κατάθεσή μου.

E.           Εσύ πήγες και έκλεψες το όπλο, επειδή είχες δώκει κατάθεση σε άλλη υπόθεση τζιαι ευνοήθηκες, έκαμες το ίδιο πράγμα σε τούτην την υπόθεση, επειδή έδωκες κατάθεση σε προηγούμενο στάδιο τζιαι ευνοήθηκες που το Δικαστήριο, έκαμες το ίδιο πράγμα ξανά. Έδωκες κατάθεση εναντίον του κατηγορουμένου σε τούτην την υπόθεση;

A.           Ό,τι εν πάνω στην κατάθεσή μου.

…….

E.           Συμφωνείς μαζί μου ότι σε ούλλες τούτες τις καταθέσεις έχεις υποδείξει για εκείνη την υπόθεση τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που σε παρέσυρε, όπως ανάφερες να διαπράξεις τα αδικήματα;

               (Ο μάρτυρας γνέφει καταφατικά)

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Μην βλέπετε την κυρία Χαραλάμπους. Να βλέπετε το Δικαστήριο και αν χρειαστείτε κάποια βοήθεια να μας πείτε. Ακούσατε την ερώτηση του κυρίου Εφφέ; Ο κύριος Εφφέ μιλά για την υπόθεση με την πόμπα, όπως το αναφέρετε, και η ερώτησή του είναι συμφωνείτε ότι για τις αναφορές της κατάθεσής σας είναι ότι παρασυρθήκατε από τον κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων ναι ή όχι;

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

A.           Ναι, παρασύρθηκα.

E.           Μάλιστα. Σου υποβάλλω, κύριε μάρτυρα, ότι η ημερομηνία σύλληψής σου για τις υποθέσεις με την πόμπα είναι 05/07/18. Συμφωνείς;

A.           05/07; Δεν θυμούμαι.

….

Ο κος Εφφέ συνεχίζει:

E.           Μάλιστα. Τούτη η υπόθεση πότε έγινε; Θυμάσαι να μας πεις;

A.           Δεν θυμούμαι.

E.           Αυτή που δικάζουμε σήμερα πότε διαπράχθηκαν τα αδικήματα; Θυμάσαι να μας πεις;

               Πότε κλάπηκε το όπλο; Πότε το έκλεψες;

A.           Μετά που 5 χρόνια πού να θυμούμαι; Δεν θυμούμαι.

 

 

 

 

E.           Ωραία. Δεν θυμάσαι! Προσπαθήστε λίγο να θυμηθείτε, διότι είσιε τζιαι έναν κατηγορούμενο άνθρωπο δαμέ που πρέπει να μας πείτε τούτο το πράγμα. Να μας το πείτε. 

A.           Ό,τι είχα να πω το είπα πάνω στην κατάθεσή μου. Μετά που 5 χρόνια δεν θυμούμαι. Δεν  έχω κάτι άλλο να πω.

E.           Μάλιστα. Αφού, κύριε μάρτυρα, όπως δείχνεις... Αποσύρω. Σου υποβάλλω ότι για τούτην την υπόθεση εσυλλάβαν σε το 2019, έναν χρόνο μετά. 

A.           Δεν θυμούμαι.

               (Ο μάρτυρας ανασηκώνει τους ώμους του)

E.           Σου το υποβάλλω. 

A.           Δεν θυμούμαι.

E.           Καλά, κύριε μάρτυρα, αφού έδειξες τόση προμήθεια να συνεργαστείς με την Αστυνομία τζιαι να πεις ούλλη την αλήθεια, όπως αναφέρεις, τζιαι στις καταθέσεις σου, γιατί δεν το είπες τζιαι τούτο για τούτην την υπόθεση;

Δικαστήριο (προς κο Εφφέ): Δεν κατάλαβα.

Ο κος Εφφέ συνεχίζει:

E.           Για τούτην, κυρία Πρόεδρε. Επαναδιατυπώνω. Αφού αποφάσισες να συνεργαστείς, εντάξει; Γιατί στην Αστυνομία τζιαι στο Κακουργιοδικείο μεταγενέστερα δεν αναφέρθηκες σε τούτην την υπόθεση;

A.           Γιατί έγινε το περιστατικό τζιείνο πρώτα με την πόμπα τζιαι ύστερα που έναν χρόνο έγινε τζιείνο το πράγμα με τον σσιπέττο. 

E.           Ύστερα που έναν χρόνο έκλεψες το; 

A.           Ναι.

E.           Άρα, ύστερα που έναν χρόνο που το 2018 έκλεψες εσύ το όπλο;

A.           Εν πάνω στις καταθέσεις μου.

E.           Λοιπόν, κύριε μάρτυρα, η ημερομηνία καταδίκης σου στο Κακουργιοδικείο είναι 12/02/19;

A.           Έχω ραντεβού με το Γραφείο του Πολίτη. Εν που η ώρα 10:00 που είμαι δαμέ. 

Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Θα τελειώσει ο κύριος Εφφέ. 

Κος Εφφέ: Έχω πολλή ώρα ακόμα.

Μάρτυρας: Εγώ ό,τι είχα να πω είπα το. Δεν θα ξαναμιλήσω. Θα μείνω δαμέ τζιαι εν θα μιλώ. 

…..

E.           Σου υποβάλλω ότι το ίδιο πράγμα έκαμες και στο παρελθόν και δεχτήκατε την επιείκεια του Δικαστηρίου, επιβλήθηκε σας ποινή φυλάκισης για αναστολή για πολύ σοβαρά αδικήματα, για να δώκεις κατάθεση εναντίον του κατηγορουμένου. 

A.           Μάλιστα.

E.           Σου υποβάλλω ότι τούτο το πράγμα το έκαμες και στο παρελθόν, δηλαδή να δώκεις κατάθεση στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου εναντίον του κατηγορουμένου τζιαι να ευνοηθείς λαμβάνοντας φυλάκιση με αναστολή για πολύ σοβαρά αδικήματα. 

A.           Εν μες την κατάθεσή μου. Μετά που 5 χρόνια, εν αθυμούμαι».

 

Παραδεκτά Γεγονότα/ Καταθέσεις

Στην παρούσα, τα ακόλουθα, δεν αποτελούν αμφισβητούμενα γεγονότα με τους συνηγόρους να καταθέτουν Εκ Συμφώνου τις ακόλουθες καταθέσεις μαρτύρων ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους:

  

• Ο Αστ. 3170 διενήργησε εξετάσεις και διαπίστωσε ότι το ΔΟΚΟ είχε κλαπεί από την οικία προσώπου που είχε αποβιώσει. Από τη μαρτυρία που συνέλεξε διαφάνηκε ότι αυτό πιθανόν να έκλεψε ο Νικολάου. Ο Νικολάου όταν συνελήφθη παραδέχθηκε την κλοπή του όπλου και ανέφερε ότι το παρέδωσε στον  κατηγορούμενο. Ο μάρτυρας εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου- (Κατάθεση Τεκμήριο 9).

 

• Ο Αστ.6091 παρέλαβε το ΔΟΚΟ από την Αστ.323 και μετέφερε αυτό στο Εγκληματολογικό Εργαστήριο με σκοπό τη διενέργεια εξετάσεων (Κατάθεση Τεκμήριο 10).

 

• Ο Αστ. 4505 παρέλαβε το ΔΟΚΟ από την Αστ. 962 και παρέδωσε με τη σειρά του στην Αστ. 323 (Κατάθεση Τεκμήριο 11).

 

• Ο Αστ.962 καταγράφει ότι την 5.8.19 προσήλθε στο Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμιας πολίτης, ο οποίος εντόπισε ενώ οδηγούσε το όχημα του στον αυτοκινητόδρομο παρά το χωρίο Μάμμαρι με κατεύθυνση τη Λευκωσία, το επίμαχο ΔΟΚΟ το οποίο παρέλαβε και μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμιας. Ο Αστ. 962 διενήργησε εξετάσεις όπου και διαπίστωσε ότι αυτό ήταν μάρκας Μοndial και έφερε αριθμό εγγραφής 54029. Την ίδια ημέρα παρέδωσε στον Αστ. 4505 (Κατάθεση Τεκμήριο 12). Στο Εκ Συμφώνου κατατεθέν Τεκμήριο 13 ήτοι, στο Ημερολόγιο Ενεργείας που ετοίμασε ο μάρτυρας καταγράφεται ότι η Αστυνομία επισκέφθηκε την ίδια ημέρα το σημείο εντοπισμού του ΔΟΚΟ στον αυτοκινητόδρομο, διενεργώντας σχετικές εξετάσεις οι οποίες δεν φανέρωσαν την παρουσία οποιουδήποτε άλλου εξαρτήματος του, ενώ οι έρευνες επί των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης, δεν έφεραν το οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

 

• Ο Οπλουργός- Μηχανουργός Λοιζίδης αναφέρει στην κατάθεση του (Τεκμήριο 14) ότι αναγνωρίζει το επίμαχο όπλο (το οποίο αναγνώρισε καθ’ υπόδειξίν του Αστυ.323 είναι το ίδιο όπλο το οποίο πριν 4 χρόνια του πήραν τα τέκνα του αποβιώσαντα για να συντηρήσει το κοντάκι και να σφίξει τα κλειδιά του όπλου.

 

• Οι δύο καταθέσεις του Σοφοκλή Κυπριανού (τέκνου του αποβιώσαντα) κατατέθηκαν στη διαδικασία ως Τεκμήριο 15 για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Εκεί αναφέρει ότι ο πατέρας του, ο οποίος έχει αποβιώσει, είχε στην κατοχή του το επίμαχο όπλο το οποίο είχε υποσχεθεί ότι θα του άφηνε ως κληρονομία όμως, λόγω του ότι ο ίδιος δεν ασχολείται με το κυνήγι δεν πήγε ποτέ να το παραλάβει από την πατρική του οικία. Ο ίδιος το 2015 πήρε το εν λόγω όπλο στον μηχανουργό-οπλουργό για επιδιόρθωση. Με την ολοκλήρωση αυτής, ο ίδιος επέστρεψε το όπλο πίσω στην πατρική του οικία, τοποθετώντας το στο ίδιο σημείο από όπου το είχε πάρει αρχικά. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του, του ανέφερε ότι ο Νικολάου πήγαινε στο πατρικό σπίτι και έπαιρνε αυτό για να πάει στα χωράφια να παίξει «στρούθους». Η πατρική του οικία ποτέ δεν διαρρήχθηκε. Το εν λόγω όπλο αναγνώρισε την 5.8.19 στον Αστυνομικό Σταθμό Κοκκινοτριμιθίας, σύμφωνα με την συμπληρωματική του κατάθεση.

 

• Η κατάθεση του πολίτη που εντόπισε το όπλο στον αυτοκινητόδρομο κατατέθηκε για την αλήθεια του περιεχομένου της ως Τεκμήριο 16 στη διαδικασία.

 

• Η σύζυγος του αποβιώσαντα, καταγράφει στην κατάθεση της, Τεκμήριο 17 ότι ο Νικολάου κατά καιρούς μετέβαινε επί καθημερινής βάσης στην οικία της, μπαίνοντας στο σαλόνι και παίρνοντας μετά το θάνατο του συζύγου της, ένα από τα αεροβόλα όπλα που είχε ο τέως σύζυγος της για να «παίζει στρούθους στα χωράφια». «Σίγουρα έβλεπε ότι στη γωνιά του σαλονιού ήταν και το επίμαχο όπλο». Πρόσβαση στο σαλόνι πέραν από τα παιδιά της είχε ο Νικολάου και κανένας άλλος. Ο ένας της γιος δεν ασχολείται με το κυνήγι ενώ ο άλλος έχει το δικό του κυνηγετικό όπλο.

 

Τα πιο πάνω σημεία ως έχει σημειωθεί αποτελούν κοινό και/ή μη αμφισβητούμενο έδαφος. Ως εκ τούτου αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

 

 

Νομική Πτυχή/Αξιολόγηση Μαρτυρίας

               Έχω ως γνώμονά μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει. Η δε εντύπωση,:

 

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)».[3]          

 

Η μαρτυρία της ΜΚ1, ως φανερώνεται και από τα πρακτικά της διαδικασίας, ήταν τυπικής φύσεως. Η μαρτυρία της, αν και δεν τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας της, ουδόλως διαφώτισε το Δικαστήριο ως προς τα γεγονότα. Συνεπώς, αν και η αξιοπιστία της μάρτυρος δεν τέθηκε ουσιαστικά εν αμφιβόλω, κανένα συμπέρασμα ή εύρημα δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτήν. Σημειώνεται και τονίζεται ότι, δια της μαρτυρίας της δεν φανερώθηκε και δεν μπόρεσε να τύχει διαπίστωσης κατά πόσον ο κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες στον Νικολάου να κλέψει το όπλο, αν αυτός παρέλαβε το όπλο, αν αυτό τέθηκε ποτέ στην κατοχή του δυνάμει οδηγιών του, αν του παραδόθηκε ποτέ από τον Νικολάου ή κατά πόσον κατά την φερόμενη απόκτηση του ήταν γνώστης ότι αυτό αποτελούσε προϊόν κλοπής. Σημειώνεται επίσης ως βαρύνουσας σημασίας γεγονός ότι από τον κατηγορούμενο δεν λήφθηκαν παρειακά επιχρίσματα ή αποτυπώματα, μήτε δόθηκαν οδηγίες για εξέταση περί ενδεχόμενης ανεύρεσης τέτοιων, επί του όπλου.  

 

Σε ότι αφορά τον Νικολάου, υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας αποτέλεσε πρώην συγκατηγορούμενο του ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενου, αποτελώντας συνεργό[4] του τελευταίου στην κατ΄ισχυρισμόν διάπραξη των αδικημάτων. Λόγω τούτου, η μαρτυρία του Νικολάου πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα της πλούσιας επί του προκείμενου νομολογίας σε σχέση με την αξιολόγηση και αποδεικτική βαρύτητα τέτοιων μαρτύρων. Σημειώνω ότι τη μαρτυρία αυτή το Δικαστήριο προσέγγισε με προσοχή, και προς τούτο έχει αυτοπροειδοποιηθεί ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει όπως στηριχθεί σε αυτήν την μαρτυρία χωρίς την αναζήτηση άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας και αυτό γιατί «το Δικαστήριο έχει νομική υποχρέωση να αυτουπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυς του οποίου η μαρτυρία μπορεί να επηρεαστεί από τη σχέση του με το έγκλημα και ότι, επομένως, είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση»[5] .   

 

Το Δικαστήριο έχει παρακολουθήσει με πολλή προσοχή τον εν λόγω μάρτυρα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, καθηκόντως. Παρά την υιοθέτηση του περιεχομένου της κατάθεσης του κατά το στάδιο της κυρίως του εξέτασης, ο μάρτυρας αντεξετασθείς δεν ήταν διατεθειμένος όπως απαντήσει σε πλείστες (αν όχι όλες), τις ερωτήσεις της υπεράσπισης. Ο μάρτυρας απαντούσε πότε διστακτικά και πότε με ελιγμούς, επικαλούμενος συνεχώς ότι, «δεν θυμάται». Επιπλέον απέφευγε να δώσει όχι μόνο λεπτομερείς απαντήσεις σε ότι αφορά τα γεγονότα των κατηγοριών 3 και 4 που αφορούν τον κατηγορούμενο, αλλά όπως κάνει την οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με το πρόσωπο του τελευταίου και την εμπλοκή του στα υπό του κατηγορητηρίου αδικήματα. Εν τέλει, το μόνο που έπραξε ο Νικολάου στην προκείμενη ήταν να υιοθετήσει την κατάθεση του και μετά να αρνείται να απαντήσει στις ερωτήσεις τη υπεράσπισης είτε άμεσα είτε έμμεσα, επικαλούμενος συνεχώς ότι «δεν θυμάται» ή παραπέμποντας στην κατάθεση του, επί του περιεχομένου της οποίας, εν πάση περιπτώσει, ποτέ δεν επεκτάθηκε παρά τις ευκαιρίες που είχεω. Στην Γεώργιος Ανδρέα Γεωργίου ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 10, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ακόμη και αν «ευσταθούσε η κατ΄ισχυρισμόν αδυναμία της μνήμης του μάρτυρα, το γεγονός αυτό δεν πρέπει να επενεργεί σε βάρος του εφεσείοντα». Περιπλέον, η άρνηση του Νικολάου όπως αποκαλύψει ή παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που αφορά στα υπό εξέταση αδικήματα, όχι μόνο έπληξε ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα αντεξέτασης του και την αξιοπιστία του επί ουσιωδών ζητημάτων, αλλά αφαίρεσε ουσιαστικά και το οποιοδήποτε βάθρο σύνδεσης του κατηγορούμενου με τα υπό κρίση αδικήματα και αυτό γιατί επέλεξε όπως τις αναφορές στην κατάθεση του μη υποστηρίξει ενόρκως, αφήνοντας αυτές απογυμνωμένες από οποιοδήποτε υπόβαθρο[6].

 

Θα ανέμενε κανείς ότι ο Νικολάου ερχόμενος στο Δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας θα ήταν σε θέση να δώσει απαντήσεις ή να αντικρούσει τα όσα προσπαθούσε να του καταλογίσει η υπεράσπιση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας ήταν να πλήξει την αξιοπιστία του. Η επιλογή του όπως μην δώσει ουσιαστικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα, όπως παραδείγματος χάριν τι διαμείφθηκε μεταξύ κατηγορούμενου και ιδίου πριν την φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων, τι οδηγίες είχε, αν οποιεσδήποτε από τον κατηγορούμενο, αν όντως φοβόταν τον κατηγορούμενο και γιατί, αν όντως συνέχισε να έχει σχέσεις και να εκτελεί οδηγίες του κατηγορούμενου ακόμη και μετά που τον κατονόμασε ως ηθικό αυτουργό την υπόθεση υπ’ αριθμόν 12439/18 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όχι μόνο δημιούργησε αμφιβολίες στο μυαλό του Δικαστηρίου σε σχέση με την ποιότητα της μαρτυρίας του, αλλά και της όλης εμπλοκής του κατηγορούμενου στα υπό κρίση αδικήματα και αυτό γιατί ο Νικολάου ποτέ δεν υποστήριξε στη ζώσα μαρτυρία του τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος. Δυνάμει των πιο πάνω το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του για σκοπούς καταδίκης του κατηγορούμενου. Δυνάμει των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα αναζητήσει την οποιαδήποτε ενισχυτική επί του προκείμενου μαρτυρία, η οποία στην παρούσα υπόθεση (εν πάση περιπτώσει), δεν υπάρχει. Υπενθυμίζεται ότι αυτού του είδους μαρτυρία (νοείται η ενισχυτική), αναζητείται μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Ως έχει λεχθεί στην Χριστοδούλου  (ante): «Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ’ αρχήν παραδεκτό της εκδοχής τον»[7].

 

Νομική Πτυχή:

Νομική βάση του κατηγορητηρίου αποτελούν τα άρθρα 5, 28, 45 και 51 του Περί Πυροβόλων ‘Οπλων Νόμου 113(Ι)/2004 καθώς και τα άρθρα 20, 29 και 306(α) του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Νόμου 113(Ι)/2004 (προ της τροποποίησης του δια του τροποποιητικού Νόμου 10(Ι)/21) η χρησιμοποίηση ή µεταφορά οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου Κατηγορίας ∆’ απαγορεύεται, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό είναι κάτοχος άδειας κατοχής από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Εντός της «Κατηγορίας Δ» (προ της τροποποίησης του Νόμου- Παράρτημα Πρώτο) εντάσσονταν και τα «μακρύκαννα πυροβόλα όπλα µιας βολής ανά λεία κάννη των οποίων ο αριθµός των καννών δεν υπερβαίνει τις δύο και το µήκος των καννών δεν είναι πιο µικρό από 60 εκατοστά ή 24 ίντζες». Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας[8] συνεπώς είναι πρώτον, η κατοχή και μεταφορά, αντίστοιχα και  δεύτερο, πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ (ως ήταν τότε).

Αντίστοιχα, τα συστατικά στοιχεία της 4ης κατηγορίας που αφορά στην κλεπταποδοχή είναι: (α) ο κατηγορούμενος να αποδέχεται ή να κατακρατεί περιουσία, (β) η οποία περιουσία κλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα και (γ) ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτή η περιουσία κλάπηκε ή αποκτήθηκε με τρόπο που να αποτελεί κακούργημα ή πλημμέλημα.

Επανερχόμενη τώρα στο βάρος απόδειξης, υπενθυμίζεται ότι αυτό φέρει αποκλειστικά η κατηγορούσα αρχή και αυτό, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (Λοϊζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Σωτηριάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482, Γενικός Εισαγγελέας v. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71 και Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434). Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459). Σημειώνεται δε ότι η επιλογή ενός κατηγορούμενου προσώπου όπως διατηρήσει το δικαίωμα της σιωπής, και όπως μην αναφέρει το οτιδήποτε εις απάντηση στις κατηγορίες που του αποδίδονται, είναι ανεπίτρεπτη σχολιασμού ως επιλογή που τείνει να καταδείξει την ενοχή του (βλ.Ιωάννου ν Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ.195).

Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει συνεπώς ότι, ο κατηγορούμενος κατείχε και μετέφερε το πυροβόλο όπλο για το οποίο δεν είχε άδεια κατοχής και ότι γνώριζε καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ότι αυτό ήταν προϊόν κλοπής.

 

Η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή δεν έχει την δυναμική που νομολογιακά απαιτείται σε υποθέσεις ποινικής φύσεως ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί επ’ αυτής και να εξάγει ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Και αυτό γιατί τα γεγονότα που παρουσίασε, πόρρω απέχουν από την απόδειξη των λεπτομερειών των κατηγοριών. Πέραν των αρχικών αναφορών Νικολάου στην κατάθεση του, οι οποίες δεν υποστηρίχθηκαν κατά τη ζώσα μαρτυρία του ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω, δεν έχει παρατεθεί καμία μαρτυρία που να φανερώνει ότι ο κατηγορούμενος κατείχε ή μετέφερε πυροβόλο όπλο «Κατηγορίας Δ» ή ότι τέτοιο κατείχε ή παρέλαβε και κατακρατούσε γνωρίζοντας, ότι αυτό ήταν προϊόν κλοπής ή αντικείμενο προερχόμενο από τη διάπραξη κάποιας εγκληματικής ενέργειας. Διαφαίνεται συνεπώς ότι η μαρτυρία του Νικολάου, επί της οποίας στηρίχθηκε η υπόθεση δεν ήταν τέτοιας ποιότητας και περιεχομένου ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτή και να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα ως προς το τι ακριβώς έγινε κατά τον επίδικο χρόνο και στη συνέχεια σε σχετικά συμπεράσματα. Η άλλοτε φιλική σχέση που υπήρχε μεταξύ των δύο πρώην συγκατηγορούμενων και οι μεταξύ τους δοσοληψίες ή συζητήσεις δεν αποδεικνύουν άνευ άλλου, ότι ο κατηγορούμενος προέβη στη διάπραξη των περιγραφόμενων στις κατηγορίες 3 και 4 αδικημάτων. Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου κρίνει και την έκβαση της υπόθεσης, αφού είναι δεδομένη η αρχή ότι το Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, δεν μπορεί μέσα από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του. (βλ. ΓΕ ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, 250).

 

Δυνάμει όλων των πιο πάνω, και με γνώμονα ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει αναδείξει την σωρευτική πλήρωση των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων καταλήγω ότι η διάπραξη των δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 4 που αντιμετωπίζει.

                                                                           (Υπογρ.)……………………………….

                                                                           M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατηγορία 3- Κατά Παράβαση των άρθρων 2, 5(1), 28,45 και 51 του Περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004, ως αυτός τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

[2] Κατηγορία 4

[3] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).

[4] (βλ. Ioannou and Another v The Police (1958) 23 CLR 266 και Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α ν Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ.628

[5] Σύγγραμμα κ.κ. Ηλιάδη & Σαντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Β’ Έκδοση σελ. 540,  Zacharia v The Republic (1962) CLR 52.

[6] (βλ. κατ΄αναλογία  Petrov v Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 162/2020 ημερ. 8.6.21), ECLI:CY:AD:2021:B241.

[7] (βλ. επίσης Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258).

[8] Μεταφορά Πυροβόλου Όπλου Κατηγορίας Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο